Δώδεκα μοναχοί περνούσαν για πρώτη φορά μία άγνωστη έρημο. Οταν νύχτωσε παραπλανήθηκε ο οδηγός τους κι ετράβηξε τον αντίθετο δρόμο. Οι αδελφοί το κατάλαβαν γρήγορα, αλλά ο καθένας τους ξεχωριστά αγωνίστηκε ολόκληρη τη νύχτα να μην το φανερώσει, για να μη λυπήσει τον οδηγό.
Όταν ξημέρωσε είδε πια το λάθος του εκείνος.
- Συγχωρήστε με αδελφοί, είπε σαστισμένος. Μου φαίνεται πως επήρα τον αντίθετο δρόμο.
- Το ξέρουμε του αποκρίθηκαν εκείνοι, αλλά μη στενοχωριέσαι, γυρίζουμε πίσω.
Και χωρίς να δείξουν καμμία απολύτως δυσαρέσκεια, που είχαν περπατήσει όλη τη νύχτα άσκοπα μία απόσταση δώδεκα μιλίων, άρχισαν καινούργια πορεία.
Ο οδηγός θαυμάζοντας την ευγένειά τους, έλεγε και ξανάλεγε:
Μέχρι θανάτου μπορούν να συγκρατηθούν οι άνθρωποι του Θεού,
για να μην λυπήσουν τον αδελφό τους.
Μια νέα οσιακή μορφή από τα Φάρασα της Καππαδοκίας, γνωστή στην πατρίδα του με την προσωνυμία «Χατζεφεντής», είναι ο όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (1840-1924).
Οι Φαρασιώτες διηγούνται πολλά θαυμαστά γεγονότα, που σχετίζονται με τον όσιο.
Κάποτε στα Φάρασα, τη μέρα της Αναστάσεως, μπήκε ένας Τούρκος λήσταρχος στην εκκλησία, την ώρα που τελούσε ο όσιος της Θεία Λειτουργία. Μόλις είδε τον Τούρκο αρματωμένο και αδιάντροπο μέσα στο Ναό, τον ειδοποίησε να φύγει αμέσως. Εκείνος όμως δεν έδωσε σημασία. Ο όσιος συνέχισε ατάραχος τη θεία λειτουργία.
Όταν βγήκε για τη Μεγάλη Είσοδο, τον είδε ο Τούρκος να μην πατάει στη γη, αλλά να περπατάει στον αέρα. Βλέποντας αυτό το θαύμα άρχισε να τρέμει. Έκανε να φύγει, μα δεν μπορούσε, γιατί ένιωθε δεμένος με ένα αόρατο σχοινί.
Ο όσιος, αφού μπήκε με τα Αγια στο ιερό, έκανε νόημα στον Τούρκο να φύγει. Πραγματικά, την ώρα εκείνη ο λήσταρχος ένιωσε λυμένος. Τρέμοντας ολόκληρος, βγήκε έξω κι έπεσε κάτω σαν νεκρός.
Όταν τελείωσε η λειτουργία, βγήκε ο λειτουργός από το ναό, πλησίασε τον Τούρκο, τον σήκωσε, κι έτσι εκείνος μπόρεσε να στηριχτεί στα πόδια του. Ύστερα του έκανε αυστηρή παρατήρηση, του έδωσε πέντε γρόσια και τον άφησε να φύγει υγιή, αλλά κατατρομαγμένο.
(Παϊσίου μοναχού Αγιορείτου, Ο άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, στο Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου σελ. 26-27)
Πρός τήν σύζυγον τοῦ Ἀρινθαίου γιά νά τήν παρηγορήσει γιά τό θάνατό… »
Πρός τήν σύζυγον τοῦ Νεκταρίου γιά νά τήν παρηγορήσει γιά τό θάνατο τοῦ παιδιοῦ της.
1. Ἐσκόπευα νά σιωπήσω ἀπέναντι τῆς κοσμιότητός σου μέ τήν σκέψη ὅτι, μέ τήν ψυχή συμβαίνει ὅτι καί μέ ἕνα μάτι πού πάσχει ἀπό φλεγμονή. Αὐτό, δηλαδή τό μάτι καί τό πιό ἁπαλό πράγμα νά τό ἐγγίσει ἐρεθίζεται. Ἔτσι αἰσθάνεται καί ἡ ψυχή πού ἔχει τραυματιστεῖ ἀπό βαριά θλίψη, ὅταν πάει κανείς νά τῆς μιλήσει. Γιατί τά λόγια ὅσο καί ἄν εἶναι παρηγορητικά ὅταν λέγονται τήν ὥρα πού ἡ ψυχή πάσχει καί ἀγωνιᾶ, τίς φαίνονται πολύ ἐνοχλητικά. Ἐπειδή ὅμως σκέφθηκα ὅτι τώρα ἔχω νά κάνω μέ Χριστιανή ἐκπαιδευμένη στά θεῖα ἀπό πολύ καιρό καί πεπειραμένη στά ἀνθρώπινα, ἐνόμισα ὅτι δέν θά ἦταν σωστό νά παραλείψω τό καθῆκον μου.
Γνωρίζω ποιά εἶναι τά σπλάγχνα τῶν μητέρων καί ἰδιαίτερα ὅταν θυμηθῶ τούς δικούς σου καλούς καί ἥμερους τρόπους πρός ὅλους, λογαριάζω πόσο μεγάλος πρέπει νά εἶναι ὁ πόνος γιά τή συμφορά πού σ᾽ ἔχει βρεῖ τώρα. Ἔχασες γιό, τόν ὁποῖο, ὅσον ζοῦσε, μακάριζαν ὅλες οἱ μητέρες καί εὔχονταν τέτοιοι νά εἶναι καί οἱ δικοί τους γιοί. Καί ὅταν πέθανε, ἔκλαψαν σάν νά εἶχε θάψει κάθε μία τόν δικό της. Ὁ θάνατος ἐκείνου ὑπῆρξε πλῆγμα στίς δύο πατρίδες (ἐννοεῖ καί τοῦ πατέρα καί τῆς μητέρας του), τήν δική μας καί τήν χώρα τῶν Κιλίκων. Μ᾽ ἐκεῖνον μαζί ἔπεσε καί τό μέγα καί ἔνδοξον γένος (σημ: Ἴσως τό πεθαμένο παιδί νά ἦταν μονάκριβο. Ἔτσι μέ τό θάνατό του ξεκληριζόταν ἡ γενιά τους), κατέρρευσε σάν νά μετακινήθηκε ἡ βάση του. Ὤ συναπάντημα πονηροῦ δαίμονος! Πόσο τρομερό κακό κατώρθωσες νά προκαλέσεις! Ὤ γῆ, πού ἀναγκάστηκες νά ὑποφέρεις ἕνα τέτοιο πάθος! Καί ὁ ἥλιος ἀσφαλῶς θά ἔφριττε, ἄν εἶχε αἴσθηση μπροστά σ᾽ ἐκεῖνο τό σκυθρωπό θέαμα. Καί τί μπορεῖ νά πεῖ κανείς ἄξιο νά ἐκφράζει ὅσα τοῦ ὑπαγορεύει ἡ ἀπελπισία τῆς ψυχῆς.
2. Ἀλλά, ὅπως διδαχθήκαμε ἀπό τό Εὐαγγέλιο, τά ὅσα μᾶς συμβαίνουν δέν εἶναι ἔξω ἀπό τή θεία Πρόνοια, γιατί οὔτε σπουργίτης δέν πέφτει χωρίς τό θέλημα τοῦ Πατέρα μας. Ὥστε ὅ,τι ἔχει συμβεῖ ἔγινε μέ τό θέλημα τοῦ Δημιουργοῦ μας. Καί ποιός μπορεῖ νά ἀντισταθεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Ἄς δεχτοῦμε λοιπόν τό συμβάν. Διότι μέ τήν δυσανασχέτηση οὔτε αὐτό πού ἔχει γίνει διορθώνουμε καί ἐπί πλέον καταστρέφουμε τούς ἑαυτούς μας. Ἄς μή κατηγορήσουμε τήν δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ, διότι εἴμαστε πολύ ἀμαθεῖς, γιά νά ἐλέγχουμε τίς ἀνέκφραστες κρίσεις Του. Τώρα ὁ Κύριος δοκιμάζει τήν ἀγάπη σου σ᾽ Ἐκεῖνον. Τώρα ἔχεις τήν εὐκαιρία νά κερδίσεις μέ τήν ὑπομονή σου τήν μερίδα τῶν Μαρτύρων. Ἡ μητέρα τῶν Μακκαβαίων εἶδε τό θάνατο ἑπτά παιδιῶν της καί δέν ἐστέναξε, οὔτε ἔχυσε ἄσκοπα δάκρυα, ἀλλά ἐνῶ ἔβλεπε τά παιδιά της νά φεύγουν ἀπό αὐτή τή ζωή μέ σκληρά βασανιστήρια, εἶχε εὐχαριστιακά βιώματα πρός τό Θεό. Γι᾽ αὐτό καί κρίθηκε καί ἀπό τό Θεό καί ἀπό τούς ἀνθρώπους τέλεια καί καταξιωμένη Χριστιανή. Μεγάλη ἡ συμφορά, τό ὁμολογῶ καί ἐγώ. Μεγάλοι ὅμως καί οἱ μισθοί πού ὁ Κύριος ἔχει ἑτοιμάσει γιά ὅσους κάνουν ὑπομονή.
Ὅταν ἔγινες μητέρα καί εἶδες τό παιδί σου καί εὐχαριστοῦσες τό Θεό, γνώριζες ὁπωσδήποτε ὅτι εἶσαι θνητή καί ὅτι θά γέννησες θνητό. Τί τό παράδοξον λοιπόν, πού ὁ θνητός πέθανε; Μήπως σέ στενοχωρεῖ πού πέθανε πρόωρα; Δέν μποροῦμε νά ξέρουμε ἐάν δέν ἦταν τώρα ὁ κατάλληλος καιρός νά φύγει. Γιατί ἐμεῖς δέν ξέρουμε τί συμφέρει τήν ψυχή μας οὔτε ὁρίζουμε προθεσμίες στήν ἀνθρωπίνη ζωή. Στρέψε τά μάτια σου γύρω σ᾽ ὅλο τόν κόσμο ὅπου κατοικεῖς, καί θά κατανοήσεις ὅτι ὅλα ὅσα βλέπουμε εἶναι θνητά καί ὅτι ὑπόκεινται ὅλα στή φθορά. Κύτταξε ἐπάνω στόν οὐρανό. Κάποτε καί αὐτός θά διαλυθεῖ. Κύτταξε τόν ἥλιο. Oὔτε καί αὐτός θά παραμείνει. Τά ἀστέρια ὅλα, τά ζῶα τῆς ξηρᾶς καί τῶν ὑδάτων, αἱ ὡραιότητες τῆς γῆς, ἡ ἴδια ἡ γῆ, ὅλα εἶναι φθαρτά, ὅλα μετά ἀπό λίγο δέν θά ὑπάρχουν.
Ἄς εἶναι λοιπόν ἡ σκέψις ὅλων αὐτῶν παρηγοριά γιά ὅτι σοῦ ἔχει τώρα συμβεῖ. Μή μετρᾶς τή συμφορά στό βάθος της, γιατί τότε θά σοῦ φανεῖ ἀφόρητη. Ἄν ὅμως τό συγκρίνεις μέ ὅλα τά ἀνθρώπινα, τότε θά βρεῖς παρηγοριά. Ἐπάνω δέ ἀπό ὅλα ἔχω νά σοῦ πῶ ἐκεῖνο τό σπουδαῖο: Λυπήσου τόν σύζυγόν σου. Νά παρηγορεῖ ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Μή κάμεις σκληρότερη τή συμφορά μέ τό νά σέ βλέπει νά καταστρέφεις ἀπό τή στενοχώρια τόν ἑαυτό σου. Καί μέ λίγα λόγια ἔχω τή γνώμη ὅτι δέν ὑπάρχουν λόγια τέτοια πού νά μποροῦν νά χαρίσουν σ᾽ αὐτό τόν πόνο σας παρηγοριά. Πιστεύω ὅτι αὐτή τή δοκιμασία θά τήν ξεπεράσετε μονάχα μέ τήν προσευχή.
Εὔχομαι λοιπόν ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος νά ἀγγίξει τήν καρδιά σου μέ τήν ἀνέκφραστη δύναμή Του καί νά ἀνάψει μέ ἀγαθούς λογισμούς τό φῶς στή ψυχή σου, ὥστε νά βρεῖς μέσα σου τήν παρηγοριά.
(από το βιβλίο: Τι είναι ο Χριστός, μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου(+))
α. Ο Προβληματισμός
1. Όταν ήμουν έφηβος, ήθελα να είμαι πάντοτε χαρούμενος. Ήθελα να είμαι ο πιο χαρούμενος άνθρωπος στον κόσμο! Ακόμη ήθελα η ζωή μου να έχη νοήμα! Έψαχνα να βρω απάντηση στα ερωτήματα:
• Ποιός είμαι;
• Γιατί γεννήθηκα;
• Γιατί ζω;
• Πού με οδηγεί η πορεία της ζωής μου;
Παράλληλα ήθελα να είμαι πάντοτε ελεύθερος. Και μάλιστα ο πιο ελεύθερος άνθρωπος στον κόσμο! Για μένα ελευθερία δεν ήταν, να μπορούσα να έκανα ό,τι ήθελα∙ (αυτό όλοι το μπορούν∙ και οι πιο πολλοί αυτό κάνουν!) Εγώ ήθελα, να είχα την δύναμη να κάνω αυτό που είχα χρέος να κάνω. Γιατί πολλοί ξέρουν, τι οφείλουν να κάνουν, μα δεν έχουν την δύναμη να το κάνουν∙ δηλαδή δεν έχουν δύναμη θελήσεως, να πουν όχι σε μερικές άλογες τάσεις τους, που τους σπρώχνουν σε «άλλα». Να. Ένας ναρκομανής ξέρει πόσο είναι τραγική η κατάστασή Του! Θέλει να διορθωθή! Μα μια εσωτερική τάση τον κάνει κουρέλι! Το ίδιο συμβαίνει και με διάφορα άλλα «σαρκικά» πάθη!
2. Τί φοβερό πράγμα, να θέλη ο νέος να είναι εντελώς ελεύθερος, να έχη φιλοσοφία του την απόλυτη ελευθερία του, και τελικά να διαπιστώνη, πως είναι δούλος∙ και μάλιστα σιδηροδέσμιος!
β. Η στραβή πορεία.
1. Έτσι άρχισα να ψάχνω για μια απάντηση στο θέμα αυτό της εσωτερικής ελευθερίας. Και τί λέτε, διαπίστωσα; Διαπίστωσα, ότι όλοι (ή... σχεδόν όλοι!) εκείνοι που είχαν κάποια εσωτερική ελευθερία, είχαν και κάποια θρησκευτικότητα. Επήρα λοιπόν μια μεγάλη απόφαση. Έκαμα και εγώ ένα ανάλογο βήμα: Επήγα στην Εκκλησία! Μα δεν μου άρεσε! Δεν ευρήκα εκεί καμμιά ψυχική άνεση. Αντίθετα. Αισθάνθηκα πολύ στενόχωρα!
Είμαι άνθρωπος πολύ πρακτικός. Όταν λοιπόν βλέπω, πως κάτι δεν μου ταιριάζει, βάζω τελεία και παύλα! Στο θέμα «θρησκεία» έκαμα κάτι περισσότερο. Έβαλα όχι απλώς τελεία και παύλα, αλλά κάτι περισσότερο. Έβαλα και σταυρό (. - +)!
2. Τότε έκαμα την σκέψη, πως το πιο ουσιαστικό είναι να επιτύχω στην ζωή. Να αγωνισθώ. Να γίνω διάσημος. Να γίνω ηγέτης...
Στο πανεπιστήμιο διαπίστωσα, πως τα προεδρεία των διαφόρων ετών διέθεταν πολλά μέσα∙ και έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην ζωή των πανεπιστημίων, των φοιτητών και του τόπου. Αποφάσισα λοιπόν και εγώ να θέσω υποψηφιότητα. Και έτσι έγινα πρόεδρος του πρώτου έτους! Και έγινα έτσι παράγων! Με ήξεραν όλοι! Ερρύθμιζα ομιλίες! Διαλέξεις. Αγώνες. Καταλήψεις. Απεργίες. Μετείχα σε συμβούλια. Και τί το όφελος; Μετά από λίγο άρχισα να πλήττω.
Μια Δευτέρα ξύπνησα με φοβερό πονοκέφαλο. Είχα την Κυριακή πέσει στο κρεβάτι πολύ αργά. Σκέφθηκα: Πέντε ημέρες στο μαγγανοπήγαδο! Περιμένοντας να ρθή η Παρασκευή! Γιατί η «απόλαυση» ήταν τα τρία «ελεύθερα» βράδυα: Παρασκευής, Σαββάτου και Κυριακής! Και «φτου» από την αρχή!...
3. Μέχρι τότε όλοι οι νεαροί με θεωρούσαν σαν την «προσωποποίηση» της αποφασιστικότητας και της χαράς! Μα τα πράγματα δεν ήσαν έτσι. Εγώ ήξερα ότι ήμουν σαν μια βαρκούλα στα κύματα του ωκεανού! Περιστάσεις, καταστάσεις και συναισθήματα, που δεν τα έλεγχα καθόλου, με επήγαιναν, όπου ήθελαν! Και η ζωή μου ήταν κόλαση! Και το χειρότερο; Δεν ήξερα τότε κανέναν, που να μπορούσε να μου ειπή δυο ωφέλιμα λόγια. Μα και αν βρισκόταν, τα λόγια του δεν θα με ωφελούσαν! Δεν θα αρκούσαν! Γιατί πάνω από τα καλά λόγια εχρειαζόμουν την δύναμη (που χρειάζεται!), για να τα κάμω πράξη. Και αυτήν την δύναμη δεν την εύρισκα πουθενά!
Μέσα στην κατάσταση αυτή άρχισα να συλλογίζωμαι:
Άραγε υπάρχει άνθρωπος πιο ειλικρινής από εμένα στην προσπάθεια του να βρη το σωστό, να βρη την αλήθεια;
γ. Μια νέα διαπίστωση
1. Κάποτε έπεσε στην αντίληψή μου, ότι το Πανεπιστήμιό μας υπάρχει και ένας άλλος «κύκλος»: Λίγοι φοιτητές και δύο καθηγητές. Ήταν ένας «χριστιανικός κύκλος». Που ξεχώριζε από τους άλλους. Γιατί τα μέλη του εφαίνονταν, πως ήξεραν: και τι πιστεύουν∙ και γιατί το πιστεύουν. Είχαν ειρήνη. Και συνέπεια.
Αποφάσισα να τους πλησιάσω. Δεν με απασχολούσε, αν θα συμφωνήσουν μαζί μου. Είχα μάθει να έχω «κατανόηση». Να βλέπω ήρεμα τις πεποιθήσεις των άλλων. Και να τις σέβωμαι. Είχα φιλία και συνεργαζόμουν αρμονικά: με αριστερούς∙ με αναρχικούς∙ με δεξιούς∙ και άλλους.
2. Μα – όπως είπα – η ομάδα αυτή ήταν κάπως διαφορετική. Αυτό με έκαμε να απασχοληθώ μαζί τους στα σοβαρά. Και τι διαπίστωσα! Ότι έλεγαν λιγώτερα από όσα έπρατταν. Δεν μιλούσαν απλώς για αγάπη. Είχαν αγάπη. Και, σε αντίθετη με όλους τους άλλους, δεν άφηναν να επηρεάζωνται από τις περιστάσεις. Δεν εθυσίαζαν τις αρχές τους. Δεν ήσαν βαρκούλες, που τις πηγαίνουν όπου θέλουν τα κύματα! Έδειχναν, πως είχαν μια βαθειά χαρά. Που δεν προερχόταν από εξωτερικές ευχάριστες περιστάσεις: παιχνίδι, γλέντι, έρωτα... κλπ. Είχαν την χαρά μέσα τους. Μια βαθειά χαρά. Ήσαν χαρούμενοι σε βαθμό, που με έκανε να νευριάζω. Είχαν κάτι, που εγώ δεν το είχα.
Όλοι να ζηλεύομε αυτό που δεν έχομε. Έτσι και εγώ εζήλευα αυτή την εσωτερική χαρά τους. Και επήρα την απόφαση να συνδεθώ μαζί τους.
Ωφέλεια θα έχω! σκέφθηκα.
3. Και να, μετά από λίγες ημέρες, βρίσκομαι και εγώ στην συντροφιά τους. Είμαστε έξι φοιτητές και δυο καθηγητές. Και αρχίζει η συζήτηση. Για το Θεό.
Μέχρι τότε, κάθε φορά που άκουγα κουβέντα για τον Θεό, έβαζα τις φωνές! Για να δείξω πως τάχα είμαι «έξυπνος»! Όπως ξέρετε σε τέτοιες περιπτώσεις ο «έξυπνος» φωνάζει, όσο πιο δυνατά μπορεί.
- Για σκέψου, παιδί μου! Είναι χριστιανός! Χα-χα-χα... Και τρέχει πίσω από τους παπάδες!... Χα-χα-χα... Σαν γριούλα!... Νέος άνθρωπος!... Φοιτητής σχολής θετικών επιστημών!...
Και χρειάστηκε πολύς καιρός ακόμη, μέχρι που κατάλαβα, ότι όσο πιο πού φωνάζει κανείς, τόσο πιο κουφιοκέφαλος είναι!
Η συζήτηση αυτή δεν τραβούσε το ενδιαφέρον μου. Έτσι αφοσιώθηκα να κοιτάζω μια όμορφη κοπέλλα, που ήταν στην ομάδά τους. Μέχρι τότε είχα την ιδέα, πώς οι χριστιανοί είναι όλοι τους αποκρουστικοί. Διαπίστωσα, ότι είχα και σ’ αυτό λάθος. Και θέλοντας να κρύψω τον λογισμό μου, άρχισα να στριφογυρίζω στην καρέκλα μου. Και μετά ερώτησα, σαν τάχα να είχαν τα λόγια τους τραβήξει το ολόψυχο ενδιαφέρον μου.
- Έχετε την καλωσύνη να μου ειπήτε, τί είναι εκείνο που άσκησε την πιο μεγάλη επίδραση στην ζωή σας; Γιατί η ζωή σας δεν είναι σαν των άλλων φοιτητών και καθηγητών;
Η φοιτήτρια για την οποία σας μίλησα, πρέπει να ήξερε, τι επίστευε! Με κύτταξε στα μάτια με μια ήρεμη σοβαρότητα και είπε μόνο δυο λέξεις, που δεν περίμενα να τις ακούσω!
- Ο Ιησούς Χριστός!
Απάντησα κάπως νευριασμένος:
- Ω, για το Θεό! Άφησέ τα αυτά. Την βαρέθηκα πια την θρησκεία! Την βαρέθηκα την Εκκλησία! Τα μπούχτισα τα θρησκευτικά βιβλία! Γιατί όλα, όσα έχουν σχέση με την θρησκεία, προκαλούν μαρασμό!...
- Μα εγώ δεν σας μίλησα για θρησκεία! Εγώ είπα: Ιησούς Χριστός!...
Αυτήν την διάκριση δεν την είχα ξανακούσει!
Και η κοπέλλα συνέχισε:
- Ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία. Θρησκεία είναι η προσπάθεια που κάνει ο άνθρωπος να βρη το δρόμο προς το Θεό! Ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία! Ο Χριστιανισμός μας μιλάει για κάτι το αντίθετο: Για την προσπάθεια που κάνει ο Θεός να βρη τον άνθρωπο.
Αυτό δεν το είχα ακούσει ποτέ. Οι απόψεις που κυκλοφορούν είναι τραγικά απλές. Και συνήθως με ωρισμένες απλοϊκής μορφής απλοποιήσεις φαντάζονται πως λύνουν τα προβλήματα επιστημονικά!
Τελευταία είχα γνωρίσει έναν καθηγητή πανεπιστημίου, που έλεγε στα σοβαρά:
- Ο κάθε άνθρωπος που πάει στην Εκκλησία είναι Χριστιανός!
Δεν κρατήθηκα και είπα:
- Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, κάθε άνθρωπος, που πηγαίνει στο γκαράζι, γίνεται αυτοκίνητο! Τί σχέση έχει η σωματική παρουσία σε μια Εκκλησία με την χριστιανική πίστη; Χριστιανός είναι εκείνος, που πιστεύει στον Χριστό σωστά!
δ. Μεγάλη η αλήθεια!
1. Κάποτε στον κύκλο αυτό μου ανέθεσαν να τους ειπώ δυο λόγια για τον Χριστό. Και συγκεκριμένα: Πως έγινε άνθρωπος. Πως εσταυρώθη. Γιατί εσταυρώθη. Πως ετάφη. Πως αναστήθηκε. Και τι μπορεί να προσφέρη σε έναν νέο του εικοστού αιώνα.
Εγώ τότε όλα αυτά τα θεωρούσα βλακείες. Είχα την ιδέα, ότι οι άνθρωποι που ασχολούνται με αυτά είναι όλοι παλαβοί, κρετίνοι. Στις φοιτητικές συνάξεις μέχρι τότε καραδοκούσα με μανία να ακούσω κανέναν να ειπή κάτι για θρησκεία και Χριστό, για να ορμήσω επάνω του... να τον κονιορτοποιήσω... να τον ξετινάξω! Η γνώμη μου ήταν: Για να είναι κανείς Χριστιανός πιστός, πρέπει να μην έχη όχι ένα κουκούτσι, αλλά ούτε ένα ελάχιστο μόριο φαιά ουσία. Μα ήρθε η ώρα και κατάλαβα, ότι αυτό ίσχυε για μένα!
Προσπάθησα να το αποφύγω. Τί δουλειά έχω εγώ με τέτοια θέματα; έλεγα μέσα μου. Μα δεν μπόρεσα. Οι νεαροί του χριστιανικού κύκλου δεν με άφησαν! Και έτσι το επήρα το θέμα. Μα με εγωϊστική διάθεση. Με την σκέψη: Θα τους ξετινάξω! Θα τα βροντήξω! Και θα φύγω!
Αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι.
2. Όταν καταπιάστηκα με το θέμα, είδα να γίνεται λόγος για κάτι αποδείξεις, που χρειάστηκε να τις ερευνήσωμε, για να εκτιμήσω την σοβαρότητά τους. Γιατί διαφορετικά κινδύνευα να γίνω περίγελως στα μάτια τους, αφού αμέσως μετά οι νεαροί εκείνοι θα με έκαναν εμένα σκόνη! Έτσι ρίχτηκα να μελετώ αυτές τις «αποδείξεις» με μόνο στόχο να ιδώ, πως θα τις αποκρούσω. Μα δεν τα κατάφερα. Κατέληξα στο συμπέρασμα, ό,τι τα βιβλία, που χρησιμοποιούν οι πιστοί, δίνουν την πιο σωστή εικόνα για το πρόσωπο του Χριστού. Η διαπίστωση αυτή εντυπωσίασε φοβερά.
Κατάλαβα, πως το ζήτημα της σχέσης μας με τον Χριστό είναι το πιο σοβαρό πρόβλημα της ζωής μας. Θυσίασα τα πάντα. Και στρώθηκα στην μελέτη. Διάβασα κάθε είδους αθεϊστικό και κάθε είδους χριστιανικό απολογητικό βιβλίο, που μπόρεσα να βρω. Και το συμπέρασμα μου ήταν πάντοτε το ίδιο:
Η αλήθεια βρίσκεται στα βιβλία της Εκκλησίας. Ο Χριστός είναι αυτός που μας λέγει η Εκκλησία: Θεός και Σωτήρας μας.
3. Και έγινα Χριστιανός.
του Φώτη Κόντογλου
Τη Λαμπροδευτέρα το βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, πριν να πλαγιάσω για να κοιμηθώ, βγήκα στο μικρό περιβολάκι που έχουμε πίσω από το σπίτι μας, και στάθηκα για λίγο, κοιτάζοντας το σκοτεινό ουρανό με τ' άστρα.
Σαν να τον έβλεπα πρώτη φορά. Μου φάνηκε πολύ βαθύς, και σα να ερχότανε από πάνω μία μακρινή ψαλμωδία. Το στόμα μου είπε σιγανά: «Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών, και προσκυνείτε τω υποποδίο των ποδών αυτού». Ένας αγιασμένος γέροντάς μου είχε πει μία φορά πως κατά τούτες τις ώρες ανοίγουνε τα ουράνια. Ο αγέρας μοσκοβολούσε από τα λουλούδια κι από τα αγιοχόρταρα, που έχουμε φυτέψει. «Πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης του Κυρίου».
Θα στεκόμουνα έχει πέρα μοναχός ως το ξημέρωμα. Σαν να μην είχα σώμα, μήτε κανένα δεσμό με τη γη. Αλλά συλλογίστηκα μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα στο σπίτι και ανησυχήσουνε που έλειπα, και γι' αυτό μπήκα μέσα και ξάπλωσα.
Δε με είχε θολώσει καλά-καλά ο ύπνος, δεν ξέρω αν ήμουνα ξυπνητός ή κοιμισμένος, και βλέπω μπροστά μου έναν άνθρωπο με αλλόκοτη όψη. Ήτανε κατακίτρινος, σαν πεθαμένος, μα τα μάτια του ήτανε σαν ανοιχτά και μ' έβλεπε τρομαγμένος. Το πρόσωπό του ήτανε σαν μάσκα, σαν μούμια, με το πετσί του γυαλιστερό, μαυροκίτρινο, και κολλημένο στο νεκροκέφαλο με όλα τα βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σαν λαχανιασμένος. Στο 'να χέρι του βαστούσε κάποιο παράξενο πράγμα, που δεν κατάλαβα τι ήτανε, και με τ' άλλο έσφιγγε το στήθος του, λες και πονούσε.
Εκείνο το πλάσμα μ' έκανε ν' ανατριχιάσω. Το κοίταζα, και με...κοίταζε, δίχως να μιλήσει, σα να περίμενε να το γνωρίσω. Και στ' αλήθεια, μ' όλο που ήτανε τόσο αλλόκοτο, σαν να μου είπε μία φωνή: «Είναι ο τάδε!». Μόλις άκουσα τη φωνή, τον γνώρισα ποιος ήτανε. Τότε κι εκείνος άνοιξε το στόμα του κι αναστέναξε. Μα η φωνή του σα να ερχότανε από πολύ μακριά, σα να 'βγαινε από κανένα βαθύ πηγάδι.
Έβλεπα πως βρισκότανε σε μία μεγάλη αγωνία, κι υπόφερα κι εγώ μαζί του. Τα χέρια του, τα πόδια του, τα μάτια του, όλα φανερώνανε πως βασανιζότανε. Απάνω στην απελπισία μου, πήγα κοντά του να τον βοηθήσω, μα εκείνος μου' κανε νόημα με το χέρι του να σταματήσω.
Άρχισε να βογκά, με τέτοιον τρόπο, που πάγωσα. Έπειτα μου λέγει: «δεν ήρθα, με στείλανε. Εγώ ολοένα τρέμω! Βρίσκομαι σε ζάλη μεγάλη. Παρακάλεσε τον Θεό να με λυπηθεί. Θέλω να πεθάνω, μα δε μπορώ. Αχ! Όσα έλεγες βγήκανε αληθινά. Θυμάσαι, λίγες μέρες πριν πεθάνω, που ήρθες στο σπίτι μου και μιλούσες για θρησκευτικά; Ήτανε και δύο άλλοι φίλοι μου, άπιστοι κι αυτοί σαν κι εμένα. Εκεί που μιλούσες, εκείνοι χαμογελούσανε. Σαν έφυγες, μου είπανε: Κρίμα, να 'χει τέτοιο μυαλό, και να πιστεύει στις ανοησίες που πιστεύουνε οι γριές! Μία άλλη μέρα, σου είχα πει όπως και πολλές άλλες φορές: «Βρε Φ., μάζευε λεφτά, θα πεθάνεις στην ψάθα. Βλέπεις εγώ πόσα έχω, και πάλι θέλω κι άλλα».
Τότε μου είπες: «Έχεις κάνει συμβόλαιο με τον χάρο πως θα ζήσεις τόσα χρόνια που θέλεις, για να καλοπεράσεις στα γερατειά σου;». Σου λέγω εγώ: «Θα δεις πόσο χρόνο θα πάγω! Τώρα είμαι εβδομηνταπέντε. Θα περάσω τα εκατό. Έχω εξασφαλίσει τα παιδιά μου, ο γιος μου βγάζει λεφτά πολλά, την κόρη μου την πάντρεψα μ' έναν πλούσιο από την Αβησσυνία, εγώ κι η γυναίκα μου έχουμε και παραέχουμε.
Όχι σαν κι εσένα, που ακούς αυτά που λεν οι παπάδες Χριστιανικά τα τέλη της ζωής ημών. Τι Θα βγάλεις από τα Χριστιανικά τα τέλη;. Παρά να 'χεις στην τσέπη σου, και μη σε μέλει. Εγώ να δώσω ελεημοσύνη; και γιατί έκανε φτωχούς ο πολυεύσπλαχνος Θεός σας; για να τους θρέφω εγώ; Αμ, βάζουνε εσάς και ταΐζετε τους τεμπέληδες, για να πάτε στο Παράδεισο! Ακούς εκεί Παράδεισο; Εγώ ξέρεις πως είμαι γιος παπά, και τα γνωρίζω καλά αυτά τα κόλπα. Μα να τα πιστεύουνε αυτά οι μικρόμυαλοι. Όχι όμως κι εσύ, που έχεις τέτοια σπουδή, και να πας χαμένος. Εσύ, όπως πας, θα πεθάνεις πριν από μένα, θα πάρεις και στο λαιμό σου την οικογένειά σου. Μα εγώ, σου λέγω και σου υπογράφω, σαν γιατρός, που είμαι, πως θα ζήσω εκατό δέκα χρόνια».
Λέγοντας αυτά, στριφογύριζε από δω κι από κει, σαν να ψηνότανε απάνω σε καμιά σκάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα από το στόμα του: «Αχ! Ουχ! Ου! Ου! Ου! Χου!».
Ησύχασε για λίγο και ξαναείπε: «Αυτά έλεγα, μα σε λίγες μέρες πέθανα! Πέθανα κι έχασα το στοίχημα! Τι ταραχή! Τι τρομάρα τράβηξα!
Σαστισμένος, μία βούλιαζα και μία ανέβαινα απάνω, και φώναζα: Έλεος! μα κανένας δεν μ' άκουγε. Ένα ρεύμα με κλωθογύριζε σα να 'μουν κανένα ψόφιο ποντίκι. Τι τράβηξα ως τα τώρα, και τι τραβώ. Τι αγωνία είναι αυτή!
Όλα όσα έλεγες βγήκανε αληθινά. Το κέρδισες το στοίχημα. Εγώ, τότε που βρισκόμουνα στο κόσμο που ζεις, ήμουνα ο έξυπνος. Ήμουνα γιατρός, κι είχα μάθει να μιλώ και να μ' ακούνε, να κοροϊδεύω τη θρησκεία, να συζητώ για χειροπιαστά πράγματα. Τώρα όμως βλέπω πως χειροπιαστά είναι εκείνα που τα έλεγα παραμύθια και χαρτοφάναρα. Χειροπιαστή είναι η αγωνία που βρίσκουμε. Αχ! Τούτος θα είναι ο σκώληξ ο ακοίμητος, τούτος θα είναι ο βρυγμός των οδόντων!».
Απάνω σ' αυτά, χάθηκε από τα μάτια μου, κι άκουγα μονάχα τα βογκητά του, που και κείνα σβήσανε σιγά-σιγά. Με πήρε λίγο ο ύπνος, μα σε μία στιγμή, κατάλαβα να με σπρώχνει ένα παγωμένο χέρι. Άνοιξα τα μάτια μου, και τον βλέπω πάλι μπροστά μου. Τούτη τη φορά ήτανε ακόμα πιο φριχτός και πιο μικρόσωμος. Είχε γίνει ίσαμε ένα βυζανιάρικο παιδάκι, μ' ένα μεγάλο γέρικο κεφάλι, που το κουνούσε από δω κι από κει.
Άνοιξε το στόμα του και μου είπε: «σε λίγη ώρα θα ξημερώσει και θα έρθουνε να με πάρουνε εκείνοι που με στείλανε!». Του λέω:
« Ποιοι σε στείλανε;». Είπε κάτι μπερδεμένα λόγια, δίχως να καταλάβω τίποτα. Ύστερα μου λέγει: «Εκεί που βρίσκομαι είναι κι άλλοι πολλοί από κείνους που σε περιπαίζανε για την πίστη σου, και τώρα καταλάβανε πως οι εξυπνάδες δεν περούνε παραπέρα από το νεκροταφείο. Είναι και κάποιοι άλλοι που τους έκανες καλό, κι αυτοί σε κακολογούσανε. Κι όσο τους συγχωρούσες, τόσο αυτοί γινότανε χειρότεροι. Γιατί ο πονηρός άνθρωπος αντί να τον κάνει η καλοσύνη να χαίρεται, αυτός πικραίνεται, επειδή τον κάνει να νοιώθει τον εαυτό του νικημένο.
Τούτοι βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από μένα, και δε μπορούνε να βγούνε από τη σκοτεινή φυλακή τους για να 'ρθουνε να σε βρούνε, όπως έκανα εγώ. Βασανίζονται πολύ σκληρά, γιατί δέρνονται με τη μάστιγα της αγάπης, όπως είπε ένας άγιος.
Πόσο αλλιώτικος είναι ο κόσμος απ’ ό,τι τον βλέπαμε!
Ανάποδος από την έξυπνη αντίληψή μας. Τώρα καταλάβαμε πως η εξυπνάδα μας ήτανε βλακεία, οι κουβέντες μας πονηρές μικρολογίες, κι οι χαρές μας ψευτιά και απάτη.
Εσείς που έχετε στην καρδιά σας το Χριστό, και που για σας ο λόγος Του είναι αλήθεια, η μονάχη αλήθεια, εσείς κερδίσατε το Μεγάλο Στοίχημα, που μπαίνει ανάμεσα στους πιστούς και στους απίστους, αυτό το στοίχημα που το έχασα εγώ ο ελεεινός, και χάθηκα, και τρέμω κι αναστενάζω, και δε βρίσκω ησυχία. Αληθινά, στον Άδη δεν υπάρχει πια μετάνοια. Αλίμονο σ' όσους πορεύονται όπως πορευθήκαμε εμείς, τον καιρό που είμαστε απάνω στη γη. Η σάρκα μας είχε μεθύσει, και εμπαίξαμε εκείνους που πιστεύανε στο Θεό και στη μέλλουσα ζωή, κι ο πολύς κόσμος μας χειροκροτούσε. Σας λέγαμε ανόητους, σας κάναμε περίπαιγμα, κι όσο εσείς δεχόσαστε με καλοσύνη τα πειράγματά μας, τόσο μεγάλωνε η δική μας η κακία.
Βλέπω και τώρα πόσο θλιβόσαστε από το φέρσιμο των κακών ανθρώπων, αλλά πως δεχόσαστε με υπομονή τις φαρμακερές σαΐτες που βγάζουνε από το στόμα τους, λέγοντάς σας υποκριτές, θεομπαίχτες και λαοπλάνους. Αν βρισκότανε, οι δυστυχείς στη θέση που βρίσκομαι τώρα, και βλέπανε από δω που βλέπω, θα τρομάζανε για ό,τι κάνουνε. Θέλω να φανερωθώ σ' αυτούς και να τους πω ν' αλλάξουνε δρόμο, μα δεν έχω την άδεια, όπως δεν την είχε κι εκείνος ο πλούσιος και για τούτο παρακαλούσε τον Πατριάρχη Αβραάμ να στείλει το φτωχό το Λάζαρο. Μα και εκείνον δεν τον έστειλε, και τούτο, για να γίνουνε ίδια άξιοι της καταδίκης όσοι αμαρτάνουνε, κι άξιοι της σωτηρίας όσοι πορεύονται τη στράτα του Θεού.
«Ο αδικών αδικησάτω έτι, και ο ρυπαρός ρυπαρευθέτω έτι, και ο δίκαιος δικαιοσύνη ποιησάτω έτι, και ο άγιος αγιασθήτω έτι».
Μ' αυτά τα λόγια, τον έχασα από μπροστά μου.
(βιβλιογραφία, «ΤΑ Μυστικά Άνθη», εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1973,
«Απίστευτα και όμως άληθινά», εκδ. Oρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη)
O άγιος Νήφων, επίσκοπος Κωνσταντιανής (4ος αι.) αξιώθηκε να δει πολλά θεϊκά οράματα με τα φωτισμένα από το Άγιο Πνεύμα μάτια της ψυχής του. Κάποτε, σε μια θεία Λειτουργία, μόλις ο λειτουργός εκφώνησε: «Ευλογημένη η βασιλεία...», ο άγιος είδε φωτιά να κατεβαίνει από τον ουρανό και να καλύπτει το άγιο θυσιαστήριο και τον ιερέα, χωρίς εκείνος να το αντιληφθεί. Αργότερα, όταν άρχισε να ψάλλεται ο τρισάγιος ύμνος από τον λαό, τέσσερις άγγελοι κατέβηκαν κι έψαλλαν μαζί τους. Στον «Απόστολο», φανερώθηκε ο μακάριος Παύλος να καθοδηγεί τον αναγνώστη.
Στο «Αλληλούια», μετά τον «Απόστολο», οι φωνές του λαού ανέβηκαν ενωμένες στον ουρανό σαν πύρινο σφιχτοπλεγμένο σχοινί. Και στην ανάγνωση του Ευαγγελίου κάθε λέξη έβγαινε σαν φλόγα από το στόμα του ιερέα και υψωνόταν στα επουράνια.
Λίγο πριν από την είσοδο των τιμίων Δώρων, βλέπει ξαφνικά ο άγιος να ανοίγει ο ουρανός και να ξεχύνεται μια άρρητη και υπερκόσμια ευωδία. Άγγελοι κατέβαιναν από ψηλά, ψάλλοντας ύμνους και δοξολογίες στον Αμνό, τον Χριστό και Υιό του Θεού και να! Παρουσιάζεται ένα πεντακάθαρο και τρισχαριτωμένο Βρέφος! Το κρατούσαν στα χέρια τους άγγελοι, οι οποίοι το εναπόθεσαν στο άγιο δισκάριο, όπου βρίσκονταν τα τίμια Δώρα. Γύρω Του μαζεύτηκαν πλήθος ολόλαμπροι και λευκοφόροι νέοι, οι οποίοι ατένιζαν με θαυμασμό και δέος τη θεϊκή Του ομορφιά. Ήρθε η στιγμή της μεγάλης εισόδου!
Ο λειτουργός πλησίασε για να πάρει στα χέρια του το άγιο δισκάριο και το άγιο Ποτήριο. Τα ύψωσε και τα έβαλε πάνω στο κεφάλι του, σηκώνοντας μαζί τους και το Βρέφος. Όταν βγήκαν τα Άγια, κι ενώ ο λαός έψαλλε κατανυκτικά, είδε αγγέλους να φτερουγίζουν κυκλικά πάνω από τον λειτουργό. Δύο Χερουβείμ και δύο Σεραφείμ προχωρούσαν μπροστά του και πλήθος αγγέλων τον συνόδευαν, ψάλλοντας με αγαλλίαση άρρητους ύμνους. Όταν ο ιερέας έφτασε στην αγία Τράπεζα κι ακούμπησε τα τίμια Δώρα, οι άγγελοι τη σκέπασαν με τις φτερούγες τους. Τα δύο Χερουβείμ στάθηκαν στα δεξιά του λειτουργού και τα δύο Σεραφείμ στα αριστερά του, χωρίς όμως εκείνος να τα βλέπει. Η θεία μυσταγωγία συνεχίστηκε. Είπαν το «Πιστεύω» κι έφτασαν στον καθαγιασμό των τιμίων Δώρων. Ο λειτουργός τα ευλόγησε και είπε το «...μεταβαλών τω Πνεύματι σου τω Αγίω. Αμήν, Αμήν, Αμήν!». Τότε βλέπει πάλι ο δίκαιος έναν άγγελο να παίρνει μαχαίρι και να σφάζει το Βρέφος. Έχυσε το αίμα Του στο άγιο Ποτήριο, ενώ το σώμα Του το τεμάχισε και το τοποθέτησε στο δισκάριο.
«Όταν ο ιερέας λέει τα άγια τοις αγίοις, για μας όλους το λέει, παιδί μου. Σημαίνει: στα άγια μέλη του Χριστού να προσέλθει όποιος είναι άγιος!» -«Και τι είναι αγιοσύνη, πάτερ;» -«Αν είσαι ακόλαστος, μην τολμήσεις να γίνεις μέτοχος σε τόσο μεγάλο μυστήριο. Αν έχεις έχθρα με κάποιον, μην πλησιάσεις. Αν περιγελάς ή κατακρίνεις τον συνάνθρωπό σου, στάσου μακριά από τη θεία Κοινωνία. Πρώτα εξέτασε τον εαυτό σου, κι αν είσαι ενάρετος πλησίασε. Αν όμως δεν είσαι, φύγε…». Στο μεταξύ ο λειτουργός εκφώνησε: «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Ο άγιος παρατηρούσε τώρα όσους κοινωνούσαν. Άλλων τα πρόσωπα μαύριζαν μόλις ελάμβαναν τα θεία Δώρα, ενώ άλλα έλαμπαν σαν τον ήλιο. Οι άγγελοι στέκονταν εκεί κοντά και παρακολουθούσαν με σεβασμό τη Μετάληψη. Όταν κοινωνούσε κάποιος ευσεβής, του έβαζαν στο κεφάλι ένα στεφάνι. Όταν, αντίθετα, πλησίαζε κάποιος αμαρτωλός, γύριζαν αλλού το πρόσωπό τους με φανερή αποστροφή.
Τότε τα άχραντα Μυστήρια σαν να εξαφανίζονταν από την αγία λαβίδα, έτσι που ο αμαρτωλός φαινόταν να μην παίρνει μέσα του το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Κι έφευγε κατάμαυρος σαν αράπης με την αποδοκιμασία του Κυρίου διάχυτη στην όψη του. Όταν τελείωσε η Λειτουργία και ο ιερέας έκανε την κατάλυση, παρουσιάστηκε και πάλι το Βρέφος σώο πάνω στα χέρια των αγίων αγγέλων!
Ξαφνικά η στέγη του ναού σαν να σχίστηκε στα δύο.
Από κει οι άγγελοι ανέβασαν το Παιδίον στους ουρανούς με ύμνους και δοξολογίες, όπως το είχαν κατεβάσει, ενώ μία υπέροχη ευωδία διαχύθηκε και πάλι ολόγυρα.
(Από το βιβλίο "Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία", εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου)
Ήταν τότε, πρίν τριάντα χρόνια,ένα εικοσάχρονο παλικάρι ο Βασιλάκης, ξανθό, σγουρόμαλλο, ροδοκόκκινο, ίσο σάν κυπαρίσσι. Πρωταθλητής στο κολύμπι. Χαριτωμένο,άκακο δελφίνι,έσχιζε τα νερά και έφθανε πρώτος στο τέρμα,σηκώνοντας το δεξί του χέρι με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο στα χείλη.Κι ερχόταν ανάλαφρα κοντά του και τον κοίταζε με τα παρθενικά της μάτια η Ασπασία,η αρραβωνιαστικιά του,μια σωστή πεταλούδα,18 χρονών κοπελίτσα τότε.Και κάθονταν οι δύο ψυχές και μιλούσαν και έπλαθαν τα όνειρά τους.Και ήταν η μεγάλη χαρά των γονιών του Βασιλάκη οι δύο αυτές ευγενικές ψυχές...Την Ασπασία την αγαπούσαν δύο φορές. Μια γιατί από απαλή παιδούλα την άφησε στην αγάπη τους η χήρα μάνα της,όταν ξεψυχούσε,και μιά γιατί θα γινόταν τώρα άξιο ταίρι στο μονάκριβο αγόρι τους.
Μα ήρθαν χρόνια δίσεκτα. Πόλεμος,κατοχή,βαριές μπότες Γερμανού σκοπού ακούγονταν τώρα στο πλακόστρωτο γύρω από τη λιμνούλα...
Ο πατέρας και η μάνα «αναπαύονταν» δίπλα-δίπλα στο κοιμητήρι της Καισαριανής με ένα περιδέριο από τρύπες λίγο κάτω από το λαιμό.Ο Βασίλης και η Ασπασία πέταξαν σαν πουλιά κυνηγημένα-χάθηκαν.Και άρχισε η φοβερή πείνα. Και κάθε τόσο έγερνε και έπεφτε στους δρόμους της Αθήνας και ένα παιδικό,τρυφερό σωματάκι.
Η φυματίωση ήταν στις δόξες της! Λύσσαξαν τα θεριά της κι έτρωγαν σάρκες.
Σ΄ ένα Σανατόριο των Αθηνών,ανάμεσα στους 150 αρρώστους μιάς κλινικής βρέθηκε κίτρινος κι αδύνατος,μισός και ο πρωταθλητής μας!...Η Ασπασία δούλευε σ΄ ένα εργοστάσιο να εξοικονομήσει λίγα τρύπια φασόλια,λίγο μποτάλευρο για τον Βασίλη και γι΄ αυτήν.Και έπαιρνε το δρόμο,ώρες δρόμο,και τραβούσε για το Σανατόριο,έχοντας στον κόρφο της τον πολύτιμο θησαυρό της.
Ευτύχημα για τον Βασίλη, γιατρός της Κλινικής αυτής ήταν ο γιατρός με τη χρυσή καρδιά και τη βαριά φωνή, ο Χαροκόπος.
Φορεμένος την άσπρη μπλούζα του,έμπαινε κάθε πρωί στον μεγάλο θάλαμο ο γιατρός,πλησίαζε τον κάθε άρρωστο,τον κοίταζε στα μάτια με αγάπη,έδινε τις οδηγίες του,έδινε το βάλσαμο από της ψυχής του τον θησαυρό, «διόρθωνε» το μαξιλάρι του, χτυπούσε στοργικά την πλάτη του και πήγαινε στον διπλανό. Σαν τα μικρά παιδιά που γεμίζουν χαμόγελα μόλις δουν τη μανούλα τους, έκαναν οι άρρωστοι της κλινικής του κάθε πρωί. Δύο ώρες περίμενε ανυπόμονα ο Βασίλης να ΄ρθει η σειρά του.
- Καινούργιος είσαι σύ, γιέ μου, του είπε σκύβοντας απάνω του. Πώς σε λένε παλικάρι μου; Και άπλωσε το χέρι του, κι έβαλε τα δάχτυλα του ανοιχτά, ανάμεσα στα σγουρά ξανθά μαλλιά του.
-Βασίλη...
-Βασιλάκη μου, να ΄ρθεις σε μιά ώρα στο γραφείο μου. Θέλω να σε δω καλά.
Χάιδεψε πάλι το σγουρόμαλλο κεφάλι,ξανακοίταξε μες΄ τα μάτια το λαβωμένο ελάφι ο γιατρός,κούνησε τα χείλη του-κάτι ήθελε να πεί, συγκινημένος ήταν; και πήγε στον διπλανό άρρωστο.
Στις 11 χτύπησε δειλά την πόρτα του γιατρού ο Βασίλης. Ασπροκίτρινος,αδύνατος,σκυμμένος λίγο,δεν θύμιζε τίποτε από τον ροδοκόκκινο,χαριστωμένο πρωταθλητή...Μπήκε μέσα,...λες και ήταν ο άρρωστος αδελφός του.
- Καλώς τον Βασιλάκη μου.Έλα,παλικάρι μου,να σε δώ. Πέρασε στο θάλαμο. Μη φοβάσαι, αγόρι μου. Γύμνωσε το στήθος σου. Πλησίασε. Μπράβο, λεβέντη μου.Ήσυχα ανάπνεε. Ήσυχα, παιδί μου... Αυτό ήταν. Ντύσου. Έλα στο γραφείο,παιδί μου.Ντύθηκε το παλικάρι.Πήγε στο γραφείο.
- Κλαίς,αγόρι μου; Μην κλαίς .Σ΄ ένα καινούργιο αγώνισμα θ΄ αγωνισθείς τώρα. Εγώ θα είμαι ο μάνατζέρ σου. Και θα βγεις οπωσδήποτε νικητής! Σου το υπόσχομαι, παιδί μου.
- Είναι μεγάλα τα σπήλαια, γιατρέ μου;
- Μικρά ή μεγάλα, μαζί θα τα πολεμήσουμε.
Και θα ΄ρθει καιρός που θα στέκομαι πλάι σου και θα χαίρομαι και θα καμαρώνω τη νίκη σου, όπως ο πατέρας στέκεται περήφανος πλάι στον πρωταθλητή γιό του. Εσύ,παρακαλώ παιδί μου,ένα να κάνεις: Υπομονή. Θα σου δώσω εγώ φάρμακα. Έλα,αγόρι μου,άιντε στο κρεβάτι σου τώρα, και αύριο τα λέμε πάλι. Και πήρε το παλικάρι κοντά του ο γιατρός, και το ΄σφιξε στην αγκαλιά του ,και το φίλησε πατρικά σαν να ΄ταν το ίδιο παιδί του.
- Εδώ είμαι εγώ, Βασιλάκη μου. Ψηλά το μέτωπο! Θα νικήσουμε με τη βοήθεια του Θεού.
Βγήκε έξω το παληκάρι. Ξαστέρωσε το πνεύμα του. Ορθώθηκε η ψυχή και το σώμα του. Ησύχασε. Αισθάνθηκε αισιοδοξία, την αγωνιστικότητα του αθλητή πάλι. Γύρισε στο κρεβάτι του άλλος άνθρωπος. Ο γιατρός έβαλε μες στην ψυχή του το πιο δραστικό φάρμακο: την ελπίδα και την πίστη. Τα μετάγγισε με το εκφραστικό του πρόσωπο, την ματιά του την πατρική, που έλεγε πάμπολλα.
Και αγωνίσθηκε ο Βασιλάκης μήνες στο καινούργιο αγώνισμα. Υπομονετικός,ήσυχος,συγκρατημένος,έδωσε στον οργανισμό του την άνεση να πολεμήσει.Τα φάρμακα πάλι του γιατρού, θέριζαν τον εχθρό στα σωθικά του.
Οι επισκέψεις της Ασπασίας με τα λίγα πραγματάκια της-όσα μπορούσε να εξοικονομήσει το καημένο-έμοιαζαν δροσερή βροχούλα, που πότιζε το χωράφι της ψυχής, γιατί όχι και του σώματος του; Και έφτιαχνε καινούργιο αίμα, καινούργια κύτταρα,καινούργιες ελπίδες,καινούργιες χαρές.
- Βασιλάκη μου ,νικήσαμε! Πρωταθλητής και στο νέο αγώνισμα! Μπραβο παλικάρι μου. Έχουμε Δεκέμβριο.Την άνοιξη θα κάνεις τους γάμους σου!Άν βρείς ποιός θα ΄ναι ο κουμπάρος σου,θα σου πώ μπράβο. Για βάλε με το νου σου.
Κάτι μυρίσθηκε ο Βασιλάκης, μα δεν ήθελε να το πεί. Του φαινόταν μεγάλη, απίστευτη τιμή.
- Έλα,Βασιλάκη μου, πές το. Ο...ο...πές το.
- Ε...Εσείς!
- Εγώ! Το βρήκες! Ακόμη ένα μπράβο! Ώς τότε θα πολεμήσουμε μαζί, να γλυτώσουμε κι από άλλα ακόμη, από τα μικροθεριά. Συ, που τόσο καλά οργάνωσες και διευθύνεις τη συγκέντρωση και τη διανομή τροφίμων στους αρρώστους, συνέχισε. Τρείς μήνες ακόμη, παιδί μου. Κι ύστερα στο καινούργιο σπιτάκι σου με την καλή σου Ασπασία.
Φώς μέγα, θαρρείς άστραψε και γέμισε τον σκοτεινό θάλαμο, την ψυχή του Βασιλάκη,το νοσοκομείο,τον κόσμο όλο!Φώς ζωής και αγάπης,που ακτινοβολούσε την ψυχή,τη φωνή,την έκφραση του γιατρού!
- Σας ευχαριστώ με όλη μου την ψυχή,γιατρέ μου,είπε ο Βασιλάκης κι άρπαξε με τα δυό του χέρια το χέρι του γιατρού,και το ΄σφιξε πάνω στο γιατρεμένο στήθος του,και το φίλησε.Θα σας θυμούμαι και θα σας ευγνωμονώ σ΄ όλη μου τη ζωή.
- Καλά...καλά...παιδί μου,είπε με δυσκολία ο γιατρός, κι έβγαλε με τ΄ αριστερό του χέρι το μαντήλι του και το ΄φερε στα μάτια του. Άιντε τώρα στο θάλαμο. Όπου να ΄ναι φθάνει η Ασπασία. Να σε βρεί εκεί, να μη σε ψάχνει.
- Θα την βρω εγώ, γιατρέ μου, και θα έρθουμε μαζί! Τρέχω στην εξώπορτα...Μόλις είχε φθάσει.
- Ασπασία μου, νικήσαμε! Μαζί πολεμήσαμε, μαζί νικήσαμε...και μαζί θα στεφανωθούμε. Ο γιατρός θα μας στεφανώσει!
- Αλήθεια;;;
- Αλήθεια, Ασπασία μου. Πάμε!
Χέρι-χέρι πιασμένα τα δύο παιδιά έφτασαν τρέχοντας λαχανιασμένα στο γραφείο του γιατρού, κι έπεσαν στην αγκαλιά του, και βολεύθηκαν σαν μικρά παιδιά. Κι άνοιξε εκείνος τα δύο του χέρια-τις δύο αγγελικές φτερούγες του-και τα σκέπασε.
- Παιδιά μου...μεγάλη είναι αυτή η ώρα για σας και για μένα. Είμαστε ευτυχισμένοι! Δόξα τω Θεώ Είστε και οι δύο νικητές .Σας αξίζει το στεφάνι της νίκης. Θα ΄χω την τιμή και τη χαρά να το βάλω εγώ πάνω στα τίμια κεφάλια σας...στις 30 Απριλίου ,στον Άγιο Γεώργιο, ώρα 6 το απογευματάκι. Σύμφωνοι;
- Τιμή μας! -Και για τις λεπτομέρειες μη νοιάζεσαι, Ασπασία μου. Πείτε τα με την κουμπάρα σου την Μαρία, που ξέρει από προικιά. Άντε, καλά μου, ώρα σας καλή-και τα ΄σφιξε πάλι στην αγκαλιά του και τα φίλησε στο μέτωπο μ΄ όλη την πατρική του αγάπη.
Φίλησαν κι εκείνα το πατρικό πρόσωπο, τα ευλογημένα χέρια του, και βγήκαν.
Είχαν ανοίξει οι ουρανοί.
Στίς 30 Απριλίου, στις 6 το απόγευμα,στον Άγιο Γεώργιο,γινόταν ένας γάμος.Ο γιατρός, ντυμένος αριστοκρατικά -αριστοκράτης με την πιο καλή έννοια της λέξεως- στεφάνωνε τα δύο ορφανά παιδιά, που πάλεψαν μαζί και νίκησαν αντάμα.
- Ώρα σας καλή κι ευλογημένη, παιδιά μου.
Να ζήσετε και να ευτυχήσετε! Είπε ο γιατρός.
Και η άμαξα με το αλογάκι, γεμάτη λουλούδια κι αυτή, κι εκείνο, κι ο αμαξάς, ξεκίνησε με τα παιδιά για μια ζωή ευτυχισμένη.
Σημείωση:Ο Βασιλάκης αργότερα, βιομήχανος πλέον, συμμετείχε στούς «γύρους αγάπης» του γιατρού με το αυτοκίνητο του, όπως και άλλοι πρώην άρρωστοι του, Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο, για επισκέψεις αρρώστων στις φτωχογειτονιές.
(Αθανασίου Αβραμίδη, Η ιατρική της ανθρωπιάς, σελ. 33-40,εκδόσεις Τήνος)
Προσηύχετο με θέρμη ο Χαροκόπος για ένα έκαστο των αρρώστων του. Πολλά δε θα είχε να μαρτυρήσει -αν είχε λαλιά- ο μικρός εκείνος ξύλινος σταυρός στο κομοδίνο του, δίπλα στο κρεβάτι του, μπροστά στον οποίο γονάτιζε. Και γονάτιζε με απόλυτη εμπιστοσύνη στην φιλευσπλαχνία του Θεού για τον πάσχοντα. Και με ταπείνωση, ο δεινός αυτός θεραπευτής.
Κάποτε, στενοχωρημένος πολύ από την αγριάδα της φυματίωσης σε ένα νέο πού είχε στο γραφείο του, γονάτισε σε προσευχή μπροστά στην εικόνα του Χριστού, υποδεικνύοντας στο παλικάρι να κάνει και εκείνος το ίδιο.
Ήταν θερμή η προσευχή τους για θεϊκή βοήθεια. Και πριν καλά καλά τελειώσουν, και ενώ έλεγε στο παλικάρι, ενθαρρύνοντάς τον, «ο Θεός είναι μεγάλος ,παιδί μου, πολύ μεγάλος», ακούσθηκε ένα δεύτερο χτύπημα στην πόρτα, πιο έντονο τη φορά αυτή. Και στο άνοιγμά της παρουσιάσθηκε ένας κύριος με ένα πακέτο στα χέρια, λέγοντας απνευστί με την οικειότητα μιας παλιάς γνωριμίας:
«Γιατρέ, με νοσηλεύσατε κάποτε. Ήμουν σε βαριά κατάσταση τότε, δεν μου παίρνατε χρήματα, με βοηθήσατε με κάθε τρόπο, έγινα καλά, πήγα στον Καναδά, δούλεψα, έκανα κάποια λεφτά και ήρθα να δω τους δικούς μου. Και πρώτη μου σκέψη ήταν να έρθω εδώ και να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον γιατρό μου, που τόσο με βοήθησε. Σκέφτηκα λοιπόν ότι ο γιατρός μου θα χρειάζεται για κάποιον άρρωστο του τη ΄΄στρεπτομυκίνη΄΄, που πρόσφατα άρχισε να κυκλοφορεί στον Καναδά. Και στο κουτί σας έχω το καινούργιο αυτό φάρμακο. Δεχθείτε το, παρακαλώ, ως ένδειξη της άπειρης ευγνωμοσύνης μου στο πρόσωπό σας».
Άναυδοι έμειναν οι δύο τους, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, ο γιατρός και το παλικάρι.
Διότι ο Θεός, με αυτόν τον θαυμαστό τρόπο,
έδωσε άμεση την απάντηση στην προσευχή τους.
(Αθανασίου Αβραμίδη, Η ιατρική της ανθρωπιάς, σελ. 30-32, εκδόσεις Τήνος)
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΣΜΥΡΝΑΙΟΥΣ
Εγώ ο Ιγνάτιος, που ονομάζομαι και Θεοφόρος, προς την Εκκλησία του Θεού Πατέρα και του αγαπημένου Ιησού Χριστού, την προικισμένη με κάθε χάρισμα, γεμάτη πίστη και αγάπη, που δεν υστερεί σε κανένα χάρισμα, τη θεοπρεπέστατη και αγιοφόρα, που βρίσκεται στη Σμύρνη της Ασίας, με άμεμπτο πνεύμα και λόγο Θεού, είθε να χαίρεται πάρα πολύ.
I. Δοξάζω τον Ιησού Χριστό τον Θεό, ο οποίος σας έκανε τόσο σοφούς· διότι κατάλαβα ότι είστε εκπαιδευμένοι σε αμετακίνητη πίστη, σαν να είσαστε καρφωμένοι στο σταυρό του Κυρίου Ιησού Χριστού, σωματικά και πνευματικά, και στερεωμένοι με αγάπη στο αίμα του Χριστού, βεβαιωμένοι για τον Κύριο μας, ότι προέρχεται αληθινά «από τη γενιά του Δαβίδ κατά σάρκα», και είναι Υιός του Θεού σύμφωνα με το θέλημα και τη δύναμη του Θεού, γεννημένος αληθινά από την Παρθένο, και βαπτισμένος από τον Ιωάννη, «για να εκπληρωθεί ό,τι προβλέπει ο νόμος από αυτόν». 2. Σταυρωμένος αληθινά επί Ποντίου Πιλάτου και του τετράρχη Ηρώδη για χάρη μας σαρκικά – από τον καρπό αυτό του θεομακάριστου πάθους του προερχόμαστε εμείς- «για να υψώσει σημείο» αιώνιο με την ανάσταση στους αγίους και πιστούς του, είτε μεταξύ των Ιουδαίων, είτε μεταξύ των εθνικών, στο σώμα της Εκκλησίας του.
II. Διότι όλα αυτά που έπαθε για μας, για να σωθούμε· και έπαθε αληθινά, όπως και αληθινά ανέστησε τον εαυτό του, όχι όπως λένε μερικοί άπιστοι, ότι φαινομενικά αυτός έπαθε, ενώ αυτοί είναι φαινομενικοί, και όπως πιστεύουν, θα τους συμβεί επειδή είναι ασώματοι και δαιμονικοί.
III. Διότι εγώ τον γνώρισα και μετά την ανάσταση σωματικά και πιστεύω ότι υπάρχει.2. Και όταν ήρθε σε αυτούς που ήταν γύρω από τον Πέτρο, τους είπε· « Πάρτε με, ψηλαφήστε με και δέστε με, ότι δεν είμαι ασώματο δαιμόνιο». Και αμέσως τον έπιασαν και πίστεψαν, επειδή αναμίχθηκαν με την σάρκα και το πνεύμα του. Γι αυτό καταφρόνησαν και τον θάνατο και αποδείχθηκαν ανώτεροι από τον θάνατο. 2. «Επίσης μετά την ανάταση έφαγε μαζί μ’ αυτούς και ήπιε» ως σαρκικός, αν και πνευματικά ήταν ενωμένος με τον Πατέρα.
IV. Αυτά σας τα συμβουλεύω, αγαπητοί, γνωρίζοντας ότι και σεις έτσι πιστεύετε. Σας προφυλάσσω όμως από τα ανθρωπόμορφα θηρία, τους οποίους όχι μόνο δεν πρέπει εσείς να τους παραδέχεστε, αλλά αν είναι δυνατόν ούτε να τους συναντάτε, πράγμα δύσκολο. Αυτό όμως το μπορεί ο Ιησούς Χριστός, η αληθινή ζωή μας. 2. Διότι, εάν αυτά έγιναν από τον Κύριο φαινομενικά, τότε και εγώ φαινομενικά είμαι δέσμιος. Τότε όμως γιατί παρέδωσα τον εαυτό μου στον θάνατο, στη φωτιά, στο μαχαίρι, στα θηρία; Αλλά όντας κοντά στο μαχαίρι είμαι κοντά στον Θεό, όντας μαζί με τα θηρία είμαι μαζί με το Θεό, μόνο στο όνομα του Ιησού Χριστού. Για να πάθω μαζί μ’ αυτόν θα υπομείνω τα πάντα, επειδή με δυναμώνει εκείνος, ο οποίος έγινε τέλειος άνθρωπος.
V. Αυτός που τον αρνούνται μερικοί αγνοώντας τον, ή καλύτερα αρνήθηκαν από αυτόν, επειδή είναι συνήγοροι του θανάτου μάλλον παρά της αλήθειας, και τους οποίους δεν τους έπεισαν ούτε οι προφητείες, ούτε ο νόμος του Μωυσή, αλλά ούτε και το Ευαγγέλιο μέχρι τώρα, ούτε τα παθήματα του καθενός από μας. 2. Γιατί το ίδιο πιστεύουν και για μας. Γιατί με ωφελεί κάποιος εάν επαινεί εμένα και βλασφημεί τον Κύριο μου, μη ομολογώντας ότι έφερε σάρκα; Εκείνος που δεν ομολογεί αυτό τον έχει αρνηθεί τελείως, όντας νεκροφόρος. 2. Τα ονόματα όμως αυτών, επειδή είναι άπιστα, δεν θεώρησα καλό να τα γράψω. Αλλά ούτε να συμβεί να τα αναφέρω, μέχρι να μετανοήσουν για το πάθος, που είναι η ανάσταση μας.
VI. Κανένας να μην πλανάται· και τα επουράνια, και η δόξα των αγγέλων, και οι άρχοντες, ορατοί και αόρατοι, εάν δεν πιστέψουν στο αίμα του Χριστού, και εκείνοι θα κριθούν. «Όποιος μπορεί να βαδίσει ας προχωρήσει». Η θέση να μην κάνει κανέναν να φουσκώνει· διότι το παν είναι η πίστη και η αγάπη, χωρίς τις οποίες τίποτα δεν προτιμάται. 2. Προσέξτε αυτούς που πιστεύουν διαφορετικά για τη χάρη του Ιησού Χριστού που ήρθε σε μας, πόσο αντίθετοι είναι με τη γνώμη του Θεού. Δεν τους μέλει για την αγάπη, ούτε για τη χήρα, ούτε το ορφανό, ούτε για εκείνον που είναι λυπημένος, ούτε για τον δεμένο ή λυμένο, ούτε γι αυτόν που πεινάει ή διψάει.
VII. Αποφεύγει τη Θεία Ευχαριστία και την προσευχή επειδή δεν πιστεύει ότι η Ευχαριστία είναι σώμα του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, που έπαθε για τι αμαρτίες μας, και το οποίο ανάστησε ο Πατέρας με την αγαθότητα του. Αυτοί λοιπόν που αντιλέγουν στη δωρεά του Θεού πεθαίνουν συζητώντας, ενώ τους συνέφερε να αγαπούν για να αναστηθούν. 2. Είναι πρέπον λοιπόν να τους αποφεύγετε αυτούς και ούτε ιδιαιτέρως να μιλάτε γι αυτούς, ούτε από κοινού, και να προσέχετε στους προφήτες, και προπαντός στο Ευαγγέλιο, στο οποίο φανερώνεται σ μας το πάθος και τελειοποιείται η ανάσταση. Επίσης να αποφεύγετε τις διαιρέσεις ως αρχή κακών.
VIII. Όλοι να ακολουθείτε τον επίσκοπο, όπως ο Ιησούς Χριστός τον Πατέρα, και τους πρεσβύτερους όπως τους αποστόλους, ενώ τους διακόνους να τους σέβεστε σαν εντολοδόχους του θεού. Κανένας να μην κάνει τίποτε χωρίς τον επίσκοπο από αυτά που ανήκουν στην Εκκλησία. Έγκυρη να θεωρείται η Ευχαριστία εκείνη που τελείται από τον επίσκοπο, ή από εκείνον στον οποίον έχει δώσει την άδεια αυτός. 2. Όπου εμφανίζεται ο επίσκοπος, εκεί να βρίσκεται το πλήθος, όπως ακριβώς όπου βρίσκεται ο Ιησούς Χριστός, εκεί βρίσκεται η Καθολική Εκκλησία. Δεν επιτρέπεται χωρίς την άδεια του επισκόπου ούτε να βαπτίζετε, ούτε να τελείτε τη Θεία Ευχαριστία, αλλά αυτό που εκείνος θα θεωρήσει γνήσιο, αυτό είναι αρεστό και στον Θεό, για να είναι ακίνδυνο και αναμφίβολο κάθε τι που κάνετε.
IX. Είναι λοιπόν εύλογο να ανανήψουμε και, όσο ακόμη έχουμε καιρό, να μετανοήσουμε στον Θεό. Είναι καλό να αναγνωρίζουμε τον Θεό και τον επίσκοπο. Αυτός που τιμά τον επίσκοπο, τιμάται από τον Θεό, κι αυτός που κάνει κάτι κρυφά από τον επίσκοπο, λατρεύει τον διάβολο. 2. Όλα λοιπόν να σας δίνονται πλουσιοπάροχα με τη χάρη του Θεού· διότι είστε άξιοι. Με ανακουφίσατε σε όλα, και είθε να σας ανακουφίσει και σας ο Ιησούς Χριστός. Και απόντα και παρόντα μου δείξατε την αγάπη σας· είθε να σας αμείβει ο Θεός, για τον οποίο αν υπομένετε τα πάντα, θα επιτύχετε αυτόν.
X. Τον Φίλωνα και τον Ρέο τον Αγαθόποδα, οι οποίοι με ακολούθησαν στον λόγο του Θεού, κάνατε καλά που τους υποδεχτήκατε ως διακόνους του Χριστού του Θεού, οι οποίοι ευχαριστούν τον Κύριο για σας, επειδή τους αναπαύσατε με κάθε τρόπο. Τίποτε δεν θα χαθεί για σας. 2. Ως ανταπόδοση σας προσφέρω το πνεύμα μου και τα δεσμά μου, τα οποία δεν τα περιφρονήσατε, ούτε ντραπήκατε. Ούτε εσάς θα σας ντραπεί η τέλεια πίστη, ο Ιησούς Χριστός.
XI. Η προσευχή σας έφτασε στην Εκκλησία της Αντιόχειας της Συρίας· από όπου, δεμένος με τα δεσμά που πρέπουν στον Θεό, σας ασπάζομαι όλους, αν και δεν είμαι άξιος να προέρχομαι από εκεί, γιατί είμαι ο τελευταίος από αυτούς· αλλά αξιώθηκα όπως ήθελα, όχι με τη συνείδηση μου, αλλά με τη χάρη του Θεού, που προσεύχομαι να μου δοθεί πλήρης, ώστε με τη δική σας προσευχή να κερδίσω το Θεό. 2. Για να γίνει λοιπόν το έργο σας τέλειο και στη γη και στον ουρανό, πρέπει για την τιμή του Θεού να ορίσει η Εκκλησία σας ένα απεσταλμένο, ο οποίος να πάει στη Συρία και να τους συγχαρεί που έχουν ειρήνη και απόλαυσαν τα ίσα και αποκαταστάθηκε ανάμεσα τους το μικρό μου σώμα. 3. Θεώρησα λοιπόν ότι αξίζει να στείλετε κάποιον από τους δικούς σας με επιστολή, για να δοξάσει μαζί μ’ αυτούς για την κατά Θεόν γαλήνη που επικράτησε σ’ αυτούς, και επειδή με την προσευχή σας βρήκε αυτή λιμάνι. Επειδή είστε τέλειοι, πιστεύετε και τέλεια. Διότι, αν εσείς θέλετε να ευτυχήσετε, ο Θεός είναι έτοιμος να σας δώσει την ευτυχία.
XII. Σας ασπάζεται η αγάπη των αδερφών που βρίσκονται στην Τρωάδα, από όπου και σας γράφω μέσω του Βούρρου, τον οποίο στείλατε μαζί μου μαζί με τους Εφεσίους τους αδελφούς σας, ο οποίος με ανακούφισε σε όλα, και μακάρι να ακολουθούσαν το παράδειγμα του όλοι, διότι είναι υπόδειγμα διακονίας του Θεού. Είθε να τον ανταμείψει η χάρη του Θεού για όλα. 2. Ασπάζομαι τον αξιόθεο επίσκοπο και το θεοπρεπές πρεσβυτέριο, τους ομοδούλους μου διακόνους και τον καθένα σας χωριστά και όλους μαζί στο όνομα του Ιησού Χριστού., στο σώμα και το αίμα του, στο πάθος και την ανάσταση, και στη σαρκική και πνευματική ενότητα του Θεού και τη δική σας. Είθε να υπάρχει σε σας η χάρη, η ευσπλαχνία, η ειρήνη και η υπομονή για πάντα.
XIII. Ασπάζομαι τα σπίτια των αδελφών μου μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, και τις παρθένους, και τις λεγόμενες χήρες. Να υγιαίνετε με τη δύναμη του Πνεύματος. Σας ασπάζεται και ο Φίλωνας, που είναι μαζί μου. 2. Ασπάζομαι το σπίτι της Ταουΐας, η οποία εύχομαι να είναι εδραία στην πίστη κα στην αγάπη, τη σαρκική και την πνευματική. Ασπάζομαι τον Άλκη, το αγαπητό μου όνομα, και τον Δάφνο, τον ασύγκριτο και με τα καλά παιδιά, και όλους ονομαστικά.
Στους Σμυρναίους από την Τρωάδα.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟ
Εγώ ο Ιγνάτιος, που ονομάζομαι και Θεοφόρος, προς τον επίσκοπο της Εκκλησίας των Σμυρναίων Πολύκαρπο, ο οποίος μάλλον επισκοπείται από τον Θεό Πατέρα και τον Ιησού Χριστό, στον οποίο εύχομαι η χαρά να είναι μεγάλη.
I. Επιδοκιμάζοντας τη σύμφωνη με το Θεό γνώμη σου, που στηρίζεται σαν σε αμετακίνητη πέτρα, σε υπερτιμώ, αφού αξιώθηκα να δω το άμεμπτο πρόσωπο σου, του οποίου την ωφέλεια θα επιθυμούσα στο όνομα του Θεού. 2. Σε παρακαλώ στο όνομα της χάριτος που φέρνεις, να συνεχίσεις τον δρόμο σου και να τους στηρίζεις όλους στην πίστη, για να σωθούν. Να υπερασπίζεσαι τον τόπο με κάθε επιμέλεια σαρκική και πνευματική. Να φροντίζεις την ενότητα από την οποία δεν υπάρχει ανώτερο πράγμα. Να τους υπομένεις όλους, όπως και ο Κύριος υπομένει εσένα. Να τους ανέχεσαι όλους με αγάπη, όπως βέβαια και κάνεις. 3. Να αφοσιώνεσαι σε αδιάλειπτες προσευχές. Να ζητάς περισσότερη σύνεση από αυτή που έχεις. Να μένεις άγρυπνος, έχοντας πνεύμα ακοίμητο. Στον κάθε άνδρα να μιλάς κατά τρόπο που ταιριάζει στο Θεό. «Να υπομένεις τις ασθένειες» όλων, σαν τέλειος αθλητής. Όπου καταβάλλεται περισσότερος κόπος, εκεί υπάρχει και πολύ κέρδος.
II. Εάν αγαπάς τους καλούς μαθητές, δεν θα έχεις χάρη. Να υποτάσσεις τους πιο αρρώστους με πραότητα. Κάθε τραύμα δεν θεραπεύεται με το ίδιο έμπλαστρο. Τους παροξυσμούς τους σταματάς με κομπρέσες. 2. «Να είσαι σε όλα φρόνιμος όπως το φίδι, και αγνός όπως το περιστέρι». Γι’ αυτό είσαι σαρκικός και πνευματικός, ώστε όσα σου φαίνονται να τα κολακεύεις κατά πρόσωπο· και τα αόρατα να ζητάς να σου φανερωθούν, για να μην υπολείπεσαι σε τίποτε και να έχεις περίσσια κάθε χαρίσματος. 2. Οι περιστάσεις σε ζητούν, όπως οι κυβερνήτες τους ανέμους και εκείνος που αντιμετωπίζει τρικυμία το λιμάνι, για να επιτύχεις τον Θεό. Να είσαι νηφάλιος σαν αθλητής του Θεού. Το θέμα της αφθαρσίας είναι ζωή αιώνια, για την οποία και σε είσαι πεπεισμένος. Εγγύηση για όλα σου είμαι εγώ και τα δεσμά μου, τα οποία αγάπησες.
III. Αυτοί που φαίνονται ότι είναι αξιόπιστοι και διδάσκουν διαφορετικά πράγματα να μη σε εκπλήττουν. Στάσου σταθερός σαν αμόνι που χτυπιέται. Είναι γνώρισμα μεγάλου αθλητή το να χτυπιέται και να νικά. Πρέπει μάλιστα εμείς να τα υπομένουμε όλα για τον Θεό, για να υπομείνει και αυτός εμάς. 2. Γίνε πιο σπουδαίος από ότι είσαι. Να μελετάς τους χρόνους. Να περιμένεις αυτόν που είναι πάνω από τον χρόνο, τον αόρατο, αυτόν που έγινε για μας ορατός, τον αψηλάφητο, τον απαθή, αυτόν που για μας έγινε παθητός, που υπέφερε για μας με κάθε τρόπο.
IV. Οι χήρες να μη παραμελούνται. Μετά τον Κύριο να φροντίζεις εσύ γι αυτές. Να μη γίνεται τίποτε χωρίς την έγκριση σου, ούτε εσύ να κάνεις κάτι χωρίς την συγκατάθεση του Θεού, πράγμα που δεν κάνεις. Να είσαι σταθερός. 2. Να γίνονται συχνότερα συναθροίσεις· να τους αναζητάς όλους ονομαστικά. 3. να μη περιφρονείς τους δούλους και τις δούλες, αλλά ούτε και αυτοί να φουσκώνουν από υπερηφάνεια, αλλά να δουλεύουν για τη δόξα του Θεού περισσότερο, για να κερδίσουν μεγαλύτερη ελευθερία από το Θεό. Να μην επιθυμούν να ελευθερωθούν από το κοινό Κύριο, για να μη γίνουν δούλοι της επιθυμίας.
V. Να αποφεύγεις τα δόλια τεχνάσματα, ή μάλλον να κάνεις για αυτά ομιλία. Στις αδελφές μου να λες να αγαπούν τον Κύριο, και στους συζύγους τους να αρκούνται στη σάρκα και στο πνεύμα. Κατά τον ίδιο τρόπο να συνιστάς και στους αδελφούς μου, στο όνομα του Ιησού Χριστού, να αγαπούν τις συζύγους τους όπως ο Κύριος αγάπησε την Εκκλησία. 2. Εάν κάποιος μπορεί να μένει αγνός, ας μένει προς τιμήν της σάρκας του Κυρίου χωρίς να καυχιέται. Εάν καυχηθεί, χάθηκε, και εάν γίνει γνωστό πέρα από τον επίσκοπο, καταστράφηκε. Εκείνους και εκείνες που συνάπτουν γάμο να ενώνονται με την άδεια του επισκόπου, για να είναι ο γάμος τους σύμφωνος με τον Κύριο, και όχι με τη σαρκική επιθυμία. Όλα να γίνονται προς τιμήν του Θεού.
VI. Να προσέχετε τον επίσκοπο, για να προσέχει και ο Θεός εσάς. Αντίδωρο γίνομαι εγώ εκείνων που υποτάσσονται στον επίσκοπο, στους πρεσβύτερους και στους διακόνους, και μακάρι να έχω μαζί μ’ αυτούς μερίδιο στον Θεό. Να κοπιάζετε ο ένας μαζί με τους άλλους, να αγωνίζεστε μαζί, να τρέχετε μαζί, να πάσχετε μαζί, να κοιμάστε και να σηκώνεστε ως οικονόμου του Θεού και αντιπρόσωποι και υπηρέτες του. 2. Να γίνεστε αρεστοί σ’ αυτόν που στρατευθήκατε, από τον οποίο αποκομίζετε και τα τρόφιμα. Κανένας από σας να μη βρεθεί λιποτάκτης. Το βάπτισμα σας να μένει σαν τα όπλα, η πίστη ως περικεφαλαία, η αγάπη ως δόρυ, η υπομονή ως πανοπλία, παρακαταθήκες σας να είναι τα έργα σας, ώστε να τα λάβετε πίσω επάξια, σαν χρήματα κατατεθειμένα προς φύλαξη. Να δείχνετε λοιπόν μακροθυμία μεταξύ σας με πραότητα, όπως ο Θεός με σας. Θα ήθελα πολύ να σας φανώ ωφέλιμος για πάντα.
VII. Επειδή η Εκκλησία της Αντιόχειας στη Συρία ειρηνεύει όπως με πληροφόρησαν, με την προσευχή σας, και εγώ έγινα πιο εύθυμος με την αμεριμνησία του Θεού, εάν βέβαια με το πάθος μου κερδίσω τον Θεό, για να βρεθώ την ημέρα της αναστάσεως μαθητής σας. 2. Πρέπει θεομακάριστε Πολύκαρπε, να κάνεις συνάθροιση αρεστή στον Θεό και να χειροτονήσεις κάποιον, που έχετε αγαπητό και ακούραστο, ο οποίος θα μπορέσει να ονομάζεται θεοδρόμος., και αυτός να αναδειχθεί άξιος να πάει στη Συρία, να εγκωμιάσει την ακούραστη αγάπη σας για τη δόξα του Θεού. 3. Ο Χριστιανός δεν εξουσιάζει τον εαυτό του, αλλά είναι στη διάθεση του Θεού. Το έργο αυτό θα είναι του Θεού και δικό σας, όταν το ολοκληρώσετε. Διότι πιστεύω στη χάρη, ότι είσαστε έτοιμοι να κάνετε ευεργεσία που ανήκει στο Θεό. Γνωρίζοντας τη γεμάτη δύναμη αλήθεια σας, σας παρακάλεσα με λίγα γράμματα.
VIII. Επειδή όμως δεν μπόρεσα να γράψω σ’ όλες τις Εκκλησίες, επειδή πλέω ξαφνικά από την Τρωάδα στην Νεάπολη, όπως προστάζει το θέλημα του Θεού, να γράψεις στις προηγούμενες Εκκλησίες, ως έχοντας τη γνώμη του Θεού, να κάνουν και αυτοί το ίδιο, ώστε όσοι μπορούν να στείλουν πεζοπόρους, και άλλοι να στείλουν επιστολές μέσω αυτών που στέλνεις εσύ, για να δοξασθείτε με αιώνιο έργο, επειδή είσαι άξιος. 2. Τους ασπάζομαι όλους ονομαστικά, και τη γυναίκα του Επιτρόπου μαζί με το σπίτι της και τα παιδιά της. Ασπάζομαι τον αγαπητό μου Άτταλο. Ασπάζομαι αυτόν που πρόκειται να γίνει άξιος να πάει στη Συρία. Είθε να είναι η χάρης μαζί με αυτόν για πάντα και με τον Πολύκαρπο που τον στέλνει. 2. Προσεύχομαι να είστε υγιείς πάντοτε ενωμένοι με τον Θεό μας Ιησού Χριστό, στον οποίο να παραμείνετε με την ενότητα και την επίβλεψη του Θεού. Ασπάζομαι τον Άλκη το αγαπητό μου όνομα.
Υγιαίνετε στο όνομα του Κυρίου.
(εκδόσεις ΕΠΕ, Αποστολικοί Πατέρες τόμος 4 σελ. 133-149, οι υπογραμμίσεις δικές μας)
(γράφτηκε ανάμεσα στο 107 & 117)
Εγώ ο Ιγνάτιος, που ονομάζομαι και Θεοφόρος, προς την Εκκλησία του Θεού Πατέρα και του Κυρίου Ιησού Χριστού, που βρίσκεται στη Φιλαδέλφεια της Ασίας, την ελεημένη και στηριγμένη στην ομόνοια του Θεού, η οποία χαίρεται με το πάθος του Κυρίου μας χωρίς διακρίσεις και είναι βεβαιωμένη για την ανάσταση με κάθε ευσπλαχνία, την οποία ασπάζομαι με το αίμα του Ιησού Χριστού, που αποτελεί χαρά αιώνια και μόνιμη, ιδιαίτερα μάλιστα όταν είναι ενωμένοι με τον επίσκοπο και τους πρεσβύτερους και διακόνους, που είναι μαζί του αφοσιωμένοι στη γνώμη του Ιησού Χριστού, τους οποίους, σύμφωνα με το θέλημα του, τους στήριξε στην πίστη με το Άγιο Πνεύμα του.
I. Ο επίσκοπος αυτός ξέρω ότι δεν απέκτησε από μόνος του «ούτε μέσω ανθρώπων τη διακονία», η οποία ανήκει στο κοινό, ούτε με ματαιοδοξία, αλλά με την αγάπη του θεού Πατέρα και του Κυρίου Ιησού Χριστού, για του οποίου την επιείκεια μένω κατάπληκτος, διότι αυτός όταν σιωπά, λέει περισσότερα από εκείνους που μιλούν απερίσκεπτα. 2. Διότι εναρμονίστηκε με τις εντολές, όπως η κιθάρα με τις χορδές. Γι’ αυτό μακαρίζει η ψυχή μου τη σταθερότητα και την ψυχραιμία του, μέσα στα πλαίσια κάθε επιείκειας του ζωντανού Θεού.
II. Τέκνα λοιπόν του φωτός της αλήθειας, να αποφεύγετε τη διαίρεση και τις κακές διδασκαλίες, και όπου βρίσκεται ο ποιμένας, εκεί να πηγαίνετε σαν πρόβατα. 2. Διότι πολλοί λύκοι, που εμπνέουν εμπιστοσύνη με την κακή ηδονή, αιχμαλωτίζουν εκείνους, που ακολουθούν το δρόμο του Θεού· όταν όμως είστε ενωμένοι, δεν έχουν θέση ανάμεσα σας.
III. Αποφεύγετε τα κακά ζιζάνια, τα οποία δεν τα καλλιεργεί ο Ιησούς Χριστός, διότι δεν είναι αυτά φυτεία του Πατέρα. Και τα γράφω αυτά όχι επειδή βρήκα ανάμεσα σας διαίρεση, αλλά αποκαθάρισμα. 2. Διότι όσοι είναι του Θεού και του Ιησού Χριστού, αυτοί βρίσκονται μαζί με τον επίσκοπο, και όσοι πάλι μετανοήσουν και επιστρέψουν στην ενότητα της Εκκλησίας, και αυτοί θα γίνουν του Θεού, για να ζήσουν σύμφωνα με το θέλημα του Ιησού Χριστού. 2. Μη πλανάστε, αδερφοί μου· όποιος ακολουθεί αυτόν που προκαλεί σχίσμα, «δεν κληρονομεί τη βασιλεία του Θεού». Όποιος ακολουθεί ξένη γνώμη, αυτός δεν συμφωνεί με το πάθος.
IV. Φροντίστε λοιπόν να συμμετέχετε σε μια ευχαριστία· διότι ένα είναι το σώμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και ένα ποτήρι που ενώνει με το αίμα του· ένα θυσιαστήριο, όπως ένας επίσκοπος μαζί με το πρεσβυτέριο και τους διακόνους, τους ομοδούλους μου, ώστε ό,τι κάνετε, να το κάνετε όπως θέλει ο Θεός.
V. Αδελφοί μου, είμαι πολύ ευχαριστημένος, επειδή σας αγαπώ και με υπερβολική αγαλλίαση σας ασφαλίζω· όχι βέβαια εγώ, αλλά ο Ιησούς Χριστός, για τον οποίο είμαι δέσμιος, και όμως φοβάμαι επειδή ακόμα δεν είμαι ολοκληρωμένος. Η δική σας προσευχή όμως θα με ολοκληρώσει κατά Θεό, ώστε να επιτύχω τον κλήρο που μου έλαχε, έχοντας καταφύγει στο Ευαγγέλιο, σαν να είναι το σώμα του Ιησού, και στους αποστόλους, σαν να είναι το πρεσβυτέριο της Εκκλησίας. 2. Να αγαπάμε όμως και τους προφήτες, επειδή και αυτοί κήρυξαν στο Ευαγγέλιο και ήλπιζαν σ’ αυτόν και τον περίμεναν, και αφού πίστεψαν σ’ αυτόν σώθηκαν, όντας ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό, αξιαγάπητοι και αξιοθαύμαστοι άγιοι, μαρτυρημένοι από τον Ιησού Χριστό και συναριθμημένοι στο Ευαγγέλιο της κοινής ελπίδας.
VI. Εάν όμως κάποιος σας ερμηνεύει τον Ιουδαϊσμό, να μην τον ακούτε. Διότι είναι καλύτερα ένας άνδρας, που έχει περιτομή, να ακούει για τον Χριστιανισμό, παρά αυτός που έχει ακροβυστία να ακούει για Ιουδαϊσμό. Εάν πάλι και οι δύο δεν μιλούν για τον Ιησού Χριστό, αυτοί για μένα είναι στήλες και τάφοι νεκρών, πάνω στους οποίους είναι γραμμένα ονόματα ανθρώπων. 2. Να αποφεύγετε επομένως τα κακά τεχνάσματα και τις ενέδρες του άρχοντα του κόσμου αυτού, μήπως πιεζόμενοι από τη γνώμη του εξασθενίσει η αγάπη σας, και να συναθροίζεστε όλοι μαζί με αχώριστη καρδιά. 2. Ευχαριστώ τον Θεό μου, ότι έχω ελαφρή τη συνείδηση μου μ’ εσάς, και δεν μπορεί κανένας να καυχηθεί, ούτε κρυφά ούτε φανερά, ότι έγινα βάρος σε κάποιον, μικρό ή μεγάλο, και εύχομαι όλα όσα είπα να μη τα κρατήσουν ως αποδεικτικά στοιχεία.
VII. Διότι, αν και μερικοί θέλησαν σαν άνθρωπο να με παραπλανήσουν, αλλά το πνεύμα που είναι από το Θεό δεν παραπλανιέται. «Γιατί γνωρίζει από πού έρχεται και που πηγαίνει», και ελέγχει τα κρυφά. Φώναξα δυνατά μεταξύ εκείνων που μιλούσα, με δυνατή φωνή, με φωνή Θεού· να είτε αφοσιωμένοι στον επίσκοπο και στο πρεσβυτέριο και στους διακόνους. 2. Εάν όμως κάποιοι υποπτευτήκαν ότι τα λέω αυτά, επειδή γνωρίζω την απόσχιση ορισμένων, μάρτυρας μου αυτός για τον οποίο είμαι δέσμιος, ότι δεν το έμαθα από άνθρωπο, αλλά το πνεύμα κήρυξε λέγοντας τα εξής· χωρίς τον επίσκοπο να μην κάνετε τίποτε· να διατηρείτε το σώμα σας σαν ναό του Θεού· αγαπάτε την ενότητα, αποφεύγετε τις διαιρέσεις· γίνετε μιμητές του Χριστού, όπως και αυτός είναι μιμητής του Πατέρα του.
VIII. Και εγώ έκανα το ίδιο, σαν άνθρωπος εκπαιδευμένος για ενότητα. Γιατί εκεί που υπάρχει διαίρεση και οργή, δεν κατοικεί ο Θεός. Όλους λοιπόν όσοι μετανοούν τους συγχωρεί ο Κύριος εφόσον μετανοήσουν για να ενωθούν με τον Θεό και να ακολουθούν τον επίσκοπο. Πιστεύω στη χάρη του Ιησού Χριστού, ο οποίος θα διαλύσει από εσάς κάθε δεσμό. 2. Σας παρακαλώ επίσης να μη κάνετε τίποτα με εριστική διάθεση, αλλά ως μαθητές του Χριστού· γιατί άκουσα κάποιους που έλεγαν, ότι αν δεν το βρω στα αρχεία, δεν πιστεύω στο Ευαγγέλιο, και όταν τους είπα ότι «είναι γραμμένο», μου αποκρίθηκαν ότι ‘είναι υπό συζήτηση’. Για μένα αρχεία είναι ο Ιησούς Χριστός, τα άθικτα αρχεία ο σταυρός του και ο θάνατος και η ανάσταση του και η πίστη μέσω αυτού, για τα οποία θέλω να δικαιωθώ με την προσευχή σας.
IX. Είναι καλοί και οι ιερείς, αλλά ανώτερος είναι ο αρχιερέας, στον οποίο είναι εμπιστευμένα τα άγια των αγίων, στον μόνο που έχουν εμπιστευθεί τα μυστήρια του Θεού· αυτός είναι η πόρτα του Πατέρα, μέσα από την οποία μπαίνουν ο Αβραάμ και ο Ισαάκ και ο Ιακώβ και οι προφήτες και οι απόστολοι και η Εκκλησία. Όλα αυτά για την ενότητα του Θεού. 2. Το Ευαγγέλιο όμως έχει κάτι το ξεχωριστό, την παρουσία του Σωτήρα, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, το πάθος του και την ανάσταση. Διότι αγαπητοί προφήτες το κήρυξαν, το Ευαγγέλιο όμως είναι συμπλήρωση αθανασίας. Όλα μαζί είναι καλά, εάν πιστεύετε με αγάπη.
X. Επειδή, σύμφωνα με την προσευχή σας και την αγάπη που έχετε ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό, μου αναφέρθηκε ότι η Εκκλησία της Αντιόχειας της Συρίας ειρηνεύει, είναι πρέπον σε σας, ως Εκκλησία του Θεού, να ορίσετε ένα διάκονο που να σταλεί ως πρεσβευτής του Θεού, για να χαρεί μαζί τους όταν συγκεντρωθούν όλοι να και να δοξάσουν το όνομα του Θεού. 2. Είναι μακάριος στο όνομα του Ιησού Χριστού εκείνος που θα αξιωθεί να αναλάβει τη διακονία αυτή, αλλά και σεις θα δοξαστείτε. Εάν θέλετε σεις, δεν είναι αδύνατο να σταλεί για το όνομα του Θεού, πράγμα που έκαναν και οι κοντινές Εκκλησίες, οι οποίες έστειλαν επισκόπους, και άλλες πρεσβυτέρους και διακόνους.
XI. Για τον Φίλωνα τον διάκονο από την Κιλικία, άνδρα δοκιμασμένο, ο οποίος και τώρα με υπηρετεί στο λόγο του Θεού μαζί με τον Ρέο τον Αγαθόποδα, άνδρα εκλεκτό, ο οποίος με ακολουθεί από τη Συρία, εγκαταλείποντας τη ζωή, οι οποίοι και σας δίνουν τις διαβεβαιώσεις, και εγώ ευχαριστώ τον Θεό για σας που τους δεχθήκατε, όπως και εσάς σας δέχθηκε ο Κύριος. Εκείνοι όμως που τους ατίμασαν, είθε να λυτρωθούν με την χάρη του Ιησού Χριστού. 2. Σας ασπάζεται η αγάπη των αδερφών της Τρωάδας, από όπου σας γράφω μέσω του Βούρρου, που στάλθηκε μαζί μου από τους Εφεσίους και τους Σμυρναίους τιμητικά. Είθε να τους τιμήσει ο Κύριος Ιησούς Χριστός, στον οποίον ελπίζουν με το σώμα, την ψυχή, την πίστη, την αγάπη και την ομόνοια.
Υγιαίνετε ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό, που είναι η κοινή ελπίδα μας.
(εκδόσεις ΕΠΕ, Αποστολικοί Πατέρες τόμος 4 σελ. 123-131, οι υπογραμμίσεις δικές μας)