Η διδασκαλία αυτή αποτελεί νεόκοπο δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Σύμφωνα με αυτή, η Θεοτόκος δεν πέθανε φυσικώς, αλλά όταν πλησίαζε το τέλος της ζωής της, ο Θεός τη μετέστησε ένσωμη στη θεία Βασιλεία.
Η διδασκαλία αυτή είναι σωστή μόνο κατά το ήμισυ. Είναι σωστή στην ιδέα της ένσωμης μεταστάσεως, εσφαλμένη δε ως προς το στοιχείο του θανάτου της Θεομήτορος, το οποίο αρνείται.
Η ορθόδοξη παράδοση δέχεται – αν και όχι ενιαίως – τη μετάσταση της Θεοτόκου, της οποίας όμως προηγήθη ο σωματικός θάνατος. Το θάνατο της Θεοτόκου γιορτάζει ως «Κοίμησιν» αυτής στις 15 Αυγούστου. Μετά το θάνατο της Θεομήτορος, το σώμα της είτε αναφέρθηκε στον ουρανό, όπου τηρείται άθικτο μέχρι της κοινής αναστάσεως, είτε – και το πιθανότερο – ακολουθώντας το παράδειγμα του Υιού της, την τρίτη μέρα από της ταφής του ενώθηκε και πάλι με την ψυχή του και, αναστάν εκ των νεκρών (πρόληψη της καθολικής αναστάσεως των σωμάτων), μετέστη προς ουρανό πλησίον του αναστάντος Υιού της. Δηλαδή η ψυχή της Θεοτόκου μετά τον θάνατο της δεν παρέμεινε στην Μέση κατάσταση των ψυχών, σαν μια εξαίρεση από τον γενικό κανόνα, οφειλόμενη στο μέγα θεομητορικό θαύμα της.
Το στοιχείο όμως του θανάτου του σώματος της Θεοτόκου είναι πολύ σημαντικό για την ορθόδοξη θεώρηση της μεταστάσεως. Η Μαρία, ως φυσική θυγάτηρ του Αδάμ, υπέχει «τας πατρικάς ευθύνας», υποκύπτουσα στο θάνατο που είναι ο κοινός κλήρος των βροτών, οφειλόμενον στο αρχέγονο αμάρτημα του προπάτορα. Το να δεχτεί κανείς ότι η Θεοτόκος δεν πέθανε – όπως κάνουν οι Ρωμαιοκαθολικοί – είναι σαν να την αποκόπτει από την ιστορικότητα της και τη φυσική της συνέχεια στη φύση του Αδάμ. Αυτό όμως πλήττει την αλήθεια της και την αυθεντική θέση που κατέχει στο λυτρωτικό κύκλο του άχραντου Τόκου της.
Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 122
Στο σταυρό ο Κύριος περιεβλήθηκε τη νέκρωση του θανάτου. Πέθανε πραγματικά. Με τον τρόπο αυτό ολοκληρώθηκε η άρρητη και σωτήρια του κένωση. Εν συνεχεία κατατέθηκε στο καινό μνημείο, « το λελατομημένον εκ πέτρας». Στον τάφο τέλεσε τον δεύτερο αιώνιο σαββατισμό, κατέπαυσε εκ του έργου της λυτρώσεως, το οποίο είχε αναθέσει σ’ αυτόν ο Πατήρ.
Με το θάνατο όμως του Σωτήρος δεν καταλύθηκε το μυστήριο της υποστατικής ενώσεως των δύο του φύσεων. Η νέκρωση δεν κατέλυσε τον άρρηκτο δεσμό. Οι φύσεις παρέμειναν αχωρίστως ενωμένες στο θεανδρικό του πρόσωπο. Καμία δύναμη ούτε του παρόντος αιώνος ούτε και του μέλλοντος, δεν μπορεί να τις διασπάσει και να τις διαχωρίσει. Έτσι το νεκρωμένο σώμα στον τάφο δεν αποχωρίστηκε της θεότητας, γιατί ήταν σώμα θεοχώρητο και θεοδύναμο. Έφερε μέσα του όλη την φωτιά και όλο τον πλούτο της θεότητος. Γι’ αυτό δεν μπορούσε να υποστεί τη διαφθορά, που ακολουθεί κάθε φυσική νέκρωση. Εφθάρη μεν κατά το πάθος, δε διεφθάρη όμως και το θεόδοχο μνημείο.
Αλλά και η ψυχή του Χριστού, μετά τον αποχωρισμό της από το πανακήρατο σώμα της, δε χωρίσθηκε από τη θεότητα, με την οποία ήταν ενωμένη εξ άκρας συλλήψεως. Με αυτή ο Σωτήρ κατέβηκε στον Άδη. Ήταν το χωρίο των νεκρών. Σ’ αυτό κρατούνταν δέσμια τα πνεύματα των κεκοιμημένων. Ο Άδης, ήταν προσωποποίηση του θανάτου, αφεγγής και πένθιμος, όπως πένθιμος και αφεγγής είναι ο θάνατος. Πως ζούσαν, αλήθεια, τα πεπεδημένα πνεύματα στην κατήφεια του Άδη; Τι περίμεναν; Ποια προσδοκία, ποια ελπίδα είχαν; Για την κάθοδο του Κυρίου στον Άδη και το έργο που επιτέλεσε εκεί κάνει λόγο η Γραφή: «..θανατωθείς μέν σαρκί, ζωοποιηθείς δέ πνεύματι· ἐν ᾧ καί τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθείς ἐκήρυξεν». Από το χωρίο συνάγεται, ότι ο σκοπός της κάθοδος του Χριστού στον Άδη ήταν κηρυκτικός. Ο αγαθός και δίκαιος Θεός δεν μπορούσε να αφήσει έξω του λυτρωτικού έργου του όσους είχαν πεθάνει πριν από τη σωτήρια του έλευση. Έπρεπε και αυτοί να ακούσουν το λυτρωτικό του μήνυμα, να τους δοθεί ευκαιρία να γνωρίσουν τον Σωτήρα του κόσμου και να λάβουν θέση υπεύθυνη έναντι του Ευαγγελίου της λυτρώσεως. Φυσικά όλοι δεν πίστευσαν στο σωτήριο κήρυγμα. Άλλοι πάλι (δίκαιοι της Π. Διαθήκης, ενάρετοι και καλοπροαίρετοι σοφοί του ειδωλολατρικού κόσμου) πρέπει να πίστεψαν και να εξήλθαν μαζί με τον Κύριο από την σκοτεινή περιοχή του θανάτου. Μερικοί από τους αρχαίους γνωστικούς αιρετικούς πίστευαν το αντίθετο· ότι δηλαδή οι δίκαιοι του Νόμου δεν πίστεψαν στον Χριστό (αντινομισμός;) ενώ αντίθετα τον πίστεψαν οι κακοί. Όπως και να ‘χει το πράγμα, το ζήτημα της σωτηρίας των ψυχών στον Άδη παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, η κυριότερη των οποίων είναι η δυνατότητα σωτηρίας χωρίς να προηγηθεί μετάνοια, δεδομένου ότι σταθερό δίδαγμα της ορθόδοξης δογματικής είναι ότι μετά θάνατο – και εν τω Άδη – δεν υπάρχει μετάνοια.
Στον Άδη ο Κύριος ενήσκησε σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια το βασιλικό του αξίωμα (τα άλλα δύο είναι το προφητικό και το αρχιερατικό). Στον Άδη ο Σωτήρ κατήλθε ως βασιλέυς κραταιός και δυνατός. Με τη ζωαρχική παλάμη του εσπάραξε τα κλείθρα του θανάτου. Ο Άδης, ο απηνής τύραννος και αποτρόπαιος δυνάστης, βλέποντας στον παράδοξο επισκέπτη του «βροτόν τεθεωμένων, κατάστικτον τοις μώλωψι και πανσθενουργόν», «διαπεφώνηκε» έχασε τη λαλιά του, έπεσε κάτω άφωνος. Και μπορούσε μεν να δέχεται στα σκοτεινά και ανήλια βάθη του τις ψυχές των κοινών ανθρώπων, τις οποίες βάρυνε η αμαρτία· όχι όμως και τη θεοχώρητη ψυχή του Υιού του Θεού και της Παρθένου. Ορμήσας δε να καταπιεί τη σπάνια εκείνη ψυχή, πιάστηκε από το άγκιστρο της θεότητος, που ήταν κρυμμένο κάτω από αυτήν. Επικράνθη και η κοιλία του δεν μπόρεσε να κρατήσει μέσα της την ψυχή του παράδοξου επισκέπτη· την εξήμεσε και μαζί με αυτή απέδωσε και τις ψυχές των απ’ αιώνος νεκρών, που κρατούσε στα μακάβρια σπλάχνα του. Να απέδωσε άραγε και τις ψυχές εκείνων που δεν πίστεψαν στο σωτήριο κήρυγμα του Ιησού; Ή είναι σχηματικό, ότι ο Χριστός βγαίνοντας από τον Άδη, έσυρε μαζί του και ολόκληρο το γένος των ανθρώπων, λύτρωσε παγγενή τον Αδάμ;
Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 106
Ο δύσπιστος μοναχός
Ένας μοναχός πάλευε με λογισμούς αμφιβολίας, για το αν τα τίμια Δώρα είναι πραγματικά Σώμα και Αίμα Χριστού ή απλά σύμβολα και τύποι.
Οι άλλοι μοναχοί, όταν ενημερώθηκαν σχετικά, τον κάλεσαν σε μια θεία λειτουργία, στη διάρκεια της οποίας προσεύχονταν όλοι θερμά να του δείξει ο Θεός με θαύμα την αλήθεια, για να διώξει τους λογισμούς της απιστίας.
Μετά την απόλυση, ο αδελφός αυτός διηγήθηκε στους άλλους τα εξής:
«Όταν ο διάκονος ανέβηκε στον άμβωνα για να διαβάσει το Ευαγγέλιο, είδα να ανοίγει η στέγη της Εκκλησίας.
Μετά την ευχή της προσκομιδής είδα να σχίζονται οι ουρανοί και να κατεβαίνει φωτιά πάνω στα τίμια Δώρα.
Ύστερα παρουσιάστηκε πλήθος αγγέλων κι ανάμεσα τους ένα Παιδί. Μαζί τους κατέβηκαν άλλα δύο πρόσωπα με ομορφιά απερίγραπτη. Κατόπιν οι άγγελοι στάθηκαν κυκλικά γύρα από την αγία τράπεζα, ενώ το Βρέφος ενθρονίστηκε σε αυτήν.
Όταν πλησίασαν οι ιερείς για να τεμαχίσουν τον άρτο της προθέσεως, είδα εκείνα τα δύο πρόσωπα να πιάνουν το Παιδί από τα χέρια και τα πόδια, και μ’ ένα μαχαίρι να Το σφάζουν, χύνοντας το αίμα Του στο άγιο ποτήριο. Στη συνέχεια έκοψαν το Σώμα του σε μικρές μερίδες, που τις τοποθέτησαν πάνω στα τεμάχια των άρτων. Αμέσως τότε οι άρτοι μεταβλήθηκαν κι αυτοί σε σάρκα.
Στο «μετά φόβου..», στους αδελφούς που πλησίαζαν, προσφέρονταν κομμάτια από σάρκα. Μόλις όμως έλεγαν «αμήν», γίνονταν άρτος στα χέρια τους*. Όταν πλησίασα κι εγώ, μου δόθηκε σάρκα και δεν μπορούσα να μεταλάβω. Τότε ένιωσα μια φωνή να μου ψιθυρίζει στο αυτί μου:
- «Άνθρωπε, γιατί δεν μεταλαμβάνεις; Δεν σου προσφέρεται ακριβώς αυτό που ζήτησες;».
- «Λυπήσου με, Κύριε. Δεν μπορώ να μεταλάβω σάρκα».
- «Μάθε λοιπόν πως, αν μπορούσε ο άνθρωπος να μεταλάβει καθαρή σάρκα, τότε μέσα στο άγιο ποτήριο θα υπήρχε σάρκα, όπως την είδες εσύ. Επειδή όμως δεν μπορεί να μεταλάβει κάτι τέτοιο, όρισε ο Θεός τους άρτους της προθέσεως. Αν λοιπόν πίστεψες ότι ο αγιασμένος αυτός Άρτος είναι το ίδιο το Σώμα του Χριστού, μετάλαβε αυτό που έχεις στο χέρι σου!».
- «Πιστεύω Κύριε, απάντησα τότε συντετριμμένος».
«Αμέσως η σάρκα που κρατούσα έγινε πάλι άρτος. Ευχαρίστησα το Θεό και κοινώνησα.
Αφού τελείωσε η ιερή μυσταγωγία, είδα ν’ ανοίγει πάλι η στέγη του ναού και ν’ ανεβαίνουν οι αγγελικές δυνάμεις στον ουρανό».
* τους πρώτους αιώνες οι χριστιανοί μεταλάμβαναν χωριστά τα τίμια Δώρα. Πρώτα δέχονταν στη δεξιά τους παλάμη τον άγιο Άρτο κι έπειτα κοινωνούσαν από το άγιο ποτήριο τον καθαγιασμένο Οίνο. Αυτή η πράξη παραμένει μέχρι σήμερα για τους κληρικούς που κοινωνούν μέσα στο άγιο βήμα. Για τους υπόλοιπους πιστούς εφαρμόσθηκε (πιθανόν μετά τον 8ο αιώνα) η ταυτόχρονη μετάληψη των τιμίων Δώρων με την αγία λαβίδα.
(πηγή: Ευεργετινός, τ. Α΄- Δ, εκδ. Βίκτωρος Ματθαίου, Αθήναι 1957-1960, Τσάμη Γ. Δημητρίου, Μητερικόν, τ. Β΄και τ. Γ, εκδ. Αδελφοτ. «Η Αγία Μακρίνα», Θεσσαλονίκη 1991-1992, από το βιβλίο «Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία» εκδ. Ι. Μονής Παρακλήτου, σ. 42)
Μια πειστική απόδειξη
Στον ιερό ναό του Τιμίου Σταυρού της Λαύρας του αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκι, στην Πετρούπολη της Ρωσίας, συνέβη κάποτε το ακόλουθο συγκλονιστικό περιστατικό:
Στη διάρκεια μιας θείας λειτουργίας, ο λειτουργός αρχιερέας Στέφανος, αφού διάβασε την ευχή «Πιστεύω, Κύριε και ομολογώ…»*, σήκωσε το κάλυμμα του αγίου ποτηρίου κι έμεινα σαν αποσβολωμένος. Είδε μέσα σάρκα και αίμα ανθρώπινα! Γύρισε τότε στο διάκονο, τον κατοπινό στάρετς Σαμψών (†1979), και του είπε: «Βλέπεις, πάτερ»;
Τι να έκαναν;… Ο επίσκοπος αφού τοποθέτησε το άγιο ποτήριο στην αγία τράπεζα, γονάτισε και ικέτεψε τον Κύριο να κάνει έλεος. Πώς θα μετέδιδε σάρκα ανθρώπινη στους πιστούς; Ποιος θα την έπαιρνε;
Αφού προσευχήθηκε για ένα τέταρτο με υψωμένα τα χέρια, ξανακοίταξε στο άγιο ποτήριο. Η σάρκα και το αίμα είχαν γίνει ψωμί και κρασί. Έτσι βγήκε και κοινώνησε τους πιστούς.
Όσοι κληρικοί πληροφορήθηκαν το θαύμα, είπαν ότι το επέτρεψε ο Θεός για να ενισχυθεί η πίστη τους. Ο διάκονος Σαμψών μάλιστα, που κρατούσε το άγιο ποτήριο, ομολόγησε ότι από το γεγονός αυτό πήρε ξεχωριστή δύναμη και παρηγοριά. Πίστεψε απόλυτα και αναμφίβολα πως η θεία Ευχαριστία είναι αυτό το τίμιο Σώμα και Αίμα του Σωτήρος.
Πείστηκε ο ίδιος, αλλά το διέσωσε και σε άλλους, για να πάρουν όλοι, όσοι θα το μάθαιναν, δύναμη και χαρά. Το σημείο αυτό ήταν ακόμα, όπως είπε, μια αφορμή για ν’ αποκτήσουν περισσότερη ταπείνωση οι κληρικοί και να συνειδητοποιήσουν την αναξιότητα τους.
* Κατά το ρωσικό τυπικό, μετά το «Μετά φόβου..», εκφωνεί ο λειτουργός την ευχή της θείας μεταλήψεως «Πιστεύω Κύριε, και ομολογώ..» και ύστερα μεταλαμβάνει τους πιστούς.
(πηγή: Στάρετς Σαμψών, εκδ. Ι. Μητροπόλεως Νικοπόλεως, Πρέβεζα 1991, από το βιβλίο «Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία» εκδ. Ι. Μονής Παρακλήτου, σ. 51)
Το δεσποτικό Αίμα
Κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας, στο χωριό Ζάρκα της Ιορδανίας, στις 21 Απριλίου 1991, μετά τη μεγάλη είσοδο, ο ορθόδοξος ιερέας τοποθέτησε τα τίμια Δώρα στην αγία τράπεζα.
Ξαφνικά είδε το δισκάριο γεμάτο αίμα. Από τον άγιο Άρτο ξεχυνόταν επίσης αίμα ζεστό. Ο ιερέας έβαλε τις φωνές, και οι πιστοί έτρεξαν στο ιερό να δουν τι συμβαίνει.
Βλέποντας το θαυμαστό γεγονός, έμειναν άφωνοι. Άλλοι προσπάθησαν να μεταλάβουν μερικές σταγόνες, ενώ άλλοι να χρίσουν το σώμα τους.
«Επισκέφθηκα την πόλη», διηγείται αυτόπτης μάρτυρας, «για να δω από το κοντά το θεϊκό σημείο. Χιλιάδες κόσμου είχαν κατακλύσει την περιοχή. Ο ιερέας είχε κατορθώσει να φυλάξει δύο κομματάκια Άρτου. Ομολογώ πως αυτό που έβλεπα δεν ήταν άρτος και οίνος. Ήταν Σώμα και Αίμα Χριστού».
[(πηγή: «Αναγέννηση» (εφημέρ. Κρήτης), φ. 6/5/1991, «Ορθόδοξος Τύπος» (εφημερ. Αθηνών) φ. 30/04/1991, από το βιβλίο «Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία», εκδ. Ι. Μονής Παρακλήτου, σ. 53)]
Αναμφισβήτητα έχουν. Για τις ψυχές των ζώων κάνει ευρύ λόγο η Αγία Γραφή. Η Γένεση ιδιαίτερα γράφει:
«Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν», « .. ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν κατὰ γένος, τετράποδα καὶ ἑρπετὰ καὶ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος».
Πρέπει όμως να κάνουμε μια διασάφηση. Η λέξη «ψυχή» δεν είναι λέξη μονοσήμαντη. Έχει πολλές έννοιες στην Αγία Γραφή.
Έτσι μπορεί να σημαίνει τη ζωή του ανθρώπου, την πνευματική του ουσία, που είναι σε αξία πολυτιμότερη από τον κόσμο ολόκληρο.
Στα ζώα σημαίνει τη ζωτική δύναμη, που μαζί με το φυσικό τους ένστικτο τα συγκρατεί στο είναι και τα κατευθύνει στην εκπλήρωση του φυσιολογικού σκοπού της υπάρξεως τους.
Η ψυχή του ζώου βρίσκεται στο αίμα του («ότι το αίμα αυτού ψυχή» Δευτ. 12,23)
Όπως γίνεται νοητό, η ψυχή των ζώων δεν μπορεί να ταυτιστεί με τη λογική ψυχή των ανθρώπων, που είναι φύση νοερά και άυλη, προέρχεται από την πνοή του Θεού και είναι «εικόνα» Θεού, αθάνατη και ακατάλυτη.
Είναι όμως παράλογο ορισμένες εκδηλώσεις των ζώων, συγκινησιακές ευαισθησίες και άλλες δεξιότητες, να τις εξισώνουμε με τα λογικά και πνευματικά εκδηλώματα της ανθρώπινης ψυχής.
Είναι φυσικές ορμές, ένστικτα, που υπάρχουν στην ουσία του ζώου και τίποτα περισσότερο.
Η ψυχή των ζώων δεν είναι αθάνατη. Με το θάνατο του ζώου η ύπαρξή του εξαφανίζεται. Χάνεται οριστικά.
Το ζώο δεν πρόκειται να αναστηθεί εκ των νεκρών κατά την κοινή ανάσταση.
Ως άλογο ων δεν είναι υπεύθυνο για τα ενεργήματά του, δια τούτο δεν πρόκειται να λογοδοτήσει στον πλάστη του.
Τα ζώα είναι πλάσματα θελημένα από το Θεό, χαριτωμένα και όμορφα. Έχουν συγκεκριμένο λόγο υπάρξεως.
Συγγενεύουν με τον άνθρωπο, γιατί τόσο αυτά όσο και οι άνθρωποι έχουν το λόγο υπάρξεως τους – διαφορετικό φυσικά σε κάθε περίπτωση – στη δημιουργική ενέργεια του Θεού. Αυτά καθ΄ ευατά έχουν την όποια αξία τους, ως πλάσματα του κοινού Πατέρα, γι’ αυτό ο άνθρωπος πρέπει εν μέτρω να τα αγαπά, να τα φροντίζει και όχι να τα βασανίζει και να τα καταστρέφει.
Η αγάπη προς τα ζώα είναι εκδήλωμα χριστιανικής αγάπης και ευγνωμοσύνης προς το δωρεοδότη Κύριο, που τόσο απλόχερα έπλασε τα όντα του, που πολλές φορές εξυπηρετούν (κυρίως τα ζώα) με κάθε τρόπο τον άνθρωπο.
(Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 67)
Η άδεια λαβίδα
Ο γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης (†1991) εξομολόγησε κάποτε μία γερόντισσα και της έβαλε κανόνα να μην κοινωνήσει για τρία χρόνια.
- Γιατί δεν κοινωνάς; τη ρώτησε μία μέρα ο ιερέας της ενορίας της.
Μου έβαλε κανόνα ο π. Ιάκωβος, απάντησε εκείνη, και του είπε την αιτία. -
- Όχι γιαγιά, μη στενοχωριέσαι. Αυτός είναι αγράμματος καλόγερος.
Εγώ είμαι μορφωμένος και σου λύνω τον κανόνα. Να έρθεις την Κυριακή να σε κοινωνήσω.
Καθώς όμως πλησίασε η γιαγιά να μεταλάβει, ένιωσε στο στόμα της την αγία λαβίδα άδεια και κρύα, δεν κατάλαβε τη γεύση της θείας Κοινωνίας.
Το θαυμαστό γεγονός επαναλήφθηκε άλλες δύο Κυριακές, όποτε η γυναίκα ανησύχησε και ξαναπήγε στο γέροντα Ιάκωβο.
- Παιδί μου, της είπε εκείνος, ο κανόνας δεν λύνεται. Πρέπει να κάνεις τον κανόνα πού σου έβαλα.
Το 1987, ο π. Ιάκωβος εξομολόγησε μία κοπέλα, αλλά της απαγόρευσε να κοινωνήσει.
Εκείνη τότε επισκέφθηκε κάποιον επίσκοπο, πού της επέτρεψε τη θεία μετάληψη.
Όταν όμως πλησίασε να κοινωνήσει, η αγία λαβίδα μπήκε άδεια στο στόμα της.
Αυτό ο παράδοξο και θαυμαστό επαναλήφθηκε κι άλλη φορά, οπότε η κοπέλα τρόμαξε, μετανόησε και πήγε να εξομολογηθεί πάλι στον π. Ιάκωβο.
Ο ανάξιος ετοιμοθάνατος
Ένας Ρώσος ιερέας καταθέτει την ακόλουθη προσωπική του μαρτυρία:
«Με κάλεσαν να εξομολογήσω και να κοινωνήσω έναν βαριά άρρωστο.
Μπαίνοντας στο σπίτι, άκουσα απ' το δωμάτιό του φωνές και κατάρες. Αναρωτήθηκα ποίος βρίζει με τέτοιο τρόπο και ταράζει τη γαλήνη, πού πρέπει να επικρατεί στις κρίσιμες αυτές ώρες.
Έκπληκτος όμως διαπίστωσα πώς ήταν ο ίδιος ο ετοιμοθάνατος.
Σκεφτόμουν με τι τρόπο να επικοινωνήσω μ αυτόν τον άνθρωπο, πού λίγο πριν πεθάνει βρίζει και καταριέται.
Αφού προσευχήθηκα, μπήκα τέλος στο δωμάτιό του, αποφασισμένος να κάνω το καθήκον μου. Τον εξομολόγησα πρώτα, και ύστερα τον κοινώνησα.
Όταν γύρισα στο ναό, στάθηκα να τακτοποιήσω το άγιο ποτήριο που είχα πάρει μαζί μου.
Τότε ένιωσα να με διαπερνά ένα ρίγος. Διαπίστωσα πώς τα τίμια Δώρα βρίσκονταν μέσα, όπως όταν ξεκίνησα για να πάω στον άρρωστο.
Ήταν σαν να μην κοινώνησε!
Ο Κύριος σκέπασε και τα δικά μου μάτια και του μελλοθάνατου, και η μετάδοση του δεσποτικού Σώματος και Αίματος δεν πραγματοποιήθηκε.
Ο άνθρωπος αυτός ήταν ανάξιος να κοινωνήσει στις τελευταίες του στιγμές».
Πηγή: Μελινού Μανώλη, Άνθη αγίας Ρωσίας, Αθήνα 1995
Από το βιβλίο « Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία» εκδ. Ι. Μονής Παρακλήτου. σελ 132
Θαυμαστή θεραπεία
Το επόμενο περιστατικό μας το διηγείται ο ίδιος ο π. Δημήτριος Ντούντκο:
« Μια κυρία της ενορίας μας, γιατρός στο επάγγελμα, έπασχε εδώ και δώδεκα χρόνια από καρκίνο του στομάχου.
Έκανε αδιάκοπα εμετούς και μύριζε τόσο απαίσια, που πολύ δύσκολα μπορούσε να μείνει κάποιος κοντά της. Βρισκόταν στα τελευταία της».
« Της είχαν αφαιρέσει την κηδεμονία των παιδιών της, την είχαν διώξει από τη δουλειά της και ο σύζυγος της την είχε εγκαταλείψει.
Η ίδια όμως είχε αποδεχθεί την αρρώστια της με ταπείνωση και καρτερία, σαν αληθινή χριστιανή».
« Τις τελευταίες τις ώρες ζήτησε το άγιο Ευχέλαιο και τη θεία Κοινωνία. Και το θαύμα έγινε!
Αφού τελέσθηκε το Ευχέλαιο και η άρρωστη κοινώνησε, σταμάτησαν οι εμετοί και σιγά-σιγά χάθηκε η αφόρητη δυσοσμία.
Οι γιατροί βεβαίωσαν, με μεγάλη τους κατάπληξη πως είχε γίνει καλά».
Υπάρχουν χριστιανοί που φοβούνται να μεταλάβουν για να μην κολλήσουν μικρόβια! Αν ήταν έτσι, δεν θα ζούσε κανένας από τους ιερείς,
επειδή στο τέλος καταλύουν το περιεχόμενο του αγίου ποτηρίου, από το οποίο κοινωνούν συχνά εκατοντάδες πιστοί με χιλιάδες αρρώστιες.
Κι όμως, κανένας ιερέας δεν έπαθε ποτέ τίποτα. Το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου είναι «πυρ καταναλίσκον».
Ένα από τα πολλά περιστατικά που αποδεικνύουν περίτρανα την αλήθεια αυτή είναι και το ακόλουθο:
Όταν ο Μητροπολίτης Χίου Παντελεήμων Φωστίνης (†1962) ήταν ιεροκήρυκας Αττικής, πήγε κάποτε να λειτουργήσει στο φθισιατρείο της «Σωτηρίας».
Εκεί του έφεραν οι νοσοκόμοι μια πιατέλα με πολλά κουταλάκια.
- Τι τα φέρατε αυτά; τους ρώτησε.
- Μας είπαν οι γιατροί να κοινωνήσετε μ’ αυτά τους ασθενείς, αρχίζοντας από τους πιο ελαφρά και προχωρώντας στους πιο βαριά.
- Δεν χρειάζονται αυτά, απάντησε με πίστη ο ιερέας. Έχω την αγία λαβίδα.
Πραγματικά, στη θεία λειτουργία κοινώνησε κανονικά τους ασθενείς και ύστερα πλησίασε στην ωραία πύλη για να καταλύσει.
Το έκανε αυτό για να τον βλέπουν όλοι, και να μάθουν οι γιατροί ότι η θεία Κοινωνία είναι φωτιά που καίει τα πάντα.
Ένα σχετικό περιστατικό συνέβη και το 1942 στα Ιωάννινα. Ο ιεροκήρυκας π. Βενέδικτος Πετράκης (†1961), μετά τη θεία λειτουργία στο εκκλησάκι του Κάστρου, πήγε στο εκεί νοσοκομείο, όπου στεγαζόταν και το φθισιατρείο, για να κοινωνήσει τους αρρώστους.
Ένας βαριά φυματικός, μόλις μετέλαβε, έκανε αιμόπτυση πάνω στο σεντόνι.
Αμέσως ο π. Βενέδικτος την πήρε με την αγία λαβίδα,
την έφαγε και είπε να κάψουν το σεντόνι.
Οι γιατροί το είδαν και τρόμαξαν. «Τι κάνει αυτός ο τρελός»; φώναξαν.
«Σε λίγο θα τον δείτε με καλπάζουσα φυματίωση»!
Μα ούτε σε λίγο ούτε σε πολύ τον είδαν με καλπάζουσα. Η χάρη του μυστηρίου δεν επέτρεψε να πάθει τίποτα.
Ο μακαριστός Δημήτριος Παναγόπουλος (1916-1982), ο θεοφώτιστος λαϊκός ιεροκήρυκας, κήρυσσε ακόμα και στο νοσοκομείο «Σωτηρία»,
όπου άλλοι δεν πλησίαζαν από το φόβο της φυματίωσης.
Εκεί τον ακολουθούσε ο ιερέας π. Δημήτριος Παπαντώνης, που εξομολογούσε τους φυματικούς και τελούσε τη θεία λειτουργία.
Μια μέρα ένας γιατρός, που παρακολουθούσε τις ομιλίες προβληματισμένος, πλησιάζει τον ιεροκήρυκα και του λέει:
- Κύριε Παναγόπουλε, ο ιερέας είναι αδύνατον να καταλύει το περιεχόμενο του αγίου ποτηρίου. Κοινωνούν τόσοι ασθενείς από αυτό,
κι όπως είναι γνωστό, το μικρόβιο της φυματιώσεως μεταδίδεται με το σάλιο. Τι κάνει λοιπόν ο ιερέας το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου που περισσεύει;
Το χύνει στο χωνευτήρι; Αυτό όμως δεν είναι μεγάλη αμαρτία;
- Τέτοιο πράγμα δεν γίνεται ποτέ, αντέτεινε ο ιεροκήρυκας. Ο Χριστός δεν μολύνεται από μικρόβια.
Κι από τα άχραντα Μυστήρια δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος μολύνσεως.
Ο γιατρός όμως δεν μπορούσε να πιστέψει. Τότε εκείνος τον προέτρεψε να παρακολουθήσει την επόμενη θεία λειτουργία, και στο τέλος να σταθεί κάπου,
ώστε να βλέπει τις κινήσεις του ιερέα την ώρα της καταλύσεως.
Έτσι κι έγινε. Ο γιατρός είδε με τα μάτια του το λειτουργό να καταλύει το περιεχόμενο του αγίου ποτηρίου. Τον είδε μάλιστα να ρίχνει νάμα δυο-τρεις φορές, φροντίζοντας να μείνει ούτε ίχνος από το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου.
Από τότε ο γιατρός, όχι μόνο πίστευε, αλλά και εκκλησιαζόταν και κοινωνούσε μαζί με τους ασθενείς.
Πηγή: Μποτσούρη Γεωργ. Και Βας., Ο ιεροκήρυξ Δημήτριος Παναγόπουλος (1916-1982), Αθήναι 1993
Από το βιβλίο « Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία» εκδ. Ι. Μονής Παρακλήτου. σελ 153
Ο μακαριστός ηγούμενος του οσίου Δαβίδ, γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης (†1991), ζούσε θαυμαστές εμπειρίες σ’ όλες τις ιερές ακολουθίες,
μα ιδιαίτερα την ώρα της θείας λειτουργίας.
Όταν λειτουργούσε, έλαμπε από καθαρότητα και μεγαλοπρέπεια. Συχνά, στην μεγάλη είσοδο ή στην αγία πρόθεση, τον έβλεπαν να μην πατάει στο έδαφος,
αλλά να στέκεται και να βαδίζει στον αέρα.
Πολλές φορές αντίκριζε πάνω στην αγία τράπεζα αγγέλους και αρχαγγέλους να κρατούν το Σώμα του Κυρίου.
«Οι άνθρωποι», έλεγε, «είναι τυφλοί και δεν βλέπουν τι γίνεται μέσα στο ναό, στη διάρκεια της θείας λειτουργίας».
« Κάποτε λειτουργούσα, αλλά δυσκολευόμουν να ξεκινήσω για τη μεγάλη είσοδο, από τα θαυμαστά που έβλεπαν τα μάτια μου.
Ο ψάλτης έλεγε και ξανάλεγε « Ὡς τὸν βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι» .
Ξαφνικά, νιώθω να με σπρώχνει κάποιος από τον ώμο και να με οδηγεί στην αγία πρόθεση. Νόμιζα πως ήταν ο ψάλτης.
Απόρησα, πως τόλμησε ο ευλογημένος να κάνει τέτοια ασέβεια – να μπει από την ωραία πύλη και να με σπρώξει.
Γυρίζω, και τι να δω! Μια τεράστια φτερούγα, που είχε περάσει ο αρχάγγελος στον ώμο μου, με οδηγούσε να προχωρήσω για τη μεγάλη είσοδο..
«Τι γίνεται στο ιερό την ώρα της λειτουργίας! Στο χερουβικό άγγελοι ανεβοκατεβαίνουν, και συχνά αισθάνομαι τις φτερούγες τους να χτυπούν πάνω στους ώμους μου..
Μερικές φορές δεν μπορώ να αντέξω και κάθομαι στην καρέκλα. Οι άλλοι ιερείς νομίζουν πως κάτι έπαθα, δεν νιώθουν όμως αυτά που βλέπω και ακούω.
Τι φτερούγισμα, παιδί μου, οι άγγελοι! Και μόλις ο ιερέας πει το «Δι’ ευχών», φεύγουν οι ουράνιες δυνάμεις. Τότε μέσα στο ναό απλώνεται απόλυτη ησυχία!»
«Απόψε παιδί μου», αποκάλυψε κάποτε σ’ ένα μοναχό, «συλλειτουργούσα με αγίους και αγγέλους σε θυσιαστήρια που δεν περιγράφονται.
Σαν πεθάνω, να πεις πως κάποιος γέροντας συλλειτουργούσε κάθε νύχτα και ζούσε με την Αγία Τριάδα.»
Όταν τελούσε την προσκομιδή ο π. Ιάκωβος, συχνά έβλεπε την πνευματική κατάσταση των κεκοιμημένων που μνημόνευε.
«Κάθε φορά που προσκομίζω», έλεγε, « βλέπω τις ψυχές που περνούν από μπροστά μου και με παρακαλούν να τις μνημονεύσω. Και να θέλω να τις ξεχάσω δεν μπορώ.
Την ώρα που ο ιερέας βγάζει μερίδες και μνημονεύει τα ονόματα στην αγία πρόθεση, κατεβαίνει άγγελος Κυρίου, παίρνει την μνημόνευση και την πηγαίνει στο θρόνο του Δεσπότη Χριστού σαν προσευχή γι’ αυτούς που μνημονεύθηκαν.
Σκεφτείτε λοιπόν πόσο αξίζει να σας μνημονεύουν στην αγία πρόθεση».
Κάποια φορά ο γέροντας λησμόνησε να μνημονεύσει στην προσκομιδή τη μητέρα του, κι εκείνη εμφανίστηκε και του είπε με παράπονο:
- Πάτερ Ιάκωβε, δεν με μνημόνευσες σήμερα!
- Πώς δεν σε μνημόνευσα μητέρα! Κάθε μέρα σε μνημονεύω, βγάζω μάλιστα για σένα την καλύτερη μερίδα.
- Όχι, παιδί μου, σήμερα με ξέχασες, και η ψυχή μου δεν αναπαύεται όσο τις άλλες μέρες.
Κάτι ανάλογο του συνέβη και με τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο. Ο π. Ιάκωβος τελειώνοντας μια φορά την προσκομιδή, ξεκίνησε για την αγία τράπεζα.
Βλέπει τότε τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο να στέκει δεξιά του, με τις παλάμες τη μια μέσα στην άλλη, όπως συνηθίζουν οι ιερείς να μεταλαβαίνουν το δεσποτικό Σώμα, σαν να ζητούσε κι εκείνος τη δική του μερίδα.
Ο λόγος ο καλός κάνει τον κακό καλό, έλεγε ο όσιος Μακάριος, ενώ ο κακός λόγος και τον καλό ερεθίζει
Κάποτε ο υποτακτικός του Οσίου, συνάντησε στο δρόμο του έναν ειδωλολάτρη ιερέα που περπατούσε βιαστικά.
- Αι, σατανά, πού τρέχεις; του φώναξε απερίσκεπτα.
Εκείνος τότε θύμωσε κι έσπασε το ραβδί του στις πλάτες του καλόγερου, ώσπου τον άφησε μισοπεθαμένο. Σε λίγο φάνηκε και ο όσιος στο δρόμο. Βλέποντας τον ειδωλολάτρη να τρέχει τώρα για να κρυφτεί, του φώναξε με καλωσύνη:
- Ο Θεός να σε ευλογεί, προκομμένε άνθρωπε.
Εκείνος στάθηκε σαστισμένος και ρώτησε:
- Τι καλό είδες σε μένα, αββά, και μου μιλάς έτσι;
- Σε βλέπω που τρέχεις, του είπε ο όσιος, λυπάμαι μόνο που δεν έχεις καταλάβει ακόμη πως μάταια κοπιάζεις.
- Η κουβέντα σου γλυκαίνει την ψυχή μου, είπε ήρεμος ο ειδωλολάτρης τώρα. Αυτό είναι σημάδι πως είσαι πραγματικά άνθρωπος του Θεού.Πριν από λίγο με βρήκε ένας κακός καλόγερος και χωρίς λόγο με έβρισε. Αλλά και εγώ τον πλήρωσα καλά. Τον άφησα αναίσθητο από το ξύλο.
Ο Γέροντας κατάλαβε πως αυτός ήταν ο υποτακτικός του. Ψάχνοντας λίγο πιο πέρα τον βρήκε σε κακή κατάσταση. Ζήτησε τότε από τον ειδωλολάτρη να τον βοηθήσει να τον μεταφέρουν στην καλύβα τους.
Σαν έφθασαν εκεί, εκείνος γύρεψε συγχώρεση από τον Όσιο Μακάριο γιατί είχε κακομεταχειριστεί το μαθητή του και τον παρακάλεσε να τον κάνει Χριστιανό.
(Γεροντικό, Θεοδώρας Χαμπάκη σελ. 54)
Μεγάλου Βασίλείου
Οι «δικαιολογίες»: το κακό να νικιέται πρώτα μέσα μας
Καμία κακία – οργή, μνησικακία, φθόνος, φιλονικία – λέει ο Μέγας Βασίλειος, να μην προέρχεται από εμάς. Ίχνος κακίας, ούτε πράξη, ούτε λόγος, ούτε καν χειρονομία ή έκφραση του προσώπου. Οι νέοι άνθρωποι νιώθουν, συνήθως, πολύ περισσότερο διαθέσιμοι από τους ενήλικες να μπουν σε έναν τέτοιο αγώνα με τον εαυτό τους. Η ιδέα ότι μπορούν «να σταματούν το κακό» τους ενδιαφέρει, και δεν τους αρκεί φυσικά η δημιουργία μιας άψογης μάσκας κάτω από την οποία θα κρύβονται.
Τι γίνεται όμως με τους άλλους, όταν εμείς αρχίζουμε αυτόν τον αγώνα; Δεν είναι αρκετή δικαιολογία για τα λάθη μας, συνεχίζει ο Βασίλειος, ότι προηγουμένως κάποιος μας στενοχώρησε. Γιατί όμως να μην «πληρώνουμε τους άλλους με το ίδιο νόμισμα», όταν φταίνε; Η απάντηση είναι ότι έτσι, αντί να σταματάει, το κακό πολλαπλασιάζεται. Και συμμετέχουμε και εμείς πια σε αυτό, ανοίγοντας την πόρτα σε περισσότερη πικρία, ασυνεννοησία, εκδικητικότητα. Να κάτι που μοιάζει να ξεκαθαρίζει το τοπίο για όσους επιθυμούν πραγματικά να αγωνιστούν: δεν έχει σημασία γιατί κάνουμε το κακό, σημασία έχει ότι κάνουμε κακό.
Ας αντιστρέψουμε λίγο τα πράγματα: έχουμε σκεφτεί πόσο διδακτικοί μπορούν να μας φανούν οι άλλοι στον αγώνα κατά της κακίας; Μπορούμε να λειτουργήσουμε σαν τους αθλητές, που ξέρουν ότι τα εμπόδια δυναμώνουν τους μυς τους για το τρέξιμο. Αξίζει εδώ να αναφερθούμε σε μια επιστολή που στέλνει ένας Ρώσος πνευματικός, ο στάρετς Μακάριος της μονής της Όπτινα σε κάποιον που δυσκολεύεται να ελέγξει το θυμό του. Ο άνθρωπος αυτός ήταν δάσκαλος και διαμαρτυρόταν για τις αταξίες των μαθητών του. «Γενναία πολέμησε τα ξεσπάσματα του θυμού σου», του γράφει ο στάρετς. «Ο θυμός είναι ένα από τα σοβαρότερα πάθη σου, αλλά δε θα μπορούσες ποτέ να γιατρευτείς από αυτό, αν δεν το συνειδητοποιούσες. Επομένως τα παιδιά, που με τις αταξίες τους σε νευριάζουν, είναι τα όργανα του Θεού για τη διόρθωσή σου. Ευχαρίστησέ τα γι’ αυτό από τα βάθη της καρδιάς σου. Είναι καλύτερα να μην τα μαλώνεις όταν βρίσκεσαι σ’ αυτή την ταραγμένη ψυχική κατάσταση. Και για σένα θα είναι πιο ωφέλιμο, αλλά και για τα παιδιά σου πιο αποτελεσματικό, αν αργότερα συζητήσεις ήρεμα μαζί τους και τα βοηθήσεις με τον πειστικό σου λόγο να κατανοήσουν το σφάλμα τους» ( Στάρετς Μακαρίου της Όπτινα, Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου,1998, σ.132-133). Οι άλλοι μπορεί να γίνουν η άσκησή μας και, ποιος ξέρει, ίσως στο μέτρο που εμείς διορθωνόμαστε, να μας φαίνονται και λιγότερο «κακοί».
Ένα ακόμα χαριτωμένο παράδειγμα αναφέρεται στο βίο ενός αγίου που θύμωνε πολύ με τους άλλους. Κάποτε ένιωσε πως δεν άντεχε άλλο (το συναξάρι δεν ξεκαθαρίζει αν δεν άντεχε τους θυμούς του ή τους αδελφούς του που τους προκαλούσαν) και πως έτρεξε στο ναό και προσευχήθηκε πολύ θερμά στο Χριστό, ζητώντας Του να τον απαλλάξει από το πάθος του θυμού. Όταν γεμάτος ελπίδα βγήκε έξω, συνάντησε κάποιον που ποτέ δεν είχε μαλώσει μαζί του. Ωστόσο, αυτή τη φορά, εκείνος ο αδελφός τον προσέβαλε και τον θύμωσε. Πήγε τότε να βρει κάποιον άλλο αδελφό του που πάντα τον παρηγορούσε. Αλλά και αυτός ακόμα του φέρθηκε άσχημα και τον θύμωσε. Τότε έτρεξε στο ναό και, πέφτοντας στα γόνατα, είπε: «Μα, Κύριε, δε σου ζήτησα να με απαλλάξεις από το θυμό;» Και ο Κύριος απάντησε: «Ναι, ακριβώς γι’ αυτό σου δίνω περισσότερες ευκαιρίες για να καταφέρεις να απαλλαγείς μόνος σου»( Αρχιεπ. Anthony Bloom, Μάθε να προσεύχεσαι, εκδ. Έλαφος, σ.72-73).
(Τα παραπάνω κείμενα προέρχονται από το βιβλίο της Ελένης Κονδύλη Μικρή Φιλοκαλία της καρδιάς, εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 2006α, σ.95 και σ.224-226)
- Γέροντα, τι βοηθάει να διώχνω τους λογισμούς υπόνοιας;
- Όλα είναι πάντα έτσι, όπως τα βλέπεις; Να βάζης πάντα ένα ερωτηματικό σε κάθε λογισμό σου, μια που όλα τα βλέπεις συνήθως αριστερά.
Αν βάζης δύο ερωτηματικά, είναι πιο καλά. Αν βάζης τρία, είναι ακόμη καλύτερα. Έτσι κι εσύ ειρηνεύεις και ωφελείσαι, αλλά και τον άλλον ωφελείς. Αλλιώς, με τον αριστερό λογισμό νευριάζεις, ταράζεσαι και στενοχωριέσαι, οπότε βλάπτεσαι πνευματικά.
Όταν αντιμετωπίζεις ό,τι βλέπεις με καλούς λογισμούς, μετά από λίγο καιρό θα δης ότι όλα ήταν πράγματι έτσι, όπως τα είδες με καλούς λογισμούς. Θα σου πω ένα περιστατικό, για να δης τι κάνει ο αριστερός λογισμός. Μια μέρα ήρθε στο Καλύβι ένας μοναχός και μου λέει: «Ο Γέρο- Χαράλαμπος είναι μάγος· έκανε μαγικά». «Τι λες, μωρέ χαμένε; Δεν ντρέπεσαι;», του λέω. «Ναι, μου λέει, τον είδα μια νύχτα με φεγγάρι που έκανε "μ, μ, μμμ..." και έχυνε με μία νταμιτζάνα κάτι μέσα στα κλαδιά».
Πάω μία μέρα και βρίσκω τον Γέρο-Χαράλαμπο. «Τι γίνεται, Γέρο-Χαράλαμπε; του λέω. Πώς τα περνάς; Τι κάνεις; Κάποιος σε είδε που έριχνες εκεί μέσα στα βάτα κάτι με μία νταμιτζάνα και έκανες "μ, μ, μμμ..."».
«Ήταν κάτι κρίνα μέσα στα ρουμάνια, μου λέει, και πήγα να τα ποτίσω. Έλεγα "Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε!" -και έριχνα λίγο νερό στο ένα κρίνο· "Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε!" και έριχνα λίγο νερό στο άλλο... Γέμιζα πάλι την νταμιτζάνα, ξαναέριχνα».
Βλέπεις; Και ο άλλος τον πέρασε για μάγο! Βλέπω, μερικοί κοσμικοί τι καλούς λογισμούς που έχουν! Ενώ άλλοι, οι καημένοι, πόσο βασανίζονται με πράγματα που ούτε καν υπάρχουν, αλλά ούτε και ο πειρασμός θα μπορούσε να τα σκεφθή! Μια φορά, όταν έβρεξε μετά από μεγάλη ανομβρία, ένιωσα τέτοια ευγνωμοσύνη στον Θεό, που καθόμουν μέσα στο Καλύβι και έλεγα συνέχεια: «Σ' ευχαριστώ εκατομμύρια-δισεκατομμύρια φορές, Θεέ μου».
Έξω, χωρίς να το ξέρω, ήταν ένας κοσμικός και με άκουσε. Όταν με είδε μετά, μου είπε: «Πάτερ, σκανδαλίσθηκα. Άκουσα να λες "εκατομμύρια-δισεκατομμύρια" και είπα "τι είναι αυτά που λέει ο πατήρ Παΐσιος;"». Τι να του έλεγα; Εγώ εννοούσα ευχαριστίες στον Θεό για την βροχή, και αυτός νόμιζε ότι μετρούσα χρήματα. Και αν ήταν κανένας άλλος, θα μπορούσε να έρθη να με ληστέψη το βράδυ, να μου δώση και ένα γερό ξύλο, και τελικά δεν θα έβρισκε τίποτε.
Μια άλλη φορά είχε έρθει κάποιος που είχε άρρωστο παιδί. Τον πήρα να τον δω μέσα στο εκκλησάκι. Όταν άκουσα το πρόβλημά του, του είπα, για να τον βοηθήσω: «Κάτι πρέπει να κάνης κι εσύ, για να βοηθηθή το παιδί σου. Μετάνοιες δεν κάνεις, νηστεία δεν κάνεις, χρήματα δεν έχεις, για να κάνης ελεημοσύνες, πες στον Θεό: "Θεέ μου, δεν έχω κανένα καλό να θυσιάσω για την υγεία του παιδιού μου, θα προσπαθήσω τουλάχιστον να κόψω το τσιγάρο"».
Ο καημένος συγκινήθηκε και μου υποσχέθηκε πως θα το κάνη. Πήγα να του ανοίξω την πόρτα, για να φύγη, και εκείνος άφησε το τσακμάκι και τα τσιγάρα μέσα στο εκκλησάκι, κάτω από την εικόνα του Χριστού. Εγώ δεν το πρόσεξα. Μετά από αυτόν μπήκε ένας νεαρός στο εκκλησάκι, κάτι ήθελε να μου πη, και ύστερα βγήκε έξω και κάπνιζε.
Του λέω: «Παλληκάρι, δεν κάνει να καπνίζης εδώ. Πήγαινε λίγο πιο πέρα». «Μέσα στην εκκλησία επιτρέπεται να καπνίζης;», μου λέει. Αυτός είχε δει το πακέτο με το τσακμάκι που είχε αφήσει ο πατέρας του άρρωστου παιδιού και έβαλε λογισμό ότι καπνίζω. Τον άφησα να φύγη με τον λογισμό του. Καλά, και αν κάπνιζα, και μέσα στην εκκλησία θα κάπνιζα; Βλέπετε τι είναι ο λογισμός;
- Γέροντα, η υπόνοια, η καχυποψία, πόση ζημιά μπορεί να κάνη στην ψυχή;
- Ανάλογα με την υπόνοια είναι και η ζημιά. Η καχυποψία φέρνει καχεξία.
- Πώς θεραπεύεται;
- Με καλούς λογισμούς.
- Γέροντα, αν δη ο άνθρωπος ότι πέφτει έξω μια φορά, αυτό δεν τον βοηθάει;
- Αν πέση μια φορά έξω, τέλος πάντων· αν πέση όμως δυό φορές, θα σακατευθή. Θέλει προσοχή, γιατί και ένα τοις χιλίοις να μην είναι τα πράγματα έτσι όπως τα σκεφθήκαμε, κολαζόμαστε. Όταν ήμουν στο Κοινόβιο, μια φορά την Μεγάλη Σαρακοστή ένα γεροντάκι, ο Γέρο-Δωρόθεος, τηγάνιζε κολοκυθάκια. Τον είδε ένας αδελφός την ώρα που τα έβαζε στο τηγάνι και έρχεται και μου λέει: «Να δης, ο Γέρο-Δωρόθεος τηγανίζει κάτι μπαρμπούνια τόσο μεγάλα!». «Μα, του λέω, ο Γέρο-Δωρόθεος, Μεγάλη Σαρακοστή, δεν είναι δυνατόν να τηγανίζη μπαρμπούνια». «Ναι, μου λέει, τα είδα με τα μάτια μου, κάτι μπαρμπούνια τόσα!».
Ο Γέρο- Δωρόθεος είχε έρθει δεκαπέντε χρόνων στο Άγιον Όρος και ήταν σαν μάνα. Αν έβλεπε κανένα καλογέρι λίγο φιλάσθενο, «έλα εδώ, του έλεγε, έχω ένα μυστικό να σου πω», και του έδινε λίγο ταχίνι με κοπανισμένα καρύδια ή κάτι άλλο. Και τα γεροντάκια τα οικονομούσε ανάλογα. Πάω μετά στον Γέρο-Δωρόθεο και τι να δω; Κολοκυθάκια τηγάνιζε για το νοσοκομείο!
- Και αν, Γέροντα, ένας λογισμός υπόνοιας για κάποιον βγη αληθινός;
- Και αν μια φορά βγη αληθινός ένας τέτοιος λογισμός, σημαίνει ότι κάθε φορά θα είναι αληθινοί τέτοιοι λογισμοί; Ύστερα που ξέρεις αν ο Θεός επέτρεψε να βγη αληθινός εκείνος ο λογισμός, για να δώση πνευματικές εξετάσεις ο άλλος στην ταπείνωση; Βέβαια χρειάζεται να προσέχη κανείς να μη δίνη και ο ίδιος αφορμές, ώστε ο άλλος να βγάζη λανθασμένα συμπεράσματα. Για να βάλη λ.χ. κάποιος έναν αριστερό λογισμό για σένα, μπορεί ο ίδιος να έχη εμπάθεια, αλλά κι εσύ μπορεί να έδωσες αφορμή. Αν, παρόλο που εσύ πρόσεξες, ο άλλος σκεφθή κάτι εις βάρος σου, τότε να δοξάσης τον Θεό και να ευχηθής για εκείνον.
«Συζήτηση με τους λογισμούς»
- Γέροντα, όταν έρχεται ένας λογισμός υπερήφανος, υποφέρω.
- Τον κρατάς μέσα σου;
- Ναι.
- Γιατί τον κρατάς; Να του κλεινής την πόρτα. Άμα τον κρατάς μέσα σου, ζημιά έχεις. Έρχεται ο λογισμός σαν τον κλέφτη, του ανοίγεις την πόρτα, τον βάζεις μέσα, πιάνεις κουβέντα μαζί του, και μετά εκείνος σε κλέβει. Με τον κλέφτη πιάνει κανείς κουβέντα; Όχι μόνον κουβέντα δεν πιάνει, αλλά κλειδώνει την πόρτα, για να μην μπη μέσα.
Μπορεί ακόμη και να μη συζήτησης μαζί του, αλλά γιατί να τον αφήσης να περάση; Ας πούμε ένα παράδειγμα· δεν λέω ότι έχεις τέτοιους λογισμούς, αλλά ας υποθέσουμε ότι σου έρχεται ένας λογισμός ότι μπορούσες να είσαι εσύ Γερόντισσα. Εντάξει, ήρθε ο λογισμός.
Μόλις έρθη, πες στον εαυτό σου: «πολύ καλά· θέλεις να είσαι Γερόντισσα; γίνε πρώτα στον εαυτό σου Γερόντισσα», οπότε αμέσως κόβεις την συζήτηση. Τι, με τον διάβολο θα συζητάμε; Βλέπεις, όταν ο διάβολος πήγε να πειράξη τον Χριστό, Εκείνος του είπε: «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά». Αφού ο Χριστός είπε στον διάβολο: «άντε πήγαινε...», εμείς τι να συζητάμε;
- Γέροντα, είναι κακό να συζητάω έναν αριστερό λογισμό, για να δω από που προέρχεται;
- Το κακό είναι ότι δεν συζητάς με τον λογισμό, όπως νομίζεις, αλλά με το ταγκαλάκι. Περνάς ευχάριστα εκείνη την ώρα, μετά όμως παιδεύεσαι. Να μη συζητάς καθόλου τέτοιους λογισμούς. Να πιάνης την χειροβομβίδα και να την πετάς στον εχθρό, για να τον σκοτώσης. Η χειροβομβίδα έχει την ιδιότητα να μη σκάη αμέσως, αλλά μετά δύο-τρία λεπτά. Έτσι και ο αριστερός λογισμός, αν τον διώξης αμέσως, δεν μπορεί να σε βλάψη.
Αλλά εσύ μερικές φορές δεν έχεις εγρήγορση, δεν λες την ευχή, και δεν μπορείς να αμυνθής. Έρχεται το τηλεγράφημα του διαβόλου απ' έξω, το παίρνεις, το διαβάζεις, το ξαναδιαβάζεις, το πιστεύεις και το περνάς στο αρχείο. Αυτούς τους φακέλους θα τους παρουσίαση το ταγκαλάκι την ημέρα της Κρίσεως, για να σε κατηγορήση.
- Γέροντα, πότε η προσβολή ενός αριστερού λογισμού είναι πτώση;
- Έρχεται ο λογισμός και τον διώχνεις αμέσως. Αυτό δεν είναι πτώση. Έρχεται και τον συζητάς. Αυτό είναι πτώση. Έρχεται, τον δέχεσαι λίγο και μετά τον διώχνεις. Αυτό είναι μισή πτώση, γιατί και τότε έχεις πάθει ζημιά, επειδή μόλυνε ο διάβολος τον νου σου. Δηλαδή είναι σαν να ήρθε ο διάβολος και του είπες: «Καλημέρα, τι γίνεται; Καλά; Κάθησε να σε κεράσω. Α, ο διάβολος είσαι; Φύγε τώρα». Αφού είδες ότι είναι ο διάβολος, γιατί τον έβαλες μέσα; Τον κέρασες και θα ξανάρθη.
«Συγκατάθεση στον λογισμό»
- Γιατί, Γέροντα, μου περνούν στο μοναστήρι διάφοροι κακοί λογισμοί, ενώ στον κόσμο δεν γινόταν αυτό; Εγώ τους επιτρέπω;
- Όχι, ευλογημένη! Ας τους να έρχωνται και να φεύγουν. Μήπως τα αεροπλάνα που περνούν πάνω από το μοναστήρι και σου χαλούν την ησυχία σε ρωτούν; Έτσι και αυτοί οι λογισμοί. Μην απελπίζεσαι. Αυτοί οι λογισμοί είναι κανοναρχίσματα του διαβόλου. Είναι σαν τα διαβατάρικα πουλιά που, όταν πετούν στον ουρανό, είναι πολύ όμορφα να τα χαζεύης. Αν όμως κατεβούν και κάνουν φωλιά στο σπίτι σου, μετά κάνουν πουλάκια, και τα πουλάκια λερώνουν.
- Γιατί όμως, Γέροντα, να μου έρχονται τέτοιοι λογισμοί;
- Αυτήν την δουλειά την κάνει ο πειρασμός. Αλλά υπάρχει μέσα σου και κατακάθι· δεν έγινε ακόμη η κάθαρση. Εφόσον όμως εσύ δεν τους δέχεσαι, δεν έχεις ευθύνη. Άφησε τα σκυλιά να γαυγίζουν. Μην τους ρίχνης πολλές πέτρες. Γιατί, όσο τους ρίχνεις πέτρες, συνεχίζουν να γαυγίζουν και από τις πολλές πέτρες θα χτίσουν μοναστήρι ή σπίτι, ανάλογα..., και ύστερα δύσκολα να το γκρεμίσης.
- Δηλαδή, Γέροντα, πότε γίνεται συγκατάθεση στους λογισμούς;
- Όταν τους πιπιλίζης σαν καραμέλα. Να προσπαθήσης να μην πιπιλίζης τους λογισμούς αυτούς που είναι απ' έξω ζαχαρωμένοι και μέσα φαρμάκι, και ύστερα απελπίζεσαι. Το να περνούν λογισμοί κακοί από τον άνθρωπο δεν είναι ανησυχητικό, γιατί μόνο στους Αγγέλους και στους τελείους δεν περνούν λογισμοί κακοί. Ανησυχητικό είναι, όταν ο άνθρωπος ισοπεδώσει ένα κομμάτι της καρδιάς του και δέχεται τα λυκόφτερα - τα ταγκαλάκια. Εάν καμιά φορά συμβή και αυτό, αμέσως εξομολόγηση, καλλιέργεια του αεροδρομίου και φύτεμα καρποφόρων δένδρων, για να γίνη η καρδιά πάλι Παράδεισος.