Προσηύχετο με θέρμη ο Χαροκόπος για ένα έκαστο των αρρώστων του. Πολλά δε θα είχε να μαρτυρήσει -αν είχε λαλιά- ο μικρός εκείνος ξύλινος σταυρός στο κομοδίνο του, δίπλα στο κρεβάτι του, μπροστά στον οποίο γονάτιζε. Και γονάτιζε με απόλυτη εμπιστοσύνη στην φιλευσπλαχνία του Θεού για τον πάσχοντα. Και με ταπείνωση, ο δεινός αυτός θεραπευτής.
Κάποτε, στενοχωρημένος πολύ από την αγριάδα της φυματίωσης σε ένα νέο πού είχε στο γραφείο του, γονάτισε σε προσευχή μπροστά στην εικόνα του Χριστού, υποδεικνύοντας στο παλικάρι να κάνει και εκείνος το ίδιο.
Ήταν θερμή η προσευχή τους για θεϊκή βοήθεια. Και πριν καλά καλά τελειώσουν, και ενώ έλεγε στο παλικάρι, ενθαρρύνοντάς τον, «ο Θεός είναι μεγάλος ,παιδί μου, πολύ μεγάλος», ακούσθηκε ένα δεύτερο χτύπημα στην πόρτα, πιο έντονο τη φορά αυτή. Και στο άνοιγμά της παρουσιάσθηκε ένας κύριος με ένα πακέτο στα χέρια, λέγοντας απνευστί με την οικειότητα μιας παλιάς γνωριμίας:
«Γιατρέ, με νοσηλεύσατε κάποτε. Ήμουν σε βαριά κατάσταση τότε, δεν μου παίρνατε χρήματα, με βοηθήσατε με κάθε τρόπο, έγινα καλά, πήγα στον Καναδά, δούλεψα, έκανα κάποια λεφτά και ήρθα να δω τους δικούς μου. Και πρώτη μου σκέψη ήταν να έρθω εδώ και να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον γιατρό μου, που τόσο με βοήθησε. Σκέφτηκα λοιπόν ότι ο γιατρός μου θα χρειάζεται για κάποιον άρρωστο του τη ΄΄στρεπτομυκίνη΄΄, που πρόσφατα άρχισε να κυκλοφορεί στον Καναδά. Και στο κουτί σας έχω το καινούργιο αυτό φάρμακο. Δεχθείτε το, παρακαλώ, ως ένδειξη της άπειρης ευγνωμοσύνης μου στο πρόσωπό σας».
Άναυδοι έμειναν οι δύο τους, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, ο γιατρός και το παλικάρι.
Διότι ο Θεός, με αυτόν τον θαυμαστό τρόπο,
έδωσε άμεση την απάντηση στην προσευχή τους.
(Αθανασίου Αβραμίδη, Η ιατρική της ανθρωπιάς, σελ. 30-32, εκδόσεις Τήνος)