Ήταν τότε, πρίν τριάντα χρόνια,ένα εικοσάχρονο παλικάρι ο Βασιλάκης, ξανθό, σγουρόμαλλο, ροδοκόκκινο, ίσο σάν κυπαρίσσι. Πρωταθλητής στο κολύμπι. Χαριτωμένο,άκακο δελφίνι,έσχιζε τα νερά και έφθανε πρώτος στο τέρμα,σηκώνοντας το δεξί του χέρι με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο στα χείλη.Κι ερχόταν ανάλαφρα κοντά του και τον κοίταζε με τα παρθενικά της μάτια η Ασπασία,η αρραβωνιαστικιά του,μια σωστή πεταλούδα,18 χρονών κοπελίτσα τότε.Και κάθονταν οι δύο ψυχές και μιλούσαν και έπλαθαν τα όνειρά τους.Και ήταν η μεγάλη χαρά των γονιών του Βασιλάκη οι δύο αυτές ευγενικές ψυχές...Την Ασπασία την αγαπούσαν δύο φορές. Μια γιατί από απαλή παιδούλα την άφησε στην αγάπη τους η χήρα μάνα της,όταν ξεψυχούσε,και μιά γιατί θα γινόταν τώρα άξιο ταίρι στο μονάκριβο αγόρι τους.
Μα ήρθαν χρόνια δίσεκτα. Πόλεμος,κατοχή,βαριές μπότες Γερμανού σκοπού ακούγονταν τώρα στο πλακόστρωτο γύρω από τη λιμνούλα...
Ο πατέρας και η μάνα «αναπαύονταν» δίπλα-δίπλα στο κοιμητήρι της Καισαριανής με ένα περιδέριο από τρύπες λίγο κάτω από το λαιμό.Ο Βασίλης και η Ασπασία πέταξαν σαν πουλιά κυνηγημένα-χάθηκαν.Και άρχισε η φοβερή πείνα. Και κάθε τόσο έγερνε και έπεφτε στους δρόμους της Αθήνας και ένα παιδικό,τρυφερό σωματάκι.
Η φυματίωση ήταν στις δόξες της! Λύσσαξαν τα θεριά της κι έτρωγαν σάρκες.
Σ΄ ένα Σανατόριο των Αθηνών,ανάμεσα στους 150 αρρώστους μιάς κλινικής βρέθηκε κίτρινος κι αδύνατος,μισός και ο πρωταθλητής μας!...Η Ασπασία δούλευε σ΄ ένα εργοστάσιο να εξοικονομήσει λίγα τρύπια φασόλια,λίγο μποτάλευρο για τον Βασίλη και γι΄ αυτήν.Και έπαιρνε το δρόμο,ώρες δρόμο,και τραβούσε για το Σανατόριο,έχοντας στον κόρφο της τον πολύτιμο θησαυρό της.
Ευτύχημα για τον Βασίλη, γιατρός της Κλινικής αυτής ήταν ο γιατρός με τη χρυσή καρδιά και τη βαριά φωνή, ο Χαροκόπος.
Φορεμένος την άσπρη μπλούζα του,έμπαινε κάθε πρωί στον μεγάλο θάλαμο ο γιατρός,πλησίαζε τον κάθε άρρωστο,τον κοίταζε στα μάτια με αγάπη,έδινε τις οδηγίες του,έδινε το βάλσαμο από της ψυχής του τον θησαυρό, «διόρθωνε» το μαξιλάρι του, χτυπούσε στοργικά την πλάτη του και πήγαινε στον διπλανό. Σαν τα μικρά παιδιά που γεμίζουν χαμόγελα μόλις δουν τη μανούλα τους, έκαναν οι άρρωστοι της κλινικής του κάθε πρωί. Δύο ώρες περίμενε ανυπόμονα ο Βασίλης να ΄ρθει η σειρά του.
- Καινούργιος είσαι σύ, γιέ μου, του είπε σκύβοντας απάνω του. Πώς σε λένε παλικάρι μου; Και άπλωσε το χέρι του, κι έβαλε τα δάχτυλα του ανοιχτά, ανάμεσα στα σγουρά ξανθά μαλλιά του.
-Βασίλη...
-Βασιλάκη μου, να ΄ρθεις σε μιά ώρα στο γραφείο μου. Θέλω να σε δω καλά.
Χάιδεψε πάλι το σγουρόμαλλο κεφάλι,ξανακοίταξε μες΄ τα μάτια το λαβωμένο ελάφι ο γιατρός,κούνησε τα χείλη του-κάτι ήθελε να πεί, συγκινημένος ήταν; και πήγε στον διπλανό άρρωστο.
Στις 11 χτύπησε δειλά την πόρτα του γιατρού ο Βασίλης. Ασπροκίτρινος,αδύνατος,σκυμμένος λίγο,δεν θύμιζε τίποτε από τον ροδοκόκκινο,χαριστωμένο πρωταθλητή...Μπήκε μέσα,...λες και ήταν ο άρρωστος αδελφός του.
- Καλώς τον Βασιλάκη μου.Έλα,παλικάρι μου,να σε δώ. Πέρασε στο θάλαμο. Μη φοβάσαι, αγόρι μου. Γύμνωσε το στήθος σου. Πλησίασε. Μπράβο, λεβέντη μου.Ήσυχα ανάπνεε. Ήσυχα, παιδί μου... Αυτό ήταν. Ντύσου. Έλα στο γραφείο,παιδί μου.Ντύθηκε το παλικάρι.Πήγε στο γραφείο.
- Κλαίς,αγόρι μου; Μην κλαίς .Σ΄ ένα καινούργιο αγώνισμα θ΄ αγωνισθείς τώρα. Εγώ θα είμαι ο μάνατζέρ σου. Και θα βγεις οπωσδήποτε νικητής! Σου το υπόσχομαι, παιδί μου.
- Είναι μεγάλα τα σπήλαια, γιατρέ μου;
- Μικρά ή μεγάλα, μαζί θα τα πολεμήσουμε.
Και θα ΄ρθει καιρός που θα στέκομαι πλάι σου και θα χαίρομαι και θα καμαρώνω τη νίκη σου, όπως ο πατέρας στέκεται περήφανος πλάι στον πρωταθλητή γιό του. Εσύ,παρακαλώ παιδί μου,ένα να κάνεις: Υπομονή. Θα σου δώσω εγώ φάρμακα. Έλα,αγόρι μου,άιντε στο κρεβάτι σου τώρα, και αύριο τα λέμε πάλι. Και πήρε το παλικάρι κοντά του ο γιατρός, και το ΄σφιξε στην αγκαλιά του ,και το φίλησε πατρικά σαν να ΄ταν το ίδιο παιδί του.
- Εδώ είμαι εγώ, Βασιλάκη μου. Ψηλά το μέτωπο! Θα νικήσουμε με τη βοήθεια του Θεού.
Βγήκε έξω το παληκάρι. Ξαστέρωσε το πνεύμα του. Ορθώθηκε η ψυχή και το σώμα του. Ησύχασε. Αισθάνθηκε αισιοδοξία, την αγωνιστικότητα του αθλητή πάλι. Γύρισε στο κρεβάτι του άλλος άνθρωπος. Ο γιατρός έβαλε μες στην ψυχή του το πιο δραστικό φάρμακο: την ελπίδα και την πίστη. Τα μετάγγισε με το εκφραστικό του πρόσωπο, την ματιά του την πατρική, που έλεγε πάμπολλα.
Και αγωνίσθηκε ο Βασιλάκης μήνες στο καινούργιο αγώνισμα. Υπομονετικός,ήσυχος,συγκρατημένος,έδωσε στον οργανισμό του την άνεση να πολεμήσει.Τα φάρμακα πάλι του γιατρού, θέριζαν τον εχθρό στα σωθικά του.
Οι επισκέψεις της Ασπασίας με τα λίγα πραγματάκια της-όσα μπορούσε να εξοικονομήσει το καημένο-έμοιαζαν δροσερή βροχούλα, που πότιζε το χωράφι της ψυχής, γιατί όχι και του σώματος του; Και έφτιαχνε καινούργιο αίμα, καινούργια κύτταρα,καινούργιες ελπίδες,καινούργιες χαρές.
- Βασιλάκη μου ,νικήσαμε! Πρωταθλητής και στο νέο αγώνισμα! Μπραβο παλικάρι μου. Έχουμε Δεκέμβριο.Την άνοιξη θα κάνεις τους γάμους σου!Άν βρείς ποιός θα ΄ναι ο κουμπάρος σου,θα σου πώ μπράβο. Για βάλε με το νου σου.
Κάτι μυρίσθηκε ο Βασιλάκης, μα δεν ήθελε να το πεί. Του φαινόταν μεγάλη, απίστευτη τιμή.
- Έλα,Βασιλάκη μου, πές το. Ο...ο...πές το.
- Ε...Εσείς!
- Εγώ! Το βρήκες! Ακόμη ένα μπράβο! Ώς τότε θα πολεμήσουμε μαζί, να γλυτώσουμε κι από άλλα ακόμη, από τα μικροθεριά. Συ, που τόσο καλά οργάνωσες και διευθύνεις τη συγκέντρωση και τη διανομή τροφίμων στους αρρώστους, συνέχισε. Τρείς μήνες ακόμη, παιδί μου. Κι ύστερα στο καινούργιο σπιτάκι σου με την καλή σου Ασπασία.
Φώς μέγα, θαρρείς άστραψε και γέμισε τον σκοτεινό θάλαμο, την ψυχή του Βασιλάκη,το νοσοκομείο,τον κόσμο όλο!Φώς ζωής και αγάπης,που ακτινοβολούσε την ψυχή,τη φωνή,την έκφραση του γιατρού!
- Σας ευχαριστώ με όλη μου την ψυχή,γιατρέ μου,είπε ο Βασιλάκης κι άρπαξε με τα δυό του χέρια το χέρι του γιατρού,και το ΄σφιξε πάνω στο γιατρεμένο στήθος του,και το φίλησε.Θα σας θυμούμαι και θα σας ευγνωμονώ σ΄ όλη μου τη ζωή.
- Καλά...καλά...παιδί μου,είπε με δυσκολία ο γιατρός, κι έβγαλε με τ΄ αριστερό του χέρι το μαντήλι του και το ΄φερε στα μάτια του. Άιντε τώρα στο θάλαμο. Όπου να ΄ναι φθάνει η Ασπασία. Να σε βρεί εκεί, να μη σε ψάχνει.
- Θα την βρω εγώ, γιατρέ μου, και θα έρθουμε μαζί! Τρέχω στην εξώπορτα...Μόλις είχε φθάσει.
- Ασπασία μου, νικήσαμε! Μαζί πολεμήσαμε, μαζί νικήσαμε...και μαζί θα στεφανωθούμε. Ο γιατρός θα μας στεφανώσει!
- Αλήθεια;;;
- Αλήθεια, Ασπασία μου. Πάμε!
Χέρι-χέρι πιασμένα τα δύο παιδιά έφτασαν τρέχοντας λαχανιασμένα στο γραφείο του γιατρού, κι έπεσαν στην αγκαλιά του, και βολεύθηκαν σαν μικρά παιδιά. Κι άνοιξε εκείνος τα δύο του χέρια-τις δύο αγγελικές φτερούγες του-και τα σκέπασε.
- Παιδιά μου...μεγάλη είναι αυτή η ώρα για σας και για μένα. Είμαστε ευτυχισμένοι! Δόξα τω Θεώ Είστε και οι δύο νικητές .Σας αξίζει το στεφάνι της νίκης. Θα ΄χω την τιμή και τη χαρά να το βάλω εγώ πάνω στα τίμια κεφάλια σας...στις 30 Απριλίου ,στον Άγιο Γεώργιο, ώρα 6 το απογευματάκι. Σύμφωνοι;
- Τιμή μας! -Και για τις λεπτομέρειες μη νοιάζεσαι, Ασπασία μου. Πείτε τα με την κουμπάρα σου την Μαρία, που ξέρει από προικιά. Άντε, καλά μου, ώρα σας καλή-και τα ΄σφιξε πάλι στην αγκαλιά του και τα φίλησε στο μέτωπο μ΄ όλη την πατρική του αγάπη.
Φίλησαν κι εκείνα το πατρικό πρόσωπο, τα ευλογημένα χέρια του, και βγήκαν.
Είχαν ανοίξει οι ουρανοί.
Στίς 30 Απριλίου, στις 6 το απόγευμα,στον Άγιο Γεώργιο,γινόταν ένας γάμος.Ο γιατρός, ντυμένος αριστοκρατικά -αριστοκράτης με την πιο καλή έννοια της λέξεως- στεφάνωνε τα δύο ορφανά παιδιά, που πάλεψαν μαζί και νίκησαν αντάμα.
- Ώρα σας καλή κι ευλογημένη, παιδιά μου.
Να ζήσετε και να ευτυχήσετε! Είπε ο γιατρός.
Και η άμαξα με το αλογάκι, γεμάτη λουλούδια κι αυτή, κι εκείνο, κι ο αμαξάς, ξεκίνησε με τα παιδιά για μια ζωή ευτυχισμένη.
Σημείωση:Ο Βασιλάκης αργότερα, βιομήχανος πλέον, συμμετείχε στούς «γύρους αγάπης» του γιατρού με το αυτοκίνητο του, όπως και άλλοι πρώην άρρωστοι του, Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο, για επισκέψεις αρρώστων στις φτωχογειτονιές.
(Αθανασίου Αβραμίδη, Η ιατρική της ανθρωπιάς, σελ. 33-40,εκδόσεις Τήνος)