ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Με τον γερο-Προκόπιο
Ήταν φαίνεται πολύ χαριτωμένες εκείνες οι προσευχές, γιατί μερικές φορές ο π. Προκόπιος αισθανόταν ευωδία. Παρατούσε το εργόχειρό του και πήγαινε στο διπλανό δωμάτιο.
─Παπά, τι ευωδιάζει; ρωτούσε με απλότητα.
─Ο βασιλικός, απαντούσε ο παπα-Εφραίμ, δείχνοντας τη γλάστρα έξω από το παράθυρο.
─Μα, το παράθυρο είναι κλειστό, παρατηρούσε το γεροντάκι με καθυστερημένη πονηριά και απορία.
Με την υπακοή στον παπα-Νικηφόρο ο π. Προκόπιος δυσκολευόταν. Κάποτε τον έπιασαν αντικρουόμενοι λογισμοί:
─Θέλω να φύγω, του έλεγε ο ένας λογισμός.
─Πού θα πας; τον ρωτούσε αποδοκιμαστικά ο άλλος.
─Δεν μπορώ να κάνω υπομονή στον παπα-Νικηφόρο παραπονιόταν εκ μέρους του ένας τρίτος.
─Τι καλόγερος είσαι, αν δεν μπορείς να κάνεις υπομονή; τον μάλωνε άλλος.
Τελικά αποφάσισε να αποχωρήσει από τον Άγιο Εφραίμ και να εγκατασταθεί σ’ ένα καλυβάκι της Μικρής Αγίας Άννας. Ο παπα-Νικηφόρος μετά από καιρό πήγε, τον βρήκε και με καλό τρόπο τον έπεισε να επιστρέψει στη μετάνοιά του. Έλεγε εκ των υστέρων: «Από τη στιγμή που βγήκα από το σπίτι ήταν σαν να τα ‘χα χαμένα. Έτσι αισθανόμουν». Όμως ο λογισμός αυτός μετά από καιρό τον πείραξε πάλι και ήθελε να ξαναφύγει. Τότε ο παπα-Εφραίμ τον συμβούλευσε να κάνει τον κόπο να πάει ως τη νέα Σκήτη, να βάλει μετάνοια στον τάφο του γερο-Ιωσήφ, και ύστερα ό,τι φωτισθεί να κάνει. Πράγματι, ξεκίνησε και πήγε. Μόλις βγήκε από την πόρτα, αισθάνθηκε ευωδία εωσότου γύρισε. Ο λογισμός έφυγε.
Άλλοτε πάλι ο παπα-Εφραίμ εξομολογήθηκε τον λογισμό του στον π. Προκόπιο. Έλειπε ο γέροντας παπα-Νικηφόρος και κάλεσαν τον παπα-Εφραίμ στα Καρούλια για ευχέλαιο. Τελείωσε το ευχέλαιο και ανηφόρισε για το σπίτι. Κάποια στιγμή αναπολώντας νοερά την τελετή άρχισε να μη θυμάται αν ευλόγησε με το χέρι του το έλαιο του ευχελαίου. Άρχισαν οι λογισμοί: Το ευλόγησα, δε το ευλόγησα; Η λεπτή μοναχική συνείδησή του ταρασσόταν. Οι λογισμοί συνέχισαν και τη νύχτα στην αγρυπνία. Κάποια στιγμή, ταλαιπωρημένος ήδη, θυμήθηκε τον π. Προκόπιο. Καθόταν σε μία άκρη της αυλής, σ’ ένα σκαμνάκι, και με το κομποσχοίνι στο χέρι έκανε τη μικρή αγρυπνία του. «Αββά, με χτυπούν λογισμοί ότι χθες δεν ευλόγησα το ευχέλαιο στα Καρούλια», του είπε εξομολογητικά. «Ευλογημένε, τόσο συχνά που κάνουμε ευχέλαια, συνήθισες και το ευλόγησες χωρίς να το σκέφτεσαι», απάντησε το γεροντάκι απλοϊκά. Οι λογισμοί εξαφανίστηκαν, η ψυχή ειρήνευσε. «Βλέπετε τη δύναμη της εξομολογήσεως;» παρατηρούσε ο Γέροντας.
Από τους πολλούς κόπους ο π. Προκόπιος απέκτησε σπάσιμο (κήλη). Προσπαθούσε να βολεύεται με διάφορους επιδέσμους και άλλα μέσα, για να περνάει ο καιρός, γιατί δεν ήθελε να πάει στον κόσμο. Ποτέ δεν είχε βγει εκτός Όρους, όπως και πολλά άλλα γεροντάκια που πρόσεχαν ως κόρην οφθαλμού αυτό το θέμα. Μάλιστα έλεγαν μεταξύ τους: «Θα έρθει καιρός, που δεν θα επαινούνται όσοι κάνουν αρετή, αλλά όσοι δεν βγαίνουν από το Όρος».
Επιπλέον, οι παλαιοί καιροί ήταν δύσκολοι, τα μέσα συγκοινωνίας ελάχιστα. Η κατάσταση όμως της κήλης (διπλή ήταν) χειροτέρευε. Πολλά βράδια βογγούσε από τους πόνους και αναγκαζόταν ο παπα-Εφραίμ να ζεσταίνει τούβλα και να του βάζει ζεστά επιθέματα για να ανακουφίζεται. Δυσκολευόταν σε όλες τις κινήσεις του.
Πέρασε όμως κάποιος μοναχός που είχε το ίδιο πρόβλημα, και τον βεβαίωσε ότι τώρα μετά την εγχείρηση χοροπηδάει σαν κατσίκι. Ο π. Προκόπιος πήρε φωτιά. Ζήτησε ευλογία και σε λίγες μέρες πήρε από τη Δάφνη την άγονη γραμμή για Πειραιά όπου είχε συγγενείς.
Ο παπα-Εφραίμ προσευχόταν, γιατί το γεροντάκι είχε περισσότερο από σαράντα χρόνια να βγει στον κόσμο. Σίγουρα θα δυσκολευόταν. Κάποτε τον είδε με το πνεύμα του να απομακρύνεται δια θαλάσσης από τη Δάφνη. «Γέροντα, είπε στον παπα-Νικηφόρο, γράψε την ημερομηνία. Σήμερα φεύγει από Δάφνη». Μετά δύο μέρες πάει πάλι στον γέροντα: «Γράψε ημέρα και ώρα∙ τώρα αποβιβάζεται στον Πειραιά». Πέρασαν πάλι μερικές μέρες και ο παπα-Εφραίμ αισθάνθηκε έναν μεγάλο πόνο στην ψυχή του. Τρέχει στον γέροντα και του λέει: «Γέροντα, αυτήν την ώρα ή η εγχείρηση δεν πέτυχε ή άλλο πολύ δυσάρεστο του συμβαίνει. Δεν ξέρω ακριβώς τι, πάντως εγώ πονάω. Σε παρακαλώ, πάμε τώρα να του κάνουμε ένα ευχέλαιο, να τον βοηθήσει ο Θεός». Μετά από κανέναν μήνα ο γερο-Προκόπιος επέστρεψε επιτέλους εγχειρημένος, υγιής και χαρούμενος. Ανάμεσα στα άλλα τους διηγήθηκε ότι, όταν αποβιβάσθηκε στον Πειραιά και κοιτούσε σαν χαμένος εδώ κι εκεί μην ξέροντας πώς να πάει στους δικούς του, τον πλησίασαν δύο νέοι, του πήραν τα μπογαλάκια και τον οδήγησαν ως το σπίτι με τη διεύθυνση που είχε. Μιλώντας καθ’ οδόν του είπαν ότι Θόδωρο λεν τον έναν, Θόδωρο και τον άλλον. Μόλις έφτασαν, άφησαν τα πράγματα, του έδειξαν το σπίτι, και όταν γύρισε να τους ευχαριστήσει, έκπληκτος διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε κανείς πίσω του. Θαυμάζοντας μονολόγησε: «Άγιοι Θεόδωροι, σας ευχαριστώ».
Ήρθε η ώρα και έκαναν διαπίστωση στις ώρες και ημερομηνίες που κράτησαν. Και οι τρεις ήταν σωστές. Μόνο που στην τρίτη δεν κινδύνευσε η ζωή του, αλλά η υπόληψή του ως μοναχού, γιατί ο διευθυντής- χειρουργός, εμπρός σε όλο το ιατρικό προσωπικό και άλλους ασθενείς, θέλοντας να τον εξετάσει τον θεάτρισε με ανάρμοστο και αψυχολόγητο τρόπο. «Αυτός ο γιατρός δεν ήταν ευλαβής. Ήταν μασώνος», μας έλεγε δηκτικά ο Γέροντας. «Δεν πρόσβαλε τον μοναχό, αλλά τον Θεό∙ γι’ αυτό εγώ πόνεσα».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
Με τον παπα-Νικηφόρο
Θυμόταν ο Γέροντας τις προσευχές που έκανε, ενώ εργαζόταν μαζί. Τα παλιά χρόνια της νεότητός του έλεγε ότι η ενέργεια της προσευχής ήταν πολύ δυνατή, πράγμα που ταπεινόφρονα θεωρούσε ότι δεν υπάρχει στους ύστερους χρόνους του. Και οι τότε λογισμοί του γέμιζαν την ψυχή με φωτιά. Διηγείτο το εξής: «Για να κάνουμε το εργόχειρό μας, τις σφραγίδες των πρόσφορων, έπρεπε να πριονίσουμε χοντρούς κορμούς λευκών που είχαμε μεταφέρει από το δάσος. Τους στηρίζαμε με τον γέροντα παπα-Νικηφόρο καταλλήλως, και με μεγάλο χειροπρίονο που τραβούσαμε ο ένας απ’ τη μια κι ο άλλος απ’ την άλλη, τεμαχίζαμε σιγά-σιγά τους κορμούς. Θυμάμαι», συνέχιζε ο Γέροντας, και το πρόσωπο του φωτιζόταν, «μια απ’ αυτές τις φορές, ενώ εργαζόμασταν με τον γέροντα, η ψυχή μου γεμάτη πνευματική λαχτάρα φώναζε: ‘‘Πήγαινε στο δωμάτιο. Ο Χριστός είναι εκεί και σε περιμένει!’’ Πυρπολούμην ολόκληρος από τη χάρη αυτών των λογισμών». Άλλοτε πάλι, εργαζόμενος στον τόρνο, για να κάνει στρόγγυλες τις σφραγίδες, κάθιδρος από τον κόπο (ο τόρνος κινούνταν με το πόδι), προσευχόταν με πόθο: «Άγγελοι, αρχάγγελοι, παραμερίστε. Θέλω να δω τον Κύριό μου!»
Στην αρχή της δεκαετίας του ‘60 ο παπα-Νικηφόρος είχε πιάσει πλέον τα εβδομήντα, και ο π. Προκόπιος επίσης. Αλλά και ο Γέροντας πλησίαζε τα πενήντα. Συμπλήρωνε τριάντα χρόνια στην υπακοή και την άοκνη υπηρεσία. Άρχισε να κουράζεται σωματικά και θέλησε να δώσει κάποια βοήθεια στον εαυτό του. Έτσι πήραν θερμάστρα πετρελαίου για την εκκλησία, γιατί δεν γινόταν πια να λειτουργεί και να προσέχει την ξυλόσομπα.
Όλα αυτά τα χρόνια έβγαζε μέσα από τη στέρνα με τον κουβά το νερό που μάζευαν από τη βροχή. Επιτέλους, του έστειλε ο αδερφός του μια χειραντλία και σταμάτησε να σκύβει και να τραβάει το σχοινί με τον κουβά.
Το πιο κουραστικό ήταν ότι στην κουζίνα δεν υπήρχε νερό και έπρεπε να το κουβαλάει καθημερινά από τη στέρνα. Φαγητό, σφραγίδες, λάντζα, πλύσιμο ρούχων∙ το νερό κουβαλητό. Σκέφτηκε να κάνει μία τσιμεντένια στερνούλα πίσω από την κουζίνα στα βράχια λίγο κάτω από τα κεραμίδια, για να συλλέγει το βρόχινο νερό τους. Η στέρνα θα ήταν αρκετά ψηλά ώστε να έρχεται το νερό με σωλήνα στην κουζίνα. Ο τόπος βρέθηκε. Με λίγα δυναμίτια θα ήταν έτοιμος. Μια στέρνα δέκα κυβικών μέτρων μπορούσε να γίνει, ξεπερνώντας κάθε φαντασία. Όμως ο παπα-Νικηφόρος αντιδρούσε. Χρήματα είχε, αλλά όντας υπερήλικας κουραζόταν ακόμα και στην ιδέα όλης αυτής της φασαρίας. Όταν ο παπα-Εφραίμ τον πίεσε λίγο, του το ‘κοψε απότομα.
─Παιδί μου, άσε να πεθάνω και κάνε ύστερα ό,τι νομίζεις.
─Πέθανε και σε θάφτω, παπάς είμαι, έκανε ασυγκράτητος και πικραμένος ο παπα-Εφραίμ.
«Χμ!! Τι θα πει γέροντας, καημένε. Με τον λόγο αμέσως αισθάνθηκα ότι ο Θεός έφυγε από μέσα μου. Τώρα τι κάνεις; Ευλόγησον, γέροντα». Πήγε και έβαλε μετάνοια.
Κατάλαβε όμως ότι έχει να κάνει πλέον με γεροντάκι και σκέφτηκε να το κολακεύσει. «Γέροντα», του είπε μαλακά, «άμα πεθάνεις εσύ, εγώ θα λυπηθώ και δεν θα ‘χω όρεξη για τίποτα. Αν όμως κάνουμε τη στέρνα, θα λέω: ο γέροντας μου έκανε τη στέρνα αυτήν και ευκολύνομαι. Και θα εύχομαι με όλη μου την καρδιά: ο Θεός να αναπαύσει τον γέροντά μου, Θεός σχωρέσου, γέροντα». Και δεν άργησε να κάμψει την πατρική καρδιά. «Ε, άντε καλά, τι θες, να πάρε αυτά τα χρήματα και κάνε τη δουλειά σου». Έτσι έγινε η πρώτη στερνούλα με χίλιες μικροδυσκολίες στον αμάθητο σε τέτοια παπα-Εφραίμ, και ήρθε το νερό στην κουζίνα. Ο γερο-Προκόπιος έπλενε τα χεράκια του και με χαρά έλεγε και ξανάλεγε: «Βρύση, βρύση!» Κι όμως πριν ήταν διστακτικός, αν και όχι τελείως αρνητικός. Μαθημένος στην πολυχρόνια στέρηση, του φαινόταν πολυτέλεια η ελάχιστη εξυπηρέτηση.
«Τι εστί γέροντας μόνο ο διάβολος το ξέρει», μας επαναλάμβανε ο Γέροντας. «Διότι η δύναμίς του καταργείται. Βάζεις μια μετάνοια και πας παντού. Εξομολογείσαι ένα λογισμό και καθαρίζει η ψυχή. Εγώ κάποτε άλλαξα δωμάτιο. Έφυγα από το διπλανό του γέροντα, από όπου μπορούσα να τον ακούω και να τον έχω στο νου μου, αλλ’ όπου τελευταία με ενοχλούσε το σύρσιμο των βαριών παπουτσιών του, όταν κοιμόμουν. Πήγα λίγο μακρύτερα, που ήταν ήσυχα. Όπως σας ακούω και μ’ ακούτε, άκουγα: ‘‘Ασυνείδητε, άκαρδε, εγκατέλειψες τον γέροντά σου. Αν πάθει κάτι και έχει την ανάγκη σου, ποιος θα τον ακούσει;’’ Την ίδια στιγμή γύρισα πίσω στο δωμάτιό μου».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
Με τον παπα-Νικηφόρο
Προλάβαμε τον παπα-Νικηφόρο εν ζωή, όταν επισκεπτόμασταν τον Γέροντα από το 1971 ως το 1973 που κοιμήθηκε ο παππούς. Γεροντάκι μετρίου αναστήματος, σταφιδιασμένο, ακολουθούσε τον παπα-Εφραίμ όπως το παιδάκι τη μανούλα του. Καθώς έπασχε από αμνησία, δεν μπορούσε να κάνει ούτε στιγμή χωρίς εκείνον. Τον ζητούσε με λυγμούς. Πέντε χρόνια δεν βγήκε καθόλου ο Γέροντας από το σπίτι, υπηρετώντας τον άρρωστο παπα-Νικηφόρο με άοκνη αγάπη.
Είχαμε ακούσει για τις δυσκολίες του χαρακτήρα του παππού και την υπομονή και την σκληρή υπακοή που έκανε ο Γέροντας σε παλαιότερα χρόνια, και νομίζαμε ότι περιποιόταν τον άρρωστο από τυπική υποχρέωση, μια και δεν υπήρχε άλλος στο κελλί. Έτσι εκπλαγήκαμε, όταν διαπιστώσαμε την αγάπη, αλλά και περισσότερο την τρυφερότητα με την οποία του φερόταν. Τον τάϊζε, τον έπλενε, τον άλλαζε, του διάβαζε τις ακολουθίες –ο παππούς βέβαια ήταν τελείως κουφός, αλλά συμμετείχε επαναλαμβάνοντας φωναχτά την ευχή που έβλεπε γραμμένη με μεγάλα γράμματα σ’ ένα χαρτονάκι: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Έπαιζε τρυφερά μαζί του σαν με παιδάκι ο τόσο σοβαρός και αρχοντικός παπα-Εφραίμ.
Όταν μετά τον θάνατό του ένα πνευματικό του παιδί έγραψε στον Γέροντα ότι ξεκουράστηκε επιτέλους από τις δυσκολίες του παπα-Νικηφόρου, χωρίς να σκεφθεί ότι για τους κεκοιμημένους ευχόμαστε ανάπαυση της ψυχής λησμονώντας τις αδυναμίες τους, εισέπραξε ένα από τα πιο αυστηρά γράμματα του Γέροντα.
Ο παπα-Νικηφόρος καταγόταν από προάστειο της Θήβας, το Πυρί. Ήρθε κοντά στον συμπολίτη του γερο-Εφραίμ, στα Κατουνάκια, στα μέσα της δεκαετίες του 1910. Το 1924 χειροτονήθηκε ιερέας σε κελλί των Καρυών. Ήταν προσεκτικός λειτουργός, καλλιφωνότατος ψάλτης, επιδέξιος ξυλογλύπτης, καλός νοικοκύρης και αυστηρός γέροντας. Είχε πρόβλημα με την ακοή του -χρησιμοποιούσε συσκευή με μπαταρίες- και έτσι φαινόταν πιο σκληρός και εξουσιαστικός απ’ ό,τι ήταν. Όλοι στη γειτονιά τον υπολόγιζαν και τον σέβονταν. Χαμογελούσαν όμως, όταν ψάλλοντας στις αγρυπνίες τον πολυέλεο* κατ’ αντιφωνία με τον τυφλό καλλικέλαδο ψάλτη π. Δοσίθεο, έλεγε ο μεν κουφός παπα-Νικηφόρος «ώτα έχουσι και ουκ ενωτισθήσονται», ο δε τυφλός «οφθαλμούς έχουσι και ουκ όψονται».
Ήταν απλός άνθρωπος και δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις πνευματικές αναζητήσεις του παπα-Εφραίμ, αλλά τον αγαπούσε ως παιδί του και του χαριζόταν. Έτσι ο παπα-Εφραίμ μπορούσε να καρπώνεται πνευματικά οφέλη από τον γερο-Ιωσήφ, αλλά και να πείθει τον παπα-Νικηφόρο για τα καλύτερα. Επίσης, κατά τη γερμανική κατοχή, όταν όλοι οι πατέρες σκόρπισαν στις μονές αλλά και τον κόσμο, για να βρουν τα προς το ζην, έκανε τρόπο και κράτησε τη συνοδία του στα Κατουνάκια. Συνήθιζε να πηγαίνει κάθε χρόνο, καλοκαίρι στη Θήβα και γυρνώντας έφερνε σιτάρι και άλλα χρειώδη, που του έδιναν οι συγγενείς του σαν μέρος από την πατρική τους περιουσία. Μερικές φορές θύμωνε: «Τρώτε το ψωμί του πατέρα μου», φώναζε. Τον καταπράυνε όμως ο παπα-Εφραίμ με αγάπη και ταπείνωση.
Αφηγείται ο αδερφός του: «Είχε έρθει ο παπα-Νικηφόρος στο σπίτι μας και έλεγε στη μητέρα μας: ‘‘Τον Εφραίμ να μην τον ζητήσετε να κατεβεί στον κόσμο. Είναι τέλειος υποτακτικός∙ είναι πολύ καλός. Αν θα κατεβεί κάτω, θα τον αρπάξουν και θα τον κάνουμε αμέσως ιερέα και θα χάσει αυτά που ζει στο Άγιον Όρος. Ο Εφραίμ ζει, βλέπει από τώρα τον παράδεισο’’. Και άρχισε να διηγείται: ‘‘Ο Εφραίμ λειτουργούσε. Εγώ και ο Προκόπιος ψάλλαμε. Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας, ενώ περιμέναμε να κάνει τις προσφωνήσεις, κρατούσε σιγή. Περιμέναμε λίγο, αλλά ουδεμία απάντηση. Μπαίνω μέσα στο ιερό να ιδώ τι συμβαίνει, και βλέπω κατάπληκτος να είναι στην αγία Τράπεζα πεσμένος. Τον σκουντάω, τον κουνάω, και τότε συνήλθε. Κοιτάζει δεξιά και αριστερά, ζητώντας να δει που βρισκόταν. Ήταν μούσκεμα από τα δάκρυα. Χωρίς να πει τίποτε, συνέχισε τη Λειτουργία. Όταν τελείωσε, με πλησιάζει και μου λέει: Γέροντα, ευλόγησον (έκλαιγε). Αν είναι ευλογημένο, άλλη φορά αν με δείτε σε τέτοια κατάσταση, αφήστε με, μη με σκουντάτε για να συνέλθω. Σήμερα, γέροντα, σας εξομολογούμαι τι μου συνέβη: Δεν ξέρω πως έγινε∙ βγήκα από τον εαυτό μου και έβλεπα αγγέλους να ανεβοκατεβαίνουν επί το θυσιαστήριο και να ψάλλουν. Βρισκόμουν σε μίαν απερίγραπτη μακαριότητα∙ ήμουν εκτός εαυτού. Συνήλθα με τα σκουντήματα και τις φωνές σας. Σας παρακαλώ, γέροντα, αν μου συμβεί άλλη φορά, αφήστε με όπως είμαι.’’».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
«Τρία συμβόλαια έκλεισε σε μία μέρα», Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014
Τον Γιάννη τον γνώρισα πριν τρία περίπου χρόνια! Σεπτέμβρη ή Oκτώβριο του 2011! Παιδί που γεννήθηκε με θαύμα του Άη Γιάννη του Ρώσου! Κάποια στιγμή θα στο διηγηθώ! Με λίγα λόγια ευλογημένο παιδί!
Τότε θα ήταν 26 με 27 ετών, άρα σήμερα τριαντάρης!”
[…] “Τον είχα ξεχωρίσει!! Χωρίς να είναι αυτό που θα ’λεγες το παιδί της Εκκλησίας με την στενή έννοια του όρου, ήταν παιδί του Θεού! Μπορεί να μην πήγαινε κάθε Κυριακή στον Ναό, αν τύχαινε κι είχε βγει έξω να διασκεδάσει, πάντως πήγαινε συχνά! Και Πνευματικό είχε και ξομολογιόταν τακτικά και γενικά είχε μία ντομπροσύνη και ένα φιλότιμο όσο λίγοι της ηλικίας του!
[…] Που λες... προσπαθούσε το παιδί να ορθοποδήσει, απολύθηκε μετά το Πάσχα από την εταιρεία που δούλευε και έβγαζε πιστωτικές καταναλωτικές κάρτες στους πελάτες των μεγάλων Πολυκαταστημάτων και το τελευταίο τρίμηνο είχε προσληφτεί σε άλλη γνωστή εταιρεία που ετοίμαζε site για εταιρείες και μετά τα “ανέβαζε” στην κατάταξη των μηχανών αναζήτησης με τις τεχνικές SEO που εφάρμοζαν οι προγραμματιστές της!
Να μην στα πολυλογώ του είχαν βάλει ένα στόχο κάποιων δεκάδων χιλιάδων ευρώ σε συμβόλαια πώλησης που έπρεπε να φέρει μέχρι τα τέλη του χρόνου ώστε να του ανανεώσουν την σύμβαση κι αν μάλιστα ήταν και καλός να τον μονιμοποιήσουν!
Με την οικονομική κρίση και τα μνημόνια πάλευε πολύ να το πετύχει!
Γύρναγε με το αμάξι της εταιρείας στην περιοχή που του είχαν αναθέσει, πήγαινε στο κάθε μαγαζί, εισέπραττε συνήθως απόρριψη - που να δώσει ο καταστηματάρχης που αγωνίζεται να κρατήσει το μαγαζί του και αλλά χρήματα για site και διαφήμιση στο διαδίκτυο - και είχε αρχίσει να τον παίρνει λίγο από κάτω, επειδή ήθελε διακαώς να πιάσει τους στόχους που του είχαν βάλει για να μαζέψει και τα αναγκαία χρήματα για τον γάμο του με την αρραβωνιαστικιά του!!
Τα λέγαμε που και που, εμένα με ξέρεις του έδινα κουράγιο, του έλεγα να διαβάζει τους Χαιρετισμούς κάθε μέρα, ότι η Παναγιά μας δεν θα τον αφήσει όπως δεν τον είχε αφήσει χρόνια τώρα, με λίγα λόγια όσο μπορούσα τον ενθάρρυνα!!
Σήμερα το απόγευμα κατά τις πέντε με παίρνει τηλέφωνο!
Και πριν προλάβω να τον ρωτήσω το παραμικρό μου λέει!
“Δάσκαλε δεν θα πιστέψεις τι έγινε σήμερα!! ! Άκου!! Θυμάσαι που σου έλεγα ότι έπρεπε για το δεύτερο εξάμηνο του Ί4 να πιάσω τον στόχο των 20.000 ευρώ σε συμβόλαια!! Μέχρι σήμερα, δηλαδή σε 4.5 μήνες είχα φτάσει στα 9.000 ευρώ με πολύ κόπο και με πολύ τρέξιμο!! Έλεγα ότι να πιάσω ακόμη 11.000 μέσα στον επόμενο ενάμιση μήνα που απομένει είναι σχεδόν αδύνατο! Και με είχε πάρει από κάτω! Και δεν κοιμόμουν καλά τις τελευταίες μέρες! Να, και σήμερα το βράδυ σχεδόν ξάγρυπνος έμεινα, στριφογύριζα σαν τη σβούρα! Ξάφνου μου έρχεται κάτι σαν έμπνευση, σαν μία φωνή να μου μιλάει!! Διαβάζεις λέω στο Ιστολόγιο των Χαιρετισμών για ένα σωρό θαύματα των Χαιρετισμών! Και εγώ τους κάνω που και που, αλλά τώρα είπα! Θα σηκωθώ να τους διαβάσω! Και πετάχτηκα αξημέρωτα από το κρεββάτι!! Και άρχισα να τους διαβάζω! Και όσο τους διάβαζα ένοιωθα να γεμίζω δύναμη, ξέρεις... όσες φορές τους διαβάζω συνήθως ηρεμεί η ψυχή μου, γαληνεύω, αλλά σήμερα ένοιωσα δύναμη, πραγματική δύναμη να με πλημμυρίζει!! Είπα το δι’ εύχών! Ετοιμάστηκα και ξεκίνησα να είμαι στις εννιά σε ένα ραντεβού για μία παρουσίαση! Μία νέα οδοντίατρος ήταν που μόλις είχε ανοίξει το ιατρείο της! Με μεταπτυχιακά στην αισθητική οδοντιατρική! Δεν χρειάστηκε να προσπαθήσω να την πείσω! Ήταν ήδη αποφασισμένη! Μιλήσαμε για τα διάφορα συμβόλαια, τον τύπο του site, και μετά την προώθηση του! Της είπα τις τιμές και μην στα πολυλογώ χωρίς πολλά πολλά κλείνει συμβόλαιο 2.800 ευρώ για κατασκευή ιστοσελίδας και το πλήρες πακέτο με την πλήρη υποστήριξη SEO για μία διετία!! Έτριβα τα μάτια μου! Στο τσακ μπαμ συμβόλαιο 2.800 ευρώ! Υπέγραψε προσύμφωνο! Της έκλεισα ραντεβού με τον προγραμματιστή κι έφυγα!! Βγαίνω έξω να πάρω τηλέφωνο την Ελένη να της πω τα ευχάριστα!! Και με το που ξεκινήσαμε να μιλάμε κτυπάει άλλη γραμμή! Την κλείνω! Ήταν ένας “μαντράς”, ξέρεις έχει μάντρα με μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, αυτός αγόραζε και σκάφη και τα είχε και αυτά με τα τροχήλατα στη μάντρα! του είχα κάνει πριν δέκα μέρες και βάλε παρουσίαση, δεν τον είχα δει και πολύ ζεστό παρόλο που έβγαζε χρήμα, τον είχα πάρει δύο φορές ακόμη τηλέφωνο, δεν είχε καν απαντήσει, τον είχα ξεγράψει! Μην στα πολυλογώ μου ζήτησε να περάσω αν μπορώ μέχρι το απόγευμα να μου κάνει ακόμη κάποιες ερωτήσεις! Του λέω ότι μετά τη μία μπορώ! Πήγα! Στο αμάξι έλεγα ότι θυμόμουν από τους Χαιρετισμούς! Τα ίδια και τα ίδια! Φώτισέ τον Παναγία μου έλεγα να μου κλείσει συμβόλαιο! Μην στα πολυλογώ είχε τελικά αποφασίσει να κάνει όχι μία αλλά δύο ιστοσελίδες, μία για τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα και μία δεύτερη για τα σκάφη!! Είχε ρωτήσει λέει και ένα σύμβουλο πωλήσεων που του είπε ότι δεν τον συμφέρει να τα παρουσιάζει μαζί, και ήθελε να με ρωτήσει τι έκπτωση θα είχε! Η ουσία είναι ότι έκλεισε τελικά δύο συμβόλαια 3.700 ευρώ έκαστο με τις εκπτώσεις και αυτός για δύο χρόνια!
Δηλαδή σε πέντε ώρες μέσα υπέγραψα με δύο πελάτες συμβόλαια 10.200 ευρώ! Χίλια διακόσια παραπάνω από όσα μικρό-συμβόλαια είχα κλείσει 4.5 μήνες τώρα! Και μόλις οκτακόσια ευρώ κάτω από το στόχο εξαμήνου!!
Γύρισα σπίτι! Τα είχα προλάβει στην Ελένη! Και είπα κάτσε να πάρω τον δάσκαλο να του πω νέο μεγάλο θαύμα με τους Χαιρετισμούς!! Να το βάλει αν θέλει στο Ιστολόγιό του!!”
Για εμένα δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία!
Oλοκάθαρο θαύμα των Χαιρετισμών της Παναγίας μας!
Μας αφήνει να πολεμήσουμε μόνοι μας! Να φτάσουμε στα όριά μας! Να αγωνιστούμε να κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας! Και στην ώρα της ανάγκης μας να κάνει Εκείνη το θειικό!! Έτσι και με τον Γιάννη μου!! Τον άφησε να κοπιάσει μέχρι τέλους σχεδόν και όταν απλά, ωσάν μικρό παιδί Της ζήτησε την βοήθειά Της, χαιρετίζοντάς Την με τους Χαιρετισμούς Της έκανε και το θαύμα Της, για να δείξει το πόσο μεγάλη δύναμη έχουν οι Χαιρετισμοί Της και κυρίως ότι ποτέ μα ποτέ δεν πρέπει να απελπιζόμαστε, όσο στραβά και να μας πηγαίνουν τα πράγματα, αλλά να αγωνιζόμαστε μέχρι τέλους έχοντας αναθέσει την πάσαν ελπίδα μας στην κατά Χάρη Μάνα μας!!”. […]
(“Τα θαύματα των Χαιρετισμών…σήμερα”, Αριστομένης Φλουράκης, σ. 186-189)
Στα ρείθρα της Χάριτός Σου έσκυψα πάλι να ξεδιψάσω, Δέσποινα.
Κι ύστερα ακολούθησα το πέταγμα ενός μικρού πουλιού.
Η τρυφερότητα της φίλης ησύχασε τους ύπνους μου.
Βούλιαξα σε δυο λόγια του Παπαδιαμάντη.
Με μια ρόγα σταφύλι γλυκάθηκα.
Γαλανό και δροσάτο το κύμα με φίλησε.
'Ολα με ευλόγησαν.
Και φέτος, Δεκαπενταύγουστο,
νεογέννητο πάλι παιδί με κράτησες στην αγκαλιά Σου, Δέσποινα.
Ε.Κ.
Έχεις ακόμη ανησυχίες. Πες μου, από πού θα μπορούσαν να προέρχονται; Όλα τα εξωτερικά πάνε καλά. Όλα τα εσωτερικά τα έχεις επανεξετάσει και τακτοποιήσει. Την απόφασή σου την έχεις πάρει. Από πού, λοιπόν, προέρχονται αυτές οι ανησυχίες; Όλες είναι από τον εχθρό. Όλες. Από πουθενά αλλού.
Τι άλλο θα μπορούσε να συμβαίνει; Μήπως σκέφτεσαι να φτιάξεις τη ζωή σου μόνη σου, με τις δικές σου ικανότητες και προσπάθειες; Αν πραγματικά αυτό σκέφτεσαι, σε συμβουλεύω ν' αλλάξεις αμέσως γνώμη, αλλιώς δεν θ' απαλλαγείς από τη σύγχυση και την ταραχή.
Εξέτασε πάλι τον εαυτό σου ή θυμήσου ό,τι σου έχω υποδείξει και ό,τι έχει συμβεί μέσα σου σ' όλη τη διάρκεια της αλληλογραφίας μας. Θυμήσου, επίσης, ποια ήταν η έκβαση των προβληματισμών σου για τη ζωή.
Τέλος, δώσε στην αυτοεξέτασή σου τέτοια κατεύθυνση, ώστε να καταλήξει σε μια σταθερή απόφαση αμετάκλητης εναποθέσεως του μέλλοντός σου στα χέρια του Θεού.
Αφού, λοιπόν, πάρεις αυτή την απόφαση, προσευχήσου στον Κύριο ολόθερμα. "Το μέλλον μου", πες του, "το αφήνω με εμπιστοσύνη στα χέρια Σου. "Όπως ξέρεις και όπως θέλεις, Κύριε, κατεύθυνε τη ζωή μου, μ' όλα τα απρόοπτα και μ' όλες τις δυσκολίες της.
Από δω κι εμπρός δεν θα μεριμνώ και δεν θ' ανησυχώ πια για τον εαυτό μου. Μια φροντίδα μόνο θα έχω, να κάνω πάντα ό,τι είναι ευάρεστο σ' Εσένα".
Έτσι να του μιλήσεις, αλλά και έμπρακτα να του αποδείξεις ότι έχεις ολοκληρωτικά αφεθεί στα χέρια Του, ότι δεν ανησυχείς για τίποτα, ότι αποδέχεσαι ήρεμα και αγόγγυστα οποιαδήποτε κατάσταση, ευχάριστη ή δυσάρεστη, με την πεποίθηση ότι έχει παραχωρηθεί από τη θεία πρόνοια.
Μοναδική σου μέριμνα ας είναι η ακριβής τήρηση των εντολών του Θεου σε κάθε περίσταση.
Ύστερ' από μια τέτοια εσωτερική τοποθέτηση, όλες οι ανησυχίες σου θα εξανεμιστούν.
Ανησυχείς για τον εαυτό σου τώρα, καθώς θέλεις όλες οι περιστάσεις να συντείνουν στην εκπλήρωση του δικού σου σκοπού. Και επειδή, φυσικά, όλα δεν γίνονται σύμφωνα με το θέλημά σου, ταράζεσαι και στενοχωριέσαι - "Αυτό δεν έγινε έτσι, εκείνο δεν έγινε αλλιώς".
Αν, όμως, αναθέσεις τα πάντα στον Κύριο με εμπιστοσύνη και δεχθείς πως ό,τι συμβαίνει προέρχεται απ’ Αυτόν για το καλό σου, τότε δεν θ' ανησυχείς πια καθόλου. Θα κοιτάς μόνο γύρω σου, για να δεις τι σου στέλνει ο Θεός, και θα ενεργείς σύμφωνα μ' αυτό που στέλνει.
Κάθε κατάσταση μπορεί να υπαχθεί σε κάποια θεία εντολή. Να ενεργείς, λοιπόν, σύμφωνα με τη σχετική εντολή, επιδιώκοντας την ευαρέστηση του Θεού και όχι την ικανοποίηση των δικών σου επιθυμιών.
Προσπάθησε να καταλάβεις τι λέω και αποφάσισε να το εφαρμόσεις. Δεν θα το κατορθώσεις, βέβαια, από τη μια στιγμή στην άλλη. Χρειάζεται αγώνας γι' αυτό, αλλά και προσευχή.
Ζητώ από τον Κύριο να σε λυτρώσει από την κατάθλιψη, που θεωρείς αφόρητη, αλλά μόνο αν αυτό είναι σύμφωνο με το άγιο θέλημά Του και απαραίτητο για τη σωτηρία σου. Θα σε λυτρώσει, δίχως άλλο, στην ώρα που πρέπει.
Oπλίσου με πίστη και υπομονή. Βλέπουμε πόσο γρήγορα μεταβάλλονται οι συνθήκες της ζωής μας. Όλα αλλάζουν ακατάπαυστα. Έτσι θ' αλλάξει και η ψυχική σου κατάσταση.
Θα έρθει μία μέρα που, απαλλαγμένη πια από το πλάκωμα, θ' αναπνέεις ελεύθερα και θα φτεροκοπάς όπως η πεταλούδα πάνω από τα λουλούδια. Πρέπει μόνο να σηκώσεις με υπομονή την τωρινή δυσκολία για όσον καιρό παραχωρήσει ο Θεός.
Όταν η νοικοκυρά βάλει μια πίτα στο φούρνο, δεν τη βγάζει ώσπου να βεβαιωθεί πως είναι ψημένη. Ο Νοικοκύρης του σύμπαντος σ' έχει βάλει μέσα σ' ένα φούρνο και σε κρατάει εκεί ώσπου να ψηθείς. Κάνε υπομονή, λοιπόν, και περίμενε.
Δεν θα μείνεις στο φούρνο ούτ' ένα λεπτό περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται. Μόλις είσαι έτοιμη, θα σε βγάλει ο Κύριος έξω. Αν, όμως, μόνη σου πεταχτείς έξω, θα είσαι σαν τη μισοψημένη πίτα.
Πρέπει επίσης να σου πω, ότι, σύμφωνα με την πίστη μας, όποιος υπομένει αγόγγυστα τις δυσκολίες, πιστεύοντας ότι τις παραχωρεί ο Θεός για το καλό του, είναι ισότιμος με τους μάρτυρες. Αυτό να το θυμάσαι πάντα, για να παρηγοριέσαι.
Είναι αδύνατο να ζήσεις χωρίς συναισθήματα και συγκινήσεις, αλλά δεν είναι σωστό να υποκύπτεις σ' αυτά. Πρέπει να τα συγκρατείς με τη λογική και να τους δίνεις τη σωστή κατεύθυνση. Είσαι ευαίσθητη και ευσυγκίνητη. Η καρδιά σου ξεχειλίζει και χύνεται μέσα στο κεφάλι σου.
Προσπάθησε ν' αποκτήσεις αυτοκυριαρχία. Σου έχω γράψει ήδη τι να κάνεις: Να σκέφτεσαι προκαταβολικά που βρίσκεται το πιθανό ερέθισμα για κάθε συναίσθημα. Και, όταν το εντοπίζεις, να είσαι σε επιφυλακή, για ν' αντιλαμβάνεσαι οποιαδήποτε συναισθηματική ταραχή της καρδιάς, ή να κρατάς την καρδιά σου κάτω από τον σταθερό έλεγχο του νου.
Χρειάζεται ν' ασκηθείς σ' αυτό. Με την εξάσκηση είναι δυνατό ν' αποκτήσεις πλήρη αυτοκυριαρχία.
Όλα πάντως προέρχονται από τον Θεό. Γι' αυτό ας στρεφόμαστε σ' Εκείνον με την προσευχή. Και όμως, γράφεις ότι δεν προσεύχεσαι. Τι είναι τούτο πάλι; Μήπως έγινες άθεη; Τι πάει να πει δεν προσεύχεσαι;
Μπορεί να μη λες τις τυπικές προσευχές, αλλά ν' απευθύνεσαι στον Θεό με δικά σου λόγια και να του ζητάς βοήθεια. "Κοίτα, Κύριε, τι συμβαίνει μ' εμένα. Ετούτο κι εκείνο... Δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα μόνη μου.
Βοήθησε με, πολυεύσπλαχνε!". Να του μιλάς για κάθε σου ανάγκη, ακόμα και την πιο μικρή, και να Τον παρακαλάς για διαρκή ενίσχυση. Αυτή η προσευχή είναι η πιο γνήσια.
Γιατί ακούς εκείνον που σε αποτρέπει από την προσευχή; Δεν καταλαβαίνεις ότι κι αυτό είναι δουλειά του εχθρού; Ναι, αναμφίβολα είναι. Ψιθυρίζει στο αυτί σου: "Μην προσεύχεσαι!". Και μερικές φορές, αφού κυριαρχήσει σ' ολόκληρο το σώμα σου, σε ρίχνει στο κρεβάτι και σε αποκοιμίζει.
Δικά του τεχνάσματα είναι όλα τούτα. Μα ενώ ο πονηρός κάνει τη δουλειά του, πασχίζοντας να σε αποσπάσει από το καλό σου έργο, πρέπει κι εσύ να κάνεις τη δική σου δουλειά, επιμένοντας σ' αυτό το έργο ως το τέλος.
Οπλίσου, όπως τόσες φορές σου έχω πει, με θάρρος και μην ακούς τον εχθρό. Καμιά προσοχή μη δίνεις στους ψιθυρισμούς του. Και επιπλέον, θύμωσε! Θυμώνοντας εναντίον του, είναι σαν να τον χτυπάς κατάστηθα. Αμέσως γίνεται καπνός.
Σου εύχομαι μ' όλη μου την καρδιά να βρεις τελικά την ειρήνη. Ο Θεός βοηθός!
(Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος, "Ο Δρόμος της Ζωής", εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου)
Ζηλωτικά
Από τα μεγαλύτερα πνευματικά κατορθώματα του Γερόντων μας ήταν η τοποθέτησή τους στο θέμα του ζηλωτισμού, που εκείνον τον καιρό ήταν σε έξαρση, σαν νέο ζήτημα που ήταν.
Από το 1924 και ύστερα μπήκε στη ζωή της Εκκλησίας το νέο ημερολόγιο. Το Άγιον Όρος για λόγους παράδοσης διατήρησε τη χρήση του παλαιού ημερολογίου, χωρίς όμως να σταματήσει την πνευματική επικοινωνία και εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και κατά συνέπεια απ’ όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Μερικοί Αγιορείτες μοναχοί, αυτοτιτλοφορούμενοι Ζηλωτές, εξαιτίας της αλλαγής του ημερολογίου διέκοψαν την πνευματική τους επικοινωνία με το Πατριαρχείο και το υπόλοιπο Άγιον Όρος, μη συμμετέχοντες ούτε σε λειτουργίες ούτε σε πανηγύρεις, και μη επικοινωνούντες εκκλησιαστικώς με τους υπόλοιπους πατέρες. Τα Κατουνάκια ήταν ένα από τα κέντρα των Ζηλωτών. Ο Γέροντας, προερχόμενος από την παλαιοημερολογητική οικογένεια, κοινοβίασε στην καλύβα του Αγίου Εφραίμ, όπου οι γέροντες ήταν ζηλωτές.
Όταν γνώρισε τον γερο-Ιωσήφ κινούμενοι και οι δύο από πνευματικό ζήλο, προσχώρησαν στην ακραία παράταξη των Ματθαιϊκών. Ο λόγος ήταν ότι ο αρχηγός της μετριοπαθούς παρατάξεως των Φλωρινικών, επίσκοπος Χρυσόστομος Καβουρίδης, αποδεχόταν τα μυστήρια των νεοημερολογιτών. Του έστειλαν λοιπόν γραπτό λίβελλο, με τον οποίο τον απεκήρυσσαν κατηγορώντας τον ότι, αφού αποδέχεται τα μυστήρια των νεοημερολογιτών (της επισήμου δηλαδή Εκκλησίας), είναι ίδιος με αυτούς.
Κάποια μέρα επισκέφτηκε τον γερο-Ιωσήφ ο ιερομόναχος Βαρθολομαίος και προσπάθησε να συζητήσει μαζί του ζηλωτικά θέματα, όντας ο ίδιος Φλωρινικός. Ο γερο-Ιωσήφ δεν δεχόταν, λέγοντας: «Άστο, γιατί θα πούμε βαριές κουβέντες και θα στεναχωρηθούμε!» Ο άλλος μοναχός επέμενε, οπότε και ο γερο-Ιωσήφ, αφού εκνευρίστηκε, χρησιμοποίησε οξύτατους χαρακτηρισμούς και φράσεις εναντίον τους.
Όταν κατόπιν πήγε στο κελλάκι να ησυχάσει, αντιλήφθηκε ότι ο διάβολος είχε αποκτήσει κάποια εξουσία απέναντί του. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Αγωνίσθηκε με την προσευχή, και όταν ειρήνευσε, ξάπλωσε να ξεκουραστεί. Στον ύπνο του είδε ένα σημαδιακό όνειρο: Καθόταν τάχα πάνω σ’ ένα μικρό βράχο μέσα στη θάλασσα. Τα κύματα τον κουνούσαν. Απορούσε, πώς βρέθηκε σε αυτό το επικίνδυνο σημείο τη στιγμή που λίγο πιο εκεί ήταν το αιωνόβιο βουνό. Σκέφθηκε λοιπόν, μόλις το βραχάκι πλησιάσει λίγο το βουνό, να πηδήσει σ’ αυτό και να γλιτώσει, αφού αργά ή γρήγορα τα κύματα θα παρέσυραν το βραχάκι και τον ίδιο. Πράγματι, με την πρώτη ευκαιρία έδωσε μια και βρέθηκε στο στερεό έδαφος. «Δόξα σοι ο Θεός», είπε και ξύπνησε.
Αλλά και ο παπα-Εφραίμ προσευχόμενος για την υπόθεση αυτήν άκουσε φωνή: «Εν τω προσώπω του Φλωρίνης απεκήρυξες όλην την Εκκλησίαν». Έτσι γύρισαν πάλι με τους Φλωρινικούς ζητώντας συγγνώμη.
Αργότερα προσευχόμενος πάλι άκουσε: «Υπάγεσαι στο Πατριαρχείο, δεν υπάγεσαι στον Φλωρίνης». Αυτό τον άφησε ενεό. Δεν το πίστεψε. Το θεώρησε πλάνη. Αργότερα νεύσει Θεού επέστρεψαν στην Εκκλησία και αναπαύθηκε η ψυχή τους.
Ο παπα-Νικηφόρος αντέδρασε λίγο, αλλά ο Γέροντας, μην αντέχοντας να αποχωρισθεί τον γερο-Ιωσήφ, τον επίεσε και έτσι γύρισαν με την Εκκλησία όλοι. Το Πάσχα (1952) πήγαν να το κάνουν στους γείτονες Δανιηλαίους. «Καλώς ορίσατε, καλώς ορίσατε. Γέροντα, ορίστε στο γεροντικό στασίδι. Παπα-Εφραίμ, ορίστε να μας εφημερέψετε», τους καλοδέχτηκαν γεμάτοι αγάπη οι πατέρες. «Έψαλλαν έξω οι Δανιηλαίοι το "Θεοτόκε Παρθένε" κι εγώ μέσα στο ιερό μόνο την Παναγία δεν έβλεπα∙ τόση χάρη αισθανόμουνα», ομολογούσε νοσταλγικά ο Γέροντας.
Όμως ο παπα-Νικηφόρος, μαθημένος μια ζωή με τους γείτονες Ζηλωτές, άρχισε να γκρινιάζει και να στεναχωριέται υπερβολικά. Ο Γέροντας ήρθε σε δύσκολη θέση. Έκανε προσευχή, βρήκε και τον Θεό αντιμέτωπο. Τότε τα χρειάσθηκε. Συμβουλεύτηκε τον γερο-Γαβριήλ, τον ηγούμενο της Μονής Διονυσίου, καθώς και τον π. Γεράσιμο, τον υμνογράφο. Του είπαν: «Παπά μου, να αναπαύσεις τον γέροντά σου». Στην προσευχή ακόμα δυσκολότερα. Αισθανόταν ότι ο Θεός του έβαλε κανόνα. Το δίλημμα: την υπακοή ή την Εκκλησία θα ακολουθήσει; Αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να ακολουθήσει το πρώτο. Κι εμείς καταλαβαίναμε ότι η υπακοή είναι θεμέλιο της Εκκλησίας. Αφού και ο θείος δομήτωρ της Εκκλησίας έγινε «υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ. 2,8).
Έπεσε όμως σε κρίση συνειδήσεως άλλης μορφής. Αυτός που είχε πληροφορηθεί ότι ανήκει στο Πατριαρχείο, αυτός που είχε πληροφορηθεί ότι Εκκλησία σημαίνει αγάπη και το διαπίστωσε στους Δανιηλαίους με τη θερμή συμπεριφορά τους, αυτός που έλεγε Εκκλησία και η καρδιά του σκιρτούσε σαν το παιδί που καθυστέρησε να αγκαλιάσει τη μητέρα του, αυτός που θεωρούσε τον γερο-Ιωσήφ και τη συνοδία του ανθρώπους του, λατρευτούς του, τώρα έπρεπε να τους εγκαταλείψει! Λίγες ευτυχώς μέρες κράτησαν οι "αμφίβολοι" λογισμοί. Σκέφτηκε: «Με την ψυχή θα είμαι πάντοτε με την Εκκλησία. Με το σώμα για λίγο με τους Ζηλωτές, μέχρι να κλείσει τα μάτια του ο γέροντάς μου». Έτσι ειρήνευσε. Έκανε υπομονή μέχρι το 1975, δηλαδή 23 χρόνια. Τυπικός, δεν έδωσε το δικαίωμα σε κανέναν. Με κάθε αξιοπρέπεια εγκατέλειψε για πάντα τους Ζηλωτές, όταν απέκτησε πλέον συνοδία.
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
Πειρασμοί
Απ’ την άλλη όμως μεριά και οι πειρασμοί δεν ήταν μικροί. Ο γερο-Ιωσήφ δίδασκε: «Σου δόθηκε χαριτωμένη κατάστασις; Σύντομα περίμενε πειρασμό. Έχεις πειρασμούς και στεναχώριες; Κοντά είναι η παράκλησις από τον Θεό».
---------------------
Του είχαν φέρει μερικά κεραμίδια για τις ανάγκες του σπιτιού. Ήταν όμως τόσο βρώμικα, που ο περήφανος και εκλεκτικός παπα-Εφραίμ δυσανασχέτησε. Δεν πρόσβαλε αυτούς που τα έφεραν, αλλά τα πήρε, πήγε στα Καρούλια και τα έριξε από τα βράχια χαμηλά στη θάλασσα. Αυτό ήταν. Όλη τη νύχτα τον έφαγαν οι λογισμοί: «Αν εκεί που τα έριξες ήταν από κάτω βαρκάρηδες; Δεν φαίνεται η θάλασσα καλά∙ μπορεί να σκότωσες κανέναν∙ αν είναι οικογενειάρχες; Σίγουρα θα μπλέξεις με την αστυνομία». Το πρωί μια και δυο πάει στο γερο-Ιωσήφ. «Αυτό κι αυτό έπαθα», του λέει. Κι εκείνος ο σοφός: «Τι κατάσταση είχες αυτές τις μέρες στην προσευχή», ρώτησε ερευνητικά. «Πολύ καλή κατάσταση, γέροντα». Κούνησε τότε το κεφάλι αποφαντικά: «Εμ, μην περιμένουμε μόνο τα γλυκά. Να περιμένουμε και τα πικρά».
---------------------
Τον καιρό της Κατοχής προσβλήθηκε από φυματίωση. Ο γερο-Ιωσήφ τον περιέθαλψε πολύ πατρικά. Με άφθονες δυναμωτικές τροφές (κυρίως τυρί) κατόρθωσε να ξεπεράσει το πρόβλημα.
---------------------
Για ένα διάστημα ο πειρασμός τον χτύπησε στη σχέση του με τον παπα-Νικηφόρο, τον γέροντά του. Δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν. Τα νεύρα του ερεθίστηκαν. Προσπάθησε για πολύ καιρό. Τέλος κάμφθηκε. Δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του. Μια μέρα ενώ εργοχειρούσε, αισθανόμενος τον εαυτό του σ΄ αυτήν την αθλία κατάσταση, κραύγασε προς τον Θεό. Και ο Θεός έλυσε το πρόβλημα αμέσως. Βαθιά γαλήνη έπεσε στην ψυχή του και στο σώμα του.
---------------------
Ο αγώνας με το κομποσχοίνι και τη μονολόγιστη ευχή είχε και τις δυσκολίες του. Ήταν φορές που κουρασμένος και απογοητευμένος ζητούσε από τον δάσκαλο την άδεια να επιστρέψει στα διαβάσματα της ακολουθίας, όπως όλοι οι πατέρες. Τότε πιο πολύ η παρηγοριά, η ενίσχυση, η ειρήνευση του γερο-Ιωσήφ τον κρατούσαν αλύγιστο. Μας έλεγε εξομολογητικά: «Κάθε τέσσερα- πέντε χρόνια επιτρέπει ο Θεός να περάσω ένα κύμα θλίψεως. Λογισμοί απογοητεύσεως, απόγνωσις, κυκλώνουν την ψυχή. Τότε χρειάζεται υπομονή μέχρι να περάσει το κύμα. Κανείς μη σε πάρει είδηση. Και στη χαρά και στη λύπη ήρεμος και κόσμιος εξωτερικά, συγκρατημένος εσωτερικά. Χόρτασα από τα γλυκύτατα νάματα του Παραδείσου και φρόντισα να μην το πάρω επάνω μου. Ήπια από τα πικρότατα ύδατα της κολάσεως, αλλά φρόντισα να μην καταποθώ από την απόγνωση».
------------------------
Κάποτε ο γερο-Ιωσήφ άρχισε να του εφιστά την προσοχή λέγοντας ότι στην κατάσταση που βρισκόταν τότε, θα έπρεπε να περιμένει κάποιον πειρασμό. Τον συμβούλευε να προσέχει, μήπως δεχθεί κάποια φαντασία δαιμονική ή κάτι παρόμοιο. «Όμως εγώ», έλεγε αργότερα ο Γέροντας, «την έπαθα σαν το μονόφθαλμο ελάφι, που στάθηκε στην ακροθαλασσιά έχοντας τραμμένο το υγιές μάτι προς το βουνό και το δάσος, απ΄ όπου περίμενε τους κυνηγούς∙ και δεν τους είδε που πλησίασαν με μία βαρκούλα από τη θάλασσα και το σκότωσαν. Έτσι κι εγώ από αλλού περίμενα τον πειρασμό και από αλλού μου ήρθε: Με πήραν στρατιώτη».
Αυτό συνέβη πριν το 1940. Η Λαύρα είχε αποφασίσει να σβήσει τον Γέροντα από το μοναχολόγιο,* επειδή είχε χειροτονηθεί από παλαιοημερολογίτες επισκόπους χωρίς την άδεια της. Αυτό για κάθε Αγιορείτη συνεπάγεται κίνηση των διαδικασιών προς στράτευσή του. Οι χωροφύλακες της Αγίας Άννας άρχισαν να τον ψάχνουν. Ο γερο-Ιωσήφ τον έκρυβε στη Μικρή Αγία Άννα για ένα μικρό διάστημα, προσπαθώντας να πετύχει την επανεγγραφή τους στο μοναχολόγιο της Λαύρας. Όμως το μοναστήρι ήταν ανένδοτο.
Έτσι με τη συνοδία ενός ένοπλου χωροφύλακα ο Γέροντας ξεκίνησε για Ουρανούπολη-Ιερισσό- Θεσσαλονίκη. Καθώς περπατούσε προς Ιερισσό, γυρνούσε και κοιτούσε τον Άθωνα να χάνεται στο βάθος και σκεφτόταν με παράπονο: «Παναγία μου, δεν μπορώ να πιστέψω ότι θα αφήσεις ένα προβατάκι σου να το απομακρύνει ο εχθρός από το περιβόλι σου». Και συνέχιζε κάνοντας κομποσχοινάκι στον δρόμο. Ο χωροφύλακας λοιδορώντας του έλεγε: «Ε, παπά, πάει το Άγιον Όρος τώρα!» «Έχει η Παναγία, κυρ-Γιάννη», του απαντούσε ο Γέροντας. Άλλα εκείνος κουνούσε δύσπιστα το κεφάλι του και τραγουδούσε: «Εμείς τον λοχαγό τον έχουμε πατέρα και θα τον δούμε στρατηγό στην Πόλη μία μέρα».
Έφτασαν στην Ιερισσό, έκοψαν δύο εισιτήρια για το λεωφορείο και περίμεναν να επιβιβαστούν. Λίγα λεπτά πριν την επιβίβαση καταφθάνει κάποιος χωροφύλακας της Ιερισσού στη στάση κρατώντας ένα τηλεγράφημα για τον χωροφύλακα Ιωάννη τάδε, τον συνοδό του Γέροντα, και αναγγέλλοντας: «Τηλεγραφική διαταγή να επιστρέψετε πάραυτα εις Καρυάς μετά της συνοδίας σας». «Ε, μπαρμπα-Γιάννη, η Παναγία δεν με άφησε, το είδες;» «Ε, όλα γίνονται, παπά!» απάντησε μουδιασμένος ο χωροφύλακας και πήραν τον δρόμο της επιστροφής.
Να τι συνέβη: Φεύγοντας ο Γέροντας, ο π. Προκόπιος πήρε το ομόλογο του σπιτιού (συμβόλαιο που παρέχουν στα Ησυχαστήρια οι κυρίαρχες Μονές) και πήγε στον πολιτικό Διοικητή του Αγίου Όρους, στις Καρυές. Το όνομα του Γέροντα συνέχιζε να είναι γραμμένο στο ομόλογο και πιστοποιούσε την ιδιότητά του ως μοναχού. Έτσι ο Διοικητής ζήτησε από τον αστυνομικό διευθυντή Καρυών να ανακαλέσει τον Γέροντα, απειλώντας του να τον μηνύσει για άγνοια νόμου, καθότι οι Αγιορείτες δεν στρατεύονται. Επιπλέον βρήκε ο Διοικητής την ευκαιρία να ταπεινώσει τον αστυνομικό, με τον οποίο είχε παλιότερες προστριβές.
Η πιο μεγάλη δυσκολία που πέρασε αυτά τα χαριτωμένα χρόνια ήταν μία παρακοή που έκανε, απ΄ ό,τι έλεγε, στον γερο-Ιωσήφ. Μετανόησε βέβαια, και ο πατρικότατος γερο-Ιωσήφ τον συγχώρεσε. Αλλά ο Θεός του έβαλε κανόνα. Τι ακριβώς έγινε δεν το έλεγε. Ήταν το μόνο μυστικό που κρατούσε. «Όταν ο Θεός μου λύσει τον κανόνα, τότε θα σας τα πω καταλεπτώς», έλεγε και περίμενε χρόνο τον χρόνο. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 συμπλήρωνε επτά εβδομάδες χρόνων, όσο και ο κανονισμένος ασκητής που αναφέρεται στον Συναξαριστή (19 Ιουλίου, Βίος αγ. Θεοδώρου Εδέσσης) και με τον οποίο παραλλήλιζε κάπως την υπόθεσή του. Τελικά κάτι είπε, αλλά όχι καταλεπτώς. Ίσως μέσα στον βρασμό της χάριτος και τον ενθουσιασμό από του δημιουργούσε να σκέφτηκε κάτι ελαφρώς υποτιμητικό για τον γερο-Ιωσήφ. Πάντως βρήκε έναν πολύ καλό τρόπο να διεγείρει την ψυχή του σε διαρκή αναζήτηση του ελέους του Θεού, όπερ εστίν «ευρείν τον Θεό» κατά τους αγίους Πατέρες.
Ομολογούσε: «Επί πενήντα χρόνια πάω κάθε φορά και βάζω μετάνοια στον γερο-Ιωσήφ, εκεί που πρωτοέβαλα μετάνοια για το θέμα της παρακοής μου σ’ αυτόν. Εκεί δηλαδή στη Μικρή Αγία Άννα, μεταξύ της στέρνας και των τριών σκαλοπατιών που οδηγούν στα δωμάτια».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
Καταστάσεις χάριτος
Ο γέροντας τον προθυμοποιούσε, τον συμβούλευε, τον στήριζε με έργα και λόγια, τον γαλήνευε με την χαριτωμένη ύπαρξή του, αλλά ποτέ δεν του υποδείκνυε τον πνευματικό δρόμο της ψυχής του. Του έλεγε: «Προχώρα κι εγώ θα σε ακολουθώ και θα σε προσέχω∙ με τα δάκρυα βρήκες τη χάρη, με τα δάκρυα συνέχισε». Ο ίδιος, δόκιμος εργάτης της νοεράς προσευχής, δεν την επέβαλε στον μαθητή του. Γι’ αυτό ο Γέροντας βεβαίωνε ότι δεν εξάσκησε τη νοερά προσευχή, αν και είχε κάποτε εμπειρία της.
Βρισκόταν στη Μικρή Αγία Άννα, στα καλυβάκια του γερο-Ιωσήφ, ως φιλοξενούμενος. Κατά το πρόγραμμα του γερο-Ιωσήφ άρχιζαν την αγρυπνία με το κομποσχοίνι τις απογευματινές ώρες, λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Την ώρα που έκανε τον κανόνα του, έτυχε να ακούγονται διάφοροι θόρυβοι από τις εργασίες των πατέρων της Αγίας Άννας που είναι απέναντι. Ο Γέροντας, καθώς έλεγε, στην προσπάθειά του να συγκεντρωθεί και να αποφύγει τον περισπασμό του νου του από τους θορύβους, αισθάνθηκε ότι ο νους εισήλθε στην καρδιά του και συνέχισε τον κανόνα του απερίσπαστος. Όταν τελείωσε ο κανόνας και συνήλθε, αντιλήφθηκε πάλι τους θορύβους που συνεχίζονταν, και διδάχθηκε από τα πράγματα τι είναι νοερά προσευχή.
-------------
Οι υψηλές πνευματικές καταστάσεις, όπως ήδη σημειώσαμε, άρχισαν σύντομα. Πλούσια η χάρις του Θεού σκέπαζε τον παπα-Εφραίμ και διαρκώς τον ανέβαζε εκεί που μόνο όσοι έχουν γευθεί μπορούν να καταλάβουν: «Γεύσασθε και ίδετε» (Ψαλμ. 33,9). Ο γερο-Ιωσήφ συχνά του έλεγε: «Παιδί μου, εσύ όπως προχωρούσες, και μόνος σου θα έβρισκες τη χάρη, αλλά δεν θα μπορούσες να τη διατηρήσεις». Και άλλοτε γεμάτος αγαλλίαση αλλά και περίσκεψη: «Πολύ τρέχεις και σε φοβάμαι∙ άλλοι τρώνε μιαν ολόκληρη ζωή στην άσκηση και δεν γεύονται αυτές τις καταστάσεις!» Και ο μαθητής αντέτεινε με απλότητα: «Γέροντα, αν ο Θεός μου δίνει να φάω κρέας, εγώ να του πω ότι θέλω φασόλια;»
----------------------
«Το Πνεύμα το Άγιο δεν οράται, αλλά η χάρις του οράται», δίδασκε ο Γέροντας. Τη χάρη τη βλέπανε ολοζώντανη, ψηλαφητή, να γεμίζει το δωμάτιο και αργότερα την εκκλησία. Τα δάκρυα έτρεχαν ποταμηδόν, η χάρις πλημμύριζε τις καρδιές και τον ναό∙ πολλές φορές πάνω στο άγιο δισκάριο φαινόταν το Θείο Βρέφος. Κάποτε, την ώρα του καθαγιασμού των τιμίων δώρων, πληροφορήθηκε: «Υιός Θεού και συγκληρονόμος Χριστού». Φοβερή ζέση πνεύματος. Ο δάσκαλος τον ταπείνωνε με γλυκό σκεπτικισμό: «Πολύ τρέχεις, παπά», όμως και καυχιόταν: «Δεν πιστεύω να γίνεται σε όλο το Άγιο Όρος καλύτερη Θ. Λειτουργία». Το εγκαταλελειμμένο ερημοκκλησάκι της σπηλιάς στη Μικρή Αγία Άννα ακόμα τώρα ευωδιάζει.
---------------------
Εκείνην την εποχή ήταν που μέσα στη σιγαλιά της μυστικοπαθούς Κατουνακιώτικης νύχτας, καθισμένος στο ναυτικό σκαμνάκι του, βυθισμένος στον έρωτα της προσευχής, άκουσε να ξεπηγάζει μέσ’ απ’ την ψυχή του το του Ησαΐου 62,5: «Καθώς ευφραίνεται νυμφίος επί νύμφην, ούτως ευφρανθήσεται Κύριος επί σέ». Τότε εγκατέλειψε το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», για να κραυγάζει εν Πνεύματι: «Ιησού, νυμφίε μου, ελέησόν με». «Εκείνον τον καιρό πετούσα» -και πράγματι στα όνειρά του έβλεπε συχνά ότι πετούσε εθελουσίως σαν πουλί- έλεγε στα τελευταία του, «ήμουν άγγελος. Πού λογισμός πονηρός να πλησιάσει, ούτε και να ήθελα∙ τον πετούσε η χάρις μακριά. Μέσα μου είχα ένα φως. Μερικές φορές έλεγα στον γέροντα αστειευόμενος: «Μα γέροντα, γιατί να κάνω την ακολουθία μου, αφού την έκανα στον ύπνο μου;» Ο ενδιάθετος λόγος συνέχιζε να εκφωνεί την ευχή και στην ώρα του ύπνου. «Εγώ καθεύδω και η καρδιά μου αγρυπνεί» (Άσμα 5,2). Τόσο πλούσια χάρη προσευχής είχε.
--------------------
Κάποτε έβλεπε στην προσευχή κάτι διαφορετικό. Κάτι καλό διαισθανόταν ότι επρόκειτο να του έλθει. Αυτό για πολύν καιρό. Ωρίμαζε σχεδόν ένα εξάμηνο. Τέλος γεμάτος χάρη αισθάνθηκε ότι η ψυχή του ήθελε να βγει, να πετάξει ψηλά. Γαντζώθηκε με τα χέρια του στα γύρω αντικείμενα, σφίχτηκε φοβούμενος, τελικά συνήλθε. Την άλλη μέρα τα ίδια σε πολύ εντονότερο βαθμό. Προσπάθησε πάλι να συγκρατηθεί, αλλά δεν μπόρεσε. «Τώρα πλανηθήκαμε που πλανηθήκαμε, σκέφτηκε με παραίτηση, πήγαινε όπου θέλεις». «Η ψυχή μου ανέβηκε σε δυσθεώρητα ύψη και άρχισε να δοξολογεί τον Θεό», μας έλεγε βαθιά συγκινημένος από την ανάμνηση και τον μυστικό παλμό που του δημιουργούσε. «Τι αισθάνθηκα δεν λέγεται», συνέχιζε με αχνή από τη μέθεξη φωνή. Άραγε ξαναζούσε με την μνήμη τα άρρητα;
------------------
Παρ’ όλα αυτά, επεκτεινόταν στην προσευχή ακόμα περισσότερο. Μας θύμιζε: «Οι τρώγοντές με έτι πεινάσουσι και οι πίνοντές με έτι διψήσουσι» (Σοφ. Σειράχ 24,21). Το συνειδητό και υποσυνείδητο αίτημά του ήταν προσευχή. Πολλές φορές έβλεπε στον ύπνο του τον βασιλιά Κωνσταντίνο, τον απελευθερωτή της Μακεδονίας, και τη βασιλική οικογένεια. Κάποτε η βασίλισσα, την οποία πλησίασε με πολύ σεβασμό, του πρόσφερε ένα κομμάτι σοκολάτα. Εκείνος την ευχαρίστησε και της παρατήρησε ότι τη σοκολάτα θα τη φάει και τέλειωσε. Και συνέχισε παρακλητικά: «Προσευχή θέλω να μου δώσεις», για να ακούσει τη συγκαταβατική φωνή της βασίλισσας: «Θα σου δώσω, θα σου δώσω!» Δεν θεωρούσε τυχαία τέτοια όνειρα.
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
«Να θεωρείς μέγιστο θησαυρό το να μπορέσεις να διασώσεις τον αδελφό σου. Διότι τίποτε δεν θα μπορούσε ποτέ να εξισωθεί με αυτό σε αναλογία αρετής. Εάν δηλαδή σκεφθείς μόνο, ότι αυτός, τον οποίο περιφρονείς και προσπερνάς εσύ, έχει αξιωθεί από τον Κύριό σου τόσο μεγάλης τιμής, ώστε προς χάρι του να μη διστάσει και το αίμα του να χύση» (εκδ. ΕΠΕ, τόμος 4,σελ. 69-73)
«Και αν χρειασθεί να υπηρετήσουμε κάποιον, είτε είναι μικρός, είτε είναι ευτελής αυτός υπέρ του οποίου γίνεται, και αν ακόμη είναι κοπιαστική η πράξη αυτή, και αν ακόμη χρειασθεί όρη και γκρεμούς να διαβούμε, όλα ας θεωρούνται ανεκτά για τη σωτηρία του αδελφού μας. Διότι τόσο μεγάλη αξία έχει η ψυχή για τον Θεό, ώστε να μη λυπηθεί ούτε και τον Υιό του. Δια τούτο παρακαλώ, μόλις ξημερώσει, εξερχόμενοι αμέσως από το σπίτι μας, ας έχουμε αυτόν ως μοναδικό σκοπό και αυτήν ως την μεγαλύτερή μας φροντίδα, το να σώσουμε δηλαδή τον αδελφό μας που κινδυνεύει· δεν εννοώ αυτόν μόνον τον φυσικό κίνδυνο, διότι αυτός δεν είναι ούτε καν κίνδυνος, αλλά τον κίνδυνο της ψυχής, τον οποίο δημιουργεί στους ανθρώπους ο διάβολος» (11Α,105-113)
«Διότι «αν κάποιος βγάλει κάτι το πολύτιμο από ανάξιο πράγμα, θα είναι σαν στόμα του Θεού», εκείνος που τόσες ψυχές ωφελεί και αναζωογονεί και αυτές που υπάρχουν τώρα, και αυτές που θα έλθουν μετά μέχρι την παρουσία του Χριστού, πόση εύνοια δεν θα απολαύσει από το Θεό; Φρούριο κατασκεύασε εναντίον του διαβόλου [χτίζοντας μια εκκλησία στον αγρό σου], διότι αυτό είναι η εκκλησία…. Να θεωρείς το έργο αυτό ανώτερο από όλα τα αλλά. Τι είναι μεγαλύτερο από αυτό το κέρδος, το να οδηγήσεις τις ψυχές στο αλώνι του ουρανού; Αλλοίμονο! διότι δεν γνωρίζετε πόσο σπουδαίο είναι το να κερδίζετε ψυχές…. Εάν εκείνος που σκανδαλίζει και μόνο έναν άνθρωπο, απειλείται να πάθει τέτοια τιμωρία, εκείνος που σώζει τόσους ανθρώπους, πες μου, δεν θα σωθεί; Είναι ολοφάνερο ότι θα σωθεί. Διότι ποια αμαρτία θα έχει στο εξής ή και αν έχει, δεν θα εξαλείψει αυτήν; Από την τιμωρία εκείνου που σκανδαλίζει, μάθε την ανταμοιβή εκείνου που σώζει. Εάν δεν ήταν σημαντικό για το Θεό η σωτηρία και μιας ψυχής, δεν θα προκαλούσε τόση οργή σ’ Αυτόν η απώλειά της. Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ας καταπιασθούμε πλέον με το έργο αυτό το πνευματικό» (15, 535-537)
«Ας φροντίζουμε για τη σωτηρία των αδελφών. Αυτό δεν είναι κατώτερο από το μαρτύριο, το να μη αποφεύγουμε να πάθουμε οτιδήποτε για τη σωτηρία των πολλών. Τίποτε δεν ευχαριστεί τόσο το Θεό. … Τίποτε δεν είναι ελεεινότερο του χριστιανού εκείνου, που δεν σώζει άλλους…. Πώς είναι χριστιανός αυτός;» (15, 591-595)
«Κανένα κατόρθωμα δεν θα ήτο πολύ μέγα, όταν δεν μεταδίδει το κέρδος και εις άλλους. Και γίνεται φανερό αυτό από εκείνον ο οποίος επέστρεψε το τάλαντο ακέραιο και τιμωρήθηκε επειδή δεν το αύξησε. Λοιπόν και συ, αδελφέ, και αν ακόμη δεν τρως καθόλου, και αν κοιμάσαι στη γη, και αν τρως στάχτη και θρηνείς παντοτινά και δεν ωφελήσεις κανένα άλλον, τίποτε σπουδαίο δεν θα κάνεις. Διότι και στην αρχαία εποχή στους μεγάλους και γενναίους εκείνους άνδρες αυτό ήταν περισσότερο ποθητό από κάθε τι. Γνώρισε με ακρίβεια το βίο τους και θα δεις σαφώς, ότι κανείς από αυτούς δεν επεδίωξε ποτέ τα δικά του, αλλ’ ο καθένας το συμφέρον του πλησίον· δια τούτο και έλαμψαν περισσότερο» (18Α,123)
«Διότι αυτοί που παραμελούν τη σωτηρία των αδελφών, αμαρτάνουν έναντι του ιδίου του Χριστού και καταστρέφουν εκ θεμελίων το οικοδόμημα [της Εκκλησίας]… Ώστε και αν ακόμη είναι τακτοποιημένα όλα όσα αφορούν τη δική μας ζωή, δεν ωφελούμαστε καθόλου, διότι αυτή η αμαρτία είναι αρκετή να μας καταποντίσει στο πέλαγος του πυρός. Διότι, εάν αυτούς που δεν θέλησαν να βοηθήσουν σωματικά τους πλησίον, δεν τους σώζει καμμία δικαιολογία, και, ακόμη και αν έχουν ζήσει με παρθενία, θα ριφθούν έξω από τον νυμφώνα, αυτός που παρέλειψε το πολύ σπουδαιότερο (διότι η προστασία της ψυχής είναι πολύ σπουδαιότερη), πώς δεν θα υποστεί ευλόγως όλες τις τιμωρίες; Άλλωστε, ο Θεός δεν δημιούργησε τον άνθρωπο για να εξυπηρετεί μόνον τον εαυτό του, αλλά και πολλούς άλλους. Γι’ αυτό και ο Παύλος ονομάζει τους πιστούς αστέρας φωτεινούς, θέλοντας ν’ αποδείξει ότι πρέπει να είναι χρήσιμοι και εις άλλους. Διότι ο αστήρ, εάν φώτιζε μόνον τον εαυτόν του, δεν θα ήταν αστήρ. Γι’ αυτά και είναι χειρότεροι, λέγει, από τους ειδωλολάτρες, αυτοί που αμελούν τους πλησίον, λέγων τα εξής. «Εάν κάποιος δεν προνοεί χάριν των δικών του, και μάλιστα των συγγενών, έχει αρνηθεί την πίστη και είναι χειρότερος από άπιστο». Τι νομίζεις ότι εννοεί με την πρόνοια; Άραγε την προμήθεια των αναγκαίων για τη ζωή; Εγώ τουλάχιστον έχω τη γνώμη ότι εννοεί την φροντίδα της ψυχής. Εάν εσύ αντιταχθείς, και έτσι η δική μου γνώμη θα σταθεροποιηθεί καλύτερα. Διότι, εάν τα λέγει αυτά περί του σώματος, και εις αυτόν που δεν δίδει την εφήμερη αυτή τροφή επεφύλαξε τέτοια τιμωρία, και είπε ότι είναι χειρότερος από τον ειδωλολάτρη, που θα σταθεί αυτός που παραβλέπει το σπουδαιότερο και αναγκαιότερο;» (28,449-451)
«Όταν δηλαδή βγαίνοντας από εδώ θέσεις σαν έργο τη σωτηρία του αδελφού και δεν τον κατηγορήσεις μόνο ούτε και τον επιτιμήσεις, αλλά και τον συμβουλεύσεις και τον παρακαλέσεις και δείξεις τη βλάβη της κοσμικής διασκεδάσεως καθώς και το κέρδος και την ωφέλεια της εδώ διδασκαλίας, έκανες το παν για τη δόξα του Θεού και ετοίμασες διπλό το μισθό για τον εαυτό σου, και για εκείνα που έκαμες προς όφελος της δικής σου σωτηρίας, και για τη φροντίδα που έδειξες για τη θεραπεία του δικού σου μέλους. Αυτό είναι της Eκκλησίας το καύχημα, αυτό το παράγγελμα του Σωτήρα, το να μη φροντίζομε δηλαδή μόνο για τα δικά μας, αλλά και για του πλησίον μας. Πραγματικά σκέψου σε πόσο μεγάλο αξίωμα ανεβάζει τον εαυτό του εκείνος που δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για τη σωτηρία του αδελφού του· ο άνθρωπος αυτός μιμείται, κατά δύναμη ανθρώπινη, το Θεό. Γιατί άκουε τι λέγει μέσω του προφήτη· «εκείνος που ξεχωρίζει τον αληθινό λόγο από τον ψευδή, θα είναι σαν στόμα μου». Εκείνος, λέγει, που φροντίζει να σώσει τον αδιάφορο αδελφό και να τον αρπάξει από τον φάρυγγα του διαβόλου, μιμείται, όσο είναι ανθρώπινα δυνατό, εμένα. Τι θα μπορούσε να εξισωθεί μ’ αυτό; Αυτό είναι μεγαλύτερο από όλα τα κατορθώματα, αυτό είναι το αποκορύφωμα όλης της αρετής» (30,467-469)
«Τιμωρούνται όμοια όχι μόνον οι ασεβείς, αλλά και όσοι μπορούν ν’ απομακρύνουν από την ασέβεια, αλλά δεν θέλουν να το κάνουν, ή από οκνηρία ή από νωθρότητα. Γιατί και εκείνος που απέκρυψε στη γη το τάλαντο, το επέστρεψε ολόκληρο στον κύριό του, αλλά τιμωρήθηκε, γιατί δεν το πολλαπλασίασε. Και συ λοιπόν, αν παραμείνεις καθαρός και ακέραιος, δεν πολλαπλασιάσεις όμως το τάλαντό σου, ούτε και οδηγήσεις αδελφό που χάνεται στη σωτηρία, θα πάθεις τα ίδια με εκείνον. Τι μεγάλο πράγμα ζητώ από σας, αγαπητοί μου; Ο καθένας σας για χάρη μου ας σώσει κάποιον από τους αδελφούς, ας ενδιαφερθεί κι ας φροντίσει, ώστε στην επόμενη σύναξή μας να συναντηθούμε με πολλή παρρησία, προσφέροντας στον Θεό δώρα, που είναι τιμιότερα από όλα, επαναφέροντας στη σωτηρία τις ψυχές των πλανημένων αδελφών μας» (34,223-225)
««Εκείνος που θα κάνει κάποιον τίμιο από ανάξιος που είναι, θα είναι σαν το στόμα μου». Τι θα μπορούσε να εξισωθεί με αυτό; Εκείνο που δεν μπορεί να το επιτύχει ούτε η νηστεία ούτε ο ύπνος πάνω στο χώμα ούτε οι ολονύκτιες προσευχές ούτε τίποτε άλλο, αυτό το κατορθώνει η σωτηρία του αδελφού μας. Σκέψου πόσα πολλές φορές αμαρτήματα έκαμε το στόμα σου, πόσα αισχρά λόγια είπε, πόσες βλασφημίες, πόσες κακολογίες έβγαλε, και οπωσδήποτε θα επιδείξεις φροντίδα για τον πεσμένο αδελφό σου. Γιατί με αυτό το ένα κατόρθωμα θα μπορέσεις να καθαρίσεις όλη εκείνη τη βρωμιά. Και γιατί λέγω θα την καθαρίσεις; Σαν στόμα του Θεού θα κάνεις το στόμα σου. Τι θα μπορούσε να εξισωθεί με αυτήν την τιμή; Γιατί, μήπως τα λέγω αυτά εγώ; Ο ίδιος ο Θεός το είπε αυτό· ότι δηλαδή αν οδηγήσεις έστω και έναν άνθρωπο στη σωτηρία», λέγει, «το στόμα σου θα γίνει σαν το στόμα μου, καθαρό και άγιο» (34,383-385)
«Αυτό, αγαπητέ, κάμε και συ, γνωρίζοντας ότι η παρούσα ζωή είναι σύντομη, και αν δεν κερδίσουμε τα κέρδη αυτά, δεν θα έχουμε εκεί καμμιά σωτηρία. Μια κερδισμένη ψυχή μπορεί να εξαλείψει όγκο απείρων αμαρτημάτων και να αποβεί αντίλυτρο για μας κατά την ημέρα εκείνη» (34,409-411)[συλλογή κειμένων π. Νικόλαος Πουλάδας]