ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Διδάσκαλος
με χάρισμα
Μετά το προφητικό έθεσε το χάρισμα της διδασκαλίας. Καθ’ όσον εκείνο μεν είναι εξ’ ολοκλήρου χάρισμα, ενώ αυτό προϋποθέτει και ανθρώπινο κόπο. Διότι και αφ’ εαυτού λέει πολλά (ο διδάσκαλος), που όμως συμφωνούν με τις άγιες Γραφές.
Ε.Π.Ε. 18α,334
με λόγο και έργο
Διδασκάλους εννοεί ο Παύλος εκείνους, που και με τα έργα τους διδάσκουν και με το λόγο τους εκπαιδεύουν.
Ε.Π.Ε. 18α,336
καθένας μπορεί να γίνη
Καθένας από σας, αν θέλη, είναι δάσκαλος, αν όχι άλλου, πάντως του εαυτού του. Να διδάξης πρώτα τον εαυτό σου.
Ε.Π.Ε. 23,106
πιστός και διδακτικός
Δύο πράγματα πρέπει να έχη ο δάσκαλος του Ευαγγελίου: Να είναι και πιστός και διδακτικός.
Ε.Π.Ε. 23,524
με τα καλά έργα
Όταν ήρθε ο Χριστός ως άνθρωπος στη γη, ήθελε να διδάξη στους ανθρώπους όλη την αρετή. Εκείνος δε που εκπαιδεύει, δεν διδάσκει μόνο με το λόγο, αλλά και με το έργο. Διότι αυτός είναι ο άριστος τρόπος διδασκαλίας αυτού που διδάσκει.
Ε.Π.Ε. 26,110
με τη ζωή σου
Δεν μπορείς να κήρυξης, ούτε έχεις λόγο διδασκαλικό; Λοιπόν, ας διδάξης με τα έργα και τη ζωή σου, με τη λάμψι των πράξεών σου.
Ε.Π.Ε. 26,230-232
Διέξοδος
στα αδιέξοδα
Είναι δυνατό για το Θεό να βρίσκη δρόμους στα αδιέξοδα. Όταν βρεθής σε πλήρη αδυναμία, τότε μάλιστα να ελπίζης. Διότι τότε φανερώνει ο Θεός τη δύναμί Του, όχι εκ των προτέρων, αλλ’ όταν αποκλεισθή τελείως η ανθρώπινη βοήθεια. Τότε είναι ο καιρός για να έρθη η βοήθεια του Θεού.
Ε.Π.Ε. 6,582
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 53-54 )
Του Αββά Μωύσέως
α΄ . Πολεμήθηκε κάποτε πολύ ο Αββάς Μωυσής από τον πειρασμό της σαρκικής αμαρτίας. Και μη μπορώντας πλέον να μείνη στο κελλί του, πήγε και ανεκοίνωσε το πράγμα στον Αββά Ισίδωρο. Και του σύστησε ο γέρων να γυρίση στο κελλί του. Αλλά αρνήθηκε, λέγοντας: «Δεν μπορώ, Αββά». Τον πήρε τότε μαζί του, τον άνέβασε στο δώμα και του λέγει: «Κοίταξε προς τα δυτικά». Και κοιτάζοντας, είδε αναρίθμητο πλήθος δαιμόνων. Και ήταν ταραγμένοι και έκαναν θόρυβο, έτοιμοι για πόλεμο. Του λέγει πάλι ο Αββάς Ισίδωρος: «Κοίταξε τώρα και προς την ανατολή». Και κοίταξε. Και είδε αναρίθμητα πλήθη άγιων Αγγέλων δοξασμένων. Και είπε ο Αββάς Ισίδωρος: «Να, αυτοί είναι οπού στέλνονται από τον Κύριο σε βοήθεια των αγίων. Εκείνοι δε, στα δυτικά, είναι όπου τους πολεμούν. Περισσότεροι λοιπόν είναι οι μαζί μας». Και έτσι, αφού ευχαρίστησε ο Αββάς Μωυσής τον Θεό, πήρε θάρρος και γύρισε στο κελλί του.
β'. 'Ένας αδελφός έπεσε κάποτε σε αμαρτία, σε Σκήτη. Και αφού έγινε συνέδριο, έστειλαν και φώναξαν τον Αββά Μωυσή. Αυτός όμως δεν ήθελε να έλθη. Του εμήνυσε λοιπόν ο πρεσβύτερος, λέγοντας: «Έλα, γιατί όλοι σε περιμένουν». Και εκείνος σηκώθηκε και ήλθε. Και παίρνοντας ένα ζεμπίλι τρύπιο, το γέμισε με άμμο και το φορτώθηκε στον ώμο. Εκείνοι δε, βγαίνοντας σε συνάντηση του, του λέγουν: «Τι σημαίνει αυτό, πάτερ;». Τους είπε τότε ο γέρων: Έχω πίσω μου τις αμαρτίες μου οπού ξεχύνονται, αλλά δεν τις βλέπω. Και ήλθα εγώ σήμερα να κρίνω αμαρτίες άλλων». Και αυτοί, ακούοντας, τίποτε δεν είπαν στον αδελφό. Αλλά τον συγχώρησαν.
γ΄. Άλλοτε, καθώς έγινε συνέδριο στη Σκήτη, θέλοντας οι πατέρες να τον δοκιμάσουν, του φέρθηκαν πολύ περιφρονητικά, λέγοντας: «Τι θέση έχει ανάμεσά μας αυτός ο Αράπης;». Και εκείνος, ακούοντας, σιώπησε. Όταν δε διαλύθηκε η σύναξη, του λέγουν: «Αββά, δεν ταράχθηκες;». Και τους λέγει: «Ταράχθηκα, αλλά δεν μίλησα».
δ'. Έλεγαν για τον Αββά Μωυσή, ότι έγινε κληρικός και του φόρεσαν το άμφιο. Και του λέγει ο Αρχιεπίσκοπος: «Να, έγινες ολόλευκος, Αββά Μωυσή». Του λέγει ο γέρων: «Άρα, δεσπότη μου, μόνο απ’ έξω ή και από μέσα;». Θέλοντας δε ο Αρχιεπίσκοπος να τον δοκιμάση, λέγει στους κληρικούς: Όταν εισέρχεται ο Αββάς Μωυσής στο ιερό βήμα, διώξετε τον και πάρτε τον από πίσω για να ακούσετε τι λέγει». Εισήρθε λοιπόν ο γέρων. Και τον επέπληξαν και τον έδιωξαν, λέγοντας: «Πήγαινε έξω, Αράπη». Και αυτός, βγαίνοντας, έλεγε στον εαυτό του: «Καλά σου έκαμαν, σταχτόδερμε μαύρε. Μη όντας άνθρωπος, τί μπαίνεις ανάμεσα σε ανθρώπους;».
ε΄. Δόθηκε κάποτε σε Σκήτη εντολή: «Να νηστεύσετε αυτή την εβδομάδα». Έτυχε λοιπόν τότε να επισκεφτούν κάποιοι αδελφοί από την Αίγυπτο τον Αββά Μωυσή. Και τους έκαμε λίγο μαγειρευτό φαγητό. Και βλέποντας οι γείτονες τον καπνό, το ανέφεραν στους κληρικούς: «Να, ο Μωυσής κατέλυσε τη νηστεία, μαγειρεύοντας φαγητό». Και εκείνοι είπαν: Όταν θα έλθη, εμείς θα του μιλήσουμε». Και σαν συμπληρώθηκε η εβδομάδα, βλέποντας οι κληρικοί τη θαυμαστή συμπεριφορά του Μωυσέως, του έλεγαν ενώπιον όλων: «Ω Αββά Μωυσή, παρεβίασες την εντολή των ανθρώπων και τήρησες την εντολή του Θεού».
στ'. Ένας αδελφός πήγε στον Αββά Μωυσή, σε Σκήτη, ζητώντας του ψυχωφελή λόγια. Του λέγει λοιπόν ο γέρων: «Πήγαινε, μείνε στο κελλί σου και το κελλί σου θα σου τα μάθη όλα».
ζ΄. Είπε ο Αββάς Μωυσής: «Ο άνθρωπος όπου φεύγει, μοιάζει με ώριμο σταφύλι. Αυτός δε όπου μένει ανάμεσα στους ανθρώπους, σαν αγουρίδα είναι».
η'. Άκουσε κάποτε ο αρχών για τον Αββά Μωυσή και πήγε σε Σκήτη, για να τον δη. Και πληροφόρησαν κάποιοι τον γέροντα για το ζήτημα. Και σηκώθηκε να φύγη στο έλος. Και τον συνάντησαν και του είπαν: «Πες μας, γέροντα, που είναι το κελλί του Αββά Μωυσέως;». Και τους λέγει: «Τι θέλετε απ’ αυτόν; Άνθρωπος μωρός είναι». Και φθάνοντας ο αρχών στην εκκλησία, λέγει στους κληρικούς: Εγώ, ακούοντας για τον Αββά Μωυσή, κατέβηκα να τον δω. Και να, μας συνάντησε ένας γέρων πηγαίνοντας στην Αίγυπτο και του είπαμε: Πού είναι το κελλί του Αββά Μωυσέως; Και μας λέγει: Τι θέλετε απ’ αυτόν; Μωρός είναι». Ακούοντας δε οι κληρικοί, λυπήθηκαν και είπαν: «Πώς ήταν ο γέρων όπου είπε αυτά εναντίον του αγίου;». Και, εκείνοι αποκρίθηκαν: «Γηραιός, φορώντας παλαιά, ψηλός και μαύρος». Και αυτοί είπαν: «Ήταν ο Αββάς Μωυσής ο ίδιος. Και σας μίλησε έτσι για να μη γνωρισθή μαζί σας». Και πολύ έχοντας ωφεληθή ο αρχών, έφυγε.
θ’. Έλεγε ο Άββας Μωυσής, σε Σκήτη: Αν τηρήσουμε τις εντολές των πατέρων μας, εγώ σας εγγυώμαι ενώπιον Του Θεού, ότι βάρβαροι δεν έρχονται εδώ. Αν όμως δεν τις τηρήσουμε, ο τόπος αυτός έχει να ερημωθή».
ι’. Ενώ κάθονταν κάποτε οι αδελφοί γύρω του, τους έλεγε: «Να, βάρβαροι σήμερα στη Σκήτη έρχονται. Σηκωθήτε λοιπόν και φύγετε». Του λέγουν: « Αλλά συ δεν φεύγεις, Αββά;». Και τους απαντά: «Εγώ τόσα χρόνια περιμένω αυτή τη μέρα. Για να πραγματοποιηθή ο λόγος Του Κυρίου Ιησού Χριστού, οπού είπε: Πάντες οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρα αποθανούνται». Του λέγουν: «Ούτε εμείς φεύγουμε, αλλά μαζί σου θα πεθάνουμε». Και εκείνος τους είπε: Εμένα δεν μου πέφτει λόγος. Ο καθένας ας κοιτάξη πώς θα μείνη». Ήταν δε εφτά αδελφοί και τους λέγει: «Να, οι βάρβαροι πλησιάζουν στην πόρτα». Και μπαίνοντας, τους θανάτωσαν. Ένας δε απ’ αυτούς, έχοντας φοβηθή, έφυγε πίσω από την πλεξούδα. Και είδε εφτά στεφάνους να κατεβαίνουν και να τους στεφανώνουν.
ια΄ Ένας αδελφός συμβουλεύτηκε τον Αββά Μωυσή, λέγοντας: «Βλέπω μπροστά μου κάτι και δεν μπορώ να το πιάσω». Του λέγει ο γέρων: Αν δεν γίνης νεκρός όπως όσοι βρίσκονται σε τάφο, δεν μπορείς να το πιάσης».
ιβ'. Είπε ο Αββάς Ποιμήν, ότι ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Μωυσή, σε Σκήτη, με ποιόν τρόπο νεκρώνει τινάς τον εαυτό του απέναντι του πλησίον. Και του είπε ο γέρων, ότι, αν δεν βάλη τινάς στην καρδιά του ότι έχει ήδη τον εαυτό του τριήμερο σε τάφο, δεν φθάνει σ’ αυτό το κατόρθωμα.
ιγ . ’Έλεγαν για τον Αββά Μωυσή, σε Σκήτη, ότι, καθώς πήγαινε για την Πέτρα, κουράστηκε στον δρόμο. Και έλεγε μέσα του: «Πώς μπορώ εδώ να συνάξω το νερό όπου μου χρειάζεται;». Και του ήλθε φωνή όπου έλεγε: «Εισήλθε και καθόλου να μη φροντίσης». Εισήλθε λοιπόν. Και τον επισκέφθηκαν μερικοί πατέρες και δεν είχε παρά ένα μονάχα λαγήνι νερό. Και παίρνοντας απ’ αυτό με μικρό τάσι, σώθηκε το νερό. Ο δε γέρων στενοχωριόταν. Μπαίνοντας λοιπόν και βγαίνοντας, προσευχόταν στον Θεό.
Και να, σύννεφο βροχής ήλθε ακριβώς πάνω στην Πέτρα. Και γέμισε όλα του τα αγγεία. Και λέγουν ύστερα στον γέροντα: «Πες μας, γιατί έμπαινες και έβγαινες;». Και τους απαντά ο γέρων: «Παραπονιόμουν στον Θεό, λέγοντάς του, ότι με έφερε εδώ και να, δεν έχω νερό για να πιουν οι δούλοι σου. Γι’ αυτό έμπαινα και έβγαινα, παρακαλώντας τον Θεό, ωσότου μας έστειλε νερό».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
λδ'. Εμήνυσαν κάποτε στον Αββά Μακάριο, στη Σκήτη, οι γέροντες του όρους, παρακαλώντας τον. Και του λέγουν : « Για να μη έλθουν όλοι οι μοναχοί σε σένα, σου ζητάμε να έλθης σ’ εμάς, ώστε να σε δούμε πριν εκδημήσης στον Κύριο ». Φτάνοντας δε εκείνος στο όρος, συνάχθηκαν όλοι οι μοναχοί γύρω του. Και τον παρακαλούσαν οι γέροντες να πη δυο λόγια στους αδελφούς. Και αυτός, ακούοντας, είπε : « Ας κλάψουμε, αδελφοί, και ας κατεβάσουν δάκρια τα μάτια μας, πριν φύγουμε για εκεί, όπου τα δάκρια μας θα κατακάψουν τα σώματά μας ». Και έκλαψαν όλοι και έπεσαν με το πρόσωπο στη γη και είπαν : « Πάτερ, ευχήσου για μας ».
λε΄. Άλλοτε πάλι ο δαίμων πρόβαλε στον Αββά Μακάριο με μαχαίρι, θέλοντας να του κόψη το πόδι. Και μη κατορθώνοντάς το, εξ αιτίας της ταπεινοφροσύνης του, του λέγει : « Όσα έχετε και εμείς τα έχουμε. Μόνο στην ταπεινοφροσύνη διαφέρετε από μας και νικάτε ».
λστ'. Είπε ο Αββάς Μακάριος : « Αν θυμηθούμε τα δεινά όπου μας προξενούν οι άνθρωποι, εξουδετερώνουμε τη δύναμη της μνήμης του Θεού. Αν όμως θυμηθούμε τα δεινά όπου προέρχονται από τους δαίμονες, θα είμαστε άτρωτοι ».
λζ'. Κατά τον Αββά Παφνούτιο, τον μαθητή του Αββά Μακαρίου, έλεγε ο γέρων : « Όταν ήμουν παιδί, μαζί με τα αλλά παιδιά έβοσκα μοσχάρια. Και πήγαν να κλέψουν λίγα σύκα. Και καθώς έτρεχαν, έπεσε ένα απ’ αυτά, όπου το πήρα και το έφαγα. Και κάθε φορά όπου θυμάμαι αυτό το γεγονός, κάθομαι και κλαίω ».
λη΄. Είπε ο Αββάς Μακάριος : « Περπατώντας κάποτε στην έρημο, βρήκα παραπεταμένο στο έδαφος ένα κρανίο νεκρού. Και κουνώντας το με το βάγινο ραβδί, μου μίλησε το κρανίο. Και του λέγω : Συ ποιος είσαι ; Μου αποκρίθηκε το κρανίο : Εγώ ήμουν ιερεύς των ειδώλων και των εθνικών όπου είχαν απομείνει σ’ αυτόν τον τόπο. Και συ είσαι ο Μακάριος, όπου έχεις το Άγιο Πνεύμα μέσα σου. Όταν σπλαχνισθής όσους είναι στην κόλαση και προσευχηθής γι’ αυτούς, βρίσκουν κάποια παρηγοριά. Του λέγω : Ποια είναι η παρηγοριά και ποια η κόλαση ; Μου αποκρίνεται: Όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, τόση είναι η φωτιά κάτω από μας, στεκόμαστε δε από τα πόδια έως το κεφάλι μέσα στη φωτιά. Και δεν μπορούμε να κοιτάξουμε κάποιον πρόσωπο με πρόσωπο. Αλλά η ράχη του ενός είναι κολλημένη στη ράχη του άλλου. Όταν λοιπόν προσεύχεσαι για μας, βλέπει κάπως ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Αυτή είναι η παρηγοριά. Και έκλαψα τότε και είπα: Αλλοίμονο στη μέρα όπου γεννιέται ο άνθρωπος. Του λέγω έπειτα: Είναι άλλο χειρότερο βάσανο; Μου λέγει το κρανίο: Μεγαλύτερο βάσανο είναι από κάτω μας. Του λέγω: Και ποιοι είναι εκεί; Μου αποκρίνεται το κρανίο: Εμείς, επειδή δεν γνωρίζαμε τον Θεό, βρίσκουμε κάποιο έλεος. Όσοι όμως τον γνώρισαν και τον αρνήθηκαν και δεν έπραξαν το θέλημά του, από κάτω μας είναι. Πήρα τότε το κρανίο και το έθαψα».
λθ΄. Έλεγαν για τον Αββά Μακάριο τον Αιγύπτιο, ότι ανέβαινε κάποτε από τη Σκήτη στο όρος της Νιτρίας. Και σαν πλησίασε στον τόπο, είπε στον μαθητή του: «Προχώρα λιγάκι». Και ενώ εκείνος προχωρούσε, συναντά έναν ιερέα των ειδωλολατρών. Και Του φώναξε δυνατά ο αδελφός: «Ε, δαίμονα, που τρέχεις;». Γυρίζει τότε εκείνος, τον χτυπά και τον αφήνει μισοπεθαμένο. Και σηκώνοντας το ξύλο, έτρεχε. Σαν προχώρησε δε λίγο, τον συναντά ο Αββάς Μακάριος καθώς έτρεχε. Και Του λέγει: «Είθε να σωθής, είθε να σωθής, ταλαίπωρε». Θαυμάζοντας δε, ήλθε κατά το μέρος του και είπε: «Τι καλό είδες σ’ εμένα και μου μίλησες;». Του λέγει ο γέρων: «Το έκαμα γιατί σε είδα κουρασμένο. Και δεν γνωρίζεις ότι μάταια κοπιάζεις». Του λέγει και εκείνος: «Και εγώ, από τον χαιρετισμό σου, έννοιωσα κέντημα στην καρδιά. Και κατάλαβα ότι είσαι άνθρωπος του Θεού. Ενώ ένας άλλος κακός μοναχός, όπου με συνάντησε, με έβρισε. Και εγώ, τότε, τον χτύπησα, αφήνοντάς τον μισοπεθαμένο». Και κατάλαβε ο γέρων ότι ήταν ο μαθητής του. Και αγκαλιάζοντας τα πόδια του ο ιερεύς, έλεγε: «Δεν σε αφήνω, αν δεν με κάμης μοναχό». Και πήγαν παρά πάνω, όπου ήταν ο μονάχος και τον υποβάσταξαν και τον έφεραν στην εκκλησία του όρους. Και βλέποντας τον Ιερέα μαζί του, δοκίμασαν έκπληξη. Και τον έκαμαν μοναχό. Και πολλοί από τους ειδωλολάτρες έγιναν εξ αιτίας του χριστιανοί. Έλεγε λοιπόν ο Αββάς Μακάριος: «Ο λόγος ο κακός και τους καλούς τους κάνει κακούς. Ενώ ο λόγος ο καλός και τους κακούς τους κάνει καλούς».
μ'. Έλεγαν για τον Αββά Μακάριο, ότι, ενώ απουσίαζε, εισήλθε ένας ληστής στο κελλί του. Όταν δε έφτασε και ο ίδιος στο κελλί, είδε τον ληστή να φορτώνη στην καμήλα τα πράγματά του. Τότε, μπαίνοντας και αυτός στο κελλί, έπαιρνε από τα πράγματα και φόρτωνε μαζί με τον άλλο την καμήλα. Όταν λοιπόν τη φόρτωσαν, άρχισε ο ληστής να χτυπά την καμήλα για να σηκωθή, αλλά δεν σηκώθηκε. Βλέποντας δε ο Αββάς Μακάριος ότι δεν σηκώνεται, μπήκε στο κελλί, πήρε από εκεί ένα μικρό σκαλιστήρι και το έβαλε επάνω στην καμήλα, λέγοντας: Αδελφέ, αυτό ήθελε η καμήλα». Και χτυπώντας την ο γέρων με το πόδι, της λέγει: «Σήκω». Και ευθύς σηκώθηκε και προχώρησε λιγάκι για χάρη του και πάλι κάθισε και δεν σηκώθηκε παρά αφού της ξεφόρτωσαν όλα τα πράγματα. Και έτσι έφυγε.
μα’ . Ο Αββάς Αϊώ παρακάλεσε τον Αββά Μακάριο, λέγοντας: «Πες μου κάτι». Του λέγει ο Αββάς Μακάριος: «Φεύγε τους ανθρώπους. Μείνε στο κελλί σου και κλάψε τις αμαρτίες σου. Και μηv αγαπήσης μιλιά ανθρώπων. Και σώζεσαι».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
Ο κ. Τσολάκης Βασίλειος, Αστυνομικός από την Αριδαία, διηγείται: Κάποιος γνωστός μου είχε πάει στο εξωτερικό. Δυστυχώς εκεί έμπλεξε με Προτεστάντες με αποτέλεσμα να αρνηθεί την Ορθοδοξία και να γίνει Προτεστάντης.
Μια μέρα με επισκέφτηκε στο γραφείο μου και βλέποντας τη φωτογραφία του π. Παϊσίου μου είπε έντρομος: Αυτόν τον ξέρω. Πριν 10 χρόνια πήγα στο Κελλί του με άλλους δύο. Μόλις φθάσαμε, μόνο εμένα δεν μου επέτρεψε να μπω. Διότι μου είπε ότι είμαι αιρετικός, γιατί δεν πιστεύω στην Παναγία και στους Αγίους
(ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου, σελ. 611)
Πνευματικός Λειμών Ιωάννου Μόσχου (ΕΠΕ Φιλοκαλία τόμος 2)
«Σ' εκείνη την έρημο ήταν κάποιος γέροντας Αβραάμης, άνδρας που είχε άσπρα μαλλιά, αλλά και ασπρώτερο φρόνημα, που έλαμπε από κάθε αρετή και ανάβλυζε πάντα το δάκρυ της κατανύξεως. Αυτός στην αρχή, αφού παρασύρθηκε από κάποια απλότητα, ανεχόταν να γιορτάζει το Πάσχα όπως προηγουμένως αγνοώντας, όπως φαίνεται, τα όσα είχαν νομοθετηθεί σχετικά μ’ αυτό από τους πατέρες στη Νίκαια, προτιμούσε να εφαρμόζει την παλαιά συνήθεια. Και πολλοί άλλοι εκείνη την εποχή έπασχαν από αυτή την άγνοια. Αλλά ο μεγάλος Μαρκιανός πολλές φορές προσπάθησε, χρησιμοποιώντας πολλά επιχειρήματα, να επαναφέρει τον γέροντα Αβραάμη στη συμφωνία της Εκκλησίας (διότι έτσι τον ονόμαζαν οι εντόπιοι). Επειδή όμως τον έβλεπε να μη πειθαρχεί, διέκοψε φανερά την επικοινωνία μαζί του. Αλλά αφού πέρασε καιρός, ο θεσπέσιος εκείνος άνδρας απέρριψε την επίμεμπτη συνήθεια και ασπάσθηκε τη συμφωνία της θείας εορτής˙ έτσι έψαλλε ομολογώντας «μακάριοι οι άμωμοι στο δρόμο, εκείνοι που βαδίζουν σύμφωνα με το νόμο του Κυρίου». Και αυτό είναι κατόρθωμα της διδασκαλίας του μεγάλου Μαρκιανού».
«ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 26
Κάποιος γέροντας, ονομαζόμενος Κυριακός, έμενε στην λαύρα του Καλαμώνα που βρίσκεται κοντά στον Ιορδάνη˙ ο γέροντας ήταν μεγάλος κατά Θεό. Αυτόν επισκέφτηκε κάποιος ξένος αδελφός, ονομαζόμενος Θεοφάνης, από τη χώρα του Δορά, για να συμβουλευθεί το γέροντα για το λογισμό πορνείας. Τότε ο γέροντας άρχισε να τον δυναμώνει με τους λόγους περί της σωφροσύνης και της αγνείας. Ο αδελφός τότε ωφεληθείς πολύ, λέει στον γέροντα.
Κύρι Αββά, εγώ στην πατρίδα μου έχω μυστηριακή κοινωνία με τους Νεστοριανούς και για αυτό το λόγο δεν μπορώ να μείνω εδώ˙ γιατί αλλιώς θα ήθελα να μείνω κοντά σου.
Μόλις άκουσε ο γέροντας το όνομα του Νεστορίου , κυριευθείς από λύπη για την καταστροφή του αδελφού, τον νουθετούσε και τον παρακαλούσε ν’ απομακρυνθεί από τη βλαβερή αυτή αίρεση και να επιστρέψει στην αγία καθολική και αποστολική Εκκλησία. Και του έλεγε.
Δεν υπάρχει άλλη σωτηρία, από το να έχει κανείς ορθά φρονήματα και να πιστεύει ότι η αγία Παρθένος Μαρία είναι πραγματικά Θεοτόκος.
Ο αδελφός λέει στον γέροντα.
Πραγματικά, κύρι Αββά, όλες oι αιρέσεις λένε τα ίδια. Δεν σώζεσαι αν δεν κοινωνείς μυστηριακά μαζί μας. Τι να κάνω λοιπόν δεν ξέρω εγώ ο ταπεινός. Προσευχήσου λοιπόν στον Κύριο, να με πληροφορήσει έμπρακτα ποιά είναι η αληθινή πίστη.
Ο γέροντας με χαρά δέχτηκε το λόγο του αδελφού και του λέει.
Μείνε στο κελλί μου και έλπιζε στο Θεό, ότι θα σου αποκαλύψει η αγαθότητά του την αλήθεια.
Αφήνοντας τον αδελφό στο σπήλαιό του, αναχώρησε στη Νεκρά θάλασσα, προσευχόμενος για τον αδελφό. Τη δεύτερη ημέρα κατά το απόγευμα βλέπει ο αδελφός κάποιον να στέκεται μπροστά του, φοβερός στην όψη, και να του λέει.
- Έλα και δες την αλήθεια.
Παίρνοντάς τον τότε τον οδηγεί σε σκοτεινό και άθλιο και καταφλεγόμενο τόπο και μέσα σ’ αυτή τη φλόγα του δείχνει τον Νεστόριο και τον Θεόδωρο, τον Ευτυχέα και τον Απολινάριο, τον Ευάγριο και τον Δίδυμο, τον Διόσκορο και τον Σευήρο , τον Άρειο και τον Ωριγένη και μερικούς άλλους. του λέει τότε αυτός που του εμφανίσθηκε.
Αυτός ο τόπος έχει ετοιμαστεί για τους αιρετικούς, για εκείνους που βλασφημούν την αγία Θεοτόκο και για εκείνους που ακολουθούν τα δόγματα αυτών. Αν λοιπόν σου αρέσει ο τόπος, μείνε πιστός στο δόγμα σου, αν πάλι δεν θέλεις να δοκιμάσεις αυτήν την κόλαση, πρόσελθε στην αγία καθολική Εκκλησία, στην οποία και ο γέροντας διδάσκει. Γιατί σε διαβεβαιώνω, πως αν ο άνθρωπος επιτελέσει όλες τις αρετές, αλλά δεν έχει ορθή πίστη, έρχεται στον τόπο αυτό.
Με τα λόγια αυτά ήρθε ο αδελφός στον εαυτό του. Όταν επέστρεψε ο γέροντας του διηγήθηκε όλα τα συμβάντα, όπως τα είδε. Προσήλθε τότε και κοινώνησε των μυστηρίων της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Έμεινε κοντά στον γέροντα στον Καλαμώνα, και αφού έζησε μαζί του αρκετά χρόνια, αναπαύθηκε ειρηνικά».
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36
Μας διηγήθηκε κάποιος από τους Πατέρες για τον μακάριο Εφραίμιο, τον πατριάρχη Αντιόχειας.
Ήταν πάρα πολύ ζηλωτής και θερμός για την ορθόδοξη πίστη. Όταν λοιπόν άκουσε μια μέρα για έναν στυλίτη στα μέρη Ιεραπόλεως και ότι ανήκει στους οπαδούς του Σευήρου και των Ακεφάλων, πήγε σ’ αυτόν θέλοντας να τον μεταστρέψει. Μόλις τον πλησίασε, άρχισε ο θειος Εφραίμιος να νουθετεί και να παρακαλεί τον στυλίτη να ξαναγυρίσει πίσω στον αποστολικό θρόνο και να γίνει κοινωνός της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. του απάντησε ο στυλίτης και του είπε.
- Εγώ δε θα δεχθώ έτσι στην τύχη συμμετοχή στη σύνοδο. Ο θειος Εφραίμιος του λέει.
Και πως θέλεις να σου αποδείξω ότι η αγία Εκκλησία έχει ελευθερωθεί με την χάρη του Κυρίου Ιησού Χριστού μας από κάθε ρύπο αιρετικής διδασκαλίας; Του λέει ο στυλίτης.
- Να ανάψομε φωτιά, πατριάρχη μου, και να μπούμε εγώ και συ και αν κάποιος βγει σώος, αυτός είναι ορθόδοξος και αυτόν οφείλομε ν’ ακολουθήσομε.
Αυτό το είπε για να φοβίσει τον πατριάρχη. Και απάντησε στο στυλίτη ο θειος Εφραίμιος.
- Τέκνο μου, έπρεπε να με ακούσεις σαν πατέρα σου και να μη ζητήσεις τίποτε παραπάνω από μένα. Επειδή όμως ζήτησες πράγμα που υπερβαίνει την αθλιότητά μου, το κάμνω κι αυτό με απόλυτη πίστη στους οικτιρμούς του Υιού του Θεού για τη σωτηρία της ψυχής σου. Τότε ο θείος Εφραίμιος λέει σε αυτούς που βρίσκονταν εκεί.
- Ας είναι ευλογημένος ο Κύριος, φέρτε εδώ ξύλα.
Και αφού ήρθαν τα ξύλα, τα άναψε ο πατριάρχης μπροστά στο στύλο και λέει στον στυλίτη.
Κατέβα και σύμφωνα με την σκέψη σου θα μπούμε και οι δύο.
Ο στυλίτης όμως τα έχασε με την πίστη του πατριάρχη στο Θεό και επειδή δεν ήθελε να κατεβεί, του λέει ο πατριάρχης. Εσύ δεν πρότεινες να γίνει αυτό; Και πώς τώρα δε θέλεις να το κάνεις; Τότε βγάζοντας το ωμοφόριο που φορούσε ο αρχιεπίσκοπος και πλησιάζοντας στη φωτιά, προσευχήθηκε, λέγοντας.
Κύριε, Ιησού Χριστέ ο Θεός μας, που καταδέχθηκες να σαρκωθείς αληθινά από την Δέσποινά μας την αγία Θεοτόκο και αειπαρθένο Μαρία, φανέρωσέ μας την αλήθεια.
Και αφού συμπλήρωσε την προσευχή, πέταξε το ωμοφόριό του στο μέσο της φωτιάς. Και αν και έκαψε η φωτιά τρεις ώρες περίπου και τα ξύλα τέλειωσαν, πήρε το ωμοφόριό του από τη φωτιά σώο και αβλαβές και ολόκληρο, χωρίς κάτι να βρεθεί πάνω του από τη φωτιά. Τότε ο στυλίτης, βλέποντας το γεγονός, βεβαιώθηκε πλήρως, και αφού αναθεμάτισε τον Σευήρο και την αίρεσή του, προσήλθε στην αγία Εκκλησία και κοινώνησε από τα χέρια του μακαρίου Εφραιμίου και δόξασε το Θεό».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 49
Ο πρεσβύτερος Αναστάσιος μας διηγήθηκε και αυτό.
Όταν έγινε δούκας της Παλαιστίνης ο Γήβημερ, πρώτα-πρώτα ήρθε να προσκυνήσει την αγία ανάσταση του Χριστού μας. Και καθώς πλησιάζει για να μπει, βλέπει ένα κριάρι να ορμά κατά πάνω του και να προσπαθεί να τον κομματιάσει. Αυτός κυριευμένος από μεγάλο φόβο τραβήχτηκε προς τα πίσω. Τότε ο Αζαρίας ο σταυροφύλακας που ήταν εκεί μπροστά καθώς και οι φύλακες του λένε.
-Τι συμβαίνει, άρχοντα; Γιατί δεν μπαίνεις; Απαντάει.
-Γιατί φέρατε εδώ μέσα αυτό το κριάρι;
Και αυτοί με έκπληξη μεγάλη έσκυψαν μέσα στον άγιο τάφο και επειδή τίποτα δεν είδαν τον προέτρεψαν να μπει, γιατί τίποτα τέτοιο δεν υπήρχε μέσα.
Ξαναπροσπάθησε τότε να μπει και πάλι όμως βλέπει το ίδιο κριάρι να ορμά επάνω του και να μην τον αφήνει να μπει. Επειδή αυτό έγινε πάρα πολλές φορές, και εκείνος βέβαια το έβλεπε, ενώ αυτοί που παραβρίσκονταν δεν έβλεπαν τίποτα, τότε ο σταυροφύλακας του λέει.
-Να είσαι σίγουρος πως κάτι, δέσποτα μου, υπάρχει στην ψυχή σου και γι’ αυτό σε εμποδίζει να προσκυνήσεις τον άγιο και ζωοποιό τάφο του Σωτήρα μας. θα πράξεις σωστά, αν το εξομολογηθείς στο Θεό. Επειδή είναι φιλάνθρωπος και επειδή θέλει να σε ελεήσει, σου έδειξε αυτό το σημάδι.
Αυτός τότε με δάκρυα πολλά του λέει.
-Απέναντι στον Κύριο είμαι ένοχος πολλών και μεγάλων αμαρτιών. Πέφτοντας τότε με το πρόσωπο στη γη έμεινε έτσι πολλή ώρα κλαίγοντας και εξομολογούμενος στο Θεό. Αφού σηκώθηκε προσπάθησε πάλι να μπει, αλλά δεν μπόρεσε, γιατί το κριάρι που είχε εμφανιστεί τον εμπόδιζε και πάλι καθόλου λιγότερο.
Τότε ο σταυροφύλακας του λέει.
- Οπωσδήποτε κάτι άλλο σε εμποδίζει. Και αυτός απαντά.
- Μήπως άραγε με εμποδίζει να μπω το ότι δεν είμαι κοινωνός της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, αλλά του Σευήρου; Αμέσως ζήτησε να μεταλάβει τα άγια και ζωοποιά μυστήρια του Χριστού του Θεού μας. Μόλις ήρθε το άγιο ποτήριο κοινώνησε, και έτσι μπήκε και προσκύνησε, χωρίς πλέον να βλέπει τίποτε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 147
Ο αββάς Μηνάς, ο κοινοβιάρχης του ίδιου κοινοβίου, μας διηγήθηκε και τούτο, πώς δηλαδή είχε ακούσει από τον ίδιο τον αββά Ευλόγιο, τον επίσκοπο Αλεξανδρείας, που έλεγε.
Πήγα στην Κωνσταντινούπολη στον αρχιδιάκονο της Ρώμης τον κυρό Γρηγόριο, άνδρα ενάρετο, και μας διηγήθηκε για τον αγιότατο και μακαριότατο Λέοντα, τον πάπα της Ρώμης, που αναφέρεται γραπτά σ’ επιστολή της Εκκλησίας της Ρώμης. Όταν έγραψε την επιστολή προς τον Φλαβιανό τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, εναντίον των κακωνύμων Ευτυχέως και Νεστορίου, έβαλε αυτό το γράμμα στον τάφο του κορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου και με δεήσεις και νηστείες και χαμευνίες παρακαλούσε τον πρωτοστάτη των μαθητών, λέγοντας.
-Σαν άνθρωπος παρέλειψα, εσύ όμως που σου έχει εμπιστευθεί ο Κύριος και Θεός και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός την Εκκλησία και τον θρόνο, διόρθωσε το.
Μετά σαράντα μέρες εμφανίσθηκε σ’ αυτόν ο Απόστολος και του λέει.
-Το διάβασα και το διόρθωσα.
Πράγματι αφού πήρε την επιστολή από τον τάφο του Αγίου Πέτρου, την άνοιξε και την βρήκε διορθωμένη από το χέρι του Αποστόλου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 178
Μας διηγήθηκε ο αββάς Γεώργιος, ο πρεσβύτερος του κοινοβίου των Σχολαρίων, τα εξής.
Στα Μονίδια έμενε κάποιος γέροντας πολύ φιλόπονος, ήταν όμως απρόσεκτος στη πίστη και όπου εύρισκε μεταλάμβανε χωρίς διάκριση. Μια μέρα παρουσιάσθηκε σ’ αυτόν άγγελος Κυρίου και του λέει.
-Πες μου, γέροντα, όταν πεθάνεις πως θέλεις να σε θάψομε; όπως θάβουν τους Αιγυπτίους μοναχούς ή όπως τους Ιεροσολυμίτες; Ο γέροντας του απάντησε.
-Δεν ξέρω. Τότε του λέει ο άγγελος.
-Σκέψου και μετά τρεις εβδομάδες έρχομαι και μου το λες. Πήγε τότε ο γέροντας σ’ άλλον και του διηγήθηκε εκείνα που άκουσε από τον άγγελο. Μόλις τα άκουσε ο γέροντας έμεινε έκθαμβος και έχοντας στραμμένο το βλέμμα προς αυτόν για πολλή ώρα, παρακινημένος από το Θεό του λέει.
-Πού μεταλαμβάνεις τα άγια μυστήρια; Του αποκρίθηκε.
-Όπου βρω. Τότε ο γέροντας του λέει.
Μη θελήσεις ποτέ να κοινωνήσεις έξω από την αγία καθολική και αποστολική Εκκλησία, η οποία πιστεύει σε τέσσερις άγιες συνόδους, στη σύνοδο της Νίκαιας των 318, της Κωνσταντινουπόλεως των 150 πατέρων, της Εφέσου την πρώτη των 200 πατέρων και της Χαλκηδόνας των 630 πατέρων. Όταν έρθει ο άγγελος να του πεις. Θέλω, όπως οι Ιεροσολυμίτες.
Μετά λοιπόν από τρεις εβδομάδες ήρθε ο άγγελος και λέει στο γέροντα.
-Τι έγινε, γέροντα; σκέφθηκες; Ο γέροντας του λέει.
-Θέλω όπως οι Ιεροσολυμίτες. του λέει τότε ο άγγελος
-Καλώς, καλώς.
Αμέσως παρέδωσε την ψυχή του. Και έγινε όλο αυτό, για να μη χάσει ο γέροντας τους κόπους του και κατακριθεί σαν αιρετικός.
ΚΟΣΜΑΣ ΑΙΤΩΛΟΣ
«Όλες οι πίστες είναι ψεύτικες, κάλπικες, όλες του διαβόλου. Τούτο εκατάλαβα αληθινόν, θείον, ουράνιον, σωστόν τέλειον και δια λόγου μου και δια λόγου σας πως μόνη η πίστις των ευσεβών και Ορθοδόξων χριστιανών είναι καλή και αγία» (Κοσμά Αιτωλού, Διδαχή Α,1)
«Να κλαίτε για τους ασεβείς και αιρετικούς» (ο.π.)
ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ
«Οι δογματικές διαφορές επειδή ανάγονται σε μόνο το κεφάλαιο της πίστης, αφήνουν ελεύθερο και απρόσβλητο το της αγάπης κεφάλαιο· το δόγμα δεν καταπολεμεί την αγάπη… Η αγάπη ουδέποτε χάριν δογματικής τινός διαφοράς είναι πρέπον να θυσιάζεται… Είναι πολύ πιθανό να ελκύσει προς τον εαυτό του (ο επίσκοπος που διαχειρίζεται τον διάλογο) και την ετερόδοξη εκκλησία που κρίνει από εσφαλμένη περιωπή κάποιο δογματικό ζήτημα» (Μάθημα Ποιμαντικής,σ.192)
«Δυστυχώς δεν επέβαλαν οι πάπες τον παπισμό, αλλά ο παπισμός γέννησε τους πάπες… Εάν τα προσόντα του Πέτρου (=το πρωτείο) ήταν αληθινά, το πνεύμα του Ευαγγελίου θα καθίστατο λίαν προβληματικό και αδιανόητο, διότι θα παρουσίαζε σύγχυση εννοιών και σύγκρουση αρχών· θα ήταν ακατανόητη η αρχή της ισότητας, και ισότητας μέχρι ταπεινώσεως και η αρχή της ανισότητας, μέχρι ηγεμονίας και υπεροψίας… Η ενότητα της Εκκλησίας θεμελιώνεται και εδράζεται όχι στο ενιαίο πρόσωπο ενός από τους αποστόλους, αλλά στο πρόσωπο του Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, ο οποίος είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας» Μελέτη ιστορική περί των αιτιών του Σχίσματος,σ.68,69)
«Σχετικά με την εξουσία και δύναμη όλων των Αποστόλων συμπεραίνουμε ότι όλοι οι Απόστολοι είχαν τη δύναμη να συγκροτούν και να εγείρουν Εκκλησίες, τέλεια καταρτισμένες, ανεξάρτητες και αυτοκέφαλες [με την έννοια πλήρως καθολικές], για αυτό και οι αξιώσεις τις οποίες εγείρει η Δυτική Εκκλησία για το ότι είναι ο επίσκοπος Ρώμης διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου είναι ανυπόστατες διότι αρνούνται στους υπόλοιπους Αποστόλους και το Αποστολικό αξίωμα, την δύναμη και την χάρη του Αγίου Πνεύματος, την χειροτονία αυτών ως Αρχιερείς και λειτουργούς των θείων Μυστηρίων της Εκκλησίας […] όλοι οι επίσκοποι είναι ισότιμοι μεταξύ τους, ως ίσοι και ως διάδοχοι του ενός Αποστολικού αξιώματος» ( Ιερατικόν Εγκόλπιον σ.25)
«Οι Οικουμενικές Σύνοδοι ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα […] του πολιτεύματος της Εκκλησίας και του διαπνέοντος εν τη Εκκλησία πνεύματος και έκφραση της ισοτιμίας και ισοδυναμίας των Επισκόπων, και επιπλέον τρανή μαρτυρία της καθόλου Εκκλησίας περί του αλαθήτου, ότι τούτο βρίσκεται μόνο στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία» (Μελέτη…σ.93)
«Το ζήτημα του πρωτείου του πάπα είναι κυρίως ειπείν το ζήτημα του Σχίσματος… Εγένετο το σχίσμα ένεκα της απαιτήσεως των παπών της υποταγής της Οικουμενικής Εκκλησίας, της μίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, στην επισκοπή της Ρώμης. Εν τούτω δε κείται ο λόγος του Σχίσματος, όστις αληθώς είναι μέγιστος, διότι ανατρέπει το πνεύμα του Ευαγγελίου, και ο σπουδαιότερος δογματικός λόγος, διότι είναι άρνηση των αρχών του Ευαγγελίου» (Μελέτη ιστορική…Β΄,σ.8)
«Δια του δόγματος του αλαθήτου η Δυτική Εκκλησία απώλεσε την πνευματικήν της ελευθερίαν, τον στολισμόν της, εκλονίσθη εκ βάθρων εστερήθη του πλούτου της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, της παρουσίας του Χριστού· και από πνεύματος και ψυχής κατέστη άναυδον σώμα […] Από καρδίας θλιβόμεθα για την αδικία που έγινε στην Εκκλησία και από τα μύχια […] ευχόμεθα να φωτίσει το νουν και την καρδίαν του Μακαριωτάτου Ποντίφηκος το Άγιο Πνεύμα, ώστε να αποδόσει τιμή στην Αγία Καθολική Εκκλησία, ό,τι από αυτήν αφαίρεσε ως μη ώφειλεν» (ο.π.)
«[Με τον παπισμό] Η Εκκλησία διατρέχει κίνδυνο να αποβεί από Μία, καθολική και Αποστολική Εκκλησία, Εκκλησία Ρωμαϊκή ή μάλλον παπική, κηρύττουσα όχι πλέον τα των Αγίων Αποστόλων, αλλά τα των παπών δόγματα» (Μελέτη…Α΄σ.10-11)
«Ας γίνει ο Θεός κριτής ανάμεσα σε εμάς και αυτούς»(ο.π.Β΄σ.224)
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ +1359)
«Στα σχετικά με το Θεό δεν είναι μικρό το παραμικρό» (Γρηγόριος Παλαμάς, Α, σελ. 24)
Ο Όσιος Γρηγόριος (1296-1359) πολέμησε τον λατινόφρονα Βαρλαάμ. Γράφεται στο συναξάρι του κάτι πολύ χαρακτηριστικό:
«... Για να υποδείξουμε και μερικά από εκείνα που τον χαρακτήριζαν,
αυτά ήταν τα κατεξοχήν ιδιαίτερά του γνωρίσματα·
το υπερβολικά πράο και ταπεινό του χαρακτήρα του,
όπου δεν ήταν ο λόγος για το Θεό και τα θεία·
διότι σε αυτού του είδους τα θέματα,
ήταν πάρα πολύ μαχητής...» (Συναξάριον Τριωδίου της Β΄Κυριακής Νηστειών)
«Πάλι ο πρωταίτιος του κακού όφις σηκώνει την κεφαλή εναντίον μας και σιγοψιθυρίζει τ’ αντίθετα στην αλήθεια. Ή μάλλον, αφού η δική του κεφαλή συντρίφτηκε με τον σταυρό του Χριστού, κεφαλή του κάνει τον καθένα από εκείνους που με το πέρασμα των γενεών πείθονται στις ολέθριες συστάσεις και έτσι, εμφανίζοντας σαν η ύδρα πολλές κεφάλες προς τα επάνω, δεν σταματά να διαλαλεί με αυτές στα ύψη την αδικία». (Περί εκπορεύσεως του Αγ. Πνεύματος, Α' ΕΠΕ 1,68. Ε X. 1,23)
«Τότε ο ηγεμών της απάτης ακολούθησε άλλο δρόμο. Υποκρίνεται ότι απορρίπτει την πολύθεη πλάνη και προσποιείται ότι οδηγεί όλους σε ένα Θεό με τις κατά καιρούς φωνές των κακοδόξων, αλλά με σκοπό πραγματικό να απομακρύνει από τον ένα Θεό. Πράγματι πείθει με τις σοφιστείες των αιρετικών ότι αυτός δεν είναι τρισυπόστατος και παντοδύναμος». (Αντιρρητικός Ζ΄13,44. ΕΠΕ6,307-399. ΕΧ. 3,420)
«Πράγματι, αν αυτός ο άρχοντας ενώ είναι ολοσχερώς σκοτάδι, υποκρίνεται, κατά τον απόστολο, «άγγελο φωτός», ποιο είναι το παράξενο, αν και αυτοί που παραπλανήθηκαν από τα σοφίσματα εκείνου και τον έβαλαν ολόκληρο μέσα τους και μιλούν δια μέσου αυτού, υποκρίνονται τις φωνές των διακόνων του αληθινού φωτός δηλαδή των φωτισμένων εν Θεώ, σαν να εκτελούν και αυτοί «τα έργα του Πατρός αυτών», εξαπατώντας τους πολλούς με την ευπρέπεια των λόγων; Διότι, λέγει, «και οι διάκονοι αυτού» υποκρίνονται «ως διάκονοι δικαιοσύνης». (Α' Προς Βαρλαάμ, ΕΠΕ 1,488. Ε X. 1,247)
«Κάθε ένας από όλους αυτούς δεν έχουν πιστεύψει σε όλη την θεόπνευστη Γραφή, αλλά δεχόμενοι μερικά μόρια αυτής και προς τα αλλά έχοντας κατά κάποιον τρόπο κλεισμένα τα αυτιά τους βάδισαν σαν παράφρονες κατά της μιας ευσεβείας που την έχουν παραδεχθεί όλοι, φέροντας σε αντιπαράθεση μεταξύ τους τα λόγια των αγίων και του Πνεύματος αλλάζοντας το νόημα των αποσπασμάτων τους παρερμηνεύοντάς τα και προσφέροντάς τα εναντίον των ευσεβών».(Διάλογος Oρθοδόξου και Βαρλααμίτου, ΕΠΕ 3,322. ΕΧ. 2,196)
«Ας αποφύγουμε λοιπόν όσους δεν παραδέχονται τις πατερικές εξηγήσεις, αλλά προσπαθούν να εισαγάγουν τα αντίθετα μόνοι τους και τις μεν λέξεις του κειμένου προσποιούνται ότι μεταχειρίζονται, το δε ευσεβές νόημα απορρίπτουν Ας τους αποφύγουμε μάλιστα περισσότερο από όσο φεύγει κανείς από φίδι. Διότι το μεν φίδι, όταν δαγκώσει, θανατώνει πρόσκαιρα το σώμα, χωρίζοντάς το από την αθάνατη ψυχή• εκείνοι όμως πιάνοντας με τα δόντια την ίδια την ψυχή, την χωρίζουν από τον Θεό, που είναι αιώνιος θάνατος της αθάνατης ψυχής». (Ομιλία ΛΔ'Ειςτην σεπτήν Μεταμόρφωσιν...., ΕΠΕ 10,356. ΡG 151,424Β-C)
«Αυτός λοιπόν ο νοερός και γι’ αυτό περισσότερο καταραμένος όφις το πρώτο και μεσαίο και τελευταίο κακό,... ο σε κάθε ασεβή δοξασία σοφιστής καθόλου δεν έχει ξεχάσει την κακοτεχνία του. Τώρα λοιπόν εισάγει με τους Λατίνους που του κάνουν υπακοή απόλυτη νέους όρους για τον Θεό».(Α' Προς Βαρλαάμ, ΕΠΕ 1,68.ΕΧ. 1,23)
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ (+826)
«Διότι το να κοινωνάει κάποιος από αιρετικό… αποξενώνει από το Θεό και καθιστά οικείο με τον Διάβολο» (όσιος Θεόδωρος Στουδίτης)
«Παρακαλώ προφυλάξτε ακόμη τον εαυτό σας από την ψυχοφθόρο αίρεση, η συμμετοχή στην οποία είναι αποξένωση από το Χριστό» (όσιος Θεόδωρος Στουδίτης, επιστολή 60, ΕΠΕ 18Γ, σελ. 17)
«…Ερώτηση 3η. Για τις εκκλησίες που βεβηλώθηκαν από τους ιερείς που κοινώνησαν με την αίρεση και κατέχονται από αυτούς. Εάν πρέπει να μπαίνουμε σ’ αυτές για να προσευχηθούμε και να ψάλλουμε.
Απάντηση. Δεν πρέπει να μπαίνουμε καθόλου στις εκκλησίες αυτές με τους τρόπους που αναφέρθηκαν, γιατί είναι γραμμένο «Να, το σπίτι σας εγκαταλείπεται έρημο». Γιατί μόλις μπαίνει μέσα στις εκκλησίες αυτές η αίρεση, φεύγει ο άγγελος που εποπτεύει όλα όσα γίνονται εκεί, σύμφωνα με τα λόγια του μεγάλου Βασιλείου, και ο ναός αυτός γίνεται ένα απλό σπίτι. Γιατί λέγει «Δεν θα μπω μέσα σε εκκλησία πονηρών». Και ο Απόστολος «Ποιά συμφωνία υπάρχει ανάμεσα στον ναό του Θεού και στα είδωλα;»
«…Η κοινωνία από τους αιρετικούς δεν είναι κοινός άρτος, αλλά δηλητήριο, που δεν βλάπτει το σώμα, αλλά αμαυρώνει και σκοτίζει την ψυχή…Και εάν οι ευχές της λειτουργίας είναι των ορθοδόξων, τί σημασία έχει αυτό, εάν γίνεται από αιρετικούς; Γιατί δεν πιστεύουν όπως πίστευε εκείνος που τις σύνταξε, ούτε και πιστεύουν σ’ αυτά που σημαίνουν οι λέξεις. Γιατί ολόκληρη η λειτουργία εξυμνεί την πίστη, ότι ο Χριστός έγινε αληθινός άνθρωπος, ενώ αυτοί το αρνούνται, αν και το λένε, επειδή φρονούν να μη ζωγραφίζεται αυτός. Είναι δηλαδή σαν να λέγει κάποιος, Πιστεύω σε Πατέρα και Υιό και άγιο Πνεύμα, αλλά φρονεί, ότι ο Πατέρας και ο Υιός και το άγιο Πνεύμα είναι μια υπόσταση με τρία ονόματα, πράγμα που είναι δόγμα του Σαβελλίου, ο οποίος πίστευε ανόητα. Τί λοιπόν, θα πούμε ότι αυτός πιστεύει σε Τριάδα; Καθόλου, έστω και αν το λέγει. Έτσι λοιπόν ούτε εδώ πιστεύει αυτά που λέγει, έστω και αν η λειτουργία είναι ορθόδοξη, αλλά αυτός φλυαρεί ανόητα, η μάλλον εξυβρίζει παίζοντας τη λειτουργία, γιατί και οι γόητες και οι επαοιδοί χρησιμοποιούν θεϊκές ωδές στις δαιμονικές τελετές τους» (ΕΠΕ 4,17. 4,489, 3,387)
«Η αίρεση δηλαδή στο σύνολο της μοιάζει σαν μια αλυσίδα δαιμονόπλοκη, οπού η μια κρατιέται από την άλλη, και όλες είναι κρεμασμένες σαν από μια κορυφή της ασέβειας και της αθεΐας, αν και διαφέρουν και στη διαφορετική ονομασία και στον χρόνο και στον τόπο και στην ποσότητα και στην ποιότητα και στη δύναμη και στην ενέργεια» (3,207)
«… Η τέταρτη ερώτηση σου· Εάν υπάρχει εκκλησία στην οποία αυτός που λειτουργεί αναφέρει τον αιρετικό, και ο ορθόδοξος έχει θυσιαστήριο καθαγιασμένο σε σεντόνι η σανίδα, πρέπει να τεθεί αυτό σ’ αυτή την εκκλησία και να λειτουργήσει ο ορθόδοξος;
Δεν πρέπει, αλλά είναι καλύτερα να λειτουργήσει σε ένα συνηθισμένο σπίτι, σε κάποιον διαλεγμένο καθαρό τόπο….» (3,209)
«Γιατί από την εποχή των 'Αποστόλων και μετέπειτα, πολλές αιρέσεις με πολλούς τρόπους συγκρούστηκαν με την Εκκλησία, και παρουσιάστηκαν παράνομες και αντικανονικές ακαθαρσίες, όπως και τώρα. Αλλ’ όμως αυτή (η Εκκλησία) παρέμεινε με τον τρόπο που προειπώθηκε αδιάσπαστη και άσπιλη, και θα παραμείνει μέχρι το τέλος των αιώνων, με το να απομακρύνονται και να διώχνονται από αυτήν αυτοί που κακώς πίστεψαν και έπραξαν, όπως απομακρύνονται από τα παράλια βράχια τα κύματα που συγκρούονται με αυτά» (3,141)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ (+749)
«Αυτός που δεν πιστεύει σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας, είναι άπιστος» (Ιωάννης Δαμασκηνός.PG 94,1128A)
«Με όλη τη δύναμή μας ας προσέξουμε να μην παίρνουμε μετάληψη αιρετικών, ούτε να δίνουμε «Διότι μη δίνετε τα άγια στα σκυλιά» λέει ο Κύριος… για να μην γίνουμε συμμέτοχοι στην κακοδοξία τους και την καταδίκη τους» (Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις… ΕΠΕ, 1,475)
ΤΑΡΑΣΙΟΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ
«Το να σφάλει κάποιος σε δόγματα, είτε μικρά είτε μεγάλα, είναι το ίδιο· διότι και από τα δύο αθετείται ο νόμος του Θεού» (Ταράσιος Κων/πόλεως)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ (+649)
«Είναι αδύνατον από το χιόνι να προέλθει φλόγα, ακόμα πιο αδύνατο όμως είναι να υπάρξει ταπεινοφροσύνη στους ετεροδόξους» (Κλίμαξ Λόγος ΚΕ,31)
«Ως ξένους και εχθρούς του Θεού θα εννοήσουμε εκείνους που βλέπουμε να είναι ή αβάπτιστοι ή να μην έχουν ορθή πίστη» (Κλίμαξ Λόγος Α,2).
«όποιος δεν έχει πίστη ορθή, αλλά πράττει ίσως κάποια καλά, μοιάζει με εκείνον που αντλεί νερό και το αδειάζει σε τρυπημένο πιθάρι» (Κλίμαξ Λόγος ΚΣΤ,Γ 43)
ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ (+662)
«Και δεν τα γράφω αυτά, μη γένοιτο, επειδή θέλω οι αιρετικοί να θλίβονται και νιώθοντας χαρά για την κακοποίησή τους, αλλά πιο πολύ γιατί χαίρομαι και αγάλλομαι μαζί τους για την επιστροφή τους. Γιατί τι είναι πιο ευχάριστο για τους πιστούς από το να βλέπουν τα σκορπισμένα παιδιά του Θεού να μαζεύονται όλα μαζί; Ούτε για να σας παρακινήσω να δείξετε τη σκληρότητα του φιλάνθρωπου. Να μη συμβεί τέτοια τρέλα… Και επιθυμώ και εύχομαι να είστε σκληροί απόλυτα και αμείλικτοι μόνο στο να μη συμπράξετε με τους αιρετικούς στη συγκρότηση της φρενοβλαβούς δοξασίας τους, γιατί εγώ ορίζω ως μισανθρωπία και χωρισμό από τη θεία αγάπη την προσπάθεια να ενισχυθεί η πλάνη για περισσότερη καταστροφή εκείνων που έχουν ήδη πέσει σε αυτήν». (Μαξίμου Ομολογητού ΕΠΕ 15Β, σελ.165)
«Κάθε λέξη και λόγος που δεν έχει ειπωθεί από τους πατέρες, αποτελεί ολοφάνερα καινοτομία» (Μαξίμου Ομολογητού PG 91,216C)