λδ'. Εμήνυσαν κάποτε στον Αββά Μακάριο, στη Σκήτη, οι γέροντες του όρους, παρακαλώντας τον. Και του λέγουν : « Για να μη έλθουν όλοι οι μοναχοί σε σένα, σου ζητάμε να έλθης σ’ εμάς, ώστε να σε δούμε πριν εκδημήσης στον Κύριο ». Φτάνοντας δε εκείνος στο όρος, συνάχθηκαν όλοι οι μοναχοί γύρω του. Και τον παρακαλούσαν οι γέροντες να πη δυο λόγια στους αδελφούς. Και αυτός, ακούοντας, είπε : « Ας κλάψουμε, αδελφοί, και ας κατεβάσουν δάκρια τα μάτια μας, πριν φύγουμε για εκεί, όπου τα δάκρια μας θα κατακάψουν τα σώματά μας ». Και έκλαψαν όλοι και έπεσαν με το πρόσωπο στη γη και είπαν : « Πάτερ, ευχήσου για μας ».
λε΄. Άλλοτε πάλι ο δαίμων πρόβαλε στον Αββά Μακάριο με μαχαίρι, θέλοντας να του κόψη το πόδι. Και μη κατορθώνοντάς το, εξ αιτίας της ταπεινοφροσύνης του, του λέγει : « Όσα έχετε και εμείς τα έχουμε. Μόνο στην ταπεινοφροσύνη διαφέρετε από μας και νικάτε ».
λστ'. Είπε ο Αββάς Μακάριος : « Αν θυμηθούμε τα δεινά όπου μας προξενούν οι άνθρωποι, εξουδετερώνουμε τη δύναμη της μνήμης του Θεού. Αν όμως θυμηθούμε τα δεινά όπου προέρχονται από τους δαίμονες, θα είμαστε άτρωτοι ».
λζ'. Κατά τον Αββά Παφνούτιο, τον μαθητή του Αββά Μακαρίου, έλεγε ο γέρων : « Όταν ήμουν παιδί, μαζί με τα αλλά παιδιά έβοσκα μοσχάρια. Και πήγαν να κλέψουν λίγα σύκα. Και καθώς έτρεχαν, έπεσε ένα απ’ αυτά, όπου το πήρα και το έφαγα. Και κάθε φορά όπου θυμάμαι αυτό το γεγονός, κάθομαι και κλαίω ».
λη΄. Είπε ο Αββάς Μακάριος : « Περπατώντας κάποτε στην έρημο, βρήκα παραπεταμένο στο έδαφος ένα κρανίο νεκρού. Και κουνώντας το με το βάγινο ραβδί, μου μίλησε το κρανίο. Και του λέγω : Συ ποιος είσαι ; Μου αποκρίθηκε το κρανίο : Εγώ ήμουν ιερεύς των ειδώλων και των εθνικών όπου είχαν απομείνει σ’ αυτόν τον τόπο. Και συ είσαι ο Μακάριος, όπου έχεις το Άγιο Πνεύμα μέσα σου. Όταν σπλαχνισθής όσους είναι στην κόλαση και προσευχηθής γι’ αυτούς, βρίσκουν κάποια παρηγοριά. Του λέγω : Ποια είναι η παρηγοριά και ποια η κόλαση ; Μου αποκρίνεται: Όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, τόση είναι η φωτιά κάτω από μας, στεκόμαστε δε από τα πόδια έως το κεφάλι μέσα στη φωτιά. Και δεν μπορούμε να κοιτάξουμε κάποιον πρόσωπο με πρόσωπο. Αλλά η ράχη του ενός είναι κολλημένη στη ράχη του άλλου. Όταν λοιπόν προσεύχεσαι για μας, βλέπει κάπως ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Αυτή είναι η παρηγοριά. Και έκλαψα τότε και είπα: Αλλοίμονο στη μέρα όπου γεννιέται ο άνθρωπος. Του λέγω έπειτα: Είναι άλλο χειρότερο βάσανο; Μου λέγει το κρανίο: Μεγαλύτερο βάσανο είναι από κάτω μας. Του λέγω: Και ποιοι είναι εκεί; Μου αποκρίνεται το κρανίο: Εμείς, επειδή δεν γνωρίζαμε τον Θεό, βρίσκουμε κάποιο έλεος. Όσοι όμως τον γνώρισαν και τον αρνήθηκαν και δεν έπραξαν το θέλημά του, από κάτω μας είναι. Πήρα τότε το κρανίο και το έθαψα».
λθ΄. Έλεγαν για τον Αββά Μακάριο τον Αιγύπτιο, ότι ανέβαινε κάποτε από τη Σκήτη στο όρος της Νιτρίας. Και σαν πλησίασε στον τόπο, είπε στον μαθητή του: «Προχώρα λιγάκι». Και ενώ εκείνος προχωρούσε, συναντά έναν ιερέα των ειδωλολατρών. Και Του φώναξε δυνατά ο αδελφός: «Ε, δαίμονα, που τρέχεις;». Γυρίζει τότε εκείνος, τον χτυπά και τον αφήνει μισοπεθαμένο. Και σηκώνοντας το ξύλο, έτρεχε. Σαν προχώρησε δε λίγο, τον συναντά ο Αββάς Μακάριος καθώς έτρεχε. Και Του λέγει: «Είθε να σωθής, είθε να σωθής, ταλαίπωρε». Θαυμάζοντας δε, ήλθε κατά το μέρος του και είπε: «Τι καλό είδες σ’ εμένα και μου μίλησες;». Του λέγει ο γέρων: «Το έκαμα γιατί σε είδα κουρασμένο. Και δεν γνωρίζεις ότι μάταια κοπιάζεις». Του λέγει και εκείνος: «Και εγώ, από τον χαιρετισμό σου, έννοιωσα κέντημα στην καρδιά. Και κατάλαβα ότι είσαι άνθρωπος του Θεού. Ενώ ένας άλλος κακός μοναχός, όπου με συνάντησε, με έβρισε. Και εγώ, τότε, τον χτύπησα, αφήνοντάς τον μισοπεθαμένο». Και κατάλαβε ο γέρων ότι ήταν ο μαθητής του. Και αγκαλιάζοντας τα πόδια του ο ιερεύς, έλεγε: «Δεν σε αφήνω, αν δεν με κάμης μοναχό». Και πήγαν παρά πάνω, όπου ήταν ο μονάχος και τον υποβάσταξαν και τον έφεραν στην εκκλησία του όρους. Και βλέποντας τον Ιερέα μαζί του, δοκίμασαν έκπληξη. Και τον έκαμαν μοναχό. Και πολλοί από τους ειδωλολάτρες έγιναν εξ αιτίας του χριστιανοί. Έλεγε λοιπόν ο Αββάς Μακάριος: «Ο λόγος ο κακός και τους καλούς τους κάνει κακούς. Ενώ ο λόγος ο καλός και τους κακούς τους κάνει καλούς».
μ'. Έλεγαν για τον Αββά Μακάριο, ότι, ενώ απουσίαζε, εισήλθε ένας ληστής στο κελλί του. Όταν δε έφτασε και ο ίδιος στο κελλί, είδε τον ληστή να φορτώνη στην καμήλα τα πράγματά του. Τότε, μπαίνοντας και αυτός στο κελλί, έπαιρνε από τα πράγματα και φόρτωνε μαζί με τον άλλο την καμήλα. Όταν λοιπόν τη φόρτωσαν, άρχισε ο ληστής να χτυπά την καμήλα για να σηκωθή, αλλά δεν σηκώθηκε. Βλέποντας δε ο Αββάς Μακάριος ότι δεν σηκώνεται, μπήκε στο κελλί, πήρε από εκεί ένα μικρό σκαλιστήρι και το έβαλε επάνω στην καμήλα, λέγοντας: Αδελφέ, αυτό ήθελε η καμήλα». Και χτυπώντας την ο γέρων με το πόδι, της λέγει: «Σήκω». Και ευθύς σηκώθηκε και προχώρησε λιγάκι για χάρη του και πάλι κάθισε και δεν σηκώθηκε παρά αφού της ξεφόρτωσαν όλα τα πράγματα. Και έτσι έφυγε.
μα’ . Ο Αββάς Αϊώ παρακάλεσε τον Αββά Μακάριο, λέγοντας: «Πες μου κάτι». Του λέγει ο Αββάς Μακάριος: «Φεύγε τους ανθρώπους. Μείνε στο κελλί σου και κλάψε τις αμαρτίες σου. Και μηv αγαπήσης μιλιά ανθρώπων. Και σώζεσαι».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)