Του Αββά Μωύσέως
α΄ . Πολεμήθηκε κάποτε πολύ ο Αββάς Μωυσής από τον πειρασμό της σαρκικής αμαρτίας. Και μη μπορώντας πλέον να μείνη στο κελλί του, πήγε και ανεκοίνωσε το πράγμα στον Αββά Ισίδωρο. Και του σύστησε ο γέρων να γυρίση στο κελλί του. Αλλά αρνήθηκε, λέγοντας: «Δεν μπορώ, Αββά». Τον πήρε τότε μαζί του, τον άνέβασε στο δώμα και του λέγει: «Κοίταξε προς τα δυτικά». Και κοιτάζοντας, είδε αναρίθμητο πλήθος δαιμόνων. Και ήταν ταραγμένοι και έκαναν θόρυβο, έτοιμοι για πόλεμο. Του λέγει πάλι ο Αββάς Ισίδωρος: «Κοίταξε τώρα και προς την ανατολή». Και κοίταξε. Και είδε αναρίθμητα πλήθη άγιων Αγγέλων δοξασμένων. Και είπε ο Αββάς Ισίδωρος: «Να, αυτοί είναι οπού στέλνονται από τον Κύριο σε βοήθεια των αγίων. Εκείνοι δε, στα δυτικά, είναι όπου τους πολεμούν. Περισσότεροι λοιπόν είναι οι μαζί μας». Και έτσι, αφού ευχαρίστησε ο Αββάς Μωυσής τον Θεό, πήρε θάρρος και γύρισε στο κελλί του.
β'. 'Ένας αδελφός έπεσε κάποτε σε αμαρτία, σε Σκήτη. Και αφού έγινε συνέδριο, έστειλαν και φώναξαν τον Αββά Μωυσή. Αυτός όμως δεν ήθελε να έλθη. Του εμήνυσε λοιπόν ο πρεσβύτερος, λέγοντας: «Έλα, γιατί όλοι σε περιμένουν». Και εκείνος σηκώθηκε και ήλθε. Και παίρνοντας ένα ζεμπίλι τρύπιο, το γέμισε με άμμο και το φορτώθηκε στον ώμο. Εκείνοι δε, βγαίνοντας σε συνάντηση του, του λέγουν: «Τι σημαίνει αυτό, πάτερ;». Τους είπε τότε ο γέρων: Έχω πίσω μου τις αμαρτίες μου οπού ξεχύνονται, αλλά δεν τις βλέπω. Και ήλθα εγώ σήμερα να κρίνω αμαρτίες άλλων». Και αυτοί, ακούοντας, τίποτε δεν είπαν στον αδελφό. Αλλά τον συγχώρησαν.
γ΄. Άλλοτε, καθώς έγινε συνέδριο στη Σκήτη, θέλοντας οι πατέρες να τον δοκιμάσουν, του φέρθηκαν πολύ περιφρονητικά, λέγοντας: «Τι θέση έχει ανάμεσά μας αυτός ο Αράπης;». Και εκείνος, ακούοντας, σιώπησε. Όταν δε διαλύθηκε η σύναξη, του λέγουν: «Αββά, δεν ταράχθηκες;». Και τους λέγει: «Ταράχθηκα, αλλά δεν μίλησα».
δ'. Έλεγαν για τον Αββά Μωυσή, ότι έγινε κληρικός και του φόρεσαν το άμφιο. Και του λέγει ο Αρχιεπίσκοπος: «Να, έγινες ολόλευκος, Αββά Μωυσή». Του λέγει ο γέρων: «Άρα, δεσπότη μου, μόνο απ’ έξω ή και από μέσα;». Θέλοντας δε ο Αρχιεπίσκοπος να τον δοκιμάση, λέγει στους κληρικούς: Όταν εισέρχεται ο Αββάς Μωυσής στο ιερό βήμα, διώξετε τον και πάρτε τον από πίσω για να ακούσετε τι λέγει». Εισήρθε λοιπόν ο γέρων. Και τον επέπληξαν και τον έδιωξαν, λέγοντας: «Πήγαινε έξω, Αράπη». Και αυτός, βγαίνοντας, έλεγε στον εαυτό του: «Καλά σου έκαμαν, σταχτόδερμε μαύρε. Μη όντας άνθρωπος, τί μπαίνεις ανάμεσα σε ανθρώπους;».
ε΄. Δόθηκε κάποτε σε Σκήτη εντολή: «Να νηστεύσετε αυτή την εβδομάδα». Έτυχε λοιπόν τότε να επισκεφτούν κάποιοι αδελφοί από την Αίγυπτο τον Αββά Μωυσή. Και τους έκαμε λίγο μαγειρευτό φαγητό. Και βλέποντας οι γείτονες τον καπνό, το ανέφεραν στους κληρικούς: «Να, ο Μωυσής κατέλυσε τη νηστεία, μαγειρεύοντας φαγητό». Και εκείνοι είπαν: Όταν θα έλθη, εμείς θα του μιλήσουμε». Και σαν συμπληρώθηκε η εβδομάδα, βλέποντας οι κληρικοί τη θαυμαστή συμπεριφορά του Μωυσέως, του έλεγαν ενώπιον όλων: «Ω Αββά Μωυσή, παρεβίασες την εντολή των ανθρώπων και τήρησες την εντολή του Θεού».
στ'. Ένας αδελφός πήγε στον Αββά Μωυσή, σε Σκήτη, ζητώντας του ψυχωφελή λόγια. Του λέγει λοιπόν ο γέρων: «Πήγαινε, μείνε στο κελλί σου και το κελλί σου θα σου τα μάθη όλα».
ζ΄. Είπε ο Αββάς Μωυσής: «Ο άνθρωπος όπου φεύγει, μοιάζει με ώριμο σταφύλι. Αυτός δε όπου μένει ανάμεσα στους ανθρώπους, σαν αγουρίδα είναι».
η'. Άκουσε κάποτε ο αρχών για τον Αββά Μωυσή και πήγε σε Σκήτη, για να τον δη. Και πληροφόρησαν κάποιοι τον γέροντα για το ζήτημα. Και σηκώθηκε να φύγη στο έλος. Και τον συνάντησαν και του είπαν: «Πες μας, γέροντα, που είναι το κελλί του Αββά Μωυσέως;». Και τους λέγει: «Τι θέλετε απ’ αυτόν; Άνθρωπος μωρός είναι». Και φθάνοντας ο αρχών στην εκκλησία, λέγει στους κληρικούς: Εγώ, ακούοντας για τον Αββά Μωυσή, κατέβηκα να τον δω. Και να, μας συνάντησε ένας γέρων πηγαίνοντας στην Αίγυπτο και του είπαμε: Πού είναι το κελλί του Αββά Μωυσέως; Και μας λέγει: Τι θέλετε απ’ αυτόν; Μωρός είναι». Ακούοντας δε οι κληρικοί, λυπήθηκαν και είπαν: «Πώς ήταν ο γέρων όπου είπε αυτά εναντίον του αγίου;». Και, εκείνοι αποκρίθηκαν: «Γηραιός, φορώντας παλαιά, ψηλός και μαύρος». Και αυτοί είπαν: «Ήταν ο Αββάς Μωυσής ο ίδιος. Και σας μίλησε έτσι για να μη γνωρισθή μαζί σας». Και πολύ έχοντας ωφεληθή ο αρχών, έφυγε.
θ’. Έλεγε ο Άββας Μωυσής, σε Σκήτη: Αν τηρήσουμε τις εντολές των πατέρων μας, εγώ σας εγγυώμαι ενώπιον Του Θεού, ότι βάρβαροι δεν έρχονται εδώ. Αν όμως δεν τις τηρήσουμε, ο τόπος αυτός έχει να ερημωθή».
ι’. Ενώ κάθονταν κάποτε οι αδελφοί γύρω του, τους έλεγε: «Να, βάρβαροι σήμερα στη Σκήτη έρχονται. Σηκωθήτε λοιπόν και φύγετε». Του λέγουν: « Αλλά συ δεν φεύγεις, Αββά;». Και τους απαντά: «Εγώ τόσα χρόνια περιμένω αυτή τη μέρα. Για να πραγματοποιηθή ο λόγος Του Κυρίου Ιησού Χριστού, οπού είπε: Πάντες οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρα αποθανούνται». Του λέγουν: «Ούτε εμείς φεύγουμε, αλλά μαζί σου θα πεθάνουμε». Και εκείνος τους είπε: Εμένα δεν μου πέφτει λόγος. Ο καθένας ας κοιτάξη πώς θα μείνη». Ήταν δε εφτά αδελφοί και τους λέγει: «Να, οι βάρβαροι πλησιάζουν στην πόρτα». Και μπαίνοντας, τους θανάτωσαν. Ένας δε απ’ αυτούς, έχοντας φοβηθή, έφυγε πίσω από την πλεξούδα. Και είδε εφτά στεφάνους να κατεβαίνουν και να τους στεφανώνουν.
ια΄ Ένας αδελφός συμβουλεύτηκε τον Αββά Μωυσή, λέγοντας: «Βλέπω μπροστά μου κάτι και δεν μπορώ να το πιάσω». Του λέγει ο γέρων: Αν δεν γίνης νεκρός όπως όσοι βρίσκονται σε τάφο, δεν μπορείς να το πιάσης».
ιβ'. Είπε ο Αββάς Ποιμήν, ότι ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Μωυσή, σε Σκήτη, με ποιόν τρόπο νεκρώνει τινάς τον εαυτό του απέναντι του πλησίον. Και του είπε ο γέρων, ότι, αν δεν βάλη τινάς στην καρδιά του ότι έχει ήδη τον εαυτό του τριήμερο σε τάφο, δεν φθάνει σ’ αυτό το κατόρθωμα.
ιγ . ’Έλεγαν για τον Αββά Μωυσή, σε Σκήτη, ότι, καθώς πήγαινε για την Πέτρα, κουράστηκε στον δρόμο. Και έλεγε μέσα του: «Πώς μπορώ εδώ να συνάξω το νερό όπου μου χρειάζεται;». Και του ήλθε φωνή όπου έλεγε: «Εισήλθε και καθόλου να μη φροντίσης». Εισήλθε λοιπόν. Και τον επισκέφθηκαν μερικοί πατέρες και δεν είχε παρά ένα μονάχα λαγήνι νερό. Και παίρνοντας απ’ αυτό με μικρό τάσι, σώθηκε το νερό. Ο δε γέρων στενοχωριόταν. Μπαίνοντας λοιπόν και βγαίνοντας, προσευχόταν στον Θεό.
Και να, σύννεφο βροχής ήλθε ακριβώς πάνω στην Πέτρα. Και γέμισε όλα του τα αγγεία. Και λέγουν ύστερα στον γέροντα: «Πες μας, γιατί έμπαινες και έβγαινες;». Και τους απαντά ο γέρων: «Παραπονιόμουν στον Θεό, λέγοντάς του, ότι με έφερε εδώ και να, δεν έχω νερό για να πιουν οι δούλοι σου. Γι’ αυτό έμπαινα και έβγαινα, παρακαλώντας τον Θεό, ωσότου μας έστειλε νερό».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)