Πνευματικός Λειμών Ιωάννου Μόσχου (ΕΠΕ Φιλοκαλία τόμος 2)
«Σ' εκείνη την έρημο ήταν κάποιος γέροντας Αβραάμης, άνδρας που είχε άσπρα μαλλιά, αλλά και ασπρώτερο φρόνημα, που έλαμπε από κάθε αρετή και ανάβλυζε πάντα το δάκρυ της κατανύξεως. Αυτός στην αρχή, αφού παρασύρθηκε από κάποια απλότητα, ανεχόταν να γιορτάζει το Πάσχα όπως προηγουμένως αγνοώντας, όπως φαίνεται, τα όσα είχαν νομοθετηθεί σχετικά μ’ αυτό από τους πατέρες στη Νίκαια, προτιμούσε να εφαρμόζει την παλαιά συνήθεια. Και πολλοί άλλοι εκείνη την εποχή έπασχαν από αυτή την άγνοια. Αλλά ο μεγάλος Μαρκιανός πολλές φορές προσπάθησε, χρησιμοποιώντας πολλά επιχειρήματα, να επαναφέρει τον γέροντα Αβραάμη στη συμφωνία της Εκκλησίας (διότι έτσι τον ονόμαζαν οι εντόπιοι). Επειδή όμως τον έβλεπε να μη πειθαρχεί, διέκοψε φανερά την επικοινωνία μαζί του. Αλλά αφού πέρασε καιρός, ο θεσπέσιος εκείνος άνδρας απέρριψε την επίμεμπτη συνήθεια και ασπάσθηκε τη συμφωνία της θείας εορτής˙ έτσι έψαλλε ομολογώντας «μακάριοι οι άμωμοι στο δρόμο, εκείνοι που βαδίζουν σύμφωνα με το νόμο του Κυρίου». Και αυτό είναι κατόρθωμα της διδασκαλίας του μεγάλου Μαρκιανού».
«ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 26
Κάποιος γέροντας, ονομαζόμενος Κυριακός, έμενε στην λαύρα του Καλαμώνα που βρίσκεται κοντά στον Ιορδάνη˙ ο γέροντας ήταν μεγάλος κατά Θεό. Αυτόν επισκέφτηκε κάποιος ξένος αδελφός, ονομαζόμενος Θεοφάνης, από τη χώρα του Δορά, για να συμβουλευθεί το γέροντα για το λογισμό πορνείας. Τότε ο γέροντας άρχισε να τον δυναμώνει με τους λόγους περί της σωφροσύνης και της αγνείας. Ο αδελφός τότε ωφεληθείς πολύ, λέει στον γέροντα.
Κύρι Αββά, εγώ στην πατρίδα μου έχω μυστηριακή κοινωνία με τους Νεστοριανούς και για αυτό το λόγο δεν μπορώ να μείνω εδώ˙ γιατί αλλιώς θα ήθελα να μείνω κοντά σου.
Μόλις άκουσε ο γέροντας το όνομα του Νεστορίου , κυριευθείς από λύπη για την καταστροφή του αδελφού, τον νουθετούσε και τον παρακαλούσε ν’ απομακρυνθεί από τη βλαβερή αυτή αίρεση και να επιστρέψει στην αγία καθολική και αποστολική Εκκλησία. Και του έλεγε.
Δεν υπάρχει άλλη σωτηρία, από το να έχει κανείς ορθά φρονήματα και να πιστεύει ότι η αγία Παρθένος Μαρία είναι πραγματικά Θεοτόκος.
Ο αδελφός λέει στον γέροντα.
Πραγματικά, κύρι Αββά, όλες oι αιρέσεις λένε τα ίδια. Δεν σώζεσαι αν δεν κοινωνείς μυστηριακά μαζί μας. Τι να κάνω λοιπόν δεν ξέρω εγώ ο ταπεινός. Προσευχήσου λοιπόν στον Κύριο, να με πληροφορήσει έμπρακτα ποιά είναι η αληθινή πίστη.
Ο γέροντας με χαρά δέχτηκε το λόγο του αδελφού και του λέει.
Μείνε στο κελλί μου και έλπιζε στο Θεό, ότι θα σου αποκαλύψει η αγαθότητά του την αλήθεια.
Αφήνοντας τον αδελφό στο σπήλαιό του, αναχώρησε στη Νεκρά θάλασσα, προσευχόμενος για τον αδελφό. Τη δεύτερη ημέρα κατά το απόγευμα βλέπει ο αδελφός κάποιον να στέκεται μπροστά του, φοβερός στην όψη, και να του λέει.
- Έλα και δες την αλήθεια.
Παίρνοντάς τον τότε τον οδηγεί σε σκοτεινό και άθλιο και καταφλεγόμενο τόπο και μέσα σ’ αυτή τη φλόγα του δείχνει τον Νεστόριο και τον Θεόδωρο, τον Ευτυχέα και τον Απολινάριο, τον Ευάγριο και τον Δίδυμο, τον Διόσκορο και τον Σευήρο , τον Άρειο και τον Ωριγένη και μερικούς άλλους. του λέει τότε αυτός που του εμφανίσθηκε.
Αυτός ο τόπος έχει ετοιμαστεί για τους αιρετικούς, για εκείνους που βλασφημούν την αγία Θεοτόκο και για εκείνους που ακολουθούν τα δόγματα αυτών. Αν λοιπόν σου αρέσει ο τόπος, μείνε πιστός στο δόγμα σου, αν πάλι δεν θέλεις να δοκιμάσεις αυτήν την κόλαση, πρόσελθε στην αγία καθολική Εκκλησία, στην οποία και ο γέροντας διδάσκει. Γιατί σε διαβεβαιώνω, πως αν ο άνθρωπος επιτελέσει όλες τις αρετές, αλλά δεν έχει ορθή πίστη, έρχεται στον τόπο αυτό.
Με τα λόγια αυτά ήρθε ο αδελφός στον εαυτό του. Όταν επέστρεψε ο γέροντας του διηγήθηκε όλα τα συμβάντα, όπως τα είδε. Προσήλθε τότε και κοινώνησε των μυστηρίων της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Έμεινε κοντά στον γέροντα στον Καλαμώνα, και αφού έζησε μαζί του αρκετά χρόνια, αναπαύθηκε ειρηνικά».
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36
Μας διηγήθηκε κάποιος από τους Πατέρες για τον μακάριο Εφραίμιο, τον πατριάρχη Αντιόχειας.
Ήταν πάρα πολύ ζηλωτής και θερμός για την ορθόδοξη πίστη. Όταν λοιπόν άκουσε μια μέρα για έναν στυλίτη στα μέρη Ιεραπόλεως και ότι ανήκει στους οπαδούς του Σευήρου και των Ακεφάλων, πήγε σ’ αυτόν θέλοντας να τον μεταστρέψει. Μόλις τον πλησίασε, άρχισε ο θειος Εφραίμιος να νουθετεί και να παρακαλεί τον στυλίτη να ξαναγυρίσει πίσω στον αποστολικό θρόνο και να γίνει κοινωνός της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. του απάντησε ο στυλίτης και του είπε.
- Εγώ δε θα δεχθώ έτσι στην τύχη συμμετοχή στη σύνοδο. Ο θειος Εφραίμιος του λέει.
Και πως θέλεις να σου αποδείξω ότι η αγία Εκκλησία έχει ελευθερωθεί με την χάρη του Κυρίου Ιησού Χριστού μας από κάθε ρύπο αιρετικής διδασκαλίας; Του λέει ο στυλίτης.
- Να ανάψομε φωτιά, πατριάρχη μου, και να μπούμε εγώ και συ και αν κάποιος βγει σώος, αυτός είναι ορθόδοξος και αυτόν οφείλομε ν’ ακολουθήσομε.
Αυτό το είπε για να φοβίσει τον πατριάρχη. Και απάντησε στο στυλίτη ο θειος Εφραίμιος.
- Τέκνο μου, έπρεπε να με ακούσεις σαν πατέρα σου και να μη ζητήσεις τίποτε παραπάνω από μένα. Επειδή όμως ζήτησες πράγμα που υπερβαίνει την αθλιότητά μου, το κάμνω κι αυτό με απόλυτη πίστη στους οικτιρμούς του Υιού του Θεού για τη σωτηρία της ψυχής σου. Τότε ο θείος Εφραίμιος λέει σε αυτούς που βρίσκονταν εκεί.
- Ας είναι ευλογημένος ο Κύριος, φέρτε εδώ ξύλα.
Και αφού ήρθαν τα ξύλα, τα άναψε ο πατριάρχης μπροστά στο στύλο και λέει στον στυλίτη.
Κατέβα και σύμφωνα με την σκέψη σου θα μπούμε και οι δύο.
Ο στυλίτης όμως τα έχασε με την πίστη του πατριάρχη στο Θεό και επειδή δεν ήθελε να κατεβεί, του λέει ο πατριάρχης. Εσύ δεν πρότεινες να γίνει αυτό; Και πώς τώρα δε θέλεις να το κάνεις; Τότε βγάζοντας το ωμοφόριο που φορούσε ο αρχιεπίσκοπος και πλησιάζοντας στη φωτιά, προσευχήθηκε, λέγοντας.
Κύριε, Ιησού Χριστέ ο Θεός μας, που καταδέχθηκες να σαρκωθείς αληθινά από την Δέσποινά μας την αγία Θεοτόκο και αειπαρθένο Μαρία, φανέρωσέ μας την αλήθεια.
Και αφού συμπλήρωσε την προσευχή, πέταξε το ωμοφόριό του στο μέσο της φωτιάς. Και αν και έκαψε η φωτιά τρεις ώρες περίπου και τα ξύλα τέλειωσαν, πήρε το ωμοφόριό του από τη φωτιά σώο και αβλαβές και ολόκληρο, χωρίς κάτι να βρεθεί πάνω του από τη φωτιά. Τότε ο στυλίτης, βλέποντας το γεγονός, βεβαιώθηκε πλήρως, και αφού αναθεμάτισε τον Σευήρο και την αίρεσή του, προσήλθε στην αγία Εκκλησία και κοινώνησε από τα χέρια του μακαρίου Εφραιμίου και δόξασε το Θεό».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 49
Ο πρεσβύτερος Αναστάσιος μας διηγήθηκε και αυτό.
Όταν έγινε δούκας της Παλαιστίνης ο Γήβημερ, πρώτα-πρώτα ήρθε να προσκυνήσει την αγία ανάσταση του Χριστού μας. Και καθώς πλησιάζει για να μπει, βλέπει ένα κριάρι να ορμά κατά πάνω του και να προσπαθεί να τον κομματιάσει. Αυτός κυριευμένος από μεγάλο φόβο τραβήχτηκε προς τα πίσω. Τότε ο Αζαρίας ο σταυροφύλακας που ήταν εκεί μπροστά καθώς και οι φύλακες του λένε.
-Τι συμβαίνει, άρχοντα; Γιατί δεν μπαίνεις; Απαντάει.
-Γιατί φέρατε εδώ μέσα αυτό το κριάρι;
Και αυτοί με έκπληξη μεγάλη έσκυψαν μέσα στον άγιο τάφο και επειδή τίποτα δεν είδαν τον προέτρεψαν να μπει, γιατί τίποτα τέτοιο δεν υπήρχε μέσα.
Ξαναπροσπάθησε τότε να μπει και πάλι όμως βλέπει το ίδιο κριάρι να ορμά επάνω του και να μην τον αφήνει να μπει. Επειδή αυτό έγινε πάρα πολλές φορές, και εκείνος βέβαια το έβλεπε, ενώ αυτοί που παραβρίσκονταν δεν έβλεπαν τίποτα, τότε ο σταυροφύλακας του λέει.
-Να είσαι σίγουρος πως κάτι, δέσποτα μου, υπάρχει στην ψυχή σου και γι’ αυτό σε εμποδίζει να προσκυνήσεις τον άγιο και ζωοποιό τάφο του Σωτήρα μας. θα πράξεις σωστά, αν το εξομολογηθείς στο Θεό. Επειδή είναι φιλάνθρωπος και επειδή θέλει να σε ελεήσει, σου έδειξε αυτό το σημάδι.
Αυτός τότε με δάκρυα πολλά του λέει.
-Απέναντι στον Κύριο είμαι ένοχος πολλών και μεγάλων αμαρτιών. Πέφτοντας τότε με το πρόσωπο στη γη έμεινε έτσι πολλή ώρα κλαίγοντας και εξομολογούμενος στο Θεό. Αφού σηκώθηκε προσπάθησε πάλι να μπει, αλλά δεν μπόρεσε, γιατί το κριάρι που είχε εμφανιστεί τον εμπόδιζε και πάλι καθόλου λιγότερο.
Τότε ο σταυροφύλακας του λέει.
- Οπωσδήποτε κάτι άλλο σε εμποδίζει. Και αυτός απαντά.
- Μήπως άραγε με εμποδίζει να μπω το ότι δεν είμαι κοινωνός της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, αλλά του Σευήρου; Αμέσως ζήτησε να μεταλάβει τα άγια και ζωοποιά μυστήρια του Χριστού του Θεού μας. Μόλις ήρθε το άγιο ποτήριο κοινώνησε, και έτσι μπήκε και προσκύνησε, χωρίς πλέον να βλέπει τίποτε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 147
Ο αββάς Μηνάς, ο κοινοβιάρχης του ίδιου κοινοβίου, μας διηγήθηκε και τούτο, πώς δηλαδή είχε ακούσει από τον ίδιο τον αββά Ευλόγιο, τον επίσκοπο Αλεξανδρείας, που έλεγε.
Πήγα στην Κωνσταντινούπολη στον αρχιδιάκονο της Ρώμης τον κυρό Γρηγόριο, άνδρα ενάρετο, και μας διηγήθηκε για τον αγιότατο και μακαριότατο Λέοντα, τον πάπα της Ρώμης, που αναφέρεται γραπτά σ’ επιστολή της Εκκλησίας της Ρώμης. Όταν έγραψε την επιστολή προς τον Φλαβιανό τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, εναντίον των κακωνύμων Ευτυχέως και Νεστορίου, έβαλε αυτό το γράμμα στον τάφο του κορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου και με δεήσεις και νηστείες και χαμευνίες παρακαλούσε τον πρωτοστάτη των μαθητών, λέγοντας.
-Σαν άνθρωπος παρέλειψα, εσύ όμως που σου έχει εμπιστευθεί ο Κύριος και Θεός και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός την Εκκλησία και τον θρόνο, διόρθωσε το.
Μετά σαράντα μέρες εμφανίσθηκε σ’ αυτόν ο Απόστολος και του λέει.
-Το διάβασα και το διόρθωσα.
Πράγματι αφού πήρε την επιστολή από τον τάφο του Αγίου Πέτρου, την άνοιξε και την βρήκε διορθωμένη από το χέρι του Αποστόλου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 178
Μας διηγήθηκε ο αββάς Γεώργιος, ο πρεσβύτερος του κοινοβίου των Σχολαρίων, τα εξής.
Στα Μονίδια έμενε κάποιος γέροντας πολύ φιλόπονος, ήταν όμως απρόσεκτος στη πίστη και όπου εύρισκε μεταλάμβανε χωρίς διάκριση. Μια μέρα παρουσιάσθηκε σ’ αυτόν άγγελος Κυρίου και του λέει.
-Πες μου, γέροντα, όταν πεθάνεις πως θέλεις να σε θάψομε; όπως θάβουν τους Αιγυπτίους μοναχούς ή όπως τους Ιεροσολυμίτες; Ο γέροντας του απάντησε.
-Δεν ξέρω. Τότε του λέει ο άγγελος.
-Σκέψου και μετά τρεις εβδομάδες έρχομαι και μου το λες. Πήγε τότε ο γέροντας σ’ άλλον και του διηγήθηκε εκείνα που άκουσε από τον άγγελο. Μόλις τα άκουσε ο γέροντας έμεινε έκθαμβος και έχοντας στραμμένο το βλέμμα προς αυτόν για πολλή ώρα, παρακινημένος από το Θεό του λέει.
-Πού μεταλαμβάνεις τα άγια μυστήρια; Του αποκρίθηκε.
-Όπου βρω. Τότε ο γέροντας του λέει.
Μη θελήσεις ποτέ να κοινωνήσεις έξω από την αγία καθολική και αποστολική Εκκλησία, η οποία πιστεύει σε τέσσερις άγιες συνόδους, στη σύνοδο της Νίκαιας των 318, της Κωνσταντινουπόλεως των 150 πατέρων, της Εφέσου την πρώτη των 200 πατέρων και της Χαλκηδόνας των 630 πατέρων. Όταν έρθει ο άγγελος να του πεις. Θέλω, όπως οι Ιεροσολυμίτες.
Μετά λοιπόν από τρεις εβδομάδες ήρθε ο άγγελος και λέει στο γέροντα.
-Τι έγινε, γέροντα; σκέφθηκες; Ο γέροντας του λέει.
-Θέλω όπως οι Ιεροσολυμίτες. του λέει τότε ο άγγελος
-Καλώς, καλώς.
Αμέσως παρέδωσε την ψυχή του. Και έγινε όλο αυτό, για να μη χάσει ο γέροντας τους κόπους του και κατακριθεί σαν αιρετικός.