ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Άραγε με θυμόσασταν κατά τον ενδιάμεσο αυτό χρόνο που χωρίστηκα από σας; Γιατί εγώ ποτέ δεν μπόρεσα να σας ξεχάσω, αλλ’ αν και άφησα την πόλη, όμως δεν άφησα τη θύμησή σας, και όπως αυτοί που αγαπούν τα ωραία σώματα, όπου και αν πάνε, φέρνουν μαζί τους το πρόσωπο που ποθούν, έτσι λοιπόν και εγώ, επειδή αγάπησα την ομορφιά της ψυχής σας, φέρνω πάντοτε μαζί μου την ομορφιά της ψυχής σας. Και όπως ακριβώς οι ζωγράφοι, αναμειγνύοντας διάφορα χρώματα, φτιάχνουν τις εικόνες των ανθρώπων, έτσι και εγώ, αφού ανάμειξα, σαν διάφορα χρώματα της αρετής, το ενδιαφέρον σας για τις συγκεντρώσεις μας, την προθυμία σας για την ακρόαση, την αγάπη σας για τον ομιλητή, και όλα τα αλλά σας κατορθώματα, και ζωγράφισα την εικόνα της ψυχής σας και την τοποθέτησα μπροστά στα μάτια της διάνοιάς μου, έπαιρνα με τη φαντασία αυτή μεγάλη παρηγοριά στο χωρισμό αυτό.
Έτσι λοιπόν κι όταν έμενα στο σπίτι και όταν απουσίαζα, και όταν βάδιζα κι όταν αναπαυόμουν, κι όταν έμπαινα κι όταν έβγαινα, έφερνα συνέχεια στη φαντασία μου την αγάπη σας και έβρισκα ευχαρίστηση σ’ αυτές τις ονειροπολήσεις, όχι μόνο την ημέρα, αλλά και τη νύχτα. Και εκείνο που είπε ο Σολομών, «εγώ κοιμάμαι και η καρδιά μου αγρυπνεί» , αυτό πάθαινα κι εγώ τότε. Η ανάγκη δηλαδή του ύπνου βάραινε τα βλέφαρά μου, αλλ’ η τυραννική δύναμη της αγάπης σας απομάκρυνε τον ύπνο από τα μάτια της ψυχής μου, και πολλές φορές νόμιζα πώς μιλούσα μαζί σας. Γιατί η φύση της ψυχής είναι τέτοια, ώστε να βλέπει τη νύχτα στο όνειρό της όσα σκέφτεται την ημέρα, πράγμα που συνέβαινε τότε και σ’ εμένα. Κι ενώ δεν σας έβλεπα με τα μάτια του σώματος, σας έβλεπα με τα μάτια της αγάπης, κι ενώ δεν βρισκόμουν κοντά σας μετά το σώμα, βρισκόμουν κοντά σας με τη διάθεση, και στ’ αυτιά μου αντηχούσε πάντοτε η φωνή σας. Γι’ αυτό, αν και η σωματική αρρώστια μ’ ανάγκαζε να μένω εκεί περισσότερο, ωφελούμενος στην υγεία του σώματος από τον καθαρό αέρα, η δύναμη της αγάπης σας δε το ανεχόταν αυτό, αλλά κραύγαζε δυνατά και δεν έπαψε να με ενοχλεί, ώσπου μ’ έπεισε να φύγω και πριν από την ώρα που έπρεπε, κάμνοντας με να θεωρήσω σαν υγεία κι ευχαρίστηση και οτιδήποτε άλλο αγαθό τη συντροφιά σας.
Σ’ αυτή τη φωνή υπάκουσα εγώ και προτίμησα να επιστρέψω έχοντας τα υπολείμματα της αρρώστιας, παρά να θεραπευθώ τελείως από την ασθένεια του σώματος και να λυπήσω πολύ περισσότερο την αγάπη σας. Καθόσον παραμένοντας εκεί άκουα τις κατηγορίες σας, αλλά και επιστολές η μία πίσω από την άλλη μετέφερναν τα παράπονά σας˙ φυσικά εγώ πρόσεχα πολύ περισσότερο εκείνους που κατηγορούσαν, παρά εκείνους που επαινούσαν, γιατί οι κατηγορίες εκείνες προέρχονταν από ψυχή που ξέρει ν’ αγαπά. Και για όλα αυτά σηκώθηκα κι έτρεξα, για όλα αυτά ποτέ δεν μπόρεσα να σας βγάλω από το νου μου. Και τι το αξιοθαύμαστο είναι εάν εγώ, μένοντας στην εξοχή και απολαμβάνοντας την ησυχία, είχα διαρκώς στη μνήμη μου την αγάπη σας, τη στιγμή βέβαια που ο Παύλος, αν και ήταν αλυσοδεμένος και έμεινε στη φυλακή και έβλεπε αμέτρητους κινδύνους να υψώνονται μπροστά του, ζώντας στη φυλακή σαν να ζούσε μέσα σε λιβάδι, έτσι είχε στη μνήμη του τους αδελφούς και γράφοντας έλεγε, «και είναι σωστό να σκέφτομαι έτσι για όλους εσάς, γιατί σας έχω στην καρδία μου και στα δεσμά μου και κατά την απολογία μου και κατά την κήρυξη και βεβαίωση του Ευαγγελίου»;
Απ’ έξω η αλυσίδα εκ μέρους των εχθρών, κι από μέσα η αλυσίδα της αγάπης των μαθητών˙ αλλ’ η εξωτερική ήταν φτιαγμένη από σίδηρο, ενώ η εσωτερική φτιαγμένη από αγάπη˙ και εκείνην βέβαια πολλές φορές την έβγαλε από πάνω του, ενώ αυτήν ποτέ δεν την διέρρηξε, αλλ’ όπως ακριβώς οι γυναίκες εκείνες που δοκίμασαν τους πόνους του τοκετού κι έγιναν μητέρες, όπου κι αν βρίσκονται είναι δεμένες διαρκώς με τα παιδιά που γέννησαν, έτσι και ο Παύλος, ή καλύτερα και πολύ περισσότερο απ’ αυτές ήταν πάντοτε πολύ περισσότερο αφοσιωμένος στους μαθητές του, και τόσο περισσότερο, όσο τα φυσικά τέκνα είναι πιο αγαπητά από τα πνευματικά. Γιατί κι αυτός πόνεσε γι’ αυτούς όχι μια φορά, αλλά και για δεύτερη φορά, και βροντοφώναζε, λέγοντας˙ «τέκνα μου, που πάλι πονώ υπερβολικά για σας».
Αν και βέβαια αυτό δεν θα ήταν δυνατό να το πάθει ποτέ η γυναίκα, ούτε και να υποστεί τους ίδιους πάλι πόνους, αλλ’ ο Παύλος υπέμεινε αυτό, που δεν είναι δυνατό να το δει κανείς στη φύση, το να δεχθεί δηλαδή και πάλι στην κοιλιά της εκείνους που τους γέννησε μια φορά, και να υπομείνει τους φοβερούς πόνους γεννώντας και πάλι αυτούς. Γι’ αυτό και έλεγε, θέλοντας να τους κάνει να νιώσουν ντροπή, «που πάλι πονώ υπερβολικά για σας»˙ σα να έλεγε δηλαδή˙ ‘λυπηθείτε με˙ κανένας γιος δεν ξέσχισε με τους πόνους του τοκετού για δεύτερη φορά τη μητρική κοιλιά, πράγμα που σεις μ’ αναγκάζετε να πάσχω˙ αν και βέβαια εκείνοι οι πόνοι προξενούν πόνο μια στιγμή μόνο, και μόλις το παιδί βγει από την κοιλία, εξαφανίζονται κι εκείνοι, ενώ μ’ αυτούς τους πόνους δεν συμβαίνει το ίδιο, αλλά διαρκούν και μήνες ολόκληρους’˙ και πραγματικά ο Παύλος πολλές φορές υπόφερε ολόκληρο χρόνο από τους πόνους και δε γεννούσε τους κυομένους˙ και εκεί βέβαια ο πόνος είναι σαρκικός, ενώ εδώ οι φοβεροί πόνοι δε βασανίζουν την κοιλιά, αλλά κατακομματιάζουν την ίδια τη δύναμη της ψυχής.
Και για να μάθεις, ότι αυτοί οι πνευματικοί πόνοι είναι φοβερώτεροι, ποιός ποτέ ευχήθηκε να υπομείνει τη γέεννα προς χάρη των παιδιών που γέννησε; Όμως αυτός δεν προτιμά μόνο να υπομείνει τη γέεννα, αλλά και εύχεται να γίνει ανάθεμα και ν’ αποχωρισθεί από το Χριστό, ώστε να μπορέσει ν’ αναγεννήσει τους Ιουδαίους, για τους οποίους πονούσε πάρα πολύ πάντοτε και διαρκώς, και επειδή δε συνέβαινε αυτό, έλεγε με αφόρητο πόνο˙ «αισθάνομαι μεγάλη λύπη και αδιάκοπη οδύνη στην καρδιά μου». Και εδώ πάλι˙ «τέκνα μου, που για σας πάλι πονώ, μέχρι που να μορφωθεί μέσα σας ο Χριστός». Τι θα μπορούσε να υπάρξει πιο μακάριο από την κοιλιά εκείνη, που μπορούσε να γεννήσει τέτοια παιδιά, ώστε να έχουν μέσα τους το Χριστό; και τι πιο εύφορο απ’ αυτήν που αναγέννησε ολόκληρη την οικουμένη; Και ακόμα τι πιο δυνατό απ’ αυτήν, που μπόρεσε εκείνους που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, αλλ’ αποβλήθηκαν σαν εκτρώματα, να τους αναλάβει και πάλι και να τους αναπλάσει με ουράνια μορφή; γιατί αυτό είναι αδύνατο στους φυσικούς τόκους. Γιατί όμως δεν είπε, «τέκνα μου, που πάλι σας αναγεννώ», αλλ’ είπε «που πονώ για σας»; Αν και βέβαια αλλού λέγει ότι τους γεννά˙ «γιατί σας γέννησα με τη χάρη του Ιησού Χριστού». Εκεί ήθελε να δείξει μόνο τη συγγένεια, ενώ εδώ φρόντιζε να παραστήσει και τον πόνο.
Και πώς ονομάζει ‘τέκνα’ εκείνους που δεν είχαν ακόμα γεννηθεί; γιατί, εφόσον πονούσε, δεν τους είχε γεννήσει ακόμα˙ πώς λοιπόν τους ονομάζει ‘τέκνα’; Για να μάθεις, ότι δεν ήταν αυτή η πρώτη φορά που πονούσε γι’ αυτούς, πράγμα που ήταν ικανό να τους κάνει να ντραπούν. Καθόσον λέγει, έγινα μια φορά πατέρας και υπέμεινα τους πόνους που όφειλα για σας, και σεις γίνατε τέκνα μου μια φορά˙ πώς λοιπόν πάλι μου προξενείτε πόνους για δεύτερη φορά; είναι αρκετοί οι πόνοι που ένιωσα όταν σας γέννησα στην αρχή γιατί με βασανίζετε πάλι με αβάσταχτους πόνους; Γιατί η πτώση των πιστών δεν προξενούσε σ’ αυτόν λιγότερο πόνο από εκείνον που του προξενούσαν εκείνοι που δεν είχαν πιστέψει ακόμα. Πραγματικά ήταν ανυπόφορο να τους βλέπει να ξαναγυρίζουν και πάλι στην ασέβεια μετά τη συμμετοχή τους σε τέτοια μυστήρια˙ γι’ αυτό και ήταν υπερβολικά οδυνηρό και περισσότερο από κάθε γυναίκα κραύγαζε με ανυπόφορη θλίψη, λέγοντας˙ «τέκνα μου, που για σας πάλι πονώ ανυπόφορα, μέχρι που να μορφωθεί μέσα σας ο Χριστός». Και αυτό το έλεγε, θέλοντας συγχρόνως και να τους ενθαρρύνει και να τους φοβίσει˙ γιατί με το να τους δείξει ότι δεν είχε μορφωθεί μέσα τους ο Χριστός τους προξενούσε αγωνία και φόβο, ενώ με το να δείξει ότι αυτός είναι δυνατό να μορφωθεί μέσα τους, τους έδινε πάλι θάρρος. Γιατί το να πει, «μέχρι που να μορφωθεί», δείχνει και τα δύο αυτά, και ότι δηλαδή δεν έχει ακόμα μορφωθεί μέσα τους, και ότι είναι δυνατό να μορφωθεί πάλι. Γιατί, εάν δεν ήταν δυνατό, άδικα έλεγε προς αυτούς, «μέχρι που να μορφωθεί μέσα σας ο Χριστός», και τους έτρεφε με μάταιες ελπίδες.(ΕΠΕ, 30-87-95)
Όταν μελετούσα το βίο του αγαπημένου μου Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση πως επειδή, κατά την παράδοση που αναφέρει ο Βίος, όταν αποφάσιζαν οι Απόστολοι προς τα πού θα κινηθούν για να διδάξουν το Ευαγγέλιο και σ ‘ αυτόν είχε τύχει η Έφεσος, εκείνος γόγγυσε μέσα του και δυσανασχέτησε γιατί οι Εφέσιοι είχαν πολύ κακή φήμη! Και εξαιτίας αυτού του γογγυσμού, πληροφορήθηκε από το Χριστό πως θα δυσκολευτεί πολύ να φτάσει στην Έφεσο. Και όντως θαλασσοδέρνονταν πολλές μέρες με το μαθητή του τον Πρόχορο και κινδύνεψαν και οι δύο να πνιγούν. Απόρησα πολύ με αυτό. Πήγα στην εικόνα του Χριστού και Τον ρώτησα : ‘ Χριστούλη μου, τον Ιωάννη Σου, τον αγαπημένο Σου που ήταν πάντα δίπλα Σου γιατί τον ταλαιπώρησες τόσο πολύ για ένα γογγυσμό;’ Καθόμουν, κοίταζα την εικόνα του Χριστού και περίμενα απάντηση αρκετή ώρα. Κάποια στιγμή έρχεται στο δωμάτιο η σύζυγος μου και μου λέει : «Φεύγω, το νου σου στο πλυντήριο!» Λέω μέσα μου «να αφήσω την προσευχή και να πάω στο πλυντήριο; άλλο πάλι και τούτο». Όμως επειδή βασική αρχή στο γάμο μας είναι να κόβουμε το θέλημα μας από αγάπη προς τον άλλο, σηκώθηκα και πήγα στο πλυντήριο…
Και τότε κατάλαβα! ΄Εβλεπα τα ρούχα να στροβιλίζονται στον κάδο και σκεφτόμουν τον Ιωάννη στη θάλασσα. Είναι δυνατόν να φορέσουμε το αγαπημένο μας ρούχο, ένα κατάλευκο και μονάκριβο ρούχο με ένα λεκέ έστω και μικρό; Όχι! Έτσι λοιπόν έκανε και ο Χριστός με τον Ιωάννη Του! Τον καθάριζε ώστε να είναι ολόλευκος κι αστραφτερός! Κι έτσι φυσικά κάνει με όλους μας. Κάποιες φορές διαμαρτυρόμαστε και λέμε: ‘ γιατί σ’ εμένα αυτό ;’ ή ‘ όλο θλίψεις, αναποδιές και δυσκολίες… μήπως δεν μ’ αγαπάει ο Χριστός; Μήπως με εκδικείται;’ Είναι δυνατόν να σκεφτόμαστε αυτά; Δεν μας αγαπάει ο Χριστός μας; Ας μην ξεχνάμε ούτε για μια στιγμή ποιος είναι και τι έκανε και συνεχίζει να κάνει για μας! Μας αγαπάει με αγάπη ανείπωτη και μας θέλει πεντακάθαρους! Ένα πράγμα μόνο χρειάζεται… να Του έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη και να αφεθούμε σ’ Αυτόν ολοκληρωτικά! Να είμαστε ρούχα δικά Του!
Κι Αυτός ξέρει πότε θα μας βάλει στο πλυντήριο, σε πόσους βαθμούς, τι απορρυπαντικό και τι μαλακτικό θα χρησιμοποιήσει. Γι’ αυτό στις δυσκολίες να χαιρόμαστε και να δοξολογούμε τον Τριαδικό Θεό μας απ’ τα βάθη της καρδιάς μας. Οι θλίψεις, οι αδικίες, οι δύσκολοι άνθρωποι είναι τα απορρυπαντικά του Χριστού μας και η Εκκλησία το πλυντήριο Του! Να έχουμε λοιπόν εκεί το νου μας και να μη σαλευόμαστε ακόμα κι αν αυτά που μας συμβαίνουν φαίνονται αβάσταχτα. Ακόμα κι αν νιώθουμε να μας συνθλίβουν τόσο πιο πολύ να δοξολογούμε τον Κύριο! Γιατί σ’ αυτές τις περιπτώσεις μας ξεπλένει με τα ίδια Του τα χέρια!(Κ.Δ.Κ)
Ένα ποίημα αφιερωμένο στο όσιο Γέροντα Ευμένιο Σαριδάκη
Δεν θυμάμαι την ακριβή ημερομηνία.
Με τους αριθμούς άλλωστε δεν τα πάω καλά.
Έχουν πολύ λογική και με κουράζουν.
Μα εκείνο που σίγουρα θυμάμαι
είναι ότι σαν ήρθε το μακάριο λείψανο στο νησί μας
μετά από διήμερο προσκύνημα στην πρωτεύουσα,
ανέβηκα στο χωριό να δω έναν Άγιο.
Δεν είναι δα και τόσο συχνό το φαινόμενο!!!
Όταν πλησίασα κοντά του,
μια λάμψη που έκαιγε κάθε δισταγμό και λογοκρατούσα συνήθεια
φάνηκε ηχηρά στο πρόσωπό του.
Όχι !!!! Δε την έβλεπα μονάχα εγώ.
Ήταν πολλοί εκεί με αναμμένα τα κεριά
και πληγωμένη την καρδιά.
Έλαμπε!!!!!!
Μα η λάμψη αυτή δεν είχε κάτι από αυτή εδώ την κτίση.
Δεν ήταν φως σε δικό μας ουρανό.
Μήτε μορφή από εκείνες που στολίζουν τους τοίχους του χώρου και του χρόνου μας.
Δεν ήταν κορνίζα, για να ξυπνάει την λήθη και την μοναξιά του χωρισμένου.
Ήταν φως εκ φωτός. Λάμψη λαμπρής κοσμημένης.
Μα πιο πολύ από όλα, εκείνο που σταμάτησε της λογικής τους ήχους,
σώπασε και ηρέμησε,
εσώτερες φωνές των απειθών λογισμών μου,
…τα πόδια τα κουρασμένα του Αγίου.
Ήταν ζεστά και μαλακά σαν την καρδιά του,
κι όμως είχαν περάσει τρεις μέρες που είχε κοιμηθεί !!!
(π. Λίβυος)
Η τρίχρονη ανομβρία
Ο μαθητής του Μ. Αντωνίου όσιος Ιλαρίων (†371), που ονομάσθηκε κι αυτός Μέγας, μεταφύτεψε τον αρχέγονο αιγυπτιακό μοναχισμό στην ιερή γη της Παλαιστίνης.
Όταν αργότερα επέστρεψε στην περιοχή της Θηβαΐδος, εκεί που ασκήτεψε ο διδάσκαλός του, βρήκε τους κατοίκους σε απόγνωσι… Είχε να βρέξη τρία χρόνια! Απλώθηκε έτσι ένας φοβερός λιμός. Όλα τα σπαρτά είχαν κατακαή από τον τροπικό ήλιο και τα ζώα άρχισαν να ψοφούν από την πείνα!
Μόλις οι κάτοικοι της Θηβαΐδος πληροφορήθηκαν την άφιξι του οσίου Ιλαρίωνος συγκεντρώθηκαν μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, και ήρθαν να τον συναντήσουν. Η ταλαιπωρία τους από τον λιμό ήταν φανερή στα λιπόσαρκα κορμιά τους. Έπεσαν στα πόδια του και τον παρακάλεσαν:
- Σπλαχνίσου μας στη δυστυχία που μας βρήκε! Προσευχήσου στον Κύριο να λιγοστέψη την οργή του και να χαρίση ευεργετική βροχή στην κατετραμμένη χώρα μας.
Ο όσιος, βλέποντάς τους όλους αδύναμους και σκελετωμένους, αναστέναξε, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό, ύψωσε τα χέρια του και προσευχήθηκε θερμά στον Θεό να λυπηθή τους δούλους του και να δώση βροχή, να δροσίση την ξεραμένη γη.
Δεν πρόφθασε να τελειώση την προσευχή του και ξέσπασε μπόρα!
Την εκπληκτική αυτή ευεργεσία διαδέχθηκε ένας παράδοξος πειρασμός. Μόλις σταμάτησε η ζωογόνα βροχή, εμφανίσθηκαν αναρίθμητα δηλητηριώδη ερπετά και άρχισαν να δαγκώνουν τους ανθρώπους. Πολλοί τότε πληγωμένοι έπεφταν κάτω λιπόθυμοι. Βλέποντας ο όσιος Ιλαρίων τη νέα αναπάντεχη συμφορά πήρε λάδι, επικαλέσθηκε το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και άλειφε μ’ αυτό τους πληγωμένους. Η θεραπεία ήταν άμεση! Όλοι δόξαζαν τον Θεό και ευγνωμονούσαν τον άγιο δούλο του.
(Βίος οσίου Ιλαρίωνος)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 107-108)
Ο Γέροντας Πορφύριος έλεγε για τον Γέροντα Ευμένιο: «Να πηγαίνετε να παίρνετε την ευχή του Γέροντα Ευμένιου, γιατί είναι ο κρυμμένος Άγιος των ημερών μας. Σαν τον Γέροντα Ευμένιο βρίσκει κανείς κάθε διακόσια χρόνια».
Στο Νοσοκομείο Λοιμωδών ευτύχησε να γνωρίσει το λεπρό άγιο μοναχό Νικηφόρο, που, αν και τυφλός από την ασθένειά του, έγινε μεγάλος πνευματικός πατέρας των χριστιανών και δάσκαλος του Γέροντα Ευμένιου.
Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» και την 23η Μαίου 1999 παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο και τάφηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του, στον τόπο που γεννήθηκε (στην Εθιά).
H προσευχή του Γέροντα (" Και εχάρη ο Θεός ") :
Η μυστική ζωή του αγίου Γέροντα (οι προσωπικοί ασκητικοί αγώνες του) δεν είναι ευρύτερα γνωστή. Όμως έχει ιδιαίτερη σημασία η παρακάτω προσευχή του, που περιλαμβάνεται, μαζί με πολλά άλλα στοιχεία για τη ζωή του και μαρτυρίες πολλών ανθρώπων που τον γνώρισαν (και πολλές μαρτυρίες για τα αγιοπνευματικά καί θαυματουργικά χαρίσματά του, στο εξαιρετικό βιβλίο του Σίμωνος Μοναχού π. Ευμένιος - Ο κρυφός άγιος της εποχής μας, σελ. 133-134).
Διηγείται σχετικά ο μητροπολίτης Μόρφου της Κύπρου Νεόφυτος.
«Ένα πολύ σημαντικό περιστατικό, που θυμούμαι από τον γέροντα Ευμένιο, είναι μία προσευχή του έκανε: "Κύριε Ιησού Χριστέ, θέλω να σώσεις όλους τους ανθρώπους".
"Κι εχάρη ο Θεός", μου έλεγε.
"Και μετά είπα:
"Κύριε Ιησού Χριστέ, θέλω να σώσεις όλους τους Καθολικούς. Και όλους τους Προτεστάντες, Χριστέ μου, θέλω να σώσεις". Κι εχάρη ο Θεός.
"Θέλω να σώσεις και τους μουσουλμάνους και όσους ανήκουν σε όλες τις θρησκείες, και τους αθέους ακόμα θέλω να σώσεις". Κι εχάρη πολύ ο Θεός.
Και του είπα: "Χριστέ μου, θέλω να σώσεις όλους τους απ' αιώνες κεκοιμημένους από Αδάμ μέχρι τώρα". Κι εχάρη ο Θεός πολύ.
Και είπα: "Θεέ μου, θέλω να σώσεις και τον Ιούδα". Και στο τέλος είπα: "Θέλω να σώσεις και τον διάβολο". Κι ελυπήθη ο Θεός".
Του λέω:
---"Γιατί λυπήθηκε ο Θεός;".
---"Διότι θέλει ο Θεός και δεν θέλουν αυτοί" μου απάντησε, "δεν υπάρχει ίχνος καλής θελήσεως σωτηρίας στον διάβολο".
"Καλά" του είπα, "πώς κατάλαβες εσύ πότε ο Θεός χαιρόταν και πότε ελυπήθη;".
Και μου λέει: "Άμα η καρδιά σου γίνει ένα με την καρδία του Χριστού, αισθάνεσαι αυτά που αισθάνεται".
Δηλαδή αντιλαμβάνεσαι τι εύρος είχεν η καρδία αυτού του ανθρώπου;
Αυτό είναι από τα πιο δυνατά που έχω ακούσει και δεν το έχω ακούσει από κανέναν άλλον. Κι αυτό το καταλάβαινε από την ένταση της Χάριτος. Ανάλογα με τον βαθμό της Χάριτος αντιλαμβανόταν την λύπη ή την χαρά Του, σ' αυτό που ο ίδιος έλεγε ή έκανε».
Πάλι ιπποδρομίες και θέατρα σατανικά και η συγκέντρωσή μας γίνεται μικρότερη. Γι’ αυτό και εγώ, φοβούμενος την αδιαφορία που δημιουργείται από την άνεση και την αφοβία, σας συμβούλευσα από πριν και παρακάλεσα την αγάπη σας ούτε τον πλούτο που συγκεντρώσατε από τη νηστεία να τον διασκορπίσετε, ούτε να προσθέσετε στον εαυτό σας την από τα σατανικά θέατρα καταστροφή, και όπως φαίνεται δεν αποκομίσατε κανένα κέρδος. Γιατί να, μερικοί που άκουσαν τη διδασκαλία μου εκείνη παρασύρθηκαν σήμερα και, αφού εγκατέλειψαν την πνευματική αυτή ακρόαση, έτρεξαν εκεί, απορρίπτοντας μέσα σε μια στιγμή από τη σκέψη τους όλα, την ανάμνηση δηλαδή της αγίας τεσσαρακοστής, τη σωτήρια εορτή της αναστάσιμης ημέρας, την φρικτή και απόρρητη κοινωνία των θείων μυστηρίων, τη συνέχεια της δικής μου διδασκαλίας.
Με ποιά λοιπόν, πες μου, προθυμία να συνεχίσω πια τη συνηθισμένη διδασκαλία, βλέποντας να μη κερδίζετε τίποτε επί πλέον από τα λεγόμενά μου, αλλά όσο περισσότερο παρατείνεται η διδασκαλία μου, τόσο και πιο πολύ αυξάνεται, όπως θα μπορούσα να πω, η αδιαφορία σας, πράγμα που και σε μένα κάμνει μεγαλύτερο τον πόνο και σ’ εκείνους προξενεί μεγαλύτερη κατάκριση; Ή καλύτερα δεν μου προξενεί μόνο πόνο, αλλά και η λύπη μου γίνεται μεγαλύτερη. Γιατί, όπως ακριβώς ο γεωργός όταν δει μετά τους πολλούς κόπους και μόχθους να μη παρέχει η γη τίποτε άξιο των κόπων του, αλλά να είναι άγονη σαν πέτρα, γίνεται στη συνέχεια πιο απρόθυμος για την καλλιέργεια αυτής, βλέποντας τον εαυτό του άδικα και στα χαμένα να κοπιάζει. Κατά τον ίδιο λοιπόν τρόπο και ο δάσκαλος, όταν δει τους μαθητές του μετά τη μεγάλη φροντίδα και τη συνεχή διδασκαλία να δείχνουν την ίδια αδιαφορία, δε θα μπορέσει ποτέ στη συνέχεια με την ίδια προθυμία να συνεχίσει την πνευματική διδασκαλία, αν και βέβαια στην περίπτωση αυτή δεν μειώνεται η αμοιβή για τους κόπους του από την αδιαφορία των ακροατών.
Γιατί στην περίπτωση της πνευματικής διδασκαλίας δεν συμβαίνει το ίδιο με εκείνο που συμβαίνει με τη γη. Στην περίπτωση δηλαδή της γης όταν αυτή διαψεύσει τις ελπίδες ο γεωργός γυρίζει στο σπίτι με άδεια χέρια, μη μπορώντας να βρει καμιά παρηγοριά για τους κόπους του, ενώ εδώ δεν συμβαίνει το ίδιο, αλλά κι αν ακόμη δείχνουν οι μαθητές την ίδια αδιαφορία, κι αν ακόμη δεν ωφελείται κανένας από τα λεγόμενα, όταν ο δάσκαλος δεν παραλείπει τίποτε από εκείνα που πρέπει να κάμνει, και τότε απολαμβάνει πλουσιοπάροχα τις αμοιβές των κόπων του, γιατί ο φιλάνθρωπος Θεός δεν μειώνει τις αμοιβές των κόπων του εξ αιτίας της αδιαφορίας εκείνων, αλλ΄ είτε ακούουν είτε δεν ακούουν, παρέχει πλούσιες τις ανταμοιβές.
Αλλ΄ επειδή δεν σκέπτομαι αυτό μόνο, εάν μας επιφυλάσσονται ακέραια τα των μισθών και των ανταμοιβών, αλλά μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ και το δικό σας κέρδος και η δική σας ωφέλεια, θεωρώντας ζημιά μου τη δική σας αδιαφορία, γι’ αυτό αναλογίζομαι ότι και μειώνεται η δική μου ηδονή και μάλιστα όταν σκεφθώ ότι αυτό ακριβώς θα γίνει αιτία μεγαλύτερης καταδίκης για εκείνους που μετά από τόσες συμβουλές δείχνουν την ίδια αδιαφορία και δεν θέλουν να κερδίσουν τίποτε από τη συνεχή διδασκαλία.
Και αυτό ακριβώς που έλεγε ο Χριστός για τους Ιουδαίους, «αν δεν ερχόμουν και δεν τους μιλούσα, αμαρτία δε θα είχαν, τώρα όμως δεν έχουν δικαιολογία για την αμαρτία», αυτό ταιριάζει και εγώ να πω τώρα για εκείνους που προτίμησαν αντί της εδώ συγκεντρώσεως τις έξω διασκεδάσεις, τις επιβλαβείς συγκεντρώσεις, τις ιπποδρομίες και τα θέατρα του διαβόλου. Αν δεν φρόντιζα από πριν να τους συμβουλεύσω τόσο πολύ, όλο τον καιρό να φωνάζω και να τους παρακαλώ σαν τα μικρά παιδιά, έτσι καθημερινά να τους προτρέπω με τη συνεχή διδασκαλία προς την οδό της αρετής, δείχνοντας της κακίας την καταστροφή, διαγείροντάς τους να διωρθώσουν τα πταίσματα που ήδη διέπραξαν, αν λοιπόν δεν τα είχα κάνει όλα αυτά από πριν, ίσως κάποιος θα μπορούσε να τους συγχωρήσει.(ΕΠΕ, 30,453-457)
Γι’ αυτό άνθιζαν τα δικά μας πράγματα κατά τους καιρούς εκείνους, γιατί έτσι συνδέονταν οι μαθητές με τους διδασκάλους και οι διδάσκαλοι με τους μαθητές. Γιατί βέβαια ο Παύλος δε μιλάει μόνο γι’ αυτούς αλλά και για πολλούς άλλους. Πραγματικά γράφοντας στους Εβραίους, στους Θεσσαλονικείς και στους Γαλάτες, μαρτυρεί μεγάλη επίθεση πειρασμών σε όλους και δείχνει με όσα έγραφε πως και διώκονταν και εξορίζονταν από την πατρίδα τους και έχαναν τις περιουσίες τους και κινδύνευε ακόμη και η ζωή τους. Και όλη τους η ζωή ήταν γεμάτη αγώνες και δε θα απέφευγαν να ακρωτηριασθούν ακόμη και τα ίδια τα μέλη τους για χάρη των διδασκάλων.
Γράφοντας λοιπόν στους Γαλάτες έλεγε «γιατί βεβαιώνω για σας πώς αν ήταν δυνατό θα βγάζατε τα μάτια σας και θα μου τα δίνατε». Και τον Επαφρά επίσης, που βρισκόταν στις Κολοσσές, τον επαινεί πάλι για τα ίδια πράγματα, αφού είπε «αρρώστησε και κινδύνεψε να πεθάνει, αλλά ο Θεός τον ελέησε και όχι μόνο αυτόν, αλλά και εμένα, για να μη μου προστεθεί λύπη επάνω σε άλλη». Και είπε έτσι δείχνοντας πώς δίκαια επρόκειτο να λυπηθεί για το θάνατο του μαθητή του. Και την αρετή του πάλι αποκαλύπτει σε όλους, λέγοντας τα εξής: «πλησίασε να πεθάνει, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή του, για να αναπληρώσει την έλλειψη της υπηρεσίας σας προς εμένα». Τί μπορεί να υπάρξει πιο μακάριο από εκείνους και τί πιο άθλιο από μας; γιατί εκείνοι πρόσφεραν για τους διδασκάλους τους και το αίμα και τη ζωή τους, ενώ εμείς δεν τολμούμε πολλές φορές ούτε ένα απλό λόγο να πούμε για τους κοινούς πατέρες, αλλά ακούοντας να βλασφημούνται και να κακολογούνται πολύ και από τους δικούς μας και από τους ξένους, δεν αποστομώνουμε εκείνους που τα λέγουν, δεν τους εμποδίζομε, δεν τους ελέγχουμε.
Και μακάρι λοιπόν να μην αρχίζαμε εμείς οι ίδιοι αυτή την κατηγορία. Τώρα όμως μπορεί να δει κανείς να γίνονται στους άρχοντες πειράγματα και προσβολές όχι τόσα από τους απίστους, όσα απ’ αυτούς που φαίνονται ότι είναι πιστοί και βρίσκονται μαζί μας. Ακόμη λοιπόν θα ζητήσουμε να βρούμε από πού έγινε τόσο μεγάλη αδιαφορία και περιφρόνηση της ευλάβειας, όταν συμπεριφερόμαστε με τόση απέχθεια προς τους πατέρες μας; Γιατί δεν υπάρχει, πραγματικά δεν υπάρχει τίποτε που θα μπορούσε να διαλύσει και να καταστρέψει την Εκκλησία, ή καλύτερα δεν είναι δυνατό να γίνει αυτό τόσο εύκολα από αλλού, παρά μόνο όταν δεν είναι δεμένοι με πολλή ακρίβεια οι μαθητές με τους διδασκάλους και τα παιδιά με τους πατέρες και οι πιστοί με τους προϊσταμένους. Έπειτα αν κανείς κακολογήσει τον αδελφό του, εμποδίζεται από την ανάγνωση των θείων Γραφών, γιατί λέγει ο Θεός, «γιατί παίρνεις στο στόμα σου τη διαθήκη μου;», στη συνέχεια όμως αναφέροντας την αιτία πρόσθεσε: «καθόσον και κατηγορούσες τον αδελφό σου». Και όταν κατηγορείς τον πνευματικό πατέρα, θεωρείς τον εαυτό σου άξιο να περάσει τα πρόθυρα του ναού; και πώς μπορεί να έχει δικαιολογία αυτό; Αν λοιπόν αυτοί που κακολογούν τον πατέρα ή τη μητέρα τους καταλήγουν σε θάνατο, ποιά τιμωρία θα αξίζει εκείνος που τολμάει να κακολογεί αυτόν που είναι πολύ πιο αναγκαίος και καλύτερος από τους γονείς εκείνους; Και δε φοβάται μήπως ανοίξει η γη και τον αφανίσει εντελώς ή πέσει κεραυνός από τον ουρανό και κατακάψει τη γλώσσα που κατηγορεί;
Δεν άκουσες τί έπαθε η αδελφή του Μωϋσή όταν κατηγόρησε τον αρχηγό; πώς έγινε ακάθαρτη και έπεσε σε λέπρα και υπέμεινε τη χειρότερη ατιμία και παρ’ όλο που ο αδελφός της παρακαλούσε και εκλιπαρούσε το Θεό δε βρήκε καμιά συγγνώμη, αλλά αν και είχε εκθέσει δίπλα στο ποτάμι τον άγιο εκείνο και συντέλεσε στην ανατροφή του με το να γίνει η μητέρα του τροφός του και βοήθησε από την αρχή να μην τραφεί από ξένο χέρι το παιδί και αργότερα έγινε αρχηγός στις γυναίκες, όπως ακριβώς ο Μωϋσής, και υπέφερε μαζί του όλα τα δεινά και ήταν αδελφή του Μωϋσή, τίποτε όμως απ’ όλα αυτά δεν κέρδισε στο ν’ αποφύγει την οργή του Θεού για την κακολογία της; Αλλά και ο Μωϋσής, που έσωσε τόσο πολύ λαό, μετά την ανέκφραστη εκείνη ασέβεια, ικετεύοντας και ζητώντας ο ίδιος συγγνώμη για χάρη της αδελφής της, δεν μπόρεσε να εξιλεώσει το Θεό, αλλά και δεχόταν αυστηρή επιτίμηση, για να μάθουμε εμείς πόσο κακό είναι το να κακολογεί κανείς τους άρχοντες και να κρίνει τη ζωή των άλλων. Γιατί πραγματικά την ημέρα εκείνη θα μας καταδικάσει οπωσδήποτε ο Θεός όχι μόνο από τις αμαρτίες μας αλλά και από τις κρίσεις μας για τους άλλους και πολλές φορές εκείνο που από τη φύση του είναι ελαφρό αμάρτημα, αυτό γίνεται φοβερό και ασυγχώρητο με την κρίση εκείνου που αμαρτάνει για άλλον.
Ίσως αυτό είναι ασαφές. Θα προσπαθήσω λοιπόν να το κάνω σαφές. Αμάρτησε κάποιος. Άλλον που έκανε την ίδια αμαρτία τον καταδίκασε αυστηρά. Την ημέρα εκείνη δεν επισύρει τόση τιμωρία, όση απαιτεί η φύση της αμαρτίας, αλλά μεγαλύτερη από διπλάσια και τριπλάσια. Γιατί όχι επειδή αμάρτησε, αλλ΄ επειδή τιμώρησε αυστηρά άλλον που διέπραττε τις ίδιες αμαρτίες, θα του επιβάλει την τιμωρία ο Θεός. Και ότι αυτό είναι αληθινό θα σας το κάνω, όπως σας υποσχέθηκα, περισσότερο φανερό απ’ αυτά που έχουν γίνει και έχουν συμβεί. Ο Φαρισαίος, αν και βέβαια ο ίδιος δεν αμάρτησε καθόλου, αλλά έζησε με δικαιοσύνη και μπορούσε να πει πολλά κατορθώματα, επειδή καταδίκασε τον τελώνη, τον άρπαγα και πλεονέκτη και άδικο, καταδικάσθηκε τόσο πολύ, ώστε να τον περιμένει μεγαλύτερη τιμωρία από του τελώνη. Αν όμως αυτός, που δεν αμάρτησε καθόλου ο ίδιος και καταδίκασε με λόγια μόνο άλλον αμαρτωλό που σε όλους ήταν γνωστός για τις παρανομίες του, επέσυρε τόσο μεγάλη τιμωρία, εμείς που, ενώ κάνουμε πολλές αμαρτίες κάθε ημέρα, καταδικάζουμε τη ζωή των άλλων που δεν είναι φανερή σε κανέναν ούτε γνωστή, σκέψου πόση τιμωρία θα υποστούμε, πώς θα χάσουμε κάθε συγγνώμη γιατί λέγει, «με το κριτήριο που κρίνετε, θα κριθείτε και σεις».
Γι’ αυτό λοιπόν σας ικετεύω και σας συμβουλεύω και σας παρακαλώ να εγκαταλείψετε την κακή αυτή συνήθεια. Γιατί τους ιερείς, όταν τους κακολογούμε, δε θα τους βλάψουμε καθόλου, όχι μόνο αν τα λεγόμενα είναι ψεύτικα, αλλά και αν ακόμη είναι αληθινά. Επειδή και ο Φαρισαίος δεν έβλαψε καθόλου τον τελώνη, αλλά και τον ωφέλησε, μολονότι βέβαια έλεγε την αλήθεια γι’ αυτόν. Εμείς όμως θα ρίξουμε τον εαυτό μας στα χειρότερα κακά, επειδή και ο Φαρισαίος έσυρε το ξίφος εναντίον του και έφυγε αφού δέχθηκε καίριο χτύπημα. Για να μην πάθουμε λοιπόν και εμείς τα ίδια, ας εξουσιάζουμε την ακόλαστη γλώσσα. Γιατί, αν εκείνος δεν ξέφυγε, επειδή κακολόγησε τον τελώνη, εμείς που κακολογούμε τους πατέρες μας ποιά απολογία θα έχουμε; Αν η Μαρία τιμωρήθηκε τόσο πολύ επειδή βλασφήμησε μια φορά τον αδελφό της, ποιά ελπίδα σωτηρίας θα έχουμε εμείς, όταν με άπειρες ύβρεις περιλούζουμε καθημερινά τους άρχοντες; Και ας μη μου λέγει κανείς ότι ‘εκείνος ήταν ο Μωϋσής’, γιατί θα μπορέσω και εγώ να πω ότι ‘και εκείνη ήταν η Μαρία’. Άλλωστε, για να το μάθεις και αυτό καλά, ότι δηλαδή και αν ακόμη οι ιερείς είναι ένοχοι για κατηγορίες, ούτε έτσι σου επιτρέπεται να κρίνεις τη ζωή τους; άκουσε τί λέγει ο Χριστός για τους άρχοντες των Ιουδαίων: «στη έδρα του Μωϋσή κάθισαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι. Όλα λοιπόν όσα σας λέγουν να κάμνετε, να τα κάμνετε, αλλά να μην ενεργείτε σύμφωνα με τα έργα τους».
Και τί θα μπορούσε να υπάρξει χειρότερο από εκείνους που ο ζήλος τους κατέστρεψε τους μαθητές τους; Αλλ΄ όμως ούτε έτσι τους κατέβασε από το αξίωμα, ούτε τους έκαμε ευκαταφρόνητους στους αρχόμενους. Και πολύ σωστά. Γιατί αν οι αρχόμενοι καταλάβουν αυτή την εξουσία, θα τους δούμε να τους καθαιρούν όλους και να τους κατεβάζουν από το βήμα. Γι’ αυτό και ο Παύλος, όταν έβρισε τον αρχιερέα των Ιουδαίων και είπε, «εσένα θα σε χτυπήσει ο Θεός, τοίχε ασβεστωμένε, και συ κάθεσαι για να με κρίνεις;», επειδή άκουσε κάποιους να τον αποστομώνουν και να λέγουν, «τον αρχιερέα του Θεού βρίζεις;», θέλοντας να δείξει πόσο σεβασμό και τιμή πρέπει να απονέμει κανείς στους άρχοντες, τί λέγει; «Δεν ήξερα ότι ήταν αρχιερέας του Θεού». Γι’ αυτό και ο Δαβίδ, όταν συνέλαβε το Σαούλ να παρανομεί και να έχει φονικές διαθέσεις και να αξίζει για πολύ μεγάλη τιμωρία, όχι μόνο λυπήθηκε τη ζωή του, αλλ΄ ούτε ανέχθηκε να ξεστομίσει σ’ αυτόν λόγο προσβλητικό και αναφέρει την αιτία λέγοντας, «είναι χρισμένος από τον Κύριο».
Και όχι μόνο από εδώ, αλλά και από αλλού μπορεί πάρα πολύ καλά να δει κανείς πώς πρέπει ο πιστός να στέκεται μακριά από το να διορθώνει τη διαγωγή των ιερέων. Όταν λοιπόν κάποτε μεταφερόταν η κιβωτός, κάποιοι από τους λαϊκούς, επειδή στήριξαν την κιβωτό όταν την είδαν να γέρνει και να πέφτει, τιμωρήθηκαν στον ίδιο τον τόπο, αφού χτυπήθηκαν από τον Κύριο και έμειναν νεκροί. Και όμως δεν έκαναν τίποτε το άτοπο. Γιατί δεν ανέτρεπαν την κιβωτό, αλλά ενώ επρόκειτο να ανατραπεί και να πέσει κάτω τη στήριξαν. Αλλά για να μάθεις πολύ καλά το αξίωμα των ιερέων και πώς δεν επιτρέπεται να διορθώνει αυτά τα πράγματα όποιος βρίσκεται κάτω απ’ αυτούς και ανήκει στην τάξη των λαϊκών, τους θανάτωσε μπροστά στο πλήθος, φοβίζοντας πάρα πολύ όλους τους άλλους και πείθοντάς τους να μην πλησιάζουν ποτέ στα άδυτα της ιερωσύνης. Γιατί αν έφθανε ο καθένας, με πρόφαση να διορθώσει τα κακώς γινόμενα, να μπαίνει στο αξίωμα της ιερωσύνης, ούτε πρόφαση για διόρθωση θα λείψει ποτέ, ούτε άρχοντα ούτε λαό θα ξεχωρίζουμε, αφού όλοι θα έχουν αναμιχθεί μεταξύ τους.
Και ας μη νομίσει κανείς πώς τα λέγω αυτά για να κατηγορήσω τους ιερείς (γιατί με τη χάρη του Θεού δείχνουν, όπως και σεις γνωρίζετε, καλωσύνη σε όλους και σε κανένα δεν έχουν δώσει ποτέ καμιά αφορμή), αλλά για να μάθετε εσείς ότι, και αν ακόμη είχατε κακούς πατέρες και αφόρητους διδασκάλους, ούτε έτσι ήταν ακίνδυνο για σας ούτε ασφαλές να τους βλασφημείτε και να τους βρίζετε. Αν λοιπόν για τους σωματικούς γονείς κάποιος σοφός λέγει, «και αν ακόμη εξασθενήσει η σύνεσή του να είσαι επιεικής απέναντί του» (γιατί τί ανάλογο θα τους αποδώσεις με εκείνο που σου έδωσαν αυτοί;), πολύ περισσότερο για τους πνευματικούς πρέπει να τηρεί κανείς αυτό το νόμο και ο καθένας μόνος του να εξετάζει και να προσέχει τη δική του ζωή, για να μην ακούσουμε την ημέρα εκείνη, «υποκριτή, γιατί βλέπεις το σκουπιδάκι που είναι στο μάτι του αδελφού σου, και δε νιώθεις το δοκάρι που είναι στο μάτι σου;». Γιατί πραγματικά έργο των υποκριτών είναι το να φιλούν δημόσια και όταν τους βλέπουν όλοι τα χέρια των ιερέων και να αγγίζουν τα γόνατά τους και να τους παρακαλούν να προσεύχονται για χάρη τους και να τρέχουν στις πόρτες τους όταν χρειάζονται βάπτισμα, ενώ στο σπίτι και στις αγορές αυτούς που μας είναι αίτιοι και υπηρέτες σε τόσα αγαθά τους περιλούζουν με άπειρες ύβρεις ή όταν άλλοι τους βρίζουν το ανέχονται.
Γιατί, αν πραγματικά είναι κακός ο πατέρας, πώς νομίζεις ότι είναι αξιόπιστος υπηρέτης της μυσταγωγίας των φρικτών μυστηρίων; Αν όμως σου φαίνεται πώς είναι αξιόπιστος υπηρέτης αυτών των μυστηρίων, για ποιό λόγο ανέχεσαι να τον κακολογούν άλλοι και δεν τους κλείνεις το στόμα ούτε αγανακτείς ούτε δυσανασχετείς, για να πάρεις μεγάλο μισθό από το Θεό και τον έπαινο από τους ίδιους τους κατηγόρους; Γιατί και αν ακόμη είναι χίλιες φορές υβριστές, οπωσδήποτε θα σε επαινέσουν και θα δεχθούν τη φροντίδα σου για τους πατέρες, όπως πάλι, αν δεν το κάμνουμε αυτό, όλοι θα μας κατηγορήσουν, ακόμη και αυτοί που κακολογούν. Και όχι μόνο αυτό είναι το φοβερό, αλλά και το ότι και εκεί θα τιμωρηθούμε με τη χειρότερη τιμωρία. Γιατί τίποτε δεν καταστρέφει τόσο τις Εκκλησίες, όσο αυτή η αρρώστια. Και όπως ένα σώμα που δεν είναι με ακρίβεια συνδεμένο με τη σύνδεση των νεύρων γεννάει πολλές αρρώστιες και κάνει τη ζωή αφόρητη, έτσι και μία Εκκλησία που δεν είναι περιζωσμένη με την ισχυρή και στερεή αλυσίδα της αγάπης γεννάει άπειρους πολέμους, αυξάνει την οργή του Θεού και γίνεται αιτία πολλών πειρασμών. (ΕΠΕ 27,77-89)
Μια ημέρα έμεινα μακριά σας και σαν να σας αποχωρίσθηκα ένα ολόκληρο χρόνο έτσι στενοχωριόμουν και αδημονούσα. Και ότι είναι αλήθεια αυτά, το γνωρίζετε από αυτά που πάθατε και σεις. Γιατί, όπως το παιδί που θηλάζει, όταν απομακρυνθεί από τη μητρική θηλή, οπουδήποτε και αν μεταφερθεί, στριφογυρίζει συνέχεια αναζητώντας τη μητέρα του, έτσι ακριβώς και εγώ που απομακρύνθηκα από τις μητρικές αγκάλες συχνά παρατηρούσα γύρω μου επιζητώντας παντού την αγία σας σύναξη.
Αλλ΄ όμως είχα αρκετή γι’ αυτά παρηγοριά το ότι πάθαινα αυτά υπακούοντας στο φιλόστοργο πατέρα (τον τοπικό επίσκοπο), και ο μισθός της υπακοής απομάκρυνε την αμεριμνησία που συνέβηκε από το χωρισμό αυτόν. Γιατί αυτό μου είναι πιο λαμπρό από κάθε διάδημα και πιο ένδοξο από κάθε στεφάνι, το να περιφέρομαι δηλαδή παντού μαζί με τον πατέρα μου. Αυτό μου είναι και κόσμημα και ασφάλεια. Κόσμημα, γιατί τόσο τον κατέκτησα και απέσπασα την αγάπη του για μένα, ώστε πουθενά ποτέ να μην ανέχεται να παρουσιάζεται χωρίς το παιδί του, και ασφάλεια, γιατί μένοντας κοντά του και βλέποντας αυτόν ν’ αγωνίζεται οπωσδήποτε θα μου δώσει και τη βοήθεια από τις προσευχές του. Και όπως ένα πλοίο το οδηγούν με ασφάλεια στο λιμάνι τα χέρια των κυβερνητών και το τιμόνι και το φύσημα του ζέφυρου, έτσι ακριβώς και η δική του εύνοια και η αγάπη και η βοήθεια των προσευχών του θα κατευθύνει το λόγο μου καλύτερα από το ζέφυρο και από τον κυβερνήτη και το τιμόνι.
Κοντά σ’ αυτά εμένα με παρηγορούσε και εκείνο, το ότι δηλαδή εσείς απολαύσατε τότε πλούσιο τραπέζι και είχατε οικοδεσπότη γενναιόδωρο και πολυέξοδο (κάποιον άλλον ομιλητή). Και το έμαθα αυτό όχι μόνο από πληροφορίες αλλά και από την ίδια την πείρα μου. Γιατί πραγματικά βρεθήκαν εκείνοι που μετέφεραν σε μένα όσα είχαν λεχθεί και από τα υπολείμματα έβγαλα το συμπέρασμα για ολόκληρη την πνευματική ευωχία. Επαίνεσα λοιπόν εκείνον που σας πρόσφερε το πνευματικό τραπέζι και θαύμασα την πολυτέλεια και τον πλούτο, αλλά μακάρισα και σας για τη διάθεση και την επιμέλειά σας, γιατί με τόση προσοχή κατέχετε τα όσα λέχθηκαν ώστε να τα μεταφέρετε και σε άλλον.
Γι’ αυτό και εγώ με προθυμία μιλώ στην αγάπη σας. Γιατί αυτός που ρίχνει εδώ τα σπέρματα, δεν τα ρίχνει στο δρόμο, ούτε τα σκορπίζει στα αγκάθια, ούτε τα σπέρνει στην πέτρα. Τόσο γόνιμη και εύφορη είναι η δική σας γη και δεχόμενη όλα τα σπέρματα στους κόλπους της τα πολλαπλασιάζει. Αλλ’ αν κάποτε μου δείξατε προθυμία και μεγάλο ενδιαφέρον για την ακρόαση, όπως βέβαια και πάντοτε την έχετε δείξει, αυτή τη χάρη ζητώ και σήμερα να μου δώσετε. Γιατί ο λόγος μας δεν είναι για τυχαία πράγματα, αλλά για μεγάλα. Γι’ αυτό ακριβώς ζητώ μάτια να βλέπουν από παντού καλά, νου προσεκτικό, φρόνημα υψηλό, σκέψη συγκεντρωμένη, ψυχή άγρυπνη και ξύπνια. (ΕΠΕ,27,515-517)
… τότε λοιπόν, τότε εδείξατε την άσβεστον δίψαν της ακροάσεως. Διότι επειδή ο λόγος επεξετάθη εις μήκος πολύ μεγάλο, όσον ουδέποτε, πολλοί εφοβούντο μήπως εκλείψη η προθυμία σας εξ αίτιας του πλήθους των λεγομένων, συνέβαινε όμως το αντίθετον, διότι περισσότερον εθερμαίνετο η καρδία σας και περισσότερον ηύξανεν ο πόθος. Από πού εφάνη αυτό; Τα κατά το τέλος της ομιλίας χειροκροτήματα ήσαν δυνατώτερα και εντονώτεραι αι φωναί σας και συνέβαινε το ίδιον που συμβαίνει με τας καμίνους. Όπως δηλαδή εκεί κατά την αρχήν δεν είναι πολύ φωτεινή η λάμψις της φωτιάς όταν όμως απλωθή εις όλα τα ξύλα που είναι μαζεμένα στη φωτιά, η λάμψις υψώνεται εις μέγα ύψος, έτσι ακριβώς συνέβη και τότε κατά την ημέραν εκείνην.
Εις την αρχήν μου εφαίνετο ότι η συνάθροισις αυτή δεν είχε συγκινηθή πολύ, όταν όμως ο λόγος παρετάθη και ανεφέρθη εις όλα τα θέματα και έγινε η διδασκαλία εκτενεστέρα, τότε λοιπόν, τότε άρχισε να αυξάνη η επιθυμία της ακροάσεως και εγίνοντο τα χειροκροτήματα δυνατώτερα. Δια τούτο, καίτοι είχα προετοιμασθή να ειπώ ολιγώτερα απ’ όσα ανέπτυξα, τότε υπερέβην το μέτρον, μάλλον δε εγώ ουδέποτε υπερέβην το μέτρον. Διότι συνηθίζω να μετρώ την ποσότητα της διδασκαλίας όχι από το πλήθος των λόγων, αλλά από την διάθεσιν των ακροατών.
Όταν κανείς έχη ακροατάς κατεχομένους από ναυτίαν, και αν ακόμα περιορίση την διδασκαλίαν φαίνεται ενοχλητικός, εκείνος όμως που απευθύνεται σε ακροατάς ενθέρμους και που έχει διεγερθή το ενδιαφέρον τους και είναι προσηλωμένοι εις τον ομιλητήν, και αν ακόμη παρατείνη την ομιλίαν ούτε τότε χορταίνει την επιθυμίαν των.
Επειδή όμως συμβαίνει μέσα εις τόσον πλήθος να είναι και μερικοί αδύνατοι, που δεν ημπορούν να παρακολουθούν τον μεγάλον αυτόν λόγον, θέλω να τους συμβουλεύσω το εξής, αφού ακούσουν όσα είναι εις θέσιν να δεχθούν και λάβουν αυτά που δι΄ αυτούς είναι αρκετά να αποχωρήσουν. Κανείς δεν τους εμποδίζει ούτε τους υποχρεώνει κανείς να παραμένουν πέραν της αντοχής των και ας μη μας αναγκάζουν να τελειώνωμεν τον λόγον πριν από την κατάλληλον στιγμήν και τον απαιτούμενον χρόνον. Συ εχόρτασες αλλά ο αδελφός σου πεινά ακόμη. Και συ μεν εμέθυσες από το πλήθος της διδασκαλίας, ο αδελφός σου όμως διψά ακόμη. Ούτε εκείνος να καταπιέζη την αδυναμίαν σου με το να σε αναγκάζη να ακούς περισσότερα από όσα ημπορείς, ούτε συ να επηρεάζης την επιθυμίαν εκείνου, εμποδίζων αυτόν να λάβη όλα όσα ημπορεί να δεχθή.
Το ίδιον συμβαίνει και με τα κοσμικά συμπόσια. Άλλοι χορταίνουν ενωρίτερον και άλλοι αργότερον και ούτε αυτοί κατηγορούν εκείνους ούτε εκείνοι καταδικάζουν τους άλλους, αλλά εις την περίπτωσιν των συμποσίων είναι επαινετόν να αποσυρθή κανείς το ταχύτερον, εις την περίπτωσίν μας όμως το να αποσυρθή κανείς το ταχύτερον δεν είναι επαινετόν αλλά άξιον συγγνώμης. Εκεί το να αποσυρθή κανείς αργότερον επισύρει κατηγορίαν και μομφήν, εδώ το να αποχωρήση κανείς βραδύτερον αποσπά τον έπαινον και την μεγίστην επιδοκιμασίαν. Διατί αυτό; Διότι εκεί μεν η βραδύτης προέρχεται εκ πολυφαγίας, ενώ εδώ η παραμονή και η καρτερία πηγάζει από πνευματικήν επιθυμίαν και θείαν όρεξιν. (ΕΠΕ,31,31-35)
Νομίζω ότι αρκετά σας επροσβάλαμεν προηγουμένως και σας εκάμαμεν βαθυτέραν την πληγήν, δι΄ αυτό λοιπόν είναι ανάγκη σήμερον να την θεραπεύσωμεν και να επιθέσωμεν απαλώτερα τα φάρμακα.
Διότι αυτός είναι ο άριστος τρόπος της θεραπείας, όχι μόνον να κόπτη, αλλά και να επιδένη τας πληγάς. Ομοίως αποτελεσματικός και αξιοθαύμαστος κανόνας διδασκαλίας είναι όχι μόνον το να επιπλήξωμεν κάποιον, αλλά και το να παρηγορήσωμεν και να συμβουλεύσωμεν.
Αυτό διέταξε και ο Παύλος: «έλεγξε, επίπληξε, παρηγόρησε και ενίσχυσε με κάθε κατάλληλον διδασκαλίαν».
Εάν παρηγορή κανείς μόνον, κάμνει τους ακροατάς του αμελεστέρους.
Εάν τους επιπλήττη μόνον, τους κάμει πιο σκληρούς, διότι επειδή δεν ημπορούν να φέρουν το φορτίον των συνεχών ελέγχων, αποσκιρτούν αμέσως.
Δια τούτο πρέπει ο τρόπος της διδασκαλίας να είναι ποικίλος. Επειδή λοιπόν κατά την προηγουμένην ομιλίαν πολύ περισσότερον ελύπησεν ο λόγος την ψυχήν του καθενός, δια τούτο πρέπει να κάμωμεν σήμερον γλυκυτέραν την διδασκαλίαν και τους πόνους που εδημιουργήθησαν από τους ελέγχους, είναι απαραίτητον να στάξωμεν επάνω εις αυτούς την γλυκύτητα του λόγου, ωσάν να είναι λάδι, αφού προηγουμένως σας υπενθυμίσωμεν τους ελέγχους. (ΕΠΕ, 31,135)