Άραγε με θυμόσασταν κατά τον ενδιάμεσο αυτό χρόνο που χωρίστηκα από σας; Γιατί εγώ ποτέ δεν μπόρεσα να σας ξεχάσω, αλλ’ αν και άφησα την πόλη, όμως δεν άφησα τη θύμησή σας, και όπως αυτοί που αγαπούν τα ωραία σώματα, όπου και αν πάνε, φέρνουν μαζί τους το πρόσωπο που ποθούν, έτσι λοιπόν και εγώ, επειδή αγάπησα την ομορφιά της ψυχής σας, φέρνω πάντοτε μαζί μου την ομορφιά της ψυχής σας. Και όπως ακριβώς οι ζωγράφοι, αναμειγνύοντας διάφορα χρώματα, φτιάχνουν τις εικόνες των ανθρώπων, έτσι και εγώ, αφού ανάμειξα, σαν διάφορα χρώματα της αρετής, το ενδιαφέρον σας για τις συγκεντρώσεις μας, την προθυμία σας για την ακρόαση, την αγάπη σας για τον ομιλητή, και όλα τα αλλά σας κατορθώματα, και ζωγράφισα την εικόνα της ψυχής σας και την τοποθέτησα μπροστά στα μάτια της διάνοιάς μου, έπαιρνα με τη φαντασία αυτή μεγάλη παρηγοριά στο χωρισμό αυτό.
Έτσι λοιπόν κι όταν έμενα στο σπίτι και όταν απουσίαζα, και όταν βάδιζα κι όταν αναπαυόμουν, κι όταν έμπαινα κι όταν έβγαινα, έφερνα συνέχεια στη φαντασία μου την αγάπη σας και έβρισκα ευχαρίστηση σ’ αυτές τις ονειροπολήσεις, όχι μόνο την ημέρα, αλλά και τη νύχτα. Και εκείνο που είπε ο Σολομών, «εγώ κοιμάμαι και η καρδιά μου αγρυπνεί» , αυτό πάθαινα κι εγώ τότε. Η ανάγκη δηλαδή του ύπνου βάραινε τα βλέφαρά μου, αλλ’ η τυραννική δύναμη της αγάπης σας απομάκρυνε τον ύπνο από τα μάτια της ψυχής μου, και πολλές φορές νόμιζα πώς μιλούσα μαζί σας. Γιατί η φύση της ψυχής είναι τέτοια, ώστε να βλέπει τη νύχτα στο όνειρό της όσα σκέφτεται την ημέρα, πράγμα που συνέβαινε τότε και σ’ εμένα. Κι ενώ δεν σας έβλεπα με τα μάτια του σώματος, σας έβλεπα με τα μάτια της αγάπης, κι ενώ δεν βρισκόμουν κοντά σας μετά το σώμα, βρισκόμουν κοντά σας με τη διάθεση, και στ’ αυτιά μου αντηχούσε πάντοτε η φωνή σας. Γι’ αυτό, αν και η σωματική αρρώστια μ’ ανάγκαζε να μένω εκεί περισσότερο, ωφελούμενος στην υγεία του σώματος από τον καθαρό αέρα, η δύναμη της αγάπης σας δε το ανεχόταν αυτό, αλλά κραύγαζε δυνατά και δεν έπαψε να με ενοχλεί, ώσπου μ’ έπεισε να φύγω και πριν από την ώρα που έπρεπε, κάμνοντας με να θεωρήσω σαν υγεία κι ευχαρίστηση και οτιδήποτε άλλο αγαθό τη συντροφιά σας.
Σ’ αυτή τη φωνή υπάκουσα εγώ και προτίμησα να επιστρέψω έχοντας τα υπολείμματα της αρρώστιας, παρά να θεραπευθώ τελείως από την ασθένεια του σώματος και να λυπήσω πολύ περισσότερο την αγάπη σας. Καθόσον παραμένοντας εκεί άκουα τις κατηγορίες σας, αλλά και επιστολές η μία πίσω από την άλλη μετέφερναν τα παράπονά σας˙ φυσικά εγώ πρόσεχα πολύ περισσότερο εκείνους που κατηγορούσαν, παρά εκείνους που επαινούσαν, γιατί οι κατηγορίες εκείνες προέρχονταν από ψυχή που ξέρει ν’ αγαπά. Και για όλα αυτά σηκώθηκα κι έτρεξα, για όλα αυτά ποτέ δεν μπόρεσα να σας βγάλω από το νου μου. Και τι το αξιοθαύμαστο είναι εάν εγώ, μένοντας στην εξοχή και απολαμβάνοντας την ησυχία, είχα διαρκώς στη μνήμη μου την αγάπη σας, τη στιγμή βέβαια που ο Παύλος, αν και ήταν αλυσοδεμένος και έμεινε στη φυλακή και έβλεπε αμέτρητους κινδύνους να υψώνονται μπροστά του, ζώντας στη φυλακή σαν να ζούσε μέσα σε λιβάδι, έτσι είχε στη μνήμη του τους αδελφούς και γράφοντας έλεγε, «και είναι σωστό να σκέφτομαι έτσι για όλους εσάς, γιατί σας έχω στην καρδία μου και στα δεσμά μου και κατά την απολογία μου και κατά την κήρυξη και βεβαίωση του Ευαγγελίου»;
Απ’ έξω η αλυσίδα εκ μέρους των εχθρών, κι από μέσα η αλυσίδα της αγάπης των μαθητών˙ αλλ’ η εξωτερική ήταν φτιαγμένη από σίδηρο, ενώ η εσωτερική φτιαγμένη από αγάπη˙ και εκείνην βέβαια πολλές φορές την έβγαλε από πάνω του, ενώ αυτήν ποτέ δεν την διέρρηξε, αλλ’ όπως ακριβώς οι γυναίκες εκείνες που δοκίμασαν τους πόνους του τοκετού κι έγιναν μητέρες, όπου κι αν βρίσκονται είναι δεμένες διαρκώς με τα παιδιά που γέννησαν, έτσι και ο Παύλος, ή καλύτερα και πολύ περισσότερο απ’ αυτές ήταν πάντοτε πολύ περισσότερο αφοσιωμένος στους μαθητές του, και τόσο περισσότερο, όσο τα φυσικά τέκνα είναι πιο αγαπητά από τα πνευματικά. Γιατί κι αυτός πόνεσε γι’ αυτούς όχι μια φορά, αλλά και για δεύτερη φορά, και βροντοφώναζε, λέγοντας˙ «τέκνα μου, που πάλι πονώ υπερβολικά για σας».
Αν και βέβαια αυτό δεν θα ήταν δυνατό να το πάθει ποτέ η γυναίκα, ούτε και να υποστεί τους ίδιους πάλι πόνους, αλλ’ ο Παύλος υπέμεινε αυτό, που δεν είναι δυνατό να το δει κανείς στη φύση, το να δεχθεί δηλαδή και πάλι στην κοιλιά της εκείνους που τους γέννησε μια φορά, και να υπομείνει τους φοβερούς πόνους γεννώντας και πάλι αυτούς. Γι’ αυτό και έλεγε, θέλοντας να τους κάνει να νιώσουν ντροπή, «που πάλι πονώ υπερβολικά για σας»˙ σα να έλεγε δηλαδή˙ ‘λυπηθείτε με˙ κανένας γιος δεν ξέσχισε με τους πόνους του τοκετού για δεύτερη φορά τη μητρική κοιλιά, πράγμα που σεις μ’ αναγκάζετε να πάσχω˙ αν και βέβαια εκείνοι οι πόνοι προξενούν πόνο μια στιγμή μόνο, και μόλις το παιδί βγει από την κοιλία, εξαφανίζονται κι εκείνοι, ενώ μ’ αυτούς τους πόνους δεν συμβαίνει το ίδιο, αλλά διαρκούν και μήνες ολόκληρους’˙ και πραγματικά ο Παύλος πολλές φορές υπόφερε ολόκληρο χρόνο από τους πόνους και δε γεννούσε τους κυομένους˙ και εκεί βέβαια ο πόνος είναι σαρκικός, ενώ εδώ οι φοβεροί πόνοι δε βασανίζουν την κοιλιά, αλλά κατακομματιάζουν την ίδια τη δύναμη της ψυχής.
Και για να μάθεις, ότι αυτοί οι πνευματικοί πόνοι είναι φοβερώτεροι, ποιός ποτέ ευχήθηκε να υπομείνει τη γέεννα προς χάρη των παιδιών που γέννησε; Όμως αυτός δεν προτιμά μόνο να υπομείνει τη γέεννα, αλλά και εύχεται να γίνει ανάθεμα και ν’ αποχωρισθεί από το Χριστό, ώστε να μπορέσει ν’ αναγεννήσει τους Ιουδαίους, για τους οποίους πονούσε πάρα πολύ πάντοτε και διαρκώς, και επειδή δε συνέβαινε αυτό, έλεγε με αφόρητο πόνο˙ «αισθάνομαι μεγάλη λύπη και αδιάκοπη οδύνη στην καρδιά μου». Και εδώ πάλι˙ «τέκνα μου, που για σας πάλι πονώ, μέχρι που να μορφωθεί μέσα σας ο Χριστός». Τι θα μπορούσε να υπάρξει πιο μακάριο από την κοιλιά εκείνη, που μπορούσε να γεννήσει τέτοια παιδιά, ώστε να έχουν μέσα τους το Χριστό; και τι πιο εύφορο απ’ αυτήν που αναγέννησε ολόκληρη την οικουμένη; Και ακόμα τι πιο δυνατό απ’ αυτήν, που μπόρεσε εκείνους που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, αλλ’ αποβλήθηκαν σαν εκτρώματα, να τους αναλάβει και πάλι και να τους αναπλάσει με ουράνια μορφή; γιατί αυτό είναι αδύνατο στους φυσικούς τόκους. Γιατί όμως δεν είπε, «τέκνα μου, που πάλι σας αναγεννώ», αλλ’ είπε «που πονώ για σας»; Αν και βέβαια αλλού λέγει ότι τους γεννά˙ «γιατί σας γέννησα με τη χάρη του Ιησού Χριστού». Εκεί ήθελε να δείξει μόνο τη συγγένεια, ενώ εδώ φρόντιζε να παραστήσει και τον πόνο.
Και πώς ονομάζει ‘τέκνα’ εκείνους που δεν είχαν ακόμα γεννηθεί; γιατί, εφόσον πονούσε, δεν τους είχε γεννήσει ακόμα˙ πώς λοιπόν τους ονομάζει ‘τέκνα’; Για να μάθεις, ότι δεν ήταν αυτή η πρώτη φορά που πονούσε γι’ αυτούς, πράγμα που ήταν ικανό να τους κάνει να ντραπούν. Καθόσον λέγει, έγινα μια φορά πατέρας και υπέμεινα τους πόνους που όφειλα για σας, και σεις γίνατε τέκνα μου μια φορά˙ πώς λοιπόν πάλι μου προξενείτε πόνους για δεύτερη φορά; είναι αρκετοί οι πόνοι που ένιωσα όταν σας γέννησα στην αρχή γιατί με βασανίζετε πάλι με αβάσταχτους πόνους; Γιατί η πτώση των πιστών δεν προξενούσε σ’ αυτόν λιγότερο πόνο από εκείνον που του προξενούσαν εκείνοι που δεν είχαν πιστέψει ακόμα. Πραγματικά ήταν ανυπόφορο να τους βλέπει να ξαναγυρίζουν και πάλι στην ασέβεια μετά τη συμμετοχή τους σε τέτοια μυστήρια˙ γι’ αυτό και ήταν υπερβολικά οδυνηρό και περισσότερο από κάθε γυναίκα κραύγαζε με ανυπόφορη θλίψη, λέγοντας˙ «τέκνα μου, που για σας πάλι πονώ ανυπόφορα, μέχρι που να μορφωθεί μέσα σας ο Χριστός». Και αυτό το έλεγε, θέλοντας συγχρόνως και να τους ενθαρρύνει και να τους φοβίσει˙ γιατί με το να τους δείξει ότι δεν είχε μορφωθεί μέσα τους ο Χριστός τους προξενούσε αγωνία και φόβο, ενώ με το να δείξει ότι αυτός είναι δυνατό να μορφωθεί μέσα τους, τους έδινε πάλι θάρρος. Γιατί το να πει, «μέχρι που να μορφωθεί», δείχνει και τα δύο αυτά, και ότι δηλαδή δεν έχει ακόμα μορφωθεί μέσα τους, και ότι είναι δυνατό να μορφωθεί πάλι. Γιατί, εάν δεν ήταν δυνατό, άδικα έλεγε προς αυτούς, «μέχρι που να μορφωθεί μέσα σας ο Χριστός», και τους έτρεφε με μάταιες ελπίδες.(ΕΠΕ, 30-87-95)