ζ’. Τον ρώτησε ένας αδελφός λέγοντας: «Εγκρίνεις, Αββά, για λίγες μέρες να μην φάω ψωμί;». Και του λέγει ο γέρων: «Καλά θα κάνης. Και εγώ έκανα έτσι». Και του λέγει ο αδελφός: «Λέγω λοιπόν να πάω τα ρεβύθια μου στο αρτοποιείο και να τα κάμω αλεύρι». Και ο γέρων του λέγει: «Αν πρόκειται να πας πάλι στο αρτοποιείο, κάμε το ψωμί σου. Για ποιο λόγο τότε αυτή η έξοδος;».
η’. Πήγε κάποιος από τους γέροντες στον Αββά Θεόδωρο και του λέγει: «Να, ο δείνα αδελφός γύρισε στον κόσμο». Και το λέγει ο γέρων : «Γι’ αυτό θαυμάζεις; Μη θαυμάσεις, αλλά θαύμασε μάλλον αν ακούσεις ότι μπόρεσε τινάς να ξεφύγει από το στόμα του εχθρού».
θ.’ Κάποιος αδελφός που πήγε στον Αββά Θεόδωρο και άρχισε να μιλά και να εξετάζη θέματα, όπου ακόμη δεν τα εφήρμοζε στην πράξη. Και το λέγει ο γέρων: «Ακόμη δεν βρήκες το πλοίο , ούτε τις αποσκευές σου φόρτωσες και, πριν ταξιδέψεις, βρέθηκες κιόλας σ’ εκείνη την πόλη; Πρώτα κάμε το έργο και ύστερα έρχεσαι σε αυτά που τώρα λές».
ι’. Ο ίδιος πήγε κάποτε στον Αββά Ιωάννη, όπου ήταν εκ γενετής ευνούχος. Και εκεί όπου μιλούσαν είπε: «Όταν ήμουν σε Σκήτη τα έργα της ψυχής ήταν το έργο μας, ενώ το εργόχειρο το είχαμε σαν πάρεργο. Τώρα όμως, έγινε το έργο της ψυχής πάρεργο και το πάρεργο έργο».
ια’. Τον ρώτησε δέ κάποιος αδελφός λέγοντας:« Ποιο είναι τό έργο τής ψυχής όπου τώρα τό έχουμε σαν πάρεργο ; Και ποιο είναι τό πάρεργο όπου τώρα τό έχουμε έργο ; ». Και λέγει ό γέρων : « "Όλα όσα γίνονται για τήν εντολή τού Θεού, είναι έργο τής ψυχής. Ένώ ο,τι κάνουμε για λογαριασμό δικό μας και συνάζουμε, αυτό πρέπει να τό θεωρούμε πάρεργο ». Και τού λέγει ό αδελφός: « Ξεκαθάρισε μου αυτό τό θέμα ». Και αποκρίνεται ό γέρων : « Νά, ακούς για μένα ό'τι είμαι άρρωστος. Όφείλεις να με επισκεφθῆς. Λές όμως μέσα σου : Μπορώ νά αφήσω τή δουλειά μου και νά πάω τώρα ; Πρώτα θα τήν τελειώσω και ύστερα πηγαίνω. Σού τυχαίνει και άλλη περίπτωση καί, αυτή τή φορά, δεν πηγαίνεις καθόλου. Πάλι άλλος αδελφός σού λέγει : Δός μου ένα χέρι, αδελφέ. Και λές : Μπορώ νά αφήσω τή δουλειά μου και νά πάω νά δουλέψω μαζί του ; Άν λοιπόν δεν πάς, παρατάς τήν εντολή του Θεού, όπου είναι τό έργο τής ψυχής. Και κάνεις τό πάρεργο, όπου είναι τό έργο των χεριών ».
ιβ’. Είπε ο Αββάς Θεόδωρος της Φέρμης, : «Ο άνθρωπος που βρίσκεται σε μετάνοια δεν είναι δεμένος σε εντολή».
ιγ’. Ο ίδιος είπε: «Άλλη αρετή δεν είναι σαν το να μην ταπεινώσης τον πλησίον σου».
ιδ’. Πάλι είπε: «Άνθρωπος που γεύτηκε τη γλυκύτητα του κελιού δεν φεύγει περιφρονώντας τον πλησίον του».
ιε’. Πάλι είπε: «Αν δεν ξεκόψω τον εαυτό μου από αυτούς τους οικτιρμούς, δεν με αφήνον να είμαι μοναχός».
ιστ’. Είπε πάλι: «Πολλοί αυτόν τον καιρό, διάλεξαν την ανάπαυση, πριν τους την παράσχη ο Θεός».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 93-95)