Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ.
Στο Ευαγγέλιο του Ευαγγελιστή Ματθαίου, στις πρώτες κιόλας σελίδες του βλέπουμε να γίνεται λόγος για το πιο βαθύ και το πιο ουσιαστικό νόημα της προσευχής.
Οι Μάγοι είδαν το αστέρι που από τα πολύ παλιά χρόνια περίμεναν οι ειδικοί. Αμέσως τότε ξεκίνησαν, χωρίς καμιά καθυστέρηση, για να βρουν το βασιλιά. Έφτασαν στη φάτνη, γονάτισαν, τον προσκύνησαν λατρευτικά και του πρόσφεραν τα δώρα τους.
Οι Μάγοι είδαν το αστέρι που από τα πολύ παλιά χρόνια περίμεναν οι ειδικοί. Αμέσως τότε ξεκίνησαν, χωρίς καμιά καθυστέρηση, για να βρουν το βασιλιά. Έφτασαν στη φάτνη, γονάτισαν, τον προσκύνησαν λατρευτικά και του πρόσφεραν τα δώρα τους.
Η προσευχή τους δηλαδή εκφράστηκε με πληρότητα. 'Η πληρότητα αυτή της βιωματικής αίσθησης της παρουσίας του βρίσκεται στο συνδυασμό της θέας του Θεού και της λατρείας του.
Συχνά, όταν μας μιλούν με λιγότερο η περισσότερο λαϊκή γλώσσα για την προσευχή, ακούμε να μας λένε ότι η προσευχή είναι μια συναρπαστική περιπέτεια. Πάρα πολύ συχνά ακούμε: «Μάθε λοιπόν να προσεύχεσαι. Η προσευχή είναι τόσο ενδιαφέρον και τόσο συναρπαστικό πράγμα! Είναι εξερεύνηση ενός νέου κόσμου. Θα συναντήσεις το Θεό, θα ανακαλύψεις πώς θα φτάσεις στην πνευματική ζωή». Φυσικά, κατά κάποιο τρόπο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μας λένε την αλήθεια. Αλλά όταν κανείς προβαίνει σε κάτι τέτοιες διακηρύξεις, ξεχνάει κάτι πολύ πιο σημαντικό. Και αυτό είναι το ότι η προσευχή είναι μια επικίνδυνη περιπέτεια και ότι με κίνδυνο ξανοιγόμαστε σ’ αυτήν. Γιατί, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, «είναι φοβερό πράγμα να πέσει κανείς στα χέρια του ζώντος Θεού» (Εβρ. 10,31). Σύμφωνα με τους λόγους αυτούς του Απ. Παύλου, το να θελήσουμε προμελετημένα και ενσυνείδητα να συναντηθούμε με τον «Ζώντα Θεό», σημαίνει ότι βάζουμε τους εαυτούς μας σε μια τρομερή περιπέτεια. Κάθε συνάντησή μας με το Θεό είναι κατά κάποιο τρόπο σαν να μας βάζει στις συνθήκες της «έσχατης κρίσης» μας από το Θεό.
Κάθε φορά που κοινωνούμε με το Θεό, είτε μέσα στην προσευχή, είτε μέσα στα μυστήρια, επιχειρούμε κάτι φοβερά επικίνδυνο γιατί, όπως λέει η Αγία Γραφή, ο Θεός είναι φωτιά. Αν λοιπόν δεν είμαστε έτοιμοι να παραδώσουμε τον εαυτό μας χωρίς επιφυλάξεις στη θεία αυτή φλόγα και να γίνουμε σαν την «φλεγόμενη βάτο» της ερήμου, που την έζωναν οι φλόγες, αλλά δεν την έκαιγαν, τότε θα κατακαούμε. Γιατί η εμπειρία της προσευχής μπορεί να βιωθεί μόνο εσωτερικά και δεν είναι σκόπιμο ή ακίνδυνο το να αστειευόμαστε μαζί της.
Κάθε φορά που πλησιάζουμε το Θεό ανακαλύπτουμε δυο πράγματα: Το πρώτο είναι το κάλλος του Θεού και το δεύτερο η απόσταση που μας χωρίζει απ’ Αυτόν. Η λέξη «απόσταση» είναι ακατάλληλη, γιατί δεν φανερώνει το γεγονός ότι ο Θεός είναι άγιος και εμείς αμαρτωλοί. Η απόσταση προσδιορίζεται από τη θέση που θα πάρει ο αμαρτωλός απέναντι στο Θεό. Μπορούμε να προσεγγίσουμε το Θεό μονάχα όταν έχουμε το βίωμα ότι πλησιάζοντας Τον οδηγούμαστε στην κρίση. Αν πλησιάζουμε το Θεό με βιώματα αυτοκατηγορίας, αν ερχόμαστε κοντά Του από αγάπη - παρά το γεγονός ότι δειχνόμαστε απέναντι Του άπιστοι - αν Τον πλησιάζουμε από αγάπη και μόνο και όχι γεμάτοι από ανευλαβή αισθήματα αυτοπεποιθήσεως, τότε η ψυχή μας είναι ανοιχτή να Τον δεχτεί και να κοινωνήσει μαζί Του και Eκείνος είναι έτοιμος να μας προσλάβει και να μας αγιάσει. Έτσι κάθε απόσταση μεταξύ Θεού και ψυχής καταλύεται. Ο Κύριος έρχεται κουτά μας γεμάτος ευσπλαχνία και αγάπη. Αν όμως εμείς στεκόμαστε ενώπιον Του τυλιγμένοι στην υπερηφάνεια μας, στυλωμένοι στις απόλυτες θέσεις μας, αν στεκόμαστε ενώπιον Του σαν να είχαμε το δικαίωμα να βρισκόμαστε εκεί, αν στεκόμαστε και τον ανακρίνουμε, τότε η απόσταση που μας χωρίζει, ως δημιουργήματα από το δημιουργό μας, παίρνει άπειρες διαστάσεις.
Στο βιβλίο «Οι επιστολές του Διαβόλου» ο συγγραφέας C.S.Lewis, αναφέρει σε κάποιο σημείο μιας επιστολής του (19ης) ότι η απόσταση του δημιουργού από το δημιούργημα - με την έννοια που αναφέραμε πιο πάνω - έχει σχέση με τη θέση που παίρνει το δημιούργημα απέναντι στο δημιουργό του: «Κάποτε ο μέγας αρχάγγελος, ο Διάβολος, παρουσιάστηκε ενώπιον του Θεού, με σκοπό να τον ανακρίνει. Δεν είχε βέβαια διάθεση να κατανοήσει με ταπείνωση την απάντηση του Θεού, αλλά πήγαινε με την πρόθεση να επιβάλει στο Θεό να του δώσει Εκείνος λογαριασμό γι’ αυτά που θα τον ρωτούσε. Τη στιγμή ακριβώς που απεύθυνε τις σχετικές ερωτήσεις του προς το Θεό, την ίδια στιγμή βρέθηκε να τον χωρίζει μια χαώδης απόσταση απ’ Αυτόν. Δεν μετακινήθηκε ούτε ο Θεός ούτε ο σατανάς. Παρόλα αυτά, χωρίς να μεσολαβήσει καμιά απολύτως κίνηση, βρέθηκαν άπειρα μακριά ο ένας απ’ τον άλλο».
Κάθε φορά που πλησιάζουμε το Θεό προβάλλει τρομακτικά έντονα η αντίθεση που υπάρχει μεταξύ του τι είναι Αυτός και τι εμείς. Αυτό μπορεί να μην το συνειδητοποιούμε όσο βρισκόμαστε μακριά από το Θεό ή καλύτερα θα λέγαμε όσο η παρουσία ή η θεωρία Του επηρεάζουν αμυδρά τις σκέψεις και τις αντιλήψεις μας. Όσο όμως προσεγγίζουμε το Θεό, τόσο πιο οξύτερα διακρίνεται αυτή η αντίθεση. Οι άγιοι συναισθάνονται τόσο έντονα την αμαρτωλότητά τους, όχι εξαιτίας της συνεχούς ενασχολήσεως τους με αυτή, αλλά εξαιτίας της θέας της αγιότητας του Θεού.
Όταν τοποθετούμε τον εαυτό μας έξω από το γλυκύ πλαίσιο της παρουσίας του Θεού, τότε οι αρετές και οι αμαρτίες μας μικραίνουν και χάνουν τη σημασία τους. Όταν όμως τοποθετηθούμε μέσα στο χώρο της θείας παρουσίας, αυτές προβάλλουν ξεκάθαρα με όλο το βάθος και την τραγικότητά τους.
Κάθε φορά που πλησιάζουμε το Θεό ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη ζωή ή με το θάνατο. Η προσέγγισή Του με σωστή διάθεση γίνεται για μας ζωή και ανακαίνιση. Αντίθετα η προσέγγισή Του χωρίς πνεύμα λατρείας και χωρίς συντριβή της καρδιάς γίνεται για μας θάνατος. Θάνατός μας γίνεται, αν είμαστε γεμάτοι υπερηφάνεια και αλαζονεία.
Προτού λοιπόν να ξεκινήσουμε αυτή τη θρυλική περιπέτεια της προσευχής, δεν μπορούμε παρά να επιμείνουμε στο ότι δεν θα υπάρξει ποτέ τίποτα που να προκαλεί περισσότερο δέος, τίποτα πιο σημαντικό από αυτή τη συνάντηση που τολμάμε να έχουμε με το Θεό. Είναι ουσιώδης προϋπόθεση το να έχουμε αποδεχτεί ότι σ’ αυτή την συνάντηση θα χάσουμε τη ζωή μας. Πρέπει να θανατωθεί μέσα μας ο παλαιός Αδάμ. Είμαστε πολύ προσκολλημένοι στον «παλαιό άνθρωπο» και μας είναι πάρα πολύ δύσκολο, όχι μόνο στην αρχή αλλά και μετά από πολλά χρόνια, να νιώσουμε ότι είμαστε τελειωτικά δοσμένοι, όχι στον παλαιό Αδάμ, αλλά στο νέο, το Χριστό.
Συχνά, όταν μας μιλούν με λιγότερο η περισσότερο λαϊκή γλώσσα για την προσευχή, ακούμε να μας λένε ότι η προσευχή είναι μια συναρπαστική περιπέτεια. Πάρα πολύ συχνά ακούμε: «Μάθε λοιπόν να προσεύχεσαι. Η προσευχή είναι τόσο ενδιαφέρον και τόσο συναρπαστικό πράγμα! Είναι εξερεύνηση ενός νέου κόσμου. Θα συναντήσεις το Θεό, θα ανακαλύψεις πώς θα φτάσεις στην πνευματική ζωή». Φυσικά, κατά κάποιο τρόπο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μας λένε την αλήθεια. Αλλά όταν κανείς προβαίνει σε κάτι τέτοιες διακηρύξεις, ξεχνάει κάτι πολύ πιο σημαντικό. Και αυτό είναι το ότι η προσευχή είναι μια επικίνδυνη περιπέτεια και ότι με κίνδυνο ξανοιγόμαστε σ’ αυτήν. Γιατί, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, «είναι φοβερό πράγμα να πέσει κανείς στα χέρια του ζώντος Θεού» (Εβρ. 10,31). Σύμφωνα με τους λόγους αυτούς του Απ. Παύλου, το να θελήσουμε προμελετημένα και ενσυνείδητα να συναντηθούμε με τον «Ζώντα Θεό», σημαίνει ότι βάζουμε τους εαυτούς μας σε μια τρομερή περιπέτεια. Κάθε συνάντησή μας με το Θεό είναι κατά κάποιο τρόπο σαν να μας βάζει στις συνθήκες της «έσχατης κρίσης» μας από το Θεό.
Κάθε φορά που κοινωνούμε με το Θεό, είτε μέσα στην προσευχή, είτε μέσα στα μυστήρια, επιχειρούμε κάτι φοβερά επικίνδυνο γιατί, όπως λέει η Αγία Γραφή, ο Θεός είναι φωτιά. Αν λοιπόν δεν είμαστε έτοιμοι να παραδώσουμε τον εαυτό μας χωρίς επιφυλάξεις στη θεία αυτή φλόγα και να γίνουμε σαν την «φλεγόμενη βάτο» της ερήμου, που την έζωναν οι φλόγες, αλλά δεν την έκαιγαν, τότε θα κατακαούμε. Γιατί η εμπειρία της προσευχής μπορεί να βιωθεί μόνο εσωτερικά και δεν είναι σκόπιμο ή ακίνδυνο το να αστειευόμαστε μαζί της.
Κάθε φορά που πλησιάζουμε το Θεό ανακαλύπτουμε δυο πράγματα: Το πρώτο είναι το κάλλος του Θεού και το δεύτερο η απόσταση που μας χωρίζει απ’ Αυτόν. Η λέξη «απόσταση» είναι ακατάλληλη, γιατί δεν φανερώνει το γεγονός ότι ο Θεός είναι άγιος και εμείς αμαρτωλοί. Η απόσταση προσδιορίζεται από τη θέση που θα πάρει ο αμαρτωλός απέναντι στο Θεό. Μπορούμε να προσεγγίσουμε το Θεό μονάχα όταν έχουμε το βίωμα ότι πλησιάζοντας Τον οδηγούμαστε στην κρίση. Αν πλησιάζουμε το Θεό με βιώματα αυτοκατηγορίας, αν ερχόμαστε κοντά Του από αγάπη - παρά το γεγονός ότι δειχνόμαστε απέναντι Του άπιστοι - αν Τον πλησιάζουμε από αγάπη και μόνο και όχι γεμάτοι από ανευλαβή αισθήματα αυτοπεποιθήσεως, τότε η ψυχή μας είναι ανοιχτή να Τον δεχτεί και να κοινωνήσει μαζί Του και Eκείνος είναι έτοιμος να μας προσλάβει και να μας αγιάσει. Έτσι κάθε απόσταση μεταξύ Θεού και ψυχής καταλύεται. Ο Κύριος έρχεται κουτά μας γεμάτος ευσπλαχνία και αγάπη. Αν όμως εμείς στεκόμαστε ενώπιον Του τυλιγμένοι στην υπερηφάνεια μας, στυλωμένοι στις απόλυτες θέσεις μας, αν στεκόμαστε ενώπιον Του σαν να είχαμε το δικαίωμα να βρισκόμαστε εκεί, αν στεκόμαστε και τον ανακρίνουμε, τότε η απόσταση που μας χωρίζει, ως δημιουργήματα από το δημιουργό μας, παίρνει άπειρες διαστάσεις.
Στο βιβλίο «Οι επιστολές του Διαβόλου» ο συγγραφέας C.S.Lewis, αναφέρει σε κάποιο σημείο μιας επιστολής του (19ης) ότι η απόσταση του δημιουργού από το δημιούργημα - με την έννοια που αναφέραμε πιο πάνω - έχει σχέση με τη θέση που παίρνει το δημιούργημα απέναντι στο δημιουργό του: «Κάποτε ο μέγας αρχάγγελος, ο Διάβολος, παρουσιάστηκε ενώπιον του Θεού, με σκοπό να τον ανακρίνει. Δεν είχε βέβαια διάθεση να κατανοήσει με ταπείνωση την απάντηση του Θεού, αλλά πήγαινε με την πρόθεση να επιβάλει στο Θεό να του δώσει Εκείνος λογαριασμό γι’ αυτά που θα τον ρωτούσε. Τη στιγμή ακριβώς που απεύθυνε τις σχετικές ερωτήσεις του προς το Θεό, την ίδια στιγμή βρέθηκε να τον χωρίζει μια χαώδης απόσταση απ’ Αυτόν. Δεν μετακινήθηκε ούτε ο Θεός ούτε ο σατανάς. Παρόλα αυτά, χωρίς να μεσολαβήσει καμιά απολύτως κίνηση, βρέθηκαν άπειρα μακριά ο ένας απ’ τον άλλο».
Κάθε φορά που πλησιάζουμε το Θεό προβάλλει τρομακτικά έντονα η αντίθεση που υπάρχει μεταξύ του τι είναι Αυτός και τι εμείς. Αυτό μπορεί να μην το συνειδητοποιούμε όσο βρισκόμαστε μακριά από το Θεό ή καλύτερα θα λέγαμε όσο η παρουσία ή η θεωρία Του επηρεάζουν αμυδρά τις σκέψεις και τις αντιλήψεις μας. Όσο όμως προσεγγίζουμε το Θεό, τόσο πιο οξύτερα διακρίνεται αυτή η αντίθεση. Οι άγιοι συναισθάνονται τόσο έντονα την αμαρτωλότητά τους, όχι εξαιτίας της συνεχούς ενασχολήσεως τους με αυτή, αλλά εξαιτίας της θέας της αγιότητας του Θεού.
Όταν τοποθετούμε τον εαυτό μας έξω από το γλυκύ πλαίσιο της παρουσίας του Θεού, τότε οι αρετές και οι αμαρτίες μας μικραίνουν και χάνουν τη σημασία τους. Όταν όμως τοποθετηθούμε μέσα στο χώρο της θείας παρουσίας, αυτές προβάλλουν ξεκάθαρα με όλο το βάθος και την τραγικότητά τους.
Κάθε φορά που πλησιάζουμε το Θεό ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη ζωή ή με το θάνατο. Η προσέγγισή Του με σωστή διάθεση γίνεται για μας ζωή και ανακαίνιση. Αντίθετα η προσέγγισή Του χωρίς πνεύμα λατρείας και χωρίς συντριβή της καρδιάς γίνεται για μας θάνατος. Θάνατός μας γίνεται, αν είμαστε γεμάτοι υπερηφάνεια και αλαζονεία.
Προτού λοιπόν να ξεκινήσουμε αυτή τη θρυλική περιπέτεια της προσευχής, δεν μπορούμε παρά να επιμείνουμε στο ότι δεν θα υπάρξει ποτέ τίποτα που να προκαλεί περισσότερο δέος, τίποτα πιο σημαντικό από αυτή τη συνάντηση που τολμάμε να έχουμε με το Θεό. Είναι ουσιώδης προϋπόθεση το να έχουμε αποδεχτεί ότι σ’ αυτή την συνάντηση θα χάσουμε τη ζωή μας. Πρέπει να θανατωθεί μέσα μας ο παλαιός Αδάμ. Είμαστε πολύ προσκολλημένοι στον «παλαιό άνθρωπο» και μας είναι πάρα πολύ δύσκολο, όχι μόνο στην αρχή αλλά και μετά από πολλά χρόνια, να νιώσουμε ότι είμαστε τελειωτικά δοσμένοι, όχι στον παλαιό Αδάμ, αλλά στο νέο, το Χριστό.
(Ζωντανή Προσευχή, Αρχιεπ. Antony Bloom, σελ. 18-21)