ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Αναδημοσίευση από: http://paterikakeimena.blogspot.gr/2011

1. «Μ' εγκώμια μνημονεύουμε τους δίκαιους», λέγει ο σοφώτατος Σολομώντας. «Ο θάνατος των αγίων Του είναι αξετίμητος για το Θεό», προείπε ο θεοπάτορας Δαβίδ. Αν λοιπόν όλους τους δίκαιους τους μνημονεύουμε εγκωμιαστικά, ποιος δε θα προσφέρη τον έπαινό του στη βρυσομάννα της δικαιοσύνης και της οσιότητας το θησαυρό, όχι για να δοξάση, μα για να δοξαστή ο ίδιος με δόξα αιώνια;
Δεν έχει ανάγκη από τη δική μας δόξα η σκηνή της δόξας του Θεού, ή πόλη του Θεού, μια και γι' Αυτήν ειπώθηκαν λόγια δοξασμένα, καθώς της λέγει ο εξαίσιος Δαβίδ: «Δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου, η πόλις του Θεού».

Αλήθεια, ποια τάχα μπορούμε να νομίσουμε για πόλη του αόρατου και άπειρου Θεού, που όλα τα χωράει στην παλάμη Του, παρά μόνο Εκείνη, που με αληθινά υπερφυσικό και υπερούσιο τρόπο εχώρεσε απερίγραπτα τον υπερούσιο Λόγο του Θεού και Θεό; Γι' Αυτήν ο ίδιος ο Κύριος με τα χείλη του προφήτη έχει λαλήσει λόγια όλο δόξα, γιατί τί ενδοξότερο υπάρχει από την αποδοχή της αρχαίας αληθινής Θεϊκής Βουλής ;


2. Αληθινά, δεν υπάρχει γλώσσα άνθρωπου, μήτε υπερκόσμιος αγγελικός νους, που να μπορή επάξια να υμνήση Εκείνη, με την οποία μας δόθηκε η δυνατότητα να θεωρούμε καθαρά «τη δόξα του Κυρίου». Τι θα κάνουμε λοιπόν; Θα βουβαθούμε τάχα, αφού δε μπορούμε επάξια να την υμνήσουμε, ζαρώνοντας από φόβο; Καθόλου. Να περάση πάλι το πόδι μας το κατώφλι, που λένε, ν' αγνοήσουμε τ' ανθρώπινά μας όρια και ν' αγγίξουμε τραχιά τ' αννέγγιχτα, λυμένοι από το χαλινάρι του φόβου; Ποτέ. Ενώνοντας όμως τον πόθο με το φόβο και πλέκοντας κι από τα δυό ένα διπλό στεφάνι με ιερή ευλάβεια, τρεμάμενο χέρι και ψυχή όλο πόθο, ας προσφέρουμε μ' ευγνωμοσύνη στη Μητέρα του Βασιλιά, Αυτήν που ευεργέτησε όλη την πλάση, το φτωχικό μα πρώτο απ' όλα δώρο του νου μας - της το χρωστάμε. Ιστοράνε δά πως κάποιοι ξωμάχοι, καθώς οργώνανε με τα καματερά τους, είδανε να διαβαίνη ένας βασιλιάς, λαμπρός μέσα στη βασιλική του πορφύρα, στραφτοκοπώντας από τη φεγγοβολή του διαδήματος και μ' αμέτρητους σωματοφύλακες γύρω του. Επειδή τίποτε δεν είχανε να προσφέρουν στο βασιλιά, ένας γρήγορα έπιασε με τις χούφτες του νερό - έτρεχε πλάι άφθονο - και του το πήγε δώρο. O βασιλιάς του είπε: «Τι είναι τούτο, παιδί μου;». Θαρραλέα αποκρίθηκε: «Ό,τι είχα, αυτό έφερα, γιατί η κρίση μου έλεγε πως το καλύτερο ήταν να μη σκεπάση την προθυμία μου η φτώχεια, μια κι εσύ δεν έχεις ανάγκη τα δώρα μας ούτε θέλεις τίποτε δικό μας έξω από την αγάπη μας. Τούτο που κάνω είναι χρέος μα κι έπαινος για μας, αφού όσοι δείχνουν ευγνωμοσύνη συνήθως δοξάζονται».Ο βασιλιάς θαύμασε και παίνεψε τη σοφία του, δέχτηκε καλοδιάθετα την πρόθυμη προσφορά του και τον αντάμειψε βασιλικά με πάμπολλα δώρα. Αν λοιπόν ο αλαζονικός εκείνος τύραννος προτίμησε τα φιλικά αισθήματα κι όχι τα πλούσια δώρα, Αυτή, η αληθινά αγαθή Δέσποινά μας, η Μητέρα του Θεού, του μόνου αγαθού, που η συγκατάβασή Του είναι άπειρη και προτίμησε το δίλεπτο παρά τις πλούσιες προσφορές καρπών, δε θα δεχτή την πρόθεσή μας παραβλέποντας την αδυναμία μας; Μα ναι, θα δεχτεί το χρέος μας και θα μας αμείψει μ' ασύγκριτα δώρα. Αφού λοιπόν είναι ανάγκη να μιλήσουμε οπωσδήποτε για να ξεπληρώσουμε το χρέος, ας γυρίσουμε το λόγο μας γρήγορα σ' Αυτήν λέγοντας:


3. Πώς να σε ονομάσουμε, Κυρά μας; Με τι λόγια να σου μιλήσουμε; Με ποια εγκώμια να στεφανώσουμε το ιερό και δοξασμένο σου κεφάλι, Εσένα που δίνεις τ' αγαθά, την πλουτοδότρα, το στολίδι του γένους των ανθρώπων, το καμάρι της κτίσης, που χάρη σε Σένα έγινε αληθινά μακάρια; Και τούτο, γιατί Εκείνον, που πρώτα δεν χωρούσε, τον εχώρεσε στο δικό σου σώμα. Εκείνον, που δε δυνόταν να δει, τον βλέπει «εν κατόπτρω» χάρη σε Σένα, «με ξέσκεπη όψη».

Άνοιξέ μας, Λόγε του Θεού, το βραδύγλωσσο στόμα. Δώσε μας, καθώς ανοίγουν τα χείλη, λόγια γεμάτα χάρη. Φύσηξε μέσα μας τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που κάνει ρήτορες τους ψαράδες και δίνει στους αγράμματους τη δύναμη να κηρύχνουν τη σοφία που ξεπερνάει τον ανθρώπινο νου, για να μπορέσουμε κι εμείς με τη λειψή φωνή, αμυδρά καν να μιλήσουμε για τα μεγαλεία της πολυαγαπημένης σου Μητέρας. Αυτή, αλήθεια, διαλεγμένη ανάμεσ' από αρχαίες γενιές από την προαιώνια βουλή και ευδοκία του Θεού και Πατέρα, που σε γέννησε έξω από το χρόνο, υπερφυσικά και δίχως ν' αλλοιωθεί, σε κυοφόρησε «στα στερνά τα χρόνια» δίνοντάς Σου σάρκα από τη σάρκα της, φανέρωση του ελέους του Θεού και σωτηρία, δικαιοσύνη και απολύτρωση, Εσένα, ζωή από τη ζωή, φως από το φως, αληθινό Θεό από αληθινό Θεό. Η γέννησή της στάθηκε παράδοξη, ο τρόπος που γέννησε υπερφυσικός, υπέρλογος και σωστικός για τον κόσμο, η κοίμησή της ένδοξη κι αληθινά ιερή και πανεύφημη.


4. Την προώρισε ο Πατέρας, οι προφήτες φωτισμένοι από το Πνεύμα την προανάγγειλαν, η αγιαστική δύναμη του Αγίου Πνεύματος κατέβηκε πάνω της, την καθάρισε και την άγιασε, και, ας το πούμε έτσι, την πότισε από πριν. Και τότε Συ, «η απεικόνιση και έκφραση του Πατέρα», κατοίκησες εντός της απερίγραπτα, τραβώντας ξανά την καταποντισμένη μας φύση στο άπειρο ύψος τής ακατάληπτής Σου Θεότητας. Αυτή την ανθρώπινη φύση την προσέλαβες στην πιο έξοχη μορφή της από τα πάναγνα, αμόλυντα και πανάμωμα αίματα της αγίας Παρθένας, φόρεσες σάρκα έμψυχη που είχε λόγο και νου (νοερή και λογική), της έδωσες την υπόστασή Σου κι έγινες τέλειος άνθρωπος, δίχως να πάψης νά 'σαι τέλειος Θεός ομοούσιος με τον Πατέρα, και ντύθηκες από άφατη ευσπλαχνία τη δική μας αδυναμία. Και γεννήθηκες απ' Αυτήν ένας Χριστός, ένας Γιος, Θεός και άνθρωπος ο ίδιος, τέλειος Θεός και συνάμα τέλειος άνθρωπος, ολόκληρος Θεός και ολόκληρος άνθρωπος, μια σύνθετη υπόσταση από δυο φύσεις τέλειες, τη θεϊκή και την ανθρώπινη, και μέσα σε δυο τέλειες φύσεις, τη θεϊκή και την ανθρώπινη.

Όχι άσαρκος Θεός ούτε απλά άνθρωπος, μα ένας και μοναδικός Γιος του Θεού και Θεός με σάρκα, ο ίδιος Θεός και μαζί άνθρωπος, έξω από κάθε σύγχυση και διαίρεση, έχοντας τις φυσικές ιδιότητες των δυό ανόμοιων σε ουσία φύσεων που είναι ενωμένες υποστατικά, ασύγχυτα και αδιαίρετα, δηλαδή το χτιστό και το άχτιστο, το θνητό και το αθάνατο, το ορατό και το αόρατο, το κλεισμένο σε σύνορα και το άπειρο, θεϊκό και ανθρώπινο θέλημα, θεϊκή ενέργεια μα και ανθρώπινη, δυό αυτεξούσιες φύσεις, τη θεϊκή και την ανθρώπινη, τα θεϊκά θαύματα και τ' ανθρώπινα πάθη, αυτά δηλαδή που έχουν σχέση με τη φυσική μας αδυναμία και είναι έξω από την αμαρτία.

Κι' αυτά γιατί τον Αδάμ, όπως ήταν πριν από την πτώση, ελεύθερος από αμαρτία, τον έκανες, Κύριε, με την άμετρη ευσπλαχνία σου σάρκα Σου — το σώμα, την ψυχή, το νου και τις φυσικές τους ιδιότητες—, για να χαρίσεις σ' όλη μου την ύπαρξη τη σωτηρία, αφού, αλήθεια, «ό,τι δεν έχει προσληφθεί δε θεραπεύεται». Και έτσι έγινες «μεσίτης ανάμεσα στο Θεό και τους ανθρώπους», έλυσες την έχθρα και οδήγησες τους αποστάτες στον Πατέρα σου κοντά, ξανάφερες πίσω το πλανεμένο πλάσμα. Ήταν σκοτεινό και το φώτισες, έκανες πάλι καινούργιο το συντρίμμι, άλλαξες σε άφθαρτο το φθαρτό. Λευτέρωσες την κτίση από το ψέμα των πολλών Θεών, έκανες «τέκνα του Θεού» τους ανθρώπους, ανάδειξες μέτοχους της θεϊκής Σου δόξας τους ατιμασμένους. "Υψωσες «πάνω από κάθε Αρχή και Εξουσία» τον καταδικασμένο στης γης τα τάρταρα, πήρες μέσα σου και κάθισες μαζί σου στο βασιλικό θρόνο τον τιμωρημένο να ξαναγίνη χώμα και να κατοικεί στον Άδη. Ποιος λοιπόν ήταν το εργαστήρι για τ' αναρίθμητα τούτα αγαθά, που ξεπερνάνε το νου και τη δύναμή του; Δεν είναι η αειπάρθενη Μητέρα Σου;


5. Βλέπετε, πατέρες και αδελφοί αγαπημένοι του Θεού, της σημερινής μέρας τη χάρη; Θωρείτε το ύψος και τη μεγαλοσύνη Αυτής που εξυμνούμε; Τα μυστήριά Της τούτα δεν είναι φοβερά; Γεμάτα θαύμα δεν είναι; Μακάριοι όσοι βλέπουν με τον μοναδικά δυνατό και σωστό τρόπο. Μακάριοι όσοι έχουν πνευματικά αισθητήρια. Τι αστραπές φωτός καταυγάζουν την αποψινή νύχτα, ποιες αγγελικές φρουρές κάνουν ολόφωτη την Κοίμηση της Μητέρας, που στάθηκε η αρχή της ζωής! Ποιοί Απόστολοι με χείλη θεόπνευστα μακαρίζουν το ξόδι του σώματος που δέχτηκε το Θεό! Πώς ο Λόγος του Θεού, που δέχτηκε από άφατη ευσπλαχνία να γίνει γιος της, υπηρετεί με τις δεσποτικές Του παλάμες την πανάγια και θεϊκότατη μητέρα και υποδέχεται την ιερή της ψυχή! Πόσο έξοχος νομοθέτης! Δεν βρίσκεται κάτω από τη δύναμη του νόμου, κρατάει όμως το νόμο που θέσπισε ο ίδιος. Αυτός πρόσταξε ν' αποδίνουν τα παιδιά το χρέος στους γονιούς και είπε: «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου». Είναι αληθινό και αναμφίβολο βέβαια τούτο για καθένα που, καν λίγο, έχει κατηχηθεί στους λόγους της Γραφής. Γιατί αν, όπως λέει η Γραφή του Θεού, «οι ψυχές των δικαίων είναι στα χέρια του Θεού», Αυτή, περισσότερο απ' όλους, δεν αποθέτει την ψυχή της στα χέρια του Γιου και Θεού της; Ο λόγος είναι αληθινός και πέρα από κάθε αντίλογο.

Αλλ' εμπρός, ας εξετάσουμε όσο φτάνει η δύναμή μας, ποια είναι αυτή και από ποιά γενιά κρατάει και πώς χαρίστηκε στον κόσμο τούτο και του δόθηκε ωσάν το πιο εξαίσιο και ακριβό δώρο του Θεού, πώς έζησε πάνω στη γη και για ποια μυστήρια την έκρινε ο Θεός άξια. Οι Έλληνες, όταν εγκωμιάζανε με λόγους επιτάφιους τους νεκρούς, συνάζανε με περισσή φροντίδα ό,τι θαρρούσαν ταιριαστό, για νά 'ναι τέλειο το εγκώμιο του νεκρού που παίνευαν και να ξυπνάνε στις καρδιές των ζωντανών πόθο ευγενικό και ορμή για την αρετή. Υφαίνανε στο λόγο τους τις πιο πολλές φορές μύθους κι αμέτρητα φανταστικά γεγονότα, μια κι εκείνοι που δέχονταν τον έπαινο δεν είχαν από μοναχοί τους έργα άξια γι' αυτόν. Πώς λοιπόν εμείς καταποντίζοντας, καταπώς λένε, στους βυθούς της σιωπής τα αληθινότατα και σεβαστά, που αληθινά φέρανε σ' όλους την ευλογία και τη σωτηρία, θα γλυτώσουμε το περιγέλιο και δε θα τιμωρηθούμε όμοια μ' εκείνον, που παράχωσε το τάλαντο; Αρχίζω λοιπόν το λόγο φροντίζοντας να είναι σύντομος, για να μη κουράσω τ' αυτιά, καθώς η υπερβολική τροφή τα σώματα.


6. Γεννήθηκε από τον Ιωακείμ και την Άννα. Ο Ιωακείμ ωσάν προβατοβοσκός έβοσκε και οδηγούσε τους λογισμούς του όπου ήθελε και τους εξουσίαζε πιο πολύ, παρ' όσο ο τσοπάνος το κοπάδι, γιατί τον ποίμαινε ο Θεός σάν αρνί και δεν τού 'λειπε κανένα αγαθό. Κι όταν λέω αγαθό, να μη νομίσει κανένας πως εννοώ των πολλών τις επιθυμίες, που κάνουν να λιμάζει πάντα ο νους των αχόρταγων, αυτά, που από φυσικού τους είναι πρόσκαιρα και δε μπορούν να καλυτερέψουν τον άνθρωπο που τα 'χει, τα θέλγητρα τούτης της ζωής με την αβέβαια δύναμη, που απο μοναχά τους φυλλορροούν και μονοσπγμής λειώνουν, ακόμα κι άφθονα σαν τα 'χεις. Μακριά τέτοια σκέψη! Δε θαυμάζω τέτοια πράγματα και δεν είναι της μερίδας αυτής οι θεοφοβούμενοι. Εννοώ τ' αγαθά, οπού οι αληθινά γνωστικοί ποθούν και λαχταράνε, τα ακατάλυτα για πάντα, όσα ευφραίνουν το Θεό και δίνουν ώριμο καρπό σ' εκείνους που τα έχουν, τις αρετές δηλαδή, που τον καρπό τους—την αιώνια ζωή—, θα τον δώσουν στην ώρα τους — στο μέλλοντα αιώνα — σ' αυτούς που κόπιασαν φιλότιμα και μόχθησαν όσο δύνονταν. Ο μόχθος βέβαια πάει μπροστά από τις αρετές, ακολουθάει όμως η ατέλειωτη μακαριότητα. Ο Ιωακείμ σ' αυτές συνήθιζε να βόσκει τους λογισμούς του, στο μέσα «χλοερό λιβάδι», ζώντας στη θεωρία του λόγου του Θεού, κι ευφραινόταν «με το νερό της ανάπαυσης» που είναι η θεία Χάρη, αποτραβώντας τη σκέψη του από τα μάταια και περπατώντας την «σε δρόμους δικαιοσύνης».

Η Άννα πάλι που τ' όνομα της σημαίνει «χάρη», ήταν παρόμοια με τον άντρα της στο χαρακτήρα κι όχι απλά γυναίκα του. Πλούσια προικισμένη με αρετές, μα για κάποιο άγνωστο λόγο έχοντας την αρρώστια της στειρότητας. Αληθινά, ήταν στείρα η Χάρη, δίχως τη δύναμη να καρποφορεί στις ψυχές των ανθρώπων, αφού «όλοι πήρανε στραβό δρόμο, όλοι εξαχρειώθηκαν», δε βρισκόταν άνθρωπος «γνωστικός», άνθρωπος «να ζητάει το Θεό». Ύστερα ο αγαθός Θεός βλέποντας με συμπόνια άμετρη των χεριών Του το πλάσμα και θέλοντας να το σώσει, λύνει την ακαρπία της Χάρης, δηλαδή της Άννας, που 'χε δοσμένη τη σκέψη σ' Αυτόν. Γέννησε έτσι μια τέτοια κόρη, που όμοιά της ποτέ δεν είχε γεννηθεί μήτε θα ξαναγεννηθεί. Το λευτέρωμα από την ακαρπία φανέρωνε ολοκάθαρα πως η στειρότητα του κόσμου σε αγαθά θα λυθεί και θα γεννηθεί ο κορμός της άφραστης μακαριότητας.


7. Για τούτο η Θεοτόκος γεννιέται από υπόσχεση: Άγγελος δίνει το μήνυμα για τη σύλληψη Αυτής που θα γεννηθεί, αφού έπρεπε Εκείνη, που θα γινόταν μητέρα κατά σάρκα του μοναδικού και αληθινά τέλειου Θεού, να μη φανεί από κανένα κατώτερη ή δεύτερη και σε τούτο. Ύστερα την αφιερώνουν στον ιερό ναό του Θεού, όπου ζει δείχνοντας φλογερή αφοσίωση και διαγωγή καλύτερη και πιο καθαρή από τους άλλους, μακριά από κάθε σχέση με άντρες και γυναίκες δίχως αρετή. Καθώς όμως έφτανε στο άνθισμα της ηλικίας της και απαγόρευε ο νόμος να μένει μέσα στο ναό, οι ιερείς την παραδίνουν στο μνηστήρα, σα να λέμε το φύλακα της παρθενίας, τον Ιωσήφ, που ως τα γερατειά του κρατούσε παρ' άλλος ανόθευτο το νόμο. Κοντά του ζούσε η νεαρή και πανάμωμη κόρη, δοσμένη στη λάτρα του σπιτιού, μη ξέροντας τι γίνεται στο κατώφλι του.


8. «Όταν όμως έφτασε το πλήρωμα του χρόνου», όπως λέει ο θεϊκός Απόστολος, ο Θεός έστειλε σ' αυτήν, την αληθινή του κόρη, τον άγγελο Γαβριήλ που της είπε: «Χαίρε, Χαριτωμένη, ο Κύριος είναι μαζί σου». Όμορφη η προσφώνηση του αγγέλου στην κόρη που είναι πάνω από τους αγγέλους, γιατί φέρνει χαρά παγκόσμια. «Εκείνη όμως ταράχτηκε με το λόγο τούτο», ασυνήθιστη να μιλάει με άντρες, αφού είχε οριστικά αποφασίσει να φυλάει την παρθενία της. «Αναλογιζόταν τι λογής να 'ναι αυτός ο χαιρετισμός». Κι ο Αρχάγγελος της είπε: «Μη φοβάσαι, Μαρία, γιατί βρήκες χάρη» η άξια της χάρης. Βρήκες χάρη εσύ, που μόχθησες γεωργώντας το χωράφι της χάρης και θέρισες μεστωμένο στάχυ. Βρήκες άβυσσο χάρης εσύ, που κράτησες γερό το καράβι της διπλής παρθενίας: κράτησες παρθένα την ψυχή όσο και το σώμα, για τούτο κρατήθηκε κι αυτουνού η παρθενία.

«Και θα γεννήσεις», λέει, «γιο και θα τον ονομάσεις Ιησού». Ιησούς σημαίνει Σωτήρας. «Αυτός θα σώσει το λαό Του από τις ανομίες του». Τι αποκρίνεται σε τούτα ο αληθινός θησαυρός της σοφίας; Δεν ακολουθάει τυφλά το παράδειγμα της πρώτης μας μητέρας, της Εύας, αλλ' αντίθετα διορθώνει την αστοχιά εκείνης και προβάλλοντας για άμυνα τη φύση απαντάει σχεδόν έτσι στον αγγελικό λόγο: «Πώς θα γίνει τούτο, αφού άντρα δε γνωρίζω;» Αδύνατα πράγματα λες, του λέει, γιατί ο λόγος σου καταργεί τους απαράβατους φυσικούς νόμους που όρισε ο Πλάστης. Δε μ' αρέσει να γίνω μια δεύτερη Εύα και να πατήσω του Θεού το θέλημα. Κι αν όσα λες δεν είναι ενάντια στη βούλησή Του, λύσε μου την απορία εξηγώντας πώς θα συλλάβω. Ο μαντατοφόρος της αλήθειας της απάντησε: «Πνεύμα άγιο θα κατεβεί πάνω σου και θα βρεθείς μέσα στη σκιά της δύναμης του Υψίστου, για τούτο και η άγια ύπαρξη που θα γεννηθεί θα ονομαστεί Γιός του Θεού». Αυτό που τώρα γίνεται δεν υποτάσσεται στους φυσικούς νόμους, γιατί ο δημιουργός και κυρίαρχος της φύσης έχει τη δύναμη να τους αλλάζει. Εκείνη, ακούγοντας με ιερή ευλάβεια το Όνομα που πάντα ποθούσε και τιμούσε, και σκιαγμένη μη φανεί ανυπάκουη, μίλησε με λόγια υποταγής γεμάτα φόβο και χαρά: «Λοιπόν να, υποτάσσομαι στον Κύριο, εγώ η δούλη Του. Ας γίνη με μένα καθώς λες».


9. «Ω απύθμενος πλούτος και σοφία και γνώση του Θεού», για να μιλήσω κι εγώ με το λόγο του Αποστόλου στην καίρια τούτη στιγμή. «Πόσο ανεξερεύνητες είναι οι βουλές Του κι ανεξιχνίαστοι οι δρόμοι Του». Ω αγαθότητα του Θεού αστόμωτη, ω αβυθομέτρητη αγάπη! Εκείνος που καλεί «το ανύπαρχτο να γίνη υπαρχτό», που «γεμίζει τον ουρανό και τη γη», που 'χει τον ουρανό θρόνο και «τη γη υποπόδιο», κάνει πλατύ κατάλυμα την κοιλιά της δούλης Του κι Εκεί ολοκληρώνει το πιο πρωτόφαντο απ' όλα τα πρωτόφαντα μυστήρια: ενώ είναι Θεός, γίνεται άνθρωπος, γεννιέται υπερφυσικά όταν συμπληρώνεται ο χρόνος της κύησης, ανοίγει τη μήτρα δίχως να χαλάσει της παρθενίας την κλειδαριά και βαστιέται από αγκαλιά γήινη, Αυτός, «το απαύγασμα της δόξας, ο τύπος της υπόστασης του Πατέρα, που ο λόγος Του έχει τη δύναμη να κρατάει τα σύμπαντα».

Ω! θεϊκά, αλήθεια, θαύματα, μυστήρια που ξεπερνάνε τη φύση και το λογικό! Ω παρθενικό καύχημα, που είσαι πάνω από τ' ανθρώπινα! Ποιο είναι, ιερή Μητέρα και Παρθένα, αυτό το μέγα μυστήριο που σε τυλίγει; «Ευλογημένη εσύ ανάμεσα στις γυναίκες κι ευλογημένος ο καρπός της κοιλιάς σου». Είσαι ευτυχισμένη ανάμεσα στις γενιές των ανθρώπων, η μόνη αξιομακάριστη. Να που σε μακαρίζουν όλες οι γενιές, καθώς είπες. Εσένα είδαν οι κόρες της Ιερουσαλήμ, της Εκκλησίας δηλαδή, και σένα καλοτυχίσανε οι βασίλισσες, μ' άλλα λόγια οι ψυχές των δίκαιων, και θα σε υμνούνε στους αιώνες.

Γιατί εσύ είσαι ο βασιλικός θρόνος που κυκλώνουν οι θρόνοι, δηλαδή οι άγγελοι, βλέποντας να κάθεται Εκεί ο Κύριος και Δημιουργός τους. Συ στάθηκες νοητή Εδέμ. Ιερώτερη και θεϊκότερη από την παλιά — σε κείνη κατοικούσε Αδάμ «χωματένιος», σε σένα Κύριος «από τον ουρανό».
Η κιβωτός, κρατώντας το σπόρο για ένα δεύτερο κόσμο, εσένα προεικόνισε, γιατί συ γέννησες το Χριστό, τη σωτηρία του κόσμου, που καταπόντισε την αμαρτία και κοίμισε τα κύματά της.
Εσένα προεικόνισε η βάτος, οι θεόγραφτες πλάκες δική σου προχάραξη ήταν, η κιβωτός του νόμου εσένα προμηνούσε, το χρυσό σταμνί και το λυχνάρι και το τραπέζι και το «ραβδί του Ααρών που βλάστησε» ολοφάνερα ήταν δική σου προτύπωση. Από σένα, αλήθεια, η φωτιά της θεότητας, «η απεικόνιση και έκφραση του Πατέρα», τ' ολόγλυκο κι ουρανόσταλτο μάννα, το ανώνυμο όνομα «που είναι πάνω απ' όλα τα ονόματα», το ανέσπερο και απρόσιτο φως, «της ζωής το ψωμί» το ουράνιο, ο αγεώργητος καρπός, από σένα σωματικά αναβλάστησε.

Προμήνυμα δικό σου δεν ήταν το καμίνι με τη δροσερή και συνάμα φλογερή φωτιά, εικόνα της θεϊκής φωτιάς που σε κατοίκησε;

Και η σκηνή του Αβραάμ καταφάνερα εσένα προτυπώνει: στο Λόγο του Θεού που κατασκήνωσε στην κοιλιά σου η ανθρώπινη φύση πρόσφερε το ψωμί το ψημένο στη στάχτη, δηλαδή τον πρώτο και καλύτερο καρπό της, βγαλμένο από τα δικά σου αγνά αίματα, που, ας το πούμε έτσι, ψηνόταν από τη θεϊκή φλόγα κι έπαιρνε τη μορφή σωστού ψωμιού, βρίσκοντας την υπόστασή της στο θεϊκό πρόσωπο του Λόγου και γινόταν έτσι αληθινό σώμα ζωντανεμένο από ψυχή λογική και νοερή.

Λίγο και θα ξεχνούσα την κλίμακα του Ιακώβ. Τι τάχα; Δεν είναι για όλους φανερό πως στάθηκε δική σου προεικόνιση και τύπος; Όπως ο Ιακώβ είδε τις άκρες της σκάλας να ενώνουν τον ουρανό με τη γη, αγγέλους να την ανεβοκατεβαίνουν και τον αληθινά Δυνατό κι Ανίκητο να παλεύει συμβολικά μαζί του, έτσι κι εσύ μεσίτεψες κι έγινες σκάλα για να κατεβή σ' εμάς ο Θεός, που πήρε πάνω Του την ασθενική μας φύση, τη σύμπλεξε και την ένωσε με τη δική Του κι έκανε τον άνθρωπο νου ικανό να θεωρεί το Θεό. Εσύ συμπλησίασες τα χωρισμένα. Για τούτο κατεβαίνανε άγγελοι να τον υπηρετήσουν ως Θεό και Κύριο και άνθρωποι, που ζήσανε αγγελικά, αρπάζονται στον ουρανό.

Και τι να πω για τα κηρύγματα των προφητών; Δεν πρέπει να τ' αποδώσουμε στο πρόσωπό σου, αν θέλουμε να δείξουμε το αληθινό τους νόημα; Γιατί ποιο είναι το ποκάρι του Δαβίδ, όπου του Θεού, που βασιλεύει πάνω σ' όλα, ο Γιος, δίχως αρχή και βασιλιάς ο ίδιος μαζί με τον Πατέρα Του, κατέβηκε σα δροσιά; Δεν είσαι ολοφάνερα εσύ ;

Και ποιά είναι η παρθένα, που ο Ησαΐας προείδε και προφήτεψε πως «θα συλλάβει» και θα γεννήσει γιο, που θα είναι «ο Θεός μαζί μας», δηλαδή θα μένει και Θεός μετά την ενανθρώπησή Του;

Ποιό ακόμη είναι το βουνό του Δανιήλ, απ' όπου κόπηκε το αγκωνάρι, ο Χριστός, δίχως ανθρώπινη αξίνα;
Δεν είσαι συ που παρθενικά κυοφόρησες και πάλι έμεινες παρθένα;
Ας έλθει ο γεμάτος πνεύμα Θεού Ιεζεκιήλ, για να μας δείξει την κλειστή πύλη που διάβηκε ο Κύριος, δίχως αυτή ν' ανοίξει, όπως προφητικά προείπε. Ας μας δείξει την εκπλήρωση των λόγων του. Σίγουρα θα δείξει εσένα, απ' όπου πέρασε ο Θεός όλης της κτίσης και πήρε σάρκα, χωρίς ν' ανοίξει της παρθενίας την πύλη—η σφραγίδα της αληθινά μένει αιώνια.

Εσένα λοιπόν κηρύχνουν οι προφήτες. Εσένα διακονούν οι άγγελοι, υπηρετούν οι απόστολοι, ο απόστολος που έμεινε παρθένος, ο θεολόγος, εσένα την αειπάρθενη και Θεοτόκο υπηρετεί. Σήμερα, καθώς αποδημούσες για το Γιο σου, σε τιμούσαν οι άγγελοι, οι ψυχές των δίκαιων, των πατριαρχών και των προφητών. Τιμητική φρουρά οι απόστολοι και οι αμέτρητοι θεοφόροι πατέρες: μαζεύονταν με το θεϊκό πρόσταγμα από τα πέρατα της γης, ωσάν μέσα σε νεφέλη, στη θεϊκή και ιερή Ιερουσαλήμ, ψέλνοντας γεμάτοι από το Άγιο Πνεύμα ύμνους ιερούς σε σένα, την πηγή του σώματος του Κυρίου, που είναι η αρχή της ζωής.


10. Ω, πώς η πηγή της ζωής πηγαίνει στη ζωή περνώντας από το θάνατο! Ω, πώς αυτή, που όταν γέννησε στάθηκε πάνω από τους φυσικούς νόμους, υπακούει τώρα στη φυσική τάξη και το αμόλυντο σώμα υποτάσσεται στο θάνατο, γιατί πρέπει ν' αφήσει ό,τι είναι θνητό και να ντυθεί την αφθαρσία, αφού και ο Κύριός της δεν αρνήθηκε τη γεύση του θανάτου! Πέθανε σωματικά και με το θάνατό Του καταργεί το θάνατο, στη φθορά χαρίζει την αφθαρσία και κάνει τη νέκρωση πηγή της ανάστασης. Ω, πώς την άγια ψυχή, καθώς εγκαταλείπει το κορμί που δέχτηκε το Θεό, την υποδέχεται με τα ίδια Του τα χέρια ο Δημιουργός του κόσμου τιμώντας νόμιμα εκείνη που, αν και κατά τη φύση ήταν δούλη, την έκανε μητέρα Του, σύμφωνα με το σχέδιο της σωτηρίας μας, μέσα στ' ανεξιχνίαστα πέλαγα της φιλανθρωπίας Του, ο αληθινά σαρκωμένος, Αυτός που δεν ψευτοενανθρώπησε! Γιατί έβλεπαν, κατά την παράδοση, τ' αγγελικά τάγματα και περιμένανε τον αποχωρισμό σου από τους ανθρώπους.

Πόσο όμορφη αποδημία, αφού χαρίζει τη συνάντηση με το Θεό! Γιατί, αν και ο Θεός έχει χαρίσει σ' όλους τους υπάκουους υπηρέτες Του και τους θεοφόρους ανθρώπους το δώρο τούτο — αληθινά το 'χει χαρίσει, το πιστεύουμε—, η διαφορά όμως ανάμεσα στους δούλους του Θεού και τη Μητέρα Του είναι άπειρη. Τι όνομα λοιπόν να δώσουμε σε τούτο το μυστήριο που σε κυκλώνει: θάνατο; Όμως, αν και χωρίζεται σύμφωνα με τη φυσική τάξη η πανίερη και μακάρια ψυχή σου από το τρισευτυχισμένο και άσπιλο σώμα σου, μ' όλο που το σώμα παραδίνεται στον τάφο, δε μένει στο χώρο του θανάτου ούτε το αφανίζει η φθορά. Όταν γεννούσε, η παρθενία της έμεινε απείραχτη, και τώρα, στην ώρα της μετάστασης, το σώμα της έχει φυλαχτεί άφθαρτο και ανεβαίνει σε ομορφότερη και θεϊκότερη ζωή, που δεν την κόβει ο θάνατος, αλλά κρατάει στους ατελεύτητους αιώνες των αιώνων.

Έτσι κι ο ολόλαμπρος και πολύφωτος ήλιος, όταν για λίγο τον κρύβει ο όγκος της σελήνης, φαίνεται κάπως σα να χάνεται, σα να τον σκεπάζει σκοτεινιά και τη θέση της λάμψης να την παίρνη το σκοτάδι. Κι όμως δε χάνει το φως του, γιατί έχει δική του αστέρευτη πηγή λάμψης ή, σωστότερα, ο ίδιος είναι άσβηστη πηγή φωτός, όπως όρισε ο Θεός που τον έκανε. Όμοια και συ, η ασταμάτητη πηγή του αληθινού φωτός, ο ανεξάντλητος θησαυρός Εκείνου, που είναι η ίδια η ζωή, το πλούσιο ανάβρυσμα της ευλογίας, εσύ, που στάθηκες η αιτία και μας δόθηκαν όλα τ' αγαθά, κι αν ακόμη σε σκεπάζει σωματικά ο θάνατος, όμως αφειδώλευτα κάνεις να ποταμίσουνε για μας ασταμάτητα και καθαρά νερά απέραντου φωτός, αθάνατης ζωής και αληθινής μακαριότητας ατέλειωτα και διάφανα και ανεξάντλητα ποτάμια, πλημμύρα χάρης, νάματα γιατρειάς, αδιάκοπη ευλογία. Γιατί εσύ άνθισες «ωσάν μηλιά στα δέντρα του δρυμού» και ο καρπός σου «γλύκα στο λαρύγγι» των πιστών. Για τούτο δε θα ονοματίσω θάνατο την ιερή σου κοίμηση, αλλά πιο ταιριαστό είναι μετάσταση ή αποδημία ή ενδημία στους κόλπους του Θεού να την πω. Αποδημώντας από το σώμα πας στη χώρα του Κυρίου.


11. Από τη γη σε πέρασαν στον ουρανό Άγγελοι κι Αρχάγγελοι. Με τ' ανέβασμά σου φρίξανε τ' ακάθαρτα αερικά. Καθώς διαβαίνεις κάνεις ευλογημένο τον αέρα, ο αιθέρας ψηλά αγιάζεται. Χαρούμενος ο ουρανός υποδέχεται την ψυχή σου. Σε προϋπαντούνε με ύμνους ιερούς και ολόφωτες λαμπάδες ολόχαρης γιορτής οι αγγελικές δυνάμεις που σχεδόν λένε: «Ποιά είναι τούτη που ανεβαίνει λευκανθι-σμένη», «που προβαίνει σαν αυγή, ωραία ωσάν φεγγάρι, λαμπερή ωσάν ήλιος;». Πόσο ομόρφηνες και γλύκανες! Εσύ «ωσάν άνθος του αγρού», «ωσάν το κρίνο ανάμεσα στ' αγκάθια»· «γι' αυτό σ' αγαπούν οι κοπέλες»· «τρέχουμε πίσω απ' τ' άρωμά σου», «ο βασιλιάς σ' έφερε στο θάλαμό Του». Εκεί έχεις φρουρά τις Εξουσίες, σ' εγκωμιάζουν οι Αρχές, οι Θρόνοι σ' ανυμνούνε, τα Χερουβίμ είναι γεμάτα έκπληχτη χαρά, τα Σεραφίμ δοξάζουν εκείνη που στάθηκε φυσική μητέρα του Κυρίου τους χάρη στο αληθινό έλεος του Θεού για μας. Δεν ήλθες μονάχα, καθώς ο Ηλίας, «ως τον ουρανό», ούτε σ' ανέβασαν, ωσάν τον Απόστολο Παύλο «ως τον τρίτο ουρανό», παρά έφτασες ίσαμε τον ίδιο το βασιλικό θρόνο του Υιού σου, τον βλέπεις με τα μάτια σου, χαίρεσαι και στέκεις δίπλα Του με πολλή κι ανείπωτη σιγουριά. Άφατο σκίρτημα χαράς για τους Αγγέλους και όλες τις υπερκόσμιες δυνάμεις, δίχως τέλος ευφροσύνη για τους Πατριάρχες, ανεκλάλητη χαρά για τους Δίκαιους, αγαλλίαση ατέλειωτη για τους Προφήτες! Ευλογείς τον κόσμο, αγιάζεις την πλάση όλη! Ανάσα για τους καταπονεμένους, για αυτούς που πενθούνε, παρηγοριά, γιατρειά των αρρώστων, λιμάνι στους θαλασσοδαρμένους, συγχώρεση για τους αμαρτωλούς, των λυπημένων καλοσυνάτη παρηγορήτρα, για όλους τους ικέτες σου, πρόθυμη βοήθεια.


12. Τι θαύμα αληθινά υπερφυσικό! Τι πράγματα γεμάτα θάμπος! Εγκωμιάζουμε και καλοτυχίζουμε το βδελυρό και από παλιά μισημένο θάνατο! Αυτός, που πρώτα μας έφερνε το πένθος και το συννεφιασμένο βλέμμα, τα δάκρυα και τη σκυθρωπή όψη, να που μας δίνει τώρα τη χαρά, διώχνει τα σύννεφα της θλίψης και είναι ολάκερος ένα πανηγύρι.

Για όλους του Θεού τους δούλους, που μακαρίζουμε το θάνατό τους, το τέλος της ζωής δίνει τη βεβαιότητα πως είναι καλόδεχτοι από το Θεό και τούτο κάνει μακαριστή τη θανή τους: τους ολοκληρώνει και τους δείχνει ευτυχισμένους, χαρίζοντάς τους την αναλλοίωτη αρετή, όπως βεβαιώνει ο λόγος: «Μη καλοτυχίζεις άνθρωπο πριν πεθάνει». Όμως για σένα δεν μπορούμε να πούμε τέτοιο λόγο: δεν είναι μακαρισμός ο θάνατος για σένα ούτε η μετάσταση ολοκλήρωση ούτε η αποδημία σου χαρίζει τη σιγουριά της σωτηρίας.

Για όλα σου τ' αγαθά που ξεπερνάνε τον ανθρώπινο νου, αρχή, μέση και τέλος, ασφάλεια και αληθινή βεβαίωση στάθηκε η άσπορη σύλληψη, η ενοίκηση του Θεού, η δίχως φθορά γέννησή Του. Για τούτο σωστά είπες πως όχι από την ώρα του θανάτου, αλλ' από τη στιγμή της σύλληψης θα σε μακαρίζουν όλες οι γενιές. Έτσι δε σ' έκανε μακάρια ο θάνατος, παρά εσύ, σκορπώντας τη μαυρίλα του και αλλάζοντάς τον σε χαρά, τον έκανες να λάμψει ολάκερος.

Παράδινες λοιπόν το ιερό και αμόλυντο σώμα στον άγιό σου τάφο και οι άγγελοι τρέχανε μπροστά, σε κυκλώνανε, σ' ακολουθούσαν. Ήταν τίποτε που να μην έκαναν για να υπηρετήσουν τη Μητέρα του Κυρίου τους; Οι Απόστολοι και όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας μεγαλόφωνα ψέλνανε θείους ύμνους και σκιρτούσανε χορευτικά, καθώς τους κάτεχε το Άγιο Πνεύμα. «Θα χορτάσουμε με τ' αγαθά του σπιτιού Σου, άγιος ο ναός Σου, θαυμαστή η δικαιοσύνη Του». Κι άλλον: «Άγιασε ο Ύψιστος το κατάλυμά Του», «βουνό του Θεού, πλούσιο βουνό, βουνό όπου ευδόκησε να κατοικήσει ο Θεός». Εσένα, την αληθινή κιβωτό του Κυρίου και Θεού, σήκωσε στους ώμους η σύναξη των Αποστόλων, καθώς κάποτε οι ιερείς την κιβωτό, που ήταν η προτύπωσή σου, σ' ακούμπησε στον τάφο και σ' έστελνε μ' αυτόν, σα να 'ταν κάποιος Ιορδάνης, στην αληθινή γη της επαγγελίας, ναι, την «πάνω Ιερουσαλήμ», τη μητέρα όλων των πιστών, αυτή «που τεχνούργησε και έπλασε ο Θεός». Δεν κατέβηκε η ψυχή σου στον Άδη ούτε «η σάρκα σου αντίκρυσε τη φθορά». Δεν απόμεινε η ψυχή σου ούτε τ' ανέγγιχτο κι ολότελα απείραχτο σώμα σου στη γη, μα με τη μετάστασή σου κατοικείς τα ουράνια, βασιλικά δώματα, βασίλισσα, Κυρά μας και δέσποινα, Μητέρα του Θεού, αληθινή Θεοτόκε.


13. Ω, πώς υποδέχτηκε ο ουρανός αυτήν, που στάθηκε πλατύτερη από τους ουρανούς! Πώς δέχτηκε ο τάφος αυτήν, που δέχτηκε το Θεό! Ναι, τη δέχτηκε, ναι, τη χώρεσε, γιατί δεν έγινε πλατύτερη από τον ουρανό με τον σωματικό της όγκο. Γιατί πώς ένα σώμα τρεις πήχες, που όλο και φυραίνει, θα παράβγαινε με τα πλάτια και τα μάκρη τ' ουρανού; Με τη χάρη όμως ξεπέρασε κάθε ύψος και πλάτος, γιατί το θεϊκό είναι πέρα από κάθε σύγκριση. Ω, τι ιερό και θαυμαστό και σεβάσμιο και αξιοπροσκύνητο μνήμα! Και τώρα το φυλάνε οι Άγγελοι στέκοντας γύρω γεμάτοι σεβασμό και φόβο. Τρέμουνε τα δαιμόνια, με πίστη προστρέχουν εκεί οι άνθρωποι, το τιμούν, το προσκυνούν, το ασπάζονται με τα μάτια, τα χείλια, την όλο πόθο ψυχή τους κι αντλούνε άφθονα αγαθά.

Καθώς, όταν αποθέσει κανένας ακριβό μύρο σ' ένα ρούχο ή κάποιο μέρος και μετά το πάρει, απομένει κάποια ευωδιά κι όταν εκείνο λείψει, έτσι και τώρα το άγιο σώμα, το ιερό, το πεντακάθαρο, που ευωδιάζει θεϊκά ολόκληρο, το πλούσιο κεφαλάρι της Χάρης, αφού κατέβηκε στον τάφο κι αρπάχτηκε κατόπι σε μέρη πιο όμορφα και ψηλά, δεν εγκατάλειψε τον τάφο δίχως δώρο, μα του άφησε κάτι από την άγιά του μοσκοβολιά και χάρη κι έκανε το μνήμα βρύση γιατρειάς και κάθε αγαθού για εκείνους, που το πλησιάζουνε με πίστη.


14. Από σένα και μεις σήμερα κρατιόμαστε, ω Κυρά, Κυρά, Κυρά μας, Θεοτόκε ανύμφευτη, μ' αγκιστρωμένες τις ψυχές στην ελπίδα που εσύ μας δίνεις, ωσάν στην πιο γερή και αρράγιστη άγκυρα, παραδίνοντας σε σένα το νου, την ψυχή, το σώμα, όλο μας τον εαυτό, δοξολογώντας σε «με ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές» όσο δυνόμαστε, αφού, όσο αξίζεις είμαστε ανήμποροι. Γιατί αν, όπως μας δίδαξε ο λόγος ο ιερός, η τιμή στους σύνδουλούς μας φανερώνει την αγάπη στον Κύριο όλων μας, πώς να παραλείψουμε να τιμήσουμε σένα, που γέννησες τον Κύριο; Και πώς να μη ποθεί ολόκληρη η καρδιά μας την τιμή τούτη ; Πώς να μη την προτιμούμε κι απ' αυτή ακόμη, την απαραίτητη ανάσα, αφού μας δίνει την ζωή; Έτσι θα δείξουμε καλύτερα την αγάπη μας στον Κύριό μας. Γιατί όμως μιλώ για τον Κύριο; Σ' εκείνους, που ευλαβικά σε τιμούνε, φτάνει, αλήθεια, το ακριβότατο δώρο της μνήμης σου, γιατί φέρνει χαρά αναφαίρετη και βαθύτατη. Από ποιά αγαλλίαση τάχα, από ποιά αγαθά, δεν πλημμυράει όποιος το νου του κάνει μυστικό θάλαμο της πανάγιας μνήμης σου;

Αυτή είναι η ευχαριστήρια προσφορά μας, ο πιο διαλεχτός μας λόγος, ό,τι καλύτερο μπορεί να προσφέρει το φτωχό μας μυαλό, που κινήθηκε λησμονώντας την ανημπόρια του από τον πόθο για σένα. Δέξου όμως με καλοσύνη τον πόθο, αφού ξέρεις πως ξεπερνάει τη μπόρεσή μας. Και συ, Κυρά γεμάτη αγαθότητα, που γέννησες τον αγαθό μας Κύριο, μακάρι να 'χεις πάνω μας τα μάτια σου, να μας πηγαίνεις όπου θες, να κόψεις την ορμή των ντροπιασμένων μας παθών οδηγώντας μας στο ατρικύμιστο λιμάνι, που 'ναι του Θεού το θέλημα, να μας αξιώσεις ν' αντικρύσουμε τη μελλοντική μακαριότητα, τη γλυκεία λάμψη από το πρόσωπο του ίδιου του Θεού Λόγου, που σαρκώθηκε από σένα. Μαζί μ' Αυτόν δόξα, τιμή και μεγαλοπρέπεια στον Πατέρα και το Πανάγιο και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και παντοτινά και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: http://paterikakeimena.blogspot.gr/2011

Η μόνη δημιουργική δύναμη

Σκόρπισε την αγάπη όπου κι αν πας: Πρώτα πρώτα στο σπίτι σου. Δώσε αγάπη στα παιδιά σου, στη γυναίκα ή στον άντρα σου… Μην αφήσεις κανέναν απ’ όσους έρχονται σε σένα να φύγει, χωρίς να νιώθει καλύτερα και πιο ευτυχισμένος. Γίνε η ζωντανή έκφραση της καλοσύνης του Θεού, καλοσύνη στο πρόσωπό σου, καλοσύνη στα μάτια σου, καλοσύνη στο χαμόγελό σου, καλοσύνη στο ζεστό χαιρετισμό προς το συνάνθρωπο σου.
Αδελφή Τερέζα

Ένας καθηγητής κολεγίου ζήτησε από τους μαθητές του της κοινωνιολογίας να πάνε στις φτωχογειτονιές της Βαλτικής και να εξετάσουν το ιστορικό 200 νεαρών αγοριών. Τους ζήτησε, επίσης, να κάνουν μια γραπτή εκτίμηση σχετικά με το μέλλον του καθενός από τ’ αγόρια αυτά. Σ’ όλες τις περιπτώσεις οι φοιτήτριες έγραφαν: «Δεν έχει καμία πιθανότητα εξέλιξης».

Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, ένας άλλος καθηγητής κοινωνιολογίας έτυχε να ανακαλύψει αυτήν την παλαιότερη έρευνα. Ζήτησε από τους μαθητές του να τη συνεχίσουν και να ψάξουν να βρουν ποιά εξέλιξη είχαν αυτά τα παιδιά. Με εξαίρεση είκοσι που είτε είχαν ξενιτευτεί είτε είχαν πεθάνει, από τους υπόλοιπους 180, σύμφωνα με ότι ανακάλυψαν οι φοιτητές, οι 176 ήταν επιτυχημένοι δικηγόροι, γιατροί κι επιχειρηματίες, με βαθμό επιτυχίας μάλιστα πολύ πάνω από το μέσο.

Έκπληκτος, ο καθηγητής αποφάσισε να συνεχίσει την έρευνα σε μεγαλύτερο βάθος. Ευτυχώς όλοι αυτοί που αφορούσε η έρευνα ζούσαν στην ίδια περιοχή και μπόρεσε να μιλήσει με τον καθένα ξεχωριστά και να τον ρωτήσει, «Που αποδίδεις την επιτυχία σου;» σε κάθε περίπτωση, η απάντηση ήταν επενδυμένη με συναίσθημα. «Σε μια δασκάλα μου».

Η δασκάλα ζούσε ακόμα, έτσι ο καθηγητής πήγε και τη βρήκε. Ρώτησε την ηλικιωμένη, αλλά με καθαρή σκέψη γυναίκα, ποια ήταν η μαγική συνταγή που χρησιμοποίησε για να ανασύρει αυτά τα παιδιά από τα χαμόσπιτα και να τα εκτοξεύσει στα ύψη που είχαν φτάσει.

Στα μάτια της δασκάλας φάνηκε μια λάμψη, αχνά ένα χαμόγελο.
«Είναι πολύ απλό», είπε. «Τα αγάπησα αυτά τα παιδιά».
Eric Butterworth

(από το βιβλίο Βάλσαμο για την ψυχή, σελ. 19-20)

"Ο δικαστής των εναγκαλισμών.
Μια μέρα η Νάνσι Τζόνστον, φίλη του Λη, εμφανίστηκε στην πόρτα του. Η Νάνσι είναι επαγγελματίας κλόουν και φορούσε ρούχα κλόουν, το επαγγελματικό μεϊκάπ και όλα τα σχετικά. «Λη, πάρε μερικά από τα Κουτιά της Αγκαλιάς κι έλα να πάμε στον οίκο αναπήρων», του είπε.
Όταν έφτασαν εκεί άρχισαν να μοιράζουν καπέλα, καρδιές και αγκαλιές στους ασθενείς. Ο Λη ένιωθε άβολα. Πότε πριν δεν αγκάλιασε άτομα με ανίατες ασθένειες, με βαριά διανοητική καθυστέρηση ή τετραπληγία. Ήταν σίγουρα μια δοκιμασία. Μετά από λίγο τα πράγματα έγιναν πιο εύκολα, καθώς η Νάνσι κι ο Λη βρέθηκαν περικυκλωμένοι από γιατρούς, νοσοκόμες και άλλα άτομα από το προσωπικό του νοσοκομείου που τους ακολουθούσαν από θάλαμο σε θάλαμο.
Λίγες ώρες μετά μπήκαν στον τελευταίο θάλαμο, όπου υπήρχαν μερικές από τις χειρότερες περιπτώσεις που είχε δει ποτέ στη ζωή του ο Λη. Το αίσθημα που του προκάλεσαν ήταν τόσο ζοφερό, ώστε για μια στιγμή λιποψύχησε. Κάτω, όμως από το βάρος της υποχρέωσης που είχαν αναλάβει, να προσφέρουν την αγάπη τους και να κάνουν τους άλλους να νιώσουν καλύτερα, η Νάνσι κι ο Λη άρχισαν να πηγαίνουν από κρεβάτι σε κρεβάτι, ακολουθούμενοι από πολλά άτομα του νοσηλευτικού προσωπικού που φορούσαν τώρα, όλοι, στο πέτο τις καρδιές και στο κεφάλι τα καπέλα που τους είχαν δώσει.
Ο Λη ήρθε τελικά στον τελευταίο τρόφιμο, τον Λέοναρντ. Ο Λέοναρντ φορούσε μια μεγάλη άσπρη σαλιάρα πάνω στην οποία έτρεχαν συνεχώς τα σάλια του. Ο Λη τον κοίταξε , είδε τα σάλιατου να στάζουν στη σαλιάρα και είπε: «Έλα, πάμε Νάνσι, δεν υπάρχει τρόπος να προκαλέσουμε οποιαδήποτε αισθήματα σ’ αυτό το πλάσμα». Η Νάνσι τότε του είπε: «Μα τι λες Λη, είναι κι αυτός ένας συνάνθρωπός μας, δε συμφωνείς;» Και του φόρεσε ένα αστείο καπέλο. Ο Λη πήρε κι αυτός μια από τις καρδιές που κρατούσε και του την καρφίτσωσε στη σαλιάρα του. Πήρε βαθιά ανάσα και σκύβοντας αγκάλιασε τον Λέοναρντ.
Αναπάντεχα ο Λέοναρντ άρχισε να βγάζει άναρθρες κραυγές: «Εεεεεχχ! Εεεεεχχ!» Μερικοί από τους άλλους ασθενείς άρχισαν να χτυπούν διάφορα πράγματα το ένα με το άλλο. Ο Λη γύρισε προς το προσωπικό, ελπίζοντας να μάθει τι συνέβαινε και τότε είδε ότι όλοι οι γιατροί, οι νοσοκόμες και τα άλλα μέλη του νοσηλευτικού προσωπικού έκλαιγαν. Ο Λη τότε ρώτησε την προϊσταμένη: «Μα, τι συμβαίνει;»
Ο Λη δε θα ξεχάσει ποτέ την απάντησή της; «Εδώ και 23 χρόνια είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε τον Λέοναρντ να χαμογελά».
Πόσο απλό πράγμα είναι να κάνεις ένα άτομο να νιώσει καλύτερα στη ζωή του!

Jack Canfield και Mark V. Hansen"

(από το βιβλίο Βάλσαμο για την ψυχή, σελ. 32-34)

 

Ερώτημα τόσο συχνό, τόσο βαθύ, τόσο δυνατό στην εκφορά του, τόσο δύσκολο στην απάντησή του. Ερώτημα τόσο αληθινό, τόσο ανθρώπινο, τόσο απαιτητικό, πού όμως από τη φύση του δεν αντέχει στον λόγο, δεν εκφράζεται με το στόμα, δεν μπαίνει σε λέξεις, δεν δημοσιοποιείται σε ακροατήριο, πολύ δε περισσότερο, δεν επιδέχεται μονοσήμαντες απαντήσεις από κάποιους που δήθεν γνωρίζουν προς κάποιους άλλους που σίγουρα πονούν. Ίσως είναι το κατ’ εξοχήν θέμα για το οποίο δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνονται ομιλίες. Είναι πολύ βαθύ για να έλθει στην επιφάνεια της συνειδητοποίησης. Είναι πολύ επώδυνο για να χωρέσει στον ορίζοντα των αντοχών μας. Είναι πολύ προσωπικό για να εντοπισθεί στο στερέωμα του δημόσιου λόγου. Ίσως αυτό το ερώτημα να πονάει πιο πολύ και από την αιτία που το δημιουργεί. Γιατί όλοι ξέρουμε πως δεν έχει εύκολη απάντηση. Και όμως είναι τόσο επίμονο και αληθινό.
Γιατί σε μένα, Θεέ μου; Ηχεί στα αυτιά μου αυτό το ερώτημα και αντηχεί βαθιά στην καρδιά μου. Είναι το ερώτημα κάθε γονιού που το παιδί του πάσχει ή κάθε ανθρώπου που έχει χτυπηθεί από ανίατη ασθένεια. Πώς είναι δυνατόν αυτό το ερώτημα να μεταμορφωθεί σε ομιλία, συμβουλή, γνώμη ή απάντηση;
Το ερώτημα αυτό συνεχώς διατυπώνεται και απαντάται μόνο με δάκρυα, όχι με λέξεις, με αισθήματα, όχι με σκέψεις, με σιωπή, όχι με απόψεις, με συμπόνια, όχι με απαντήσεις. Πώς να το κάνουμε; Συχνά τα μάτια μιλούν πιο εύγλωττα από το στόμα, ο αναστεναγμός πιο δυνατά από τη σκέψη και η πονεμένη απορία εκφράζει περισσότερο την αλήθεια από την όποια απάντηση.
Στρέφω το βλέμμα μου τριγύρω και αντικρίζω συνανθρώπους μας που πάσχουν, αδελφούς μας που λυγίζουν, που θα ήθελαν κάπως να εκφραστούν, αλλά είτε αδυνατούν είτε διστάζουν είτε και φοβούνται. Όλοι αυτοί, τελικά, δεν είναι… άλλοι, ξένοι, αδιάφοροι για μας, αλλά είναι το αγνότερο και αναγκαιότερο κομμάτι του εαυτού μας, μια που η συνάντηση μαζί τους μέσα μας, καταργεί το εγώ μας. Θα ήθελα λοιπόν για λίγο να δανείσω τα χείλη της δικής μου ψυχής, στην ανάγκη της δικής τους να εκφράσει τον βουβό της πόνο και να διατυπώσει την επίμονη απορία της.
Προ καιρού μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ το Νοσοκομείο Παίδων. Πήγα στο γραφείο της διευθύντριας του Ογκολογικού που έτυχε να γνωρίζω. Μου πρότεινε να επισκεφθούμε τους θαλάμους των παιδιών. Απέφυγα να συναινέσω. Έριξα μια ματιά στους τοίχους του πρωτότυπου γραφείου της, που ήταν γεμάτοι από πρόσωπα πονεμένα και ελπιδοφόρα, πληγωμένα και αγωνιστικά. Άλλα ακόμη βρίσκονται κοντά μας για να πολλαπλασιάζουν τη χαρά και άλλα μας έχουν φύγει για να προκαλούν την ανάγκη της συνάντησης μαζί τους στην αγκαλιά του Θεού.
Τα βιβλία σ’ αυτό το γραφείο ήταν πιο λίγα από τις φωτογραφίες. Οι πολλές επιστημονικές γνώσεις πιο φτωχές από το περίσσευμα της αληθινότητας της ζωής. Οι απορίες και το άγνωστο πιο ξέθωρα από τη λάμψη της παράξενης αγάπης αυτού του χώρου.
Βγήκαμε από το γραφείο της και νόμιζα ότι έβγαινα από την αλήθεια για να μπω στο ψέμα αυτής της ζωής, αλλά με μια ανομολόγητη ανακούφιση. Σκόνταψα όμως στη μεγαλύτερη αλήθεια. Στο σαλόνι, σε ένα τραπεζάκι, έπαιζαν επιτραπέζια παιχνίδια τρία παιδάκια, δίχως μαλλιά, με πρόσωπα ωχρά, με ενδοφλέβιες χημειοθεραπευτικές παροχές στα χέρια. Δίπλα τους ισάριθμες νεαρές μητέρες και ένας παππούς. Τα μάτια των μεγάλων μονομιάς καρφώθηκαν επάνω μου. τα παιδάκια αμέριμνα συνέχισαν τη διασκέδασή τους. Εγώ αμήχανα δεν τολμούσα να δώσω το ψεύτικο χαμόγελο του… καλού παπά που ήλθε να κάνει την καλή του πράξη. Ποτέ το βλέμμα των γονέων και η αμεριμνία των παιδιών δεν με είχαν τόσο βαθιά τρυπήσει. Η εικόνα αυτή αυτόματα μεταμορφώθηκε σε ερώτημα που ηχεί στα αυτιά μου μέχρι αυτήν τη στιγμή. Τα μάτια αυτά διψούσαν για μια γουλιά απάντησης στην πιο λακωνική, αλλά πιο εσώτερη απορία που σχηματίζεται στην καρδιά κάθε φυσιολογικού ανθρώπου «Γιατί σε μένα, Θεέ μου»;
Τελικά, τα πονεμένα μάτια μπορούν να ξεδιψάσουν μόνο με το δάκρυ τους. Όχι με τον λόγο μου, σκέφτηκα. Τους αποχαιρέτησα και πήρα μαζί μου, μαζί με την ανάμνηση της έκφρασής τους, το ερώτημα.

Γιατί;
Γιατί ο πόνος; Γιατί η αδικία; Γιατί τα παιδάκια; Γιατί τόσο πρόωρα; Γιατί με αυτόν τον τρόπο; Γιατί την απερίγραπτη χαρά της αθώας παρουσίας τους, να τη διαδέχεται ο αβάσταχτος πόνος; Γιατί; Και αν είναι για το άγνωστο καλό μας, γιατί αυτό το καλό μας να είναι τόσο πικρό;

Γιατί σε μένα;
Τί κακό έκανα; Πού να ψάξω να βρω μέσα μου την άγνωστη σε μένα αιτία; Και αν φταίω εγώ, δεν μπορώ κάτι να κάνω για να ανατρέψω τα πράγματα; Και ποιός ο λόγος, εξ αιτίας μου, να υποφέρει αυτό το αθώο πλασματάκι; Αυτό μου φαίνεται πιο αδύνατο να το αντέξω. Κινδυνεύω να χάσω και τη λίγη και ασθενική πίστη μου. Τελικά, ποιό το όφελος αυτής της ιστορίας;

Γιατί σε μένα, Θεέ μου;
Δεν είμαι παιδί σου; Δεν είσαι Θεός αγάπης; Τί σχέση μπορεί να έχει η αγάπη Σου με το μαρτύριο μου; Πώς να με προσελκύουν τα μαστιγώματά Σου; Πώς συνδυάζεται η καλωσύνη Σου με την ανερμήνευτη λογική του πόνου, με τη θλίψη, με το ενδεχόμενο του σκανδαλισμού;
Νέο ζευγάρι! Μόλις έχουν γνωριστεί. Το όραμά τους να ζήσουν την αγάπη τους. Όσο πιο έντονα γίνεται! Όσο πιο πλούσια! Όσο πιο βαθιά! Αυτό είναι ζωή! Αυτό δεν έχει μόνο γλύκα και ομορφιά, έχει δύναμη. Δεν αντέχει μόνο του, δεν περιορίζεται από την αυτάρκειά του. Αυτό γεννά, πολλαπλασιάζεται, δίνει ζωή.
Μέσα στη ζάλη της αγάπης τους παντρεύονται. Περνάει τόσο όμορφα ο πρώτος καιρός! Κοιτιούνται στα μάτια και επιβεβαιώνουν την πεποίθησή τους ότι όλα θα πάνε καλά. Κανένα συννεφάκι δεν θα σκιάσει τη λιακάδα των ονείρων τους.
Τώρα περιμένουν ένα παιδί. Αυτό επικεντρώνει την καταξίωση της κοινής ζωής τους. Αυτό προσδιορίζει το όνειρό τους. Αυτό περιμαζεύει τις ελπίδες τους. Η κοπέλα είναι έγκυος. Το χαμόγελό τους ξεπερνά σε άνοιγμα την αγκαλιά τους. Είναι η πρώτη φορά που στην αγάπη τους μπαίνει κάποιος άλλος που, ενώ δεν φαίνεται, την πολλαπλασιάζει και την στερεώνει. Οι αλλοιώσεις του γυναικείου σώματος πιστοποιούν τα σημάδια μιας νέας ζωής που γεννιέται από αγάπη, αλλά και η ίδια γεννά αγάπη. Το μικρό, αόρατο έμβρυο, που το καταλαβαίνουν χωρίς να το βλέπουν, δίνει το ίδιο ζωή στους γονείς. Πράγματι ανακαλύπτουν ότι αγαπιούνται, όχι μόνο πιο πολύ αλλά και διαφορετικά. Η ποιότητα της σχέσης τους αναβαθμίζεται.
Η κοπέλα είναι ήδη μητέρα. Απλά, περιμένει να σφίξει στην αγκαλιά της το παιδάκι της. Η μέρα του τοκετού έρχεται. Τον φυσικό πόνο τον διαδέχεται η χαρά μιας καινούργιας ζωής, η ομορφιά μιας νέας παρουσίας στο σπίτι, η έκπληξη ενός ανεπανάληπτου προσώπου. Δυο γονείς μπορούν να δώσουν 1040 διαφορετικά παιδιά. Αυτό είναι ένα από αυτά. Μαζί του περνούν χαρές, ξενύχτια, αγωνίες, φροντίδα, αγκαλιές, φιλιά, παιχνίδια, όνειρα. Το παιδάκι μεγαλώνει. Αρχίζει να κουνιέται, να χαμογελάει, να μιλάει, να περπατάει, να κάνει τις πρώτες του ζημιές, ίσως να πηγαίνει στο σχολείο.
Ο σύνδεσμος αυξάνει. Οι φόβοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον. Ακούμε ότι κάποιο άλλο παιδί προσβάλλεται από σοβαρή ασθένεια. Το χαμόγελό μας κόβεται. Αλλά για λίγο. Βαθείς φόβοι, ενδόμυχοι, περιγράφουν την ατμόσφαιρα της ψυχής και προσδιορίζουν την ταυτότητα της διαθέσεώς μας. Όχι, αποκλείεται! Αυτό δεν θα συμβεί σε μας. Κάποιος λόγος υπάρχει και η αρρώστια χτύπησε το άλλο σπίτι. Η πιθανότητα να επισκεφθεί και το δικό μας είναι από μικρή έως σχεδόν ανύπαρκτη. Με τα ψήγματα της πίστης που έχουμε, σταυροκοπιόμαστε μυστικά. Αν υπάρχει Θεός, θα μας δει, θα μας προστατεύσει τώρα που προλάβαμε, έστω ψυχολογικά, να Τον επικαλεστούμε. Εξ άλλου ο Θεός είναι αγάπη. Αν δεν λυπηθεί εμάς, θα λυπηθεί το καημένο το παιδάκι μας. Είναι τόσο αθώο.
Το παιδί μας όμως εκεί που παίζει ζαλίζεται ή κάποιο πρωινό εμφανίζει υψηλό πυρετό που διαρκεί για μέρες και δεν πέφτει ή πονάει επίμονα και ανεξήγητα. Φοβούμαστε. Είμαστε όμως βέβαιοι πως οι εξετάσεις θα δείξουν ίωση, ή , στη χειρότερη περίπτωση, κάποια παιδική ασθένεια, που στο παρελθόν μεν ταλαιπωρούσε τον κόσμο, στις μέρες μας όμως η ιατρική την αντιμετωπίζει με επιτυχία.
Έχουν περάσει αρκετές μέρες. Την αιθρία της χαράς μας τη διακόπτουν οι αλλεπάλληλοι κεραυνοί των ιατρικών γνωματεύσεων. Η διάγνωση θυμίζει το νόστιμο θαλασσινό, που όμως η μία δαγκάνα του σφίγγει το μυαλό μας και η άλλη κατατρυπάει την καρδιά μας. Είναι καρκίνος (κάβουρας). Αυτό που με λαιμαργία συνήθως καταβροχθίζουμε, τώρα κατατρώει την ύπαρξή μας. Ούτε που θέλουμε να το σκεφτούμε ούτε που μπορούμε να το συνειδητοποιήσουμε. Πριν από λίγες μέρες σφιχταγκαλιαζόμασταν που ο Θεός μας χάρισε ένα δικό Του αγγελούδι. Σήμερα η αγκαλιά μας σαν λεκάνη μαζεύει τα δάκρυά μας, μήπως πρόωρα περιμαζέψει και το δικό μας τώρα αγγελούδι.
Την καταιγίδα των ιατρικών εξετάσεων τη διαδέχεται το σφυροκόπημα των αναπάντητων γιατί. Γιατί, Θεέ μου τόσος πόνος; Τί φταίει αυτό το αθώο πλασματάκι; Γιατί το δικό μου το παιδί που μου φαντάζει το καλύτερο και όχι ένα άγνωστο και απόμακρο; Γιατί να πονάει, να ταλαιπωρείται, να βασανίζεται, αμίλητα και αδιαμαρτύρητα, ανυποψίαστο να υπομένει; Γιατί να κινδυνεύει πρόωρα να εγκαταλείψει τα παιχνιδάκια του, τα όνειρά μας, την προοπτική του, τα αδελφάκια του, εμάς, τους γονείς του, αυτόν τον κόσμο; Γιατί να συμβαίνουν όλα αυτά και καμιά λογική να μην μπορεί να μας συμπαρασταθεί, καμιά ερμηνεία να μας παρηγορήσει, κανένας λόγος να μας στηρίξει, κανένας θεός να μας αγγίξει;
Ξεφεύγουμε από αυτά και ζητούμε καταφύγιο στη λογική κάποιου θαύματος. Πού ξέρεις; Ο Χριστός ανέστησε την κόρη του Ιαείρου και τον γυιό της χήρας της Ναϊν. Θεράπευσε την κόρη της Χαναναίας και τον δούλο του εκατοντάρχου. Ο Θεός αγαπά ιδιαίτερα τα παιδάκια και στην αθωότητά τους διαρκώς μας προτρέπει να μαθητεύουμε. Η αγάπη Του είναι ανεξάντλητη. Τόσα θαύματα γίνονται μακρυά μας και έγιναν στο παρελθόν, γιατί να μην γίνει και ένα στις μέρες μας και στο παιδάκι μας; Τί Θεός είναι; Ένα θαύμα δεν μπορεί να κάνει;
Η προσπάθεια όμως να παρηγορηθούμε επιτείνει τη δοκιμασία μας. Τα θαύματα είναι θαύματα, γιατί δεν είναι και τόσο συχνά. Κι αν πάλι κάνει το θαύμα σε μας, αυτό δεν είναι αδικία; Γιατί μερικοί να ζουν την ευεργετική παρουσία Του και άλλοι να τη στερούνται; Γιατί κάποιοι να Τον δοξάζουν και οι πολλοί υπόλοιποι να ταπεινώνονται απίστευτα και να Τον εκλιπαρούν; Και αν πάλι μπορεί να κάνει το θαύμα, γιατί δεν θεραπεύει όλους ή πολύ περισσότερο δεν καταργεί τις ασθένειες, να ζήσουμε τα λίγα χρόνια μας ήσυχα και με χαρά; Μήπως τελικά ή υπάρχει Θεός για να βασανιζόμαστε ή δεν υπάρχει και βασανιζόμαστε;
Κάποιοι μας πλησιάζουν και μας λένε ότι μας αγαπάει ο Θεός και γι’ αυτό επιτρέπει τη δοκιμασία. Αυτούς που μας παρηγορούν και απαντούν στον πόνο μας με συμβουλές και λόγια, γιατί δεν τους αγαπάει και αγαπάει μόνον εμάς; Γιατί τα δικά τους τα παιδιά να παίζουν αμέριμνα και να γελούν και το δικό μας, χλωμό, να ζει μέσα στα φάρμακα και τις μπουκάλες; Γιατί τα παιδιά τους να διασκεδάζουν με αστεία και παιδικές αταξίες και το δικό μας να ξεγελιέται με τα ψεματάκια μας και τις χαζοελπίδες ότι δήθεν θα γίνει καλά και θα ξαναπάει στο σχολείο; Γιατί αυτοί να μπορούν να χτίσουν όραμα για τα παιδιά τους κι εμείς να τρέμουμε στη σκέψη του μέλλοντος και της προοπτικής τους;
Κι αν υποθέσουμε ότι ο Θεός αποφασίζει να μην αρρωσταίνουν τα παιδάκια, πώς αντέχεται και πώς συμβαδίζει με την αγάπη και θεότητά Του, να βασανίζονται οι μεγαλύτεροι;
Αλλά και η ζωή γιατί να είναι τόσο τραγική; Γιατί να φοβάσαι να αγαπήσεις; Να διστάζεις να δοθείς; Να το σκέφτεσαι να συνδεθείς; Όσο πιο δυνατή είναι η αγάπη, τόσο περισσότερο πονάει ο χωρισμός. Όσο πιο βαθιά είναι τα αισθήματα, τόσο πιο πολύ πληγώνει ο πόνος. Αλήθεια, γιατί;
Μοιάζει, ώρες – ώρες, αυτά τα «γιατί» να φταίνε που υποφέρουμε. Κάποιοι μας συμβουλεύουν να μην ρωτάμε: δεν επιτρέπονται τα «γιατί» στον Θεό. Ίσως αυτή η αμαρτία μας να είναι υπεύθυνη για την ταλαιπωρία του παιδιού μας.
Και όμως αυτά τα «γιατί», όταν διατυπώνονται ταπεινά και με ήσυχο πόνο, συνθέτουν όχι μόνο την εικόνα του πιο αληθινού εαυτού μας, αλλά και εκφράζουν την πιο αληθινή υπαρξιακή απορία αυτού του κόσμου.
 
Η «ευλογία» του πόνου. Ευλογημένα «γιατί»!
Τα καθαγίασε ο Ίδιος ο Χριστός στο σταυρό «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τί με εγκατέλειπες;» Θεέ μου, γιατί μου το ‘κανες αυτό; Τί σου έκανα; Δεν είμαι ο Υιός σου; Το ίδιο ακριβώς ερώτημα με το δικό μου, το οποίο έμεινε και αυτό αναπάντητο. Έμεινε αναπάντητο στα φαινόμενα. Τα γεγονότα όμως φανέρωσαν την απάντηση.
Τέτοια πολλά «γιατί» βγήκαν και από το στόμα του πολύαθλου Ιώβ ή τη γραφίδα του τραυματισμένου Δαυϊδ, δυο ανθρώπων που οι τραγικοί θάνατοι των παιδιών τους σφράγισαν το πέρασμά τους από την ιστορία και που μας παρουσιάζονται συχνά ως μοναδικά πρότυπα πίστης, εγκαρτέρησης και υπομονής.
Το ερώτημα αυτό το απευθύνουμε στον Θεό, το λέμε στον εαυτό μας, το επαναλαμβάνουμε στους ανθρώπους που νοιώθουμε ότι ιδιαίτερα μας αγαπούν. Το λέμε κυρίως για να εκφράσουμε το μέσα μας, το λέμε όμως και προσδοκώντας το χάδι μιάς απάντησης. Ποιός όμως μπορεί να δώσει μια απάντηση; Ακόμη κι αν την ξέρει, ποιός μπορεί να μας την πει;
Λέγει ο Μέγας Βασίλειος προς πενθούντα πατέρα, ότι ο πόνος κάνει τον άνθρωπο τόσο ευαίσθητο, ώστε μοιάζει με το μάτι που δεν ανέχεται ούτε το πούπουλο. Και η πιο τρυφερή κίνηση αυξάνει τον πόνο του πονεμένου. Και η πιο διακριτική αναλογία δεν αντέχεται. Ο λόγος που εκφέρεται ως λογικό επιχείρημα, ενοχλεί αβάσταχτα. Μόνο το δάκρυ, η κοινωνία της απορίας, η σιωπή, η εσωτερική προσευχή θα μπορούσαν να ανακουφίσουν τον πόνο, να φωτίσουν το σκοτάδι ή να γεννήσουν μια μικρή ελπίδα.

Ο πόνος γεννά αλήθεια, συμπόνια, κοινωνία.
Ο πόνος δεν ξυπνάει μόνον εμάς, αλλά γεννάει και την αγάπη στους γύρω μας. Προσπαθούν να μπουν στη θέση μας. Αγωνίζονται στον καιρό της ασφάλειάς τους να μοιραστούν τα πιο ανεπιθύμητα γι’ αυτούς δικά μας αισθήματα. Και το κάνουν. Ο πόνος γεννά την υπομονή μας, ταυτόχρονα όμως γεννά και τον εξ’ αγάπης σύνδεσμο με τους αδελφούς μας. Ο πόνος γεννά την αλήθεια. Η συμπόνια των άλλων τη φυτεύει στη δική μας καρδιά. Εκεί διακριτικά κρύβεται και η απάντηση.
Έτσι γεννιέται στην καρδιά η παρηγοριά, η γλύκα και η ανακούφιση, της οποίας είναι πολύ εντονότερες ως εμπειρίες από το βάρος του πόνου.
Η απάντηση γεννιέται μέσα μας.
Δυο γονείς, μας λέγουν οι επιστήμονες, μπορούν να κάνουν άπειρα διαφορετικά παιδιά. Όσο διαφέρουν οι φυσιογνωμίες μας, άλλο τόσο και παραπάνω ποικίλουν οι εκφράσεις του εσωτερικού κόσμου μας. Το ίδιο και οι απαντήσεις στα μεγάλα αυτά ερωτήματα. Αν ένας τρίτος μας δώσει τη μία «σωστή» δήθεν απάντησή του, θα καταστρέψει την ποικιλότητα και την προσωπικότητα των δικών μας απαντήσεων, των ιερών απαντήσεων, που για τον καθένα μας επιφυλάσσει ο Θεός. Η υποτιθέμενη σοφία του όποιου σοφού θα συντρίψει την αλήθεια και την ελευθερία του Θεού μέσα μας.
Το μεγάλο λάθος είναι να περιμένουμε την απάντηση απ’ έξω μας, από τους άλλους. Ποιός σοφός; Ποιός φωτισμένος; Ποιός φιλόσοφος; Ποιός ασφαλισμένος στην ορθότητα των επιχειρημάτων του ιερέας, γνωρίζει την απάντηση των τόσο προσωπικών μας «γιατί»;
Η απάντηση μπορεί να ανιχνευθεί μόνο μέσα μας. Ούτε στις ανάλογες δήθεν περιπτώσεις. Ούτε σε βαρύγδουπα βιβλία. Ούτε σε συνταγές παρηγοριάς και σοφίας. Η απάντηση δεν υπάρχει κάπου, δεν την ξέρει κάποιος. Η απάντηση γεννιέται μέσα μας. Η δική μας απάντηση είναι το δώρο του Θεού.

Ο πόνος μας βγάζει από τα ανθρώπινα μέτρα.
Τελικά αυτά τα «γιατί» δεν έχουν τις απαντήσεις που η φτώχια και η αδυναμία μας περιμένει. Στη λογική αυτή συνήθως παραμένουν αναπάντητα. Γι’ αυτό και ο Χριστός για τον θάνατο δεν είπε παρά ελάχιστα. Απλά, ο Ίδιος επέλεξε και πόνεσε όσο κανένας άλλος. Και όταν αναστήθηκε, το στόμα Του έβγαλε περισσότερη πνοή και λιγότερα λόγια. Δεν είπε τίποτε για ζωή και θάνατο – μόνο προφήτευσε το μαρτύριο του Πέτρου. Ο πόνος δεν απαντιέται με επιχειρήματα. Ούτε η αδικία και ο θάνατος αντιμετωπίζονται με τη λογική. Τα προβλήματα αυτά λύνονται με το εμφύσημα και την πνοή που μόνον ο Θεός δίνει. Λύνονται με το Άγιο Πνεύμα. Ξεπερνιούνται με την ταπεινή αποδοχή του θελήματος του Θεού, που είναι τόσο αληθινό αλλά συνήθως και τόσο ακατανόητο.
Στο διάβα της η δοκιμασία συνοδεύεται από το σφυροκόπημα των αναπάντητων ερωτημάτων. Κι εμείς, γαντζωμένοι στα «μήπως», στα «γιατί», στα «αν» συντηρούμε τις ελπίδες και αντέχουμε την επιβίωση σε αυτόν τον κόσμο, προσδοκώντας κάτι σίγουρο ή κάτι σταθερό. Αυτό όμως συνήθως δεν εντοπίζεται στην προτεινόμενη από μας λύση, αλλά επικεντρώνεται στην απροσδόκητη υπέρλογη θεϊκή παρηγοριά. Κάθε προσπάθεια αντικατάστασής της με ανθρώπινα υποκατάστατα, αδικεί εμάς τους ίδιους. Κάθε περιορισμός στην ασφυκτική θηλιά των ορθολογιστικών απαντήσεων, μας παγιδεύει βαθύτερα στο δράμα μας. Στον διάλογο με τον πόνο, την αδικία και τον θάνατο είμαστε υποχρεωμένοι να βγούμε από τα ανθρώπινα μέτρα. Αυτή είναι όχι μόνον η έξοδος από τη δοκιμασία αλλά και η ευεργεσία της.

Η μοναδική ευκαιρία.
Τελικά, το μεν ερώτημα μπορούμε να το υποβάλλουμε, την δε απάντηση πρέπει να την περιμένουμε. Ή ο Θεός δεν υπάρχει ή παραχωρεί μια δοκιμασία για να μας δώσει μια μοναδική ευκαιρία. Αν δεν γινόταν η Σταύρωση, δεν θα υπήρχε η Ανάσταση. Ο Χριστός θα ήταν ένας καλός δάσκαλος, όχι ο Θεός. Ο Θεός δίνει την ευκαιρία. Σε μας μένει να τη δούμε και να την αξιοποιήσουμε. Η δε χαρά και το περιεχόμενο αυτής της ευκαιρίας είναι πολύ μεγαλύτερο από την ένταση και τον πόνο της δοκιμασίας.
Ο θάνατος, ο πόνος, η αδικία αποτελούν μυστήριο που η όποια απάντηση το διασαλεύει. Στις περιπτώσεις αυτές, η αλήθεια δεν εκφράζεται ως άποψη ή επιχείρημα, αλλά προσφέρεται ως ταπείνωση και κοινός πόνος. Η πορεία στο μεθόριο της ζωής και του θανάτου, του σκανδαλισμού και της δοξολογίας, του θαύματος και της αδικίας, παρουσιάζει στροφές και κρυμμένες γωνιές, όπου διασφαλίζεται η αλήθεια της ζωής. Αν ξεφύγει κανείς τον πειρασμό να λυγίσει, τότε αντικρίζει την αλήθεια με τέτοια όψη, που ποτέ του δεν είχε καν φαντασθεί. Ο πόνος, αν κάποιος καταφέρει να τον αγκαλιάσει, γεννά πρωτόγνωρες ευαισθησίες και ξεδιπλώνει πραγματικότητες που κανείς αλλιώς δεν βλέπει. Η πρόκληση δεν είναι να συμβούν γεγονότα και αποκαλύψεις: αυτά υπάρχουν. Η πρόκληση είναι να ανοίξει κανείς τα μάτια του για να μπορεί να τα αντικρίσει.
Είναι αναντίλεκτη αλήθεια δυστυχώς, συνήθως μόνο χάνοντας τα πολύ επιθυμητά, γνωρίζουμε και κερδίζουμε τα πολύ μεγάλα.
Σίγουρα ο πόνος και η αδικία δεν μπορούν να καταργήσουν την αγάπη του Θεού. Ο Θεός υπάρχει. Και είναι αγάπη και ζωή. Η τέλεια αγάπη και το πλήρωμα της ζωής. Και το μεγαλύτερο θαύμα της ύπαρξής Του είναι η συνύπαρξή Του με τον πόνο, την αδικία και το θάνατο.
Ίσως και η μεγαλύτερη πρόκληση για τον καθένα μας να είναι η συνύπαρξη με τον δικό του προσωπικό πόνο, το ελπιδοφόρο σφιχταγκάλιασμα, με τα βαθύτερα αυτά «γιατί», η ταπεινή εσωτερική περιχώρηση στην προσδοκία του Θεού μέσα από τις «αδικίες», που νομίζουμε πώς Αυτός μας κάνει.
Προ καιρού, με πλησίασε κάποια νεαρή κοπέλα που το καντηλάκι της ζωής της φαίνεται να τρεμοσβήνει. Μέσα στον αβάσταχτο πόνο της διέκρινα την ελπίδα. Μέσα από τα δακρυσμένα μάτια της αντίκρισα τη χαρά, τη δύναμη και τη σοφία.
-Θέλω να ζήσω, μου είπε. Αλλά δεν ήλθα για να μου το επιβεβαιώσετε. Ήλθα για να με βοηθήσετε να φύγω έτοιμη από αυτόν τον κόσμο.
-Εγώ είμαι παπάς της ζωής και όχι του θανάτου, της απαντώ. Γι’ αυτό και θέλω να ζήσεις. Επίτρεψέ μου, όμως, να σε ρωτήσω κάτι: μέσα στη δοκιμασία σου, ρωτάς ποτέ «γιατί σε μένα, Θεέ μου;»
-Δεν σας καταλαβαίνω, πάτερ, μου λέει. Εγώ ρωτώ «γιατί όχι σε μένα, Θεέ μου; Και περιμένω, όχι τον θάνατο μου: προσδοκώ τον φωτισμό μου»!
 (Από το βιβλίο: «Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός». ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ, Εκδόσεις: Σταμούλης. Αθήνα 2009.)

Η Μεμετριασμένη Εξελιξιαρχία & η Δημιουργία του ανθρώπου.
Ζητείται ήδη ποια θα μπορούσε να είναι η προς δημιουργία του ανθρώπου ειδική παρέμβαση του Θεού; Και ερωτάται: Εάν η άκρα εξελιξιαρχία δεν μπορεί να εξηγήσει την επί γης εμφάνιση του ανθρώπου, άραγε η μεμετριασμένη ή πνευματοκρατική τοιαύτη (evolutionisme modere ou spiritualiste) δεν θα μπορούσε να συμβιβαστεί με την περί δημιουργίας του ανθρώπου εκδοχή που επιβάλλεται από τα πράγματα και εκζητείται από την Αγία Γραφή;
Κάποιοι από τους ρωμαιοκαθολικούς συγγραφείς υιοθέτησαν εξηγήσεις που βασίζονται πάνω στις προϋποθέσεις της μεμετριασμένης εξελιξιαρχίας και όσον αφορά στη διαμόρφωση μόνο του ανθρωπίνου σώματος που απομακρύνου περισσότερο η λιγότερο την άμεση επέμβαση του δημιουργού.
Μεταξύ των πρώτων ο Γεώργιος Mivart, ευσεβής φιλόσοφος και βιολόγος στην Αγγλία, σε κάποιο μικρό τόμο τιτλοφορούμενο «η Γένεσις του είδους» που δημοσιεύτηκε το 1870 υποστήριξε, ότι «δεν είναι καθόλου αναγκαίο να παραδεχτεί κάποιος στην παραγωγή του ανθρωπίνου σώματος κάποια ενέργεια διαφορετική στη φύση από εκείνην, η οποία συνετέλεσε την παραγωγή του σώματος των άλλων ζώων και του υλικού σύμπαντος ολοκλήρου» (στη σελίδα 282 στο Zahm, L’ evolution et le dogme τόμ. ΙΙ σελ. 228). Σύμφωνα με την από τον
Mivart υποστηριχθείσα εκδοχή σε ζώο άλογο που βρισκόταν στην ύψιστη βαθμίδα της ζωικής εξέλιξης, και που προήλθε από μακραίωνη προοδευτική εξέλιξη με την ενέργεια των εξελικτικών δυνάμεων πάνω στις κατώτερες μορφές της ζωής, ενέπνευσε ο Θεός το πνεύμα της ζωής και προήλθε από αυτό ο άνθρωπος που έγινε εις ψυχήν ζώσαν. Συνεπώς κατά την υπόθεση αυτή ο Θεός δημιούργησε άμεσα μόνο την ψυχή του ανθρώπου, το σώμα του όμως, αν και έμμεσα και αυτό από το Θεό έχει την προέλευση, άμεσα όμως οφείλει την διαμόρφωση του στους υπό του Θεού τεθέντας νόμους, τους κατευθύνοντας την εξέλιξη (Στο Zahm στο ίδιο σελ. 232) .
Κατά της θεωρίας αυτής του Mivart εκδηλώθηκε ολόκληρος σχεδόν ο καθολικός τύπος, ο οποίος και στον παλαιό και στο νέο κόσμο επέκρινε δριμύτατα αυτήν, σε πλείστες δε περιπτώσεις ο Mivart χαρακτηρίστηκε απερίφραστα ως αιρετικός. Στην Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία η θεωρία αυτή αποκηρύχτηκε σφοδρότατα, εξεφράσθη δε επανειλημμένως η ευχή, όπως το βιβλίο του Mivart καταριθμηθεί στον πίνακα των απαγορευμένων βιβλίων. Τοσούτω δε μάλλον, όσο η εν Κολωνία επαρχιακή σύνοδος, που συνήλθε το 1860 είχε αποκηρύξει την από εξέλιξη παραγωγή του σωματικού οργανισμού των πρωτοπλάστων, διακηρύξασα σαφώς και ρητώς, ότι «οι πρωτόπλαστοι δημιουργήθηκαν άμεσα από το Θεό» (Primi parentes a Deo immediate conditi sunt»)(Tit. IV C. XIV,Στο de Sinety,Transformisme D’ Ales οπου παραπάνω τόμ. 4 στήλη 1844) . Παραδόξως όμως όταν το βιβλίο απεστάλη στη Ρώμη, όχι μόνο δεν αποκηρύχτηκε, αλλά ούτε καν ζητήθηκε για αυτό κάποια εξήγηση, τελείως μάλιστα αντιθέτως ο Πάπας Πίος ο Θ΄ανεκήρυξε τον Mivart διδάκτορα της φιλοσοφίας και ο τίτλος του διδάκτορος επιδόθηκε σε αυτόν επίσημα από τον καρδινάλιο του Westminster (Zahm όπου πριν σελ. 229-230).
Την θεωρία αυτή του Mivart διατύπωσε επί το μετριότερον και ο καρδινάλιος Gonzalez (Στο εν έτει 1892 δημοσιευθέν σύγραμμά του La Biblia y la scientia). Κατά την διατύπωση αυτή αντί να υποστηρίξει κάποιος, ότι το ανθρώπινο σώμα εξελίχθηκε πλήρως από τον πίθηκο, ενδείκνυται να βεβαιώνει, ότι υπήρξε αυτό εν μέρει μόνο προϊόν εξέλιξης αυτόματης, συμπληρώθηκε όμως έπειτα η πλήρης διαμόρφωσή του με ά μ ε σ η του Θεού επέμβαση. Η εξέλιξη προήγαγε τον κτηνώδη οργανισμό μέχρι κάποιου σημείου, αλλά δεν ήταν δυνατόν να καταστήσει αυτόν κατάλληλο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορεί να εισδεχτεί την ανθρώπινη ψυχή. Αυτό έγινε με τελειοποίηση, την οποία άμεση δημιουργική επέμβαση του Θεού προσέδωσε.
Με άλλα λόγια, ενώ ο Mivart παραδεχόταν, ότι το σώμα του Αδάμ πήρε μορφή έ μ μ ε σ α από το Θεό, που ενήργησε αποκλειστικά και μόνο με αιτίες δευτερεύουσες και τελείως φυσικές, σύμφωνα με τον Gonzalez η διαμόρφωση αυτή έγινε κατ’ αρχάς μεν ενεργήσαντος του Θεού ε μ μ έ σ ω ς με τη χρησιμοποίηση δευτερευόντων αιτίων, έπειτα όμως και με ά μ ε σ η επέμβαση κατά την τελική και οριστική διαμόρφωση του ανθρώπινου οργανισμού (στο Zahm όπου πριν σελ. 237-239) .
Κατά τον ίδιο περίπου χρόνο στο καθολικό συνέδριο των Παρισίων το 1891 ο Hulst, διευθυντής του καθολικού Ινστιτούτου των Παρισίων διακήρυττε, ότι «η αυστηρή ορθοδοξία δεν επιβάλλει άλλα όρια στις υποθέσεις για την μετάμειψη παρά μόνο το δόγμα της άμεσης δημιουργίας της ανθρώπινης ψυχής από το Θεό. Πέραν τούτου, εάν υπάρχουν παραλογισμοί στις υποθέσεις αυτές, πρέπει να καταπολεμιούνται με επιστημονικά επιχειρήματα» ( Στο Guibert et Chinchole όπου παραπάνω σελ. 391…).
Λίγο όμως πιο πριν η συμπεριφορά της Ρώμης υπήρξε τελείως διαφορετική απέναντι στον δομινικανό Leroy, ο οποίος σε σύγγραμμά του, με τον τίτλο «L’ evolution restreinte aux especes organiques» που δημοσιεύτηκε το 1887, με πολλή επιφύλαξη εξέφρασε τη γνώμη, ότι μπορεί να γίνει δεκτή ως υπόθεση, ότι το ανθρώπινο σώμα προήλθε από εξέλιξη. Είναι δηλαδή πιθανόν, ότι ο Θεός δημιουργώντας τον Αδάμ δεν χρησιμοποίησε άμεσα χώμα από τη γη, αλλά με μόνη την εμφύσηση λογικής ψυχής μεταμόρφωσε σε άνθρωπο κάποιο ζώο ανθρωπόμορφο, το οποίο διαμορφώθηκε με εξέλιξη που κατευθύνθηκε από τη θεια Πρόνοια σε σημείο, ώστε να πλησιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο προς τον άνθρωπο. Παρά τις επιδοκιμασίες όμως, των οποίων παρ’ ορισμένων επιστημόνων έτυχε ο Leroy, δεν αποκηρύχτηκε μεν επισήμως το σύγγραμμά του, εκλήθη όμως αυτός να αποσύρει μεν αυτό από το εμπόριο, να αποκηρύξει δε δημόσια την σε αυτό διατυπωθείσα γνώμη του ταύτην (Guibert et Chinchole όπου πριν και…). Ομοίως και οι Zahm και Bonomelli, αποδεχθέντες την υπόθεση αυτή του Leroy, υποχρεώθηκαν να δώσουν επισήμως παρόμοιες εξηγήσεις (De Sinety στο ίδιο στηλη 1845).
Από την άλλη η Βιβλική επιτροπή του Βατικανού στην από 30 Ιουνίου 1909 απόκρισή της, που επικυρώθηκε από τον Πάπα, απαγόρευσε να απομακρύνεται κάποιος από την γραμματική ερμηνεία του κειμένου της Γένεσης, καθ’ όσον αφορά στην ειδική δημιουργία του ανθρώπου και τον από τον άνδρα σχηματισμό της πρώτης γυναίκας (Στο ίδιο και Guibert et Chinchole όπου παραπάνω σελ. 86).
Στην κατά το έτος 1950 όμως εκδοθείσα εγκύκλιο Humani corporis από τον Πίο ΙΒ΄ διακηρύττεται, ότι «το ζήτημα της αρχής του ανθρωπίνου σώματος είναι αντικείμενο ελεύθερης έρευνας για τις φυσικές επιστήμες και τη θεολογία», υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι «θα εξετάζονται επιμελώς οι λόγοι που προβάλλονται υπέρ και κατά της προέλευσης αυτού από ύλη ήδη ζωντανή».
Αυτά ως προς την στάση, την οποία έλαβε έναντι των σύμφωνα με την μεμετριασμένη εξελιξιαρχία διατυπωθεισών περί παραγωγής του πρώτου ανθρωπίνου οργανισμού γνωμών η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, η μόνη μεταξύ των εκκλησιών που αποφάνθηκε επίσημα εν προκειμένω.
Ρωμαιοκαθολικοί συγγραφείς μετέπειτα διατύπωσαν επί το συντηριτικότερον τις περί της καταγωγής του ανθρωπίνου σώματος εξελικτικές εκδοχές. Έτσι τονίστηκε ιδιαιτέρως, ότι η ψυχή, την οποία ο Θεός εμφύσησε στον Αδάμ μεταδίδοντας σε αυτόν συγχρόνως πνοή ζωής, δεν μπορεί κατ’ ουδένα λόγο να προέρχεται από εξέλιξη, αλλά οφείλεται σε άμεση δημιουργική ενέργεια του Θεού. Όσον δε αφορά στο σωματικό οργανισμό, η ιδέα, κατά την οποία πλάστηκε πρώτα ένα χοϊκό άγαλμα με όλα τα όργανα και αιμοφόρα αγγεία και μέρη, το οποίο έπειτα με την εμφύσηση σε αυτό ψυχής μεταβλήθηκε σε ζωντανό ανθρώπινο σώμα, δεν έχει σήμερα οπαδούς. Σύμφωνα με τον de Sinety μάλιστα ήδη αυτός ο Αυγουστίνος εξ αφορμής της παχυλής κατά γράμμα ερμηνείας του κειμένου της Γένεσης, όπου οι συμβολικές εκφράσεις πλεονάζουν, παρήγγελε στους συγχρόνους του χριστιανούς να προσέχουν, για να μην υιοθετούν εκδοχές που προκαλούν το γέλωτα των απίστων (όπου πριν στήλη 1846).
Από την άλλη το να παραδεχτούμε, ότι το χώμα αυτό, για το οποίο μιλά η Γραφή, υπήρξε κάποιος οργανισμός από ζωντανή και όχι νεκρή ύλη, καταλήγει στο ίδιο. Διότι όχι μόνο για το σώμα του ανθρώπου, αλλά και για κάθε εν γένει ζωντανό οργανισμό θα μπορούσε εξίσου να λεχθεί, ότι προέρχεται από τη γη και στη γη θα επανέλθει. Κάθε ζωντανός οργανισμός είναι ύλη ζωντανή, χώμα κατεργασμένο, και συνεπώς, και αν ακόμη πούμε, ότι ο Θεός κατά τη δημιουργία του Αδάμ χρησιμοποίησε όχι χώμα αναίσθητο και χωρίς ζωή, αλλά ύλη ζωντανή, η διαφορά δεν είναι ουσιώδης.
Στην τοιαύτη όμως από τη ζωντανή ύλη διαμόρφωση του πρώτου ανθρώπινου οργανισμού, για να είμαστε σε συμφωνία και με το γράμμα και με το πνεύμα της Γραφής, πρέπει να παραδεχτούμε άμεση την επιστασία της θείας Πρόνοιας, διότι μόνο με άμεση επέμβαση του Θεού θα μπορούσε κατά την τοιαύτη πορεία της εξέλιξης να προσλάβει τέλεια διαμόρφωση και να τελειοποιηθεί σε άνθρωπο αποκλειστικά και μόνο ένα ζευγάρι, από το οποίο προήλθαν ακολούθως όλοι οι άνθρωποι. Χωρίς την επέμβαση αυτή δεν εξηγείται, πώς με την εξέλιξη δεν προήλθαν περισσότερα ζεύγη και πώς από τα εξελιχθέντα μέχρι την ανθρώπινη βαθμίδα ανθρωποειδή κτήνη περισώθηκε μόνο ένα ζεύγος, ενώ τα υπόλοιπα πέθαναν. Είναι επίσης απαραίτητο κατά το χριστιανικό δόγμα να αποκλειστεί από την καταγωγή μας ο π ο λ υ γ ε ν ι σ μ ό ς, διότι χωρίς την από ένα πρωτόπλαστο ζεύγος κοινή όλων καταγωγή το περί προπατορικού αμαρτήματος δόγμα πλήττεται σε αυτήν τη βάση του (Δες de Sinety στο ίδιο στήλη 1845-1846).
Από την άλλη η άμεση του Θεού επέμβαση για δημιουργία του πρώτου ανθρώπινου οργανισμού εκζητείται και από όσα η Βίβλος λέει για τη δημιουργία της γυναίκας. Κατά την αφήγηση της Βίβλου το σώμα της γυναίκας προήλθε από άμεση δημιουργική ενέργεια του Θεού. Θα δεχόμασταν λοιπόν για τη γυναίκα καταγωγή ευγενέστερη από την καταγωγή του άνδρα, ο οποίος σε αυτήν την πρώτη σελίδα της Γένεσης κηρύττεται κεφαλή και υπεροχότερος αυτής; Και θα υποστηρίζαμε, ότι ο μεν οργανισμός της γυναίκας προήλθε από τα χέρια του Δημιουργού, ενώ του άνδρα προήλθε από κάποιο άλογο κτήνος;
Η όλη άλλωστε αφήγηση της Γένεσης επιβάλλει να δεχτούμε, ότι ναι μεν ο πρώτος ανθρώπινος οργανισμός δεν έγινε από το μηδέν, αλλά από προϋπάρχουσα ύλη, πλην όμως τονίζεται από την αφήγηση αυτή σαφώς, ότι η προς διαμόρφωση του οργανισμού αυτού ενέργεια του Θεού δεν υπήρξε μία απλή φυσική συνδρομή της θείας Πρόνοιας που κατεύθυνε τις δευτερεύουσες αιτίες στην κανονική λειτουργία τους, αλλά έ κ τ α κ τ η θ ε ί α ε ν έ ρ γ ε ι α που υπερβαίνει τη φυσική δύναμη όλων των δευτερευουσών αιτιών (A. Farges, La vie et l’ evolution σελ. 328).
Σύμφωνα με αυτά και ο Farges τονίζει ιδιαιτέρως, ότι η εξέλιξη από την οποία θα μπορούσε να προέλθει ο ανθρώπινος οργανισμός, πρέπει να χαρακτηριστεί όχι ως φυσική εξέλιξη, αλλά ως εξέλιξη υπερφυσική, που βρίσκεται πάνω από όλες τις δυνάμεις της φύσης και αποδίδεται σε μόνο το Θεό. Αυτού του είδους η εξέλιξη θα επεφύλασσε στο Θεό όχι μόνο την εμφύσηση της ανθρώπινης ψυχής στο ήδη διαμορφωμένο σε ανθρώπινο οργανισμό ανώτερο κτήνος, αλλά και αυτήν την ίδια τη διαμόρφωση και διάπλαση του οργανισμού αυτού, δεχόμενη αυτήν ως έργο θείο.
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Απολογητικαί Μελέται τόμος Γ σελ. 401-406, γλώσσα ελαφρώς παραλλαγμένη προς την νεοελληνική, οι υπογραμμίσεις δικές μας)

 

 αλλά  έ κ τ α κ τ η   θ ε ί α   ε ν έ ρ γ ε ι α

Η ηλικία του ανθρώπινου γένους. Αδάμ & Παλαιοντολογια. Η χρονολογία της Βίβλου.

«Δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε, ότι η Βίβλος είναι κυρίως κώδικας θείων αληθειών. Δεν έχει συνεπώς χαρακτήρα επιστημονικού συγγράμματος, ούτε είναι καθ’ αυτό ιστορικό βιβλίο. Οι συγγράψαντες αυτό θεόπνευστοι άνδρες δεν κινούνταν ούτε από ιστορικό ενδιαφέρον, σαν αυτό που εκίνησε τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, τον Τάκιτο κλπ. στη συγγραφή των ιστοριών τους, αλλά ούτε και από οποιοδήποτε επιστημονικό ενδιαφέρον, ώστε να αξιώνει κάποιος από τις σελίδες της Βίβλου πληροφορίες επιστημονικές, σαν αυτές που συναντιούνται στα συγγράμματα της Παλαιοντολογίας και Γεωλογίας και Προϊστορίας. Το ενδιαφέρον το κινήσαν τους συγγραφείς της Βίβλου ήταν αποκλειστικά και μόνο θρησκευτικό…

… Για αυτό και δεν αναφέρεται σαφώς στη Βίβλο ένας ορισμένος αριθμός, ο οποίος και να προβάλλεται ότι εκπροσωπεί ξεκάθαρα την ηλικία του ανθρώπινου γένους. Απλώς και μόνο στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχουν εγκατεσπαρμένες κάποιες χρονολογίες και γενεαλογικοί πίνακες, και με άθροιση των χρονολογιών αυτών και με υπολογισμούς επί τη βάση των γενεαλογικών πινάκων συνήγαγον οι ερμηνευτές πάντοτε κατ’ εικασίαν κάποια χρονολογία γενικότερη. Αλλά οι υπολογισμοί αυτοί, καθώς παρατηρεί ο Guibert, διαφέρουν μεταξύ τους ουσιωδώς και παρουσιάζονται ποικίλλοι, αφού είναι άλλοι σε άλλους.

Εικασίες ανθρώπινες δεν μπορούν να διεκδικήσουν υπέρ εαυτών το ανεπισφαλές και αλάθητο, το οποίο αποδίδουμε μόνο στη Βίβλο, όχι όμως και στις εξηγήσεις του κειμένου της, τις οποίες φιλοπονούν άνθρωποι υποκείμενοι σε πλάνη. Έτσι αριθμήθηκαν πάνω από διακόσιοι τέτοιοι υπολογισμοί, που δεν συμφωνούν μεταξύ τους… (Υποσημείωση: Ιδού τι ο Mangenot, στο άρθρο του  Chronologie Biblique, στο F. Vigouroux, Dictionaire de la Bible τόμ. 2Α σελ. 718-720 παρατηρεί σε σχέση και με τη θεοπνευστία της Βίβλου.  

«Βεβαίως οι ιεροί συγγραφείς έγραψαν υπό τη θεία έμπνευση χρονολογίες και έδωσαν δεδομένα χρονολογικά, τα οποία είχαν εμπνευστεί από το Θεό και συνεπώς δεδομένα ακριβή. Οι πληροφορίες όμως αυτές, οι οποίες αποτελούσαν μέρος της θείας αποκάλυψης, θα αποτελούσαν μία χρονολογία αποκεκαλυμμένη, εάν ήταν βέβαιο, ότι οι υπό την θεία έμπνευση συγγραφείς ήθελαν να καταστήσουν γνωστή την ηλικία του κόσμου και την σειρά την τακτική των χρόνων στο Ισραήλ και αν αποσκοπούσαν να δείξουν όλες τις αναγκαίες χρονολογίες.

Κάποιοι αναμφίβολα είχαν το σχέδιο να καθορίσουν χρονολογικά την εποχή των συμβάντων, τα οποία αφηγούνταν, δεν είχαν όμως όλοι την φροντίδα αυτή, και οι χρονογράφοι διαπιστώνουν στα συγγράμματά τους πολλά κενά ή απλές προσεγγίσεις χρονολογικές. Η Βίβλος λοιπόν εμπεριέχει χρονολογικά δεδομένα ατελή ή ανεπαρκή για να σχηματίσει κάποιος χρονολογία αποκεκαλυμμένη και βέβαιη. Και θα μπορούσε μεν κάποιος να τις συναρμόζει συστηματικά. Ο υπολογισμός όμως, ο οποίος θα συνάγεται από αυτόν, θα είναι προβληματικός και ίσως πλανημένος»…

«Εξάλλου οι αριθμοί της Βίβλου δεν έφθασαν σε μας στην αρχική τους ακεραιότητα και οι χρονολογίες παρουσιάζονται σε μας με τέτοιες παραλλαγές ώστε η κριτική είναι ανίσχυρη να αποκαταστήσει με βεβαιότητα το αρχικό κείμενο. Αυτή η πρόδηλη αλλοίωση των χρονολογιών αυξάνει ακόμη την αβεβαιότητα των χρονολογικών υπολογισμών. Το ιερό κείμενο δεν καθορίζει χρονολογικά την αρχή του ανθρώπου κατά τρόπο κατηγορηματικό και ακριβή. Πουθενά δεν λέει: ο Αδάμ δημιουργήθηκε σε αυτήν την χρονολογία. Η χρονολογία αυτή είναι το αποτέλεσμα του υπολογισμού όλων των χρονολογικών ενδείξεων, οι οποίες βρίσκονται στην Π.Δ.. Υπολογίζοντας λοιπόν τα ίδια δεδομένα και χρησιμοποιώντας τις ίδιες μεθόδους οι διάφοροι χρονολόγοι κατέληξαν σε αριθμούς πολύ διαφορετκούς»….

Το συμπέρασμα στο οποίο οδηγούμαστε από τις παραπάνω παρατηρήσεις, είναι, ότι όχι μόνο καθίσταται αδύνατο κατά την παρατήρηση του Vigouroux  «στην παρούσα κατάσταση του κειμένου της Γένεσης να γνωρίσουμε τους αληθινούς αριθμούς που γράφτηκαν από τον Μωϋσή» (Les livres saints et la critique rationaliste,Paris 1891, τόμ 3 σελ. 470), αλλά και γενικότερα, ότι η Αγία Γραφή αφήνει τελείως αβέβαιη την χρονολογία της δημιουργίας του ανθρώπου. Στο συμπέρασμα αυτό είχαν οδηγηθεί οι ερμηνευτές της Βίβλου πολύ πριν ακόμη από τους υπολογισμούς των νεώτερων επιστημόνων τεθεί ζήτημα για την ηλικία του ανθρώπινου γένους. Ήδη αυτός ο Ιερώνυμος γράφοντας προς τον Βιτάλιο (Epist. 72 ad Vitalem, Migne L. 22,676) παρατηρεί ότι τέτοια ασυμφωνία υπάρχει μεταξύ των αριθμών της Βιβλικής χρονολογίας, ώστε αυτός που σε τέτοια ζητήματα αναμιγνύεται θα παρουσιαζόταν όχι σπουδαίος, αλλά ματαιόσχολος άνδρας.

Κατά δε τον 17ο αιώνα ο P. Peteau σημείωνε τα εξής: «Δεν υπάρχει κάποιο μέσο, για να γνωρίσουμε, σε ποια χρονολογία έλαβε χώρα η δημιουργία και θα χρειαζόταν κάποια ειδική αποκάλυψη του Θεού, για να μάθουμε αυτήν. Βρίσκονται λοιπόν στην πλάνη όσοι όχι μόνο τολμούν με ακρίβεια να ορίζουν αυτήν, αλλά και με αγερωχία φέρονται προς εκείνους, οι οποίοι νομίζουν, ότι μπορούν να προσθέσουν ή αφαιρέσουν από τους υπολογισμούς τους».

Όσον δε αφορά στις αξιώσεις και τους υπολογισμούς  των νεωτέρων, σωστά ο Vigoroux παρατηρεί σε αυτούς: «Στηρίξτε εσείς οι επιστήμονες πάνω σε στερεές αποδείξεις την αρχαιότητα του ανθρώπου και των αρχαίων λαών, και η Βίβλος τίποτα δεν θα σάς αντιλέξει. Οι γενεαλογίες της Γένεσης πιθανότατα δεν είναι πλήρεις. Δεν μπορούν λοιπόν να χρησιμεύσουν ως βάση βέβαιη στη χρονολογία. Η Γραφή δεν προτίθεται να μάς διδάξει με τρόπο άμεσο για την ακριβή χρονολογία του ουρανού και της γης, ούτε για αυτήν των πρώτων μας προγόνων»…

… Όπως διαπιστώνεται και από τη συμφωνία έγκυρων ερμηνευτών της Βίβλου, ιδιαίτερα από τους συγχρόνους, καμία χρονολογία για την ηλικία της ανθρωπότητας δεν προβάλλεται σε μας από αυτήν περιβεβλημένη το κύρος της θείας Αποκάλυψης. Η από αυτό προερχόμενη ελευθερία στις έρευνές μας είναι σπουδαιότατη. Διότι αφ’ ενός μεν η επιθυμία τού να βρεθεί η Βίβλος ότι σφάλλει δεν άφησε ανεπηρέαστο το πνεύμα εκείνων, οι οποίοι απέδιδαν στην ηλικία του ανθρώπου μία μυθώδη αρχαιότητα. Αφ’ ετέρου όμως η προκατάληψη τού να υποστηριχτεί μία παλαιά της Γραφής ερμηνεία ωθούσε αναμφίβολα τους Χριστιανούς επιστήμονες στο να δέχονται, παρά τα επιστημονικά δεδομένα, αριθμούς ηλικίας του ανθρωπίνου γένους πολύ μικρούς….

… Δεδομένου τέλος, ότι η αυθεντία και αλήθεια της Βίβλου δεν συνδέεται διόλου με το ζήτημα αυτό, δεν έχουμε κανένα λόγο να απορρίπτουμε εκ προτέρου αριθμούς, τους οποίους μία σοβαρή επιστημονική έρευνα θα μπορούσε βάσει όχι υποθέσεων και αορίστων εικασιών, αλλά πραγματικών τεκμηρίων να μας προτείνει για την αρχαιότητα του ανθρώπου. Εάν όμως η Παλαιοντολογία δεν μας προσαγάγει σοβαρές ενδείξεις, που πείθουν ότι ο άνθρωπος ανεφάνη επί της γης σε πολύ αρχαιότερους χρόνους, τίποτα πλέον δεν μάς αναγκάζει να παραδεχτούμε, ότι η ηλικία της ανθρωπότητας ανέρχεται στις μυριάδες των ετών, τις οποίες πολλοί των εξελικτικών κατ’ εικασίας ιδίας υπολογίζουν».

(Π.Ν. Τρεμπέλα Απολογητικαί Μελέται τόμος Γ σελ. 259-279 αποσπάσματα, με ελαφρή παραλλαγή στη γλώσσα, οι υπογραμμίσεις δικές μας)

Η ηλικία του ανθρώπινου γένους. Αδάμ & Παλαιοντολογία.Η χρονολογια της Βίβλου.

«Ως προς την ηλικία του ανθρωπίνου γένους, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι ο υπολογισμός αυτής επαφίεται στην ελεύθερη έρευνα της επιστήμης και της θεολογίας.

Και αυτό διότι στη Βίβλο δεν αναφέρεται ξεκάθαρα και σαφώς ένας ορισμένος αριθμός για αυτήν, αλλά εικάζεται αυτός από τους ερμηνευτές σύμφωνα με τις εγκατεσπαρμένες σε αυτήν χρονολογίες και τους γενεαλογικούς πίνακες. Δεδομένου όμως, ότι και κατά την μεταβίβαση μέσω της ζωντανής παράδοσης, αλλά και κατά την αντιγραφή των χειρογράφων επόμενο ήταν είτε κακώς να διαβαστούν είτε και να εκπέσουν κάποιες χρονολογίες ή ονόματα γεναρχών, φυσικό ήταν να προκύψουν διαφορές όχι μόνο στους υπολογισμούς των ερμηνευτών, αλλά και στους ίδιους τους αριθμούς που γράφονται στα διάφορα αντίγραφα.

Και ως προς μεν τους υπολογισμούς των ερμηνευτών, είναι αρκετό να πειστεί κάποιος για το πόσο επισφαλείς είναι αυτοί, όταν λάβει υπ’ όψιν, ότι αριθμήθηκαν περισσότεροι από διακόσιους υπολογισμούς, που δεν συμφωνούν μεταξύ τους, αλλά από τους οποίους ο μεν μετριότερος ανεβάζει το από την δημιουργία μέχρι τη γέννηση του Χριστού διάστημα σε 3483, ο δε περισσότερο εξογκωμένος σε 6984 έτη. Διαφορά δηλαδή 35 ολόκληρων αιώνων. Όσον δε αφορά στις ενδείξεις από τα ίδια τα κείμενα και αντίγραφα, πόσο ασύμφωνες είναι και αυτές, αντιλαμβάνεται κάποιος, όταν πληροφορηθεί, ότι κατά μεν το Εβραϊκό πρωτότυπο και την Βουλγάτα το από Αδάμ μέχρι του Νώε χρονικό διάστημα ανέρχεται σε 1656 έτη, ενώ κατά το Σαμαρειτικό κείμενο φτάνει στα 1307 έτη, κατά δε τους Ο΄(=Εβδομήκοντα μεταφραστές) στα 2242-2262 έτη. Ομοίως και το από τον κατακλυσμό μέχρι τον Αβραάμ χρονικό διάστημα κατά μεν το Εβραϊκό συστέλλεται σε 290 έτη, ενώ κατά το Σαμαρειτικό ανεβαίνει στα 940 έτη και κατά τους Ο΄ αυξάνεται σε έτη 1170!

Έτσι μεταξύ των δύο επισήμων μεταφράσεων που χρησιμοποιούνται σε ολόκληρη την Εκκλησία, δηλαδή στην Βουλγάτα και σε αυτήν των Ο΄προκύπτει διαφορά η οποία σύμφωνα με τους Guibert και Chinchole κυμαίνεται μεταξύ 1200-1500 ετών (Les origines, σελ. 451).

Από την αντίθετη όμως πλευρά πρέπει να σημειωθεί, ότι και οι ογκώδεις αριθμοί, που ανεβαίνουν μέχρι 300.000 ετών από κάποιους, στους οποίους κάποιοι από τους νεώτερους υπολογίζουν την ηλικία του ανθρωπίνου γένους, δεν είναι απαλλαγμένοι αδικαιολόγητης υπερβολής, στην οποία παρασύρθηκαν από την πρόδηλη προσπάθεια να κατασκευάσουν την ιστορία της ανθρωπότητας με μορφή, από την οποία θα έχει εκβληθεί κάθε υπερφυσικό στοιχείο για να παραχωρηθεί η θέση του σε ασύστατες και ρομαντικές επινοήσεις της φαντασίας.

Πάντως το από τη Γραφή βεβαιούμενο, ότι ο άνθρωπος είναι ο νεώτερος της γης κάτοικος που εμφανίστηκε σε αυτήν, μετά την εμφάνιση ολόκληρου του φυτικού και του ζωικού βασιλείου, αποτελεί αλήθεια, που επιβεβαιώθηκε και από τις ίδιες τις φυσικές επιστήμες, και έγινε δεκτή και από αυτούς τους οπαδούς της άκρας φυσιοκρατίας και του μονισμού».

 (Π.Ν. Τρεμπέλα Δογματική τόμος Α σελ. 466-467 με ελαφρώς παραλλαγμένη τη γλώσσα, πιο κοντά στην νεοελληνική, οι υπογραμμίσεις δικές μας)

Ακούγεται περίεργο εν πρώτοις, αλλά κάθε τόσο το νιώθω έτσι και το λέω.
Πέρσι έμαθα ότι είχα αυτήν την τρομακτική ασθένεια , εδώ και χρόνια. Οι γιατροί μπορούν (και προτείνουν) χορήγηση φαρμάκων που ίσως θα επιβραδύνουν την εξέλιξη της Σκλήρυνσης κατά Πλάκας (Σκλ κ Πλ) σε αναπηρία. Είναι καινούρια τα φάρμακα για την Σκλ κ Πλ , δεν υπάρχει εκτεταμένη εμπειρία από τη χρήση τους, ακόμα δεν είναι σαφές , πώς και γιατί έχουν θετική επίδραση στον έναν ασθενή και όχι στον άλλον.

Επίσης στην Ελλάδα πολλοί γιατροί παρακάμπτουν το θέμα των πιθανών παρενεργειών, των προτεινόμενων θεραπειών. Μέχρι τώρα, έχω περάσει πολλά χρόνια μαθαίνοντας για τα φάρμακα, όσο μπορώ καλύτερα και ακριβέστερα -είναι ο τομέας μου.
Όμως, πέρσι που μου συνέβησαν πολλά τρικυμιώδη ταυτόχρονα και έχασα πολλά από αυτά που νόμιζα ότι είχα κερδίσει με το σπαθί μου και τα άλλα που (άγνωστο γιατί) θεωρούσα δεδομένο ότι θα τα έχω , είδα την μικρότητα μου στα κύματα και πως αν ήθελα να είμαι τίμια ακόμα και για τα ταλέντα μου έπρεπε να ευχαριστήσω εκ βάθους το Θεο, που μου τα έδωσε…έτσι ήρθα σε επαφή με το « Δόξα τω Θεώ… τούτων πάντων ένεκεν»

Προχωρώντας η χρονιά διάβασα την εργασία μιας γυναίκας γιατρού, με επιδεινούμενη σκλήρυνση που είχε ήδη καθηλωθεί σε αναπηρικό καροτσάκι για 4 χρόνια και μελετώντας αυτά, που και εγώ μελέτησα στη μέχρι τώρα πορεία μου στο φάρμακο, αντέστρεψε την επιδείνωση της σκλήρυνσης της, προσέχοντας να παίρνει θρεπτικά συστατικά από τη διατροφή της. Δόξα τω Θεώ! Καταλάβαινα αυτά που έλεγε και ήξερα ότι λέει αλήθεια.

Η ασθένεια ταπεινώνει και τις προάλλες κατάλαβα, ταπεινωμένη, ότι πριν από πέντε χρόνια είχα φερθεί σκληρά σε έναν πολύ σημαντικό άνθρωπο για μένα, χωρίς να καταλάβω μέσα στα τόσα χρόνια ότι έκανα κάτι σκληρό. Αλήθεια δεν το είχα καταλάβει. Τώρα που το κατάλαβα , μετανιώνω, αλλά είναι πραγματικά τρομακτικό το ότι δεν το είχα καν αντιληφθεί. Συνδυάζεται, σκλήρυνση, σκληρότητα μυών (ένα από τα συμπτώματα)… και με αυτήν τη ματιά του μυαλού και της ψυχής… με την ευκαιρία, αντιλήφθηκα ότι πρωτύτερα είχα χάσει την αντίληψη του σωστού μέτρου, ενώ με τη σκλήρυνση, που με συμμαζεύει κατ’ ανάγκη, μπόρεσα να αποφύγω ένα αναίτιο σφάλμα που δεν αντιλήφθηκα καν. Τη θεωρώ θείο δώρο γιατί αυτό μου δόθηκε και είναι σίγουρα κομμάτι της ζωής που ζω και στα μέτρα μου, για να αντιληφθώ την πορεία μου. Γι αυτό λέω Δόξα τω Θεώ που έχω σκλήρυνση, παρότι είναι συθέμελη, σοβαρότατη ασθένεια που μπορεί να με καταστήσει κατάκοιτη και …χαζή, επειδή μου αποκαλύπτει ότι έχασα την ισορροπία σε πολλούς τομείς …

Δόξα τω Θεώ έχω έναν ακόμα τρόπο να καταλαβαίνω κάποια από τα λάθη μου, να τα εξομολογηθώ και να ελαφρύνω .
Είναι μεγάλο δώρο που καταλαβαίνω καλύτερα αυτήν την αρρώστια σε μένα και με μεγάλη χαρά, αν ήθελε κάποιος ομοιοπαθής, θα μπορούσα να τον βοηθήσω κι εγώ. Μακάρι! Δόξα τω θεώ που μπορώ να συμμετέχω σε κάτι τέτοιο!
(μία εν Χριστώ αδελφή μας…)

ΣΥΓΓΡΑΦΗ: ΕΛΕΝΗ ΚΟΝΔΥΛΗ Φιλόλογος, Κατηχήτρια

(Μπορεί να προηγηθεί πολύ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ, για τη ζωή και το μαρτύριο της αγίας Μαρίνας, ώστε να καταλάβουν όλα τα παιδιά την παράσταση που θα ακολουθήσει).

ΠΡΟΣΩΠΑ:
Η αγία Μαρίνα και πέντε φίλες της Χριστιανές, που την επισκέπτονται στο κελί της κρυφά, λίγο πριν το αποκεφαλισμό της.
-ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ
-ΠΑΥΛΑ (μεγαλύτερη από τις άλλες φίλες σε ηλικία, που μαζί με την Αγνή έχει οργανώσει την επίσκεψη στο κελί της Αγίας Μαρίνας)
-ΑΓΝΗ (από τις μεγάλες, φίλη της Παύλας)
-ΘΕΟΔΩΡΑ
-ΚΑΛΛΙΣΤΗ
-ΦΙΛΑΡΕΤΗ
( μπορούν να χρησιμοποιηθούν άλλα δύο πρόσωπα για τις εισαγωγές και την απαγγελία στο τέλος)
+ΧΟΡΩΔΙΑ (αν υπάρχει, αλλιώς τα ίδια πρόσωπα ψάλλουν το Απολυτίκιο)

Α΄ΣΚΗΝΗ

(Κρατητήριο.
Στη σκηνή μπαίνουν σιγά σιγά οι φίλες της νεαρής Μαρίνας. (Πρώτες οι Παύλα και η Αγνή). Περνούν σα να διαβαίνουν από κάποιο κρυφό άνοιγμα και φαίνονται να περπατούν ψηλαφώντας με τα χέρια διστακτικά και ακουμπώντας με την πλάτη σε ένα αόρατο τοίχο πίσω τους. Πατούν στις μύτες, λίγο σκυφτές, φοβισμένες, κοιτώντας γύρω τους με προφύλαξη. Μετά από τις πρώτες δύο κοπέλες (Αγνή και Παύλα), οι οποίες κρατιούνται από το χέρι, έρχονται κι άλλες, μια μια. Μαζεύονται σε μία γωνία της σκηνής.(Προαιρετικά, για να δηλώσουν τα σκοτάδια της φυλακής, κάποιες κοπέλες μπορεί να κρατούν κεριά ή φανάρια.
Οι πρώτες μιλούν ψιθυριστά σε αυτές που μπαίνουν, καθώς οι άλλες τις πλησιάζουν λίγο)
ΑΓΝΗ: Ήρθες, Φιλαρέτη;
ΠΑΥΛΑ: Θεοδώρα, χαίρε!

(Mπαίνει μια τελευταία κοπέλα και απευθύνεται στις άλλες όλες)
ΚΑΛΛΙΣΤΗ: Χαίρετε, αδελφές μου!
ΑΓΝΗ: Ας μείνουμε εδώ, να περιμένουμε μέχρι να έρθει ο φρουρός.
ΦΙΛΑΡΕΤΗ: Του έχετε εμπιστοσύνη;
ΠΑΥΛΑ: Είναι προσήλυτος. Κατηχούμενος. Εύφορο έδαφος στο Λόγο του Χριστού μας. Υποσχέθηκε να μας βοηθήσει να δούμε τη Μαρίνα.
ΑΓΝΗ: Όμως ας είμαστε προσεκτικές! Ησυχία! Όλη η πόλη βουίζει για τη φίλη μας!
ΘΕΟΔΩΡΑ: Πως αρνήθηκε τις απειλές και τις προτάσεις γάμου του ειδωλολάτρη έπαρχου, του Ολύμβριου.
ΦΙΛΑΡΕΤΗ: Την κάλεσε για να την ανακρίνει, γιατί έμαθε πως ήταν Χριστιανή. Και μετά, βλέποντάς τη, θέλησε να την κάνει γυναίκα του. Και τι δεν της έταξε ο Ολύμβριος!
ΠΑΥΛΑ: Και κείνη, σε κάθε λόγο του, απαντούσε ήρεμα, χωρίς φόβο: «Είμαι Χριστιανή!» .Τίποτα άλλο…
ΑΓΝΗ: Ναι, η Αντιόχεια, η Πισιδία ολόκληρη, βουίζει για την ανδρεία της. Τη βασάνισαν τη Μαρίνα. Αλλά εκείνη δεν αρνήθηκε το Χριστό μας. Την χτύπησαν με ραβδιά, την κρέμασαν με το κεφάλι κάτω για ώρες, τη φυλάκισαν!
ΠΑΥΛΑ: Και το χειρότερο! Όταν είδαν πως δεν αλλαξοπιστούσε, πως δεν προσκυνούσε τα είδωλα, της έκαψαν το κορμί με αναμμένες λαμπάδες Πώς θα είναι άραγε; Πώς θα τη δούμε;
ΦΙΛΑΡΕΤΗ: Τρέμω και μόνο που το ακούω! Τι περιμένει τους Χριστιανούς; Κύριε, βάλε το χέρι σου! Αλλά, έχεις δίκιο, για την Μαρίνα θα έπρεπε να ανησυχούμε τώρα, κι όχι για μας τους υπόλοιπους.
ΠΑΥΛΑ: Κι όμως! Η Μαρίνα μας έχει θάρρος απεριόριστο! Ο φύλακας μάς είπε πράγματα φοβερά. Πως στο κελί της τα έβαλε, όχι με απλούς βασανιστές, αλλά με τον ίδιο το Σατανά! Πως της εμφανίστηκε σαν άγριος δράκος , σαν φίδι τεράστιο. Αλλά εκείνη στράφηκε στο Θεό και προσευχήθηκε θερμά. Και ο δράκοντας μεταμορφώθηκε σε μαύρο σκύλο. Η Μαρίνα τότε άρπαξε ένα σφυρί και τον χτύπησε στο κεφάλι και στη ράχη, τον ταπείνωσε! Ας διδαχτούμε από την πίστη της και ας μη δειλιάζουμε! Η Μαρίνα, η μικρή μας φίλη, με τη δύναμη του Θεού, νίκησε τον αρχέκακο όφι!
ΑΓΝΗ: Ελάτε! Ο φύλακας μας κάνει νόημα να προχωρήσουμε! Μπορούμε να τη δούμε στο κελί της…

Β΄ΣΚΗΝΗ
(Το κελί της αγίας Μαρίνας.
Φαίνεται στο βάθος η Μαρίνα. Είναι γονατισμένη, στραμμένη προς την αντίθετη κατεύθυνση από την οποία έρχονται τα κορίτσια. Στάση έντονης αλλά ήρεμης προσευχής. Προσεύχεται γονατιστή, με τα δυο χέρια σφιχτά δεμένα, σταυρωμένα ψηλά, με το βλέμμα καρφωμένο στον ουρανό.
Οι φίλες της μπαίνουν στο κελί.
Μια από τις φίλες φωνάζει:)
ΑΓΝΗ: Μαρίνα!
Η Μαρίνα γυρίζει αργά, τις κοιτάζει ήσυχα. Χαμογελά και το πρόσωπό της φωτίζεται (δε μοιάζει καθόλου δυστυχισμένη, τις υποδέχεται όπως αν έμπαιναν στο δωμάτιό της). Σηκώνεται, και, χωρίς να μιλά, ανοίγει σε όλες την αγκαλιά της. Είναι στη μέση της σκηνής, κοιτάζει το κοινό, και είναι σαν να ανοίγει στο κοινό την αγκαλιά της. Οι φίλες βρίσκονται από τις δυο μεριές χωρίς να έχουν πλάτη στο κοινό. Αγκαλιάζονται. Μετά οι κοπέλες απομακρύνονται λίγο κοιτάζοντάς την σαν παραξενεμένες.
ΠΑΥΛΑ: Μαρίνα! Εσύ είσαι; Θεέ μου, δεν σε βασάνισαν; Δεν σε έκαψαν; Ούτε ένα σημάδι δεν βλέπω στο σώμα ή στο πρόσωπό σου! Πώς είναι δυνατόν; Κύριε των δυνάμεων!
ΜΑΡΙΝΑ: Χαίρετε, αδελφές μου! Καλώς ορίσατε! Σίγουρα μπήκατε εδώ με κίνδυνο. Ησυχάστε, καθίστε, έχετε ειρήνη! Ξαφνιάζεστε που με βλέπετε άθικτη; Ας δοξάσουμε τον Παντοδύναμο για το θαύμα Του! Καλές μου! Δεν είμαι μόνη στα βασανιστήριά τους! Κανένας Χριστιανός δεν είναι μόνος! Θυμηθείτε τους τρεις παίδες στο αναμμένο καμίνι του Ναβουχοδονόσωρα! Είχαν κι έναν τέταρτο μαζί τους!
ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΙΛΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΖΙ: Το Χριστό!
ΜΑΡΙΝΑ: Το Χριστό, ναι! Ο Χριστός μας είναι μαζί μου συνέχεια! Με δυναμώνει και με στηρίζει. Εκείνος θέλησε να γιατρευτούν οι φοβερές πληγές στο σώμα μου. Κι οι βασανιστές δεν ξέρουν τι άλλο να κάνουν. Έχουν απελπιστεί. Όμως πολλοί ειδωλολάτρες έχουν πιστέψει από τότε. Γιατί είδαν το θαύμα του Κυρίου μας πάνω στην ταπεινή Του δούλη.
ΘΕΟΔΩΡΑ: Μαρίνα! Εσύ αντιμετώπισες τον ίδιο το Διάβολο! Δε φοβήθηκες;
ΜΑΡΙΝΑ: Φοβήθηκα πολύ! Αλλά στράφηκα στην προσευχή. Και έτσι δεν τον αντιμετώπισα μόνη μου. Ο Χριστός άκουσε την προσευχή μου και Εκείνος ήταν που τον νίκησε τον διάβολο. Ο Χριστός δεν μας είπε «Σας δίνω τη δύναμη να πατάτε επάνω όφεων και σκορπίων»; Μας έδωσε τη δύναμη να πατάμε το διάβολο στο κεφάλι!
ΘΕΟΔΩΡΑ: Είναι τρομαχτικό! Απίστευτα δύσκολο!
ΜΑΡΙΝΑ: Μην τρομάζεις, αδελφή μου. Έχε πίστη, πάντα. Δεν επιτρέπει ο Κύριος δυσκολίες πάνω από τις δυνάμεις μας. Κι έπειτα, τι νομίζετε; Ποιος Χριστιανός δεν έχει πειρασμούς; Ποιος σας είπε πως μάρτυρας είμαι μόνο εγώ; Κάθε Χριστιανός είναι, και πρέπει να είναι, μάρτυρας! Κάθε Χριστιανός αντιμετωπίζει τα μαρτύρια της ψυχής!
Μαρτύριο δεν είναι να πατάμε τον εγωισμό μας κάτω;
Μαρτύριο δεν είναι να μη θυμώνουμε αλλά να λύνουμε με ψυχραιμία και αγάπη τα προβλήματα με τους άλλους;
Μαρτύριο δεν είναι, αδελφές μου, να ζητάμε συγγνώμη όταν πέφτουμε και να γινόμαστε συνέχεια καλύτερες;
Κι ακόμα, μαρτύριο δεν είναι να σταματάμε το κακό σε μας, να μην του επιτρέπουμε να μας νικήσει; Να μένουμε μακριά από τη ζήλια, την οργή, τους κακούς λογισμούς, το ψέμα;
Μαρτύριο δεν είναι να συγχωρούμε τον αμαρτωλό, και μεις οι ίδιες να αποφεύγουμε κάθε αμαρτία;
(Μιλούν τώρα οι άλλες κοπέλες, μια μια)
ΠΑΥΛΑ: Αλήθεια πόσες αμαρτίες μας τριγυρίζουν… Θεάματα που μας αποχαυνώνουν, μας κατευθύνουν σε απαράδεκτα πρότυπα και φθείρουν την ψυχή μας…
ΑΓΝΗ: Διασκεδάσεις χωρίς νόημα, που όλοι οι άλλοι σαν πρόβατα τις ακολουθούν, νομίζοντας πως τους κάνουν και καλό…
ΠΑΥΛΑ: Φιλαρέσκεια που μας κάνει να επιδιώκουμε την επιδερμική ομορφιά και όχι την ωραιότητα της ψυχής μας.
ΘΕΟΔΩΡΑ: Απληστία, φιλαυτία που μας κάνει να ξεχνάμε τους φτωχούς και όσους έχουν ανάγκη…
ΚΑΛΛΙΣΤΗ: Κι ο κόσμος γύρω μας υλικός, άδικος, μπερδεμένος… Κόσμος χωρίς ελπίδα και αξίες…

ΜΑΡΙΝΑ: Μαρτύριο δεν είναι λοιπόν, αδελφές μου, να διατηρούμε την αγνότητά μας, τη σεμνότητα, την απλότητα, την καθαρή σκέψη, όταν οι άλλοι παρασύρονται; Να αγωνιζόμαστε να δώσουμε το καλό παράδειγμα, όταν μας ειρωνεύονται για την πίστη μας; Να βλέπουμε τους συνανθρώπους μας με ακακία, με αγάπη πάντα; Να βλέπουμε στους άλλους την εικόνα του Θεού, ακόμα και όταν μας διώκουν, μας προσβάλλουν, επιδιώκουν να μας κάνουν κακό;
ΠΑΥΛΑ: Συγκρίνονται όμως αυτά με τα μαρτύριά σου Μαρίνα;
ΜΑΡΙΝΑ: Είναι ο δρόμος του Θεού να γίνεσαι καλύτερος , να ενώνεσαι μαζί Του. Να κάνεις το θέλημά Του. Να φέρνεις την ειρήνη Του, να αγιάζεις το όνομά Του.
Τόσο στο μαρτύριο και στη φυλακή, όσο και στην καθημερινή ζωή.
Αγαπημένες μου αδελφές, Χριστιανές της Αντιόχειας! Φεύγοντας από εδώ, με τη δύναμη του Χριστού, αντισταθείτε στο κακό όπως και εγώ. Ενωθείτε όσο μπορείτε με τον Κύριο, μέσα στην Εκκλησία και στα Μυστήρια. Μελετήστε το Λόγο Του. Γίνετε άξιες σύζυγοι, μητέρες, ασκήτριες, ιεραπόστολοι! Φέρτε στον κόσμο το μήνυμα της σωτηρίας! Εμείς οι Χριστιανοί είμαστε το μικρό προζύμι που θα ζυμώσει το ψωμί της αγιότητας για την οικουμένη ολόκληρη!
(Η ατμόσφαιρα έχει αλλάξει. Οι κοπέλες χαμογελούν. Κοιτάζουν με θάρρος μπροστά ή ψηλά).
ΑΓΝΗ : Αχ, Μαρίνα, η ψυχή μας αναγάλλιασε που σε ακούσαμε!
ΠΑΥΛΑ: Ήρθαμε να σε στηρίξουμε και πήραμε εμείς δύναμη!
ΘΕΟΔΩΡΑ: Νιώθω τώρα μεγάλη χαρά μέσα μου! Έχουμε και εμείς ένα έργο, έναν αγώνα…
ΜΑΡΙΝΑ: Καθημερινό αγώνα!
ΚΑΛΛΙΣΤΗ: Και εσύ, Μαρίνα;
ΜΑΡΙΝΑ: Εμένα, φίλες μου, η καρδιά μου ξεχειλίζει από ευφροσύνη! Το κελί μου είναι ο τόπος της μεγαλύτερης χαράς που γνώρισα. Ξέρω πως σε λίγο θα με θανατώσουν. Το μαρτύριό μου, η θεραπεία μου, θα γίνει κήρυγμα Χριστιανισμού σε όλη την Πισιδία. Δεν τους συμφέρει να συνεχιστεί άλλο αυτό. Θα βρουν κάποιο μέσο. Δεν τα κατάφεραν με τη φωτιά, θα χρησιμοποιήσουν το τσεκούρι.
Και ανυπομονώ!
ΚΑΛΛΙΣΤΗ: Ανυπομονείς;
ΜΑΡΙΝΑ: Ναι, ανυπομονώ να βρεθώ κοντά στο Νυμφίο μου. Στον αγαπημένο μου Χριστό! Να βρεθώ αιώνια κοντά Του! Μην παραξενεύεστε. Ο χριστιανικός θάνατος δεν είναι θάνατος. Είναι γέννηση. Και ζωή αιώνια στη Βασιλεία. Τώρα κάνουμε τους αγώνες μας. Καθένας κατά τη δύναμή του. Στον ουρανό μας περιμένουν τα στεφάνια και τα βραβεία.
ΠΑΥΛΑ: Ο φύλακας μας κάνει νόημα να βιαστούμε! Έρχονται! Χαίρε Μαρίνα!
(όλες την αποχαιρετάνε): Χαίρε Μαρίνα!
ΜΑΡΙΝΑ: Στο καλό, Χριστιανές γυναίκες! Γη ευλογημένη που θα βλαστήσει τα δέντρα του Παραδείσου! Χαίρετε και μη φοβάστε! Χαίρετε, γιατί βρήκατε το πολύτιμο μαργαριτάρι. Ό, τι πιο πολύτιμο μπορεί ο άνθρωπος να βρει στη ζωή του: Το Χριστό μας!

(Οι κοπέλες φεύγουν τρέχοντας.
Η Αγία μένει να κοιτάει μπροστά χαμογελώντας.
Μετά φεύγει και αυτή αργά).
Ακολουθεί
1. ΜΙΚΡΟΣ ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ για το τέλος της αγίας Μαρίνας και
2. Απαγγελία της απόδοσης του Απολυτίκιου της Αγίας στα Νέα Ελληνικά από κάποιο παιδί
3. Το Απολυτίκιο της αγίας Μαρίνας από Χορωδία.

Απόδοση του Απολυτίκιου της Αγίας Μαρίνας (απαγγελία):
Μνηστεύθηκες το Χριστό και Λόγο του Θεού, Μαρίνα ένδοξη,
Και γι’ αυτό εγκατέλειψες κάθε σχέση με τα επίγεια αγαθά,
Και αγωνίστηκες αγώνα λαμπρό ως άξια παρθένα.
Γιατί πάτησες στο κεφάλι με δύναμη τον αόρατο εχθρό που σου εμφανίστηκε, και βγήκες νικήτρια.
Τώρα πηγάζεις στον κόσμο ως δώρα τις θεραπείες.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ
Ψάλλει ΧΟΡΩΔΙΑ:
Μνηστευθεῖσα τῷ Λόγῳ, Μαρίνα ἔνδοξε, τῶν ἐπιγείων τὴν σχέσιν πᾶσαν κατέλιπες, καὶ ἐνήθλησας λαμπρῶς ὡς καλλιπάρθενος· τὸν γὰρ ἀόρατον ἐχθρὸν κατεπάτησας στερρῶς ὀφθέντα σοὶ, Ἀθληφόρε. Καὶ νῦν πηγάζεις τῷ κόσμῳ τῶν ἰαμάτων τὰ χαρίσματα.

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

Ευσπλαχνία για την κτίση, τα ζώα, τα φυτά…
«Μια αρκούδα, ιδιαίτερα, συνήθιζε να έρχεται τακτικά προς τον όσιο Σέργιο του Ραντονέζ (1314-1392) . Βλέποντας ο όσιος ότι το ζώο ερχόταν μόνο για να βρει λίγη τροφή, τοποθετούσε ένα μικρό κομμάτι ψωμί πάνω σε ένα κούτσουρο κι έτσι η αρκούδα έμαθε να έρχεται για το γεύμα που τής είχε προετοιμαστεί.
Τον πρώτο καιρό ο όσιος δεν είχε ποικιλία τροφών, παρά μόνο ψωμί και νερό από την πηγή κι αυτά σε πολύ μικρή ποσότητα. Πολύ συχνά δεν υπήρχε ούτε ψωμί και τόσο ο όσιος όσο και η αρκούδα έμεναν νηστικοί. Μερικές φορές ο όσιος, για να μην απογοητεύσει την αρκούδα, τής έδινε ακόμη και το μοναδικό του μερίδιο.
Ας μη δυσπιστήσει κανένας με τη συμφιλίωση αυτή, γιατί όταν το άγιο Πνεύμα κατοικήσει σε έναν άνθρωπο όλα τα δημιουργήματα του υποτάσσονται, όπως συνέβαινε πριν την παρακοή και στον Αδάμ…» (Η Βηβαϊδα του Βορρά, Πέτρου Μπότση σελ. 41)
«Αγαπάτε τη δημιουργία του Θεού και στην ολότητά της μα και στο κάθε της κομματάκι. Αγαπάτε το κάθε φυλλαράκι, στην κάθε αχτίδα του Θεού. Αγαπάτε τα ζώα, αγαπάτε τα φυτά, αγαπάτε το κάθε τι. Όταν θα αγαπήσεις το κάθε τι, θ’ ανακαλύψεις μέσα σ’ αυτά τα πράγματα το μυστικό του Θεού. Και μια και θα το ανακαλύψεις, θα το κατανοείς όλο και πιο πολύ με την κάθε μέρα που θα περνάει. Και στο τέλος θ’ αγαπήσεις όλο τον κόσμο με μια ακέραια, παγκόσμια αγάπη.
Ν’ αγαπάτε τα ζώα. Ο Θεός τους έδωσε λίγη νοημοσύνη και ασυννέφιαστη χαρά. Μην την καταστρέφετε λοιπόν, μην τα βασανίζετε, μην αφαιρείτε τη χαρά τους, μην πάτε ενάντια στη σκέψη του Θεού. Άνθρωπε, μην επαίρεσαι αντίκρυ στα ζώα: αυτά είναι αναμάρτητα μα εσύ μ’ όλο σου το μεγαλείο ρυπαίνεις τη γη με την εμφάνισή σου και αφήνεις πίσω τα σαπρά σου ίχνη». (Ντοστογιέβσκη, Αδελφοί Καραμαζώφ, τόμ. Β σελ. 253)
«Όταν βρισκόμασταν στην Αλεξάνδρεια, στο Ένατο σημείο, επισκεφθήκαμε το μοναστήρι του αββά Ιωάννη, του Ευνούχου, για ψυχική ωφέλεια. Βρήκαμε κάποιον άνδρα που είχε γεράσει μένοντας στο μοναστήρι περίπου ογδόντα χρόνια, και που ήταν ελεήμονας, τέτοιος που άλλο δεν είχαμε δει όχι μόνο προς τους ανθρώπους αλλά και προς τα άλογα ζώα.
Τι έκαμνε λοιπόν ο γέροντας; άλλο έργο δεν είχε παρά μόνον αυτό. Κάθε πρωί που σηκωνόταν πήγαινε και έδινε τροφή σ’ όλα τα σκυλιά που υπήρχαν μέσα στη λαύρα, παρόμοια έβαζε σεμιγδάλι στα μικρά μυρμήγκια, σιτάρι στα μεγάλα, έβρεχε και παξιμάδια και τα έριχνε στις αυλές, για να φάνε τα πετεινά.
Ζώντας έτσι δεν άφησε στο μοναστήρι του ούτε πόρτα, ούτε παράθυρο, ούτε παραθυράκι, ούτε κανδήλι, ούτε πιάτο, και για να μη μακρυγορώ αναφέροντας τα όλα, δεν άφηνε τίποτα από τα επίγεια και ούτε κράτησε πότε και έστω και μια ώρα, ούτε αντικείμενα αξίας, ούτε χρήματα, ούτε ρούχα, αλλ’ όλα τα έδινε σ’ εκείνους που τα είχαν ανάγκη, καταβάλλοντας κάθε φροντίδα μόνο για τα μελλοντικά αγαθά». (Λειμωνάριο, εκδ. ΕΠΕ σελ. 184)
«Αν ο νους του δεν είναι στον Χριστό, δεν δουλεύει η καρδιά του, γι’ αυτό δεν αγαπάει ούτε τον Χριστό ούτε τον συνάνθρωπό του, πόσο μάλλον τη φύση, τα ζώα, τα δένδρα, τα φυτά. Έτσι όπως κινείσθε που να φθάσετε να έχετε επικοινωνία με τα ζώα, με τα πουλιά! Αν πέση κανένα πουλί από την σκέπη, θα το ταϊσετε. Αν δεν πέση από την σκέπη, δεν σκέφτεσεθε να το ταϊσετε.
Εγώ βλέπω τα πουλιά, λέω «θέλουν τάισμα, τα καημένα», ρίχνω ψίχουλα κ.λ.π., βάζω νεράκι να πιούν. Βλέπω άρρωστα κλαδιά στα δένδρα, αμέσως σκέφτομαι να τα κόψω, για να μην κολλήσουν και τα άλλα. Ή χτυπάει μια πόρτα, ένα παράθυρο, πάει εκεί ο νους μου. Θα ξεχάσω τον εαυτό μου, αν μου χρειάζεται κάτι, αλλά θα κοιτάξω την πόρτα, το παράθυρο, να μη σπάση, να μη γίνει καμμιά ζημιά. Παρεμπιπτόντως σκέφτομαι για μένα.
Και αν κανείς σκέφτεται και πονάει για τα δημιουργήματα, πόσο μάλλον θα σκέφτεται τον Δημιουργό τους! Αν δεν κινήται έτσι ο άνθρωπος, πώς θα συντονισθή με τον Θεό;» (Γέροντος Παϊσίου Λόγοι Β σελ. 33)
«Αναφέρει ο Γέρων Σωφρόνιος για τον αγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη:
Ιδού, εν πράσινον φύλλον επί του δένδρου, και σύ απέσπασες αυτό άνευ ανάγκης. Αν και δεν είναι αμαρτία, όμως, πώς να ειπώ, προκαλεί τον οίκτον, η καρδία, ήτις έμαθε να αγαπά, λυπείται και το φύλλον και πάσαν την κτίσιν… Όντως ήτο καταπληκτική αφ’ ενός μεν η προς πάσαν κτίσμα ευσπαλχνία αυτού (του οσίου Σιλουανού), περί ης δυνατόν να συμπεράνωμεν εκ της διηγήσεως αυτού, πόσον πολύ έκλαυσε δια την «τραχύτητα αυτού προς την κτίσιν», ότε «άνευ ανάγκης» εφόνευσε μυϊάν τινα, ή ότε έρριψε ζεστόν ύδωρ εις νυκτερίδα κατοικήσαν εις τον εξώστην του καταστήματος αυτού, ή πως «ελυπήθη την κτίσιν και παν πάσχον δημιούργημα», ότε καθ’ οδόν είδεν άντικρυς όφιν κατακεκομμένον… Περί των ζώων και των θηρίων εσκέπτετο ότι είναι «γη», εις την οποίαν δεν πρέπει να προσκολλάται ο νους του ανθρώπου… Ο άνθρωπος δεν πρέπει να έχη πάθος προς τα ζώα, αλλά μόνον καρδίαν οικτίρουσαν παν δημιούργημα». (Αγκαλιά με τον εαυτό μας, Ντέμη Σταυροπούλου σελ. 55)
«Θλιβότανε για τον πόνο των άλλων (ο γέροντας Ιάκωβος) και δε λυπότανε για τον δικό του. Είναι χαρακτηριστικό, ότι τον άκουσαν, στο βαρύ χειμώνα, που ιδιαίτερα υπέφερε πολύ, να μιλάει σε ένα πουλάκι:
-Πόσο σε λυπάμαι που κρυώνεις. Εγώ φοράω κάλτσες, έχω σκεπάσματα και θέρμανση. Αχ, να μπορούσα να σας μάζευα όλα τα πουλάκια σ’ ένα δωμάτιο, να σας έριχνα και τροφή και να σας είχα και θέρμανση… Αλλά βλέπετε με φοβόσαστε…
Κατόπιν είδε το πουλάκι που έχωνε το κεφαλάκι του στα φτερά του και συνέχισε:
-Έχει φροντίσει και για σας ο Θεός… Σας έχει δώσει τα φτερά…» (Ιάκωβος Τσαλίκης, Στυλιανού Παπαδοπούλου, σελ. 163)
Προσευχή με εύσπλαχνη καρδιά
«Από το βιβλίο: Περιπέτειες ενός προσκυνητή
Ρώσος χωρικός: «Όταν… προσευχόμουν με όλη μου την καρδιά», γράφει, «το κάθε τι γύρω μου φαινόταν τόσο όμορφο και θαυμαστό. Τα δένδρα, το γρασίδι, τα πουλιά, η γη, ο αέρας, το φως φαίνονταν να μου λένε πως υπάρχουν για χάρη του ανθρώπου, πως μαρτυρούν την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο, πως το καθετί αποδεικνύει την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο, πως όλα τα πράγματα προσεύχονται στο Θεό και Τον εξυμνούν. Κι έτσι έφτασα στο σημείο να καταλάβω αυτό που Η Φιλοκαλία αποκαλεί, «γνώση της ομιλίας κάθε κτίσματος»… Αισθάνθηκα μια πυρωμένη αγάπη για τον Ιησού Χριστό και για όλα τα κτίσματα του Θεού» (Η εντός ημων βασιλεία, Καλλίστου Ware 39).
«Ο ίδιος Γέροντας Ιερώνυμος έλεγε: «Εγώ θυσιάζω τον εαυτό μου για όποιον προσεύχομαι. δεν μπορώ να προσεύχομαι και να μη θυσιάζω από τον εαυτό μου. Θεωρώ πως η προσευχή εκείνη που γίνεται χωρίς να ματώνει η καρδιά από αγάπη και πόνο, δεν φτάνει στο Θεό. Γι’ αυτό λιώνω στην προσευχή και δεν έχω αντοχή μετά να μιλήσω σε άνθρωπο». (Διδαχές Γερόντων, πρεσβ. Διονυσίου Τάτση σελ. 32)
«Ο Άγιος Σιλουάνος προσηύχετο συχνά ως εξής: -Ω Κύριε, δώσε μου δάκρυα, για να κλαίει η ψυχή μου ημέρα και νύκτα από αγάπη για τον αδελφό!» (Αθωνικό Γεροντικό, Ιωαννικίου Κοτσώνη σελ. 298)

 

katafigioti

lifecoaching