Ο ΑΒΒΑΣ Ισίδωρος ο Πρεσβύτερος μιας σκήτης στην Αίγυπτο είχε τόση ανεξικακία, ώστε έπαιρνε κοντά του κι εδιώρθωνε όλους τους κακούς υποτακτικούς. Όταν λόγου χάρι συνέβαινε να έχη κανένας από τους Γέροντας υποτακτικό αντίλογο ή ανυπότακτο και ήθελε να τον διώξη, ο Αββάς Ισίδωρος προλάβαινε και του έλεγε:
— Φέρε τον σε μένα, αδελφέ.
Τον κρατούσε στο κελλί, και με την καλωσύνη και την υπομονή του τον διώρθωνε και τον έστελνε σωφρονισμένο στο Γέροντά του.
Στην Εκκλησία πάλι το πιο προσφιλές του κήρυγμα ήτο το «εάν γάρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών...[1]».
— Αδελφοί, συγχωρήσατε, συγχωρήσατε τους αδελφούς σας, για να συγχωρηθούν αι αμαρτίαι σας, εφώναζε από τον άμβωνα με όλη τη δύναμι της ψυχής του ο άγιος Γέροντας.
* * *
ΕΝΑΣ ΑΔΕΛΦΟΣ που έτυχε ν’ αδικηθή από κάποιον άλλο επήγε στον Αββά Σισώη και του εξωμολογήθη•
— Πάτερ, ο τάδε αδελφός με αδίκησε κι ο λογισμός μου με βασανίζει να τον εκδικηθώ.
— Όχι, τέκνον, άρχισε να τον συμβουλεύη ο Όσιος. Άφησε την εκδίκησι στα χέρια του Θεού.
— Δε θα ησυχάσω, αν δεν τον κάνω να πονέση, όπως πόνεσα κι εγώ, εξακολουθούσε να λέγη συνεπαρμένος από το πάθος του ο νέος.
Αφού δεν έπαιρνε από λόγια, ο Όσιος τον φώναξε να κάνουν προσευχή μαζί, για να τον φώτιση ο Θεός να καταλάβη ποιο ήτο το ψυχικό του συμφέρον. Εγονάτισαν ο ένας δίπλα στον άλλον και ο Αββάς Σισώης, σηκώνοντας τα χέρια προς τον ουρανό, είπε αυτή την προσευχή•
— Κύριε και Θεέ μας, εμείς τα παιδιά σου σου δηλώνομε σήμερα με τας πράξεις μας, ότι δεν έχομε πια ανάγκη να έχης Συ την φροντίδα μας, γιατί εμάθαμε μόνοι να φροντίζωμε για τον εαυτόν μας και αυτοπροσώπως να εκδικούμεθα για λογαριασμό μας.
Ταράχτηκε ο αδελφός ακούγοντας τα λόγια της προσευχής, έστω καν αν ήσαν απολύτως σύμφωνα με την ψυχική του κατάστασι.
— Συγχώρησέ με, Πάτερ, είπε μετανοημένος στον Άγιο Γέροντα. Δεν επιθυμώ πια να εκδικηθώ τον αδελφό μου.
* * *
ΚΑΠΟΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ πήγε να συμβουλευθή τον Αββά Σιλουανό.
— Έχω ένα θανάσιμο εχθρό, Πάτερ, του εξωμολογήθη. Τα κακά που μου έχει προξενήσει αυτός ο άνθρωπος είναι αναρίθμητα. Προ καιρού κέρδισε με απάτη ένα μεγάλο κομμάτι από το χωράφι μου. Με συκοφαντεί, όπου βρεθή, κακολογεί κι εμένα και την οικογένειά μου. Μου έχει κάνει το βίο αβίωτο. Τώρα τελευταία μάλιστα επιβουλεύεται και την ζωή μου. Πριν λίγες ημέρες έμαθα πως αποπειράθηκε να με δηλητηριάση. Δεν παίρνει άλλο λοιπόν. Είμαι αποφασισμένος να τον παραδώσω στη δικαιοσύνη.
— Κάνε όπως θέλεις, του είπε με αδιαφορία ο Αββάς Σιλουανός.
— Δεν νομίζεις, Πάτερ, πως όταν τιμωρηθή και μάλιστα αυστηρά, όπως του πρέπει, θα σωθή η ψυχή του; ρώτησε ο ανθρωπος, που τώρα άρχισε να ενδιαφέρεται και για την ψυχική ωφέλεια του εχθρού του.
— Κάνε ό,τι σε αναπαύει, εξακολουθούσε να λέγη με το ίδιο ύφος ο Όσιος.
— Πηγαίνω, λοιπόν, στον δικαστή κατ' ευθείαν, είπε ο χριστιανός κι εσηκώθηκε να φύγη.
— Μη βιάζεσαι τόσο, του είπε με ηρεμία ο Όσιος. Ας προσευχηθούμε πρώτα να κατευοδώση ο Θεός την πράξιν σου.
Άρχισε το «Πάτερ ημών».
«Και μη αφίης ημίν τα οφειλήματα ημών, ως ουδέ ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών», ακούστησε να λέγη μεγαλοφώνως ο Όσιος, σαν έφτασε σ' αυτόν τον στίχο.
— Λάθος, Αββά, δε λέγει έτσι η Κυριακή Προσευχή, έσπευσε να διόρθωση ο χριστιανός.
— Έτσι όμως είναι, απεκρίθη μ' όλη του την απάθεια ο Γέρων. Αφού αποφάσισες να παραδώσης τον αδελφό σου στο δικαστή, ο Σιλουανός δεν κάνει άλλη προσευχή για σένα.
* * *
ΜΕΡΙΚΟΙ ευλαβείς νέοι ανέβηκαν στη σκήτη να επισκεφθούν ένα πνευματικό Γέροντα. Έξω από την καλύβη του βρήκαν κάτι τσομπανόπουλα, που έβοσκαν τα κοπάδια τους. Έκαναν όμως τόση φασαρία με τα παιχνίδια και τις φωνές τους, που απόρησαν οι επισκέπται.
— Πως ανέχεσαι αυτά τα παλιόπαιδα, Πάτερ, και δεν τα διώχνεις; ρώτησαν τον Γέροντα.
— Είναι καιρός τώρα, τέκνα μου, απεκρίθη ο αγαθός Γέρων, που έχω αποφασίσει να τα μαλώσω και να τα διώξω. Κάθε φορά όμως αναβάλλω, λέγοντας στον εαυτό μου• αν τόσο μικρή ενόχλησι δεν ανέχεσαι, πώς θα σηκώσης ένα πιο μεγάλο πειρασμό; Έτσι συνηθίζω να δέχωμαι ευχαρίστως τις μικροδοκιμασίες, που μου στέλνει ο Κύριός μου.
* * *
ΦΛΕΓΟΜΑΙ από τον πόθο να μαρτυρήσω για την αγάπη του Χριστού, είπε μια μέρα ένας άρχαριος Μοναχός σ' ένα έμπειρο Γέροντα.
— Αν την ώρα του πειρασμού σηκώσης ευχαρίστως το βάρος του αδελφού σου, του αποκρίθηκε εκείνος, είναι σαν να ρίχτηκες στην κάμινο των τριών Παίδων.
* * *
ΈΝΑΣ ΑΠΟ τους Γέροντας δίνει την ακόλουθη αξιοπρόσεκτη συμβουλή:
Αν μεταξύ σου και κάποιου άλλου ειπωθούν λόγια δυσάρεστα κι εκείνος, ύστερα από λίγο, αρνηθή αυτά που είπε, συ μη επιμένης να του λέγης, ναι τα είπες, γιατί σίγουρα θα παρεκτραπή πάλι και θα σου απαντήση:
— Ναι, τα είπα. Και με τούτο τι;
Και έτσι θα μεγαλώση η φιλονικία. Λησμόνησε λοιπόν τα πικρά λόγια για να έλθη μεταξύ σας ομόνοια και ειρήνη.
[1] Ματθ. ς’ 1
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)