Ο ΑΒΒΑΣ Υπερέχιος δίνει την ακόλουθη συμβουλή στους εγκρατείς και νηστευτάς:
— Φάγε κρέας και πιές κρασί και μη κατατρώγης με την καταλαλιά τις σάρκες του αδελφού σου.
Και πάλι:
— Καταλαλώντας ο όφις τον Θεό, επέτυχε να βγάλη τους πρωτοπλάστους από τον Παράδεισο. Tο ίδιο κάνει κι' εκείνος που καταλαλεί τον πλησίον του· βαραίνει την ψυχή του και παρασύρει στο κακό εκείνον που τον ακούει.
* * *
ΈΝΑΣ ΑΓΙΟΣ Γέροντας είδε μια μέρα με τα μάτια του κάποιον αδελφό να πέφτη σε βαρύ αμάρτημα, κι όχι μόνο δεν τον κατέκρινε, αλλά έκλαψε και είπε:
«Αυτός έπεσε σήμερα κι εγώ εξάπαντος αύριο. Κι αυτός μεν χωρίς άλλο θα μετανοήση, ενώ εγώ δεν είμαι βέβαιος γι' αυτό».
* * *
ΈΝΑΣ μοναχός σ' ένα Κοινόβιο, αμελής στα πνευματικά, έπεσε βαρειά άρρωστος κι ήλθε η ώρα του να πεθάνη. Ο Ηγούμενος κι όλοι οι αδελφοί τον περικυκλώσανε για να του δώσουν θάρρος στις τελευταίες του στιγμές. Παρατήρησαν όμως έκπληκτοι, πως ο αδελφός αντίκρυζε τον θάνατο με μεγάλη αταραξία και ψυχική γαλήνη.
— Παιδί μου, του είπε τότε ο Ηγούμενος, όλοι εδώ ξεύρομε πώς δεν ήσουν και τόσο επιμελής στα καθήκοντά σου. Πώς πηγαίνεις με τόσο θάρρος στην άλλη ζωή;
— Είναι αλήθεια, Αββά, ψιθύρισε ο ετοιμοθάνατος, πως δεν ήμουν καλός μοναχός. Ένα πράγμα όμως ετήρησα με ακρίβεια στη ζωή μου: δεν κατέκρινα ποτέ μου άνθρωπο.
Γι' αυτό σκοπεύω να ειπώ στο Δεσπότη Χριστό, όταν παρουσιαστώ ενώπιον Του: «Σύ, Κύριε, είπες, μη κρίνετε, ινα μή κριθήτε», κι ελπίζω ότι δε θα με κρίνη αυστηρά.
— Πήγαινε ειρηνικά στο αιώνιο ταξίδι σου, παιδί μου, του είπε με θαυμασμό ο Ηγούμενος. Εσύ κατώρθωσες, χωρίς κόπο να σωθής.
* * *
ΠΗΓΕ κάποτε ένας αδελφός από τη σκήτη σε κάποιο Γέροντα αναχωρητή και του είπε για κάποιον άλλον αδελφό πως είχε πέσει σε μεγάλο σφάλμα.
— Ω, πολύ άσχημα έκανε, είπε στενοχωρημένος ο Γέροντας.
Ύστερα από λίγες ημέρες συνέβη να πεθάνη ο μοναχός που έσφαλε. Άγγελος Κυρίου τότε πήγε στον αναχωρητή, κρατώντας την ψυχή του.
— Αυτός που κατέκρινες, του είπε, πέθανε. Πού ορίζεις να τον κατατάξω;
— Ήμαρτον, εφώναξε με δάκρυα ο Γέροντας.
Κι από τότε παρακαλούσε κάθε μέρα τον Θεό να του συγχωρήση εκείνη την αμαρτία και δεν τόλμησε μέχρι τέλους της ζωής του να κατακρίνη άνθρωπο.
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)