ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ισχυρότερη παρθενίας, ασκήσεως
Παρ’ όλο που η παρθενία και η νηστεία και το να κοιμάσαι στο χώμα είναι πιο κοπιαστικά και δύσκολα, εν τούτοις δεν είναι τόσο ισχυρά και δυνατά στο να σβήνη η φωτιά των αμαρτημάτων μας, όσο η ελεημοσύνη. Αυτή είναι ανώτερη από όλα. Οδηγεί τους φίλους της κοντά στον ουράνιο βασιλιά.
Ε.Π.Ε. 24,126
μητέρα της αγάπης
Η ελεημοσύνη είναι μητέρα της αγάπης· της αγάπης, που χαρακτηρίζει τους χριστιανούς· της αγάπης, που είναι ανώτερη από όλα τα θαύματα· της αγάπης, από την οποία διακρίνονται οι μαθητές του Χριστού. Η ελεημοσύνη είναι το φάρμακο για τις αμαρτίες μας· είναι εξάλειψις της βρώμας της δικής μας ψυχής· είναι η σκάλα, που στηρίζεται στον ουρανό. Η ελεημοσύνη συνενώνει όλους εκείνους, που συναποτελούν το σώμα του Χριστού.
Ε.Π.Ε. 24,128
και ταπείνωσις
Αν συγχωρούμε τα αμαρτήματα των άλλων, θα συγχωρηθούν και τα δικά μας. Αν κάνουμε ελεημοσύνες και αν είμαστε ταπεινοί, πάλι συγχωρούνται οι αμαρτίες μας. Αν είμαστε ταπεινοί και συντετριμμένοι, θα μπορέσουμε να ‘χουμε πολύ το έλεος του Θεού. Αν ομολογούμε τα αμαρτήματα μας και κατηγορούμε τους εαυτούς μας, θα ξεπλύνουμε το πλεόνασμα της βρωμιάς.
Ε.Π.Ε. 24,158
και στους ενόχους!
Αυτό είναι ελεημοσύνη, το να ελεής και τους αμαρτωλούς και τους ενόχους. Διότι ελεημοσύνη σημαίνει το να ελεή κανείς όχι μόνο τους ενάρετους, αλλά και τους αμαρτωλούς.
Ε.Π.Ε. 24,464
απλόχερα και ευχάριστα
Ο απ. Παύλος ονομάζει την προσφορά απλότητα, που ετοιμάζει ευχαριστία στο Θεό. Διότι δεν αρκεί μόνο να γίνεται η ελεημοσύνη, αλλά πρέπει να γίνεται και υπόθεσις πολλής ευχαριστίας.
Ε.Π.Ε. 24,464
χωρίς εξέτασι
Αν δης κάποιον να υποφέρη, να μη περιεργάζεσαι να μάθης το ποιος είναι. Δικαιούται τη βοήθειά σου, αφού υποφέρει. Αν ένα γαϊδούρι, που κινδυνεύει, το σηκώνης χωρίς να εξετάζης τίνος είναι, πολύ περισσότερο έναν άνθρωπο· μην έρευνας το που ανήκει. Στο Θεό ανήκει, είτε είναι ειδωλολάτρης είτε είναι Ιουδαίος. Και αν ακόμα είναι άπιστος, έχει ανάγκη βοήθειας.
Ε.Π.Ε. 24,466
θυσία που ανεβαίνει στον ουρανό
Η ελεημοσύνη είναι καλή θυσία, που δεν έχει ανάγκη την παρουσία ιερέως, αλλά μόνο εκείνου που την προσφέρει. Είναι καλή θυσία, που τελείται μεν κάτω στη γη, αλλ’ αμέσως ανεβαίνει στον ουρανό.
Ε.Π.Ε. 24,482
σε ποιους;
Τι λες, άνθρωπέ μου; Για λίγο ψωμί και ένα ρούχο, που ο άλλος σου ζητάει, τον αποκαλείς απατεώνα; «Ναι, γιατί αμέσως το πουλάει αυτό που του έδωσα». Σε ερωτώ: Εσύ όλα τα δικά σου τα χειρίζεσαι σωστά; Για πες μου: Όσοι είναι φτωχοί, το οφείλουν στην τεμπελιά τους; Κανένας δεν είναι φτωχός από κάποιο ναυάγιο της ζωής; Κανένας από ποικίλες συμφορές; Κανένας από δικαστήρια που τά χασαν όλα; Κανένας από κλοπή που του έκαναν; Κανένας από αρρώστιες; Κανένας από άλλη περίστασι;
Ε.Π.Ε. 24,484
όχι εξεταστές
Δεν μας έχει καταστήσει ο Θεός ανακριτές της ζωής των άλλων. Γιατί έτσι κανένα δεν θα ελεήσουμε. Γιατί εσύ, όταν παρακαλής τον Θεό, λες: «Κύριε, να μη θυμηθής τις αμαρτίες μου»;
Ε.Π.Ε. 24,488

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 181-183)

 

«Γι’ αυτό σαν δέντρο γίνεται (ο ευσεβής) που είναι φυτεμένο εκεί που τρέχουν τα νερά. Δίνει τους καρπούς του στον καιρό του, το φύλλωμά του δε μαραίνεται ποτέ και πετυχαίνει το καθετί που κάνει» (Ψαλμ. 1:3)

«Ένα δέντρο είναι κι ο χριστιανός», έλεγε ένας πιστός, «όπως όλα τ’ άλλα, με μια μόνο βασική διαφορά. Ενώ όλα τα δέντρα έχουν τις ρίζες τους βαθιά μέσα στη γη, ο χριστιανός τις έχει βαθιά πάνω στον ουρανό. Είναι ένα δέντρο δηλαδή αναποδογυρισμένο, που παίρνει ζωή από το Θεό και δίνει τα φύλλα του και τον καρπό του σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο».
Ίσως σ’ αυτή ακριβώς τη στάση οφείλεται και η τόση αντίθεση του χριστιανού με το περιβάλλον του. Αυτό κάνει τη διαφορά, μια διαφορά που δεν μπορεί να καταλάβει ο φυσικός άνθρωπος που ζει έξω από το Θεό. «Έγιναν όλ’ αυτά σ’ αυτόν;», αναρωτιέται. «Πώς άλλαξε έτσι; Πώς τα κατάφερε να νικήσει τον εγωϊσμό, το κρασί, το τσιγάρο, τη βλαστήμια, την κακία, τα πάθη; Πώς μπορεί να ‘ναι πάντα ήρεμος και ατάραχος;».
Αν είναι ειλικρινής θα βρει το πώς. Θα διαπιστώσει στην περίπτωσή του ένα δέντρο ανάποδο, με τις ρίζες του ψηλά, ριζωμένες βαθιά στο Θεό, το Δημιουργό και Σωτήρα του.

«Εγώ η Σοφία, κατοικώ με τη φρόνηση, του στοχασμού τη γνώση την κατέχω» (Παροιμίες 8:12)

- Αν ζεις για τον εαυτό σου, τότε κατάλαβέ το, δεν άρχισες ακόμη να ζεις.
- Μην ξεχνάς πως υπάρχει πάντα κάποιος πιο δυστυχισμένος από σένα.
- Κράτα το πρόσωπό σου πάντα στραμμένο στον ήλιο και οι σκιές θα πέφτουν πάντα πίσω σου.
- Οι άνθρωποι απορρίπτουν συνήθως την Αγία Γραφή, όχι γιατί δεν είναι ο αληθινός Λόγος του Θεού, αλλά γιατί φανερώνει τα σκοτεινά τους έργα.
- Ο άδειος τάφος αποδεικνύει την αλήθεια του Χριστού. Η άδεια εκκλησία την αρνείται.
- Μπορείς να δίνεις χωρίς ν’ αγαπάς. Δεν μπορείς όμως ν’ αγαπάς χωρίς να δίνεις.

Κύριε, δώσε μου απ’ τη σοφία Σου και κάνε με να τη ζω.

(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)

450. Δόξα στην ακατανίκητο δύναμι του Τιμίου και Ζωοποιού σου Σταυρού, Κύριε! Όταν ο εχθρός με θλίβη με αμαρτωλές σκέψεις και αισθήματα και εγώ, έχοντας χάσει την ελευθερία της καρδιάς μου, κάνω πολλές φορές, με πίστι, το σημείο του Σταυρού, τότε η αμαρτία φεύγει προτροπάδην από μέσα μου, η ειρήνη επανέρχεται στην καρδιά μου και νοιώθω ξανά ελεύθερος. Δόξα σοι, Κύριε! Ας μη με απομακρύνη από σένα τιποτε το σαρκικό, το υλικό. Ας μείνω πάντοτε ενωμένος μαζί σου.

451. Ώ Κύριε! Μη με στερήσης των ουρανίων σου δωρεών, γιατί είσαι ο Κύριος και όλα τα μπορείς. ΄Ω Κύριε! Σώσε με από τις αιώνιες βασάνους, γιατί είσαι ο Κύριος και όλα τα μπορείς. ΄Ω Κύριε! Είτε «εν διανοία» είτε «εν έργω» αμάρτησα, συγχώρησέ με, λαμβάνοντας υπόψι την αδυναμία της ψυχής μου. Όλα μπορείς να τα κάμης για μένα, που προσπέφτω στα πόδια σου μετανοημένος και ζητώντας το έλεός σου.

Και συ, ώ βασίλισσα των Αγγέλων και των ανθρώπων, Παντάνασσα του κόσμου και φοβερά Προστασία των πιστών, σώσε μας από κάθε αμαρτία και στερέωσέ μας σε κάθε αρετή. Κάμε μας συμμόρφους με τον Υιό σου και Θεό μας. Ας μη μείνει το όνομά μας ως «χριστιανών» κενή λέξις, αλλά ας γίνουμε γνήσιοι μιμηταί του Χριστού, «του αρχηγού της πίστεώς μας» (Εβρ. ιβ’ 2). Ας είμαστε όλοι «λίθοι ζώντες… οίκος πνευματικός, ιεράτευμα άγιον, ανενέγκαι πνευματικάς θυσίας ευπροσδέκτους τω Θεώ» (Α’ Πετρ. β’ 5)

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 192-193)

447. Το αμάρτημα, στο οποίο δεν συγκατατίθεσαι, δεν θα σου το καταλογίσει ο Θεός, όπως λ.χ. μία ακουσία αφαίρεσι της σκέψεως κατά την προσευχή, ακαθάρτους και βλασφήμους λογισμούς, σκίρτημα επιθυμίας κ.λ.π. Όλα αυτά βρίσκονται έξω από τη θέλησί μας και δεν μας κάνουν ενόχους μπροστά στη θεία δικαιοσύνη. Προέρχονται ή υποκινούνται από το πονηρό πνεύμα. Εμείς πρέπει να κρατούμε σταθερά τη θέλησί μας προς το αγαθό, να προσευχώμαστε, να ταπεινώνουμε τον εαυτό μας και να αγαπάμε.

448. Ώ γλυκύτατο όνομα, ώ αγιώτατο όνομα, ώ παντοδύναμο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού! Θεέ μου, είσαι η νίκη μου, δόξα σοι! Κύριε, είμαστε τα μέλη σου, είμαστε ένα σώμα και συ η Κεφαλή μας. Κάμε, Κύριε, να φύγουν από μας όλα τα πάθη, όλοι οι δαίμονες. Δός μας τη χάρι της «ουδέποτε εκπιπτούσης» αγάπης. Κάμε μας, Κύριε, να δείχνουμε σεβασμό ο ένας στον άλλο, όπως και σε σένα, γιατί μας χαρίζεις το προνόμιο της θεώσεως.

449. Τι αγαθά θα απολαύσουν οι εκλεκτοί σου στους ουρανούς μαζί σου, Κύριε! Και τι καταστρεπτική για την καρδιά είναι κάθε, στιγμιαία έστω, προσκόλλησις στα γήινα! Όλη η ειρήνη, όλη η χαρά, όλο το φώς μας είσαι συ.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 191-192)

139. «Τέκνον, τί εποίησας ημίν ούτως;» (Λουκ. β' 48).

Όταν η Θεοτόκος και ο Ιωσήφ βρήκαν τον Δωδεκαετή Ιησού, του ζήτησαν εξηγήσεις για την εξαφάνισι του. Είναι το πρώτο «γιατί» που ακούει ο Ιησούς από τους ανθρώπους. Είναι η πρώτη περίπτωσις «θεοδικίας» στην Κ. Διαθήκη.
Η Θεομήτωρ είναι ο πρώτος άνθρωπος που ρωτάει τον Ιησού για ζήτημα που ανάγεται στη σφαίρα των δικαιωμάτων του, της ελεύθερης θελήσεως και ενεργείας του. Και η απάντησις που της έδωσε ο Κύριος (στ. 49) την αποστόμωσε.
Η θεοδικία συνεχίζεται μέσα στην ιστορία. Όλοι μας, κάθε τόσο απευθύνομε στον Ιησού ένα «γιατί»; Ολόκληρη άλλωστε η ιστορία είναι ένα σύνολο από αναρίθμητα «γιατί» που απευθύνουν οι άνθρωποι στον Θεό: Η μητέρα που έχασε το μονάκριβο παιδί της, ρωτάει: «Θεέ μου, γιατί»; Το παιδί που μένει ορφανό, ρωτάει «γιατί»; Το παλληκάρι που πεθαίνει, ρωτάει «γιατί»; Ο αθώος που καταδικάζεται, ρωτάει «γιατί»; Ο Κύριος είναι ο μεγαλύτερος κρινόμενος της ιστορίας.
Και τώρα μεν που τον ρωτούμε, λέγοντάς του: «ουκ ακούεις πόσα σου καταμαρτυρούσι», Εκείνος συνήθως σιωπά (Ματθ. κζ' 13 - 14). Όταν όμως έλθη η ώρα να μιλήση, θα μας αποστομώση με τις απαντήσεις του. Έτσι θα πραγματοποιηθή ο προφητικός λόγος του Δαβίδ: «όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις σου και νικήσης εν τω κρίνεσθαί σε» (Ψαλμ. 50,6).
Η τελική Κρίσις θα είναι διπλή. Ο Θεός θα κρίνη τους ανθρώπους αλλά και οι άνθρωποι θα «κρίνουν» τον Θεό. Τότε οι άνθρωποι θα ζητήσουν από τον Κύριο εξηγήσεις για τον τρόπο με τον όποιο χειρίσθηκε τα προσωπικά και τα πανανθρώπινα θέματα. Και όταν Εκείνος θα αποκαλύψη τα σχέδια και τους χειρισμούς του τότε οι άνθρωποι θα τον δικαιώσουν τότε ο Θεός θα νικήση τους επικριτές του: τότε «πάν στόμα φραγήσεται και υπόδικος γένηται πάς ο κόσμος τω Θεώ» (Ρωμ. γ' 19). Έτσι, στο τέλος, ο Θεός, από κρινόμενος και κατηγορούμενος θα γίνη κατήγορος και Κριτής...

(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)

«(Το κείμενο δίνει μία γεύση του τι εστί θεοπνευστία). Γι’ αυτό γράφει (ο Συμεών) προς τον κατά σάρκα πατέρα του λόγους.... Σ’ αυτό το σημείο, όταν έγραφε, του εμφανίσθηκε πάλι άλλη θεοσημεία. Καθώς δηλαδή έγραψε στον πατέρα την παραίνεσί του, θέλοντας να τον διδάξη πώς πρέπει να γράφη σε αγίους άνδρες, πρόσθεσε και τούτο· «την δε επιστολή προς τον άγιό μου πατέρα (τον Πνευματικό του) θα επιγράψης έτσι»· και συγχρόνως με τον λόγο —οποία καινά μυστήρια, Χριστέ βασιλεύ— ξαφνικά έλαμψε επάνω του από τον ουρανό φως άπειρο, σαν να διέσχισε την στέγη του δώματος, και γέμισε πάλι την ψυχή του άφατη χαρά και ηδονή, ώστε από την αφθονία του φωτός εκείνου τόσο αυτός όσο και το αναμμένο λυχνάρι (διότι ήταν νύκτα) να αμαυρωθούν τελείως. Και ιδού από το θείο εκείνο φως εξέρχεται φωνή που λέγει αυτά, «στον απόστολο και μαθητή του Χριστού, στον μεσίτη και πρεσβευτή μας προς τον Θεό». Σαν άκουσε αυτά ο Συμεών, ήλθε κατά τρόπο παράδοξο σε έκστασι της διανοίας και έφριξε κατά τα αισθητήρια. Πραγματικά επικαλούνταν τον Θεό που του είχε εμφανισθή λέγοντας ότι, «αυγαζόμενος όλος από το θείο φως και χύνοντας πηγές δακρύων, αισθάνθηκα σαν να μου σήκωνε κάποιος άλλος το χέρι και να μου το ωθούσε και να το καθοδηγούσε· δεν μου επιτρεπόταν πραγματικά να βλέπω αισθητώς, όταν έγραφα την επιγραφή που ανέφερα προηγουμένως» (τ. 19Α, σελ. 73-5).

«Σε τέτοια αγάπη Θεού επρόκοψε μαζί με τους άλλους μαθητές εκείνου και αυτός ο Ιερόθεος, ώστε, όταν διάβαζε καμιά φορά βιβλίο, σ’ όποιο χωρίο ευρισκόταν γραμμένο το όνομα Θεός ή Χριστός ή Ιησούς, τοποθετούσε πάνω στο θείο όνομα το δεξί του μάτι, έπειτα το άλλο, και έκλαιγε τόσο, έως ότου γέμιζε δάκρυα και το βιβλίο και τον κόλπο του. Τέτοιων αγρών γεωργός ήταν ο τρισμακάριστος και μεγάλος πατήρ μου Συμεών και τέτοιους μαθητές απέκτησε» (τ. 19Α, σ. 131).

«Έτσι και όποιος έλαβε ευσυνειδήτως μέσα του τον Θεό, επέρασε όλη την άγια Γραφή κι’ εκαρπώθηκε όλη την από την ανάγνωσι ωφέλεια· και δεν θα χρειασθή λοιπόν πλέον ανάγνωσι βιβλίων (για ποιον λόγο άλλωστε θα χρειαζόταν αυτός που έχει σύντροφο τον εμπνευστή αυτών που έχουν γράψει τις θείες Γραφές και μυείται από εκείνον τα απόρρητα των αποκρύφων μυστηρίων, αλλά θα είναι αυτός βίβλος θεόπνευστος στους άλλους, που φέρει νέα και παλαιά μυστήρια, γραμμένα σ’ αυτήν με τον δάκτυλο του Θεού, αφού εξετέλεσε και κατέπαυσε από όλα τα έργα του στον Θεό, που είναι η υψίστη τελειότης» (τ. 19Α, σ. 539).

«(Μιλά ο Συμεών στο Χριστό)· Ακόμη και αν, εγκύπτοντας στις θείες Γραφές που συνέταξαν οι άγιοί σου, είχα αναγνώσει κάποτε γι’ αυτά, ήταν σαν να άκουα να λέγονται για κάποιους άλλους ή προς κάποιους άλλους και φερόμουν προς όλα τα γραμμένα ασυναισθήτως, χωρίς να έχω μπορέσει ποτέ να λάβω κάποια ιδέα γι’ αυτά» (τ. 19Α, σ. 551).

«Διότι, παρ’ όλο που τα θεία και τα περί των θείων ευρίσκονται γραμμένα και διαβάζονται από όλους και για όλα, όμως αποκαλύπτονται μόνο σ’ εκείνους που μετανόησαν θερμώς και με την ειλικρινή μετάνοια καθαρίσθηκαν καλώς, και μάλιστα τόσο, όση είναι η αναλογία και το μέτρο της μετάνοιας τους μαζί με της καθάρσεως. Σ’ αυτούς φανερώνονται και τα βάθη του Πνεύματος και από αυτά πηγάζει ο λόγος της σοφίας του Θεού και της γνώσεως, ως ποταμός πολύρρους που κατακλύζει τα εμπόδια των εναντίων. Για όλους τους άλλους όμως παραμένουν άγνωστα και κρυμμένα και δεν ξετυλίγονται καθόλου από εκείνον που διανοίγει τον νου των πιστών για να κατανοούν τις Γραφές. Και εύλογα· «διότι το μυστήριό μου», λέγει, «είναι για μένα και για τους δικούς μου». Έτσι λοιπόν αυτοί νομίζουν ότι βλέπουν χωρίς να βλέπουν, ότι ακούουν χωρίς να ακούουν, ότι καταλαβαίνουν όντας ασύνετοι, χωρίς να μπορούν να λάβουν την αίσθηση των αναγινωσκομένων» (τ. 19Β, σ. 47).

«Από που λοιπόν θα γνωρίσουμε αν ο Χριστός είναι μέσα μας και πώς θα εξετάσουμε τους εαυτούς μας για να το μάθουμε; Επιλέγοντας τα λόγια από τις θείες Γραφές και αντιπαραθέτοντάς τα σαν καθρέφτες στις ψυχές μας, θα δούμε μέσα σ’ αυτά ολόκληρους τους εαυτούς μας» (τ. 19Γ, σ. 137).

«Τίποτε από όλα τ’ άλλα δεν είναι τόσο ωφέλιμο για την ψυχή, η οποία επιλέγει νύχτα και ημέρα να μελετά τον νόμο του Θεού, όσο η έρευνα των θείων Γραφών. Διότι μέσα σ’ αυτές ευρίσκεται κρυμμένο το νόημα της χάριτος του Πνεύματος, η οποία πληρεί την νοερή αίσθηση της ψυχής με κάθε ηδονή, την υψώνει ολόκληρη από τα γήινα και την ταπείνωση των ορατών, και την καθιστά αγγελική και ομοδίαιτη με τους ίδιους τους αγγέλους» (τ. 19Γ, σ. 229).

«Απόκτησε το Θεό και δεν θα έχεις ανάγκη από βιβλία (λόγος του Πνευματικού του οσίου Συμεών του Ευλαβούς)» (τ. 19Γ, σ. 503).

«Να προσέχει λοιπόν ο καθένας στην ανάγνωση. Διότι οι λόγοι των αγίων είναι λόγοι του Θεού και όχι ανθρώπων. Να βάλει αυτούς τους λόγους μέσα στην καρδιά του και να τους τηρεί ασφαλώς, επειδή οι λόγοι του Θεού είναι λόγοι ζωής και αυτός που τους έχει μέσα του και τους φυλάσσει, έχει ζωή αιώνια. Όταν κάθεστε σε πολυτελή τράπεζα συχνά, δεν νομίζω ποτέ κανείς σας από αδιαφορία να νύσταξε τελείως και να μη έλαβε όχι μόνο όσα του αρκούσαν, αλλά πιστεύω ότι απήλθε παίρνοντας με ζήλο τροφές και για την αυριανή ημέρα και ότι προθυμοποιήθηκε να δώσει αυτές σε φίλους ή φτωχούς. Όπου όμως προσφέρονται λόγοι ζωής που κάνουν αθάνατους τους τρεφόμενους από αυτούς, πες μου, επιτρέπεται σε κανένα να κοιμάται και να ραθυμεί ή να νυστάζει και να ροχαλίζει σαν ζωντανός νεκρός; Πω-πω ζημιά! Πω-πω αναισθησία και νωθρότητα! Αυτός που κάθεται σε τράπεζα και δεν έχει όρεξη για τα προσφερόμενα, είναι φανερό ότι στερείται τη φυσική του υγεία. Έτσι και αυτός που ακούει θεία ανάγνωση και δεν εντρυφά με άφατη ευχαρίστηση ψυχικώς και με άυλη όρεξη αΰλως τα άυλα και θεία λόγια, και δεν γεμίζει από τη γλυκύτητά τους νοερώς όλες τις αισθήσεις του, είναι ασθενής στην πίστη και τελείως άγευστος από τις πνευματικές δωρεές, δηλαδή λειώνει από πείνα και δίψα, αν και βρίσκεται μέσα σε πολλά αγαθά. Όπως δηλαδή ο νεκρός, που, ενώ περιβρέχεται με νερό, δεν το αισθάνεται, έτσι και αυτός, ενώ περιλούεται από τα ζωηρά και θεία νάματα του λόγου, δεν τα αισθάνεται» (τ. 19Δ, σ. 85).

«Όπως οι άπειροι γραμμάτων δεν μπορούν ν’ αναγνώσουν τα βιβλία εξ’ ίσου με τους έμπειρους, έτσι ούτε εκείνοι που δεν θέλησαν να εκπληρώσουν έμπρακτα τις εντολές του Χριστού δεν θα μπορέσουν να αξιωθούν ποτέ της αποκαλύψεως του αγίου Πνεύματος, όπως εκείνοι που επαγρύπνησαν σ’ αυτές και τις εκπλήρωσαν και έχυσαν γι’ αυτές το ίδιο τους το αίμα. Όπως ακριβώς δηλαδή ο άνθρωπος εκείνος που έλαβε σφραγισμένο και κλεισμένο βιβλίο και δεν μπορεί να δει τα γραμμένα σ’ αυτό ή να εννοήσει ποια είναι, όσο είναι σφραγισμένο το βιβλίο, κι αν ακόμη έμαθε όλη τη σοφία του κόσμου, έτσι ούτε εκείνος που, όπως είπαμε, έχει στο στόμα του όλες τις θείες Γραφές δεν θα μπορέσει ποτέ να γνωρίσει και να δει την κρυμμένη μέσα σ’ αυτές μυστική και θεία δόξα και δύναμη, εάν δεν διέλθει όλες τις εντολές του Θεού και δεν λάβει μαζί του τον Παράκλητο, που του διανοίγει τους λόγους ως βιβλίο και του φανερώνει με τρόπο μυστικό την μέσα σ’ αυτούς δόξα και όχι μόνον αυτά, αλλά του αποκαλύπτει και τα μέσα σ’ αυτούς κρυμμένα αγαθά του Θεού μαζί με την ίδια την αιώνια ζωή που τα αναβλύζει, και τα οποία βρίσκονται καλυμμένα και τελείως αφανή σ’ όλους τους καταφρονητές και αμελείς» (τ. 19Δ, σ. 297).

«Εάν είναι δυνατό, κανείς σας να μη παρέλθει χωρίς δάκρυα την ακολουθία και την ανάγνωση. … Διότι, βιάζοντας τον εαυτό σου να μην περνάς χωρίς δάκρυα την κανονισμένη ακολουθία της εκκλησίας, αποκτάς τη συνήθεια αυτού του καλού και η ψυχή σου τρέφεται με την ίδια τη στιχολογία και τα τροπάρια που ψάλλεις, αποδεχόμενη μέσα της τα θεία νοήματά τους, και ο νους σου αναβιβάζεται με τα λεγόμενα προς τα νοητά, και δακρύζοντας γλυκά, διάγεις στην εκκλησία σαν στον ίδιο τον ουρανό μαζί με τις άνω δυνάμεις… Να προσέχεις στην ανάγνωση, τρεφόμενος, όπως στο σώμα, έτσι και στην ψυχή από τα θεόπνευστα λόγια του Πνεύματος. Διότι πρέπει, αφού είσαι διπλός, από ψυχή δηλαδή και σώμα, να έχεις στην τράπεζα διπλή και κατάλληλη τροφή· το σώμα, που το έχεις αισθητό και γήινο, να το τρέφεις με αισθητές και γήινες τροφές, ενώ την ψυχή, που την φέρεις νοερή και θεία, να την τρέφεις με τα νοητά και θεία εδέσματα των λόγων» (τ. 19Δ, σελ. 317, 323).

«Πρέπει βέβαια να προσέχουμε και τις θείες Γραφές, και όταν αναγινώσκονται οφείλει ο άνθρωπος να βλέπει τον εαυτό του, και να εξετάζει με το νου και να μαθαίνει σαν σε καθρέπτη την ψυχή του, σε ποια δηλαδή κατάσταση βρίσκεται» (τ. 19Δ, σ. 41).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (από άλλα θέματα που σχετίζονται όμως και με το θέμα «Αγία Γραφή»)

«Πολλοί αναγινώσκουν τις θείες Γραφές, άλλοι τις ακούουν ν’ αναγινώσκωνται, ολίγοι όμως είναι αυτοί που μπορούν να συλλάβουν ορθώς την σημασία και την έννοια των αναγινωσκομένων. Οι πολλοί άλλοτε μεν αποφαίνονται ότι είναι αδύνατα τα λεγόμενα στις θείες Γραφές, άλλοτε δε τα θεωρούν εντελώς απίστευτα ή και τα αλληγορούν (ερμηνεύουν αλληγορικά) κακώς, και κρίνουν ότι τα μεν λεγάμενα κατά τον ενεστώτα χρόνο πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, τα δε αναφερόμενα για τα μέλλοντα εκλαμβάνουν ως γενόμενα ήδη και γινόμενα καθημερινώς. Και έτσι δεν παρουσιάζουν ορθή κρίσι ούτε αληθινή διάγνωσι σε θεία και ανθρώπινα πράγματα» (τ. 19Α, σ. 469).

«Πόσοι ερμηνεύουν τις Γραφές κι αγνοούν τελείως εκείνον που λαλεί μέσα στις Γραφές;» (τ. 19Γ, σ. 293).

«Επί πλέον όμως μας χρειάζονται πολλά δάκρυα, πολύς φόβος, πολλή υπομονή και επίμονη προσευχή, για να μας αποκαλυφθεί η δύναμη έστω και ενός δεσποτικού λόγου, με σκοπό να γνωρίσουμε το μέγα μυστήριο, που είναι κρυμμένο σε μικρές φράσεις, και να παραδώσομε μέχρι και σε θάνατο τις ζωές μας και για μια κεραία από τις εντολές του Θεού» (τ. 19Γ, σ. 359).

«Οι άνθρωποι λοιπόν αυτοί στρεβλώνουν όλη τη Γραφή σύμφωνα με τις επιθυμίες τους και διαφθείρουν τους εαυτούς τους μέσα στα πάθη τους, αν και βέβαια δεν το πάσχει αυτό η θεία Γραφή, αλλά όσοι την παραχαράσσουν. Πες μου λοιπόν, εσύ που επιφέρεις σωστή κρίση των πραγμάτων, πώς θα αναγνώσουν ποτέ ορθώς από μόνοι τους οι τυφλοί τα νοήματα του φωτός, μη καταδεχόμενοι, εξ αιτίας της αλαζονείας τους, να διδαχθούν; Όποιος είναι τυφλός στα μάτια και δεν βλέπει το φως, πώς θα αναγνώσει τα γράμματα που είναι στο φως; Και όποιος είναι τυφλός στον νου και δεν έχει μέσα του τον νου του Χριστού, πώς μπορεί ν’ αναλογισθεί τα νοήματα που βρίσκονται στο φως του Χριστού; Και αν ακόμη μύριες φορές αναγνώσει με τους σωματικούς οφθαλμούς αυτά που είναι γραμμένα αισθητώς, νομίζω, ότι ποτέ δεν θα μπορέσει ο άνθρωπος αυτός να δει τα πνευματικά και άυλα και φωτοειδή» (τ. 19Δ, σ. 139).

«Σαν γίνω ταπεινός λοιπόν εκείνην (τη θεία λάμψη) αποχτώντας τότε κι εκείνη αχώριστη μένει μαζί μ’ εμένα, με καταλάμπει, μου μιλά, με βλέπει και τη βλέπω. Μες στην καρδιά μου βρίσκεται, απ’ τον ουρανό δε λείπει, μου ερμηνεύει τις γραφές και μου προσθέτει γνώση, μου εξηγεί τ’ απόκρυφα μα πώς να σας τα εκφράσω, μου δείχνει πώς με τράβηξε μέσ’ απ’ τον κόσμο εκείνη» (τ. 19Ε, σ. 229, στιχ. 95-101).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

Μόνο γενική και απώτερη αναλογία έχουν, γιατί και τα δύο αναφέρονται στη μετά θάνατο τύχη των κεκοιμημένων. Στην ουσία όμως διαφέρουν σημαντικά. Κατά την ορθόδοξη πίστη τα μνημόσυνα είναι απλές ευχές της Εκκλησίας προς το Θεό για την ανάπαυση των ψυχών των μελών της που τα απέσπασε ο θάνατος. Οι άνθρωποι που πεθαίνουν δεν κουβαλάνε όλοι μαζί τους την ίδια πνευματική κατάσταση. Άλλοι είναι δίκαιοι, άλλοι μεγάλοι αμαρτωλοί που δεν μετάνιωσαν για τ’ αμαρτήματά τους και άλλοι, μετανοημένοι μεν, χωρίς όμως να αξιοποιήσουν, από αδιαφορία και αμέλεια, τη μετάνοιά τους. Ο θάνατος τους βρήκε με κηλίδες αμαρτίας, οι οποίες τους εμποδίζουν να δουν το πρόσωπο του Θεού. Για τα αμαρτήματα αυτά οι ψυχές οδυνώνται στη μέση κατάσταση, όπου πηγαίνουν μετά θάνατο όλοι οι νεκροί. Υπέρ όλων αυτών η Εκκλησία, σαν στοργική μητέρα, τελεί τα ιερά μνημόσυνα προς ανακούφιση των ψυχών και απαλλαγή τους από την οδύνη και τον πόνο του πνευματικού μαρτυρίου. Των μνημοσύνων έχουν ανάγκη κυρίως η τρίτη τάξη των νεκρών, γιατί τόσο οι δίκαιοι όσο και οι άδικοι δεν χρειάζονται τα ιερά μνημόσυνα, οι μεν πρώτοι γιατί ζουν με γαλήνη και ηρεμία κοντά στο Θεό (στη μέση κατάσταση εννοείται), οι δε άδικοι είναι δυνάμει καταδικασμένοι στην κόλαση. Τα μνημόσυνα δεν είναι τίποτε άλλο παρά προσευχές οι οποίες παρέχουν όνηση (ωφέλεια) στις ψυχές των νεκρών, χωρίς να γνωρίζουμε τη φύση και την έκταση της ωφέλειας αυτής, την οποία γνωρίζει και ρυθμίζει μόνο ο πανάγαθος Θεός.

Οι αντιλήψεις της Ρωμαϊκής Εκκλησίας είναι αισθητά αντίθετες με τις πιο πάνω εκτεθείσες. Κατ’ αυτήν το καθαρτήριο πυρ (Purgatorium) δεν είναι προσευχή της Εκκλησίας υπέρ των ψυχών των κεκοιμημένων, αλλά τόπος καθάρσεως και ποινών τις οποίες πρέπει να εκτίσει η ψυχή που ευρίσκεται σ’ αυτό, για να ικανοποιηθεί η θεία δικαιοσύνη. Είναι πεδίο στο οποίο εφαρμόζεται από την Εκκλησία η πρακτική των λυσιποίνων αφέσεων (συγχωροχαρτίων), τις οποίες χορηγεί εξουσιαστικά η Εκκλησία (ο Πάπας). Παλαιότερα η χορήγηση των συγχωροχαρτίων γινόταν κατόπιν καταβολής χρημάτων από τους συγγενείς των πεθαμένων, πράγμα που πολύ έβλαψε και διέσυρε την Εκκλησία αυτή στη Δύση. Είναι φανερόν ότι καμία ουσιώδης αναλογία δεν υπάρχει μεταξύ των ορθοδόξων μνημοσύνων και του λατινικού δόγματος περί καθαρτηρίου πυρός. 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 270-271)

Ως προς την ουσία του μυστηρίου δεν υπάρχουν διαφορές. Υπάρχουν όμως σχετικά με τη φύση των επιτιμίων και άλλων αντιλήψεων σχετιζομένων με αυτά, τα οποία κατά διαφορετικό τρόπο εκδέχεται η κάθε μία Εκκλησία.
Ενώ κατά την Ορθόδοξη πίστη τα επιτίμια είναι όπως ήδη παρατηρήσαμε παιδαγωγίες και φάρμακα πνευματικά αποβλέποντα στη διασφάλιση της μετάνοιας αμαρτωλών και στη στερέωσή τους στο νέο βίο τον αρξάμενο με την μετάνοια, η Ρωμαϊκή Εκκλησία τα θεωρεί ως μέσα κατευναστικά και ικανοποιητικά της θείας δικαιοσύνης.

Το ρωμαιοκαθολικό αυτό δίδαγμα στηρίζεται στην περί ποινών ιδιαίτερη αντίληψη της δυτικής θεολογίας. Κατ’ αυτήν οι ποινές οι οφειλόμενες στα αμαρτήματα —κυρίως τα σοβαρά— είναι δύο ειδών, οι αιώνιες και οι πρόσκαιρες. Και οι μεν αιώνιες συγχωρούνται στο μυστήριο της μετάνοιας, όχι όμως και οι πρόσκαιρες (οι ελαφρότερες δηλαδή), δια την άρση των οποίων ο αμαρτωλός πρέπει να τιμωρηθεί, ώστε δια της τιμωρίας του να ικανοποιηθεί η θεία δικαιοσύνη. Οι ποινές αυτές που έχουν εξιλαστικό χαρακτήρα πληρώνονται στη γη αυτή από τους αμαρτωλούς αν όμως δεν προλάβουν, τους προλάβει δηλαδή ο θάνατος, θα συνεχίσουν την αποπληρωμή τους μετά θάνατο, σε ειδικό τόπο βασάνων, το λεγόμενο καθαρτήριο (Purgatorium). Όπως και η λέξη φανερώνει, στο καθαρτήριο πυρ οι ψυχές καθαίρονται, καθαρίζονται από τα υπολείμματα της αμαρτίας, τιμωρούμενες. Μετά το πέρας της καθάρσεως οι ψυχές βγαίνουν από το καθαρτήριο, εισερχόμενες στη βασιλεία του Θεού. Εννοείται ότι οι θανάσιμα αμαρτήσαντες στη ζωή και μη μετανοήσαντες σε τίποτε δεν ωφελούνται, αλλά μόνο κολάζονται. Σε όλη αυτή τη θλιβερή διαδικασία των τέκνων της η Εκκλησία, σαν μητέρα στοργική, δεν μένει απαθής και αδιάφορη. Με την εξουσία που έχει από το Θεό και χρησιμοποιώντας το θησαυρό της περισσεύουσας αξιομισθίας των αγίων, μπορεί να παρέμβει δραστικά υπέρ των οδυνωμένων τέκνων της, συντέμνουσα ή αίρουσα παντελώς τις ποινές είτε εδώ στη γη, είτε στο καθαρτήριο, εκδίδοντας γραπτές αφέσεις ονομαστικά για κάθε βασανιζόμενο τέκνο της, στις οποίες βεβαιώνεται με υπογραφή η άρση των βασάνων, ώστε να ησυχάζουν από το μαρτύριό τους τα τέκνα της.

Τα διδάγματα αυτά φυσικά δεν μπορεί να επικροτήσει η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. Πρωτίστως δεν είναι ορθή η διάκριση των ποινών σε αιώνιες και πρόσκαιρες και μάλιστα ότι οι αιώνιες στη μετάνοια συγχωρούνται, οι δε πρόσκαιρες όχι και ότι για τις τελευταίες πρέπει να εξιλεώσει το Θεό τιμωρούμενος ο άνθρωπος. Δηλαδή η μυστηριακή χάρη μπορεί να συγχωρήσει τις αιώνιες ποινές, τις βαρύτερες, και όχι τις ελαφρότερες, τις πρόσκαιρες; Που δε οφείλεται η αδυναμία αυτή; Να είναι άραγε ελλειματική η δύναμη του λυτρωτικού έργου του Χριστού, ώστε να μη μπορεί να αφανίσει στην ολότητά τους τις συνέπειες της αμαρτίας; Να δύναται το μεγαλύτερο και το σημαντικότερο και να μη μπορεί το μικρότερο και το λιγότερο σημαντικό; Αλλά γιατί ο Θεός να μη συγχωρεί τις ελαφρότερες ποινές και να ζητεί ιδιαίτερη ικανοποίηση από το αμαρτωλό πλάσμα του; Μήπως διατηρεί μέσα του σπινθήρα οργής τον οποίο πρέπει να σβήσει ο αμαρτωλός ειδικά τιμωρούμενος;

Και στο ζήτημα των αφέσεων υπάρχουν πολλά δυσοικονόμητα και ακατανόητα. Η σύντμηση ή η πλήρης άρση των επιτιμίων στην παρούσα ζωή είναι κάτι το υγιές. Και στην Ορθόδοξη Εκκλησία ο ιερέας μπορεί να συντομεύσει η να άρη τελείως τα επιτίμια. Αυτό έγκειται στην ιερατική εξουσία του, που είναι δοσμένη σ’ αυτόν από το Θεό. Ποιά όμως έννοια έχει η μετά θάνατο προέκταση της διαδικασίας στο καθαρτήριο; Διότι, αν σκοπός είναι η κάθαρση της ψυχής, η άρση της οπωσδήποτε θα βλάψει την ψυχή, ανακόπτοντας την αποκάθαρσή της. Άλλωστε ποιά έννοια μπορεί να έχει η κάθαρση των ψυχών σε χώρους όπου απουσιάζει κάθε δυνατότητα ηθικής βελτιώσεως και εξελίξεως; Εκτός κι αν η όλη διαδικασία νοείται ως μηχανική απότριψη του ρύπου της αμαρτίας, πράγμα φυσικά εντελώς απαράδεκτο.

Τέλος και η διδασκαλία περί του θησαυρού αξιομισθιας των αγίων, όπως την εννοεί και τη χρησιμοποιεί η Ρωμαϊκή Εκκλησία, δεν βγάζει και πολύ νόημα. Ό,τι καλό κάνουν οι άγιοι το κάνουν με τη βοήθεια της χάριτος του Θεού και ποτέ δεν βγαίνει έξω από τον προσωπικό κύκλο του χρέους. Στη βάση αυτή κρίνεται η σωτηρία και η δόξα τους. Αλλά και σε περίπτωση που υπάρχει περίσσεια αξιομισθίας, δεν κατανοούμε πώς τα περισσεύματα αυτά συγκεντρώνονται σε ιδιαίτερο ταμείο και μάλιστα μπορούν να διατεθούν από την Εκκλησία για τη βοήθεια των ενδεών μελών της που τα έχουν ανάγκη. Οι σχέσεις στο πεδίο της χάριτος είναι καθαρά προσωπικές. Δεν είναι σχέσεις λογιστικές και εμπορικές, ώστε να μεταφέρει ο ένας στον άλλον τα πνευματικά του πλεονεκτήματα. Ο άνθρωπος σώζεται με βάση το δικό του προσωπικό έργο. Φυσικά τα μέλη της Εκκλησίας βοηθούν το ένα το άλλο πνευματικά μόνο όμως δια της προσευχής, τα δε αποτελέσματα είναι καθαρά ζήτημα της αγαθότητας του Θεού. Περισσότερα όμως περί των υπερτάτων έργων που είναι η βάση των αξιομισθιών των αγίων, κάναμε ιδιαίτερο λόγο σε προηγούμενό μας ερώτημα.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 267-270)

Ο ιερέας, ως ιατρός ψυχών, πριν από το μυστήριο ή μετά από αυτό μπορεί να επιβάλει σ’ αυτόν που πρόκειται να εξομολογηθεί ή αφού έχει εξομολογηθεί, επιτίμια είτε για να τον προετοιμάσει να δεχθεί καρποφόρως το μυστήριο, ή αφού λάβει άφεση αμαρτιών να τον στερεώσει στον πνευματικό αγώνα κατά της αμαρτίας και στην ανακαίνιση της πνευματικής του ζωής. Τέτοια επιτίμια είναι η συχνή προσευχή, η ανάγνωση ψυχωφελών βιβλίων, η ελεημοσύνη, η αποδημία στους αγίους Τόπους και ό,τι άλλο κρίνει πρόσφορο ο ιερέας να επιβάλει στο μετανοούντα αμαρτωλό για την πνευματική του ευστάθεια. Πρέπει όμως να προσέξουμε καλώς ότι τα επιτίμια είναι απλές παιδαγωγίες, φάρμακα πνευματικά αποσκοπούντα στην πνευματική βελτίωση του εξομολογηθέντος, κάτι ανάλογο με αυτό που επιβάλλει και ο φυσικός γιατρός (δίαιτα κ.λπ.) στον αναρρώνοντα ασθενή. Τα επιτίμια δεν είναι κάτι που ανήκει ουσιαστικά στη φύση του μυστηρίου και το οποίο, αν παραλειφθεί, μπορεί να ζημιώσει την ολοκληρία του.

Σε κάθε περίπτωση η επιβολή των επιτιμίων είναι σκόπιμη, γι' αυτό μπορούν είτε να μετριασθούν είτε τελείως να αρθούν, ανάλογα με την εκτίμηση του πνευματικού πατέρα. Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι να μην τα θεωρήσουμε ως ποινές που επιβάλλονται στον αμαρτωλό για να ικανοποιηθεί η δικαιοσύνη του Θεού, όπως διδάσκει σχετικά η Δυτική Εκκλησία. Δεν έχουν δηλαδή χαρακτήρα ικανοποιητικό.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σ. 267)

Κατά την ώρα της αναγνώσεως της συγχωρητικής ευχής από τον ιερέα. Όταν ο λειτουργός της Εκκλησίας διαγνώσει ειλικρινή μετάνοια στον εξομολογούμενο, τότε τον απολύει από την ενοχή της αμαρτίας, διαβάζοντάς του την καθιερωμένη από την Εκκλησία ευχή. Ο ιερέας απολύει τον αμαρτωλό σαν κριτής, ασκώντας την εξουσία που του έδωσε ο Θεός να συγχωρεί αμαρτίες. Κάνει κάτι ανάλογο με τον κοσμικό δικαστή, ο οποίος έχει από την πολιτεία την εξουσία να κρίνει τις παραβάσεις των νόμων από τους πολίτες με τη διαφορά ότι, ενώ ο κοσμικός δικαστής αθωώνει ή καταδικάζει τους πολίτες, του ιερέα η ψήφος είναι μόνο αθωωτική, ποτέ δε καταδικαστική.

Και μια λέξη ακόμη· ενώ ο ορθόδοξος ιερέας, σύμφωνα με το πνεύμα της Ορθοδοξίας και στην ιδιότητά του ως αντιπροσώπου και οργάνου του Χριστού, του ιδρυτή των μυστηρίων, ικετεύει το Θεό να συγχωρήσει δι’ αυτού τον αμαρτωλό, ο ιερέας της Δυτικής Εκκλησίας σύμφωνα με το πνεύμα της να εξαίρει τον κλήρο υπέρ το λαό, απολύει τον αμαρτωλό αυτοδικαίως (ipso jure).

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 266-267)

katafigioti

lifecoaching