Ο ιερέας, ως ιατρός ψυχών, πριν από το μυστήριο ή μετά από αυτό μπορεί να επιβάλει σ’ αυτόν που πρόκειται να εξομολογηθεί ή αφού έχει εξομολογηθεί, επιτίμια είτε για να τον προετοιμάσει να δεχθεί καρποφόρως το μυστήριο, ή αφού λάβει άφεση αμαρτιών να τον στερεώσει στον πνευματικό αγώνα κατά της αμαρτίας και στην ανακαίνιση της πνευματικής του ζωής. Τέτοια επιτίμια είναι η συχνή προσευχή, η ανάγνωση ψυχωφελών βιβλίων, η ελεημοσύνη, η αποδημία στους αγίους Τόπους και ό,τι άλλο κρίνει πρόσφορο ο ιερέας να επιβάλει στο μετανοούντα αμαρτωλό για την πνευματική του ευστάθεια. Πρέπει όμως να προσέξουμε καλώς ότι τα επιτίμια είναι απλές παιδαγωγίες, φάρμακα πνευματικά αποσκοπούντα στην πνευματική βελτίωση του εξομολογηθέντος, κάτι ανάλογο με αυτό που επιβάλλει και ο φυσικός γιατρός (δίαιτα κ.λπ.) στον αναρρώνοντα ασθενή. Τα επιτίμια δεν είναι κάτι που ανήκει ουσιαστικά στη φύση του μυστηρίου και το οποίο, αν παραλειφθεί, μπορεί να ζημιώσει την ολοκληρία του.
Σε κάθε περίπτωση η επιβολή των επιτιμίων είναι σκόπιμη, γι' αυτό μπορούν είτε να μετριασθούν είτε τελείως να αρθούν, ανάλογα με την εκτίμηση του πνευματικού πατέρα. Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι να μην τα θεωρήσουμε ως ποινές που επιβάλλονται στον αμαρτωλό για να ικανοποιηθεί η δικαιοσύνη του Θεού, όπως διδάσκει σχετικά η Δυτική Εκκλησία. Δεν έχουν δηλαδή χαρακτήρα ικανοποιητικό.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σ. 267)