ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Όμως για να μη σκεπασθεί με τα πολλά ακόμη που πρόκειται να πω, το πλήθος αυτών που λέχθηκαν,
αφού σταματήσω εδώ το λόγο μου προς εκείνους και αναβάλω τα υπόλοιπα για άλλη ημέρα,
θα μεταφέρω πάλι το λόγο στη συμβουλή για προσευχή.
Διότι, αν και πολλές φορές σας έχω μιλήσει για το θέμα αυτό, όμως είναι ανάγκη και τώρα να σας μιλήσω·
καθόσον και από τα ρούχα, εκείνα που βουτήχθηκαν μία φορά μέσα στη βαφή, εύκολα ξεβάφουν,
ενώ εκείνα που οι βαφείς τα βουτούν πολλές φορές και συνέχεια, αυτά διατηρούν αμετάβλητη τη λάμψη και τη ζωηρότητα του χρώματος·
το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και με τις ψυχές μας. Όταν δηλαδή ακούσομε πολλές φορές τα ίδια λόγια,
σαν ακριβώς να λάβαμε τη διδασκαλία σαν κάποια βαφή, δεν είναι δυνατό ν’ αποβάλομε αυτήν εύκολα.
Ας μη τ’ ακούμε λοιπόν με αδιαφορία·
(ΕΠΕ 35,259)
Πάλι ιπποδρομίες, και πάλι η συγκέντρωσή μας έγινε μικρότερη· ή καλύτερα ενόσω παραβρίσκεσθε εσείς εδώ, δεν θα ήταν δυνατό να γίνει μικρότερη.
Διότι, όπως ακριβώς ο γεωργός, αν δει το σιτάρι να βρίσκεται στην ακμή του και στην ωριμότητά του, δεν δίνει καμιά σημασία για το πέσιμο των φύλλων, έτσι λοιπόν και εγώ τώρα, εφόσον ο καρπός βρίσκεται μπροστά μου, δεν στενοχωριέμαι και τόσο πολύ, βλέποντας το φύλλα ν’ αποσπούνται και να χάνονται.
Πονώ βέβαια φοβερά και για την αδιαφορία εκείνων, αλλ΄ όμως τον φοβερό πόνο που νιώθω για εκείνους τον παρηγορεί η προθυμία της δικής σας αγάπης.
Διότι εκείνοι και αν ακόμη παραβρεθούν κάποτε εδώ, ούτε και τότε είναι παρόντες, αλλά το μεν σώμα τους είναι στημένο εδώ, η σκέψη τους όμως περιπλανιέται έξω.
Ενώ σεις και αν ακόμη κάποτε απουσιάσετε από εδώ, και τότε είστε παρόντες· διότι το μεν σώμα σας βρίσκεται έξω, η σκέψη σας όμως είναι εδώ. (ΕΠΕ 35,221)
Όταν ήμουν έφηβος και η κατάσταση στο σπίτι μου έφτανε στο απροχώρητο λόγω οικογενειακών προβλημάτων, άνοιγα την πόρτα κι έφευγα. Περπατούσα μέσα στη νύχτα ώρες πολλές και πάντα κατέληγα σε μια γέφυρα που ήταν απέναντι από έναν ναό που βρισκόταν υπό ανέγερση. Αυτή τη γέφυρα την είχα ονομάσει ‘ γέφυρα των στεναγμών’ γιατί εκεί έκλαιγα και αναστέναζα που ήμουν τόσο ασήμαντος και αδύναμος, ανήμπορος να υπερασπιστώ αυτούς που αγαπούσα αλλά και τον εαυτό μου! Και ήθελα τόσο πολύ να κλάψω αλλά κρατιόμουν γιατί είχα μεγαλώσει ακούγοντας ότι οι άντρες δεν κλαίνε. Έβλεπα την εκκλησία που ήταν μπροστά μου, έκανα τη σκέψη να προσευχηθώ αλλά δεν τολμούσα! Ήμουν σίγουρος ότι αποκλείεται να μ’ αγαπάει ο Χριστός… ‘εδώ δεν αξίζω την αγάπη των ανθρώπων! Πώς να έχω απαίτηση να με αγαπάει ολόκληρος Θεός!’
Έτσι η μόνη μου καταφυγή ήταν η ονειροπόληση… κάθε φορά ονειρευόμουν κάτι διαφορετικό. Άλλοτε ότι ήμουν διάσημος γιατρός, άλλοτε ποδοσφαιριστής, ηθοποιός ή τραγουδιστής και όλοι με θαύμαζαν. Άλλες φορές ότι είχα πολλά παιδιά που τόσο αγαπούσα ή ότι ήμουν δάσκαλος και δίδασκα στα παιδιά την αγάπη που τόσο στερήθηκα. Και άλλα πολλά ονειρευόμουν μέχρι που επέστρεφα στο σπίτι και στην εφιαλτική πραγματικότητα. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν δύσκολα αλλά μια μέρα γνώρισα το Χριστό και έτσι έμπαινα πια στις εκκλησίες. Αν και είχα αλλάξει γειτονιά πήγα ένα βράδυ σε μια αγρυπνία που είχε η εκκλησία των εφηβικών μου χρόνων… εκείνη που την κοίταζα από μακριά. Τώρα είχε σχεδόν ολοκληρωθεί και ήταν πανέμορφη, ειδικά στο εσωτερικό της!
Λειτουργήθηκα και κοινώνησα. Καθώς έβγαινα έξω το βλέμμα μου έπεσε στη ‘ γέφυρα των στεναγμών’. Ανέβηκα πάνω ξανά μετά από τόσα χρόνια και θυμήθηκα εκείνες τις δύσκολες βραδιές των αναστεναγμών μου. Από όλα αυτά που φανταζόμουν τότε, τίποτα δεν κατάφερα. Παρέμεινα ασήμαντος και αδύναμος. Αλλά τώρα… τι χαρά! Μπορώ να μιλήσω στο Χριστό! Τον κοινωνώ κιόλας. Είμαι δικός Του. Η Παναγία είναι και δική μου μητέρα. Τώρα έχω πνευματικό, αδέρφια στον ουρανό και στη γη, μια σύζυγο καταπληκτική που την αγαπώ και με αγαπά πέρα από κάθε μου προσδοκία. Εκείνο το βράδυ έκλαψα από χαρά. Όχι, δεν ήμουν ποτέ μόνος τελικά σε αυτή τη γέφυρα… ο Χριστός με άκουγε! Δεν μου έδωσε τις ανόητες δόξες που ζητούσα. Πάλι καλά! Μου έδωσε κάτι απείρως καλύτερο… τον Εαυτό Του. Τί άλλο να ζητήσω; Είμαι ένα ασήμαντο παιδί του Θεού. Είμαι ευτυχισμένος. Κι αν κάποιος εμφανιστεί και μου πει ‘Θα σου δώσω τα πάντα όσα ονειρευόσουν’, θα του πω ‘ Όχι, ευχαριστώ… έχω τα πάντα… έχω το Χριστό!’(K.Δ.Κ)
Γιατί εκείνος που έχει αναλάβει αυτήν τη διακονία [του κηρύγματος], δεν πρέπει να είναι ούτε νωθρός, ούτε δειλός, αλλά γενναίος και δυνατός, ούτε να καταπιάνεται με το καλό αυτό εμπόρευμα, εάν δεν πρόκειται να προσφέρει σε αντάλλαγμα την ψυχή του άπειρες φορές στο θάνατο και τους κινδύνους, καθώς και ο ίδιος ο Χριστός λέγει˙ «Εάν κανένας θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει το σταυρό του και ας με ακολουθήσει».
Γιατί εκείνος που δε συμπεριφέρεται έτσι, προδίδει και πολλούς άλλους, και όταν αδρανεί μένοντας κλεισμένος στον εαυτό του ωφελεί περισσότερο, παρά όταν παρουσιάζεται ανάμεσα σ’ άλλους και δέχεται φορτίο μεγαλύτερο από τις δυνάμεις του. Γιατί πράγματι και τον εαυτό του και εκείνους που του έχουν εμπιστευθεί οδηγεί στην απώλεια.
Γιατί πώς δεν είναι παράλογο, εάν κανείς δε γνωρίζει την τέχνη να κυβερνά πλοίο και τη μάχη προς τα κύματα, να μη δέχεται να καθίσει στο πηδάλιο αν και τον πιέζουν πάρα πολλοί, εκείνος όμως που εξέρχεται για το κήρυγμα, να πηγαίνει σ’ αυτό πρόχειρα και όπως τύχει, και να αναλαμβάνει απερίσκεπτα πράγμα που προκαλεί άπειρους θανάτους;
Γιατί ούτε ο κυβερνήτης πλοίου, ούτε εκείνος που δαμάζει τα θηρία, ούτε εκείνος που θέλει να μονομαχεί, ούτε κανένας άλλος πρέπει να έχει την ψυχή του τόσο έτοιμη προς τους θανάτους και τις σφαγές, όσο εκείνος που αναλαμβάνει το κήρυγμα.
Γιατί πράγματι οι κίνδυνοι είναι μεγαλύτεροι και οι αντίπαλοι χειρότεροι και το να σφαγεί κάνεις έτσι, δεν είναι από τα τυχαία πράγματα. Γιατί το έπαθλο είναι ο ουρανός, και η τιμωρία γι’ αυτούς που δεν πετυχαίνουν η γέεννα του πυρός, η απώλεια της ψυχής ή η σωτηρία.
Και όχι μόνο εκείνος που αναλαμβάνει το κήρυγμα πρέπει να είναι έτσι έτοιμος, αλλά και γενικά κάθε πιστός, γιατί όλους προτρέπει να σηκώσουν το σταυρό και να τον ακολουθήσουν. Εάν όμως απευθύνεται σ’ όλους, πολύ περισσότερο στους διδασκάλους και τους ποιμένες… (ΕΠΕ 36,513-515)
(πώς ένιωθε ο ιερός Χρυσόστομος...)
…Μου έρχεται τώρα να δακρύσω και να θρηνήσω με δυνατή φωνή. Γιατί θυμήθηκα την ημέρα εκείνη, κατά την οποία και εγώ ο ίδιος αξιώθηκα να πω αυτά τα λόγια [πριν τη Βάπτιση, το «Σε αποτάσσομαι Σατανά…» κλπ] και σκεπτόμενος το βάρος των αμαρτημάτων που από τότε μέχρι σήμερα συγκέντρωσα, νιώθω σύγχυση στο νου μου και κατασχίζεται ο λογισμός μου, βλέποντας πόση ντροπή συγκέντρωσα για τον εαυτό μου με τη στη συνέχεια αδιαφορία μου.
Για αυτό και σας παρακαλώ όλους να δείξετε απέναντί μου κάποια γενναιοδωρία και όταν πρόκειται να συναντήσετε τον βασιλιά [το Χριστό κατά την ώρα της Βάπτισης] (γιατί θα σας δεχτεί με μεγάλη χαρά και θα σας ντύσει με τη βασιλική εκείνη στολή και θα σας χαρίσει όσες και όποιες δωρεές θα θελήσετε) να του ζητήσετε χάρη και για εμένα ώστε να μη μου ζητήσει ευθύνες για τα αμαρτήματα που διέπραξα, αλλά αφού με συγχωρήσει να με αξιώσει να τύχω στο εξής της βοήθειάς του. (ΕΠΕ 30,375)
... Ο σοφός αυτός και γενναίος διδάσκαλος (ο επίσκοπος), αφού πριν από λίγες ημέρες απαλλάχθηκε από την αρρώστια του σώματος και ανέβηκε σ’ αυτόν το θρόνο, αρχίζοντας το λόγο του με ονόμασε Βαπτιστή Ιωάννη, φωνή της Εκκλησίας, ράβδο του Μωϋσέως και άλλα πολλά μαζί μ’ αυτά. Και αυτός βέβαια με επαίνεσε τότε, ενώ σεις ζητωκραυγάζατε, εγώ όμως καθισμένος μακριά αναστέναξα πικρά. Διότι αυτός με επαινούσε δείχνοντας τη φιλοτεκνία του, σεις ζητωκραυγάζατε φανερώνοντας τη φιλαδελφία σας, ενώ εγώ αναστέναξα, πιεζόμενος από τον όγκο των επαίνων. Διότι συνήθως τα μεγάλα εγκώμια πληγώνουν τη συνείδηση όχι λιγώτερο από τα αμαρτήματα.
Και όταν κανείς πιστεύει ότι δεν έκαμε κανένα καλό, και ακούει άλλους να λένε γι’ αυτόν πολλά και μεγάλα καλά, αναλογιζόμενος τη σημερινή εκτίμηση και τη μέλλουσα ημέρα, κατά την οποία όλα θα είναι γυμνά και φανερά και ότι εκείνος που θα δικάζει, θα κρίνει όχι από τη γνώμη των πολλών, αλλά από την ίδια την αλήθεια των πραγμάτων (διότι λέγει, «δεν θα κρίνει σύμφωνα με τη γνώμη των ανθρώπων, ούτε θα ελέγξει σύμφωνα με τους λόγους αυτών»˙ σκεφτόμενος όλα αυτά, πονώ για τους επαίνους και την καλή γνώμη των πολλών, βλέποντας μεγάλη διαφορά μεταξύ αυτής και της μέλλουσας αποφάσεως. Διότι τώρα σαν με κάποια προσωπεία κρυβόμαστε με τις γνώμες των πολλών, κατ’ εκείνη την ημέρα όμως στεκόμενοι μπροστά στο βήμα του Θεού με γυμνό το κεφάλι, αφού θα έχουν αφαιρεθεί τα προσωπεία αυτά, δεν θα μπορέσομε καθόλου να ωφεληθούμε ως προς την απόφαση εκείνη από την εδώ γνώμη, αλλ’ ακριβώς γι’ αυτό θα τιμωρηθούμε περισσότερο, διότι, αν και απολαύσαμε πολλούς επαίνους και πολλές επευφημίες από τους πολλούς, ούτε εξ αιτίας αυτού γίναμε καλύτεροι.
Σκεπτόμενος λοιπόν όλα αυτά, αναστέναξα πικρά. Γι’ αυτό σήμερα σηκώθηκα και ήρθα γρήγορα εδώ, ώστε ν’ απομακρύνω από σας, που ακούσατε εκείνα, τη γνώμη αυτή. Διότι το στεφάνι, όταν είναι μεγαλύτερο από το κεφάλι του στεφανουμένου, δεν σφίγγει τους κροτάφους, δεν κάθεται επάνω στο κεφάλι, αλλά, γενόμενο εξαιτίας του μεγέθους του χαλαρότερο και κατεβαίνοντας κάτω από τα μάτια, κάθεται γύρω από τον αυχένα και αφήνει αστεφάνωτο το κεφάλι. Αυτό λοιπόν έπαθα και εγώ, διότι το στεφάνι των εγκωμίων φάνηκε μεγαλύτερης αξίας από εκείνη που έχει το κεφάλι μου. Αλλ’ όμως, αν και αυτά έχουν έτσι, ο πατέρας μας, εξαιτίας της μεγάλης φιλοστοργίας του, δεν σταμάτησε προτού θέσει αυτό οπωσδήποτε επάνω μου. Αυτό περίπου κάνουν πολλές φορές και οι βασιλείς˙ παίρνοντας το βασιλικό στέμμα που ταιριάζει σ’ αυτούς, το τοποθετούν επάνω στα κεφάλια των παιδιών. Στη συνέχεια, όταν δουν ότι το παιδικό κεφάλι είναι μικρότερο από το στεφάνι, αφού βεβαιωθούν ότι δεν ταιριάζει η τοποθέτηση αυτού στο κεφάλι τους, το παίρνουν τότε και το φορούν οι ίδιοι.
Επειδή λοιπόν και ο πατέρας μας το στεφάνι που ταιριάζει σ’ αυτόν το τοποθέτησε επάνω σ’ εμένα και φάνηκε μεγαλύτερο από το δικό μου κεφάλι και επειδή δεν θα δεχόταν να το φορέσει ο ίδιος, εμπρός λοιπόν, βγάζοντας αυτό από πάνω μου, ας το τοποθετήσω πάλι στο κεφάλι του πατέρα μας που ταιριάζει. Διότι το όνομα του Ιωάννη το έχω εγώ, το φρόνημα όμως εκείνου υπάρχει σ’ αυτόν˙ και το όνομα βέβαια εκείνου το έλαβα εγώ, τη φιλοσοφία όμως εκείνου την απέκτησε αυτός. Γι’ αυτό και το όνομα εκείνου θα ήταν σωστό να το κληρονομήσει αυτός μάλλον παρά εγώ. (ΕΠΕ 37,277-279)
Υπάρχουν πολλές φορές στη ζωή μας που λυγίζουμε, δεν αντέχουμε άλλο, νιώθουμε τις δυνάμεις μας να μας εγκαταλείπουν και δεν έχουμε πλέον καμία διάθεση να συνεχίσουμε. Θέλουμε απλά να κάτσουμε εκεί που πέσαμε και να ξεκουραστούμε… να αφεθούμε, να παραδώσουμε τα όπλα. Δε μας νοιάζει τίποτα πια, μόνο να ξαποστάσουμε! Και κάπως έτσι μας παίρνει από κάτω και νιώθουμε απογοητευμένοι και απελπισμένοι χωρίς καμία αχτίδα φωτός να μας χτυπάει στο πρόσωπο… μόνο σκοτάδι και αδιέξοδο. Και καθώς αισθανόμαστε ηττημένοι και αδύναμοι βουλιάζουμε σε μια βαθιά μελαγχολία που πιθανότατα θα εξελιχθεί σε κατάθλιψη αν δεν κάνουμε κάτι.
Μα γιατί το κάνουμε αυτό στον εαυτό μας; Εκείνη ακριβώς τη στιγμή που νιώθουμε τις δυνάμεις μας να μας εγκαταλείπουν, εκείνη ακριβώς η στιγμή είναι η κατάλληλη, η ιδανική να απλώσουμε το χέρι μας στο Χριστό! Την ώρα που βουλιάζουμε Εκείνος θα μας τραβήξει πάνω! Είναι δύσκολο να πλησιάσουμε στο Χριστό στις λιακάδες μας … οι αντιστάσεις πολλές! Την ώρα όμως που αισθανόμαστε αποκαμωμένοι τότε ακριβώς συνειδητοποιούμε ότι χωρίς το Χριστό δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα! ‘Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν’( Ιω.κεφ.15,5). Και έτσι πλήρως παραδομένοι στο Έλεος του Κυρίου γινόμαστε αποδέκτες ,γεμάτοι αγαλλίαση και χαρά ανεκλάλητη, της σωτήριας επέμβασης Του στη ζωή μας.
Άρα λοιπόν δεν υπάρχει λόγος να τα παρατάμε ποτέ γιατί υπάρχει ο Χριστός αν το θελήσουμε στη ζωή μας. Και Εκείνος ποτέ δε θα μας παρατήσει! Μας το είπε άλλωστε ΄Εγώ που έλαβα κάθε εξουσία, θα είμαι μαζί σας βοηθός και παραστάτης σας όλες τις ημέρες, μέχρι να λάβει τέλος ο αιώνας αυτός!’( Ματθ.κη,20) Αν τα παρατάμε λοιπόν είναι γιατί παρατήσαμε το Χριστό! Με Εκείνον σύμμαχο και συνοδοιπόρο τίποτα πια δεν μπορεί να μας κάνει να τα παρατήσουμε!(Α.Κ.Β)
Δύο συνασκητές βρίσκονταν σε ψυχρότητα μεταξύ τους από παρεξήγηση. Κάποτε αρρώστησε ο ένας και παρακάλεσε κάποιο μοναχό να μεσολαβήση να συμφιλιωθούν, γιατί φοβόταν μην τον βρη έτσι ο θάνατος.
Γυρίζοντας στο κελλί του ο αδελφός, προσευχόταν στο Θεό να τον φωτίση να χειριστή σωστά την υπόθεση, για να μην προξενήση περισσότερη βλάβη παρά ωφέλεια. Μόλις έφτασε, οικονόμησε ο Θεός να του πάη κάποιος φίλος του ένα καλαθάκι σύκα. Διάλεξε λοιπόν τα ωραιότερα και, χωρίς να χάση καιρό, σηκώθηκε και τα πήγε στον συνασκητή του αρρώστου.
-Αββά, του είπε, αυτά σου τα στέλνει ο δείνα γέροντας.
Ο αββάς απόρησε.
-Σε μένα τα έστειλε;
-Ναι, είπε ο αδελφός.
Εκείνος τα δέχτηκε συγκινημένος κι ευχαρίστησε τον αδελφό. Ικανοποιημένος ο ειρηνοποιός από την πρώτη επιτυχία, πήγε τα υπόλοιπα σύκα στον άρρωστο.
-Σου τα στέλνει ο συνασκητής σου, του είπε.
-Τί λες; Λοιπόν συμφιλιωθήκαμε; ρώτησε με χαρά ο ασκητής.
-Ναι, αββά, με την ευχή σου, αποκρίθηκε ο αδελφός.
-Δόξα τω Θεώ, έκανε ενθουσιασμένος εκείνος.
Έτσι με λίγα σύκα, τη σύνεση και αγάπη του αδελφού, συμφιλιώθηκαν οι συνασκητές.
( Γεροντικόν)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ.221-222)
Την υπερηφάνεια την τσακίζεις με την βοήθεια του αδελφού
- Γέροντα, στενοχωριέμαι, όταν οι αδελφές μου κάνουν κάποια παρατήρηση.
- Έχεις υπερηφάνεια, γι’ αυτό στενοχωριέσαι. Την υπερηφάνεια την τσακίζεις με την βοήθεια του αδελφού, όταν του δίνης το δικαίωμα να σού κάνη παρατηρήσεις και δέχεσαι μια κουβέντα που θα σού πή. Έτσι λαμπικάρεται η ψυχή.
Επειδή το υψηλό φρόνημα δύσκολα το αντιλαμβάνεται κανείς μόνος του, πρέπει να δέχεται τους άλλους σαν γιατρούς του και να παίρνη όλα τα φάρμακα που του δίνουν, για να απαλλαγή από αυτό. Και όλοι οι άνθρωποι έχουν στην τσέπη τους φάρμακα για τους άλλους: οι μεν καλοί συμβουλεύουν με πόνο και αγάπη τον άρρωστο, οι δε κακοί τον ελέγχουν με κακία και πάθος - αυτοί μάλιστα πολλές φορές γίνονται καλύτεροι χειρουργοί από τους πρώτους, γιατί προχωρούν το νυστέρι πιο βαθιά.
- Εγώ, Γέροντα, είμαι κουτή και πολλές φορές δεν καταλαβαίνω γιατί μου κάνουν παρατήρηση.
- Καλύτερα πές: «Είμαι τετραπέρατη, αλλά δεν έχω ταπείνωση». Εσύ, ενώ σφάλλεις και σού κάνουν παρατήρηση, πάς να δικαιολογηθής. Πώς να φθάσης σε κατάσταση να παίρνης επάνω σου το σφάλμα, όταν δεν σφάλλης και σε κατηγορούν; Ο άνθρωπος που δικαιολογεί τον εαυτό του, όταν του κάνουν μια παρατήρηση, εξοντώνει συνέχεια την ταπείνωση. Ενώ ο άνθρωπος που ρίχνει όλο το βάρος επάνω του για κάποιο σφάλμα του, ταπεινώνεται και τον λούζει η Χάρις του Θεού.
- Γέροντα, εγώ νομίζω ότι δεν προσπαθώ να αποδείξω ότι έχω δίκαιο, αλλά να εξηγήσω ότι πρόκειται για παρεξήγηση.
- Έχω δει ότι έχεις μια κρυφή υπερηφάνεια που εκδηλώνεται με την δικαιολογία. Να προσπαθήσης να μη δικαιολογήσαι, ό,τι κι αν σού πούν· να βάζης μια ειλικρινή μετάνοια· αυτό φθάνει. Με το «ενλόγησον» της ειλικρινούς μετανοίας κόβεται η υπερηφάνεια.
- Γέροντα, σήμερα ένα παιδάκι στο αρχονταρίκι έκανε μια αταξία. Του έλεγε η μητέρα του: «πές συγγνώμη», και αυτό απαντούσε: «τά κόκκαλά μου πονάνε», και «συγγνώμη» δεν έλεγε. Γιατί μερικοί άνθρωποι δυσκολεύονται τόσο πολύ να πούν «ευλόγησον»;
- Η υπερηφάνεια δεν αφήνει τον άνθρωπο να πη «ενλόγησον».
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 88-89)
ΝΑ ΤΙ συμβουλεύει τους μοναχούς ο μεγάλος τους διδάσκαλος, ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος:
Αδελφέ, αν συμβεί ν’ αρρωστήσεις, μην γράφεις ποτέ στους συγγενείς ή στους γνωστούς και φίλους σου να σου στείλουν φάρμακα ή τρόφιμα. Γιατί μαθαίνεις έτσι να καταφεύγεις στην ανθρώπινη προστασία, σε νεκρή με αλλά λόγια βοήθεια. Στήριξε στον Θεό τις ελπίδες σου. Υπόμενε περιμένοντας το έλεος Του να σε κυβερνήσει σε όλα. Εκείνος που επέτρεψε, για ψυχική σου ωφέλεια, να αρρωστήσεις, να είσαι βέβαιος πως θα προνοήσει για σένα. Δεν θα επιτρέψει ποτέ, το λέει η Γραφή, να δοκιμάσεις πιο μεγάλο πειρασμό από όσο έχεις δύναμη να σηκώσεις. Φρόντισε λοιπόν ν’ αρέσεις σ’ Αυτόν που μεριμνά για σένα».
ΓΝΩΡΙΣΑ αδελφό, διηγείται ο ίδιος Όσιος Εφραίμ, που, ενώ αρρώστησε και υπέφερε πολύ, τον ανάγκαζαν οι άλλοι να εργάζεται. Τόση σωματική εξάντληση αισθανόταν, που μόνος στο κελλί του έκλαιγε με πόνο και παρακαλούσε τον Θεό να του χαρίσει την υγεία του.
- Κύριέ μου, έλεγε, γνωρίζω πως η αρρώστια του σώματος μου δόθηκε για θεραπεία της ψυχής μου, αλλά για να μην γίνομαι βάρος στους αδελφούς μου, Σε παρακαλώ, Φιλάνθρωπε, θεράπευσε την ψυχή και το σώμα μου.
Κάθε μέρα προσευχόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο κι εργαζόταν σκληρά χωρίς να παραπονιέται. Και ο Θεός, που έβλεπε τον ευλαβή μοναχό να μην χάνει την ελπίδα του, του χάρισε την υγεία του.
Οι ΆΓΙΟΙ, λέει κάποιος από τους Γέροντες, επειδή έχουν πάντοτε στην καρδιά τους τον Θεό, και τα εδώ κερδίζουν με την απάθεια και τα εκεί κληρονομούν, διότι κι εκείνα και αυτά στον Θεό ανήκουν. Αφού λοιπόν κατέχουν τον Θεό, έχουν και όλα τα δικά Του.
Εκείνοι πάλι που έχουν στην καρδιά τους τον κόσμο, δηλαδή τα αμαρτωλά πάθη, και αν ακόμα κατορθώσουν να κερδίσουν τον κόσμο ολόκληρο, τίποτε δεν έχουν στην πραγματικότητα, εκτός από τα πάθη που τους εξουσιάζουν.
ΑΝ ΟΝΤΩΣ πιστεύεις πως ο Θεός είναι παντοδύναμος και αληθινός, λέει ο Αββάς Ευπρέπιος, στήριζε σ’ αυτόν μόνο την ελπίδα σου και να είσαι βέβαιος πως θα κληρονομήσεις τα αγαθά του.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 116-117)
Οι παρέες πολύ επηρεάζουν τα παιδιά
-Γέροντα, πώς συμβαίνει ένας νέος, ενώ από παιδί ζούσε πνευματικά και είχε φιλότιμο,
να φθάση σε σημείο να παραστρατήση τελείως;
-Ας μην κρίνη κανείς. Είναι πολλοί παράγοντες που επιδρούν.
Τα παιδιά που ζουν κοσμικά, απρόσεκτα, ελέγχονται, όταν βλέπουν τα άλλα που ζουν αγνά,
πνευματικά, και θέλουν να τα παρασύρουν. Μια φορά προχωρούσαν στον δρόμο δυο παιδιά.
Το ένα κάποια στιγμή σκόνταψε και έπεσε μέσα σε έναν λάκκο με λασπόνερα και έγιναν τα ρούχα του όλο λάσπες.
Μόλις πήγαν παραπέρα, έσπρωξε τον φίλο του και τον έρριξε σε έναν λάκκο, για να λασπωθή,
γιατί ένιωθε άσχημα να είναι αυτός λασπωμένος και εκείνος καθαρός.
Οι παρέες πολύ επηρεάζουν τα παιδιά. Εγώ, όταν ήμουν μικρός, είχα μέσα στην φύση μου την αγάπη.
Ξεκινούσα να πάω κάπου με τα ζώα και κοίταζα να βάλω και τον έναν επάνω στο ζώο,
να βάλω και τον άλλον, να πάρω και τον μικρό αδελφό μου στον ώμο.
Μια φορά ο ένας αδελφός μου σκότωσε ένα πουλάκι κι εγώ στενοχωρέθηκα πολύ και τον μάλωσα.
Πήρα μετά το πουλάκι και το έθαψα με κλάματα.
Εκείνο το διάστημα έκανα παρέα με παιδιά της ηλικίας μου.
Πηγαίναμε στο δάσος, προσευχόμασταν, διαβάζαμε Συναξάρια, νηστεύαμε.
Μετά οι μητέρες τους άρχισαν να μην τα αφήνουν να έρχωνται μαζί μου.
«Μην κάνετε παρέα μ’ αυτόν, τους έλεγαν, θα σας χτικιάση». Οπότε με άφησαν και ένιωθα μόνος.
Με κορόιδευαν κιόλας, «καλόγερο από εδώ, με έλεγαν, καλόγερο από εκεί», μου είχαν κάνει την ζωή μαρτύριο.
Έφθασα κάποτε σε σημείο που δεν μπορούσα να αντέξω την κοροϊδία.
Τότε είπα κι εγώ: «Θα πάω με τα μεγαλύτερα παιδιά και θα υποκρίνωμαι».
Αρχισα λοιπόν να κάνω συντροφιά με μεγαλύτερα παιδιά. Πήρα λάστιχα και έκανα σφενδόνα.
Πρώτα έβαζα δήθεν σημάδι μόνο με την σφενδόνα. Ύστερα πήρα σκάγια και είχα γίνει ο καλύτερος σκοπευτής.
Μια φορά, μόλις σκότωσα ένα πουλάκι και το είδα σκοτωμένο, συνήλθα.
Πέταξα και τα λάστιχα, και τα σκάγια.
«Εσύ έκλαιγες, είπα, όταν ο αδελφός σου σκότωσε ένα πουλάκι, και τον μάλωσες, που το σκότωσε, και τώρα που έφθασες;
Σκοτώνεις πουλιά και σιγά-σιγά θα φθάσης να σκοτώνης και ζώα».
Πράγματι, αν συνέχιζα έτσι, θα προχωρούσα στο κυνήγι ζώων και μετά θα τα έγδερνα κιόλας.
Από μία ευαισθησία σε τί κακότητα μπορεί να φθάση κανείς, αν δεν προσέξη και παρασυρθή από κακές παρέες!
Ενώ, οι καλές συντροφιές πολύ βοηθούν. Ο Θεός γέμισε τους ανθρώπους με διάφορα χαρίσματα.
Ο άνθρωπος, όπως βλέπει την διαστροφή των άλλων, έτσι μπορεί να δη και την αρετή τους και να την μιμηθή.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 103-105)