Όταν ήμουν έφηβος και η κατάσταση στο σπίτι μου έφτανε στο απροχώρητο λόγω οικογενειακών προβλημάτων, άνοιγα την πόρτα κι έφευγα. Περπατούσα μέσα στη νύχτα ώρες πολλές και πάντα κατέληγα σε μια γέφυρα που ήταν απέναντι από έναν ναό που βρισκόταν υπό ανέγερση. Αυτή τη γέφυρα την είχα ονομάσει ‘ γέφυρα των στεναγμών’ γιατί εκεί έκλαιγα και αναστέναζα που ήμουν τόσο ασήμαντος και αδύναμος, ανήμπορος να υπερασπιστώ αυτούς που αγαπούσα αλλά και τον εαυτό μου! Και ήθελα τόσο πολύ να κλάψω αλλά κρατιόμουν γιατί είχα μεγαλώσει ακούγοντας ότι οι άντρες δεν κλαίνε. Έβλεπα την εκκλησία που ήταν μπροστά μου, έκανα τη σκέψη να προσευχηθώ αλλά δεν τολμούσα! Ήμουν σίγουρος ότι αποκλείεται να μ’ αγαπάει ο Χριστός… ‘εδώ δεν αξίζω την αγάπη των ανθρώπων! Πώς να έχω απαίτηση να με αγαπάει ολόκληρος Θεός!’
Έτσι η μόνη μου καταφυγή ήταν η ονειροπόληση… κάθε φορά ονειρευόμουν κάτι διαφορετικό. Άλλοτε ότι ήμουν διάσημος γιατρός, άλλοτε ποδοσφαιριστής, ηθοποιός ή τραγουδιστής και όλοι με θαύμαζαν. Άλλες φορές ότι είχα πολλά παιδιά που τόσο αγαπούσα ή ότι ήμουν δάσκαλος και δίδασκα στα παιδιά την αγάπη που τόσο στερήθηκα. Και άλλα πολλά ονειρευόμουν μέχρι που επέστρεφα στο σπίτι και στην εφιαλτική πραγματικότητα. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν δύσκολα αλλά μια μέρα γνώρισα το Χριστό και έτσι έμπαινα πια στις εκκλησίες. Αν και είχα αλλάξει γειτονιά πήγα ένα βράδυ σε μια αγρυπνία που είχε η εκκλησία των εφηβικών μου χρόνων… εκείνη που την κοίταζα από μακριά. Τώρα είχε σχεδόν ολοκληρωθεί και ήταν πανέμορφη, ειδικά στο εσωτερικό της!
Λειτουργήθηκα και κοινώνησα. Καθώς έβγαινα έξω το βλέμμα μου έπεσε στη ‘ γέφυρα των στεναγμών’. Ανέβηκα πάνω ξανά μετά από τόσα χρόνια και θυμήθηκα εκείνες τις δύσκολες βραδιές των αναστεναγμών μου. Από όλα αυτά που φανταζόμουν τότε, τίποτα δεν κατάφερα. Παρέμεινα ασήμαντος και αδύναμος. Αλλά τώρα… τι χαρά! Μπορώ να μιλήσω στο Χριστό! Τον κοινωνώ κιόλας. Είμαι δικός Του. Η Παναγία είναι και δική μου μητέρα. Τώρα έχω πνευματικό, αδέρφια στον ουρανό και στη γη, μια σύζυγο καταπληκτική που την αγαπώ και με αγαπά πέρα από κάθε μου προσδοκία. Εκείνο το βράδυ έκλαψα από χαρά. Όχι, δεν ήμουν ποτέ μόνος τελικά σε αυτή τη γέφυρα… ο Χριστός με άκουγε! Δεν μου έδωσε τις ανόητες δόξες που ζητούσα. Πάλι καλά! Μου έδωσε κάτι απείρως καλύτερο… τον Εαυτό Του. Τί άλλο να ζητήσω; Είμαι ένα ασήμαντο παιδί του Θεού. Είμαι ευτυχισμένος. Κι αν κάποιος εμφανιστεί και μου πει ‘Θα σου δώσω τα πάντα όσα ονειρευόσουν’, θα του πω ‘ Όχι, ευχαριστώ… έχω τα πάντα… έχω το Χριστό!’(K.Δ.Κ)