(πώς ένιωθε ο ιερός Χρυσόστομος...)
…Μου έρχεται τώρα να δακρύσω και να θρηνήσω με δυνατή φωνή. Γιατί θυμήθηκα την ημέρα εκείνη, κατά την οποία και εγώ ο ίδιος αξιώθηκα να πω αυτά τα λόγια [πριν τη Βάπτιση, το «Σε αποτάσσομαι Σατανά…» κλπ] και σκεπτόμενος το βάρος των αμαρτημάτων που από τότε μέχρι σήμερα συγκέντρωσα, νιώθω σύγχυση στο νου μου και κατασχίζεται ο λογισμός μου, βλέποντας πόση ντροπή συγκέντρωσα για τον εαυτό μου με τη στη συνέχεια αδιαφορία μου.
Για αυτό και σας παρακαλώ όλους να δείξετε απέναντί μου κάποια γενναιοδωρία και όταν πρόκειται να συναντήσετε τον βασιλιά [το Χριστό κατά την ώρα της Βάπτισης] (γιατί θα σας δεχτεί με μεγάλη χαρά και θα σας ντύσει με τη βασιλική εκείνη στολή και θα σας χαρίσει όσες και όποιες δωρεές θα θελήσετε) να του ζητήσετε χάρη και για εμένα ώστε να μη μου ζητήσει ευθύνες για τα αμαρτήματα που διέπραξα, αλλά αφού με συγχωρήσει να με αξιώσει να τύχω στο εξής της βοήθειάς του. (ΕΠΕ 30,375)
... Ο σοφός αυτός και γενναίος διδάσκαλος (ο επίσκοπος), αφού πριν από λίγες ημέρες απαλλάχθηκε από την αρρώστια του σώματος και ανέβηκε σ’ αυτόν το θρόνο, αρχίζοντας το λόγο του με ονόμασε Βαπτιστή Ιωάννη, φωνή της Εκκλησίας, ράβδο του Μωϋσέως και άλλα πολλά μαζί μ’ αυτά. Και αυτός βέβαια με επαίνεσε τότε, ενώ σεις ζητωκραυγάζατε, εγώ όμως καθισμένος μακριά αναστέναξα πικρά. Διότι αυτός με επαινούσε δείχνοντας τη φιλοτεκνία του, σεις ζητωκραυγάζατε φανερώνοντας τη φιλαδελφία σας, ενώ εγώ αναστέναξα, πιεζόμενος από τον όγκο των επαίνων. Διότι συνήθως τα μεγάλα εγκώμια πληγώνουν τη συνείδηση όχι λιγώτερο από τα αμαρτήματα.
Και όταν κανείς πιστεύει ότι δεν έκαμε κανένα καλό, και ακούει άλλους να λένε γι’ αυτόν πολλά και μεγάλα καλά, αναλογιζόμενος τη σημερινή εκτίμηση και τη μέλλουσα ημέρα, κατά την οποία όλα θα είναι γυμνά και φανερά και ότι εκείνος που θα δικάζει, θα κρίνει όχι από τη γνώμη των πολλών, αλλά από την ίδια την αλήθεια των πραγμάτων (διότι λέγει, «δεν θα κρίνει σύμφωνα με τη γνώμη των ανθρώπων, ούτε θα ελέγξει σύμφωνα με τους λόγους αυτών»˙ σκεφτόμενος όλα αυτά, πονώ για τους επαίνους και την καλή γνώμη των πολλών, βλέποντας μεγάλη διαφορά μεταξύ αυτής και της μέλλουσας αποφάσεως. Διότι τώρα σαν με κάποια προσωπεία κρυβόμαστε με τις γνώμες των πολλών, κατ’ εκείνη την ημέρα όμως στεκόμενοι μπροστά στο βήμα του Θεού με γυμνό το κεφάλι, αφού θα έχουν αφαιρεθεί τα προσωπεία αυτά, δεν θα μπορέσομε καθόλου να ωφεληθούμε ως προς την απόφαση εκείνη από την εδώ γνώμη, αλλ’ ακριβώς γι’ αυτό θα τιμωρηθούμε περισσότερο, διότι, αν και απολαύσαμε πολλούς επαίνους και πολλές επευφημίες από τους πολλούς, ούτε εξ αιτίας αυτού γίναμε καλύτεροι.
Σκεπτόμενος λοιπόν όλα αυτά, αναστέναξα πικρά. Γι’ αυτό σήμερα σηκώθηκα και ήρθα γρήγορα εδώ, ώστε ν’ απομακρύνω από σας, που ακούσατε εκείνα, τη γνώμη αυτή. Διότι το στεφάνι, όταν είναι μεγαλύτερο από το κεφάλι του στεφανουμένου, δεν σφίγγει τους κροτάφους, δεν κάθεται επάνω στο κεφάλι, αλλά, γενόμενο εξαιτίας του μεγέθους του χαλαρότερο και κατεβαίνοντας κάτω από τα μάτια, κάθεται γύρω από τον αυχένα και αφήνει αστεφάνωτο το κεφάλι. Αυτό λοιπόν έπαθα και εγώ, διότι το στεφάνι των εγκωμίων φάνηκε μεγαλύτερης αξίας από εκείνη που έχει το κεφάλι μου. Αλλ’ όμως, αν και αυτά έχουν έτσι, ο πατέρας μας, εξαιτίας της μεγάλης φιλοστοργίας του, δεν σταμάτησε προτού θέσει αυτό οπωσδήποτε επάνω μου. Αυτό περίπου κάνουν πολλές φορές και οι βασιλείς˙ παίρνοντας το βασιλικό στέμμα που ταιριάζει σ’ αυτούς, το τοποθετούν επάνω στα κεφάλια των παιδιών. Στη συνέχεια, όταν δουν ότι το παιδικό κεφάλι είναι μικρότερο από το στεφάνι, αφού βεβαιωθούν ότι δεν ταιριάζει η τοποθέτηση αυτού στο κεφάλι τους, το παίρνουν τότε και το φορούν οι ίδιοι.
Επειδή λοιπόν και ο πατέρας μας το στεφάνι που ταιριάζει σ’ αυτόν το τοποθέτησε επάνω σ’ εμένα και φάνηκε μεγαλύτερο από το δικό μου κεφάλι και επειδή δεν θα δεχόταν να το φορέσει ο ίδιος, εμπρός λοιπόν, βγάζοντας αυτό από πάνω μου, ας το τοποθετήσω πάλι στο κεφάλι του πατέρα μας που ταιριάζει. Διότι το όνομα του Ιωάννη το έχω εγώ, το φρόνημα όμως εκείνου υπάρχει σ’ αυτόν˙ και το όνομα βέβαια εκείνου το έλαβα εγώ, τη φιλοσοφία όμως εκείνου την απέκτησε αυτός. Γι’ αυτό και το όνομα εκείνου θα ήταν σωστό να το κληρονομήσει αυτός μάλλον παρά εγώ. (ΕΠΕ 37,277-279)