ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Θεία χάρις
Δεν μπορώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Γι΄ αυτό λέω. Όπως ένα μυρμήγκι, όταν βρίσκει μία τροφή εκεί, και πηγαίνει, ειδοποιεί όλο το κοπάδι, ας το πούμε, κι έρχονται πολλά μυρμήγκια να φάνε αυτήν την τροφή. Όπως κι ο άγιος Χρυσόστομος λέει: «Ο μόσχος πολύς, η τράπεζα γέμει, μηδείς εξέλθει πεινών» (στον πανηγυρικό λόγο της Αναστάσεως αυτό). Έτσι κι εγώ, δεν μπορώ να το συγκρατήσω. Δηλαδή, αυτό που βρήκα, έλα και συ, ελάτε να φάτε, εδώ έχει θησαυρό!
--------------
Όταν πλησιάζεις έναν άνθρωπο πνευματικό, παίρνεις. Παίρνεις.
--------------
Δηλαδή, η χάρις μεταδίδεται, και δια μέσου της προσευχής και εξ αποστάσεως μεταδίδεται η χάρις. Kαι, αν έχω καμιά καλή προσευχή, λέω, ο Γέροντας εύχεται για μένα εδώ κάτω, το λέω. Έτσι το αισθάνομαι κι εγώ.
--------------
Η χάρις έρχεται κατ΄ αυτόν τον τρόπο, να πούμε. Όταν εγώ, πάτερ, κοιμήθηκα, είδα μπροστά μου ένα εξαπτέρυγο -ή εξαπτέρυγο ήταν ή πολυόμματο, δεν γνωρίζω. Έτσι τουπ και το φίλησα. Όταν το είπα στον Γέροντα, λέει: «Όχι, παιδί μου, ότι ήτανε πολυόμματο, εξαπτέρυγο απάνω στον Ουρανό. Η χάρις έρχεται κατ΄ αυτόν τον τρόπο».
--------------
Χθες, προχθές διαβάσαμε τον Εσπερινό της Μεταμορφώσεως. Εκεί που λέει ο Θεός στον προφήτη Ηλία ότι, μετά που έφυγε και περπάτησε σαράντα μέρες, το πρώτο λέει: «Φωτιά, συντρίβων όρη και βουνά, και ουκ ην εκεί ο Θεός». Έπειτα λέει: «Ως εν συσσεισμώ, και ουκ ην ο Θεός εν τω συσσεισμώ», κι έπειτα «πυρ, και ουκ ην ο Θεός εν τω πυρί», και «αύρα λεπτή, εκεί ην ο Θεός» (Γ΄ Βασ. 19, 11-12). Στην αύρα τη λεπτή, η οποία μόνο τη νύχτα μπορεί ο άνθρωπος, εάν θέλει ο Θεός να τον χαριτώσει. Την ημέρα δύσκολα απολαμβάνει αυτό ο άνθρωπος. Διότι την ημέρα έχει πολλούς λογισμούς μέσα. Τη νύχτα το απολαμβάνει.
--------------
Όταν έρθει η χάρις ξεχνάς και τις θλίψεις και τα βάσανα, χαλάλι να γίνουν όλα. Όταν έρθει η λύπη, ξεχνάς τη χάρη και λες, αμάν, ο Θεός μ΄ εγκατέλειψε, ούτε να προσευχηθώ τίποτε, πάει, ο Θεός μ΄ εγκατέλειψε, τρόπον τινά, μ΄ έχει για την κόλαση. Όταν γυρίσεις από την άλλη πλευρά, ξεχνάς τα πρώτα∙ γυρίζεις στα πρώτα, ξεχνάς τα δεύτερα. Έτσι είναι. Ε, αυτό, γυμνάζεται ο άνθρωπος στην ταπείνωση. «Ουχί εγώ, αλλά η χάρις η συν εμοί», όπως έλεγε και ο Απόστολος (Α΄ Κορ. 15, 10). Γυμνάζεται ο άνθρωπος στην ταπείνωση.
--------------
Πολλές φορές πήγα μέσα στην εκκλησία, στο Ιερό, εδώ είναι ο Θεός. Σε πληροφορεί, να πούμε. Πολλές φορές που λειτουργούσε ο Γέροντας, εγώ δεν λειτουργούσα: ε, ή αυτός ή εγώ. Όλη η εκκλησία ήταν βουτηγμένη σε γλυκύτητα, στο μέλι, να πούμε. Ο Γέροντας λειτουργούσε κι εγώ αισθανόμουνα τη χάρη.
--------------
Όταν είχα το έκζεμα στη δράση του, να πούμε, δεν μπορούσα να καθίσω όπως κάθομαι τώρα, ξαπλωμένος όπως κοιμάται κανένας. Αν ήταν χειμώνας, είχα και το πάπλωμα από πάνω κι έκανα την ακολουθία. Να καθίσω έτσι δεν μπορούσα, όρθιος δεν μπορούσαν να καθίσω. Έτσι και αυτό έδωσε και μία νύξη, άφησα τη Λειτουργία, δεν μπορώ, πονάω, πονάω πολύ.
Ξαπλωμένος λοιπόν όπως ήμουνα και σκεπασμένος με το πάπλωμα, μου έρχεται μία χαρά μέσα μου, πολλή χαρά, ποτέ στη ζωή μου δηλαδή, και σ΄ αυτή την χάρη, δεν έχω αισθανθεί τόση πολλή χαρά. Η χαρά μεγάλωσε, μεγάλωσε κι ένα φως μέσα μου και ένα φως απ΄ έξω, γίνηκα κι εγώ ένα σαν φως όλο.
Παναγία μου, θα δω κάναν άγγελο τώρα, μήπως δω την Παναγία, καμιά θεοφάνεια θα δω τώρα, λέω, τόση χαρά.
Μετά, έτσι, λίγο-λίγο ταπεινώθηκε κι έσβησε. Ε, τέλειωσε αυτό και με πήρε ο ύπνος. Με πήρε ο ύπνος και βλέπω ότι θα γινόταν παρέλαση της βασιλικής οικογενείας. Καθόμουνα σ΄ ένα θεωρείο και βλέπω λοιπόν, περνούσαν τ΄ αυτοκίνητα ανοιχτά και κάθε πρίγκηπας είχε την οικογένειά του. Ε, λέω εγώ, φτωχόπαιδο, ερημίτης καλόγηρος, ν΄ αξιωθώ να δω αυτά τα πράγματα!
Και περνούσαν, πέρασαν τρεις -τέσσερις οικογένειες, έπειτα έγινε ένα φως υπό τον ουρανό και λέει: Έρχεται ο Βασιλεύς τώρα. Μ΄ αυτό ξύπνησα. Α, λέω, τον Βασιλέα δεν τον είδα! Τους πρίγκηπας τους είδα, αλλά οι πρίγκηπες μπροστά στον Βασιλέα δεν είναι τίποτες.
--------------
Ο γέρο-Ιωσήφ μας έλεγε ότι, αν πάτε σ΄ ένα σπίτι και έχετε πνευματική κατάσταση, μπορείτε να προσανατολιστείτε τι πνεύμα κυκλοφορεί στο σπίτι αυτό. Αν π.χ. υπάρχει πνεύμα αρπαγής ή ψεύδους ή χρημάτων κλπ. Αυτά που μας έλεγε εν μέρει τα καταλαβαίναμε. Τι εννοεί τώρα ο Γέροντας, να πας σ΄ ένα σπίτι και να καταλάβεις τι πνεύμα κυκλοφορεί; Όχι απίστευτο σου φαίνεται, αλλά και παράλογο ακόμη. Και όμως έτσι είναι.
Είχα πάει μία ημέρα να λειτουργήσω στον γέρο-Ιωσήφ. Μόλις μπήκα εις το κελλί του, λέω αμέσως: «Γέροντα, τι συμβαίνει εδώ μέσα;» «Τι είναι;» μου λέει. «Κάτι σαν να μου επιβάλλει σιωπή, Γέροντα». Αμέσως στην ψυχή μου δημιουργήθηκε τέτοια αίσθησις∙ σαν να ειδοποιήθηκε, τρόπον τινά, ότι εδώ μέσα υπάρχει σιωπή.
«Να σου ειπώ», λέει ο γέρο- Ιωσήφ. «Τώρα τη Μεγάλη Τεσσαροκοστή, το Σάββατο θα λειτουργήσουμε∙ θα κοινωνήσουμε∙ θα φάμε και θα ομιλήσουμε με τον π. Αρσένιο μέχρι την Κυριακή το βράδυ. Την Κυριακή βράδυ θα βάλουμε μετάνοια. Όλην την εβδομάδα κατόπιν δεν θα ομιλήσουμε. Μόνον με τα νοήματα συνεννοούμεθα. Θα έρθεις το Σάββατο εσύ, να κοινωνήσουμε, και τότε θα ομιλήσουμε κ.ο.κ.»
Τότε λοιπόν κατάλαβα, από την ιδική μου πείρα πλέον, εκείνα που μας έλεγε ο γέρο-Ιωσήφ.
Πόσο, μα πόσο γλυκύς είναι ο Ιησούς! Όλος χαρά, όλος αγάπη, όλος ειρήνη, όλος αγαλλίαση, όλος σκιρτήματα. Μα πόσο γλυκύς είναι ο Ιησούς!
--------------
Η χάρις διατηρείται με την ταπείνωση και την ευχαριστία εις τον Θεό.
Η ταπείνωσις ότι «εγώ δεν είμαι άξιος κληθήναι υιός Σου, ποίησόν με ως ένα των δούλων σου» (Λουκ. 15, 19).
--------------
Είναι όντως λυπηρό, ότι τον μέγα θησαυρόν που πήραμε στο άγιο Βάπτισμα, δηλαδή την υιοθεσίαν, και κατέχουμεν αυτόν, κατά τον Απόστολον. (Β΄ Κορ. 4,7), εν οστρακίνοις σκεύεσι, αγνοούμε. Και γι΄ αυτό εύκολα ραθυμούμε, εύκολα αδιαφορούμε, εύκολα καταφρονούμε, και μ΄ ένα λόγο εύκολα πίπτομεν.
Μακάριος είναι εκείνος, ο οποίος έλαβε την χάρη και απέθανε με αυτήν.
Μακαριότερος είναι εκείνος, ο οποίος έζησε και την ηύξησε, την εμεγάλωσε και έπειτα εκοιμήθη.
--------------
Είδα ένα όνειρο ότι πήγα στο χωριό μου, εκεί που γεννήθηκα. Και δεν πήγα στο πατρικό μου σπίτι, αλλά πήγα στην εκκλησία. Μπήκα στην εκκλησία, προχώρησα και μπήκα στο Ιερό. Εκεί είδα την κολυμβήθρα, εκεί που βαπτίσθηκα, εκεί που ήρθε η χάρις. Γονάτισα, την αγκάλιασα, τη φίλησα, τη φίλησα, τη φίλησα με πολλά δάκρυα.
--------------
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
Ο αββάς μου ο καλός, η πληγωμένη μου ψυχούλα, ο ταλαιπωρημένος καλογεράκος, ο π. Προκόπιος ήταν και στην αρρώστια και στα γηρατειά διακριτικός και βολικός. Δεν πρόλαβα να τον διακονήσω και έφυγε, πέταξε για τον ουρανό το 1968. Την ευχή τους να έχουμε. Ο Θεός να τους αναπαύσει στο έλεός Του και να τους έχει στα δεξιά Του.
Πάντως, όταν έφυγαν τα γεροντάκια, κατάλαβα τον π. Γεδεών. Τότες είχε κοιμηθεί ο γέροντάς του και είχε μείνει μόνος. Ο π. Γεδεών άνθρωπος διακριτικός, να πούμε, καλλιεργημένος, λεπτή ψυχή, δεν ενοχλούσε ποτέ. Ένα απόγευμα βγαίνει έξω, εκεί που είναι το καλύβι τους και αρχίζει να φωνάζει. Βγαίνω και εγώ να δω τι συμβαίνει.
- Ευλόγησον. Τι θέλεις; Είσαι καλά;, του φωνάζω.
- Συγχώρα με, παπά μου. Καλά είμαι. Όσο γι’ αυτό που θέλω θα το καταλάβεις και εσύ αργότερα.
Το κατάλαβα, όταν έμεινα και εγώ μόνος μου. Τι ήθελε η ψυχούλα; Να ακούσει μία ανθρώπινη φωνή. Βλέπεις, παιδί μου, ο άνθρωπος είναι από την φύση του, τρόπον τινά, κοινωνικός. Έτσι τον έφτιαξε ο Δημιουργός του. Εδώ στην έρημο, άμα δεν γεμίσεις με προσευχή τον χρόνο σου, μπορεί να τρελαθείς. Τι είναι η προσευχή; Κοινωνία είναι. Δεν είναι; Βάλε λοιπόν μέσα στη μοναξιά κοινωνία για να την αντιμετωπίσεις. Έμεινα και εγώ μόνος, όταν εκοιμήθησαν οι παππούδες. Όμως ο Θεός δεν αφήνει. Είδε τον αμαρτωλό παπά Εφραίμ και είπε: «οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον». Έτσι πήρε τα γεροντάκια και μου έστειλε τα αγγελουδάκια μου, τα παιδάκια μου. Ήμουν εγώ άξιος να έχω τέτοια παιδάκια; Ήμουν άξιος…;
(αποσπάσματα από το βιβλίο του π. Σπυρίδωνα Βασιλάκου "Έλα Φως", Συνάντηση με τον Όσιο Εφραίμ Κατουνακιώτη)
Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός μας λέει: «Περιπατείτε έως το φως έχετε, ίνα μη σκοτία υμάς καταλάβη» (Ιω. 12:35). Ακόμα έχετε το φως του Χριστού, ακόμα έχετε τη δυνατότητα να πηγαίνετε στον ναό, να ακούτε τις εντολές, να ακούτε το Ευαγγέλιο. Να περπατάτε μέσα σ’ αυτό το φως. Γιατί, όταν έλθει ο θάνατος, το φως αυτό θα σβήσει για σας. Πέραν του τάφου δεν υπάρχει μετάνοια και θα πάρετε ανταπόδοση σύμφωνη με όσα έχετε κάνει στη ζωή σας.
Περπατάτε λοιπόν στο φως όσο έχετε το φως, για να μη σας καταλάβει το σκοτάδι, το σκοτάδι το αιώνιο, το σκοτάδι του θανάτου. Ο θείος απόστολος Παύλος λέει: «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας» (Β’ Κορ. 6:2). Τώρα, όσο ζούμε, είναι για μας καιρός ευπρόσδεκτος, καιρός σωτηρίας. Τώρα πρέπει να σκεφτόμαστε τη σωτηρία μας και να προετοιμαζόμαστε για την αιώνια ζωή. Αυτό κάνουν όλοι οι χριστιανοί, όλοι όσοι αγαπάνε τον Χριστό.
Πριν 70 χρόνια ζούσε στην Αγία Πετρούπολη ένας γιατρός που λεγόταν Γαάζ. Αυτός υπηρετούσε στις φυλακές και είχε καρδιά αγαθή, καρδιά γεμάτη ευσπλαχνία και αγάπη για τους ανθρώπους. Από τη θέση του, του γιατρού των φυλακών, προσπαθούσε όσο μπορούσε να βοηθήσει τους δυστυχισμένους ανθρώπους που κρατιούνταν εκεί. Έβλεπε πως έστελναν στα κάτεργα αλυσοδέσμιους κατάδικους, γνώριζε ότι θα περπατήσουν με τα πόδια χιλιάδες βέρστια μέχρι να φτάσουν στη Σιβηρία και η καρδιά του έσφιγγε από τον πόνο. Για να αισθανθεί τον πόνο τους μια φορά φόρεσε στα πόδια του αλυσίδες και περπατούσε μ’ αυτές ώρες στην αυλή του σπιτιού του.
Όταν βρισκόταν στην κλίνη του θανάτου, ο άγιος αυτός άνθρωπος και γιατρός, είπε στους συγκεντρωμένους γύρω του ανθρώπους τα εξής θαυμαστά λόγια, τα οποία πρέπει να τα βάλουμε καλά στον νου μας: «Να βιάζεστε να κάνετε καλό για τους άλλους». Να βιάζεστε γιατί ο θάνατος όλους μας περιμένει. Να μην είστε επιπόλαιοι, να είστε πιστοί μέχρι θανάτου και θα σας δώσει ο Θεός τον στέφανο της ζωής.
Ο προφήτης Ησαΐας είπε ένα λόγο, τον οποίο επίσης πρέπει καλά να θυμόμαστε και που πρέπει βαθιά να αποτυπωθεί στην καρδιά μας: «Έκστητε, λυπήθητε, αι πεποιθυίαι, εκδύσασθε, γυμναί γένεσθε, περιζώσασθε σάκκους τας οσφύας» (Ησ. 32:11). Τρέμετε, ανέγνοιαστες, να έχετε τη μνήμη του θανάτου, να σκέφτεστε πάντα την ώρα όταν θ’ αφήσετε αυτή τη ζωή και ποτέ να μην το ξεχνάτε.
Και για να μην το ξεχνάμε, για να μπορέσουμε να ακολουθήσουμε την οδό του Χριστού και να μη φοβόμαστε τον θάνατο, χρειαζόμαστε βοήθεια από τον Παντοδύναμο Θεό. Χωρίς αυτή τη βοήθεια δεν θα νικήσουμε τους πειρασμούς του διαβόλου, γι’ αυτό πρέπει να ζητάμε να μας στείλει ο Θεός τη χάρη του. Κύριε, ελέησέ μας τους αμαρτωλούς, Κύριε, βοήθησέ μας!
Πρέπει να Τον ικετεύουμε έτσι όπως Τον ικέτευε η γυναίκα η ειδωλολάτρισσα, για την οποία ακούσατε σήμερα στο ευαγγελικό ανάγνωσμα (Μτ. 15:21-28). Αυτή ήταν Χαναναία και όταν είδε τον Χριστό με τους μαθητές του άρχισε να φωνάζει δυνατά και να Τον ικετεύει: «Ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαυΐδ· η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται». Αλλά ο Κύριος δεν της έδινε σημασία και συνέχιζε σιωπηλά τον δρόμο του. Η γυναίκα συνέχιζε να Τον ικετεύει, όμως Εκείνος δεν απαντούσε. Στο τέλος οι μαθητές του Του είπαν: «Απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών». Και ο Κύριος απάντησε: «Ουκ απεστάλην ει μη εις τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ».
Η γυναίκα όμως συνέχιζε να Τον ικετεύει. Τι της είπε τότε ο Κύριος; «Ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις». Και άκουσε μία απάντηση καταπληκτική για την ταπείνωση και την πραότητα: «Ναι, Κύριε· και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών» – δώσε μου, Κύριε, ένα ψίχουλο από το έλεός σου! Σταμάτησε ο Κύριος, όταν το άκουσε, και της είπε: «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις! Γενηθήτω σοι ως θέλεις. Και ιάθη η θυγάτηρ αυτής από της ώρας εκείνης».
Πολλοί από μας έχουν ζωή που δεν αρμόζει στους χριστιανούς. Πολλοί είναι βεβαρημένοι με διάφορες αμαρτίες, πολλοί έχουν ξεχάσει τον λόγο του Θεού: «Το κέντρον του θανάτου η αμαρτία» (Α’ Κορ. 15:56). Ο θάνατος πληγώνει αυτόν που είναι δούλος της αμαρτίας. Τότε, αν είμαστε τόσο αδύναμοι, αν το ένδυμα της ψυχής μας είναι όλο μαύρο από τις αμαρτίες μας, δεν είμαστε και εμείς σαν τα σκυλιά, δεν πρέπει και εμείς να κράζουμε προς τον Θεό, όπως έκραζε εκείνη η Χαναναία γυναίκα; «Κύριε, είμαι σαν το σκυλί, αλλά ελέησόν με!»
Κυριακή ΙΖ’ Ματθαίου: Κύριε, ελέησέ μας, Κύριε, βοήθησέ μας! (Άγιος Λουκάς Αρχιεπίσκοπος Κριμαίας)
(Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, "Λόγοι και ομιλίες", τόμος Γ’, εκδ. "Ορθόδοξος Κυψέλη", Θεσσαλονίκη 2003, σ. 286, απόσπασμα)
Λουκά ε΄ 3
Ο Ιησούς έκανε άμβωνα το πλοίο. Απ’ εκεί δίδαξε και διδάσκει τον κόσμο.
Η Εκκλησία του Χριστού είναι η «νοητή ναύς» και ο άμβων είναι η πρώρα της.
Ο Ιησούς εξακολουθεί δια μέσου των αιώνων να κηρύττη «εκ του πλοίου».
Ο άμβων υπήρξεν ο οδηγός των ανθρώπων- ταξιδιωτών. Απ’ εκεί, οι ναύκληροι
της Εκκλησίας ατενίζουν στο βάθος του ορίζοντος και προαναγγέλλουν
για τα ερχόμενα και τον Ερχόμενο. Απ’ εκεί προμαντεύουν τις τρικυμίες
της ζωής και της θύελλες της ιστορίας. Απ’ εκεί βροντά ως κεραυνός
ο λόγος Κυρίου Σαβαώθ ή πνέει ως αύρα λεπτή η χάρις του Πνεύματος.
Ο Ιησούς διδάσκει τους ανθρώπους «εν πλώ» προς την Πατρίδα.
Το κήρυγμα του Ιησού δεν είναι διηγήσεις κοντά στο τζάκι,
αλλά οδηγίαι και σήματα προς τους ναυτιλομένους. Ο λόγος του Ιησού
είναι εντολές του Κυβερνήτου προς το πλήρωμα της «νοητής νηός».
Είναι ακόμη πνοή ανέμου στα πανιά του ποντοπόρου ανθρώπου,
που τον βοηθεί να προχωρή προς τα εμπρός· ν’ ανοίγεται προς το πέλαγος,
προς την αιωνιότητα. Ο Ιησούς ήλθε προς «τους αποδήμους της αυτού χάριτος»
για να τους πάρη με το πλοίο της Εκκλησίας του και τους επαναφέρη στην Πατρίδα.
«Δια της νηός εικονίζεται η καθολική του Χριστού Εκκλησία,
της οποίας, τροπίς μεν είναι η προς την αγίαν Τριάδα ορθόδοξος πίστις.
Δοκοί δε και σανίδες, τα της πίστεως δόγματα και αι παραδόσεις.
Ιστός, ο Σταυρός. Άρμενα, η Ελπίς και η Αγάπη.
Κυβερνήτης, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Πρωρείς και ναύται,
οι Απόστολοι και οι των Αποστόλων διάδοχοι, και κληρικοί πάντες...
Επιβάται, άπαντες οι ορθόδοξοι Χριστιανοί. Θάλασσα, ο παρών βίος.
Πνεύμα γαληνόν και ζεφύρων, αι τον Αγίου Πνεύματος πνοαί τε και χάριτες.
Άνεμοι, οι κατ΄ αυτής πειρασμοί»
(Νικόδημος Αγιορείτης, Πηδάλιον).
Σκέψεις για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού Μέρος 1ο
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, "Εκείνος" Ο Ιησούς Χριστός,
εκ. Γρηγόρη, σελ.108)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 17
Στίχ. 20-37. Η βασιλεία του Θεού και το καθήκον μας.
17.22 Εἶπεν(1) δὲ πρὸς τοὺς μαθητάς(2), ᾽Ελεύσονται ἡμέραι(3)
ὅτε ἐπιθυμήσετε μίαν τῶν ἡμερῶν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἰδεῖν(4)
καὶ οὐκ ὄψεσθε(5).
22 Είπε τότε στους μαθητές: «Θα έρθει καιρός που θα θελήσετε
να δείτε μία από τις ημέρες του Υιού του Ανθρώπου και δε θα τη δείτε.
(1) Δες Ματθ. κδ 23,26 και Μάρκ. ιγ 21, με τα οποία είναι εν μέρει
παράλληλο το παρόν τμήμα του Λουκά.
(2) Στους Φαρισαίους ο Κύριος έπρεπε να υπενθυμίσει τον πνευματικό
χαρακτήρα της βασιλείας. Παρόλ’ αυτά δεν αποσκοπούσε με όσα είπε
να αρνηθεί την ένδοξη και εξωτερική εμφάνιση της βασιλείας αυτής
κατά την συντέλεια του κόσμου. Για να αναπτύξει όμως την άλλη αυτή
πλευρά της αλήθειας, στρέφεται τώρα προς τους μαθητές του.
Η σειρά λοιπόν των ιδεών που αναπτύσσονται έχει ως εξής: Η βασιλεία,
με την εξωτερική έννοια, με την οποία δέχονται αυτήν οι Φαρισαίοι,
δεν θα έλθει τόσο προσεχώς (στιχ. 22)· και όταν θα έλθει,
δεν θα προκληθεί κάποια αβεβαιότητα για την εμφάνισή της (στιχ. 23,24)(g).
(3) «Προειδοποιεί λοιπόν ότι πριν από την άφιξή του από τους ουρανούς,
η οποία θα γίνει κατά τη συντέλεια του κόσμου, θα έλθει θλίψη και διωγμός,
ώστε θα επιθυμήσουμε να δούμε μία ημέρα αυτού» (Κ).
Στις αρχές βέβαια θα έχετε μεγάλες επιτυχίες. Αλλά μη νομίζετε,
ότι πάντοτε θα γίνεται έτσι. Όχι. Αλλά πρόκειται να διωχτείτε
και να διασκορπιστείτε, να φυλακιστείτε και να σας επιβάλλουν σιγή.
Έτσι ώστε δεν θα έχετε πάντοτε ευκαιρίες να κηρύττετε το ευαγγέλιο
άφοβα και χωρίς αντιδράσεις. Εξωτερικοί διωγμοί και εμπόδια θα περιορίζουν
τη δράση σας και θα δυσχεραίνουν αυτήν. Μερικές φορές και η μέσα σας
παρουσία του Πνεύματος θα γίνεται λιγότερο αισθητή και η από αυτήν
παρηγοριά φειδωλή και λιγότερο πλούσια. Ο επουράνιος Πατέρας μάς καταρτίζει,
για να μάθουμε στην πράξη, τι αξία έχουν τα ελέη του, πόσο ισχυρή
και ανίκητη είναι η αόρατη δύναμή του, πόσο αδύνατοι είμαστε εμείς
και πόσο πρέπει να ταπεινωνόμαστε για τις τυχόν επιτυχίες μας
αποδίδοντας αυτές στο Θεό.
(4) Ή, ημέρες του υιού του ανθρώπου εννοεί αυτές στη γη, «δηλαδή εκείνη
κατά την οποία θα ζούμε ακόμη και θα συμβιώνουμε με το Χριστό» (Κ).
«Διότι παρόλο που ήταν μαζί του, δεν ζούσαν όμως τελείως άκοπα και ακίνδυνα…
αλλά συγκρινόμενα με τους μελλοντικούς κινδύνους αυτά που τους συνέβαιναν πριν,
θα φαίνονται σαν να ήταν πολύ ακίνδυνα» (Θφ)· «βάζοντας δηλαδή
σε αντιπαράθεση τα μεγαλύτερα κακά, είναι οπωσδήποτε
προτιμητέα τα μικρότερα» (Κ).
Ή, πιο σωστά· μία από τις ημέρες της ένδοξης φανέρωσης του Θεού
και Σωτήρα μας (δ)· μία πρόγευση της μελλοντικής δόξας (p)·
μία θεία επίσκεψη και εκδήλωση για ενίσχυση της διωκομένης
και κουρασμένης εκκλησίας (g).
(5) Ο στεναγμός και η ευχή: Ω! μία και μόνο ημέρα της δόξας του ουρανού
κατά την ώρα αυτή της θλίψης· θα ακουστεί μάταια. Δεν θα δείτε την ημέρα
αυτή όχι διότι δεν πρόκειται να έλθει ποτέ, αλλά διότι δεν θα είναι τότε,
όταν θα ζητήσετε αυτήν, ο καιρός της έλευσής της (p).
Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια:Αθανάσιος Καραλάσκος (Από το βιβλίο του Ιωάννη Δ. Καραβιδόπουλου Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα. Τόμος α΄ Απόκρυφα Ευαγγέλια, Θεσσαλονίκη 1999, εκδόσεις Πουρναρά). Χρόνος συγγραφής μετά το 150 μ.Χ. αγνώστου συγγραφέα. Σε αυτό στηρίχτηκαν εν μέρει όλες οι γιορτές της Θεοτόκου έως τον Ευαγγελισμό.
ΣΥΛΛΗΨΗ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ
1.1. Στις ιστορίες των δώδεκα φυλών του Ισραήλ γίνεται λόγος για τον Ιωακείμ, που ήταν πολύ πλούσιος και συνήθιζε να προσφέρει διπλά τα δώρα του στο Ναό, λέγοντας: «Ας είναι ένα μέρος της περιουσίας μου για το λαό και ένα άλλο αφιερωμένο στον Κύριο μου για να συγχωρεί τις αμαρτίες μου και για τον εξιλασμό μου». 2. Πλησίαζε η ημέρα τον Κυρίου η μεγάλη και οι υιοί Ισραήλ πρόσφεραν τα δώρα τους. Στάθηκε τότε μπροστά του ο Ρουβείμ και του είπε: «Δεν σου επιτρέπεται να προσφέρεις πρώτος τα δώρα σου, αφού δεν έκανες απογόνους στον Ισραήλ». 3. Ο Ιωακείμ τότε λυπήθηκε πολύ και πήγε στα βιβλία των δώδεκα φυλών του Ισραήλ μονολογώντας: «Θα κοιτάξω προσεκτικά στα βιβλία των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, για να διαπιστώσω αν είμαι ο μόνος που δεν έκανα απογόνους στον Ισραήλ». Ερεύνησε και βρήκε ότι όλοι οι δίκαιοι ανάστησαν απογόνους στον Ισραήλ. Θυμήθηκε και τον πατριάρχη Αβραάμ που την έσχατη ώρα του χάρισε ο Θεός υιό, τον Ισαάκ. 4. Λυπήθηκε πολύ ο Ιωακείμ και δεν εμφανίστηκε στη γυναίκα του, αλλά κατευθύνθηκε στην έρημο, όπου έστησε τη σκηνή του, νήστεψε επίσης σαράντα μερόνυχτα μονολογώντας: «Δεν θα κατεβώ ούτε για φαγητό ούτε για ποτό, έως ότου με επισκεφτεί ο Κύριος, ο Θεός μου, και θα είναι τροφή και ποτό η προσευχή μου».
2. 1. Η γυναίκα του η Άννα θρηνούσε δύο θρήνους και οδυρόταν δύο οδυρμούς, έλεγε: «Θα οδύρομαι για τη χηρεία μου, θα οδύρομαι για την ατεκνία μου». 2. Πλησίαζε η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και της είπε η δούλη της η Ιουδίθ: «Έως πότε θα ταπεινώνεις τον εαυτό σου; Να έφτασε η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και δεν επιτρέπεται να πενθείς. Πάρε, λοιπόν, αυτή τη μαντίλα που μου έδωσε η κυρία του εργαστηρίου, δεν αρμόζει άλλωστε σε εμένα να τη φορώ, γιατί εγώ είμαι δούλα, ενώ αυτή έχει βασιλικά χαρακτηριστικά». 3. Και η Άννα τής αποκρίθηκε: «Φύγε από κοντά μου, και εγώ δεν τα προκάλεσα αυτά, αλλά ο Κύριος με ταπείνωσε, μήπως όμως κάποιος πανούργος σου χάρισε το μαντήλι και ήρθες να μοιραστείς μαζί μου την αμαρτία σου;». Και η Ιουδίθ απάντησε: «Γιατί να σε καταραστώ, αφού ο Κύριος έκλεισε τη μήτρα σου για να μην δώσεις καρπό στον Ισραήλ»; 4. Στεναχωρήθηκε πολύ η Άννα. Πέταξε από πάνω της τα πένθιμα ρούχα, έλουσε το κεφάλι της και ντύθηκε τα νυφικά της φορέματα. Κατά την ένατη ώρα κατέβηκε στον κήπο να περπατήσει. Είδε μια δάφνη, κάθησε κάτω από αυτήν και ικέτεψε με τέτοια θερμά λόγια τον Κύριο: «Θεέ των πατέρων μας, ευλόγησέ με και εισάκουσε τη δέησή μου, όπως ευλόγησες τη μήτρα της Σάρρας και της έδωκες υιό, τον Ισαάκ».
3. 1. Καθώς έστρεψε τα μάτια της προς τον ουρανό, είδε μια φωλιά σπουργιτιών μέσα στη δάφνη και θρήνησε μέσα της λέγοντας: «Αλίμονο σε μένα, ποιος με γέννησε; ποια μήτρα με έφερε στον κόσμο; Γεννήθηκα καταραμένη ανάμεσα στους υιούς Ισραήλ και με χλεύασαν στο Ναό του Κυρίου. 2. Αλίμονο, σε ποιον έμοιασα εγώ; δεν έμοιασα ούτε στα πετεινά του ουρανού, αφού ακόμη και τα πετεινά του ουρανού είναι γόνιμα ενώπιον Σου, Κύριε. Αλίμονο, σε ποιον έμοιασα εγώ; δεν έμοιασα ούτε στα θηρία της γης, γιατί ακόμη και τα θηρία είναι γόνιμα ενώπιον Σον, Κύριε. 3. Αλίμονο, σε ποιον έμοιασα εγώ; δεν έμοιασα ούτε σε αυτά τα (τρεχούμενα) νερά, αφού ακόμη και τα νερά είναι γόνιμα ενώπιον Σου, Κύριε. Αλίμονο, σε ποιον έμοιασα εγώ; δεν έμοιασα ούτε σε τούτη εδώ τη γη, γιατί ακόμη και τούτη η γη προσφέρει τους καρπούς της στον κατάλληλο καιρό και Σε ευλογεί, Κύριε».
4. 1. Και να ένας άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε μπροστά της και της είπε: «Άννα, Άννα, ο Κύριος εισάκουσε τη δέηση σου, θα συλλάβεις και θα γεννήσεις και θα μιλούν για το σπέρμα σου σε όλη την οικουμένη». Και η Άννα αποκρίθηκε: «Ζει Κύριος, ο Θεός μου, εάν γεννήσω, είτε αγόρι είτε κορίτσι, θα το προσφέρω ως δώρο στον Κύριο, τον Θεό μου, να τον υπηρετεί όλες τις ημέρες της ζωής του». 2. Ήλθαν τότε δύο αγγελιοφόροι και της είπαν: «Να, ο Ιωακείμ, o άνδρας σου, έρχεται με τα πρόβατά του». Άγγελος Κυρίου είχε κατεβεί σε αυτόν και του είπε: «Ιωακείμ, Ιωακείμ, ο Κύριος, ο Θεός εισάκουσε τη δέησή σου, κατέβα λοιπόν από αυτόν τον τόπο, γιατί η γυναίκα σου θα συλλάβει». 3. Κατέβηκε τότε ο Ιωακείμ, κάλεσε τους βοσκούς του και τους παράγγειλε: «Φέρτε εδώ δέκα προβατίνες χωρίς κηλίδα ή ψεγάδι για να τις προσφέρω θυσία στον Κύριο, το Θεό μου, φέρτε μου επίσης δώδεκα μοσχάρια τρυφερά για να τα προσφέρω στους ιερείς και τη γερουσία και φέρτε μου τέλος και εκατό κατσίκια για όλο το λαό». 4. Και να ο Ιωακείμ έφθασε με τα κοπάδια του και η Άννα στάθηκε στην πύλη, σαν είδε τον Ιωακείμ να έρχεται, έτρεξε και κρεμάστηκε στο λαιμό του λέγοντας: «Τώρα ξέρω καλά ότι ο Κύριος, ο Θεός μου έδωκε πλούσια την ευλογία Του, γιατί να που η χήρα δεν θα είναι πια χήρα και να που η άτεκνος θα συλλάβει». Ο Ιωακείμ ξεκουράστηκε την πρώτη ημέρα στο σπίτι του.
5. l.Την επόμενη μέρα πρόσφερε τα δώρα του αναλογιζόμενος: «Αν ο Κύριος, ο Θεός, μου δώσει χάρη, θα μου (το) φανερώσει το πέταλο του ιερέα». Πρόσφερε, λοιπόν, ο Ιωακείμ τα δώρα του και παρατηρούσε το πέταλο του ιερέα καθώς ανέβηκε στο θυσιαστήριο του Κυρίου και δεν είδε τίποτε να μαρτυρεί αμαρτία εναντίον του. Και είπε ο Ιωακείμ: «Τώρα ξέρω ότι ο Κύριος μου έδωσε τη χάρη του και συγχώρησε όλα τα αμαρτήματά μου». Έτσι κατέβηκε δικαιωμένος από το Ναό του Κυρίου και γύρισε στο σπίτι του.
ΓΕΝΝΗΣΗ ΜΑΡΙΑΣ
2. Εν τω μεταξύ συμπληρώθηκαν οι μήνες της και τον ένατο μήνα η Άννα γέννησε. Ρώτησε τη μαία: «Τι γέννησα»; Και εκείνη της αποκρίθηκε: «Κορίτσι». Είπε τότε η Άννα: «Η ψυχή μου σήμερα ευφράνθηκε όσο ποτέ άλλοτε» και την έβαλε στο κρεβάτι. Όταν συμπληρώθηκαν οι μέρες της, η Άννα πλύθηκε, έδωσε στο παιδί της το μαστό της για να θηλάσει και την ονόμασε Μαριάμ.
6. 1. Μέρα με τη μέρα το κορίτσι μεγάλωνε και όταν έγινε έξι μηνών, την κράτησε η μητέρα της όρθια για να δει αν στέκεται. Η Μαριάμ έκανε επτά βήματα και έπεσε στην αγκαλιά της. Την άρπαξε τότε η Άννα, τη σήκωσε υψηλά και είπε: «Ζει Κύριος, ο Θεός μου δεν θα περπατήσεις στη γη, έως ότου σε οδηγήσω στο Ναό του Κυρίου». Και διαμόρφωσε στο υπνοδωμάτιό της ένα εξαγνισμένο χώρο, όπου τίποτε το μολυσμένο ή ακάθαρτο δεν επέτρεπε να περάσει. Κάλεσε επίσης τις αμόλυντες θυγατέρες των Εβραίων για να παίζουν μαζί της. 2. Όταν το κορίτσι έγινε ενός έτους, ο Ιωακείμ έκανε γιορτή μεγάλη. Κάλεσε τους ιερείς, τους γραμματείς, τη γερουσία και όλο το λαό του Ισραήλ. Παρουσίασε τότε ο Ιωακείμ την κόρη του στους ιερείς και την ευλόγησαν λέγοντας: «Θεέ των πατέρων μας, ευλόγησε αυτήν την κόρη και χάρισέ της όνομα ξακουστό και αιώνιο σε όλες τις γενιές». Και ο λαός αποκρίθηκε: «Γένοιτο, γένοιτο, αμήν». Την παρουσίασε επίσης στους αρχιερείς και αυτοί την ευλόγησαν λέγοντας: «Θεέ των πατέρων μας, στρέψε το βλέμμα Σου σε αυτή την κόρη και ευλόγησέ την με την έσχατη και ολοκληρωτική ευλογία, που ανώτερή της δεν υπάρχει». 3. Την πήρε στην αγκαλιά της η μητέρα της και την οδήγησε στον εξαγνισμένο χώρο του υπνοδωματίου της, όπου της έδωσε το μαστό της για να θηλάσει. Και έψαλε η Άννα αυτό το άσμα στον Κύριο, τον Θεό: «Θα ψάλω ένα άσμα στον Κύριο, τον Θεό μου, γιατί με σπλαχνίστηκε και με απάλλαξε από τη ντροπή των εχθρών μου. Μου έδωσε ο Κύριος καρπό της δικαιοσύνης Του, μοναδικό και πολλαπλάσιο ενώπιόν Του. Ποιος θα αναγγείλει στους υιούς της φυλής Ρουβείμ ότι η Άννα θηλάζει; Ακούστε, ακούστε, οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ ότι η Άννα θηλάζει». Κι αφού την έβαλε να αναπαυτεί στον εξαγνισμένο χώρο, βγήκε και υπηρετούσε τους καλεσμένους. Όταν τελείωσε το δείπνο, έφυγαν γεμάτοι αγαλλίαση, δοξάζοντας τον Θεό του Ισραήλ.
ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
7. 1. Καθώς περνούσαν οι μήνες, το παιδί μεγάλωνε. Όταν έγινε δύο ετών, είπε ο Ιωακείμ στην Άννα: «Ας την οδηγήσουμε στο ναό του Κυρίου, για να εκπληρώσουμε την υπόσχεση που δώσαμε, μήπως μας στείλει ο Κύριος την οργή Του και δεν γίνει δεκτό τότε το δώρο μας». Η Άννα τότε απάντησε: «Ας περιμένουμε το τρίτο έτος, για να μην αποζητήσει το κορίτσι τον πατέρα ή την μητέρα». Και o Ιωακείμ είπε: «Ας περιμένουμε».
2. Όταν έγινε τριών χρόνων το κορίτσι, είπε ο Ιωακείμ: «Προσκαλέστε τις αμόλυντες θυγατέρες των Εβραίων να πάρουν από μια λαμπάδα, που θα κρατούν αναμμένη, ώστε να μην στραφεί το κορίτσι προς τα πίσω και μείνει αιχμάλωτη η καρδιά της μακριά από το Ναό του Κυρίου». Έτσι έκαναν, λοιπόν, ώσπου ανέβηκαν στο ναό του Κυρίου, όπου ο ιερέας την υποδέχτηκε, την ασπάστηκε, την ευλόγησε και είπε: «Ο Κύριος δόξασε το όνομά σου σε όλες τις γενιές. Μέσα από εσένα θα αποκαλύψει o Κύριος στις έσχατες ημέρες τη λύτρωσή Του στους Ισραηλίτες». 3. Ο ιερέας την έβαλε να καθίσει στον τρίτο αναβαθμό [σκαλί] του θυσιαστηρίου. Ο Κύριος, ο Θεός, της έδωσε χάρη και χόρεψε (με τα πόδια της) και όλος ο λαός του Ισραήλ την αγάπησε.
8. l. Οι γονείς της επέστρεψαν γεμάτοι θαυμασμό και δοξάζοντας τον δεσπότη Θεό, γιατί η κόρη τους δεν στράφηκε προς τα πίσω. H δε Μαρία ζούσε στο Ναό του Κυρίου τρεφόμενη σαν περιστέρι και έπαιρνε την τροφή της από το χέρι αγγέλου.
ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ ΜΑΡΙΑΣ
2.Όταν έγινε δώδεκα ετών, έκαναν συμβούλιο οι ιερείς συζητώντας: «Να η Μαρία έγινε δωδεκαετής ζώντας στο Ναό του Κυρίου, τι να κάνουμε λοιπόν με αυτήν για να μην μολύνει τον ιερό χώρο του Κυρίου»; Και είπαν στον αρχιερέα: «Εσύ στέκεσαι μπροστά στο θυσιαστήριο του Κυρίου, είσελθε, λοιπόν, και ό,τι σου αποκαλύψει ο Κύριος αυτό θα κάνουμε». 3. Ο αρχιερέας φόρεσε το δωδεκακώδωνο άμφιο εισήλθε στα άγια των αγίων και προσευχήθηκε για αυτήν. Και να άγγελος Κυρίου του παρουσιάστηκε και είπε: «Ζαχαρία, Ζαχαρία, βγες έξω και συγκέντρωσε τους χήρους του λαού να φέρει ο καθένας ένα ραβδί και σε όποιον ο Κύριος δείξει κάποιο σημάδι, αυτού θα γίνει γυναίκα». Βγήκαν οι κήρυκες σε όλη την περιοχή της Ιουδαίας, ήχησε η σάλπιγγα του Κυρίου και έτρεξαν όλοι.
9. 1. Ο Ιωσήφ έριξε το σκεπάρνι και πήγε να τους συναντήσει. Όταν συγκεντρώθηκαν, πήγαν με τα ραβδιά στον αρχιερέα. Εκείνος πήρε τα ραβδιά όλων, εισήλθε στο Ναό και προσευχήθηκε. Αφού τελείωσε την προσευχή, πήρε τα ραβδιά, βγήκε και τους τα παρέδωσε. Κανένα όμως σημάδι δεν υπήρχε σε αυτά. Το τελευταίο ραβδί το πήρε ο Ιωσήφ και να ένα περιστέρι ξεπήδησε από το ραβδί και πέταξε πάνω στο κεφάλι του Ιωσήφ. Ο ιερέας είπε τότε στον Ιωσήφ: «Σε σένα έλαχε ο κλήρος να παραλάβεις την παρθένο του Κυρίου υπό την προστασία σου». 2. Ο Ιωσήφ όμως απάντησε: «Έχω γιους και είμαι γέρος, ενώ αυτή είναι νεαρή, θα με περιγελάσουν οι υιοί Ισραήλ». Και ο ιερέας αποκρίθηκε στον Ιωσήφ: «Φοβήσου τον Κύριο, τον Θεό σου, και θυμήσου τι έκανε ο Θεός στον Δαθάν, τον Αβειρών και τον Κορέ, πως δηλαδή σχίστηκε η γη και τους κατάπιε εξαιτίας της αντιλογίας τους. Και τώρα φοβήσου και εσύ Ιωσήφ, μήπως συμβούν αυτά στο σπίτι σου». 3. Φοβήθηκε ο Ιωσήφ και την παρέλαβε υπό την προστασία του. Και είπε ο Ιωσήφ στη Μαρία: «Να, σε παρέλαβα από το Ναό του Κυρίου και τώρα σε αφήνω στο σπίτι μου, πηγαίνω να χτίσω τις οικοδομές μου και θα επιστρέψω κοντά σου: Ο Κύριος θα σε διαφυλάξει».
ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΜΑΡΙΑΣ
10. 1. Συσκέφθηκαν οι ιερείς και είπαν: «Ας κάνουμε ένα παραπέτασμα για τον Ναό του Κυρίου». Και ο ιερέας πρόσταξε: «Καλέστε μου αμόλυντες παρθένες από τη φυλή του Δαβίδ». Οι υπηρέτες πήγαν και αναζήτησαν και βρήκαν επτά παρθένες. Θυμήθηκε τότε ο ιερέας και το κορίτσι, την Μαριάμ, που καταγόταν από τη φυλή του Δαβίδ και ήταν αμόλυντη ενώπιον του Θεού. Πήγαν τότε οι υπηρέτες και την έφεραν. 2. Τις οδήγησαν στο Ναό του Κυρίου και είπε ο ιερέας: «Ρίξτε κλήρο ποια θα υφάνει το χρυσό και ποια τον αμίαντο, ποια το λινό και ποια το μετάξι, ποια το υακίνθινο και ποια το κόκκινο και ποια την αληθινή πορφύρα». Κληρώθηκε στη Μαριάμ η αληθινή πορφύρα και το κόκκινο, τα πήρε και πήγε σπίτι της. Εκείνο τον καιρό έχασε τη λαλιά του ο Ζαχαρίας και τον αντικατέστησε ο Σαμουήλ, έως ότου ο Ζαχαρίας ξαναμίλησε. Η Μαρία πήρε το κόκκινο και άρχισε να κλώθει.
11. 1. Πήρε την στάμνα και πήγε να τη γεμίσει νερό. Και να μια φωνή τής λέει «Χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά Σου, ευλογημένη Συ εν γυναιξίν». Εκείνη έστρεψε το βλέμμα της δεξιά αριστερά, για να καταλάβει από που έρχεται αυτή η φωνή. Κατατρομαγμένη γύρισε σπίτι της, τακτοποίησε τη στάμνα, πήρε την πορφύρα, κάθισε στην καρέκλα της και έκλωθε. 2. Και να άγγελος Κυρίου στάθηκε μπροστά της και της είπε: «Μη φοβάσαι Μαριάμ, βρέθηκε περίσσεια η χάρη του Θεού, που είναι Κύριος των πάντων, για σένα, γι’ αυτό θα συλλάβεις από το λόγο του». Όταν το άκουσε αυτό αναρωτήθηκε: Θα συλλάβω εγώ από τον Κύριο, τον ζώντα Θεό, και θα γεννήσω όπως γεννά κάθε γυναίκα; 3. Και ο άγγελος Κυρίου αποκρίθηκε: «Όχι έτσι Μαριάμ, γιατί δύναμη Κυρίου θα σε καλύψει. Γι’ αυτό και το άγιο παιδί θα ονομαστεί Υιός του Υψίστου και θα του δώσεις το όνομα Ιησούς, αυτός θα σώσει το λαό από τις αμαρτίες του. Και η Μαριάμ απάντησε: «Ιδού η δούλη Κυρίου ενώπιον Του, ας γίνει αυτό που λες».
ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΕ ΕΛΙΣΑΒΕΤ
12. 1. Αφού τελείωσε την πορφύρα και το κόκκινο, τα πήγε στον ιερέα, αυτός την ευλόγησε και είπε; «Μαριάμ, ο Κύριος δόξασε το όνομά σου, θα είσαι ευλογημένη σε όλες τις γενιές της γης». 2. Γεμάτη χαρά η Μαριάμ πήγε στην Ελισάβετ, τη συγγένισσά της, και χτύπησε την πόρτα. Ακούγοντας το χτύπο η Ελισάβετ, παραμέρισε το κόκκινο νήμα, έτρεξε προς την πόρτα και την άνοιξε. Όταν είδε τη Μαριάμ, την ευλόγησε και είπε: «Πώς μου έγινε αυτή η τιμή να με επισκεφτεί η μητέρα του Κυρίου μου; Γιατί να, αυτό που κρατώ στα σπλάχνα μου σκίρτησε και σε ευλόγησε. Η Μαρία, εν τω μεταξύ, είχε λησμονήσει τα μυστήρια για τα οποία της μίλησε ο αρχάγγελος Γαβριήλ και ατενίζοντας τον ουρανό είπε: «Ποια είμαι εγώ Κύριε που όλες οι γενιές με ευλογούν;». 3. Έμεινε τρεις μήνες στην Ελισάβετ.
ΣΚΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ ΙΩΣΗΦ
Μέρα όμως με τη μέρα η κοιλιά της μεγάλωνε. Φοβήθηκε η Μαριάμ, γύρισε στο σπίτι της και κρυβόταν από τους υιούς Ισραήλ. Ήταν τότε δεκαέξι ετών όταν συνέβαιναν αυτά τα μυστήρια.
13. 1. Ήταν στον έκτο μήνα, όταν τελικά ήλθε ο Ιωσήφ από τις οικοδομικές του ασχολίες και μπαίνοντας στο σπίτι του, την βρήκε έγκυο. Χτύπησε το πρόσωπο του και ρίχτηκε κάτω σε ένα σάκκο, έκλαψε πικρά και είπε: «Με τι πρόσωπο θα αντικρίσω τον Κύριο, τον Θεό μου; Ποια προσευχή να κάνω γι’ αυτήν την κόρη; Παρθένο την παρέλαβα από το Ναό του Κυρίου, του Θεού μου, και δεν την προφύλαξα. Ποιος μου έστησε παγίδα; Ποιος έκανε αυτήν την πονηρία μέσα στο ίδιο μου το σπίτι και μόλυνε την παρθένο; Μήπως σε εμένα επαναλήφθηκε η ιστορία του Αδάμ; Γιατί όπως ακριβώς την ώρα που δοξολογούσε ο Αδάμ το Θεό, ήρθε ο όφις βρίσκοντας μόνη την Εύα και την εξαπάτησε, έτσι ακριβώς συνέβη και σε μένα». 2. Σηκώθηκε ο Ιωσήφ από το σάκκο, κάλεσε την Μαριάμ και της είπε: «Τι είναι αυτό που έκανες ξεχνώντας τον Κύριο, τον Θεό σου, που σε φρόντιζε; Γιατί ταπείνωσες τον εαυτό σου εσύ που ανατράφηκες στα άγια των αγίων και που έπαιρνες τροφή από χέρι αγγέλου»; 3. Εκείνη έκλαψε πικρά λέγοντας: «Είμαι αμόλυντη εγώ και με άνδρα δεν είχα σχέσεις». Ρώτησε τότε ο Ιωσήφ: «Από που λοιπόν συνέλαβες τον καρπό της κοιλίας σου;» Και αυτή απάντησε: «Ζει Κύριος ο Θεός μου, δεν ξέρω από που είναι».
14. 1.O Ιωσήφ φοβήθηκε πολύ, απομακρύνθηκε και έπεσε σε περισυλλογή, τι να κάνει με αυτή. Και αναλογίστηκε: «Εάν κρύψω το αμάρτημά της, θα βρεθώ να αντιμάχομαι το νόμο του Κυρίου». Εάν πάλι την φανερώσω στους υιούς Ισραήλ, φοβούμαι μήπως υπάρχει κάτι το αγγελικό σε αυτήν και βρεθώ να έχω παραδώσει έναν αθώο στο θάνατο. Τι να κάμω με αυτή; Κρυφά θα τη διώξω μακριά μου». Με τέτοιες σκέψεις τον πρόλαβε η νύκτα. 2. Και να άγγελος Κυρίου εμφανίζεται στο όνειρό του και του λέγει: «Μη φοβηθείς αυτό το κορίτσι, γιατί αυτό που βρίσκεται στα σπλάχνα της προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα. Θα γεννήσει υιό και θα τον ονομάσεις Ιησού, γιατί αυτός θα σώσει το λαό από τα αμαρτήματά του». Σηκώθηκε τότε ο Ιωσήφ από τον ύπνο και δόξασε τον Θεό που του χάρισε την ευλογία αυτή, και πρόσεχε την Μαριάμ.
ΑΝΑΚΡΙΣΗ ΖΕΥΓΟΥΣ
15. 1. Τον καιρό εκείνο ήρθε σ' αυτόν ο γραμματέας Άννας και του είπε: «Τι συνέβη και δεν φάνηκες στη σύναξή μας;» Ο Ιωσήφ του απάντησε: «Ήμουν ταλαιπωρημένος από το ταξίδι και ξεκουράστηκα την πρώτη μέρα». Στράφηκε τότε και είδε ο Άννας τη Μαριάμ έγκυο. 2.Φεύγει τρέχοντας προς τον ιερέα και του λέει: «Ο Ιωσήφ, για τον οποίον εσύ δίνεις μαρτυρία, παρανόμησε πολύ σοβαρά». Ρώτησε τότε ο ιερέας: «Γιατί μου το λες αυτό;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Την παρθένο που παρέλαβε από το Ναό του Κυρίου, τη μόλυνε, ολοκλήρωσε το γάμο με αυτήν κρυφά και δεν το φανέρωσε στους υιούς Ισραήλ». Αναρωτήθηκε τότε ο ιερέας: «Έκανε τέτοιο πράγμα ο Ιωσήφ;». «Στείλε υπηρέτες και θα βρεις έγκυο την παρθένο», απάντησε ο Άννας ο γραμματέας. Πήγαν οι υπηρέτες και τη βρήκαν στην κατάσταση που περιέγραψε ο Άννας. Οδήγησαν τότε αυτήν και τον Ιωσήφ στο δικαστήριο. 3. Είπε ο ιερέας: «Μαρία, γιατί το έκανες αυτό; γιατί ταπείνωσες τον εαυτό σου ξεχνώντας τον Κύριο, τον Θεό σου; Εσύ που ανατράφηκες στα άγια των αγίων και λάμβανες τροφή από χέρι αγγέλου, εσύ που άκουσες τους ύμνους και χόρεψες μπροστά στο Θεό, γιατί το έκανες αυτό;». Εκείνη έκλαψε πικρά λέγοντας: «Ζει Κύριος ο Θεός μου, είμαι καθαρή ενώπιον Του και δεν έχω σχέση με άντρα». 4. Είπε τότε ο ιερέας στον Ιωσήφ: «Γιατί το έκανες αυτό;» Ο Ιωσήφ απάντησε: «Ζει Κύριος, εγώ είμαι καθαρός με αυτήν». Και ο ιερέας πρόσθεσε: «Μην παίρνεις ψεύτικο όρκο αλλά φανέρωσε την αλήθεια· ολοκλήρωσες κρυφά το γάμο μαζί της, δεν το φανέρωσες στους υιούς Ισραήλ, αλλά και δεν έσκυψες το κεφάλι σου στο κραταιό (θεϊκό) χέρι, για να ευλογηθεί το σπέρμα σου». Ο Ιωσήφ έμεινε σιωπηλός.
16. 1. Είπε ο ιερέας: «Δώσε πίσω την παρθένο που παρέλαβες από το Ναό του Κυρίου». Τότε ο Ιωσήφ άρχισε να κλαίει. Ο ιερέας συνέχισε: «Θα σας δώσω να πιείτε το ύδωρ της ελέγξεως του Κυρίου που θα φανερώσει ενώπιόν σας τις αμαρτίες σας». 2. Πήρε ο ιερέας και έδωσε στον Ιωσήφ να πιεί, στέλνοντάς τον στο βουνό. Και επέστρεψε σώος. Έδωσε και στη Μαριάμ να πιει στέλνοντάς την στο βουνό. Και επέστρεψε σώα. Θαύμασε τότε όλος ο λαός, αφού δεν βρέθηκε αμαρτία σε αυτούς. 3. Και είπε ο ιερέας: «Αφού ο Κύριος δεν αποκάλυψε αμαρτίες σε σας, ούτε εγώ σας κατακρίνω» και τους άφησε ελεύθερους. Πήρε ο Ιωσήφ τη Μαριάμ και επέστρεψε στο σπίτι του χαρούμενος και δοξάζοντας το Θεό του Ισραήλ.
ΓΕΝΝΗΣΗ ΧΡΙΣΤΟΥ
17.1. Ο βασιλιάς Αύγουστος εξέδωσε διαταγή να απογραφούν όλοι όσοι κατάγονται από τη Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Και αναλογίστηκε ο Ιωσήφ: «Εγώ θα απογράψω τους γιους μου, με αυτό το κορίτσι όμως τι να κάνω; Πώς θα την απογράψω; Ως γυναίκα μου; Ντρέπομαι. Ως θυγατέρα μου; Μα όλοι οι υιοί Ισραήλ γνωρίζουν καλά ότι δεν είναι κόρη μου. Αυτή είναι η ημέρα του Κυρίου, ας ενεργήσει όπως θέλει». 2. Έστρωσε το υποζύγιο, την έβαλε να καθίσει, πήρε τα γκέμια ο γιος του και ο Ιωσήφ ακολουθούσε. Πορεύτηκαν κοντά τρία μίλια έτσι. Σε μια στιγμή ο Ιωσήφ στράφηκε και είδε τη Μαρία σκυθρωπή και αναλογίστηκε: «Ίσως ο καρπός της την κάνει να πονά». Γυρίζει πάλι ο Ιωσήφ και την είδε να γελά, και είπε: «Μαρία, τι συμβαίνει; Το πρόσωπο σου το βλέπω πότε γελαστό και πότε σκυθρωπό». Η Μαρία απάντησε: «Είναι επειδή βλέπω ενώπιον μου δύο λαούς, έναν που κλαίει και θρηνεί και έναν που χαίρεται και αναγαλλιάζει». 3. Είχαν διασχίσει τη μισή διαδρομή και είπε η Μαριάμ: «Κατέβασέ με από το υποζύγιο, επειδή αυτό που υπάρχει μέσα μου με πιέζει να εξέλθει». Την κατέβασε από το υποζύγιο και της είπε: «Πού να σε πάω και πού να σκεπάσω τη ντροπή σου; Ο τόπος είναι έρημος».
18.1. Εκεί βρήκε ένα σπήλαιο, την έβαλε μέσα και άφησε τους γιους του να την φροντίζουν. Κατόπιν βγήκε να αναζητήσει μαμή στα μέρη της Βηθλεέμ.
2. Εγώ ο Ιωσήφ περπατούσα και όμως δεν προχωρούσα, έστρεψα το βλέμμα μου ψηλά και είδα τον αέρα πλημμυρισμένο με φως, σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό και τον είδα σταματημένο και τα ουράνια πουλιά ακίνητα. Και κοίταξα προς τη γη και είδα χάμω μια σκάφη και εργάτες ανασηκωμένους με τα χέρια μέσα στη σκάφη· όσοι έτρωγαν δεν έτρωγαν και όσοι σήκωναν το κεφάλι δεν μπορούσαν να το κατεβάσουν, όσοι πάλι άνοιγαν το στόμα τους δεν μπορούσαν να το κλείσουν, αλλά ολονών τα πρόσωπα ήταν στραμμένα προς τον ουρανό. Είδα και πρόβατα να περνούν και τα πρόβατα στάθηκαν ακίνητα και, όταν σήκωσε το χέρι του ο βοσκός για να τα χτυπήσει, έμεινε υψηλά. Και έριξα τα μάτια μου στον χείμαρρο και διέκρινα τα στόματα των μικρών προβάτων ανοιχτά χωρίς να πίνουν. Και ξαφνικά όλα εξακολούθησαν την πορεία τους.
19.1. Και να μια γυναίκα που κατέβαινε από το βουνό με ρώτησε: «Άνθρωπε που πηγαίνεις;» Εγώ απάντησα: «Ψάχνω μαμή Εβραία». Εκείνη μου αποκρίθηκε: «Και ποια είναι η ετοιμόγεννη στο σπήλαιο;» Εγώ απάντησα: «Η μνηστή μου». Μου είπε: «Δεν είναι σύζυγός σου;» Εγώ αποκρίθηκα: «Είναι η Μαριάμ που ανατράφηκε στο Ναό του Κυρίου και μου έλαχε ως γυναίκα υπό την προστασία μου. Φυσικά, λοιπόν, δεν είναι σύζυγός μου, αλλά έχει συλλάβει καρπό από το Άγιο Πνεύμα». «Είναι αλήθεια αυτό;». «Έλα και δες», απάντησε ο Ιωσήφ και η μαμή πήγε μαζί του.
2. Σταμάτησαν όταν έφτασαν στο χώρο του σπηλαίου και να ένα φωτεινό σύννεφο επεσκίαζε το σπήλαιο και η μαμή αναφώνησε: «Γέμισε από δόξα η ψυχή μου σήμερα, παράδοξα είδαν τα μάτια μου, γιατί σωτήρας γεννήθηκε στον Ισραήλ». Ξάφνου το σύννεφο υποχώρησε από το σπήλαιο και φως μεγάλο έλαμψε μέσα στο σπήλαιο, ώστε ήταν αδύνατον να αντέξουν τα μάτια μας. Σε λίγο και εκείνο το φως έσβησε, ώσπου φάνηκε το βρέφος που ήρθε και πήρε το μαστό της μητέρας του, της Μαρίας. Και η μαμή ανεβόησε: «Μεγάλη μέρα για μένα σήμερα που είδα το καινούργιο αυτό θέαμα».
ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ
3. Βγαίνοντας η μαμή από το σπήλαιο συνάντησε τη Σαλώμη και της είπε: «Σαλώμη, Σαλώμη, καινούργιο θέαμα έχω να σου διηγηθώ, μία παρθένος γέννησε παιδί που δεν το χωρά η φύση της». Και η Σαλώμη απάντησε: «Ζει Κύριος ο Θεός μου, μα αν δεν βάλω το δάκτυλό μου στη φύση της για να ερευνήσω, δεν θα πιστέψω ότι μια παρθένος γέννησε».
20.1. Μπήκε στο σπήλαιο η μαμή και είπε στη Μαριάμ: «Πάρε την κατάλληλη θέση, γιατί μεγάλη φιλονικία υπάρχει γύρω από εσένα». Έβαλε η Σαλώμη το δάκτυλό της στη φύση και έκραξε: «Αλίμονο στην αμαρτία και στην απιστία μου που θέλησα να δοκιμάσω τη δύναμη του ζώντος Θεού και να το χέρι μου αποκόπτεται με φωτιά». 2. Έπεσε στα γόνατα τότε λέγοντας στο Δεσπότη: «Θεέ των πατέρων μου, θυμήσου ότι είμαι απόγονος του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, κατάταξέ με ανάμεσα στους πτωχούς, Συ γνωρίζεις δέσποτα, ότι έκανα θεραπείες στο όνομά σου και από Εσένα λάμβανα την ανταπόδοσή μου». 3. Και να άγγελος Κυρίου ήρθε και της είπε: «Σαλώμη, Σαλώμη, σε άκουσε ο Κύριος, πρόσφερε το χέρι σου στο παιδί και κράτησέ το στην αγκαλιά, έτσι θα σωθείς και θα χαρείς». 4. Προσήλθε τότε η Σαλώμη, κράτησε το παιδί και είπε: «Θα προσκυνήσω Αυτό γιατί γεννήθηκε μεγάλος βασιλιάς στον Ισραήλ». Αμέσως θεραπεύτηκε η Σαλώμη, και βγήκε συγχωρημένη από το σπήλαιο. Και τότε φωνή ακούστηκε να λέει: «Σαλώμη, Σαλώμη, μην αναγγείλεις όσα παράδοξα είδες, μέχρι να μπει το παιδί στα Ιεροσόλυμα».
Η ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΗ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ
21.1. Και να ο Ιωσήφ ετοιμάστηκε να φύγει προς την Ιουδαία και θόρυβος ξέσπασε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας· ήλθαν μάγοι ρωτώντας: «Πού βρίσκεται ο νεογέννητος βασιλιάς των Ιουδαίων; Είδαμε το αστέρι Του να ανατέλλει στην ανατολή και ήρθαμε να Τον προσκυνήσουμε». 2. Όταν το άκουσε ο Ηρώδης, ταράχτηκε και έστειλε υπηρέτες στους μάγους. Έστειλε και κάλεσε τους αρχιερείς και τους ανέκρινε ρωτώντας: «Πώς αναφέρονται τα σχετικά με τον Χριστό; Πού γεννιέται;» Εκείνοι απάντησαν: «Στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, έτσι έχει γραφτεί». Αφού τους απέλυσε, ανέκρινε τους μάγους ρωτώντας: «Τι σημάδι είδατε για το γεννημένο βασιλιά;» Οι μάγοι απάντησαν: «Είδαμε ένα υπερμεγέθη αστέρα που έλαμψε και συσκότισε τους υπολοίπους, ώστε να μην φαίνονται· έτσι εμείς αντιληφθήκαμε ότι γεννήθηκε βασιλιάς στον Ισραήλ και ήλθαμε να τον προσκυνήσουμε». Είπε τότε ο Ηρώδης: «Πηγαίνετε και αναζητήστε τον και αν τον βρείτε, ειδοποιήστε και εμένα, για να τον προσκυνήσω». 3. Έφυγαν οι μάγοι και να ο αστέρας που είχαν δει στην ανατολή, τους οδηγούσε έως ότου έφτασαν στο σπήλαιο, και στάθηκε στην κορυφή του. Είδαν τότε οι μάγοι το παιδί με τη μητέρα Του και έβγαλαν από τους σάκκους τους χρυσό, λίβανο και σμύρνα. 4. Αφού οι μάγοι πήραν οδηγίες από άγγελο να μην μπούνε στην Ιουδαία, απο άλλο δρόμο πορεύτηκαν για την πατρίδα τους.
22. 1. Όταν κατάλαβε ο Ηρώδης ότι τον ξεγέλασαν οι μάγοι, οργίστηκε και έστειλε φονιάδες παραγγέλνοντάς τους: «Σκοτώστε τα βρέφη από δύο χρονών και κάτω». 2. Όταν άκουσε η Μαριάμ ότι σκοτώνουν τα βρέφη, φοβισμένη πήρε το παιδί, το σπαργάνωσε και το έκρυψε σε ένα παχνί βοδιών.
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ
3. Η δε Ελισάβετ όταν πληροφορήθηκε ότι ψάχνουν τον Ιωάννη, τον άρπαξε και κατευθύνθηκε προς την ορεινή περιοχή, ψάχνοντας χώρο για να τον κρύψει, αλλά χώρος για κρύψιμο δεν υπήρχε. Αναστέναξε τότε η Ελισάβετ με δυνατή φωνή και είπε: «Όρος Θεού δέξου τη μητέρα με το παιδί της». Και επειδή η Ελισάβετ δεν μπορούσε να ανέβει, αμέσως σχίστηκε το όρος και την δέχτηκε. Υπήρχε φως που τους φώτιζε, γιατί άγγελος Κυρίου ήταν μαζί τους και τους προστάτευε.
23.1. Ο Ηρώδης έψαχνε τον Ιωάννη και έστειλε υπηρέτες στον Ζαχαρία ρωτώντας: «Πού έκρυψες τον γιο σου; «Αυτός τους αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι λειτουργός του Θεού και βρίσκομαι στο Ναό του Κυρίου, δεν ξέρω που είναι ο γιος μου». 2. Έφυγαν οι υπηρέτες και ανακοίνωσαν στον Ηρώδη όλα αυτά. Οργισμένος ο Ηρώδης είπε: «Ο γιος του θα βασιλέψει στο Ισραήλ». Έστειλε πάλι υπηρέτες σε αυτόν ρωτώντας: «Πες την αλήθεια, που είναι ο γιος σου; Γνωρίζεις καλά ότι η ζωή σου είναι στα χέρια μου». 3. Και είπε ο Ζαχαρίας: «Μάρτυρας του Θεού θα γίνω αν χύσεις το αίμα μου, γιατί την ψυχή μου θα τη δεχτεί ο Δεσπότης, αφού αίμα αθώο χύνεις στα πρόθυρα του Ναού του Κυρίου». Στο γλυκοχάραμα σκότωσαν τον Ζαχαρία, οι υιοί όμως του Ισραήλ δεν γνώριζαν το φόνο.
24.1. Αλλά την ώρα του ασπασμού έφυγαν οι ιερείς και δεν πήραν την ευλογία του Ζαχαρία σύμφωνα με την τάξη. Στάθηκαν λοιπόν οι ιερείς περιμένοντας να ασπαστούν τον Ζαχαρία κατά την διάρκεια της προσευχής και να δοξάσουν τον Ύψιστο. 2. Αργούσε να φανεί και όλοι φοβήθηκαν, ένας μάλιστα από αυτούς τόλμησε και μπήκε, και είδε δίπλα στο θυσιαστήριο ξεραμένο αίμα και ακούστηκε μια φωνή να λέει: «Ο Ζαχαρίας φονεύτηκε και δεν θα εξαλειφθεί η μνήμη του φόνου, έως ότου έρθει αυτός που θα αποδώσει δικαιοσύνη». Όταν άκουσε αυτά φοβήθηκε, βγήκε έξω και ανήγγειλε τα συμβάντα στους ιερείς. 3. Τόλμησαν τότε και εισήλθαν και είδαν τι είχε γίνει, μέχρι και οι αψίδες του Ναού γέμισαν με τους εκκωφαντικούς θρήνους των ιερέων που ξέσχισαν τα ρούχα τους από πάνω έως κάτω. Το σώμα του όμως δεν το βρήκαν παρά μόνο το αίμα του που είχε γίνει σαν πέτρα. Έντρομοι βγήκαν έξω και ανήγγειλαν στο λαό ότι ο Ζαχαρίας είχε φονευτεί. Το έμαθαν όλες οι φυλές του λαού, τον πένθησαν και τον θρήνησαν για τρία μερόνυκτα. 4. Μετά από τρεις ημέρες συσκέφτηκαν οι ιερείς για τον αντικαταστάτη του και ο κλήρος έλαχε στον Συμεών. Αυτός είχε πληροφορηθεί από το άγιο Πνεύμα ότι δεν θα έβλεπε θάνατο έως ότου δει τον Μεσσία σαρκωμένο.
25. Εγώ ο Ιάκωβος που έγραψα την ιστορία αυτή στην Ιερουσαλήμ, όταν δημιουργήθηκε θόρυβος με το θάνατο του Ηρώδη, αποσύρθηκα στην έρημο ώσπου καταλάγιασε ο θόρυβος στην Ιερουσαλήμ, δοξάζοντας τον Δεσπότη Θεό που μου έδωσε τη χάρη και τη σοφία να συγγράψω αυτή την ιστορία. Ας είναι η χάρις σε όσους σέβονται τον Κύριο Ιησού Χριστό του οποίου η δόξα ας παρατείνεται στους αιώνες. Αμήν.
Έχοντας σαν οδηγό του την ανεπιφύλακτη πίστη και εμπιστοσύνη του στο Θεό έφτασε σε μια από τις πιο απομακρυσμένες και απαράκλητες περιοχές του Άθωνα, τα Καυσοκαλύβια.
Εκεί η πρόνοια του Θεού τον οδήγησε στο ασκητικό Ησυχαστήριο του Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Εκεί ζούσανε τρεις γέροντες, πολύ αυστηροί και τραχείς, κατά γενική ομολογία.
Έζησε κοντά τους με πολύ υπακοή, ταπείνωση και… υπομονή. Και τονίζουμε την υπομονή διότι οι γέροντες του (τους οποίους όλους γηροκόμησε και φρόντισε μέχρι την τελευταία τους πνοή), ήταν πάρα πολύ αυστηροί μαζί του. Του συμπεριφέρονταν απάνθρωπα. Το όνομά του δεν το άκουσε ποτέ να το λένε, παρά τον αποκαλούσαν πάντα με τα χειρότερα λόγια και πολλές φορές έφταναν και να τον χτυπούν.
Μια μέρα σαν άνθρωπος λύγισε και αγανακτισμένος πήρε την απόφαση να φύγει. Διστάζοντας όμως να εμπιστευτεί τον λογισμό του, σκέφτηκε να πάει πρώτα να τον εξομολογηθεί σε έναν πνευματικό στην Ιερά Μονή της Σιμωνόπετρας.
Με ειλικρίνεια εξέθεσε στον πνευματικό του όλη την αλήθεια και περιέγραψε τα γεγονότα. Αφού λοιπόν εξέθεσε όλα του δεινά που υφίστατο κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους στο τέλος είπε: «Πάτερ δώσ’ μου ευλογία να φύγω να γλιτώσω…». Ο διακριτικός πνευματικός αφού σκέφτηκε για λίγο του απάντησε: «Πάτερ Εφραίμ, αν θες να γλιτώσεις, φύγε, αν θέλεις να αγιάσεις μείνε… σκέψου και αποφάσισε». Ο Γέροντας Εφραίμ σκέφτηκε… και έμεινε….
Πέρασαν έτσι 45 ολόκληρα χρόνια. Ο τελευταίος από τους γέροντές του ο π. Νικηφόρος, ήταν ο χειρότερος απ’ όλους… Μάλιστα τα τελευταία χρόνια αρρώστησε και έγινε ακόμα πιο δύστροπος και επιθετικός. Ο π. Εφραίμ, πιστός στην απόφασή του - γιατί αυτή είναι η λεβεντιά στη ζωή, να έχεις το θάρρος να την αντιμετωπίζεις και να σηκώνεις τον Σταυρό που σου οικονόμησε για τη σωτηρία σου η πρόνοια του Θεού - υπέμενε τα πάντα σαν νέος Ιώβ.
Το 1973 όταν κατάκοιτος πια ο γέροντας Νικηφόρος ψυχορραγούσε, ο π. Εφραίμ νύχτα και ημέρα καθόταν στο προσκέφαλό του και τον υπηρετούσε, ενώ συνέχισε να δέχεται «βροχή» τις ύβρεις και τις ταπεινώσεις.
Λίγο πριν το τέλος ο π.Νικηφόρος του είπε: «Σήκωσέ με. Σκύψε να σου πω…» Ο π.Εφραίμ πέρασε το χέρι του πίσω από την πλάτη του κατάκοιτου γέροντά του και έσκυψε το κεφάλι. Ξαφνικά το πρόσωπο του π. Νικηφόρου αλλοιώθηκε, έχασε την τραχύτητά του και πήρε την πιο ιλαρή έκφραση που μπορούσε να έχει ανθρώπινο πρόσωπο. Με όση δύναμη μπορούσε να επιστρατεύσει ο γέροντας άρπαξε το χέρι του π. Εφραίμ και του είπε: «Παιδί μου, εσύ δεν είσαι άνθρωπος, είσαι άγγελος… ευλόγησον…» του φίλησε το χέρι και ξεψύχησε στην αγκαλιά του…
(ανάμνηση του π. Διονυσίου Ανθόπουλου, από διήγηση του γέροντος Αθανασίου Σιμωνοπετρίτου, στην αδελφότητα της Ιεράς Μονής Παναγίας Δοβρά.
Ο Ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών κ. Κρουσταλάκης περιγράφει το μέγεθος της υπακοής του μακαριστού Γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη. Η υπακοή του ήταν τέτοια που θεωρείται από τους σύγχρονους μοναχούς του Αγίου Όρους ως υπόδειγμα υποτακτικού)
Ματθαίου ε΄2
Είναι σημαντικό γεγονός το άνοιγμα μιας Εκθέσεως,
το άνοιγμα ενός Σχολείου, μιας Πηγής, που αρχίζει να ποτίζη
με το κρυστάλλινο νερό της τους ανθρώπους… Κι όταν ήλθε η στιγμή
ν΄ανοίξη το στόμα του ο Ιησούς, η Πηγή της Σοφίας, το γεγονός σημειώνεται.
Διότι ο Ιησούς ήλθε για να μιλήση. Για ν’ αποκαλύψη. Για να εξηγήση.
Αυτό το στόμα το περίμενε αιώνες η ανθρωπότης ν’ ανοίξη.
Ο Ίδιος ο Θεός, από καταβολής κόσμου, επιθυμούσε ν’ αποκτήση τ
ο στόμα αυτό. Χρησιμοποίησε προπαρασκευαστικά το στόμα των Προφητών.
Όταν όμως «ήλθε το πλήρωμα του χρόνου... ελάλησεν ημίν εν υιώ».
Ό,τι επομένως πιο πολύτιμο υπήρξε στην ανθρωπότητα είναι το στόμα του Ιησού.
Απ’ το στόμα του Ιησού ξεχύθηκε το ζωντανό νερό, που η πηγή του
βρισκόταν στον ουρανό. Ο Ιησούς δεν άνοιγε το στόμα του παρά μόνο
για να διδάξη, ν’ αποκαλύψη. Ποτέ ο Ιησούς δεν μίλησε άσκοπα,
όπως και ποτέ δεν έκανε θαύματα για επίδειξι δυνάμεως. Όπως ο Ιησούς
δεν ήταν θαυματοποιός έτσι και δεν ήταν ψευτοδιδάσκαλος.
Ο Ιησούς άνοιγε το στόμα του, όταν υπήρχε ανάγκη «ρημάτων ζωής αιωνίου».
Η σαγήνη του λόγου του δεν απλωνόταν παρά μόνο όταν ήταν η ώρα του ψαρέματος.
Και δεν άνοιγε το ευλογημένο εκείνο στόμα χωρίς να γεμίζουν οι άνθρωποι
τις καρδιές τους με το ατίμητο χρυσάφι των λόγων του.
«Ανέπτυξας τα χείλη σου, Δέσποτα, εκήρυξας τω κόσμω, τον άχραντον Πατέρα
και το Πανάγιον Πνεύμα, το συγγενές αμφοτέρων, φυλάττων και μετά σάρκωσιν»
(Πεντηκοστάριον 99).
Σκέψεις για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού Μέρος 1ο
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, "Εκείνος" Ο Ιησούς Χριστός,
εκ. Γρηγόρη, σελ.107)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 17
Στίχ. 20-37. Η βασιλεία του Θεού και το καθήκον μας.
17.21 οὐδὲ ἐροῦσιν, ᾽Ιδοὺ ὧδε· ἤ, ιδού εκεῖ(1)· ἰδοὺ γὰρ(2)
ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν(3).
21 Δε θα πούνε “να, εδώ είναι” ή “εκεί”, γιατί η βασιλεία
του Θεού είναι κιόλας ανάμεσά σας».
(1) Εξηγεί εδώ το όχι με παρατήρηση.=Δεν θα πουν οι άνθρωποι·
να εδώ ή να εκεί η προσωποποίηση της βασιλείας αυτής, ο Μεσσίας (δ),
«το οποίο κάνουν στους γήινους βασιλιάδες» (Ζ).
Όταν έλθει ο Μεσσίας για να θεμελιώσει την βασιλεία του, δεν θα πουν:
Να εδώ είναι ο Μεσσίας ή να είναι εκεί, όπως γίνεται όταν κάποιος
επίγειος βασιλιάς περιοδεύει για επίσκεψη των διαμερισμάτων της
δικαιοδοσίας του, και σε όλων τα στόματα υπάρχουν οι λέξεις:
Εκεί είναι ο βασιλιάς, αυτό το μέρος επισκέπτεται τώρα ο βασιλιάς.
Διότι όπου είναι ο βασιλιάς, εκεί είναι και η αυλή του. Αλλά ο Χριστός
δεν θα έλθει έτσι, ούτε οι λεγεώνες που αποτελούν την σωματοφυλακή
αυτού του βασιλιά θα φανούν εδώ ή εκεί.
(2) Το γαρ σημειώνει τον λόγο για τον οποίο το να εδώ ή να εκεί,
δεν μπορεί να γίνει δεκτό (p).
(3) Ή «βρίσκεται μέσα στις δικές σας προαιρέσεις, και είναι στην
εξουσία σας να την λάβετε. Γιατί είναι δυνατόν στον κάθε άνθρωπο,
που πέτυχε την εκ μέρους του Χριστού δικαίωση, δηλαδή αυτήν που έχει
αποκτήσει σαν πλούτο με την πίστη και έχει καταστεί λαμπρός με κάθε αρετή,
να επιτύχει τη βασιλεία των ουρανών» (Κ).
«Η βασιλεία των ουρανών είναι μέσα σας. Συνεπώς η αρετή έχει ανάγκη
μόνον από τη θέλησή μας. Και αυτό βεβαίως, διότι βρίσκεται μέσα μας
και από εμάς τους ίδιους αποκτιέται. Η αρετή δηλαδή αποκτιέται
όταν η ψυχή επιθυμεί εκ φύσεως τα πνευματικά» (Α).
Ή, μέσα στις καρδιές σας. Μη θεωρείτε αυτήν ως κάτι εξωτερικό· η βασιλεία
είναι στην ουσία πνευματική, είναι μέσα στις καρδιές σας,
εάν πράγματι έχετε αυτήν (p). Η βασιλεία του Θεού δεν υπόσχεται κυρίως
να μεταβάλλει τις εξωτερικές συνθήκες της ζωής των ανθρώπων,
αλλά να ανακαινίσει τις καρδιές τους και την διαγωγή τους.
Τότε έρχεται στον καθένα μας, όταν από υπερήφανο και μάταιο,
που ήταν στο παρελθόν, μεταβάλλει αυτόν σε ταπεινό, σοβαρό και σώφρονα·
όταν αποσπάσει αυτόν από την προσκόλληση στον κόσμο και τις επιθυμίες
της σάρκας και στρέψει ολόκληρο το ενδιαφέρον του προς τον ουρανό.
Ο ουρανός, τον οποίο περιμένουμε, είναι α) φως. Αλλά τι ακτινοβολείται
από το φως αυτό; Αλήθεια, ειλικρίνεια, δικαιοσύνη. Και αυτό είναι ο ουρανός.
Εάν είστε παιδιά του Θεού, θα βασιλεύει στις καρδιές σας ευθύτητα,
ακριβής δικαιοσύνη, τέλεια φιλαλήθεια. Η βασιλεία του Θεού είναι μέσα σας.
Ο ουρανός είναι β) Αρμονία. Εάν αγαπάτε την ενότητα, εάν μισείτε τις διαστάσεις
και διχόνοιες, εάν συντελείτε στην εκκλησιαστική ενότητα,
τότε η βασιλεία του Θεού είναι μέσα σας. Ο ουρανός είναι γ) Ταπεινοφροσύνη.
Κάθε άγγελος εκεί καλύπτει το πρόσωπο και τα πόδια του με τις φτερούγες του.
Όποτε βλέπουμε άνθρωπο να έχει ταπεινή ιδέα για τον εαυτό του,
μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι η βασιλεία του Θεού είναι μέσα του.
δ) σε όλο τον ουρανό είναι εκτάκτως αισθητή η παρουσία του Χριστού,
ο οποίος είναι η χαρά και η ευφροσύνη όλων των καρδιών. Αναλόγως λοιπόν
του τι είναι ο Χριστός για τον καθένα μας, μπορούμε να πούμε:
Η βασιλεία του Θεού είναι μέσα μας.
«Διότι τότε βεβαίως λέγεται ότι βασιλεύει στην πραγματικότητα ο Θεός,
όταν δεν βιώνεται τίποτα κοσμικό στις ψυχές μας, αλλά σε όλα ζούμε
κατά τρόπο υπερκόσμιο» (Θφ).
Πιο σωστή ερμηνεία: η βασιλεία του Θεού είναι ανάμεσά σας στο πρόσωπο
εμού του Χριστού και των μαθητών μου. Και έρχεται τόσο λίγο με παρατήρηση,
ώστε ενώ βρίσκεται ήδη ανάμεσά σας, εσείς δεν έχετε αντιληφθεί την έλευσή της
(έτσι ερμηνεύουν οι L.δ και όλοι σχεδόν οι νεώτεροι ερμηνευτές).
Θεία χάρις
Η Θεία χάρις μία είναι, αλλά κάτα το μέτρον του καθενός εμφανίζεται, εργάζεται, οράται, ναι, οράται! Αχ, και πόσον σκιρτάει μέσα σου όταν βλέπεις, όταν αισθάνεσαι αυτήν την θεία χάρη! «Εγώ είπα, θεοί εστέ και υιοί Υψίστου πάντες» (Ψαλμ. 81,6).
--------------
Ω! χάρις, χάρις! Έλα και σε μας, έλα γρήγορα, έλα. Πόσον αλλάζει ο άνθρωπος, πως μεταβάλλεται, πως γίνεται ο ταλαίπωρος άνθρωπος όταν τον επισκιάσει η θεία χάρις! Αυτή η θεία χάρις έκανες τους μάρτυρας όχι μόνο να μην αισθάνονται τους πόνους του μαρτυρίου των, αλλά και να χαίρονται που μαρτυρούν δια τον Χριστόν. «Ένεκά Σου θανατούμεθα όλην την ημέραν, ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής» (Ψαλμ.43,23). Άλλο να αισθάνεσαι και άλλο να διαβάζεις ή να ομιλείς περί θείας χάριτος.
--------------
Αυτή η θεία χάρις έκανε τον Μοτοβίλωφ, τον μαθητή του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ, να μη μπορεί να δει το πρόσωπο του Αγίου από την υπερβολική λάμψη αυτού. Να αναφέρω και άλλον; Διατί οι υιοί Ισραήλ δεν ηδύναντο να ατενίσουν, να ίδουν το πρόσωπον του προφήτου Μωυσέως, όταν κατέβηκε από το όρος Σινά κρατώντας τας δύο θεοχαράκτους πλάκας του γραπτού Νόμου, και ηναγκάσθη ο Προφήτης να το σκεπάσει;
--------------
Υπάρχουν πολλά, τα οποία ο άνθρωπος τα συναντά εις τον βίο του, να πούμε. Πολλές φορές απορούσα, πώς οι άγιοι Πατέρες, όταν προσηύχοντο, σήκωναν τα χέρια ψηλά; Δεν μπορούσα να το καταλάβω. Όταν ήρθε η σειρά, τότες το κατάλαβα.
Δεν μπορείς, πάτερ, να συγκρατήσεις τον εαυτό σου, όταν έρχεται αυτή η χάρις, να πούμε, δεν μπορείς. Αλλά ποτές, όμως, στη ζωή μου δεν σήκωσα κι εγώ τα χέρια ψηλά στον ουρανό. Ψυχικώς τα σήκωσα πολλές φορές. Ως υιός προς Πατέρα.
Δεν μπορείς να συγκρατήσεις τον εαυτό σου. Όταν υπερεκχυλίσει η χάρις, τότες κι εσύ τα χάνεις. Όταν συσταλεί η χάρις, τότε σε πιάνει ρίγος. Πού προχώρησα! Πού προχώρησα!
--------------
Άλλη φορά μάζευα μύγδαλα στην περιοχή μας, να πούμε, και πέρασε ένα αεροπλάνο, επειδή το μέρος μας είναι μεταξύ δύο, ένα βουνό εδώ κι άλλο εκεί, κι είμαστε στη χαράδρα∙ και το έφερνε σαν μελωδία, να πούμε, σαν χορωδία. Ο βόμβος του αεροπλάνου, το ΄φέρνε σαν μελωδία, σαν μουσική, να πούμε. Έφυγε η ψυχή μου αμέσως, απότομα, έφυγε η ψυχή μου προς υπάντησιν του Νυμφίου, όπως λέει, νομίζω, στον Απόστολο: «Ημείς δε αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου, και ούτω πάντοτε μετά του Κυρίου εσόμεθα». «(Α’ Θεσ. 4, 17). Έτσι τότες από την πείρα καταλαμβάνεις τι εννοεί ο Απόστολος. Όταν δεν το περάσεις, το καταλαμβάνεις εν μέρει, πλήρως δεν το καταλαμβάνεις. Το καταλαμβάνεις όταν τον περνάς αυτόν τον δρόμο, να πούμε. Και λέω, να, γι΄ αυτό λέει ο Απόστολος: «Ημείς δε αρπαγησόμεθα».
Κάτι τέτοια δεν τα προκαλείς εσύ, μονάχα τους έρχονται. Αλλιώς είναι να τα σχεδιάζεις, να τα μελετάς, να τα γράφεις, και αλλιώς είναι μονάχα τους να έρχονται, να πούμε.
Έκανα μετάνοιες. Έρχεται ο λογισμός: «Εκεί που κάνεις μετάνοιες, εκεί είναι τα ποδάρια του Χριστού». Πέφτω και φιλώ το έδαφος εκεί που πάτησε ο Χριστός, το φιλώ και το ασπάζομαι το έδαφος όπου πάτησε ο Χριστός. Μα, μονάχα τους έρχονται, δεν τα προκαλείς εσύ, μονάχα τους έρχονται. Αυτή είναι η χάρις, αδελφέ μου.
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000