Πειρασμοί
Απ’ την άλλη όμως μεριά και οι πειρασμοί δεν ήταν μικροί. Ο γερο-Ιωσήφ δίδασκε: «Σου δόθηκε χαριτωμένη κατάστασις; Σύντομα περίμενε πειρασμό. Έχεις πειρασμούς και στεναχώριες; Κοντά είναι η παράκλησις από τον Θεό».
---------------------
Του είχαν φέρει μερικά κεραμίδια για τις ανάγκες του σπιτιού. Ήταν όμως τόσο βρώμικα, που ο περήφανος και εκλεκτικός παπα-Εφραίμ δυσανασχέτησε. Δεν πρόσβαλε αυτούς που τα έφεραν, αλλά τα πήρε, πήγε στα Καρούλια και τα έριξε από τα βράχια χαμηλά στη θάλασσα. Αυτό ήταν. Όλη τη νύχτα τον έφαγαν οι λογισμοί: «Αν εκεί που τα έριξες ήταν από κάτω βαρκάρηδες; Δεν φαίνεται η θάλασσα καλά∙ μπορεί να σκότωσες κανέναν∙ αν είναι οικογενειάρχες; Σίγουρα θα μπλέξεις με την αστυνομία». Το πρωί μια και δυο πάει στο γερο-Ιωσήφ. «Αυτό κι αυτό έπαθα», του λέει. Κι εκείνος ο σοφός: «Τι κατάσταση είχες αυτές τις μέρες στην προσευχή», ρώτησε ερευνητικά. «Πολύ καλή κατάσταση, γέροντα». Κούνησε τότε το κεφάλι αποφαντικά: «Εμ, μην περιμένουμε μόνο τα γλυκά. Να περιμένουμε και τα πικρά».
---------------------
Τον καιρό της Κατοχής προσβλήθηκε από φυματίωση. Ο γερο-Ιωσήφ τον περιέθαλψε πολύ πατρικά. Με άφθονες δυναμωτικές τροφές (κυρίως τυρί) κατόρθωσε να ξεπεράσει το πρόβλημα.
---------------------
Για ένα διάστημα ο πειρασμός τον χτύπησε στη σχέση του με τον παπα-Νικηφόρο, τον γέροντά του. Δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν. Τα νεύρα του ερεθίστηκαν. Προσπάθησε για πολύ καιρό. Τέλος κάμφθηκε. Δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του. Μια μέρα ενώ εργοχειρούσε, αισθανόμενος τον εαυτό του σ΄ αυτήν την αθλία κατάσταση, κραύγασε προς τον Θεό. Και ο Θεός έλυσε το πρόβλημα αμέσως. Βαθιά γαλήνη έπεσε στην ψυχή του και στο σώμα του.
---------------------
Ο αγώνας με το κομποσχοίνι και τη μονολόγιστη ευχή είχε και τις δυσκολίες του. Ήταν φορές που κουρασμένος και απογοητευμένος ζητούσε από τον δάσκαλο την άδεια να επιστρέψει στα διαβάσματα της ακολουθίας, όπως όλοι οι πατέρες. Τότε πιο πολύ η παρηγοριά, η ενίσχυση, η ειρήνευση του γερο-Ιωσήφ τον κρατούσαν αλύγιστο. Μας έλεγε εξομολογητικά: «Κάθε τέσσερα- πέντε χρόνια επιτρέπει ο Θεός να περάσω ένα κύμα θλίψεως. Λογισμοί απογοητεύσεως, απόγνωσις, κυκλώνουν την ψυχή. Τότε χρειάζεται υπομονή μέχρι να περάσει το κύμα. Κανείς μη σε πάρει είδηση. Και στη χαρά και στη λύπη ήρεμος και κόσμιος εξωτερικά, συγκρατημένος εσωτερικά. Χόρτασα από τα γλυκύτατα νάματα του Παραδείσου και φρόντισα να μην το πάρω επάνω μου. Ήπια από τα πικρότατα ύδατα της κολάσεως, αλλά φρόντισα να μην καταποθώ από την απόγνωση».
------------------------
Κάποτε ο γερο-Ιωσήφ άρχισε να του εφιστά την προσοχή λέγοντας ότι στην κατάσταση που βρισκόταν τότε, θα έπρεπε να περιμένει κάποιον πειρασμό. Τον συμβούλευε να προσέχει, μήπως δεχθεί κάποια φαντασία δαιμονική ή κάτι παρόμοιο. «Όμως εγώ», έλεγε αργότερα ο Γέροντας, «την έπαθα σαν το μονόφθαλμο ελάφι, που στάθηκε στην ακροθαλασσιά έχοντας τραμμένο το υγιές μάτι προς το βουνό και το δάσος, απ΄ όπου περίμενε τους κυνηγούς∙ και δεν τους είδε που πλησίασαν με μία βαρκούλα από τη θάλασσα και το σκότωσαν. Έτσι κι εγώ από αλλού περίμενα τον πειρασμό και από αλλού μου ήρθε: Με πήραν στρατιώτη».
Αυτό συνέβη πριν το 1940. Η Λαύρα είχε αποφασίσει να σβήσει τον Γέροντα από το μοναχολόγιο,* επειδή είχε χειροτονηθεί από παλαιοημερολογίτες επισκόπους χωρίς την άδεια της. Αυτό για κάθε Αγιορείτη συνεπάγεται κίνηση των διαδικασιών προς στράτευσή του. Οι χωροφύλακες της Αγίας Άννας άρχισαν να τον ψάχνουν. Ο γερο-Ιωσήφ τον έκρυβε στη Μικρή Αγία Άννα για ένα μικρό διάστημα, προσπαθώντας να πετύχει την επανεγγραφή τους στο μοναχολόγιο της Λαύρας. Όμως το μοναστήρι ήταν ανένδοτο.
Έτσι με τη συνοδία ενός ένοπλου χωροφύλακα ο Γέροντας ξεκίνησε για Ουρανούπολη-Ιερισσό- Θεσσαλονίκη. Καθώς περπατούσε προς Ιερισσό, γυρνούσε και κοιτούσε τον Άθωνα να χάνεται στο βάθος και σκεφτόταν με παράπονο: «Παναγία μου, δεν μπορώ να πιστέψω ότι θα αφήσεις ένα προβατάκι σου να το απομακρύνει ο εχθρός από το περιβόλι σου». Και συνέχιζε κάνοντας κομποσχοινάκι στον δρόμο. Ο χωροφύλακας λοιδορώντας του έλεγε: «Ε, παπά, πάει το Άγιον Όρος τώρα!» «Έχει η Παναγία, κυρ-Γιάννη», του απαντούσε ο Γέροντας. Άλλα εκείνος κουνούσε δύσπιστα το κεφάλι του και τραγουδούσε: «Εμείς τον λοχαγό τον έχουμε πατέρα και θα τον δούμε στρατηγό στην Πόλη μία μέρα».
Έφτασαν στην Ιερισσό, έκοψαν δύο εισιτήρια για το λεωφορείο και περίμεναν να επιβιβαστούν. Λίγα λεπτά πριν την επιβίβαση καταφθάνει κάποιος χωροφύλακας της Ιερισσού στη στάση κρατώντας ένα τηλεγράφημα για τον χωροφύλακα Ιωάννη τάδε, τον συνοδό του Γέροντα, και αναγγέλλοντας: «Τηλεγραφική διαταγή να επιστρέψετε πάραυτα εις Καρυάς μετά της συνοδίας σας». «Ε, μπαρμπα-Γιάννη, η Παναγία δεν με άφησε, το είδες;» «Ε, όλα γίνονται, παπά!» απάντησε μουδιασμένος ο χωροφύλακας και πήραν τον δρόμο της επιστροφής.
Να τι συνέβη: Φεύγοντας ο Γέροντας, ο π. Προκόπιος πήρε το ομόλογο του σπιτιού (συμβόλαιο που παρέχουν στα Ησυχαστήρια οι κυρίαρχες Μονές) και πήγε στον πολιτικό Διοικητή του Αγίου Όρους, στις Καρυές. Το όνομα του Γέροντα συνέχιζε να είναι γραμμένο στο ομόλογο και πιστοποιούσε την ιδιότητά του ως μοναχού. Έτσι ο Διοικητής ζήτησε από τον αστυνομικό διευθυντή Καρυών να ανακαλέσει τον Γέροντα, απειλώντας του να τον μηνύσει για άγνοια νόμου, καθότι οι Αγιορείτες δεν στρατεύονται. Επιπλέον βρήκε ο Διοικητής την ευκαιρία να ταπεινώσει τον αστυνομικό, με τον οποίο είχε παλιότερες προστριβές.
Η πιο μεγάλη δυσκολία που πέρασε αυτά τα χαριτωμένα χρόνια ήταν μία παρακοή που έκανε, απ΄ ό,τι έλεγε, στον γερο-Ιωσήφ. Μετανόησε βέβαια, και ο πατρικότατος γερο-Ιωσήφ τον συγχώρεσε. Αλλά ο Θεός του έβαλε κανόνα. Τι ακριβώς έγινε δεν το έλεγε. Ήταν το μόνο μυστικό που κρατούσε. «Όταν ο Θεός μου λύσει τον κανόνα, τότε θα σας τα πω καταλεπτώς», έλεγε και περίμενε χρόνο τον χρόνο. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 συμπλήρωνε επτά εβδομάδες χρόνων, όσο και ο κανονισμένος ασκητής που αναφέρεται στον Συναξαριστή (19 Ιουλίου, Βίος αγ. Θεοδώρου Εδέσσης) και με τον οποίο παραλλήλιζε κάπως την υπόθεσή του. Τελικά κάτι είπε, αλλά όχι καταλεπτώς. Ίσως μέσα στον βρασμό της χάριτος και τον ενθουσιασμό από του δημιουργούσε να σκέφτηκε κάτι ελαφρώς υποτιμητικό για τον γερο-Ιωσήφ. Πάντως βρήκε έναν πολύ καλό τρόπο να διεγείρει την ψυχή του σε διαρκή αναζήτηση του ελέους του Θεού, όπερ εστίν «ευρείν τον Θεό» κατά τους αγίους Πατέρες.
Ομολογούσε: «Επί πενήντα χρόνια πάω κάθε φορά και βάζω μετάνοια στον γερο-Ιωσήφ, εκεί που πρωτοέβαλα μετάνοια για το θέμα της παρακοής μου σ’ αυτόν. Εκεί δηλαδή στη Μικρή Αγία Άννα, μεταξύ της στέρνας και των τριών σκαλοπατιών που οδηγούν στα δωμάτια».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000