Καταστάσεις χάριτος
Ο γέροντας τον προθυμοποιούσε, τον συμβούλευε, τον στήριζε με έργα και λόγια, τον γαλήνευε με την χαριτωμένη ύπαρξή του, αλλά ποτέ δεν του υποδείκνυε τον πνευματικό δρόμο της ψυχής του. Του έλεγε: «Προχώρα κι εγώ θα σε ακολουθώ και θα σε προσέχω∙ με τα δάκρυα βρήκες τη χάρη, με τα δάκρυα συνέχισε». Ο ίδιος, δόκιμος εργάτης της νοεράς προσευχής, δεν την επέβαλε στον μαθητή του. Γι’ αυτό ο Γέροντας βεβαίωνε ότι δεν εξάσκησε τη νοερά προσευχή, αν και είχε κάποτε εμπειρία της.
Βρισκόταν στη Μικρή Αγία Άννα, στα καλυβάκια του γερο-Ιωσήφ, ως φιλοξενούμενος. Κατά το πρόγραμμα του γερο-Ιωσήφ άρχιζαν την αγρυπνία με το κομποσχοίνι τις απογευματινές ώρες, λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Την ώρα που έκανε τον κανόνα του, έτυχε να ακούγονται διάφοροι θόρυβοι από τις εργασίες των πατέρων της Αγίας Άννας που είναι απέναντι. Ο Γέροντας, καθώς έλεγε, στην προσπάθειά του να συγκεντρωθεί και να αποφύγει τον περισπασμό του νου του από τους θορύβους, αισθάνθηκε ότι ο νους εισήλθε στην καρδιά του και συνέχισε τον κανόνα του απερίσπαστος. Όταν τελείωσε ο κανόνας και συνήλθε, αντιλήφθηκε πάλι τους θορύβους που συνεχίζονταν, και διδάχθηκε από τα πράγματα τι είναι νοερά προσευχή.
-------------
Οι υψηλές πνευματικές καταστάσεις, όπως ήδη σημειώσαμε, άρχισαν σύντομα. Πλούσια η χάρις του Θεού σκέπαζε τον παπα-Εφραίμ και διαρκώς τον ανέβαζε εκεί που μόνο όσοι έχουν γευθεί μπορούν να καταλάβουν: «Γεύσασθε και ίδετε» (Ψαλμ. 33,9). Ο γερο-Ιωσήφ συχνά του έλεγε: «Παιδί μου, εσύ όπως προχωρούσες, και μόνος σου θα έβρισκες τη χάρη, αλλά δεν θα μπορούσες να τη διατηρήσεις». Και άλλοτε γεμάτος αγαλλίαση αλλά και περίσκεψη: «Πολύ τρέχεις και σε φοβάμαι∙ άλλοι τρώνε μιαν ολόκληρη ζωή στην άσκηση και δεν γεύονται αυτές τις καταστάσεις!» Και ο μαθητής αντέτεινε με απλότητα: «Γέροντα, αν ο Θεός μου δίνει να φάω κρέας, εγώ να του πω ότι θέλω φασόλια;»
----------------------
«Το Πνεύμα το Άγιο δεν οράται, αλλά η χάρις του οράται», δίδασκε ο Γέροντας. Τη χάρη τη βλέπανε ολοζώντανη, ψηλαφητή, να γεμίζει το δωμάτιο και αργότερα την εκκλησία. Τα δάκρυα έτρεχαν ποταμηδόν, η χάρις πλημμύριζε τις καρδιές και τον ναό∙ πολλές φορές πάνω στο άγιο δισκάριο φαινόταν το Θείο Βρέφος. Κάποτε, την ώρα του καθαγιασμού των τιμίων δώρων, πληροφορήθηκε: «Υιός Θεού και συγκληρονόμος Χριστού». Φοβερή ζέση πνεύματος. Ο δάσκαλος τον ταπείνωνε με γλυκό σκεπτικισμό: «Πολύ τρέχεις, παπά», όμως και καυχιόταν: «Δεν πιστεύω να γίνεται σε όλο το Άγιο Όρος καλύτερη Θ. Λειτουργία». Το εγκαταλελειμμένο ερημοκκλησάκι της σπηλιάς στη Μικρή Αγία Άννα ακόμα τώρα ευωδιάζει.
---------------------
Εκείνην την εποχή ήταν που μέσα στη σιγαλιά της μυστικοπαθούς Κατουνακιώτικης νύχτας, καθισμένος στο ναυτικό σκαμνάκι του, βυθισμένος στον έρωτα της προσευχής, άκουσε να ξεπηγάζει μέσ’ απ’ την ψυχή του το του Ησαΐου 62,5: «Καθώς ευφραίνεται νυμφίος επί νύμφην, ούτως ευφρανθήσεται Κύριος επί σέ». Τότε εγκατέλειψε το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», για να κραυγάζει εν Πνεύματι: «Ιησού, νυμφίε μου, ελέησόν με». «Εκείνον τον καιρό πετούσα» -και πράγματι στα όνειρά του έβλεπε συχνά ότι πετούσε εθελουσίως σαν πουλί- έλεγε στα τελευταία του, «ήμουν άγγελος. Πού λογισμός πονηρός να πλησιάσει, ούτε και να ήθελα∙ τον πετούσε η χάρις μακριά. Μέσα μου είχα ένα φως. Μερικές φορές έλεγα στον γέροντα αστειευόμενος: «Μα γέροντα, γιατί να κάνω την ακολουθία μου, αφού την έκανα στον ύπνο μου;» Ο ενδιάθετος λόγος συνέχιζε να εκφωνεί την ευχή και στην ώρα του ύπνου. «Εγώ καθεύδω και η καρδιά μου αγρυπνεί» (Άσμα 5,2). Τόσο πλούσια χάρη προσευχής είχε.
--------------------
Κάποτε έβλεπε στην προσευχή κάτι διαφορετικό. Κάτι καλό διαισθανόταν ότι επρόκειτο να του έλθει. Αυτό για πολύν καιρό. Ωρίμαζε σχεδόν ένα εξάμηνο. Τέλος γεμάτος χάρη αισθάνθηκε ότι η ψυχή του ήθελε να βγει, να πετάξει ψηλά. Γαντζώθηκε με τα χέρια του στα γύρω αντικείμενα, σφίχτηκε φοβούμενος, τελικά συνήλθε. Την άλλη μέρα τα ίδια σε πολύ εντονότερο βαθμό. Προσπάθησε πάλι να συγκρατηθεί, αλλά δεν μπόρεσε. «Τώρα πλανηθήκαμε που πλανηθήκαμε, σκέφτηκε με παραίτηση, πήγαινε όπου θέλεις». «Η ψυχή μου ανέβηκε σε δυσθεώρητα ύψη και άρχισε να δοξολογεί τον Θεό», μας έλεγε βαθιά συγκινημένος από την ανάμνηση και τον μυστικό παλμό που του δημιουργούσε. «Τι αισθάνθηκα δεν λέγεται», συνέχιζε με αχνή από τη μέθεξη φωνή. Άραγε ξαναζούσε με την μνήμη τα άρρητα;
------------------
Παρ’ όλα αυτά, επεκτεινόταν στην προσευχή ακόμα περισσότερο. Μας θύμιζε: «Οι τρώγοντές με έτι πεινάσουσι και οι πίνοντές με έτι διψήσουσι» (Σοφ. Σειράχ 24,21). Το συνειδητό και υποσυνείδητο αίτημά του ήταν προσευχή. Πολλές φορές έβλεπε στον ύπνο του τον βασιλιά Κωνσταντίνο, τον απελευθερωτή της Μακεδονίας, και τη βασιλική οικογένεια. Κάποτε η βασίλισσα, την οποία πλησίασε με πολύ σεβασμό, του πρόσφερε ένα κομμάτι σοκολάτα. Εκείνος την ευχαρίστησε και της παρατήρησε ότι τη σοκολάτα θα τη φάει και τέλειωσε. Και συνέχισε παρακλητικά: «Προσευχή θέλω να μου δώσεις», για να ακούσει τη συγκαταβατική φωνή της βασίλισσας: «Θα σου δώσω, θα σου δώσω!» Δεν θεωρούσε τυχαία τέτοια όνειρα.
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000