Ζηλωτικά
Από τα μεγαλύτερα πνευματικά κατορθώματα του Γερόντων μας ήταν η τοποθέτησή τους στο θέμα του ζηλωτισμού, που εκείνον τον καιρό ήταν σε έξαρση, σαν νέο ζήτημα που ήταν.
Από το 1924 και ύστερα μπήκε στη ζωή της Εκκλησίας το νέο ημερολόγιο. Το Άγιον Όρος για λόγους παράδοσης διατήρησε τη χρήση του παλαιού ημερολογίου, χωρίς όμως να σταματήσει την πνευματική επικοινωνία και εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και κατά συνέπεια απ’ όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Μερικοί Αγιορείτες μοναχοί, αυτοτιτλοφορούμενοι Ζηλωτές, εξαιτίας της αλλαγής του ημερολογίου διέκοψαν την πνευματική τους επικοινωνία με το Πατριαρχείο και το υπόλοιπο Άγιον Όρος, μη συμμετέχοντες ούτε σε λειτουργίες ούτε σε πανηγύρεις, και μη επικοινωνούντες εκκλησιαστικώς με τους υπόλοιπους πατέρες. Τα Κατουνάκια ήταν ένα από τα κέντρα των Ζηλωτών. Ο Γέροντας, προερχόμενος από την παλαιοημερολογητική οικογένεια, κοινοβίασε στην καλύβα του Αγίου Εφραίμ, όπου οι γέροντες ήταν ζηλωτές.
Όταν γνώρισε τον γερο-Ιωσήφ κινούμενοι και οι δύο από πνευματικό ζήλο, προσχώρησαν στην ακραία παράταξη των Ματθαιϊκών. Ο λόγος ήταν ότι ο αρχηγός της μετριοπαθούς παρατάξεως των Φλωρινικών, επίσκοπος Χρυσόστομος Καβουρίδης, αποδεχόταν τα μυστήρια των νεοημερολογιτών. Του έστειλαν λοιπόν γραπτό λίβελλο, με τον οποίο τον απεκήρυσσαν κατηγορώντας τον ότι, αφού αποδέχεται τα μυστήρια των νεοημερολογιτών (της επισήμου δηλαδή Εκκλησίας), είναι ίδιος με αυτούς.
Κάποια μέρα επισκέφτηκε τον γερο-Ιωσήφ ο ιερομόναχος Βαρθολομαίος και προσπάθησε να συζητήσει μαζί του ζηλωτικά θέματα, όντας ο ίδιος Φλωρινικός. Ο γερο-Ιωσήφ δεν δεχόταν, λέγοντας: «Άστο, γιατί θα πούμε βαριές κουβέντες και θα στεναχωρηθούμε!» Ο άλλος μοναχός επέμενε, οπότε και ο γερο-Ιωσήφ, αφού εκνευρίστηκε, χρησιμοποίησε οξύτατους χαρακτηρισμούς και φράσεις εναντίον τους.
Όταν κατόπιν πήγε στο κελλάκι να ησυχάσει, αντιλήφθηκε ότι ο διάβολος είχε αποκτήσει κάποια εξουσία απέναντί του. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Αγωνίσθηκε με την προσευχή, και όταν ειρήνευσε, ξάπλωσε να ξεκουραστεί. Στον ύπνο του είδε ένα σημαδιακό όνειρο: Καθόταν τάχα πάνω σ’ ένα μικρό βράχο μέσα στη θάλασσα. Τα κύματα τον κουνούσαν. Απορούσε, πώς βρέθηκε σε αυτό το επικίνδυνο σημείο τη στιγμή που λίγο πιο εκεί ήταν το αιωνόβιο βουνό. Σκέφθηκε λοιπόν, μόλις το βραχάκι πλησιάσει λίγο το βουνό, να πηδήσει σ’ αυτό και να γλιτώσει, αφού αργά ή γρήγορα τα κύματα θα παρέσυραν το βραχάκι και τον ίδιο. Πράγματι, με την πρώτη ευκαιρία έδωσε μια και βρέθηκε στο στερεό έδαφος. «Δόξα σοι ο Θεός», είπε και ξύπνησε.
Αλλά και ο παπα-Εφραίμ προσευχόμενος για την υπόθεση αυτήν άκουσε φωνή: «Εν τω προσώπω του Φλωρίνης απεκήρυξες όλην την Εκκλησίαν». Έτσι γύρισαν πάλι με τους Φλωρινικούς ζητώντας συγγνώμη.
Αργότερα προσευχόμενος πάλι άκουσε: «Υπάγεσαι στο Πατριαρχείο, δεν υπάγεσαι στον Φλωρίνης». Αυτό τον άφησε ενεό. Δεν το πίστεψε. Το θεώρησε πλάνη. Αργότερα νεύσει Θεού επέστρεψαν στην Εκκλησία και αναπαύθηκε η ψυχή τους.
Ο παπα-Νικηφόρος αντέδρασε λίγο, αλλά ο Γέροντας, μην αντέχοντας να αποχωρισθεί τον γερο-Ιωσήφ, τον επίεσε και έτσι γύρισαν με την Εκκλησία όλοι. Το Πάσχα (1952) πήγαν να το κάνουν στους γείτονες Δανιηλαίους. «Καλώς ορίσατε, καλώς ορίσατε. Γέροντα, ορίστε στο γεροντικό στασίδι. Παπα-Εφραίμ, ορίστε να μας εφημερέψετε», τους καλοδέχτηκαν γεμάτοι αγάπη οι πατέρες. «Έψαλλαν έξω οι Δανιηλαίοι το "Θεοτόκε Παρθένε" κι εγώ μέσα στο ιερό μόνο την Παναγία δεν έβλεπα∙ τόση χάρη αισθανόμουνα», ομολογούσε νοσταλγικά ο Γέροντας.
Όμως ο παπα-Νικηφόρος, μαθημένος μια ζωή με τους γείτονες Ζηλωτές, άρχισε να γκρινιάζει και να στεναχωριέται υπερβολικά. Ο Γέροντας ήρθε σε δύσκολη θέση. Έκανε προσευχή, βρήκε και τον Θεό αντιμέτωπο. Τότε τα χρειάσθηκε. Συμβουλεύτηκε τον γερο-Γαβριήλ, τον ηγούμενο της Μονής Διονυσίου, καθώς και τον π. Γεράσιμο, τον υμνογράφο. Του είπαν: «Παπά μου, να αναπαύσεις τον γέροντά σου». Στην προσευχή ακόμα δυσκολότερα. Αισθανόταν ότι ο Θεός του έβαλε κανόνα. Το δίλημμα: την υπακοή ή την Εκκλησία θα ακολουθήσει; Αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να ακολουθήσει το πρώτο. Κι εμείς καταλαβαίναμε ότι η υπακοή είναι θεμέλιο της Εκκλησίας. Αφού και ο θείος δομήτωρ της Εκκλησίας έγινε «υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ. 2,8).
Έπεσε όμως σε κρίση συνειδήσεως άλλης μορφής. Αυτός που είχε πληροφορηθεί ότι ανήκει στο Πατριαρχείο, αυτός που είχε πληροφορηθεί ότι Εκκλησία σημαίνει αγάπη και το διαπίστωσε στους Δανιηλαίους με τη θερμή συμπεριφορά τους, αυτός που έλεγε Εκκλησία και η καρδιά του σκιρτούσε σαν το παιδί που καθυστέρησε να αγκαλιάσει τη μητέρα του, αυτός που θεωρούσε τον γερο-Ιωσήφ και τη συνοδία του ανθρώπους του, λατρευτούς του, τώρα έπρεπε να τους εγκαταλείψει! Λίγες ευτυχώς μέρες κράτησαν οι "αμφίβολοι" λογισμοί. Σκέφτηκε: «Με την ψυχή θα είμαι πάντοτε με την Εκκλησία. Με το σώμα για λίγο με τους Ζηλωτές, μέχρι να κλείσει τα μάτια του ο γέροντάς μου». Έτσι ειρήνευσε. Έκανε υπομονή μέχρι το 1975, δηλαδή 23 χρόνια. Τυπικός, δεν έδωσε το δικαίωμα σε κανέναν. Με κάθε αξιοπρέπεια εγκατέλειψε για πάντα τους Ζηλωτές, όταν απέκτησε πλέον συνοδία.
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000