«Διότι όσο ανώτερη είναι η ψυχή από το σώμα, τόσο μεγαλύτερη αμοιβή αξιώνονται από εκείνους, που βοηθούν όσους έχουν ανάγκην με χρήματα, αυτοί, οι οποίοι με συμβουλές και συνεχή διδασκαλία οδηγούν τους αδιάφορους και τους αποθαρρυνομένους στον ευθύ δρόμο και δείχνουν αφ’ ενός μεν την ασχήμια της κακίας, αφ' ετέρου δε τη μεγάλη ομορφιά της κατά Θεόν αρετής. Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά, ας συζητούμε με τους άλλους, αντί όλων των άλλων των βιοτικών πραγμάτων, για την σωτηρία της ψυχής, οδηγώντας αυτούς εις αυτήν την φροντίδα» (εκδ. ΕΠΕ, τόμος 2, σελ. 67-69)
«Ας δείχνουμε λοιπόν μεγάλη φροντίδα για τους αδελφούς μας. Αυτό είναι το σπουδαιότερο πράγμα του δικού μας χριστιανικού τρόπου ζωής, αυτό είναι το γνώρισμα αυτής, το να μη φροντίζουμε μόνο για τα δικά μας πράγματα, αλλά και να διορθώνουμε και να θεραπεύουμε τα αρρωστημένα μέλη μας· αυτό είναι μέγιστο δείγμα της πίστης μας. Διότι λέγει, «Από αυτό θα γνωρίσουν όλοι οι άνθρωποι ότι είστε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη αναμεταξύ σας». Αγάπη όμως γνήσια δείχνει, όχι η συμμετοχή σε τράπεζα φαγητών, ούτε ο απλός χαιρετισμός, ούτε τα κολακευτικά λόγια, αλλά το να διορθώσουμε τον πλησίον και να φροντίσουμε για το συμφέρον του, το να ανορθώσουμε τον αμαρτωλό, το να βοηθήσουμε αυτόν που είναι πεσμένος και έδειξε αδιαφορία για τη σωτηρία του, και να επιζητούμε πριν από τα δικά μας τα αγαθά του πλησίον μας. Αυτό είναι δείγμα γνήσιας αγάπης. «Διότι η αγάπη δεν προσέχει τα δικά της», αλλά φροντίζει πριν από τα δικά της για τα του πλησίον, φροντίζοντας έτσι για τα δικά της» (8,165)
«Εμπρός, λοιπόν, ας αναφέρουμε τώρα όλα τα είδη της ελεημοσύνης. Μπορείς να βοηθήσεις με χρήματα; Μη διστάζεις. Μπορείς με προστασία; Μην πεις, αφού δεν υπάρχουν χρήματα, αυτό δεν είναι τίποτε· και αυτό είναι πάρα πολύ σπουδαίο· σαν ακριβώς να έχεις δώσει χρήματα, έτσι να αισθάνεσαι. Μπορείς με θεραπεία; Και αυτό κάνε το. Για παράδειγμα, είσαι γιατρός ως προς την επιστήμη; Φρόντισε ασθενείς· και αυτό είναι σπουδαίο.
Μπορείς με συμβουλή; Αυτό είναι πολύ πιο ανώτερο από όλα· αυτή είναι σπουδαιότερη από όλα, ή και τόσο μεγαλύτερη, όσο και μεγαλύτερο είναι το κέρδος που έχει· διότι δεν απαλλάσσεις από πείνα, αλλά από θάνατο φοβερό. Από αυτό το είδος ελεημοσύνης ήταν γεμάτοι με υπεραφθονία και οι Απόστολοι· γι’ αυτό τη διανομή των χρημάτων την ανέθεσαν σ’ αυτούς που τους συνόδευαν, ενώ αυτοί οι ίδιοι πρόσφεραν τη βοήθεια με τους λόγους τους. Ή νομίζεις ότι είναι μικρή ελεημοσύνη, το να μπορέσεις ν’ απαλλάξεις από την ασθένεια ψυχή που βρίσκεται σε δυσχέρεια, που διατρέχει τον μέχρι θανάτου κίνδυνο, και κατακαίγεται ολόκληρη; Για παράδειγμα, βλέπεις φίλο που είναι κυριευμένος από φιλαργυρία; Βοήθησε αυτόν τον άνθρωπο. Κινδυνεύει να καταστραφεί από το πάθος του; Σβήσε τη φλόγα αυτού. Τι λοιπόν να κάνω αν δεν πείθεται; Συ κάνε ό,τι εξαρτάται από σένα, και μη δείξεις αδιαφορία. Είδες αυτόν να συσφίγγεται από δεσμά; (διότι δεσμά πράγματι είναι τα χρήματα). Πήγαινε σ’ αυτόν, επισκέψου τον, παρηγόρησέ τον, προσπάθησε να τον ελευθερώσεις από τα δεσμά· αν δεν θέλει, αυτός θα είναι αίτιος. Είδες γυμνό και ξένο; (διότι γυμνός πράγματι και ξένος των ουρανών είναι εκείνος που δεν φροντίζει για ορθό τρόπο ζωής). Οδήγησέ τον στο δικό σου κατάλυμα, ένδυσέ τον με τα ενδύματα της αρετής, δώσε του την πόλη που βρίσκεται στον ουρανό» (16Α,67-69).
«Ο Παύλος αφού έγινε από την αγάπη σαν κάποιο πουλί, περιφερόταν συνεχώς σε όλους, χωρίς να μένει πουθενά ούτε να στέκεται. Επειδή λοιπόν άκουσε το Χριστό που έλεγε, «Πέτρε, μ’ αγαπάς; βόσκε τα πρόβατά μου», και παρουσίαζε αυτόν μέγιστο κανόνα αγάπης, φανέρωνε αυτόν με υπερβολικό τρόπο. Αυτόν λοιπόν και εμείς αφού μιμηθούμε, ο καθένας ας διορθώνει, αν όχι την οικουμένη, ούτε ολόκληρες πόλεις και έθνη, αλλά το σπίτι του, τη γυναίκα του, τα παιδιά του, τους φίλους του, τους γείτονες» (16Β, 315-317)
«Ας θηρεύσουμε λοιπόν αυτούς μέσω της ζωής μας και με τις ψυχές αυτών ας οικοδομούμε την Εκκλησία και αυτόν τον πλούτο ας συγκεντρώσουμε. Τίποτε δεν είναι ισάξιο της ψυχής, ούτε ο κόσμος όλος. Ώστε και αν δώσεις άπειρα χρήματα εις τους πτωχούς, δεν κάμνεις τίποτε ισάξιο αυτού που κάμνει κάποιος, που συντελεί στην επιστροφή μίας ψυχής. «Εκείνος που από ανάξιο κάμνει κάποιον πολύτιμο, θα είναι σαν το στόμα μου»(Ιερεμίου 15,19), λέγει. Είναι μεν μεγάλη αρετή η ελεημοσύνη προς τους πτωχούς, αλλά δεν είναι καθόλου το ίδιο με το να απαλλάσσει κάποιος τους ανθρώπους από την πλάνη· διότι οποίος κάνει τούτο, μοιάζει με τον Παύλο και τον Πέτρο… Είναι δυνατόν να μένουμε στην οικία και συγχρόνως να αλιεύουμε ψυχές. Όποιος έχει φίλο, συγγενή και γνωστόν, έτσι ας ενεργή, αυτά ας τους λέγει και θα είναι με τον Πέτρο και τον Παύλο. Και τι λέγω με τον Πέτρο και τον Παύλο; θα είναι στόμα του Χριστού. «Διότι εκείνος που από ανάξιο κάμνει κάποιον πολύτιμο θα είναι ως το στόμα μου», λέγει» (18,81)
«Διότι, εάν επιφυλάσσεται τιμωρία για εκείνον που έχει χρήματα και δεν βοηθάει τους άλλους, αυτός που μπορεί να συμβουλεύσει και δεν το κάνει πώς δεν θα υποστεί μεγαλύτερη τιμωρία; Εκεί τρέφεται σώμα, εδώ ψυχή· εκεί εμποδίζεις τον προσωρινό θάνατο, εδώ τον αιώνιο. Αλλά, λέγει, δεν έχω το χάρισμα του λόγου. Δεν χρειάζεται ικανότητα λόγου, ούτε ευγλωττία» (25,303-305)
«Διότι, εάν αυτούς που δεν θέλησαν να βοηθήσουν σωματικά τους πλησίον, δεν τους σώζει καμία δικαιολογία, και ακόμη αν έχουν ζήσει με παρθενία θα ριφθούν έξω από τον νυμφώνα, αυτός που παρέλειψε το πολύ σπουδαιότερο (διότι η προστασία της ψυχής είναι πολύ σπουδαιότερη), πώς δεν θα υποστεί εύλογα όλες τις τιμωρίες;» (28,449-451)
«Και όπως βλέποντας φτωχούς δεν θα μπορούσατε εύκολα να τους παραβλέψετε, έτσι κι όταν βλέπεις να τρέχει κάποιος [Χριστιανός] στη συναγωγή [των Ιουδαίων] μη τον παραβλέψεις, αλλά με τον λόγο σαν με χαλινάρι συγκράτησέ τον, επανάφερέ τον στην Εκκλησία.
Η ελεημοσύνη αυτή είναι μεγαλύτερη από εκείνη και το κέρδος ανώτερο από μύρια τάλαντα. Και τι λέω από μύρια τάλαντα; Και από όλον τον κόσμο τον ορατό, καθ’ όσον ο άνθρωπος είναι απ’ όλο τον κόσμο τιμιότερος. Γιατί για τον άνθρωπο έγιναν και ο ουρανός και η γη και η θάλασσα και ο ήλιος και τα αστέρια. Σκέψου λοιπόν την αξία του ανθρώπου που σώζεται και μην αδιαφορήσεις για τη φροντίδα αυτού. Γιατί, κι αν ακόμη ξοδέψει κανείς αμέτρητα λεφτά, δεν κάμνει τίποτε το τόσο μεγάλο, όσο όταν κανείς σώζει ψυχή, την απομακρύνει από την πλάνη και την οδηγεί προς την ευσέβεια. Eκείνος που έδωσε στον φτωχό τον λύτρωσε από την πείνα, εκείνος όμως που διόρθωσε τον Ιουδαΐζοντα [Χριστιανό], κατέστρεψε την ασέβεια. Εκείνος πρόσφερε ανακούφιση στη φτώχεια, ενώ αυτός σταμάτησε την παρανομία. Eκείνος απάλλαξε το σώμα από την οδύνη, ενώ αυτός άρπαξε την ψυχή από την γέεννα. Σας έδειξα τον θησαυρό· μην προδώσετε το κέρδος. Δεν μπορείτε στην περίπτωση αυτή να προβάλετε σαν δικαιολογία την πενία, δεν μπορείτε να προβάλετε τη φτώχεια. Η δαπάνη συνίσταται σε λόγια, το έξοδο είναι λόγια. Ας μη δείξουμε λοιπόν οκνηρία, αλλά με όλη την προσπάθεια και την προθυμία ας θηρεύσουμε τους αδελφούς μας» (34,327-329)
«Γιατί, αν, δίνοντας δύο δραχμές και ξοδεύοντας λίγα χρήματα στους φτωχούς, δοκιμάζουμε χαρά, πόση ευχαρίστηση θα καρπωθούμε, αν μπορέσουμε να σώσουμε ψυχές; και πόση αμοιβή θα απολαύσουμε στη μέλλουσα ζωή; … Βλέπεις ότι μεγάλη θα είναι η παρρησία μας τότε από εκείνους που τώρα ευεργετούνται από εμάς; αν όμως, όπου γίνεται δαπάνη χρημάτων, επιφυλάσσονται τόσα πολλά στεφάνια, τόσος μεγάλος μισθός, τόσο μεγάλη αμοιβή, όπου συμβαίνει να ωφεληθεί ψυχή από εμάς, πώς δεν θα είναι για μας πολλά και μεγάλα τα αγαθά; Γιατί, αν η Ταβιθά εκείνη, που ένδυσε χήρες και ανακούφισε φτώχεια, επέστρεψε πάλι από τον θάνατο στη ζωή, και τα δάκρυα εκείνων που ευεργετήθηκαν επανέφεραν ξανά στο σώμα την ψυχή που είχε φύγει, και μάλιστα πριν ακόμη έλθει η ανάσταση, τι δεν θα κατορθώσουν τα δάκρυα των ανθρώπων εκείνων, που θα συμβεί να σωθούν από σένα; γιατί, όπως αυτήν οι χήρες με την παρουσία τους εκεί την επανέφεραν στη ζωή, ενώ ήταν νεκρή, έτσι και σένα τότε η παρουσία όλων εκείνων που τώρα έχουν διασωθεί, θα σε κάμουν ν’ απολαύσεις μεγάλη φιλανθρωπία και θα σε σώσουν από τη φλόγα της γέεννας» (34,361-363)
«Άνθρωπος, για μας, δεν είναι αυτός που τρέφεται μόνο με άρτο, αλλά εκείνος που γεύεται, πριν από την τροφή του αυτή, τα θεία και πνευματικά λόγια. Και ότι αυτό είναι ο άνθρωπος, άκουσε το Χριστό που λέγει: «Δε θα ζήσει μόνο με άρτο ο άνθρωπος, αλλά με κάθε λόγο που θα βγει από το στόμα του Θεού». Συνεπώς είναι διπλή η τροφή της ζωής μας, η μία κατώτερη και η άλλη καλύτερη. Αυτήν πρέπει να επιζητεί κανείς ιδιαίτερα, ώστε και την ψυχή του να διατρέφει και να μην ανέχεται να καταστρέφεται από την πείνα. Είναι στο χέρι σας λοιπόν να γεμίσετε την πόλη μας από ανθρώπους. Επειδή όμως αυτή η μεγάλη και πολυάνθρωπη πόλη είναι έρημη από ανθρώπους, αν είστε δίκαιοι, πρέπει να προσφέρετε αυτή την προσφορά στην πατρίδα και να προσελκύσετε τους αδελφούς σας, αν τους μεταφέρετε αυτά που γίνονται εδώ» (36,543). [συλλογή κειμένων π. Νικόλαος Πουλάδας]