ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.


Κάνε το καλό και θάψε το κάτω από την πέτρα, εκείνο από την πέτρα θα φτιάξει γλώσσα για τον εαυτό του και θα αναγγελθεί.

Εάν είσαι στη φυλακή για τη δικαιοσύνη, όλα τ’ αστέρια θα λάμπουν επάνω από τη φυλακή σου και θα δουλεύουν για την ελευθερία σου.

Εάν είσαι στην κρεμάλα για τη δικαιοσύνη, όλοι οι ουρανοί θα κινηθούν και θα δουλέψουν τον θάνατό σου να τον μετατρέψουν σε ζωή.

Να είσαι άνθρωπος, είναι λίγο.
Να είστε θεοί, λέει η Αγία Γραφή.
Να είσαι άνθρωπος, είναι χαμηλός στόχος.
Να είστε θεοί, είναι ο πιο υψηλός στόχος.

Πεινασμένοι, κανένας στόχος δεν θα σας χορτάσει εκτός από τον πιο υψηλό.

Διψασμένοι, κανένας στόχος δεν θα σας ποτίσει εκτός από τον πιο υψηλό.

Εκείνοι, που σάς ψιθυρίζουν στ’ αυτιά: «Να είστε άνθρωποι», στην πραγματικότητα σας λένε: «Να είστε αυτό που είστε λίγο διαφορετικά».

Ενώ ο Θεός, πιστεύοντας σε σας, σας ψιθυρίζει το πιο υψηλό και το πιο στοργικό μυστικό: «Να είστε θεοί»!

Περισσότερο απ’ αυτό τίποτα δεν μπορεί να ειπωθεί. Επάνω απ’ αυτό τα λόγια χάνονται και η σιωπή γίνεται φλύαρη.

(Στοχασμοί περί καλού και κακού, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σελ. 123-24)

Τώρα θα σας αναφέρω ένα θαύμα που μου διηγήθηκε κάποια γυναίκα.

Το θαύμα αυτό έγινε σε ένα δωδεκάχρονο κορίτσι. Σημειωτέον ότι αυτό, όταν ήταν δώδεκα ετών, ήταν αρκετά ανεπτυγμένο σωματικά.

Κάποια μέρα λοιπόν πήγαν μαζί με τον πατέρα της σε κάποιο άλλο χωριό, για να βοηθήσουν μια φιλική τους οικογένεια στον θέρο [θερισμό]. Εκεί συναντήθηκαν με κάποιον άλλο, ο οποίος μόλις είδε την κόρη, είπε στον πατέρα της:

– Ε, Χαραλάμπη, είσαι για γαμπρό! Μεγάλωσε η κόρη σου.

Από εκείνη τη στιγμή το κορίτσι αρρώστησε. Ζαλιζόταν, είχε ναυτία και δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια της. Επέστρεψαν στο σπίτι, αλλά η υγεία της επιδεινωνόταν σταδιακά, ώσπου έμεινε κατάκοιτη στο κρεβάτι.

Χάθηκε και η φωνή της και έφτασε στα τελευταία της.

Πέρασαν έξι μήνες και στο τέλος οι γείτονες που την επισκέπτονταν περίμεναν πως θα πέθαινε, αφού ούτε έτρωγε ούτε έπινε για μέρες. Το μόνο που έκανε ήταν να τους ακούει σιωπηλή.

Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε μία γυναίκα που κάθισε δίπλα της.

Τότε ήταν που η κοπέλα κίνησε για πρώτη φορά τα χέρια και τα πόδια της.

Οι άνθρωποι που ήταν στο σπίτι δεν έβλεπαν τη γυναίκα και νόμιζαν πως η μικρή πεθαίνει.

– Μη φοβάσαι, θα γίνεις καλά. Είμαι η Μαρίνα, της είπε η γυναίκα.

Την σταύρωσε, την χάιδεψε στο κεφάλι και συνέχισε:

– Κάτω από το κρεβάτι σου έχω ένα ζευγάρι παπούτσια. Με αυτό που έχουν μέσα, να περάσεις όλο σου το σώμα, απ’ άκρη σ’ άκρη.

Το κορίτσι άνοιξε τα μάτια, έκανε αυτό που της είπε η Αγία και μετά από δυο-τρεις μέρες άρχισε να συνέρχεται, να τρώει και να μιλάει.

Ο κόσμος δεν καταλάβαινε πώς συνέβη αυτό και το είπαν στον ιερέα. Εκείνος, αφού άκουσε όσα συνέβησαν, τους συμβούλεψε να την πάνε στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, που βρισκόταν στο κοντινό χωριό «Περδικονέρι» και να αλείψουν το σώμα της με το λάδι που έχουν τα δυο καντήλια της Ωραίας Πύλης.

Πράγματι, την ανέβασαν στο γαϊδουράκι και πήγαν.

Όταν έφτασαν στον ναό, οι γονείς της έβαλαν ένα άλλο κοριτσάκι να την αλείψει με το λαδάκι της Αγίας σε όλο το σώμα. Αμέσως μόλις τελείωσε, η κόρη σηκώθηκε όρθια και έφυγε περπατώντας!

Η κυρία που μου διηγήθηκε το θαύμα αυτό, ζει ακόμη και είναι παντρεμένη στην Βυτίνα της Αρκαδίας.

Είθε να έχουμε την ευλογία της Αγίας Μαρίνας και να επικαλούμεθα την Χάρη της για τη θεραπεία της ψυχής και τού σώματος!

(από το βιβλίο του Παρασκευά Λαμπρόπουλου, οι “Εμπειρίες μου κοντά στον Άγιο Πορφύριο”, έκδοση η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι 2015, πηγή: "πεμπτουσία")

«… λαμβάνοντας από την αγία Θεοτόκο και αειπαρθένο Μαρία σαν ζύμη έμψυχη σάρκα» (τ. 19Β, σ. 123).

«… την Μαρία την υπεράμωμη, την υπέραγνη και αγνή παρθένο, οδήγησε ως νύμφη. Και την λέγω αυτήν υπέραγνη και υπεράμωμη σε σχέση μ’ εμάς και τους τότε ανθρώπους, συγκρίνοντας αυτήν μ’ εκείνους και μ’ εμάς τους δούλους της ως προς τον νυμφίο της όμως και τον Πατέρα εκείνου, είναι άνθρωπος βέβαια, αγία όμως και υπεραγία, καθαρότατη και άχραντη περισσότερο από όλους τους ανθρώπους όλων των γενεών. Αυτήν λοιπόν οδήγησε νύμφη κι έκαμε γάμους για τον Υιό του» (τ. 19Β, σ. 173).

«Συνέλαβε λοιπόν η Παρθένος κι εγέννησε παραδόξως από δύο φύσεις, την θεότητα και την ανθρωπότητα, έναν Υιό, τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, χωρίς να διαφθείρει την παρθενία της και χωρίς να χωρισθεί ο κόλπος από τον πατρικό» (τ. 19Β, σ. 173).

«Έτσι λοιπόν, πιστεύοντας ολόψυχα και μετανοώντας θερμά, συλλαμβάνουμε, όπως ειπώθηκε, στις καρδιές μας τον Λόγο του Θεού, όπως η Παρθένος, με το να διατηρούμε δηλαδή τις ψυχές μας παρθένες και αγνές. Κι όπως εκείνη, επειδή ήταν υπεράμωμη, δεν την έφλεξε το πυρ της θεότητας, έτσι ούτε εμάς μας καταφλέγει, όταν διατηρούμε αγνές και καθαρές τις καρδιές αλλά γίνεται δροσιά από τον ουρανό και πηγή ύδατος και αθάνατης ζωής, που ρέει μέσα μας… Αφού όμως ο Λόγος του Θεού σαρκώθηκε μια φορά από την Παρθένο και γεννήθηκε σωματικώς από αυτήν ανεκφράστως και υπέρ λόγον, δεν μπορεί όμως αυτός να σαρκωθεί ή να γεννηθεί σωματικώς και πάλι από τον καθένα μας, τι κάνει; Από εκείνη την άχραντη σάρκα του, την οποία προσέλαβε από τις αγνές λαγόνες της πανάχραντης και Θεοτόκου Μαρίας, δια της οποίας γεννήθηκε σωματικώς, από αυτήν την σάρκα μας μεταδίδει για βρώση και τρώγοντάς την, έχομε μέσα μας όλον τον σαρκωμένο Θεό και Κύριό μας Ιησού τον Χριστό, αυτόν τον Υιό του Θεού και υιό της παρθένου και πανάμωμης Μαρίας, τον καθισμένο δεξιά του Θεού και Πατρός, ο καθένας από μας τους πιστούς τρώγοντας αυτήν την σάρκα του, τον έχομε μέσα μας, κατά το λεγόμενο από τον ίδιο· «εκείνος που τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου μένει μέσα μου κι εγώ μέσα σ’ αυτόν», χωρίς να προέρχεται ή να γεννάται σωματικώς και να χωρίζεται από εμάς. Πράγματι, δεν γνωρίζεται όντας κατά σάρκα σ’ εμάς ως βρέφος αλλά ευρίσκεται ασωμάτως σε σώμα, αναμιγνυόμενος κατά τρόπο ανέκφραστο με τις ουσίες και φύσεις και θεοποιώντας μας ως συσσώμους του και ως όντες σάρκα από την σάρκα του και οστούν από τα οστά του. Αυτό είναι μέσα μας το θαυμαστό της ανέκφραστης οικονομίας αυτού κι επάνω από λόγο συγκαταβάσεως, αυτό το μυστήριο το γεμάτο από μεγάλη φρίκη, αυτό που ανέβαλλα να το γράψω κι έτρεμα να το επιχειρήσω» (τ. 19Β, σελ. 177-179).

«Όλοι οι άγιοι βέβαια τον συνέλαβαν και τον έχουν κατά χάρη και δωρεά. Από την πανάμωμη μητέρα του δανείσθηκε την παναμώμητη σάρκα του, και αντί αυτής της εδώρησε την θεότητα -τι παράξενη και καινή συναλλαγή!- ενώ από τους αγίους δεν λαμβάνει βέβαια σάρκα, μεταδίδει όμως σ’ αυτούς την θεωμένη σάρκα του. Και πρόσεχε, σε παρακαλώ, το βάθος του μυστηρίου. Η χάρις του Πνεύματος λοιπόν, δηλαδή το πυρ της θεότητας, είναι του Σωτήρος μας και Θεού από την φύση και την ουσία του, το σώμα του όμως δεν είναι από εκεί, αλλά από την πάναγνη και άγια σάρκα της Θεοτόκου και από τα πανάχραντα αίματά της, και από αυτήν την ανέλαβε και την ιδιοποιήθηκε, κατά το ιερό λόγιο, «και ο Λόγος έγινε σάρκα». Αυτήν λοιπόν μεταδίδει στους αγίους ο Υιός του Θεού και της άχραντης Παρθένου από την φύση και την ουσία του συναϊδίου Πατρός του μεταδίδει, όπως λέχθηκε, την χάρη του Πνεύματος, δηλαδή την θεότητα, όπως λέγει δια του προφήτου «και θα συμβεί στις έσχατες ημέρες να διαχύσω από το Πνεύμα μου επάνω σε κάθε σάρκα», που επίστευσε δηλαδή· από την φύση και την ουσία όμως εκείνης που τον εγέννησε κυρίως και αληθώς μεταδίδει την σάρκα την οποία ανέλαβε από αυτήν. Κι όπως ακριβώς όλοι εμείς ελάβαμε από το πλήρωμά του, έτσι όλοι μεταλαμβάνουμε από την αμώμητη σάρκα της παναγίας Μητέρας του, την οποία ανέλαβε από αυτήν· κι όπως ο Χριστός και Θεός μας έγινε Υιός της και Θεός, ενώ διετέλεσε αδελφός μας, έτσι κι εμείς -πω πω ανέκφραστη φιλανθρωπία!- θα γίνομε υιοί της Θεοτόκου μητέρας του και αδελφοί του ίδιου του Χριστού» (τ. 19Β,σ. 183).

«Η Μητέρα του Θεού λοιπόν είναι δέσποινα και βασίλισσα, κυρία και μητέρα όλων των αγίων, ενώ οι άγιοι είναι αφ’ ενός μεν όλοι δούλοι της, επειδή είναι Μητέρα του Θεού, και αφ’ ετέρου υιοί αυτής, εφ΄ όσον μεταλαμβάνουν από την πανάχραντη σάρκα του Υιού της (ο λόγος είναι πιστός· διότι η σάρκα του Κυρίου, είναι σάρκα της Θεοτόκου), και μεταλαμβάνοντας από αυτήν την θεωθείσα σάρκα του Κυρίου, ομολογούμε και πιστεύουμε ότι μεταλαμβάνουμε αιώνια ζωή, εάν βέβαια δεν την τρώμε αναξίως και μάλλον σε κρίμα των εαυτών μας. Συγγενείς πάλι αυτής είναι τριπλώς οι άγιοι· κατά έναν τρόπο εφ΄ όσον προέρχονται από τον ίδιο πηλό και την ίδια πνοή, δηλαδή έχουν ψυχής συγγένεια· δεύτερον, εφ΄ όσον προσέλαβαν από την σάρκα της ευρίσκονται μαζί της σε κοινωνία και σε μετουσία· και τρίτον, εφ΄ όσον αυτοί αγιάσθηκαν κατά Πνεύμα δι’ αυτής ο καθένας μέσα του μπορεί να συλλαμβάνει ομοίως τον Θεό των όλων, όπως κι εκείνη είχε αυτόν μέσα της. Διότι, παρ’ όλο που τον γέννησε σωματικώς, όλον αυτόν τον είχε μέσα της πάντοτε και πνευματικώς και ομοίως τον έχει αχώριστο τώρα και πάντοτε» (τ. 19Β, σελ. 185-7).

«Πρώτη η Θεοτόκος Μαρία ευαγγελίζεται από τον άγγελο κι αφού της αναγγέλθηκε η βουλή του Κυρίου πιστεύει, πείθεται και λέγει «να, η δούλη Κυρίου, ας γίνει σε μένα κατά τον λόγο σου». Κι έτσι πρώτη εδέχθηκε ουσιωδώς μέσα της τον Λόγο του Θεού, ο οποίος λύτρωσε την ψυχή της από τον αιώνιο εκείνο θάνατο» (τ. 19Β, σ. 291).

«Ο Θεός Λόγος έλαβε σάρκα από την αγνή Θεοτόκο και αντ’ αυτής έδωσε όχι σάρκα, αλλ’ ουσιωδώς άγιο Πνεύμα. Και αρχικώς ζωοποίησε μ’ αυτό την τίμια και υπεράμωμη ψυχή της, και την ανέστησε από τον θάνατο» (τ. 19Β, σ. 295).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

σύλλογος θεοσεβών
Αλλοίμονο, αν άνθρωποι, που ζητούν την ευτυχία τους στα υλικά και ζουν σαν άλογα και γαϊδούρια, βρίσκωνται ανάμεσά μας, σε ένα χώρο, που είναι πνευματικό θέατρο και θεοσεβής σύλλογος.
Ε.Π.Ε. 34,554
οίκος δεσποτικός
Η Εκκλησία είναι οίκος του Κυρίου. Σκεύη τίμια είναι οι πιστοί. Όταν, λοιπόν, δης κάποιον απ’ έξω να θέλη να κλέψη κάποιο σκεύος, έστω και αν εσύ δεν κινδυνεύης αφού προσωπικά δεν προσβάλλεσαι, όμως αν αδιαφορήσης και δεν προσπαθήσης δια των υπευθύνων να σώσης την ψυχή που κινδυνεύει, έγινες ένοχος του χαμού της ψυχής. Βλέπεις τον κλέφτη ν’ αρπάζη ψυχή και συ δεν τον εμποδίζεις, με δική σου ή άλλου ενέργεια.
Ε.Π.Ε. 34,578
και Πνεύμα Άγιο
Η χάρις του Αγίου Πνεύματος είναι παρούσα και περιίπταται πάνω σε όλους και ετοιμάζει τη μυστική εκείνη θυσία. Αν και άνθρωπος βρίσκεται εκεί (στην αγία τράπεζα), όμως ο Θεός είναι εκείνος που ενεργεί δια του ανθρώπου. Μη προσέχης, λοιπόν, τον άνθρωπο που βλέπεις, αλλά προσπάθησε να νοήσης την αόρατη χάρι του Θεού. Τίποτε δεν είναι ανθρώπινο από όσα τελούνται στο ιερό βήμα. Αν δεν ήταν παρόν το Άγιο Πνεύμα, δεν θα είχε συγκροτηθή η Εκκλησία. Αφού όμως υπάρχει η Εκκλησία, είναι ολοφάνερο ότι είναι παρόν το Άγιο Πνεύμα.
Ε.Π.Ε. 36,312
κιβωτός
Πολλοί ήρθαν στην Εκκλησία, την κοινή μητέρα και απήλαυσαν τις δωρεές της, και όμως έφυγαν και δεν καταδέχτηκαν να ξαναεπιστρέψουν. Μιμήθηκαν όχι το περιστέρι της κιβωτού του Νώε, αλλά το κοράκι.
Ε.Π.Ε. 37,36
ποτίζεται απ’ το αίμα των μαρτύρων
Τα φυτά, όταν ποτίζωνται, αυξάνονται. Έτσι και η πίστις η δική μας. Όταν πολεμήται, τότε μάλλον ανθίζει. Οι κήποι δεν γίνονται τόσο ευθαλείς με το πότισμα, όπως γίνεται η εκκλησία όμορφη, ποτιζομένη με το αίμα των μαρτύρων.
Ε.Π.Ε. 37,68
χειμώνας άγριος
Η τρικυμία, που χτυπά το σκάφος της Εκκλησίας, είναι άγρια. Η νύχτα είναι σκοτεινή κι ασέληνη. Καθημερινά κορυφώνεται το κακό. Προκαλούνται ναυάγια πικρά. Αυξάνεται η πανωλεθρία της οικουμένης.
Ε.Π.Ε. 37,364
λύκοι, όχι ποιμένες
Όταν η Εκκλησία έχη αντί για ποιμένες, λύκους, αντί για κυβερνήτη, πειρατή, αντί για γιατρό, δήμιο, να πονάς βέβαια (διότι δεν πρέπει να υπομένης αυτά τα φοβερά χωρίς πόνο), αλλά να πονάς, Oλυμπιάδα, θέτοντας μέτρο στη λύπη.
Ε.Π.Ε. 37,386
κυβερνώνται από το διάβολο
Υπάρχουν άνθρωποι της Εκκλησίας, που έχουν υποστή ευτελισμό και κυβερνώνται ολοτελώς από το διάβολο.
Ε.Π.Ε. 37,416
φόβος οι δεσποτάδες
Τίποτε δεν φοβήθηκα, όσο τους επισκόπους, πλην ολίγων.
Ε.Π.Ε. 37,442
σκάφος
Να μένετε στο σκάφος της Εκκλησίας, μιμούμενοι τους καλούς καπετάνιους, που τότε κυρίως αγρυπνούν, όταν δουν τα κύματα να θεριεύουν, τη θάλασσα πολύ ταραγμένη, τα νερά να κάνουν μεγάλο θόρυβο, και να είναι σκοτεινή νύχτα η ημέρα.
Ε.Π.Ε. 38,34
αποκατάστασις γαλήνης
Και οι εκκλησίες απολαμβάνουν ειρήνη και ωραία γαλήνη. Όλα ρέουν κανονικά και οι νόμοι, που είχαν καταφρονηθή αποκαταστάθηκαν, καθώς και οι κανόνες των πατέρων που είχαν αθετηθή.
Ε.Π.Ε. 38,36

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 138-140)

 

ίσχυσε με ένδεκα ανθρώπους
Υπερίσχυσε ο Χριστός και λευτέρωσε το γένος των ανθρώπων, όχι μόνο τους Ρωμαίους, αλλά και τους Πέρσες και όλα γενικώς τα έθνη του κόσμου. Και όλα αυτά τα κατώρθωσε, όχι χρησιμοποιώντας όπλα, όχι με χρηματικές δαπάνες, όχι με στρατούς, όχι ξεσηκώνοντας πολέμους, αλλά πώς; Με έντεκα απλούς ανθρώπους, που ήσαν άσημοι κατά κόσμο, ευτελείς για τους ανθρώπους, αγράμματοι, απλοϊκοί, ακτήμονες, άοπλοι, ξυπόλυτοι, μονοχίτωνες.
Ε.Π.Ε. 34,14
ψυχών οικοδομή
Οικοδομούσαν οι απόστολοι σε όλα τα μέρη την Εκκλησία, και μάλιστα ενώ τους κακοποιούσαν, τους φυλάκιζαν, τους δίωκαν, τους εξώριζαν, τους λήστευαν, τους μαστίγωναν, τους έσφαζαν, τους έκαιγαν, τους καταπόντιζαν στη θάλασσα μαζί με τους μαθητές τους. Και τι οικοδομούσαν; Την Εκκλησία, όχι με πέτρες, αλλά με ψυχές και ελεύθερες υπάρξεις, κάτι που είναι πολύ δυσκολώτερο από του να χτίζη κανείς με πέτρες.
Ε.Π.Ε. 34,78
ισχύς των Αποστόλων
Νίκησαν οι απόστολοι, καίτοι ήσαν ξιπόλυτοι, γύριζαν όλη την οικουμένη με ένα ρούχο. Νίκησαν, διότι είχαν σύμμαχο και βοηθό την ακαταμάχητη δύναμι του Χριστού, που είπε: «Πάνω στην πέτρα αυτή θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου και οι δυνάμεις όλες του άδη δεν θα μπορέσουν να την γκρεμίσουν».
Ε.Π.Ε. 34,78
όλοι την πολέμησαν
Όλοι οι βασιλιάδες, μέχρι του αγίου Κωνσταντίνου, άλλοι λιγώτερο, άλλοι σφοδρότερα, πολεμούσαν την Εκκλησία. Όλες όμως εκείνες οι επιθέσεις διαλύθηκαν ευκολώτερα από τον ιστό της αράχνης, διαλύθηκαν ευκολώτερα από τον καπνό. Πέρασαν γρηγορότερα από τη σκόνη. Με όλη την πολεμική τους, δημιούργησαν πλήθος μαρτύρων και άφησαν τους θησαυρούς της Εκκλησίας, τους αποστόλους, αυτούς τους στύλους και πύργους, όχι μόνο όσο ζούσαν, αλλά και τώρα που έχουν τελευτήσει, να γίνουν αφορμή μεγάλης ωφελείας.
Ε.Π.Ε. 34,78-80
το στρατόπεδο του Χριστού
Η Εκκλησία είναι το στρατόπεδο του Χριστού. Οφείλετε με προσοχή πολλή να διερευνάτε και να ψάχνετε τους γύρω σας, μήπως εισχώρησε στις τάξεις μας κάποιος αλλόφυλος (αιρετικός ή ασεβής). Και να τον φανερώνετε αμέσως. Όχι φυσικά για να τον φονεύσουμε ή να τον τιμωρήσουμε, αλλά για να τον απαλλάξουμε από την πλάνη και την ασέβεια και να τον καταστήσουμε εξ ολοκλήρου δικό μας. Διότι όποιος ξέρει αυτόν που κάνει το κακό και τον ανέχεται και τον αποκρύπτει, είναι σαν να του δίνη την άδεια να διαπράττη με μεγαλύτερη θρασύτητα το κακό.
Ε.Π.Ε. 34,118
μητέρα όλων
Δεν προτιμάς, λοιπόν, τη συμφωνία του χρόνου της Εκκλησίας και προτιμάς, προκειμένου να φανής ότι προσέχεις ωρισμένες μέρες, να προσβάλλης την κοινή μας μητέρα και να διαστέλλεσαι από την αγία Σύνοδο; Και πώς περιμένεις συγγνώμη από τον Θεό, όταν δημιουργής προβλήματα για ασήμαντα πράγματα; Ας μη φιλονικούμε, λοιπόν, ούτε και να λέμε: «Τόσα χρόνια νήστευα έτσι, τώρα θα αλλάξω;». Ακριβώς και γι’ αυτό μόνο να αλλάξης, επειδή τόσο χρόνο είχες αποκοπή από την Εκκλησία. Γύρισε πίσω στη μητέρα μας.
Ε.Π.Ε. 34,182-184
και χρονολάτρες
Να μη περιφρονούμε τα σοβαρά. Να μη ξαναγυρίζουμε στην παρατήρησι ημερών και καιρών και χρόνων. Σε όλα ν’ ακολουθούμε με ακρίβεια την Εκκλησία, δίνοντας προτεραιότητα στην ειρήνη και στην αγάπη.
Ε.Π.Ε. 34,180
έγκλημα το σχίσμα
Και αν ακόμα σε κάποιο θέμα θα έκανε λάθος, δεν μπορεί να συγκριθή ο αγώνας για την ακρίβεια γύρω από ημερομηνίες, με το έγκλημα, που λέγεται διαίρεσις και σχίσμα στην Εκκλησία.
Ε.Π.Ε. 34,188
ασυγχώρητο το σχίσμα
Το να διαφωνούμε στο χρόνο της νηστείας και να λέμε, τώρα ή υστέρα νηστεύουμε, δεν είναι έγκλημα. Το να προκαλέσουμε όμως σχίσμα στην Εκκλησία και να έχουμε διάθεσι φιλονικίας και να προκαλούμε διχοστασίες και να αποκόπτουμε τον εαυτό μας από τη σύνοδο, είναι και ασυγχώρητο και άξιο κατηγορίας, και επιφέρει μεγάλη τιμωρία.
Ε.Π.Ε. 34,190
πολεμήθηκε
Πόσοι πόλεμοι κατά της Εκκλησίας ξεσηκώθηκαν; Πολλά στρατόπεδα ετοιμάστηκαν και πολλά όπλα ακονίστηκαν και ανακαλύφτηκε κάθε είδος φρικτής τιμωρίας, και τήγανα και επιθέσεις με αιχμηρά βέλη και πυρακτωμένα καζάνια και καμίνια αναμμένα και λάκκοι και γκρεμοί και δόντια πεινασμένων θηρίων και πελάγη και δημεύσεις περιουσιών και μύρια τόσα βασανιστήρια, που ούτε με λόγια περιγράφονται ούτε μπορεί κάποιος να τα υποφέρη. Και όχι μόνο από τους εξωτερικούς εχθρούς, αλλά και από τους οικείους... Και όμως τίποτε από όλα αυτά δεν κατώρθωσε να καταστρέψη την Εκκλησία, τίποτε δεν την έκανε πιο αδύνατη.
Ε.Π.Ε. 34,234
ως νεόφυτος πολεμήθηκε
Ακόμα δεν είχε καλά καλά ανάψει η σπίθα της πίστεως και ξεχύθηκαν εναντίον της ποτάμια και άβυσσοι. Και ξέρετε καλά, ότι δεν είναι το ίδιο πράγμα το να ξερριζώση κανείς το φυτό που είναι βαθειά ριζωμένο πολλά χρόνια και το ίδιο εκείνο που μόλις έχει φυτευθή. Και ενώ τα πράγματα είχαν έτσι, το πέλαγος των εχθρών κατέκλυζε τη σπίθα της πίστεως, μικρή ακόμα. Και εκείνη όχι μόνο δεν έσβησε, αλλ’ έγινε μεγαλύτερη και λαμπρότερη και φώτισε γρήγορα τα πάντα. Κατελύθηκαν τα των εχθρών, ενώ τα δικά μας εξυψώνονταν και ανέβαιναν σε ύψη απερίγραπτα. Και τι ήσαν οι άνδρες, που υπηρέτησαν τη σπίθα; Απλοϊκοί και άσημοι (οι Απόστολοι). Αίτια; Δεν ήταν η διδασκαλία των ψαράδων και τα θαύματά τους, όσο η δύναμις του Χριστού, που ενεργούσε δι’ αυτών.
Ε.Π.Ε. 34,428

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 134-139)

 

131. «είδον το παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού» (Ματθ. β' 11).

Η Θεοτόκος έζησε την μοναδική εμπειρία της επισκέψεως των Μάγων. Ήταν ένα νέο μήνυμα του Θεού για το Παιδί της, τον Ιησού.
Η άφιξις των Μάγων απετέλεσε μεγάλο κοσμικό γεγονός, επροκάλεσε σάλο και θόρυβο και ο αντίκτυπος της έφθασε μέχρι τα Ανάκτορα του Ηρώδη (στ. 3 - 8). Κι’ ύστερα απ’ όλα αυτά, η εντυπωσιακή αυτή ομάς των ξένων να ξεπεζεύη μπροστά στο φτωχικό σπιτάκι της Βηθλεέμ, όπου έμεινε προσωρινά η Αγία Οικογένεια... Τί εντύπωσι θα έκανε το γεγονός στους απλούς χωρικούς της Βηθλεέμ, αλλά και στην Θεοτόκο και τον Ιωσήφ!
Τρία ειδικώτερα σημεία θα έκαναν εκπληκτική εντύπωσι στη Θεομήτορα. Πρώτον, το ότι οι Μάγοι διεπίστωσαν με το δικό τους τρόπο τη γέννησι του «Βασιλέως των Ιουδαίων», όπως έλεγαν. Δεύτερον, ότι ήλθαν από την μακρινή τους πατρίδα να τον προσκυνήσουν και τρίτον, ότι πείθονται τελικά πως το πρόσωπο που ζητούσαν ήταν ο Ιησούς, τον οποίον προσκύνησαν σαν Βασιλέα, προσφέροντας του μαζί και τα πολύτιμα δώρα τους.
Μετά το μήνυμα του Συμεών, η Θεοτόκος δέχεται τώρα την τιμητική επίσκεψι των Μάγων. Το τραγικό στοιχείο συμπλέκεται με το στοιχείο της χαράς. Ο χιτώνας της ζωής του Ιησού και της δικής της ζωής θα υφαινόταν με φωτεινές και σκοτεινές αποχρώσεις. Αυτό ήταν το συμπέρασμα της Θεοτόκου, υστέρα από την επίσκεψι των Μάγων.
Ο Θεός εξισορροπεί τα στοιχεία της ζωής μας. «Ο δερμάτινος χιτών» (Γεν. γ' 21), με τον όποιο μας έντυσε να περάσωμε τον χειμώνα της 7ης μέρας της πτώσεως και εξορίας μας είναι καμωμένος με σκοτεινά, αλλά και φωτεινά χρώματα. Η συμφωνία της ζωής μας περιλαμβάνει Ελεγεία, αλλά και Παιάνες. Είναι θρήνος και ύμνος χαράς μαζί. Η σάρκα μας είναι ζυμωμένη με δάκρυα και γέλια. Η προσωπογραφία μας είναι ένα παιγνίδι φωτοσκιάσεων.
Όταν δέχεσαι τα μηνύματα του Συμεών, περίμενε και την επίσκεψι των Μάγων. Και μετά την επίσκεψι των Μάγων, ετοιμάσου να φύγης για την Αίγυπτο (όπως θα δούμε πιο κάτω)... Ο ύμνος της ζωής μας οφείλει την αρμονία του στην συχνή αυτή εναλλαγή των μουσικών τόνων...

(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 160)

394. Οι εικόνες και τα σύμβολα είναι μία ανάγκη για την ανθρώπινη φύση, υπό τις υλικές συνθήκες της παρούσης ζωής. Ερμηνεύουν, με την όρασι, πολλά πράγματα που ανήκουν στον πνευματικό κόσμο και γι’ αυτό δεν θα τα γνωρίζαμε χωρίς απεικονίσεις και σύμβολα. Έτσι, ο ίδιος ο Θείος μας Διδάσκαλος, η Σοφία και Λόγος του Πατρός, ο δημιουργός των απάντων, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, συχνά δίδαξε τους ανθρώπους με εικόνες ή παραβολές. Για τον ίδιο λόγο, στους ορθοδόξους ναούς, η απεικόνισις είναι συχνή και πλουσία. Λόγου χάριν, παριστάνονται με εικόνες ο Κύριος, η Παναγία, οι Άγγελοι και οι Άγιοι. Έτσι, ατενίζοντας αυτές τις αγίες εικόνες, καλούμαστε να συμμορφώσουμε τη ζωή μας, όλους μας τους λογισμούς, τα λόγια και τις πράξεις μας, κατ’ εικόνα των λογισμών, λόγων και πράξεων του Κυρίου και των Αγίων του. Το ίδιο συμβαίνει και με το να κάνουμε συχνά το σημείο του Σταυρού, να χχρησιμοποιούμε το θυμίαμα, να ανάβουμε κεριά και λαμπάδες και καντήλια, να λιτανεύουμε μέσα και έξω από τον ναό, να γονυπετούμε, να αγγίζουμε με το μέτωπο το έδαφος (γιατί πέσαμε χαμηλά με την αμαρτωλότητά μας). Όλα αυτά μας θυμίζουν διάφορα πνευματικά πράγματα και πνευματικές συνθήκες.

Η εξεικόνισις επιδρά πολύ στην ανθρώπινη ψυχή, μες από τις σωματικές αισθήσεις. Γι’ αυτό ο λαός λέγει ότι, αν κατά τη διάρκεια της κυοφορίας, μία μέλλουσα μητέρα βλέπη συχνά την εικόνα ή τη φωτογραφία του αγαπημένου της συζύγου, το παιδάκι που θα γεννηθή θα μοιάζη πολύ του πατέρα του. Ή, αν βλέπη συχνά την εικόνα ενός ωραίου παιδιού, θα γεννήση και αυτή ωραίο παιδί. Έτσι και ο χριστιανός. Αν ατενίζη συχνά με αγάπη και σέβας την εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού ή της Θεοτόκου ή άλλου Αγίου, θα διαπλάση την ψυχή του σύμμορφα προς τα άγια εκείνα πρότυπα και θα πλουτίση σε αρετές.

Ώ, αν ατενίζουμε συχνότερα τις άγιες εικόνες και ειδικά τους βίους του Κυρίου και των Αγίων του, πώς θα αλλάζαμε και πώς θα προωδεύαμε στην αρετή! Έτσι και το θυμίαμα, που ευωδιάζει την εκκλησία ή το σπίτι μας, μας θυμίζει την ευωδία της αρετής και, κατά αντίθεσι, τη δυσωδία της αμαρτίας. Και μας διδάσκει ότι πρέπει να αποφεύγουμε την αμαρτία και να στολίζουμε την ψυχή μας με κάθε αρετή. Το θυμίαμα μας θυμίζει τα λόγια του Αποστόλου: «Χριστού ευωδία εσμέν των Θεώ εν τοις σωζομένοις και εν τοις απολλυμένοις, οις δε οσμή θανάτου εις θάνατον, οις δε οσμή ζωής εις ζωήν» (Β’ Κορ. β’ 15, 16).

Κατά την ίδια αναλογία, τα καντήλια που ανάβουμε στην εκκλησία και στο σπίτι, μας θυμίζουν το πνευματικό φως και το πνευματικό πυρ. Παραδείγματος χάριν, τα λόγια του Χριστού: «Εγώ φως εις τον κόσμον ελήλυθα, ινά πας ο πιστεύων εις εμέ εν τη σκοτία μη μείνη» (Ιω. ιβ’ 46). Ή: «Πύρ ήλθον βαλείν επί την γην και τι θέλω ει ήδη ανηφθή!» (Λουκ. ιβ’ 49). Ή: «Έστωσαν υμών αι οσφύες περιζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι· και υμείς όμοιοι ανθρώποις προσδεχομένοις τον κύριον εαυτών, πότε αναλύσει εκ των γάμων, ίνα ελθόντος και κρούσαντος ευθέως ανοίξωσιν αυτώ» (Λουκ. ιβ’ 35, 36). Ή: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. ε’ 16). Και τα ίδια τα αντικείμενα μας διδάσκουν σχετικά προς τα πνευματικά αντικείμενα και πράγματα, που αντιστοιχούν στο φως και τη φωτιά. Λόγου χάριν, ότι η καρδιά μας πρέπει να φλέγεται πάντοτε από αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον μας. Ότι πρέπει να αποφύγουμε, με βίο ενάρετο, το πυρ της Γεένης. Και ότι, με το παράδειγμα της ενάρετου ζωής μας, πρέπει να φωτίζουμε τους άλλους.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 169-171)

392. Σ’ ευχαριστώ, χαρά μου, Κύριε της δόξης, που προσέλαβες την εικόνα μου, με τη σάρκωσί σου από τα καθαρώτατα σπλάχνα της Αειπαρθένου Μαρίας, και την τίμησες, την ανέστησες και τη θέωσες. Σ’ ευχαριστώ που με ύψωσες από τη φθορά στην αφθαρσία. Που ξέπλυνες τις ανομίες μου. Που με έγιανες από τις ψυχικές μου ασθένειες. Που μετέστρεψες τη λύπη σε χαρά. Που μου ενέπνευσες τη μετάνοια, με αξίωσες να απαλλαγώ από τον ζόφο των παθών και να βρεθώ μέσα στο φώς σου. Που με έβγαλες από την ταραχή και μου χάρισες την ειρήνη. Που με έβγαλες από τη δειλία και μου έδωσες ανδρείο φρόνημα. Δόξα στο έλεός σου, Κύριε!

393. Ατενίζω τις εικόνες μέσα στον ναό. Την αγία σου εικόνα, Κύριε. Την εικόνα της Πανάγνου Μητρός σου. Τις εικόνες των Ασωμάτων Δυνάμεων. Τις εικόνες των διαφόρων Αγίων, που λάμπουν στο ασήμι και στο χρυσάφι. Και συλλογίζομαι: πόσο τίμησες και στόλισες την ανθρώπινη φύσι!
Οι Άγιοι σου λάμπουν με το δικό σου φως. Έγιναν άγιοι με τη δική σου χάρι. Με τη δική σου στήριξι και πνοή, έκαμαν αγνά σαν το μάλαμα την ψυχή και το σώμα τους, νικώντας και αποδιώχνοντας την αμαρτία. Είναι δοξασμένοι με τη δική σου δόξα. Νίκησαν τη φθορά και εισήλθαν στη δική σου αφθαρσία. Δόξα στο έλεός σου, που τόσο τίμησε, φώτισε και ύψωσε τη φύσι μας!
Εδώ είναι οι Απόστολοι και οι Ιεράρχαι σου, ζωντανές σου εικόνες, Ύψιστε, που πέρασες τους ουρανούς και τους εκάλυψες με την αρετή σου, Άγγελε της μεγάλης βουλής του Πατρός σου, Ποιμήν και Επίσκοπε των ψυχών μας. Η αγαθότης σου, η σοφία σου, η δύναμίς σου, η καλλονή σου, η αγιότης σου λάμπουν μες απ’ αυτούς. Εδώ είναι και οι Άγιοι Μάρτυρές σου, που με τη δύναμί σου κατετρόπωσαν φοβερούς πειρασμούς και υπέμειναν τόσες βασάνους και έπλυναν τον χιτώνα της ψυχής τους στο Αίμα σου. Εδώ είναι και οι Όσιοί σου, που με νηστείες, αγρυπνίες και προσευχή αξιώθηκαν θαυμαστά χαρίσματα. Η χάρις σου τους ενίσχυσε να καταπατήσουν τον δαίμονα και να θριαμβεύσουν πάνω στην αμαρτία. Όλοι αυτοί οι εκλεκτοί σου πραγματοποίσαν το «καθ’ ομοίωσιν» και λάμπουν σαν νοητοί ήλιοι με το δικό σου φώς.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 167-169)

«Κάποτε παρουσιάσθηκαν στον μακαρίτη (όσιο Συμεών) φίλοι του. Επειδή δε ένας από αυτούς χρειαζόταν να φάγη κρέας λόγω σωματικής νόσου, και μάλιστα κρέας από περιστεράκια, παρήγγειλε ο συμπονετικός και μακάριος Συμεών να ψηθούν τα πτηνά και να προσφερθούν στον έχοντα ανάγκη. Καθώς δε έτρωγε ο ασθενής, ο Αρσένιος που καθόταν κι αυτός στην τράπεζα τον κύτταζε σκυθρωπός. Αντιλήφθηκε λοιπόν ο μακάριος την διάθεσί του αυτή και θέλοντας να τον διδάξη να προσέχει μόνο τον εαυτό του και να μη νομίζη ότι υπάρχουν φαγώσιμα που με την μετάληψή τους μιαίνουν (διότι, λέγει, «όλα είναι καθαρά για τους καθαρούς» και «δεν υπάρχει τίποτε από τα εισερχόμενα που μπορεί να μιάνη την ψυχή»), συγχρόνως δε να δείξη στους συνδαιτημόνες και το ύψος της ταπεινώσεώς του, ώστε να μάθουν ότι υπάρχουν ακόμη τέκνα υπακοής στον Θεό και αληθινοί εργάτες της αρετής, λέγει προς αυτόν· «για ποιον λόγο, Αρσένιε, δεν προσέχεις μόνο στον εαυτό σου και δεν τρώγεις σκυμμένος κάτω από τον άρτο σου, αλλά προσέχεις αυτόν που λόγω ασθενείας τρώγει κρέας; Κοπιάζεις με τους λογισμούς και νομίζεις ότι υπερβάλλεις εκείνον σ’ ευσέβεια, επειδή τρώγεις λάχανα και σπέρματα της γης και όχι σαν τους αετούς περιστέρια και πέρδικες; Δεν άκουσες τον Χριστό να λέγη ότι δεν είναι τα εισερχόμενα δια του στόματος που μιαίνουν τον άνθρωπο, αλλά τα εξερχόμενα από αυτόν, δηλαδή οι πορνείες, οι μοιχείες, οι φόνοι, οι φθόνοι, οι πλεονεξίες και τα λοιπά; Γιατί δεν είσαι συνετός; γιατί δεν βλέπεις και δεν σκέπτεσαι με γνώσι, αλλά κατέκρινες κατά διάνοια τόσο ασύνετα τον εσθίοντα, λυπούμενος τάχα την σφαγή των ορνίθων, και λησμόνησες αυτόν που είπε, «ο μη εσθίων να μη κρίνη τον εσθίοντα;». Αλλά φάγε και συ από αυτά και μάθε ότι περισσότερη μίανση υπέστης από τον λογισμό παρά από την βρώσι των πτηνών». Και παίρνοντας ένα από τα πτηνά το έρριψε προς αυτόν ο άγιος παραγγέλλοντας να φάγει. Αυτός δε, καθώς ήκουσε τούτο, φοβούμενος το βάρος του επιτιμίου και γνωρίζοντας ότι η παρακοή της κρεοφαγίας είναι χειρότερη, βάλλοντας μετάνοια και ζητώντας το «ευλόγησε», πήρε το πτηνό και άρχισε να το καταμασά και να το τρώγει με δάκρυα. Όταν δε ο άγιος είδε ότι είχε αρκετά εκλεπτύνει με τα δόντια την τροφή και τώρα επρόκειτο να την καταπιεί, λέγει, «αρκεί, πτύσε το τώρα διότι τώρα που άρχισες να τρώγεις και συ, όπως είσαι γαστρίμαργος, ούτε ολόκληρος ο περιστερώνας δεν μπορεί να σε χορτάση και να σου σταματήση την ορμή προς αυτό». Έτσι με το να μη αρνηθή την δοκιμή ο αοίδιμος μαθητής του μεγάλου τούτου πατρός, τήρησε την υπακοή, την οποία υποσχέθηκε ενώπιον του Θεού να φυλάξει μέχρι θανάτου» (τ. 19Α, σελ. 115-119).

«Εάν ζεις σε κοινόβιο αδελφών, μη θελήσεις ποτέ να στραφείς εναντίον του πατρός σου που σε χειροθέτησε, έστω και αν τον βλέπεις να πορνεύει ή και να μεθά και, κατά τη γνώμη σου, να διαχειρίζεται κακώς τα πράγματα της μονής, έστω και αν τύπτεσαι και ατιμάζεσαι απ’ αυτόν και υποβάλλεσαι σε πολλές άλλες θλίψεις. Μη συγκαθίσεις με όσους τον χλευάζουν, ούτε να συμπορευθείς με όσους μελετούν κακά εναντίον του. Να τον υπομένεις μέχρι τέλους χωρίς να περιεργάζεσαι τα κακά εκείνου. Όσα λοιπόν καλά τον βλέπεις να κάμνει, βάλε τα στην καρδιά σου και βίαζε τον εαυτό σου αυτά μόνο να θυμάται. Όσα όμως απρεπή και κακά τον δεις να κάμνει ή να λέγει, αυτά χρέωνέ τα στον εαυτό σου και λογάριαζέ τα σαν δικά σου αμαρτήματα και να μετανοείς με δάκρυα, θεωρώντας εκείνον ως άγιο και επικαλούμενος την ευχή του» (τ. 18Δ, σ. 177).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

«Εκεί (στην Κων/πολη), όπως τρέχει στις πηγές των υδάτων ένα διψασμένο ελάφι, έτσι και αυτός έτρεξε γρήγορα προς τον θείο εκείνον γέροντα (Πνευματικό του), ερρίφθηκε εμπρός του σαν στον ίδιον τον δεσπότη Χριστό, και έβαλε όλα τα υπάρχοντά του δίπλα στα πόδια του. Ο δε φιλόστοργος εκείνος πραγματικά πατέρας, βλέποντας την βαθιά ταπείνωσι και πίστι του, ελευθέρωσε τον μαθητή από την φροντίδα για εκείνα, διασκορπίζοντάς τα στους πτωχούς» (τ. 19Α, σ. 55).

«Θέλοντας δε να του προκαλέσει περισσοτέρους στεφάνους ο γυμναστής πατέρας, του παρήγγειλλε να εκτελεί τις ευτελέστατες υπηρεσίες στο κελλί του· εκείνος δε, αφού είχε τεθή στην υπηρεσία του γέροντος άπαξ διαπαντός, προθύμως έπραττε τα πάντα, θεωρώντας εαυτόν δούλο και ξένον· διότι ήταν έτοιμος, αν τον προστάξει ακόμη και σε κάμινο αναμμένη ή σε βυθό θαλάσσης να ριφθεί, να κάμη τούτο με χαρά και προθυμία. Ενώ δε εκτελούσε όλες τις χαμηλότερες υπηρεσίες και κοπίαζε πολύ, δεν αμελούσε ούτε την νηστεία και την αγρυπνία, αλλ’ εβάδιζε προς αυτές ασυγκράτητος, διότι εγνώριζε την ωφέλειά τους. Ο δε γέρων, θέλοντας να του εκκόψη το θέλημά του, του παρήγγειλε πολλές φορές να κάμη τα αντίθετα, και τον ανάγκαζε να τρώγη και να κοιμάται. Ο Συμεών, αν και τον λυπούσε αυτό υπερβολικά, αλλ’ όμως το εβάσταξε ασκούμενος πολυτρόπως. Διότι ο θείος εκείνος γέρων με την σοφία του, άλλοτε μεν του επέβαλλε να επιδίδεται σε έργα ταπεινωτικά και κοπιαστικά, άλλοτε δε του προσέφερε ο ίδιος την τιμή και την άνεσι, και χτυπώντας το θέλημά του προξενούσε σ’ αυτόν αμοιβές και για τα δύο. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο γυμναζόμενος από τον πατέρα του ο δόκιμος και με αυτόν τον τρόπον μεταπλασσόμενος άριστα, ηύξησε σε τόσο σημείο την προς τον πατέρα του πίστι και ευλάβεια, ώστε να φυλάγεται να πατή και την γη στην οποία εβάδιζαν τα πόδια του πατρός. Έτσι υπερτιμούσε κάθε τόπο όπου έβλεπε αυτόν να στέκεται και να προσεύχεται σαν άγιο αγίων, και πέφτοντας σ’ αυτόν εκυλιόταν και τον καταφιλούσε, και με τα χέρια εσφούγγιζε από αυτόν τα δάκρυα του διδασκάλου και τα πρόσφερε σαν ίαμα των παθών στην κεφαλή και την καρδιά του, θεωρούσε δε εντελώς ανάξιο τον εαυτόν του να εγγίση κάποιο από τα ενδύματά του» (τ. 19Α, σελ. 57-9).

«Γι’ αυτό όταν στις αρχές της μοναχικής του ζωής έφθασε η αγία τεσσαρακοστή των νηστειών, ενώ ήταν ακόμη άπειρος της ασκήσεως, παρεκάλεσε τον Συμεών να του επιτρέψη να περάση ολόκληρη την πρώτη εβδομάδα εντελώς άσιτος. Ο δε άγιος ήταν μεν φυσικά χαρούμενος βλέποντας την θέρμη της προθυμίας του και τον παρακινούσε προς ασκητικούς αγώνες, δεν ήθελε όμως ν’ ακολουθή ο Αρσένιος (μαθητής του οσίου Συμεών) το ατομικό του θέλημα, αλλά μάλλον με την εκκοπή του θελήματος να κερδίση τα μεγαλύτερα και τελειότερα. Γι’ αυτό δεν συγκατένευσε στο θέλημά του. Εκείνος όμως ήταν ένθερμος σ’ αυτό και επέμενε ζητώντας να πληρωθή η αίτησή του και να μη εμποδισθή από το εγχείρημα. Eπειδή δε πολλές φορές του ανέκοψε την ορμή ο μακάριος, αυτός δε άλλες φορές επέμενε να ζητή να γίνη το θέλημά του, λέγει προς αυτόν "Αρσένιε, καλό και πολύ επωφελές θα ήταν να μην ακολουθής το ατομικό σου θέλημα, αλλά μάλλον να πειθαρχής στις εντολές μου· επειδή όμως κατά την κρίσι σου θεώρησες ότι σου είναι ωφέλιμο να εκτελέσης το δικό σου θέλημα, εγώ, αν και αθέλητα, σου επιτρέπω να εκτελέσης την επιθυμία σου. Κύτταξε όμως τι πρόκειται να πάθης και ποιο καρπό θα τρυγήσης από την απείθειά σου". Είπε, και όταν ήλθε η πρώτη εβδομάς ο Αρσένιος επιδόθηκε ακρίτως στους τελειοτέρους αγώνες με θερμή διάθεσι, ενώ ήταν ακόμη εισαγωγικός. Όταν δε μετά την ενάτη ώρα όλοι οι άλλοι εισέρχονταν στην τράπεζα για το δείπνο, αυτός έμενε άσιτος βλέποντας το παράδειγμα του Συμεών και θέλοντας να μιμηθή τούτον. Κατά την αγρυπνία της Τετάρτης, στεκόμενος ανάμεσα στον χορό που έψαλλε πίπτει επί της γης ύπτιος, σαν πτώμα παρακοής και υπόδειγμα στους άλλους φοβερότατο. Όπως δε το είχε προβλέψει ο άγιος και είχε παραγγείλει σ’ έναν από τους μαθητάς να έχη πρόχειρο δοχείο με οίνον και λίγον άρτο, ένευσε να τα φέρη στο μέσο της ακολουθίας του άρθρου· και όταν έγινε αυτό, πρόσταξε να σηκώσουν τον Αρσένιο και να τον θρέψουν με αυτά. Eκείνος δε αφού εγεύθηκε, εσηκώθηκε γεμάτος αισχύνη, άκουσε δε από τον μακάριο τους λόγους· "εάν ήσουν σε όλα όμοιος με τους αδελφούς, Αρσένιε, δεν θα πάθαινες τίποτε ανόμοιο από αυτούς στην αγρυπνία· επειδή όμως από οίηση και απείθεια έσπευσες να επιτύχης προώρως το περισσότερο και να εξασφαλίσης το πρωτείο κατά των άλλων, δικαίως αστόχησες και στο μικρότερο". Από τότε καταλαμβάνει τον Αρσένιο όχι τυχαία μεταμέλεια, ώστε από συνείδησι της εντροπής να φθάση στο βάθος της ταπεινώσεως» (τ.19Α, σελ. 111-113).

«Κανείς να μη αντιλέγη και απειθή ενώπιόν του (του Ηγουμένου), κανείς να μην είναι ανυπάκουος και θρασύς, αλλ’ όλοι να είσθε υπάκουοι, όλοι ευπειθείς, όλοι υποτακτικοί στον πνευματικό σας πατέρα, επειδή κατά τον θείο απόστολο αυτός οφείλει να αγρυπνή και να εύχεται υπέρ των ψυχών σας, για να πράττη τούτο με χαρά και όχι με στεναγμό· διότι τούτο θα σας είναι ανωφελές κατά την παρούσα ζωή» (τ. 19α, σ. 145).

«Όταν ανακληθείς, να υπακούσεις αμέσως διότι ο Θεός με τίποτε άλλο δεν ευφραίνεται τόσο, όσο με την ταχύτητά μας» (τ. 19Α, σ. 403).

«Αν μεν προτροπής από τον δικό σου πατέρα εν Κυρίω να λάβης παρηγοριά [κάποια υλική άνεση ή τροφή], σ' εκείνον μεν να ευρεθής υπάκουος, χωρίς όμως να εκτελής ούτε σ’ αυτό το δικό σου θέλημα με την προαίρεσί σου· ειδεμή, θα υπομείνης με χαρά όσα εκουσίως ηθέλησες να πράξης ωφελούμενος ψυχικώς. Τηρώντας αυτόν τον κανόνα, θα είναι σαν να νηστεύης και να εγκρατεύεσαι δια παντός και σ’ όλες τις περιπτώσεις και σαν να έχης απαρνηθή τελείως το δικό σου θέλημα. Όχι δε αυτό μόνο, αλλά και θα διατηρήσης άσβηστη την φλόγα που ενυπάρχει στην καρδιά σου και σε πιέζει να καταφρονής τα πάντα» (τ. 19Α, σελ. 403-405).

«Όποιος όμως δεν γνωρίζει αυτά κι ευρίσκεται σε άλλη κατάστασι, είναι πρόδηλο ότι δεν έχει ούτε τα αισθητήρια της ψυχής καθαρισμένα και υγιή· γι’ αυτόν προτιμότερο είναι να οδηγήται καλώς παρά να οδηγή επικινδύνως. Όποιος ατενίζει τον διδάσκαλο και οδηγό του σαν Θεό, δεν μπορεί να του αντιλέγη. Εάν δε νομίζη και ισχυρίζεται ότι συνδυάζει και τα δύο, να ξεύρη ότι πλανάται· διότι αγνοεί ποια διάθεσι έχουν προς τον Θεό οι φίλοι του Θεού. Όποιος πιστεύει ότι η ζωή και ο θάνατός του είναι στο χέρι του ποιμένος του, δεν θα αντείπη ποτέ· η δε άγνοια τούτων γεννά την αντιλογία, που είναι πρόξενος του νοητού και αιωνίου θανάτου. Πριν λάβη την απόφασι ο κατάδικος, του δίδεται ευκαιρία αντιλογίας, να ειπή στον δικαστή για όσα έπραξε· μετά όμως την απόδειξι των πράξεων και την απόφασι του δικαστού δεν δικαιούται ν’ αντείπη στους βασανιστές τίποτε, ούτε μικρό ούτε μεγάλο. Πριν εισέλθη ο μοναχός σ’ αυτό το δικαστήριο και φανερώση τα βάθη της καρδιάς του, ίσως του επιτρέπεται και ν’ αντιλέγη, είτε από άγνοια είτε από προσπάθεια να κρύψη τα μυστικά του. Μετά την αποκάλυψι όμως των λογισμών και την ειλικρινή εξομολόγησι δεν επιτρέπεται ν’ αντιλέγη ποτέ μέχρι θανάτου στον δεύτερο μετά τον Θεό δικαστή και εξουσιαστή του. Διότι ο μοναχός, από την στιγμή που εισήλθε σ’ αυτό το δικαστήριο κι εξεσκέπασε τα κρυφά της καρδιάς του, έχει πεισθή εκ των προτέρων, εάν έχη αποκτήσει κάποια γνώσι, ότι είναι άξιος μυρίων θανάτων και πιστεύει ότι δια της υπακοής και ταπεινώσεώς του θα απαλλαγή από κάθε τιμωρία και κόλασι, αν τουλάχιστο έχει αντιληφθή πραγματικά την φύσι του μυστηρίου τούτου. Όποιος φυλάσσει αυτές τις σκέψεις ανεξάλειπτες στην διάνοιά του, δεν θα επαναστατήση ποτέ με την καρδιά του, όταν παιδεύεται ή νουθετήται ή ελέγχεται, επειδή όποιος περιπίπτει σε τέτοια κακά, δηλαδή στην αντιλογία και απιστία προς τον πνευματικό πατέρα του και διδάσκαλο, ζώντας ακόμη κατεβάζεται στην παγίδα και τον βυθό του Άδη ελεεινώς και γίνεται οίκος του Σατανά και όλης της ακάθαρτης δυνάμεως ως υιός της απειθείας και απωλείας» (τ. 19α, σελ. 423-425).

«Όσοι εστήριξαν ασάλευτα τα πόδια τους επάνω στην πέτρα της υπακοής των πνευματικών πατέρων, και ακούουν τα παραγγελλόμενα από εκείνους σαν από στόμα του Θεού και τα εποικοδομούν χωρίς δισταγμό σ’ αυτό το θεμέλιο της υπακοής με ταπείνωσι ψυχής, αυτοί επιτυγχάνουν ευθέως· και κατορθώνεται από αυτούς πρώτα τούτο το μέγα κατόρθωμα, το να απαρνηθούν εαυτούς. Διότι το να εκτελή κανείς το ξένο θέλημα και όχι το δικό του, προκαλεί όχι μόνο απάρνησι της ψυχής του, αλλά και νέκρωσι προς όλον τον κόσμο. Με τον αντιλέγοντα προς τον πατέρα του συγχαίρουν οι δαίμονες, τον ταπεινούμενο δε μέχρι θανάτου θαυμάζουν οι άγγελοι· διότι ο τοιούτος πραγματοποιεί έργο Θεού, εξομοιούμενος με τον Υιό του Θεού, ο όποιος ετήρησε την υπακοή προς τον Πατέρα του μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρικού» (τ. 19Α, σ. 427).

«Αφού αναλάβωμε διακονία θείων πραγμάτων και διαπρέψωμε σ’ αυτήν, αν διαταχθούμε από το Πνεύμα να μεταβούμε προς άλλη διακονία ή εργασία ή πράξι, να μην αντιτείνουμε. Διότι ο Θεός δεν θέλει ούτε αργοί να είμαστε ούτε να μένουμε έως το τέλος σε μία και την αυτή εργασία με την οποία αρχίσαμε, αλλά να προκόπτουμε και να είμαστε αεικίνητοι προς την επίτευξι των ανωτέρων, φυσικά ακολουθώντας το θείο και όχι το δικό μας θέλημα» (τ.19Α, σ.521).

«Eκείνοι λοιπόν που κατέβαλαν με φόβο και τρόμο καλό το θεμέλιο της πίστεως και της ελπίδας επάνω στην πέτρα της υπακοής των πνευματικών πατέρων και εποικοδόμησαν αδίστακτα, σαν από το στόμα του Θεού, τις εντολές εκείνων επάνω σ’ αυτό το θεμέλιο της υποταγής, κατορθώνουν αμέσως ν’ απαρνηθούν τους εαυτούς τους. Διότι το να εκπληρώνει κάποιος όχι το δικό του αλλά του πνευματικού του πατέρα το θέλημα, εξ’ αιτίας εντολής του Θεού και ασκήσεώς του στην αρετή, κατορθώνει όχι μόνο την απάρνηση του εαυτού του, αλλά και τη νέκρωση προς όλο τον κόσμο» (τ.19Β, σ.369).

«Αυτοί που συμφώνησαν να υποτάσσονται στον πνευματικό τους πατέρα σαν στο Θεό» (τ.19Γ, σ.355).

«Αυτός που καταφρόνησε όλα τα ορώμενα και την ίδια ακόμα την ψυχή του για να μπορέσει να επιδείξει γνήσια μετάνοια κατά την εντολή του Κυρίου και ν’ αρχίσει το έργο αυτό, δεν ελπίζει να μάθει από μόνος του αυτό, αλλά, προσερχόμενος σε τεχνίτη και έμπειρο άνδρα και υποτασσόμενος σ’ αυτόν με φόβο και τρόμο πολύ και με τεταμένη προσοχή, μαθαίνει απ’ αυτόν και διδάσκεται την πνευματική εργασία των εναρέτων πράξεων, και ποια έργα πρέπει να κάμνει μετανοώντας. Και λέγω με φόβο και τρόμο, για να μην αποτύχει από αυτό το καλό και καταδικασθεί στο αιώνιο πυρ ως αδόκιμος εργάτης των εντολών. Πράγματι, αναλογιζόμενος ότι οι λόγοι εκείνου εξέρχονται σαν από το στόμα του Θεού και γίνονται αίτιοι ζωής και θανάτου με την τήρηση ή παράβλεψη αυτών, τους τηρεί με μεγάλη ακρίβεια» (τ.19Δ, σ.119).

«Ούτε και τότε να μην τολμήσεις να επιβείς στην αρχή (αξίωμα Ηγουμένου) χωρίς τη θέληση του πνευματικού σου πατρός, αλλά ταπεινώσου και κάνε αυτό με την ευχή και προτροπή αυτού, και ανέβα στην αρχή απλώς και μόνο για τη σωτηρία των αδελφών» (τ.19Δ, σ.189).

«(Μιλά ο Χριστός στον ιερέαΚι αυτούς που δεν υποχωρούν ούτε υπακούν σ’ εσένα όμοια μ’ αυτούς που αρνήθηκαν τον κύριο τους κι αφέντη να τους θρηνείς και να τους κλαις συνέχεια και συνέχεια συμβούλευέ τους· έχω πει "δέχεται εμένα όποιος δέχετ’ εσάς· κι εμένα ακούει όποιος εσάς ακούει". Κι όποιος με τρόμο συμβουλές και λόγους ιδικούς σας δε δέχεται ως το θάνατο πιστά φυλάγοντάς τους, της δόξας της ουράνιας μου μέτοχος δε θα γίνει, σ’ εμένα που σταυρώθηκα θέση ποτέ δε θα ’χει· σ’ εμένα που ως το θάνατο έσκυψα στον Πατέρα, από δεξιά δεν θα σταθεί κι ούτε συγκληρονόμος εκείνος θα γίνει μ’ όσους σταύρωσαν τον εαυτό τους. Μη σταματήσεις το λοιπόν τις νουθεσίες, τα δάκρυα, τη σωτηρία τους να ζητάς λοιπόν μη σταματήσεις, ώστε αν τελικά πειστούν και αν γυρίσουν πίσω θε να τους έχεις αδελφούς και μέλη κερδισμένα, να τους προσφέρεις γνήσιους υπήκοους σ’ εμένα, ώστε κι εγώ να τους δεχτώ από σε δοξάζοντάς τους» (τ.19ΣΤ, σελ.193-5).

«Τρέξετε, όσοι απ’ του Θεού κι απ’ των αγίων του όσοι τον εαυτό σας νιώθετε έξω απ’ τα χέρια να ’ναι. Τρέξετε αναπόσπαστα μαζί τους να δεθείτε με πίστη κι αγάπη θερμή κι όλη την προαίρεσή σας, πετάξτε κάθε φρόνημα και θέλημα δικό σας και τις ψυχές αφήστε τις στα χέρια τα δικά τους σαν τα εργαλεία τα άψυχα που τίποτα δεν κάνουν έξω απ’ τα χέρια ούτε ενεργούν καθόλου ούτε κινούνται. Δικό σας κάντε φρόνημα όσα φρονούν εκείνοι, επίσης και το άγιο το θέλημα εκείνων, που θέλημα είναι του Θεού, πράξτε κι εσείς» (τ.19ΣΤ, σελ.377-9).

«Μα τα γνωρίζω εγώ καλά, Θεός που τα πάντα ξέρω, πώς στον Πατέρα είσαι πιστός κι όση ταπείνωση έχεις και πόσο τέλεια αρνήθηκες το ίδιο το θέλημά σου, που απόδειξη εγώ τη θωρώ και που απόδειξη είναι. Όποιος δεν έχει θέλημα δικό του ναι, πεθαίνει, μα βρίσκεται στο θέλημα το ίδιο το δικό μου και ζει» (τ.19ΣΤ, σ.387).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (από άλλα θέματα που σχετίζονται όμως και με την υπακοή)

«[Η διάκριση του Πνευματικού του οσίου Συμεών στον χειρισμό του πόθου του νέου Συμεών]. Παρουσιάζεται (ο Συμεών) σ’ αυτόν, του γνωστοποιεί τον σκοπό (να γίνει μοναχός), ζητεί να γίνει δεκτός από αυτόν, ν’ αλλάξει από αυτήν την ώρα τον τρόπο ζωής και να συγκαταταγή με τους μοναχούς. Εκείνος δε, όπως ήταν έμπειρος του μοναχικού βίου και των επιθέσεων του πονηρού, δεν συγκατανεύει προς το παρόν, τον αναχαιτίζει από αυτήν την ορμή, διότι ήταν ακόμη νέος και διήνυε μόλις το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του και του συνιστά να αναμείνει τον καιρό τελειοτέρας αναπτύξεως»…
Καθώς λοιπόν είδε αυτήν την θεωρία (όραμα) ο θαυμάσιος Συμεών (ο νέος), άρχισε να πυρπολήται μέσα του ακόμη περισσότερο από το θείο πυρ και επέμενε να παρακαλεί τον πατέρα να τον αποκείρη (να του κάνει κουρά). Εκείνος δε, προβλέποντας ότι ο καιρός είναι ακατάλληλος, αλλά και ότι η νεανική απαλότης είναι αβεβαία για την τραχεία άσκησι, έκρινε ότι δεν έπρεπε να πράξη τούτο τότε. Όταν λοιπόν, αφού πέρασαν έξι έτη από τη φοβερή εκείνη θεωρία (όραμα)… μόλις τον είδε είπε· "τώρα, τέκνο μου, είναι καιρός που πρέπει να αλλάξης το ένδυμα και τον βίο, αν θέλεις". Ο λόγος έγινε αναμμένος άνθραξ στην καρδιά του νέου, ο οποίος είπε· "γιατί δεν το είπες αυτό νωρίτερα προς εμένα το τέκνο σου, πάτερ; Αλλά και τώρα απαρνούμαι τον κόσμο και όλα το εγκόσμια" (τ. 19Α , σελ. 41, 45-47).

«[η διάκριση του Συμεών που διέκρινε αν έπρεπε να κάνει υπακοή στον φυσικό πατέρα του ή όχι τη συγκεκριμένη στιγμή]. Ο πατέρας του τον έβλεπε να βιάζεται και να προετοιμάζει το ταξίδι του (για μοναχός), επειδή δεν κατόρθωσε να τον ανακόψη από τον κατά Θεό σκοπό του (να γίνει μοναχός), αν και κίνησε γι’ αυτό κάθε λίθο, τον παίρνει ιδιαιτέρως και άρχισε να λέγη με δάκρυα τα εξής: "Μη με αφήσης, τέκνο, στα γηρατειά μου, παρακαλώ. Όπως βλέπεις άλλωστε, το τέλος των ημερών μου πλησιάζει και ο καιρός της αποχωρήσεώς μου δεν είναι μακριά. Όταν λοιπόν καλύψης το σώμα μου στον τάφο, τότε πήγαινε όπου θέλεις και πάρε όποιον δρόμο θέλεις. Τώρα όμως μη θελήσης να με λυπήσης τόσο πολύ με τον χωρισμό σου· γι' αυτό και την στέρησί σου την θεωρώ θάνατό μου". Αυτά και άλλα περισσότερα έλεγε ο πατέρας, χύνοντας πηγές δακρύων. Ο δε υιός, αφού είχε ξεπεράσει ήδη τους θεσμούς της φύσεως και είχε προτιμήσει τον ουράνιο Πατέρα αντί του επιγείου, είπε, "μου είναι αδύνατο πλέον, πατέρα, να παραμείνω του λοιπού στον εγκόσμιο βίο, έστω και για λίγο χρόνο, διότι δεν γνωρίζομε τι μπορεί να γεννήσει η αύριο, και το να προτιμήσω κάτι άλλο από την δουλεία στον Κύριο είναι για μένα τουλάχιστο σφαλερό και επικίνδυνο". Αυτά είπε και έπειτα ευθύς αμέσως παραιτήθηκε εγγράφως όλης της πατρογονικής περιουσίας που του ανήκε. Παίρνοντας λοιπόν μαζί του μόνο τα ατομικά του πράγματα, και υπηρέτες και όσα είχε αποκτήσει από άλλες πηγές, ανέβηκε σε ίππο και έφυγε καλπάζοντας, όπως ο Λωτ, χωρίς να γυρίση καθόλου πίσω από τους θρήνους των συγγενών ούτε να φροντίσει για την δημοσία υπηρεσία που του είχε ανατεθή· τόσο δριμύτερος από κάθε άλλο πράγμα, και από αυτήν ακόμη την φυσική στοργή προς τους γονείς ο διακαής έρως του ουρανίου Πατρός· διότι αυτός δεν γνωρίζει να νικάται ποτέ ούτε από κάποια ανάγκη φυσικής σχέσεως ούτε από απειλή ανθρώπινη, αφού το ανώτερο στοιχείο κατανίκησε το κατώτερο και απέσπασε τον κυρίαρχο λογισμό από την εγκόσμια αίσθησι» (τ.19, σελ.51-53).

«Κάποτε παρουσιάσθηκαν στον μακαρίτη (όσιο Συμεών) φίλοι του. Επειδή δε ένας από αυτούς χρειαζόταν να φάγη κρέας λόγω σωματικής νόσου, και μάλιστα κρέας από περιστεράκια, παρήγγειλε ο συμπονετικός και μακάριος Συμεών να ψηθούν τα πτηνά και να προσφερθούν στον έχοντα ανάγκη. Καθώς δε έτρωγε ο ασθενής, ο Αρσένιος που καθόταν κι αυτός στην τράπεζα τον κύτταζε σκυθρωπός. Αντιλήφθηκε λοιπόν ο μακάριος την διάθεσί του αυτή και θέλοντας να τον διδάξη να προσέχει μόνο τον εαυτό του και να μη νομίζη ότι υπάρχουν φαγώσιμα που με την μετάληψή τους μιαίνουν (διότι, λέγει, "όλα είναι καθαρά για τους καθαρούς" και "δεν υπάρχει τίποτε από τα εισερχόμενα που μπορεί να μιάνη την ψυχή"), συγχρόνως δε να δείξη στους συνδαιτημόνες και το ύψος της ταπεινώσεώς του, ώστε να μάθουν ότι υπάρχουν ακόμη τέκνα υπακοής στον Θεό και αληθινοί εργάτες της αρετής, λέγει προς αυτόν· "για ποιον λόγο, Αρσένιε, δεν προσέχεις μόνο στον εαυτό σου και δεν τρώγεις σκυμμένος κάτω από τον άρτο σου, αλλά προσέχεις αυτόν που λόγω ασθενείας τρώγει κρέας; Κοπιάζεις με τους λογισμούς και νομίζεις ότι υπερβάλλεις εκείνον σ’ ευσέβεια, επειδή τρώγεις λάχανα και σπέρματα της γης και όχι σαν τους αετούς περιστέρια και πέρδικες; Δεν άκουσες τον Χριστό να λέγη ότι δεν είναι τα εισερχόμενα δια του στόματος που μιαίνουν τον άνθρωπο, αλλά τα εξερχόμενα από αυτόν, δηλαδή οι πορνείες, οι μοιχείες, οι φόνοι, οι φθόνοι, οι πλεονεξίες και τα λοιπά; Γιατί δεν είσαι συνετός; γιατί δεν βλέπεις και δεν σκέπτεσαι με γνώσι, αλλά κατέκρινες κατά διάνοια τόσο ασύνετα τον εσθίοντα, λυπούμενος τάχα την σφαγή των ορνίθων, και λησμόνησες αυτόν που είπε, «ο μη εσθίων να μη κρίνη τον εσθίοντα;». Αλλά φάγε και συ από αυτά και μάθε ότι περισσότερη μίανση υπέστης από τον λογισμό παρά από την βρώσι των πτηνών". Και παίρνοντας ένα από τα πτηνά το έρριψε προς αυτόν ο άγιος παραγγέλλοντας να φάγει. Αυτός δε, καθώς ήκουσε τούτο, φοβούμενος το βάρος του επιτιμίου και γνωρίζοντας ότι η παρακοή της κρεοφαγίας είναι χειρότερη, βάλλοντας μετάνοια και ζητώντας το «ευλόγησε», πήρε το πτηνό και άρχισε να το καταμασά και να το τρώγει με δάκρυα. Όταν δε ο άγιος είδε ότι είχε αρκετά εκλεπτύνει με τα δόντια την τροφή και τώρα επρόκειτο να την καταπιεί, λέγει, "αρκεί, πτύσε το τώρα διότι τώρα που άρχισες να τρώγεις και συ, όπως είσαι γαστρίμαργος, ούτε ολόκληρος ο περιστερώνας δεν μπορεί να σε χορτάση και να σου σταματήση την ορμή προς αυτό". Έτσι με το να μη αρνηθή τη δοκιμή ο αοίδιμος μαθητής του μεγάλου τούτου πατρός, τήρησε την υπακοή, την οποία υποσχέθηκε ενώπιον του Θεού να φυλάξει μέχρι θανάτου» (τ. 19Α, σελ. 115-119).

«(μιλά σε μοναχούς για τον νέο Ηγούμενό τους) Να μη δυσαρεστήσθε με τα υπ’ αυτού λεγάμενα και πραττόμενα, αλλ’ ακόμη και αν είναι αντίθετα προς τις γνώμες των πατέρων, να υποκλίνετε σ’ αυτόν τις κεφαλές σας επί του παρόντος. Έπειτα, όσοι τυχόν από σας υπερτερούν των λοιπών σε χρόνια και βίο και λόγο, ας του γνωστοποιήσουν ιδιαιτέρως τον λόγο του κωλύματος προς εφαρμογή των, όπως διετύπωσε στους όρους ο Μέγας Βασίλειος. Χάριν του Κυρίου υπομείνατέ τον σε ώρες ερεθισμού και πικρίας, χωρίς ν’ αντιλέγετε ή ανθίστασθε σ’ αυτόν· διότι ο αντιλέγων ή ανθιστάμενος σ’ αυτόν ανθίσταται στην εξουσία του Θεού, όπως λέγει ο Παύλος. Πραγματικά σε θέματα που δεν σημειώνεται παράβασις εντολής Θεού ή αποστολικών κανόνων και διατάξεων, οφείλετε να υπακούετε καθ’ όλα και να πείθεσθε σ’ αυτόν ωσάν στον Κύριο. Σε όσα όμως κινδυνεύουν το ευαγγέλιο του Χριστού και οι νόμοι της Eκκλησίας του, όχι μόνο σ’ αυτόν δεν πρέπει να πείθεσθε όταν σας παραινεί και διατάσση, αλλ’ ούτε σε άγγελο που μόλις ήλθε από τον ουρανό και ευαγγελίζεται σε σας διαφορετικά από ό,τι ευαγγελίσθηκαν οι αυτόπτες του Λόγου» (τ.19Α, σ.147).

«[ο Συμεών αναφέρει στον Πατριάρχη ότι δεν θα υποχωρήσει διότι για αυτόν ήταν θέμα πίστης η τιμή στον όσιο Συμεών τον Ευλαβή, τον Πνευματικό τουΘέλησε λοιπόν κατά το θείο λόγο να διδάσκης, ακολουθώντας τους προγενεστέρους αγίους πατέρες, και θα σε δεχθούμε ως ομότροπο των αποστόλων και θα γίνουμε χώμα και στάκτη κάτω από τα αγία πόδια σου, και το να πατούμαστε από σε, όπως έγραψα προηγουμένως, θα το θεωρήσωμε αγιασμό. Όχι μόνο δε αυτό, αλλά θα φυλάξωμε και τις εντολές σου μέχρι θανάτου και συ θα μας υπεραγαπήσης ως δούλους και ευγνώμονες μαθητάς του Χριστού και θα μας υπερεπαινέσης ως λέγοντας καλά». «Εάν όμως δεν θέλης να διδάσκης έτσι, ώστε και να πειθαρχούμε, όπως είπαμε, στα προστάγματά σου, αλλά με υποσχέσεις ότι θα φανώ περίδοξος στην ζωή μεταξύ των ανθρώπων και θα γίνω σύνεδρός σου και όλων των αρχιερέων της Εκκλησίας, μας παρακινής ν’ αθετήσωμε τον πατέρα τον άγιο (τον Πνευματικό του), που μας φώτισε και τώρα πρεσβεύει υπέρ ημών και μας προστατεύει πάντοτε στις περιστάσεις του βίου ως φιλοστοργότατος πατήρ, και με αυτόν τον τρόπο φροντίζεις να προσκρούουμε στον Χριστό που είπε, όποιος αθετεί εσάς, αθετεί εμένα, τότε κι εμείς δεν θα πούμε τίποτε άλλο παρά πρέπει να πειθαρχούμε στον Θεό μάλλον παρά σε ανθρώπους. Eάν πραγματικά, κάνοντας τούτο, έσπευδα να αρέσω στους ανθρώπους, δεν θα ήμουν δούλος του Χριστού. Διότι γνώριζε ότι εγώ από τώρα δεν προτιμώ μοναστήρι ή πλούτο ή δόξα ή κάτι άλλο από όσα επιδιώκουν στη ζωή οι άνθρωποι αντί της εξορίας που μου επιβλήθηκε για την δικαιοσύνη του Θεού. Τίποτε από αυτά, αλλά ούτε θάνατος ούτε ζωή δεν θα με χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού μου και αυτού του πνευματικού μου πατρός… Και επειδή χάρι δικαιοσύνης και φυλάξεως της εντολής του ζώντος Θεού εξορίσθηκα από εκεί (τη μονή), δεν επιστρέφω πάλι από εκεί έως ότου ζω, αλλά θα συναποθάνω μαζί με την εντολή του Χριστού μου, χωρίς να τον αθετήσω, και γνωρίζω καλά ότι δεν θα εκπέσω των θεοπνεύστων μακαρισμών του. Διότι είπε "θα είσθε μακάριοι, όταν σας ονειδίσουν και διώξουν και είπουν εξ αιτίας μου κάθε κακό λόγο εναντίον σας ψευδόμενοι". Καθώς λοιπόν ο πατριάρχης άκουσε αυτά, που δεν τα περίμενε, είπε· «αληθινά είσαι φιλοπατερικός Στουδίτης, κυρ Συμεών, και διαθέτεις την επιμονή εκείνων, που είναι ίσως αξιέπαινη και νόμιμη» (τ. 19Α, σελ. 221-225).

«Εάν ζεις σε κοινόβιο αδελφών, μη θελήσεις ποτέ να στραφείς εναντίον του πατρός σου που σε χειροθέτησε, έστω και αν τον βλέπεις να πορνεύει ή και να μεθά και, κατά τη γνώμη σου, να διαχειρίζεται κακώς τα πράγματα της μονής, έστω και αν τύπτεσαι και ατιμάζεσαι απ’ αυτόν και υποβάλλεσαι σε πολλές άλλες θλίψεις. Μη συγκαθίσεις με όσους τον χλευάζουν, ούτε να συμπορευθείς με όσους μελετούν κακά εναντίον του. Να τον υπομένεις μέχρι τέλους χωρίς να περιεργάζεσαι τα κακά εκείνου. Όσα λοιπόν καλά τον βλέπεις να κάμνει, βάλε τα στην καρδιά σου και βίαζε τον εαυτό σου αυτά μόνο να θυμάται. Όσα όμως απρεπή και κακά τον δεις να κάμνει ή να λέγει, αυτά χρέωνέ τα στον εαυτό σου και λογάριαζέ τα σαν δικά σου αμαρτήματα και να μετανοείς με δάκρυα, θεωρώντας εκείνον ως άγιο και επικαλούμενος την ευχή του» (τ.18Δ, σ.177).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

katafigioti

lifecoaching