«… λαμβάνοντας από την αγία Θεοτόκο και αειπαρθένο Μαρία σαν ζύμη έμψυχη σάρκα» (τ. 19Β, σ. 123).
«… την Μαρία την υπεράμωμη, την υπέραγνη και αγνή παρθένο, οδήγησε ως νύμφη. Και την λέγω αυτήν υπέραγνη και υπεράμωμη σε σχέση μ’ εμάς και τους τότε ανθρώπους, συγκρίνοντας αυτήν μ’ εκείνους και μ’ εμάς τους δούλους της ως προς τον νυμφίο της όμως και τον Πατέρα εκείνου, είναι άνθρωπος βέβαια, αγία όμως και υπεραγία, καθαρότατη και άχραντη περισσότερο από όλους τους ανθρώπους όλων των γενεών. Αυτήν λοιπόν οδήγησε νύμφη κι έκαμε γάμους για τον Υιό του» (τ. 19Β, σ. 173).
«Συνέλαβε λοιπόν η Παρθένος κι εγέννησε παραδόξως από δύο φύσεις, την θεότητα και την ανθρωπότητα, έναν Υιό, τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, χωρίς να διαφθείρει την παρθενία της και χωρίς να χωρισθεί ο κόλπος από τον πατρικό» (τ. 19Β, σ. 173).
«Έτσι λοιπόν, πιστεύοντας ολόψυχα και μετανοώντας θερμά, συλλαμβάνουμε, όπως ειπώθηκε, στις καρδιές μας τον Λόγο του Θεού, όπως η Παρθένος, με το να διατηρούμε δηλαδή τις ψυχές μας παρθένες και αγνές. Κι όπως εκείνη, επειδή ήταν υπεράμωμη, δεν την έφλεξε το πυρ της θεότητας, έτσι ούτε εμάς μας καταφλέγει, όταν διατηρούμε αγνές και καθαρές τις καρδιές αλλά γίνεται δροσιά από τον ουρανό και πηγή ύδατος και αθάνατης ζωής, που ρέει μέσα μας… Αφού όμως ο Λόγος του Θεού σαρκώθηκε μια φορά από την Παρθένο και γεννήθηκε σωματικώς από αυτήν ανεκφράστως και υπέρ λόγον, δεν μπορεί όμως αυτός να σαρκωθεί ή να γεννηθεί σωματικώς και πάλι από τον καθένα μας, τι κάνει; Από εκείνη την άχραντη σάρκα του, την οποία προσέλαβε από τις αγνές λαγόνες της πανάχραντης και Θεοτόκου Μαρίας, δια της οποίας γεννήθηκε σωματικώς, από αυτήν την σάρκα μας μεταδίδει για βρώση και τρώγοντάς την, έχομε μέσα μας όλον τον σαρκωμένο Θεό και Κύριό μας Ιησού τον Χριστό, αυτόν τον Υιό του Θεού και υιό της παρθένου και πανάμωμης Μαρίας, τον καθισμένο δεξιά του Θεού και Πατρός, ο καθένας από μας τους πιστούς τρώγοντας αυτήν την σάρκα του, τον έχομε μέσα μας, κατά το λεγόμενο από τον ίδιο· «εκείνος που τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου μένει μέσα μου κι εγώ μέσα σ’ αυτόν», χωρίς να προέρχεται ή να γεννάται σωματικώς και να χωρίζεται από εμάς. Πράγματι, δεν γνωρίζεται όντας κατά σάρκα σ’ εμάς ως βρέφος αλλά ευρίσκεται ασωμάτως σε σώμα, αναμιγνυόμενος κατά τρόπο ανέκφραστο με τις ουσίες και φύσεις και θεοποιώντας μας ως συσσώμους του και ως όντες σάρκα από την σάρκα του και οστούν από τα οστά του. Αυτό είναι μέσα μας το θαυμαστό της ανέκφραστης οικονομίας αυτού κι επάνω από λόγο συγκαταβάσεως, αυτό το μυστήριο το γεμάτο από μεγάλη φρίκη, αυτό που ανέβαλλα να το γράψω κι έτρεμα να το επιχειρήσω» (τ. 19Β, σελ. 177-179).
«Όλοι οι άγιοι βέβαια τον συνέλαβαν και τον έχουν κατά χάρη και δωρεά. Από την πανάμωμη μητέρα του δανείσθηκε την παναμώμητη σάρκα του, και αντί αυτής της εδώρησε την θεότητα -τι παράξενη και καινή συναλλαγή!- ενώ από τους αγίους δεν λαμβάνει βέβαια σάρκα, μεταδίδει όμως σ’ αυτούς την θεωμένη σάρκα του. Και πρόσεχε, σε παρακαλώ, το βάθος του μυστηρίου. Η χάρις του Πνεύματος λοιπόν, δηλαδή το πυρ της θεότητας, είναι του Σωτήρος μας και Θεού από την φύση και την ουσία του, το σώμα του όμως δεν είναι από εκεί, αλλά από την πάναγνη και άγια σάρκα της Θεοτόκου και από τα πανάχραντα αίματά της, και από αυτήν την ανέλαβε και την ιδιοποιήθηκε, κατά το ιερό λόγιο, «και ο Λόγος έγινε σάρκα». Αυτήν λοιπόν μεταδίδει στους αγίους ο Υιός του Θεού και της άχραντης Παρθένου από την φύση και την ουσία του συναϊδίου Πατρός του μεταδίδει, όπως λέχθηκε, την χάρη του Πνεύματος, δηλαδή την θεότητα, όπως λέγει δια του προφήτου «και θα συμβεί στις έσχατες ημέρες να διαχύσω από το Πνεύμα μου επάνω σε κάθε σάρκα», που επίστευσε δηλαδή· από την φύση και την ουσία όμως εκείνης που τον εγέννησε κυρίως και αληθώς μεταδίδει την σάρκα την οποία ανέλαβε από αυτήν. Κι όπως ακριβώς όλοι εμείς ελάβαμε από το πλήρωμά του, έτσι όλοι μεταλαμβάνουμε από την αμώμητη σάρκα της παναγίας Μητέρας του, την οποία ανέλαβε από αυτήν· κι όπως ο Χριστός και Θεός μας έγινε Υιός της και Θεός, ενώ διετέλεσε αδελφός μας, έτσι κι εμείς -πω πω ανέκφραστη φιλανθρωπία!- θα γίνομε υιοί της Θεοτόκου μητέρας του και αδελφοί του ίδιου του Χριστού» (τ. 19Β,σ. 183).
«Η Μητέρα του Θεού λοιπόν είναι δέσποινα και βασίλισσα, κυρία και μητέρα όλων των αγίων, ενώ οι άγιοι είναι αφ’ ενός μεν όλοι δούλοι της, επειδή είναι Μητέρα του Θεού, και αφ’ ετέρου υιοί αυτής, εφ΄ όσον μεταλαμβάνουν από την πανάχραντη σάρκα του Υιού της (ο λόγος είναι πιστός· διότι η σάρκα του Κυρίου, είναι σάρκα της Θεοτόκου), και μεταλαμβάνοντας από αυτήν την θεωθείσα σάρκα του Κυρίου, ομολογούμε και πιστεύουμε ότι μεταλαμβάνουμε αιώνια ζωή, εάν βέβαια δεν την τρώμε αναξίως και μάλλον σε κρίμα των εαυτών μας. Συγγενείς πάλι αυτής είναι τριπλώς οι άγιοι· κατά έναν τρόπο εφ΄ όσον προέρχονται από τον ίδιο πηλό και την ίδια πνοή, δηλαδή έχουν ψυχής συγγένεια· δεύτερον, εφ΄ όσον προσέλαβαν από την σάρκα της ευρίσκονται μαζί της σε κοινωνία και σε μετουσία· και τρίτον, εφ΄ όσον αυτοί αγιάσθηκαν κατά Πνεύμα δι’ αυτής ο καθένας μέσα του μπορεί να συλλαμβάνει ομοίως τον Θεό των όλων, όπως κι εκείνη είχε αυτόν μέσα της. Διότι, παρ’ όλο που τον γέννησε σωματικώς, όλον αυτόν τον είχε μέσα της πάντοτε και πνευματικώς και ομοίως τον έχει αχώριστο τώρα και πάντοτε» (τ. 19Β, σελ. 185-7).
«Πρώτη η Θεοτόκος Μαρία ευαγγελίζεται από τον άγγελο κι αφού της αναγγέλθηκε η βουλή του Κυρίου πιστεύει, πείθεται και λέγει «να, η δούλη Κυρίου, ας γίνει σε μένα κατά τον λόγο σου». Κι έτσι πρώτη εδέχθηκε ουσιωδώς μέσα της τον Λόγο του Θεού, ο οποίος λύτρωσε την ψυχή της από τον αιώνιο εκείνο θάνατο» (τ. 19Β, σ. 291).
«Ο Θεός Λόγος έλαβε σάρκα από την αγνή Θεοτόκο και αντ’ αυτής έδωσε όχι σάρκα, αλλ’ ουσιωδώς άγιο Πνεύμα. Και αρχικώς ζωοποίησε μ’ αυτό την τίμια και υπεράμωμη ψυχή της, και την ανέστησε από τον θάνατο» (τ. 19Β, σ. 295).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)