«Εκεί (στην Κων/πολη), όπως τρέχει στις πηγές των υδάτων ένα διψασμένο ελάφι, έτσι και αυτός έτρεξε γρήγορα προς τον θείο εκείνον γέροντα (Πνευματικό του), ερρίφθηκε εμπρός του σαν στον ίδιον τον δεσπότη Χριστό, και έβαλε όλα τα υπάρχοντά του δίπλα στα πόδια του. Ο δε φιλόστοργος εκείνος πραγματικά πατέρας, βλέποντας την βαθιά ταπείνωσι και πίστι του, ελευθέρωσε τον μαθητή από την φροντίδα για εκείνα, διασκορπίζοντάς τα στους πτωχούς» (τ. 19Α, σ. 55).
«Θέλοντας δε να του προκαλέσει περισσοτέρους στεφάνους ο γυμναστής πατέρας, του παρήγγειλλε να εκτελεί τις ευτελέστατες υπηρεσίες στο κελλί του· εκείνος δε, αφού είχε τεθή στην υπηρεσία του γέροντος άπαξ διαπαντός, προθύμως έπραττε τα πάντα, θεωρώντας εαυτόν δούλο και ξένον· διότι ήταν έτοιμος, αν τον προστάξει ακόμη και σε κάμινο αναμμένη ή σε βυθό θαλάσσης να ριφθεί, να κάμη τούτο με χαρά και προθυμία. Ενώ δε εκτελούσε όλες τις χαμηλότερες υπηρεσίες και κοπίαζε πολύ, δεν αμελούσε ούτε την νηστεία και την αγρυπνία, αλλ’ εβάδιζε προς αυτές ασυγκράτητος, διότι εγνώριζε την ωφέλειά τους. Ο δε γέρων, θέλοντας να του εκκόψη το θέλημά του, του παρήγγειλε πολλές φορές να κάμη τα αντίθετα, και τον ανάγκαζε να τρώγη και να κοιμάται. Ο Συμεών, αν και τον λυπούσε αυτό υπερβολικά, αλλ’ όμως το εβάσταξε ασκούμενος πολυτρόπως. Διότι ο θείος εκείνος γέρων με την σοφία του, άλλοτε μεν του επέβαλλε να επιδίδεται σε έργα ταπεινωτικά και κοπιαστικά, άλλοτε δε του προσέφερε ο ίδιος την τιμή και την άνεσι, και χτυπώντας το θέλημά του προξενούσε σ’ αυτόν αμοιβές και για τα δύο. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο γυμναζόμενος από τον πατέρα του ο δόκιμος και με αυτόν τον τρόπον μεταπλασσόμενος άριστα, ηύξησε σε τόσο σημείο την προς τον πατέρα του πίστι και ευλάβεια, ώστε να φυλάγεται να πατή και την γη στην οποία εβάδιζαν τα πόδια του πατρός. Έτσι υπερτιμούσε κάθε τόπο όπου έβλεπε αυτόν να στέκεται και να προσεύχεται σαν άγιο αγίων, και πέφτοντας σ’ αυτόν εκυλιόταν και τον καταφιλούσε, και με τα χέρια εσφούγγιζε από αυτόν τα δάκρυα του διδασκάλου και τα πρόσφερε σαν ίαμα των παθών στην κεφαλή και την καρδιά του, θεωρούσε δε εντελώς ανάξιο τον εαυτόν του να εγγίση κάποιο από τα ενδύματά του» (τ. 19Α, σελ. 57-9).
«Γι’ αυτό όταν στις αρχές της μοναχικής του ζωής έφθασε η αγία τεσσαρακοστή των νηστειών, ενώ ήταν ακόμη άπειρος της ασκήσεως, παρεκάλεσε τον Συμεών να του επιτρέψη να περάση ολόκληρη την πρώτη εβδομάδα εντελώς άσιτος. Ο δε άγιος ήταν μεν φυσικά χαρούμενος βλέποντας την θέρμη της προθυμίας του και τον παρακινούσε προς ασκητικούς αγώνες, δεν ήθελε όμως ν’ ακολουθή ο Αρσένιος (μαθητής του οσίου Συμεών) το ατομικό του θέλημα, αλλά μάλλον με την εκκοπή του θελήματος να κερδίση τα μεγαλύτερα και τελειότερα. Γι’ αυτό δεν συγκατένευσε στο θέλημά του. Εκείνος όμως ήταν ένθερμος σ’ αυτό και επέμενε ζητώντας να πληρωθή η αίτησή του και να μη εμποδισθή από το εγχείρημα. Eπειδή δε πολλές φορές του ανέκοψε την ορμή ο μακάριος, αυτός δε άλλες φορές επέμενε να ζητή να γίνη το θέλημά του, λέγει προς αυτόν "Αρσένιε, καλό και πολύ επωφελές θα ήταν να μην ακολουθής το ατομικό σου θέλημα, αλλά μάλλον να πειθαρχής στις εντολές μου· επειδή όμως κατά την κρίσι σου θεώρησες ότι σου είναι ωφέλιμο να εκτελέσης το δικό σου θέλημα, εγώ, αν και αθέλητα, σου επιτρέπω να εκτελέσης την επιθυμία σου. Κύτταξε όμως τι πρόκειται να πάθης και ποιο καρπό θα τρυγήσης από την απείθειά σου". Είπε, και όταν ήλθε η πρώτη εβδομάς ο Αρσένιος επιδόθηκε ακρίτως στους τελειοτέρους αγώνες με θερμή διάθεσι, ενώ ήταν ακόμη εισαγωγικός. Όταν δε μετά την ενάτη ώρα όλοι οι άλλοι εισέρχονταν στην τράπεζα για το δείπνο, αυτός έμενε άσιτος βλέποντας το παράδειγμα του Συμεών και θέλοντας να μιμηθή τούτον. Κατά την αγρυπνία της Τετάρτης, στεκόμενος ανάμεσα στον χορό που έψαλλε πίπτει επί της γης ύπτιος, σαν πτώμα παρακοής και υπόδειγμα στους άλλους φοβερότατο. Όπως δε το είχε προβλέψει ο άγιος και είχε παραγγείλει σ’ έναν από τους μαθητάς να έχη πρόχειρο δοχείο με οίνον και λίγον άρτο, ένευσε να τα φέρη στο μέσο της ακολουθίας του άρθρου· και όταν έγινε αυτό, πρόσταξε να σηκώσουν τον Αρσένιο και να τον θρέψουν με αυτά. Eκείνος δε αφού εγεύθηκε, εσηκώθηκε γεμάτος αισχύνη, άκουσε δε από τον μακάριο τους λόγους· "εάν ήσουν σε όλα όμοιος με τους αδελφούς, Αρσένιε, δεν θα πάθαινες τίποτε ανόμοιο από αυτούς στην αγρυπνία· επειδή όμως από οίηση και απείθεια έσπευσες να επιτύχης προώρως το περισσότερο και να εξασφαλίσης το πρωτείο κατά των άλλων, δικαίως αστόχησες και στο μικρότερο". Από τότε καταλαμβάνει τον Αρσένιο όχι τυχαία μεταμέλεια, ώστε από συνείδησι της εντροπής να φθάση στο βάθος της ταπεινώσεως» (τ.19Α, σελ. 111-113).
«Κανείς να μη αντιλέγη και απειθή ενώπιόν του (του Ηγουμένου), κανείς να μην είναι ανυπάκουος και θρασύς, αλλ’ όλοι να είσθε υπάκουοι, όλοι ευπειθείς, όλοι υποτακτικοί στον πνευματικό σας πατέρα, επειδή κατά τον θείο απόστολο αυτός οφείλει να αγρυπνή και να εύχεται υπέρ των ψυχών σας, για να πράττη τούτο με χαρά και όχι με στεναγμό· διότι τούτο θα σας είναι ανωφελές κατά την παρούσα ζωή» (τ. 19α, σ. 145).
«Όταν ανακληθείς, να υπακούσεις αμέσως διότι ο Θεός με τίποτε άλλο δεν ευφραίνεται τόσο, όσο με την ταχύτητά μας» (τ. 19Α, σ. 403).
«Αν μεν προτροπής από τον δικό σου πατέρα εν Κυρίω να λάβης παρηγοριά [κάποια υλική άνεση ή τροφή], σ' εκείνον μεν να ευρεθής υπάκουος, χωρίς όμως να εκτελής ούτε σ’ αυτό το δικό σου θέλημα με την προαίρεσί σου· ειδεμή, θα υπομείνης με χαρά όσα εκουσίως ηθέλησες να πράξης ωφελούμενος ψυχικώς. Τηρώντας αυτόν τον κανόνα, θα είναι σαν να νηστεύης και να εγκρατεύεσαι δια παντός και σ’ όλες τις περιπτώσεις και σαν να έχης απαρνηθή τελείως το δικό σου θέλημα. Όχι δε αυτό μόνο, αλλά και θα διατηρήσης άσβηστη την φλόγα που ενυπάρχει στην καρδιά σου και σε πιέζει να καταφρονής τα πάντα» (τ. 19Α, σελ. 403-405).
«Όποιος όμως δεν γνωρίζει αυτά κι ευρίσκεται σε άλλη κατάστασι, είναι πρόδηλο ότι δεν έχει ούτε τα αισθητήρια της ψυχής καθαρισμένα και υγιή· γι’ αυτόν προτιμότερο είναι να οδηγήται καλώς παρά να οδηγή επικινδύνως. Όποιος ατενίζει τον διδάσκαλο και οδηγό του σαν Θεό, δεν μπορεί να του αντιλέγη. Εάν δε νομίζη και ισχυρίζεται ότι συνδυάζει και τα δύο, να ξεύρη ότι πλανάται· διότι αγνοεί ποια διάθεσι έχουν προς τον Θεό οι φίλοι του Θεού. Όποιος πιστεύει ότι η ζωή και ο θάνατός του είναι στο χέρι του ποιμένος του, δεν θα αντείπη ποτέ· η δε άγνοια τούτων γεννά την αντιλογία, που είναι πρόξενος του νοητού και αιωνίου θανάτου. Πριν λάβη την απόφασι ο κατάδικος, του δίδεται ευκαιρία αντιλογίας, να ειπή στον δικαστή για όσα έπραξε· μετά όμως την απόδειξι των πράξεων και την απόφασι του δικαστού δεν δικαιούται ν’ αντείπη στους βασανιστές τίποτε, ούτε μικρό ούτε μεγάλο. Πριν εισέλθη ο μοναχός σ’ αυτό το δικαστήριο και φανερώση τα βάθη της καρδιάς του, ίσως του επιτρέπεται και ν’ αντιλέγη, είτε από άγνοια είτε από προσπάθεια να κρύψη τα μυστικά του. Μετά την αποκάλυψι όμως των λογισμών και την ειλικρινή εξομολόγησι δεν επιτρέπεται ν’ αντιλέγη ποτέ μέχρι θανάτου στον δεύτερο μετά τον Θεό δικαστή και εξουσιαστή του. Διότι ο μοναχός, από την στιγμή που εισήλθε σ’ αυτό το δικαστήριο κι εξεσκέπασε τα κρυφά της καρδιάς του, έχει πεισθή εκ των προτέρων, εάν έχη αποκτήσει κάποια γνώσι, ότι είναι άξιος μυρίων θανάτων και πιστεύει ότι δια της υπακοής και ταπεινώσεώς του θα απαλλαγή από κάθε τιμωρία και κόλασι, αν τουλάχιστο έχει αντιληφθή πραγματικά την φύσι του μυστηρίου τούτου. Όποιος φυλάσσει αυτές τις σκέψεις ανεξάλειπτες στην διάνοιά του, δεν θα επαναστατήση ποτέ με την καρδιά του, όταν παιδεύεται ή νουθετήται ή ελέγχεται, επειδή όποιος περιπίπτει σε τέτοια κακά, δηλαδή στην αντιλογία και απιστία προς τον πνευματικό πατέρα του και διδάσκαλο, ζώντας ακόμη κατεβάζεται στην παγίδα και τον βυθό του Άδη ελεεινώς και γίνεται οίκος του Σατανά και όλης της ακάθαρτης δυνάμεως ως υιός της απειθείας και απωλείας» (τ. 19α, σελ. 423-425).
«Όσοι εστήριξαν ασάλευτα τα πόδια τους επάνω στην πέτρα της υπακοής των πνευματικών πατέρων, και ακούουν τα παραγγελλόμενα από εκείνους σαν από στόμα του Θεού και τα εποικοδομούν χωρίς δισταγμό σ’ αυτό το θεμέλιο της υπακοής με ταπείνωσι ψυχής, αυτοί επιτυγχάνουν ευθέως· και κατορθώνεται από αυτούς πρώτα τούτο το μέγα κατόρθωμα, το να απαρνηθούν εαυτούς. Διότι το να εκτελή κανείς το ξένο θέλημα και όχι το δικό του, προκαλεί όχι μόνο απάρνησι της ψυχής του, αλλά και νέκρωσι προς όλον τον κόσμο. Με τον αντιλέγοντα προς τον πατέρα του συγχαίρουν οι δαίμονες, τον ταπεινούμενο δε μέχρι θανάτου θαυμάζουν οι άγγελοι· διότι ο τοιούτος πραγματοποιεί έργο Θεού, εξομοιούμενος με τον Υιό του Θεού, ο όποιος ετήρησε την υπακοή προς τον Πατέρα του μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρικού» (τ. 19Α, σ. 427).
«Αφού αναλάβωμε διακονία θείων πραγμάτων και διαπρέψωμε σ’ αυτήν, αν διαταχθούμε από το Πνεύμα να μεταβούμε προς άλλη διακονία ή εργασία ή πράξι, να μην αντιτείνουμε. Διότι ο Θεός δεν θέλει ούτε αργοί να είμαστε ούτε να μένουμε έως το τέλος σε μία και την αυτή εργασία με την οποία αρχίσαμε, αλλά να προκόπτουμε και να είμαστε αεικίνητοι προς την επίτευξι των ανωτέρων, φυσικά ακολουθώντας το θείο και όχι το δικό μας θέλημα» (τ.19Α, σ.521).
«Eκείνοι λοιπόν που κατέβαλαν με φόβο και τρόμο καλό το θεμέλιο της πίστεως και της ελπίδας επάνω στην πέτρα της υπακοής των πνευματικών πατέρων και εποικοδόμησαν αδίστακτα, σαν από το στόμα του Θεού, τις εντολές εκείνων επάνω σ’ αυτό το θεμέλιο της υποταγής, κατορθώνουν αμέσως ν’ απαρνηθούν τους εαυτούς τους. Διότι το να εκπληρώνει κάποιος όχι το δικό του αλλά του πνευματικού του πατέρα το θέλημα, εξ’ αιτίας εντολής του Θεού και ασκήσεώς του στην αρετή, κατορθώνει όχι μόνο την απάρνηση του εαυτού του, αλλά και τη νέκρωση προς όλο τον κόσμο» (τ.19Β, σ.369).
«Αυτοί που συμφώνησαν να υποτάσσονται στον πνευματικό τους πατέρα σαν στο Θεό» (τ.19Γ, σ.355).
«Αυτός που καταφρόνησε όλα τα ορώμενα και την ίδια ακόμα την ψυχή του για να μπορέσει να επιδείξει γνήσια μετάνοια κατά την εντολή του Κυρίου και ν’ αρχίσει το έργο αυτό, δεν ελπίζει να μάθει από μόνος του αυτό, αλλά, προσερχόμενος σε τεχνίτη και έμπειρο άνδρα και υποτασσόμενος σ’ αυτόν με φόβο και τρόμο πολύ και με τεταμένη προσοχή, μαθαίνει απ’ αυτόν και διδάσκεται την πνευματική εργασία των εναρέτων πράξεων, και ποια έργα πρέπει να κάμνει μετανοώντας. Και λέγω με φόβο και τρόμο, για να μην αποτύχει από αυτό το καλό και καταδικασθεί στο αιώνιο πυρ ως αδόκιμος εργάτης των εντολών. Πράγματι, αναλογιζόμενος ότι οι λόγοι εκείνου εξέρχονται σαν από το στόμα του Θεού και γίνονται αίτιοι ζωής και θανάτου με την τήρηση ή παράβλεψη αυτών, τους τηρεί με μεγάλη ακρίβεια» (τ.19Δ, σ.119).
«Ούτε και τότε να μην τολμήσεις να επιβείς στην αρχή (αξίωμα Ηγουμένου) χωρίς τη θέληση του πνευματικού σου πατρός, αλλά ταπεινώσου και κάνε αυτό με την ευχή και προτροπή αυτού, και ανέβα στην αρχή απλώς και μόνο για τη σωτηρία των αδελφών» (τ.19Δ, σ.189).
«(Μιλά ο Χριστός στον ιερέα)· Κι αυτούς που δεν υποχωρούν ούτε υπακούν σ’ εσένα όμοια μ’ αυτούς που αρνήθηκαν τον κύριο τους κι αφέντη να τους θρηνείς και να τους κλαις συνέχεια και συνέχεια συμβούλευέ τους· έχω πει "δέχεται εμένα όποιος δέχετ’ εσάς· κι εμένα ακούει όποιος εσάς ακούει". Κι όποιος με τρόμο συμβουλές και λόγους ιδικούς σας δε δέχεται ως το θάνατο πιστά φυλάγοντάς τους, της δόξας της ουράνιας μου μέτοχος δε θα γίνει, σ’ εμένα που σταυρώθηκα θέση ποτέ δε θα ’χει· σ’ εμένα που ως το θάνατο έσκυψα στον Πατέρα, από δεξιά δεν θα σταθεί κι ούτε συγκληρονόμος εκείνος θα γίνει μ’ όσους σταύρωσαν τον εαυτό τους. Μη σταματήσεις το λοιπόν τις νουθεσίες, τα δάκρυα, τη σωτηρία τους να ζητάς λοιπόν μη σταματήσεις, ώστε αν τελικά πειστούν και αν γυρίσουν πίσω θε να τους έχεις αδελφούς και μέλη κερδισμένα, να τους προσφέρεις γνήσιους υπήκοους σ’ εμένα, ώστε κι εγώ να τους δεχτώ από σε δοξάζοντάς τους» (τ.19ΣΤ, σελ.193-5).
«Τρέξετε, όσοι απ’ του Θεού κι απ’ των αγίων του όσοι τον εαυτό σας νιώθετε έξω απ’ τα χέρια να ’ναι. Τρέξετε αναπόσπαστα μαζί τους να δεθείτε με πίστη κι αγάπη θερμή κι όλη την προαίρεσή σας, πετάξτε κάθε φρόνημα και θέλημα δικό σας και τις ψυχές αφήστε τις στα χέρια τα δικά τους σαν τα εργαλεία τα άψυχα που τίποτα δεν κάνουν έξω απ’ τα χέρια ούτε ενεργούν καθόλου ούτε κινούνται. Δικό σας κάντε φρόνημα όσα φρονούν εκείνοι, επίσης και το άγιο το θέλημα εκείνων, που θέλημα είναι του Θεού, πράξτε κι εσείς» (τ.19ΣΤ, σελ.377-9).
«Μα τα γνωρίζω εγώ καλά, Θεός που τα πάντα ξέρω, πώς στον Πατέρα είσαι πιστός κι όση ταπείνωση έχεις και πόσο τέλεια αρνήθηκες το ίδιο το θέλημά σου, που απόδειξη εγώ τη θωρώ και που απόδειξη είναι. Όποιος δεν έχει θέλημα δικό του ναι, πεθαίνει, μα βρίσκεται στο θέλημα το ίδιο το δικό μου και ζει» (τ.19ΣΤ, σ.387).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (από άλλα θέματα που σχετίζονται όμως και με την υπακοή)
«[Η διάκριση του Πνευματικού του οσίου Συμεών στον χειρισμό του πόθου του νέου Συμεών]. Παρουσιάζεται (ο Συμεών) σ’ αυτόν, του γνωστοποιεί τον σκοπό (να γίνει μοναχός), ζητεί να γίνει δεκτός από αυτόν, ν’ αλλάξει από αυτήν την ώρα τον τρόπο ζωής και να συγκαταταγή με τους μοναχούς. Εκείνος δε, όπως ήταν έμπειρος του μοναχικού βίου και των επιθέσεων του πονηρού, δεν συγκατανεύει προς το παρόν, τον αναχαιτίζει από αυτήν την ορμή, διότι ήταν ακόμη νέος και διήνυε μόλις το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του και του συνιστά να αναμείνει τον καιρό τελειοτέρας αναπτύξεως»…
Καθώς λοιπόν είδε αυτήν την θεωρία (όραμα) ο θαυμάσιος Συμεών (ο νέος), άρχισε να πυρπολήται μέσα του ακόμη περισσότερο από το θείο πυρ και επέμενε να παρακαλεί τον πατέρα να τον αποκείρη (να του κάνει κουρά). Εκείνος δε, προβλέποντας ότι ο καιρός είναι ακατάλληλος, αλλά και ότι η νεανική απαλότης είναι αβεβαία για την τραχεία άσκησι, έκρινε ότι δεν έπρεπε να πράξη τούτο τότε. Όταν λοιπόν, αφού πέρασαν έξι έτη από τη φοβερή εκείνη θεωρία (όραμα)… μόλις τον είδε είπε· "τώρα, τέκνο μου, είναι καιρός που πρέπει να αλλάξης το ένδυμα και τον βίο, αν θέλεις". Ο λόγος έγινε αναμμένος άνθραξ στην καρδιά του νέου, ο οποίος είπε· "γιατί δεν το είπες αυτό νωρίτερα προς εμένα το τέκνο σου, πάτερ; Αλλά και τώρα απαρνούμαι τον κόσμο και όλα το εγκόσμια" (τ. 19Α , σελ. 41, 45-47).
«[η διάκριση του Συμεών που διέκρινε αν έπρεπε να κάνει υπακοή στον φυσικό πατέρα του ή όχι τη συγκεκριμένη στιγμή]. Ο πατέρας του τον έβλεπε να βιάζεται και να προετοιμάζει το ταξίδι του (για μοναχός), επειδή δεν κατόρθωσε να τον ανακόψη από τον κατά Θεό σκοπό του (να γίνει μοναχός), αν και κίνησε γι’ αυτό κάθε λίθο, τον παίρνει ιδιαιτέρως και άρχισε να λέγη με δάκρυα τα εξής: "Μη με αφήσης, τέκνο, στα γηρατειά μου, παρακαλώ. Όπως βλέπεις άλλωστε, το τέλος των ημερών μου πλησιάζει και ο καιρός της αποχωρήσεώς μου δεν είναι μακριά. Όταν λοιπόν καλύψης το σώμα μου στον τάφο, τότε πήγαινε όπου θέλεις και πάρε όποιον δρόμο θέλεις. Τώρα όμως μη θελήσης να με λυπήσης τόσο πολύ με τον χωρισμό σου· γι' αυτό και την στέρησί σου την θεωρώ θάνατό μου". Αυτά και άλλα περισσότερα έλεγε ο πατέρας, χύνοντας πηγές δακρύων. Ο δε υιός, αφού είχε ξεπεράσει ήδη τους θεσμούς της φύσεως και είχε προτιμήσει τον ουράνιο Πατέρα αντί του επιγείου, είπε, "μου είναι αδύνατο πλέον, πατέρα, να παραμείνω του λοιπού στον εγκόσμιο βίο, έστω και για λίγο χρόνο, διότι δεν γνωρίζομε τι μπορεί να γεννήσει η αύριο, και το να προτιμήσω κάτι άλλο από την δουλεία στον Κύριο είναι για μένα τουλάχιστο σφαλερό και επικίνδυνο". Αυτά είπε και έπειτα ευθύς αμέσως παραιτήθηκε εγγράφως όλης της πατρογονικής περιουσίας που του ανήκε. Παίρνοντας λοιπόν μαζί του μόνο τα ατομικά του πράγματα, και υπηρέτες και όσα είχε αποκτήσει από άλλες πηγές, ανέβηκε σε ίππο και έφυγε καλπάζοντας, όπως ο Λωτ, χωρίς να γυρίση καθόλου πίσω από τους θρήνους των συγγενών ούτε να φροντίσει για την δημοσία υπηρεσία που του είχε ανατεθή· τόσο δριμύτερος από κάθε άλλο πράγμα, και από αυτήν ακόμη την φυσική στοργή προς τους γονείς ο διακαής έρως του ουρανίου Πατρός· διότι αυτός δεν γνωρίζει να νικάται ποτέ ούτε από κάποια ανάγκη φυσικής σχέσεως ούτε από απειλή ανθρώπινη, αφού το ανώτερο στοιχείο κατανίκησε το κατώτερο και απέσπασε τον κυρίαρχο λογισμό από την εγκόσμια αίσθησι» (τ.19, σελ.51-53).
«Κάποτε παρουσιάσθηκαν στον μακαρίτη (όσιο Συμεών) φίλοι του. Επειδή δε ένας από αυτούς χρειαζόταν να φάγη κρέας λόγω σωματικής νόσου, και μάλιστα κρέας από περιστεράκια, παρήγγειλε ο συμπονετικός και μακάριος Συμεών να ψηθούν τα πτηνά και να προσφερθούν στον έχοντα ανάγκη. Καθώς δε έτρωγε ο ασθενής, ο Αρσένιος που καθόταν κι αυτός στην τράπεζα τον κύτταζε σκυθρωπός. Αντιλήφθηκε λοιπόν ο μακάριος την διάθεσί του αυτή και θέλοντας να τον διδάξη να προσέχει μόνο τον εαυτό του και να μη νομίζη ότι υπάρχουν φαγώσιμα που με την μετάληψή τους μιαίνουν (διότι, λέγει, "όλα είναι καθαρά για τους καθαρούς" και "δεν υπάρχει τίποτε από τα εισερχόμενα που μπορεί να μιάνη την ψυχή"), συγχρόνως δε να δείξη στους συνδαιτημόνες και το ύψος της ταπεινώσεώς του, ώστε να μάθουν ότι υπάρχουν ακόμη τέκνα υπακοής στον Θεό και αληθινοί εργάτες της αρετής, λέγει προς αυτόν· "για ποιον λόγο, Αρσένιε, δεν προσέχεις μόνο στον εαυτό σου και δεν τρώγεις σκυμμένος κάτω από τον άρτο σου, αλλά προσέχεις αυτόν που λόγω ασθενείας τρώγει κρέας; Κοπιάζεις με τους λογισμούς και νομίζεις ότι υπερβάλλεις εκείνον σ’ ευσέβεια, επειδή τρώγεις λάχανα και σπέρματα της γης και όχι σαν τους αετούς περιστέρια και πέρδικες; Δεν άκουσες τον Χριστό να λέγη ότι δεν είναι τα εισερχόμενα δια του στόματος που μιαίνουν τον άνθρωπο, αλλά τα εξερχόμενα από αυτόν, δηλαδή οι πορνείες, οι μοιχείες, οι φόνοι, οι φθόνοι, οι πλεονεξίες και τα λοιπά; Γιατί δεν είσαι συνετός; γιατί δεν βλέπεις και δεν σκέπτεσαι με γνώσι, αλλά κατέκρινες κατά διάνοια τόσο ασύνετα τον εσθίοντα, λυπούμενος τάχα την σφαγή των ορνίθων, και λησμόνησες αυτόν που είπε, «ο μη εσθίων να μη κρίνη τον εσθίοντα;». Αλλά φάγε και συ από αυτά και μάθε ότι περισσότερη μίανση υπέστης από τον λογισμό παρά από την βρώσι των πτηνών". Και παίρνοντας ένα από τα πτηνά το έρριψε προς αυτόν ο άγιος παραγγέλλοντας να φάγει. Αυτός δε, καθώς ήκουσε τούτο, φοβούμενος το βάρος του επιτιμίου και γνωρίζοντας ότι η παρακοή της κρεοφαγίας είναι χειρότερη, βάλλοντας μετάνοια και ζητώντας το «ευλόγησε», πήρε το πτηνό και άρχισε να το καταμασά και να το τρώγει με δάκρυα. Όταν δε ο άγιος είδε ότι είχε αρκετά εκλεπτύνει με τα δόντια την τροφή και τώρα επρόκειτο να την καταπιεί, λέγει, "αρκεί, πτύσε το τώρα διότι τώρα που άρχισες να τρώγεις και συ, όπως είσαι γαστρίμαργος, ούτε ολόκληρος ο περιστερώνας δεν μπορεί να σε χορτάση και να σου σταματήση την ορμή προς αυτό". Έτσι με το να μη αρνηθή τη δοκιμή ο αοίδιμος μαθητής του μεγάλου τούτου πατρός, τήρησε την υπακοή, την οποία υποσχέθηκε ενώπιον του Θεού να φυλάξει μέχρι θανάτου» (τ. 19Α, σελ. 115-119).
«(μιλά σε μοναχούς για τον νέο Ηγούμενό τους) Να μη δυσαρεστήσθε με τα υπ’ αυτού λεγάμενα και πραττόμενα, αλλ’ ακόμη και αν είναι αντίθετα προς τις γνώμες των πατέρων, να υποκλίνετε σ’ αυτόν τις κεφαλές σας επί του παρόντος. Έπειτα, όσοι τυχόν από σας υπερτερούν των λοιπών σε χρόνια και βίο και λόγο, ας του γνωστοποιήσουν ιδιαιτέρως τον λόγο του κωλύματος προς εφαρμογή των, όπως διετύπωσε στους όρους ο Μέγας Βασίλειος. Χάριν του Κυρίου υπομείνατέ τον σε ώρες ερεθισμού και πικρίας, χωρίς ν’ αντιλέγετε ή ανθίστασθε σ’ αυτόν· διότι ο αντιλέγων ή ανθιστάμενος σ’ αυτόν ανθίσταται στην εξουσία του Θεού, όπως λέγει ο Παύλος. Πραγματικά σε θέματα που δεν σημειώνεται παράβασις εντολής Θεού ή αποστολικών κανόνων και διατάξεων, οφείλετε να υπακούετε καθ’ όλα και να πείθεσθε σ’ αυτόν ωσάν στον Κύριο. Σε όσα όμως κινδυνεύουν το ευαγγέλιο του Χριστού και οι νόμοι της Eκκλησίας του, όχι μόνο σ’ αυτόν δεν πρέπει να πείθεσθε όταν σας παραινεί και διατάσση, αλλ’ ούτε σε άγγελο που μόλις ήλθε από τον ουρανό και ευαγγελίζεται σε σας διαφορετικά από ό,τι ευαγγελίσθηκαν οι αυτόπτες του Λόγου» (τ.19Α, σ.147).
«[ο Συμεών αναφέρει στον Πατριάρχη ότι δεν θα υποχωρήσει διότι για αυτόν ήταν θέμα πίστης η τιμή στον όσιο Συμεών τον Ευλαβή, τον Πνευματικό του]· Θέλησε λοιπόν κατά το θείο λόγο να διδάσκης, ακολουθώντας τους προγενεστέρους αγίους πατέρες, και θα σε δεχθούμε ως ομότροπο των αποστόλων και θα γίνουμε χώμα και στάκτη κάτω από τα αγία πόδια σου, και το να πατούμαστε από σε, όπως έγραψα προηγουμένως, θα το θεωρήσωμε αγιασμό. Όχι μόνο δε αυτό, αλλά θα φυλάξωμε και τις εντολές σου μέχρι θανάτου και συ θα μας υπεραγαπήσης ως δούλους και ευγνώμονες μαθητάς του Χριστού και θα μας υπερεπαινέσης ως λέγοντας καλά». «Εάν όμως δεν θέλης να διδάσκης έτσι, ώστε και να πειθαρχούμε, όπως είπαμε, στα προστάγματά σου, αλλά με υποσχέσεις ότι θα φανώ περίδοξος στην ζωή μεταξύ των ανθρώπων και θα γίνω σύνεδρός σου και όλων των αρχιερέων της Εκκλησίας, μας παρακινής ν’ αθετήσωμε τον πατέρα τον άγιο (τον Πνευματικό του), που μας φώτισε και τώρα πρεσβεύει υπέρ ημών και μας προστατεύει πάντοτε στις περιστάσεις του βίου ως φιλοστοργότατος πατήρ, και με αυτόν τον τρόπο φροντίζεις να προσκρούουμε στον Χριστό που είπε, όποιος αθετεί εσάς, αθετεί εμένα, τότε κι εμείς δεν θα πούμε τίποτε άλλο παρά πρέπει να πειθαρχούμε στον Θεό μάλλον παρά σε ανθρώπους. Eάν πραγματικά, κάνοντας τούτο, έσπευδα να αρέσω στους ανθρώπους, δεν θα ήμουν δούλος του Χριστού. Διότι γνώριζε ότι εγώ από τώρα δεν προτιμώ μοναστήρι ή πλούτο ή δόξα ή κάτι άλλο από όσα επιδιώκουν στη ζωή οι άνθρωποι αντί της εξορίας που μου επιβλήθηκε για την δικαιοσύνη του Θεού. Τίποτε από αυτά, αλλά ούτε θάνατος ούτε ζωή δεν θα με χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού μου και αυτού του πνευματικού μου πατρός… Και επειδή χάρι δικαιοσύνης και φυλάξεως της εντολής του ζώντος Θεού εξορίσθηκα από εκεί (τη μονή), δεν επιστρέφω πάλι από εκεί έως ότου ζω, αλλά θα συναποθάνω μαζί με την εντολή του Χριστού μου, χωρίς να τον αθετήσω, και γνωρίζω καλά ότι δεν θα εκπέσω των θεοπνεύστων μακαρισμών του. Διότι είπε "θα είσθε μακάριοι, όταν σας ονειδίσουν και διώξουν και είπουν εξ αιτίας μου κάθε κακό λόγο εναντίον σας ψευδόμενοι". Καθώς λοιπόν ο πατριάρχης άκουσε αυτά, που δεν τα περίμενε, είπε· «αληθινά είσαι φιλοπατερικός Στουδίτης, κυρ Συμεών, και διαθέτεις την επιμονή εκείνων, που είναι ίσως αξιέπαινη και νόμιμη» (τ. 19Α, σελ. 221-225).
«Εάν ζεις σε κοινόβιο αδελφών, μη θελήσεις ποτέ να στραφείς εναντίον του πατρός σου που σε χειροθέτησε, έστω και αν τον βλέπεις να πορνεύει ή και να μεθά και, κατά τη γνώμη σου, να διαχειρίζεται κακώς τα πράγματα της μονής, έστω και αν τύπτεσαι και ατιμάζεσαι απ’ αυτόν και υποβάλλεσαι σε πολλές άλλες θλίψεις. Μη συγκαθίσεις με όσους τον χλευάζουν, ούτε να συμπορευθείς με όσους μελετούν κακά εναντίον του. Να τον υπομένεις μέχρι τέλους χωρίς να περιεργάζεσαι τα κακά εκείνου. Όσα λοιπόν καλά τον βλέπεις να κάμνει, βάλε τα στην καρδιά σου και βίαζε τον εαυτό σου αυτά μόνο να θυμάται. Όσα όμως απρεπή και κακά τον δεις να κάμνει ή να λέγει, αυτά χρέωνέ τα στον εαυτό σου και λογάριαζέ τα σαν δικά σου αμαρτήματα και να μετανοείς με δάκρυα, θεωρώντας εκείνον ως άγιο και επικαλούμενος την ευχή του» (τ.18Δ, σ.177).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)