ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Εσύ… Κύριε, σιώπησες αλλά έπραξες! Εμείς όλο μιλάμε αλλά δεν πράττουμε. Εσύ μίλησες με τις πράξεις Σου. Η στάση Σου, η πιο διδακτική στην Ιστορία. Δεν έμεινες μόνο στο κήρυγμα… Θεράπευσες αρρώστους, έβγαλες δαιμόνια, συγχώρεσες αμαρτωλούς, ανέστησες νεκρούς. Παρέδωσες τον εαυτό Σου στους διώκτες Σου αδιαμαρτύρητα. Υπέμεινες χωρίς αντίδραση τους εμπαιγμούς, τη χλεύη, τις ειρωνείες. Ανέβηκες το Γολγοθά πάλι σιωπηλά και αποφασισμένος να πιεις το ποτήριο τούτο που Σου εμπιστεύθηκε ο Πατέρας Σου. Όλο έπραττες… το κήρυγμα Σου ήταν οι πράξεις Σου!
Σου φόρεσαν ακάνθινο στεφάνι και πορφυρό μανδύα περιγελώντας Σε ως βασιλιά των Ιουδαίων, Εσένα τον Υιό του Θεού αλλά και τότε δε μίλησες. Σε κάρφωσαν πάνω στο Σταυρό αλλά και πάλι σιωπή. Η υπομονή, η ταπείνωση και η αυτοθυσία πιο εύγλωττες από ποτέ! Και λίγο πριν παραδώσεις το πνεύμα Σου πάλι έπραξες! Φρόντισες για τη Μητέρα Σου, ζήτησες Έλεος για τους σταυρωτές Σου και έβαλες το ληστή στον Παράδεισο! Μέχρι την τελευταία Σου πνοή έκανες σιωπή αλλά έπραττες… αθόρυβα και μυστικά! Και όταν αναστήθηκες δεν σε πήρε είδηση κανείς!
Ποιο μεγαλύτερο, σπουδαιότερο, συγκλονιστικότερο κήρυγμα από τη στάση της ζωής Σου;
Σαν αυτή Σου η σιωπή να είναι ξαφνικά τόσο ηχηρή! Με στρέφει προς τις πράξεις Σου… μιλάει τελικά η σιωπή Σου! Αφού σιωπάς, θα κοιτάξω πώς δρας! Η ζωή Σου ένας φάρος, ένας οδηγός, ένας δρόμος προς τον Πατέρα Σου, προς τον Πατέρα μας! Εσύ καρφώθηκες πάνω σ’ ένα Σταυρό για μας… δεν έμεινες στα λόγια! Εμείς τί κάνουμε; Πράττουμε ή μένουμε στα λόγια; Ο Χριστός δε μιλούσε πολύ. Αυτά που ήθελε να πει τα έλεγε με πράξεις. Με απόλυτη ησυχία μάς άνοιξε τις πύλες του Παραδείσου να μπορούμε να εισέλθουμε!
Μακάρι να Τον ακολουθήσουμε, μακάρι να μας αξιώσει με τη Χάρη Του να βαδίσουμε στα βήματα Του και να μιμηθούμε κι εμείς τη συνοδευόμενη από έργα σιωπή Του!
Καλή Ανάσταση στις καρδιές μας!(K.Δ.K)

Αναισχυντία
Στη διάπραξη της αμαρτίας
Δεν είναι τόσο φοβερό το ν’ αμαρτάνει κανείς,
όσο η αδιαντροπιά μετά την αμαρτία,
και το να μη πειθαρχεί κανείς στους ιερείς,
που παραγγέλλουν προσοχή.
Ε.Π.Ε. 8α,234

στην εμφάνιση
Έχεις νυμφίο το Χριστό. Γιατί προσπαθεί ν’ αποσπάσεις ανθρώπους εραστές;
Τότε θα σε κρίνει για μοιχεία. Γιατί δεν στολίζεσαι το στολίδι
που αρέσει στο Χριστό, που αγαπά Εκείνος, δηλαδή, τη ντροπή,
τη σωφροσύνη, την κοσμιότητα, τη σεμνή ενδυμασία;
Αυτή που τώρα έχεις, είναι πορνική και αισχρή.
Δεν μπορούμε πια να ξεχωρίσουμε τις πόρνες απ’ τις παρθένες.
Ε.Π.Ε. 23,254

ακολασία
Όταν η ασχήμια είναι φοβερή, όσα φτειασίδια κι αν επινοήσουν,
δεν μπορούν να υποκριθούν. Το ότι δε η αδιαντροπιά κάνει πόρνες,
άκουσε τον προφήτη που λέει: «Συμπεριφέρθηκες προς όλους
με αδιαντροπιά, απέκτησες μορφή πόρνης».
Ε.Π.Ε. 24,576

δημόσια
Μόνοι μας κάθε μέρα κεντάμε τον εαυτό μας
και τον πληγώνουμε και τον εκθέτουμε με τις απρέπειες μας,
ξεγυμνωμένοι από κάθε αξιοπρέπεια και κάθε τιμή.
Τα αισχρά μας έργα ούτε καν τα σκεπάζουμε,
ούτε άλλους αφήνουμε να μας διορθώνουν.
Τα διαπράττουμε με ξετσιπωσιά μπροστά σε τόσους
που μας βλέπουν και προκαλούμε τους καγχασμούς και μύρια πειράγματα.
Ε.Π.Ε. 25,156

διαβάλλεις και το Θεό!
Δεν είναι τόσο φοβερό η αμαρτία,
όσο το να ‘σαι αναιδής και ξεδιάντροπος μετά την αμαρτία,
και το να ρίχνεις ευθύνη στο Θεό για τα δικά σου κακά.
Ε.Π.Ε. 34,576

χαλκοπρόσωποι
Πολλές φορές συνηθίζουμε ν’ αποκαλούμε όσους δεν κοκκινίζουν, χαλκοπρόσωπους.
Ε.Π.Ε. 34,246


(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 175-176)

Εάν υπάρχει μια αλήθεια στην οποία θα μπορούσαν να συνοψισθούν όλες οι ευαγγελικές αλήθειες, η αλήθεια αυτή θα ήταν η ανάσταση του Χριστού. Και ακόμη, εάν υπάρχει μια πραγματικότητα στην οποία θα μπορούσαν να συνοψισθούν όλες οι καινοδιαθηκικές πραγματικότητες, η πραγματικότητα αυτή θα ήταν η ανάσταση του Χριστού. Μόνο στην ανάσταση του Χριστού εξηγούνται όλα τα θαύματά Του, όλες οι αλήθειές Του, όλα τα λόγια Του, όλα τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης.

Μέχρι την ανάστασή Του ο Κύριος δίδασκε για την αιώνια ζωή, αλλά με την ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος όντως είναι η αιώνια ζωή. Μέχρι την ανάστασή Του δίδασκε για την ανάσταση των νεκρών, αλλά με την ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος είναι πράγματι η ανάσταση των νεκρών. Μέχρι την ανάστασή Του δίδασκε ότι η πίστη σ’ Αυτόν μεταφέρει εκ του θανάτου εις την ζωήν, αλλά με την ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος νίκησε το θάνατο και έτσι εξασφάλισε στους θανατωμένους ανθρώπους τη μετάβαση εκ του θανάτου στην ανάσταση.

Με την αμαρτία ο άνθρωπος έγινε θνητός και πεπερασμένος· με την ανάσταση του Θεανθρώπου γίνεται αθάνατος και αιώνιος. Σ’ αυτό δε ακριβώς έγκειται η δύναμη και το κράτος και η παντοδυναμία της του Χριστού αναστάσεως. Και για αυτό χωρίς την ανάσταση του Χριστού δεν θα υπήρχε καν ο Χριστιανισμός.

Μεταξύ των θαυμάτων η ανάσταση του Κυρίου είναι το μεγαλύτερο θαύμα. Όλα τα άλλα θαύματα πηγάζουν από αυτό και συνοψίζονται σ’ αυτό. Απ’ αυτό πηγάζουν η πίστη και η αγάπη και η ελπίδα και η προσευχή και η θεοσέβεια. Αυτό είναι εκείνο το οποίο καμία άλλη θρησκεία δεν έχει· αυτό είναι εκείνο το οποίο ανυψώνει τον Κύριο υπεράνω όλων των ανθρώπων και των θεών. Αυτό είναι εκείνο το οποίο κατά τρόπο μοναδικό και αναμφισβήτητο δείχνει και αποδεικνύει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος αληθινός Θεός και Κύριος σε όλους τους ορατούς και αόρατους κόσμους.

Το ότι ο άνθρωπος πιστεύει αληθινά στον Αναστάντα Κύριο το αποδεικνύει με το να αγωνίζεται κατά της αμαρτίας και των παθών και εάν μεν αγωνίζεται, πρέπει να γνωρίζει ότι αγωνίζεται για την αθανασία και την αιώνια ζωή. Εάν όμως δεν αγωνίζεται, τότε μάταιη η πίστη του! Διότι, εάν η πίστη του ανθρώπου δεν είναι αγώνας για την αθανασία και την αιωνιότητα, τότε τι είναι; Εάν με την πίστη στο Χριστό δεν φθάνει κανείς στην αθανασία και την επί του θανάτου νίκη, τότε προς τι η πίστη μας; Εάν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τούτο σημαίνει ότι η αμαρτία και ο θάνατος δεν έχουν νικηθεί. Εάν δε δεν έχουν αυτά τα δύο νικηθεί, τότε γιατί να πιστεύει κανείς στο Χριστό; Εκείνος όμως ο οποίος με την πίστη στον Αναστάντα Χριστό αγωνίζεται εναντίον κάθε αμαρτίας του, αυτός ενισχύει σιγά-σιγά μέσα του την αίσθηση ότι ο Κύριος πραγματικά αναστήθηκε, άμβλυνε το κέντρο του θανάτου, νίκησε το θάνατο σε όλα τα μέτωπα της μάχης.

Χωρίς την ανάσταση δεν υπάρχει ούτε στον ουρανό ούτε κάτω από τον ουρανό τίποτε πιο παράλογο από τον κόσμο αυτό, ούτε μεγαλύτερη απελπισία από τη ζωή αυτή, δίχως αθανασία. Σ’ όλους τους κόσμους δεν υπάρχει περισσότερο δυστυχισμένη ύπαρξη από τον άνθρωπο, που δεν πιστεύει στην ανάσταση των νεκρών.

Γι’ αυτό, για την ανθρώπινη ύπαρξη, ο Αναστημένος Κύριος είναι τα «πάντα εν πάσιν» σ’ όλους τους κόσμους: ο,τι το Ωραίο, το Καλό, το Αληθινό, το Προσφιλές, το Χαρμόσυνο, το Θείο, το Σοφό, το Αιώνιο. Αυτός είναι όλη η Αγάπη μας, όλη η Αλήθειά μας, όλη η Χαρά μας, όλο το Αγαθό μας, όλη η Ζωή μας, η Αιωνία Ζωή σε όλες τις αιωνιότητες και απεραντοσύνες.

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Μέγα Σάββατον

Κατά το Μ. Σάββατο εορτάζομεν την ταφήν του Κυρίου υπό του Ιωσήφ και του Νικοδήμου, καθώς και την κάθοδον αυτού εις τα σκοτεινά βασίλεια του άδου. Όταν ο Κύριος απέθανεν, ως άνθρωπος, και εχωρίσθη η Ψυχή από το Σώμα του, τότε το μεν Σώμα του, από το οποίον δεν εχωρίσθη η Θεότης του Κυρίου, ετέθη εις τον τάφον· η δε Ψυχή του, ηνωμένη και αυτή με την Θεότητά του, κατήλθεν εις τον άδην και, νικήσασα αυτόν, απηλευθέρωσε τας εκεί κρατουμένας ψυχάς. Κατά την τρίτην δε ημέραν ηνώθη πάλιν η Ψυχή μετά του Σώματος και το Σώμα ανέστη εκ νεκρών. Τοιουτοτρόπως ενικήθησαν και ο άδης και ο θάνατος. Τον άδην ενίκησεν η Ψυχή του Κυρίου, τον δε θάνατον το Σώμα του, διότι και τα δύο δεν ήσαν μόνα των, αλλ’ ηνωμένα με την Θεότητα. Η Ψυχή αυτή και το Σώμα αυτό δεν ήσαν ψυχή και σώμα ενός κοινού θνητού, αλλά Ψυχή και Σώμα του ενανθρωπήσαντος Θεού. Δια τούτο ούτε ο άδης ηδυνήθη να κρατήση δεσμίαν την Ψυχήν αυτήν ούτε ο θάνατος ηδυνήθη να κρατήση και να παραδώση εις την φθοράν το Σώμα αυτό.

Εορτάζομεν λοιπόν κατά το Μ. Σάββατον την ταφήν του Σώματος του Κυρίου και την κάθοδον της Ψυχής Αυτού, ηνωμένης με την Θεότητα, εις τα βασίλεια του άδου δια να κηρύξη την λύτρωσιν εις τας εκεί κρατουμένας ψυχάς. Eν αρχή της Ακολουθίας ψάλλονται τα απολυτίκια «Ο ευσχήμων Ιωσήφ...», «Ότε κατήλθες.», «Ταις μυροφόροις.» και «Εξέστησαν χοροί...». Έπειτα ψάλλεται ο Κανών της ημέρας, που είναι άρτιος, δηλαδή έχει οκτώ Ωδάς, και αρχίζει με τον ειρμόν «Κύματι θαλάσσης.». Ακροστιχίδα έχει «Και σήμερον δε Σάββατον μέλπω μέγα». Η ακροστιχίς αυτή είναι ενιαία με την ακροστιχίδα του Κανόνος της προηγουμένης ημέρας. Ολόκληρος έχει ούτω: «Προσάββατόν τε και σήμερον δε Σάββατον μέλπω μέγα». Μετά την θ' Ωδήν ψάλλονται εις τρεις στάσεις (δηλαδή τμήματα, μέρη) τα λεγόμενα «Εγκώμια», μικρά τροπάρια, λίαν αγαπητά εις τον λαόν. Τα «Εγκώμια», αυτά είναι αγνώστου ποιητού σύνθεσις, έχουν δε πολλάς παραλλαγάς. Μετά τα «Εγκώμια», ψάλλονται τα ευλογητάρια και στιχηρά των αίνων, καθώς και η Δοξολογία. Μετά την Δοξολογίαν, γίνεται η έξοδος και η περιφορά του φέροντος τον «Επιτάφιον» ιερού κουβουκλίου, κατά την οποίαν ψάλλεται το τροπάριον «Τον ήλιον κρύψαντα...». Τέλος, μετά την επιστροφήν εις τον ιερόν Ναόν, ψάλλονται τα τροπάρια «Ότε κατήλθες.», «Ταις μυροφόροις...» και «Ο ευσχήμων.». Έπειτα αναγινώσκεται κείμενον εκ του βιβλίου του προφήτου Ιεζεκιήλ (λζ' 1 -14), Απόστολος (Α' Κορ. ε' 6-8 και Γαλ. γ' 13-14) και Ευαγγέλιον (Ματθ. κζ' 62-66).

Πάντα τα ανωτέρω αποτελούν, ως είπομεν, τον Όρθρον του Μ. Σαββάτου και ψάλλονται τη εσπέρα της Μ. Παρασκευής. Κατ ’ αυτήν δε την ημέραν του Μ. Σαββάτου τελείται ο Εσπερινός του Πάσχα, συνυφασμένος μετά της Θ. Λειτουργίας του Μ. Βασιλείου. Η Ακολουθία έχει αναστάσιμον και πανηγυρικόν χαρακτήρα, διότι είναι, ως ελέχθη, Εσπερινός της μεγάλης και κοσμοσωτηρίου εορτής του Πάσχα και αποτελεί εισαγωγήν εις αυτήν. Ο λαός ονομάζει αυτήν «πρώτην Ανάστασιν». Ωραιότατον και κατανυκτικώτατον είναι το εις θέσιν Χερουβικού ύμνου ψαλλόμενον τροπάριον «Σιγήσατω πάσα σάρξ βροτεία.». Σήμερον η Ακολουθία αύτη ψάλλεται όχι τας εσπερινάς, αλλά τας πρωινάς ώρας του Μ. Σαββάτου.

(Αρχιμανδρίτης Επιφάνιος Ι. Θεοδωρόπουλος, "Η Μεγάλη Εβδομάς μετά ερμηνείας", 9η έκδ. Αθήνα, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2002)

"Κανένας αργόσχολος και οκνηρός"
Κάτι, στο οποίο πολύ επέμενε ο Γέρων Πορφύριος, ιδίως όσον αφορούσε τους νέους,
ήταν η εργασία. Δε δεχόταν να είναι κανένας αργόσχολος ή αδιάφορος ή απρόσεκτος.
Απέδιδε πάρα πολύ μεγάλη σημασία σ΄ αυτό το θέμα.
Ήθελε ανθρώπους εργατικούς και δημιουργικούς.
[Ί 165]

Ο Γέρων Πορφύριος ήθελε να κινούνται οι άνθρωποι,
να χρησιμοποιούν συνεχώς όλα τα μέλη του σώματός τους, να μην είναι νωθροί.
Δε δεχόταν με κανένα τρόπο την οκνηρία και την νωθρότητα.
[Ί 92]

(Ανθολόγιο συμβουλών, Άγιος Πορφύριος,εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ. 188)

Ο ουράνιος μισθός από την αρρώστια
-Τί κάνει η μητέρα σου;
-Δεν είναι καλά, Γέροντα. Ανεβάζει κατά διαστήματα ψηλό πυρετό και τότε χάνεται.
Το δέρμα της γεμίζει πληγές και τις νύχτες πονάει.
-Ξέρεις; Αυτοί είναι μάρτυρες• αν δεν είναι ολόκληροι μάρτυρες, είναι μισοί.
-Και όλη η ζωή της, Γέροντα, ήταν μια ταλαιπωρία.
-Επομένως ο μισθός της θα είναι διπλός. Πόσα έχει να λάβη! Τον Παράδεισο τον έχει εξασφαλισμένο.
Όταν ο Χριστός βλέπη ότι κάποιος αντέχει μια βαρειά αρρώστια, του την δίνει,
ώστε με την λίγη ταλαιπωρία στην επίγεια ζωή να ανταμειφθή πολύ στην ουράνια, την αιώνια, ζωή.
Υποφέρει εδώ, αλλά θα ανταμειφθή εκεί, στην άλλη ζωή, γιατί υπάρχει Παράδεισος, υπάρχει και ανταμοιβή.
Σήμερα μου είπε μια νεφροπαθής που χρόνια τώρα κάνει αιμοκάθαρση: «Παππούλη, σταυρώστε, σάς παρακαλώ, το χέρι μου.
Οι φλέβες είναι όλο πληγές και δεν μπορώ να κάνω αιμοκάθαρση».
«Αυτές οι πληγές, της είπα, στην άλλη ζωή θα είναι διαμάντια μεγαλύτερης αξίας από τα διαμάντια αυτού του κόσμου.
Πόσα χρόνια κάνεις αιμοκάθαρση;». «Δώδεκα», μου λέει. «Δηλαδή δικαιούσαι ένα "εφάπαξ" και μία σύνταξη μειωμένη», της είπα.
Μετά μου δείχνει μια πληγή στο άλλο χέρι και μου λέει: «Παππούλη, αυτή η πληγή δεν κλείνει• φαίνεται το κόκκαλο».
«Ναί, αλλά από εκεί μέσα φαίνεται ο Ουρανός, της λέω. Αντε, καλή υπομονή. Εύχομαι ο Χριστός να σού αυξάνη την αγάπη Του,
για να ξεχνιέται ο πόνος σου. Φυσικά υπάρχει και η άλλη ευχή, να εξαλειφθούν οι πόνοι,
αλλά τότε εξαλείφεται και ο πολύς μισθός. Επομένως, η προηγούμενη ευχή είναι καλύτερη». Παρηγορήθηκε η καημένη.
Όταν το σώμα δοκιμάζεται, τότε η ψυχή αγιάζεται. Με την αρρώστια πονάει το σώμα μας, το χωματόκτιστο αυτό σπίτι μας,
αλλά έτσι θα αγάλλεται αιώνια ο νοικοκύρης του, η ψυχή μας, στο ουράνιο παλατάκι που μας ετοιμάζει ο Χριστός.
Με αυτήν την πνευματική λογική, που είναι παράλογη για τους κοσμικούς, χαίρομαι και εγώ και καμαρώνω
για τις σωματικές βλάβες που έχω. Το μόνο που δεν σκέφτομαι είναι ότι θα έχω ουράνια ανταμοιβή.
Καταλαβαίνω ότι εξοφλώ την αχαριστία μου στον Θεό, αφού δεν έχω ανταποκριθή στις μεγάλες Του δωρεές και ευεργεσίες.
Γιατί στην ζωή μου όλα γλέντι είναι• και η καλογερική και οι αρρώστιες που περνώ.
Όλο φιλανθρωπίες μου κάνει ο Θεός και όλο οικονομίες. Ευχηθήτε όμως να μη με ξοφλάη με αυτά σ’ αυτήν την ζωή,
γιατί τότε αλλοίμονό μου! Μεγάλη τιμή θα μου έκανε ο Χριστός να υπέφερα ακόμη περισσότερο για την αγάπη Του,
αρκεί να με ενίσχυε, ώστε να αντέχω, και μισθό δεν θέλω.
Ο άνθρωπος, όταν είναι τελείως καλά στην υγεία του, δεν είναι καλά. Καλύτερα να έχη κάτι.
Εγώ, όσο ωφελήθηκα από την αρρώστια, δεν ωφελήθηκα από όλη την άσκηση που είχα κάνει μέχρι τότε.
Γι’ αυτό λέω, αν δεν έχη κανείς υποχρεώσεις, να προτιμά αρρώστιες παρά υγεία. Από την υγεία του είναι χρεώστης,
ενώ από την αρρώστια, όταν την αντιμετωπίζη με υπομονή, έχει να λάβη. Όταν ήμουν στο Κοινόβιο , είχε έρθει μια φορά ένας άγιος Επίσκοπος,
πολύ γέρος, ονόματι Ιερόθεος, που ασκήτευε στην Σκήτη της Αγίας Αννης. Την ώρα που έφευγε, όπως πήγε να ανεβή στο ζώο,
τραβήχτηκε το παντελόνι του και φάνηκαν τα πρησμένα του πόδια. Οι Πατέρες που πήγαν να τον βοηθήσουν, τα είδαν και τρόμαξαν.
Εκείνος το κατάλαβε και τους είπε: «Αυτά είναι τα καλύτερα δώρα που μου έδωσε ο Θεός. Τον παρακαλώ να μη μου τα πάρη».


(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 211)

ΈΝΑΣ ΠΟΛΥ ΕΥΛΑΒΗΣ κι ενάρετος μοναχός είχε μια αδελφή στην πόλη, που ζούσε βίο άσωτο και παρέσυρε πολλούς νέους στην αμαρτία. Οι αδελφοί στην έρημο συχνά παρότρυναν τον μοναχό να πάει ως την πολη, να συνετίσει την παραστρατημένη αδελφή του. Εκείνος στην αρχή δίσταζε. Φοβόταν τους κινδύνους, που κρύβει ο κόσμος για τους νέους μοναχούς. Ύστερα όμως για την υπακοή αποφάσισε να κατέβει.

Μόλις πλησίασε στο πατρικό του σπίτι, οι γείτονες πρόλαβαν και ειδοποίησαν την αδελφή του. Η καρδιά της παραστρατημένης κόρης σκίρτησε στο αναπάντεχο άκουσμα. Χρόνια επιθυμούσε να δει τον αγαπημένο της αδελφό. Παράτησε την συντροφιά της κι όπως ήταν την στιγμή εκείνη μέσα στο σπίτι της, με γυμνά πόδια και ξέσκεπη την κεφαλή, έτρεξε στον δρόμο να τον υποδεχτεί.

Αντικρίζοντας με τα μάτια του εκείνος τον ξεπεσμό της, ταράχτηκε. Έκλαψε η ψυχή του.

- Δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, αδελφή μου, της είπε με θλίψη, κι εκείνους που εξαιτίας σου παραστρατούν; Συλλογίσου τι σε περιμένει ύστερα από τον θανατο.

Το αγνό πρόσωπο του αδελφού, η σεμνή του στάση, τα δάκρυα της συμπόνιας, που έτρεχαν από τα μάτια του, μαζί με τον δίκαιο έλεγχο, συγκλόνισαν την αμαρτωλή.

- Υπάρχει και για μένα σωτηρία; ψιθύρισαν τα χείλη της.

- Ω, ναι. Αρκεί ειλικρινά να το θελήσεις.

- Πάρε με μαζί σου, παρακάλεσε, μην με αφήνεις μόνη να παλεύω με τ’ άγρια κύματα της αμαρτίας.

- Φόρεσε τα σανδάλια σου, σκεπασε και την κεφαλή σου και ακολούθησέ με, είπε αποφασιστικά ο μοναχός.

- Ας έρθω οπως είμαι, αδελφέ, γιατί ποιός ξέρει αν, μπαίνοντας σ’ αυτό το εργαστήρι του σατανά, θα εχω την δύναμη να ξαναβγώ.

Ο μοναχός ικανοποιήθηκε από την σταθερότητά της. Χωρίς χρονοτριβή την οδήγησε έξω από την πόλη και τράβηξαν μαζί τον δρόμο για την έρημο. Σκόπευε να την πάει σ’ ένα γνωστό του γυναικείο μοναστήρι. Καθώς περπατούσαν, διεκριναν από μακριά να έρχεται προς το μέρος τους ένα καραβανι.

- Παραμέρισε λίγο, αδελφή μου, της είπε ο μοναχός. Κρύψου πίσω από τους θάμνους, γιατί οι άνθρωποι, που δεν ξέρουν πως είσαι αδελφή μου, μπορεί, βλέποντάς μας μαζί, να σκανδαλισθούν.

Εκείνη συμμορφώθηκε αμέσως με την σύστασή του. Όταν προσπέρασε το καραβάνι, ο αδελφός την φώναξε να συνεχίσουν τον δρόμο τους. Δεν έδειξε να άκουσε. Εκείνος πηγε κοντά, της ξαναμίλησε, την σκούντησε με το πόδι του. Δεν έδειχνε σημεία ζωής. Είχε πεθάνει. Είδε τα γυμνά της πόδια καταματωμένα και ξεσκισμένα αλύπητα από τα λιθάρια του δρόμου και τ’ αγκάθια.

Απαρηγόρητος ο μοναχός για τον αιφνίδιο θάνατο της αδελφής του γύρισε στο κελλί του. Η αμφιβολία τον κατέτρωγε.

- Αδύνατο να σώθηκε, του έλεγε ο λογισμός του, αφού δεν προλαβε να κάνει έργα μετανοίας.

Διηγήθηκε στους Γέροντες, στην έρημο, με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα συνέβησαν. Εκείνοι όρισαν νηστεία και προσευχή για την ψυχή της. Αποκαλύφθηκε τότε σ’ έναν αγιώτατο Ερημίτη πως ο Θεός δεχτηκε την μετανοια της αμαρτωλής και την κατέταξε με τους δικαίους για την αυταπάρνηση που έδειξε, ώστε να περιφρονήσει, όχι μόνο τα υλικά πράγματα, αλλά και το ίδιο της το σώμα.

(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου  

Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 179-180) 

ΈΝΑΣ ΠΟΛΥ ΕΥΛΑΒΗΣ κι ενάρετος μοναχός είχε μια αδελφή στην πόλη, που ζούσε βίο άσωτο και παρέσυρε πολλούς νέους στην αμαρτία. Οι αδελφοί στην έρημο συχνά παρότρυναν τον μοναχό να πάει ως την πολη, να συνετίσει την παραστρατημένη αδελφή του. Εκείνος στην αρχή δίσταζε. Φοβόταν τους κινδύνους, που κρύβει ο κόσμος για τους νέους μοναχούς. Ύστερα όμως για την υπακοή αποφάσισε να κατέβει.

Μόλις πλησίασε στο πατρικό του σπίτι, οι γείτονες πρόλαβαν και ειδοποίησαν την αδελφή του. Η καρδιά της παραστρατημένης κόρης σκίρτησε στο αναπάντεχο άκουσμα. Χρόνια επιθυμούσε να δει τον αγαπημένο της αδελφό. Παράτησε την συντροφιά της κι όπως ήταν την στιγμή εκείνη μέσα στο σπίτι της, με γυμνά πόδια και ξέσκεπη την κεφαλή, έτρεξε στον δρόμο να τον υποδεχτεί.

Αντικρίζοντας με τα μάτια του εκείνος τον ξεπεσμό της, ταράχτηκε. Έκλαψε η ψυχή του.

- Δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, αδελφή μου, της είπε με θλίψη, κι εκείνους που εξαιτίας σου παραστρατούν; Συλλογίσου τι σε περιμένει ύστερα από τον θανατο.

Το αγνό πρόσωπο του αδελφού, η σεμνή του στάση, τα δάκρυα της συμπόνιας, που έτρεχαν από τα μάτια του, μαζί με τον δίκαιο έλεγχο, συγκλόνισαν την αμαρτωλή.

- Υπάρχει και για μένα σωτηρία; ψιθύρισαν τα χείλη της.

- Ω, ναι. Αρκεί ειλικρινά να το θελήσεις.

- Πάρε με μαζί σου, παρακάλεσε, μην με αφήνεις μόνη να παλεύω με τ’ άγρια κύματα της αμαρτίας.

- Φόρεσε τα σανδάλια σου, σκεπασε και την κεφαλή σου και ακολούθησέ με, είπε αποφασιστικά ο μοναχός.

- Ας έρθω οπως είμαι, αδελφέ, γιατί ποιός ξέρει αν, μπαίνοντας σ’ αυτό το εργαστήρι του σατανά, θα εχω την δύναμη να ξαναβγώ.

Ο μοναχός ικανοποιήθηκε από την σταθερότητά της. Χωρίς χρονοτριβή την οδήγησε έξω από την πολη και τράβηξαν μαζί τον δρόμο για την έρημο. Σκόπευε να την πάει σ’ ένα γνωστό του γυναικείο μοναστήρι. Καθώς περπατούσαν, διεκριναν από μακριά να έρχεται προς το μέρος τους ένα καραβανι.

- Παραμέρισε λίγο, αδελφή μου, της είπε ο μοναχός. Κρύψου πίσω από τους θάμνους, γιατί οι άνθρωποι, που δεν ξέρουν πως είσαι αδελφή μου, μπορεί, βλέποντάς μας μαζί, να σκανδαλισθούν.

Εκείνη συμμορφώθηκε αμέσως με την σύστασή του. Όταν προσπέρασε το καραβανι, ο αδελφός την φώναξε να συνεχίσουν τον δρόμο τους. Δεν έδειξε να άκουσε. Εκείνος πηγε κοντά, της ξαναμίλησε, την σκούντησε με το πόδι του. Δεν έδειχνε σημεία ζωής. Είχε πεθάνει. Είδε τα γυμνά της πόδια καταματωμένα και ξεσκισμένα αλύπητα από τα λιθάρια του δρόμου και τ’ αγκάθια.

Απαρηγόρητος ο μοναχός για τον αιφνίδιο θάνατο της αδελφής του γύρισε στο κελλί του. Η αμφιβολία τον κατέτρωγε.

- Αδύνατο να σώθηκε, του έλεγε ο λογισμός του, αφού δεν προλαβε να κάνει έργα μετανοίας.

Διηγήθηκε στους Γέροντες, στην έρημο, με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα συνέβησαν. Εκείνοι όρισαν νηστεία και προσευχή για την ψυχή της. Αποκαλύφθηκε τότε σ’ έναν αγιώτατο Ερημίτη πως ο Θεός δεχτηκε την μετανοια της αμαρτωλής και την κατέταξε με τους δικαίους για την αυταπάρνηση που έδειξε, ώστε να περιφρονήσει, όχι μόνο τα υλικά πράγματα, αλλά και το ίδιο της το σώμα.

122. «Θηλάσασα τον δωτήρα Παρθένε του γάλακτος» (ΜΜ).

Η Θεοτόκος εθήλασε τον Ιησού με το παρθενικό της γάλα. «Γάλα μαστών σου εθήλασεν ο Θεός και ηνώθη τα χείλη σου τοις του Θεού χείλεσιν» (Δ, 84). Και εδώ πάλι η πραγματικότης είναι αντίστροφη. Ο Ιησούς είναι «ο δωτήρ του γάλακτος». Η Παρθενομήτωρ είναι απλώς η θηλή, ο αγωγός του. Ο Ιησούς δεν ήλθε για να θηλάση το γάλα που Εκείνος δίνει στους ανθρώπους. Ήλθε για να θηλάσωμε εμείς «το λογικόν και άδολον γάλα και εν αυτώ αυξηθώμεν εις σωτηρίαν» (Α' Πέτρ. β΄ 2).
Η Θεοτόκος είναι η θηλή της σωτηρίας μας. Από τη θηλή αυτή θηλάζομε σαν πιστοί «το λογικόν γάλα», τον Κύριο Ιησού. Η εικόνα της Γαλακτοτροφούσης θέλει να μας έμπνεύση τον τρόπο, με τον οποίο αυξάνεται κανείς εν Χριστώ: θηλάζει το γάλα της σωτηρίας. Όπως το βρέφος προσκολλάται στη θηλή του μητρικού μαστού, έτσι και ο άνθρωπος πρέπει να προσκολλάται στο νόμο και το θέλημα του Κυρίου: «Εμοί δε το προσκολλάσθαι τω Θεώ αγαθόν εστί» ομολογεί ο Δαβίδ (Ψαλμ. 72, 28).
Το θέμα της σωτηρίας του ανθρώπου δεν είναι υπόθεσις του νου. Είναι κατάστασις ζωής. Δεν είναι γνώσις, είναι τροφή· δεν είναι άψυχο γράμμα, είναι ζωογόνο γάλα, που τρέφει.
Η πίστις, έξαλλου, δεν είναι κάτι που προμηθεύεται κανείς από την αγορά· είναι κάτι που μεταδίδεται από τη μητρική, θερμή αγκαλιά. Η πίστις δεν είναι καταναλωτικό αγαθό που αγοράζεται· είναι προϊόν του μητρικού κόλπου της Εκκλησίας και του οποίου η Εκκλησία έχει την «αποκλειστικότητα». Η πίστις παρασκευάζεται και προσφέρεται σε όσους προσέρχονται στην μητρική αγκαλιά της Εκκλησίας και θηλάζουν στο θεομητορικό της κόλπο. Γι΄ αυτό και ο Κύριος ετόνισε ότι «εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. ιη' 3). Όποιος δεν μάθει να θηλάζη το γάλα της σωτηρίας, δεν θα αυξηθή ποτέ κατά Θεόν. Όσοι ωρίμασαν «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφεσ. δ' 13), αυτοί επόθησαν και εθήλασαν το «λογικόν γάλα, ως αρτιγέννητα βρέφη» (Α' Πετ. β' 2) .


Η Θεομήτωρ προς τον Μονογενή της:

«Τί λοιπόν θα κάμω δια σε;
Θα σε θρέψω με γάλα ή θα σε δοξολογήσω;
Θα σε υπηρετήσω ως Μητέρα ή θα σε προσκυνήσω ως δούλη;
Θα σε περιπτυχθώ ως υιόν ή θα προσευχηθώ ως εις Θεόν;
Θα σου δώσω γάλα ή θα σου προσφέρω θυμίαμα;
Τί είναι το άρρητο αυτό θαύμα, το μέγιστον;
Ο ουρανός είναι ιδικός σου θρόνος
και συγχρόνως ο ιδικός μου κόλπος σε βαστάζει.
Ήλθες ολόκληρος εις τα κάτω
χωρίς ν’ απομακρυνθής καθόλου από τα άνω».

(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 151,153)

πας ο οργιζόμενος.
Ματθαίου ε' 22.

Το «ου φονεύσης» ο Ιησούς το υπερνικά με το «πας ο οργιζόμενος... ένοχος». Ο Ιησούς δεν καταλύει, αλλά βελτιώνει το Νόμο.
Ο Ιησούς ήλθε και μας είπε την τελευταία λέξι στα θέματα της ηθικής συμπεριφοράς. Όποιος αγνοεί τον Ιησού και τον λόγο του, μοιάζει μ’ αυτόν, που χρησιμοποιεί σήμερα αντί ηλεκτρικό φώς λάμπα πετρελαίου. Είναι ασυγχρόνιστος. Όσοι μένουν στο «εγώ δεν σκότωσα», ενώ καθημερινά οργίζονται είναι ασυγχρόνιστοι. Είναι καθυστερημένοι κατά 2000 χρόνια. Ο Ιησούς είναι ο μεγάλος και μοναδικός εκσυγχρονιστής της ηθικής ζωής των ανθρώπων. Όσοι τον ακολουθούν γίνονται οι νέοι, οι τέλειοι, οι ωλοκληρωμένοι άνθρωποι. Οι συγχρονισμένοι.
Βέβαια η αποδοχή του τελείου, που υποδεικνύει ο Χριστός απαιτεί περισσότερο κόπο. Μεγαλύτερη προσπάθεια. Όπως ακριβώς και για να μάθη κανείς μια καινούργια επιστήμη χρειάζεται περισσότερο κόπο ή για ν’ αποκτήση κάτι το νέο χρειάζεται περισσότερα έξοδα. Δεν μπορεί όμως κανείς να είναι συγχρονισμένος με την εποχή του χωρίς περισσότερο κόπο και μεγαλύτερη προσπάθεια. Ο Χριστιανισμός είναι η τελευταία λέξις της ηθικής ζωής και αξίζει κάθε κόπο και κάθε θυσία για να συμμορφωθούμε μ’ αυτόν και τις απαιτήσεις του στη ζωή μας.

«Ρίζα του φόνου θυμός. Ο τοίνυν την ρίζαν εκκόπτωv, πολλώ μάλλον αναιρήσει τους κλάδους. Μάλλον δε ουδέ φύναι την αρχήν εάσει» (Ι. Χρυσόστομος, ΥΜ. 97).

(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, «Εκείνος» Ο Ιησούς Χριστός, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 113-114)

μακάριοι οι ειρηνοποιοί.
Ματθαίου ε' 9.

Ο Ιησούς ήλθε να σταματήση τον πόλεμο. Ήλθε σαν ειρηνοποιός. Είναι ο πρώτος, που ύψωσε τη σημαία της συνδιαλλαγής. Είναι ο μεγάλος πρεσβευτής της ειρήνης. «Χριστός έστιν η ειρήνη ημών». Είναι ο Άρχων της ειρήνης. Όταν γεννήθηκε ο ουράνιος κόσμος το επιβεβαίωσε, ότι είναι η «επί γης ειρήνη».
Ο Ιησούς δεν στηρίζει την ειρήνη σε συμφωνίες και συνθήκες ειρήνης, αλλά σ’ ένα ουσιαστικό και ρεαλιστικό βάθρο: στην ένταξι όλων στο σώμα της Εκκλησίας του. Μόνον, όταν όλοι οι άνθρωποι γίνουν μέλη του ιδίου σώματος, της Εκκλησίας και μέσα στην οικογένεια της Εκκλησίας αισθανθούν, ότι είναι όλοι αδελφοί μεταξύ τους, παιδιά ενός Πατέρα, του Θεού, τότε «ου μη μάθωσιν έτι πολεμείν».
Επομένως η προσπάθεια του Ιησού για την ειρήνη δεν έχει σαν αντικειμενικό της σκοπό να πείση τους ανθρώπους να μη εξοπλίζωνται ή να υπογράφουν συνθήκες ειρήνης, αλλά να γίνουν μέλη της Εκκλησίας του. «Όπου ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, δούλος ή ελεύθερος, βάρβαρος, σκύθης... αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Κολ. γ' 11). Διότι μόνο οι χριστιανοί είναι στην πραγματικότητα ειρηνοποιοί. Όπως το τονίζει και ο Μ. Βασίλειος. «Ουδέν ούτως ίδιόν έστιν χριστιανού, ως το ειρηνοποιείν» (L. 421).

«Ειρηνοποιοί οι μιμηταί της θείας φιλανθρωπίας» (Γρηγόριος Νύσσης, ΥΜ. 88).

(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, «Εκείνος» Ο Ιησούς Χριστός, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 113)

katafigioti

lifecoaching