ΈΝΑΣ ΠΟΛΥ ΕΥΛΑΒΗΣ κι ενάρετος μοναχός είχε μια αδελφή στην πόλη, που ζούσε βίο άσωτο και παρέσυρε πολλούς νέους στην αμαρτία. Οι αδελφοί στην έρημο συχνά παρότρυναν τον μοναχό να πάει ως την πολη, να συνετίσει την παραστρατημένη αδελφή του. Εκείνος στην αρχή δίσταζε. Φοβόταν τους κινδύνους, που κρύβει ο κόσμος για τους νέους μοναχούς. Ύστερα όμως για την υπακοή αποφάσισε να κατέβει.
Μόλις πλησίασε στο πατρικό του σπίτι, οι γείτονες πρόλαβαν και ειδοποίησαν την αδελφή του. Η καρδιά της παραστρατημένης κόρης σκίρτησε στο αναπάντεχο άκουσμα. Χρόνια επιθυμούσε να δει τον αγαπημένο της αδελφό. Παράτησε την συντροφιά της κι όπως ήταν την στιγμή εκείνη μέσα στο σπίτι της, με γυμνά πόδια και ξέσκεπη την κεφαλή, έτρεξε στον δρόμο να τον υποδεχτεί.
Αντικρίζοντας με τα μάτια του εκείνος τον ξεπεσμό της, ταράχτηκε. Έκλαψε η ψυχή του.
- Δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, αδελφή μου, της είπε με θλίψη, κι εκείνους που εξαιτίας σου παραστρατούν; Συλλογίσου τι σε περιμένει ύστερα από τον θανατο.
Το αγνό πρόσωπο του αδελφού, η σεμνή του στάση, τα δάκρυα της συμπόνιας, που έτρεχαν από τα μάτια του, μαζί με τον δίκαιο έλεγχο, συγκλόνισαν την αμαρτωλή.
- Υπάρχει και για μένα σωτηρία; ψιθύρισαν τα χείλη της.
- Ω, ναι. Αρκεί ειλικρινά να το θελήσεις.
- Πάρε με μαζί σου, παρακάλεσε, μην με αφήνεις μόνη να παλεύω με τ’ άγρια κύματα της αμαρτίας.
- Φόρεσε τα σανδάλια σου, σκεπασε και την κεφαλή σου και ακολούθησέ με, είπε αποφασιστικά ο μοναχός.
- Ας έρθω οπως είμαι, αδελφέ, γιατί ποιός ξέρει αν, μπαίνοντας σ’ αυτό το εργαστήρι του σατανά, θα εχω την δύναμη να ξαναβγώ.
Ο μοναχός ικανοποιήθηκε από την σταθερότητά της. Χωρίς χρονοτριβή την οδήγησε έξω από την πόλη και τράβηξαν μαζί τον δρόμο για την έρημο. Σκόπευε να την πάει σ’ ένα γνωστό του γυναικείο μοναστήρι. Καθώς περπατούσαν, διεκριναν από μακριά να έρχεται προς το μέρος τους ένα καραβανι.
- Παραμέρισε λίγο, αδελφή μου, της είπε ο μοναχός. Κρύψου πίσω από τους θάμνους, γιατί οι άνθρωποι, που δεν ξέρουν πως είσαι αδελφή μου, μπορεί, βλέποντάς μας μαζί, να σκανδαλισθούν.
Εκείνη συμμορφώθηκε αμέσως με την σύστασή του. Όταν προσπέρασε το καραβάνι, ο αδελφός την φώναξε να συνεχίσουν τον δρόμο τους. Δεν έδειξε να άκουσε. Εκείνος πηγε κοντά, της ξαναμίλησε, την σκούντησε με το πόδι του. Δεν έδειχνε σημεία ζωής. Είχε πεθάνει. Είδε τα γυμνά της πόδια καταματωμένα και ξεσκισμένα αλύπητα από τα λιθάρια του δρόμου και τ’ αγκάθια.
Απαρηγόρητος ο μοναχός για τον αιφνίδιο θάνατο της αδελφής του γύρισε στο κελλί του. Η αμφιβολία τον κατέτρωγε.
- Αδύνατο να σώθηκε, του έλεγε ο λογισμός του, αφού δεν προλαβε να κάνει έργα μετανοίας.
Διηγήθηκε στους Γέροντες, στην έρημο, με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα συνέβησαν. Εκείνοι όρισαν νηστεία και προσευχή για την ψυχή της. Αποκαλύφθηκε τότε σ’ έναν αγιώτατο Ερημίτη πως ο Θεός δεχτηκε την μετανοια της αμαρτωλής και την κατέταξε με τους δικαίους για την αυταπάρνηση που έδειξε, ώστε να περιφρονήσει, όχι μόνο τα υλικά πράγματα, αλλά και το ίδιο της το σώμα.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου
Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 179-180)
ΈΝΑΣ ΠΟΛΥ ΕΥΛΑΒΗΣ κι ενάρετος μοναχός είχε μια αδελφή στην πόλη, που ζούσε βίο άσωτο και παρέσυρε πολλούς νέους στην αμαρτία. Οι αδελφοί στην έρημο συχνά παρότρυναν τον μοναχό να πάει ως την πολη, να συνετίσει την παραστρατημένη αδελφή του. Εκείνος στην αρχή δίσταζε. Φοβόταν τους κινδύνους, που κρύβει ο κόσμος για τους νέους μοναχούς. Ύστερα όμως για την υπακοή αποφάσισε να κατέβει.
Μόλις πλησίασε στο πατρικό του σπίτι, οι γείτονες πρόλαβαν και ειδοποίησαν την αδελφή του. Η καρδιά της παραστρατημένης κόρης σκίρτησε στο αναπάντεχο άκουσμα. Χρόνια επιθυμούσε να δει τον αγαπημένο της αδελφό. Παράτησε την συντροφιά της κι όπως ήταν την στιγμή εκείνη μέσα στο σπίτι της, με γυμνά πόδια και ξέσκεπη την κεφαλή, έτρεξε στον δρόμο να τον υποδεχτεί.
Αντικρίζοντας με τα μάτια του εκείνος τον ξεπεσμό της, ταράχτηκε. Έκλαψε η ψυχή του.
- Δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, αδελφή μου, της είπε με θλίψη, κι εκείνους που εξαιτίας σου παραστρατούν; Συλλογίσου τι σε περιμένει ύστερα από τον θανατο.
Το αγνό πρόσωπο του αδελφού, η σεμνή του στάση, τα δάκρυα της συμπόνιας, που έτρεχαν από τα μάτια του, μαζί με τον δίκαιο έλεγχο, συγκλόνισαν την αμαρτωλή.
- Υπάρχει και για μένα σωτηρία; ψιθύρισαν τα χείλη της.
- Ω, ναι. Αρκεί ειλικρινά να το θελήσεις.
- Πάρε με μαζί σου, παρακάλεσε, μην με αφήνεις μόνη να παλεύω με τ’ άγρια κύματα της αμαρτίας.
- Φόρεσε τα σανδάλια σου, σκεπασε και την κεφαλή σου και ακολούθησέ με, είπε αποφασιστικά ο μοναχός.
- Ας έρθω οπως είμαι, αδελφέ, γιατί ποιός ξέρει αν, μπαίνοντας σ’ αυτό το εργαστήρι του σατανά, θα εχω την δύναμη να ξαναβγώ.
Ο μοναχός ικανοποιήθηκε από την σταθερότητά της. Χωρίς χρονοτριβή την οδήγησε έξω από την πολη και τράβηξαν μαζί τον δρόμο για την έρημο. Σκόπευε να την πάει σ’ ένα γνωστό του γυναικείο μοναστήρι. Καθώς περπατούσαν, διεκριναν από μακριά να έρχεται προς το μέρος τους ένα καραβανι.
- Παραμέρισε λίγο, αδελφή μου, της είπε ο μοναχός. Κρύψου πίσω από τους θάμνους, γιατί οι άνθρωποι, που δεν ξέρουν πως είσαι αδελφή μου, μπορεί, βλέποντάς μας μαζί, να σκανδαλισθούν.
Εκείνη συμμορφώθηκε αμέσως με την σύστασή του. Όταν προσπέρασε το καραβανι, ο αδελφός την φώναξε να συνεχίσουν τον δρόμο τους. Δεν έδειξε να άκουσε. Εκείνος πηγε κοντά, της ξαναμίλησε, την σκούντησε με το πόδι του. Δεν έδειχνε σημεία ζωής. Είχε πεθάνει. Είδε τα γυμνά της πόδια καταματωμένα και ξεσκισμένα αλύπητα από τα λιθάρια του δρόμου και τ’ αγκάθια.
Απαρηγόρητος ο μοναχός για τον αιφνίδιο θάνατο της αδελφής του γύρισε στο κελλί του. Η αμφιβολία τον κατέτρωγε.
- Αδύνατο να σώθηκε, του έλεγε ο λογισμός του, αφού δεν προλαβε να κάνει έργα μετανοίας.
Διηγήθηκε στους Γέροντες, στην έρημο, με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα συνέβησαν. Εκείνοι όρισαν νηστεία και προσευχή για την ψυχή της. Αποκαλύφθηκε τότε σ’ έναν αγιώτατο Ερημίτη πως ο Θεός δεχτηκε την μετανοια της αμαρτωλής και την κατέταξε με τους δικαίους για την αυταπάρνηση που έδειξε, ώστε να περιφρονήσει, όχι μόνο τα υλικά πράγματα, αλλά και το ίδιο της το σώμα.