«Ο Βασιλείδης ο οποίος οδηγούσε την περίφημη Ποταμίαινα, για την οποία κάνουν πολύ τιμητικό λόγο έως τώρα ακόμη οι ντόπιοι. Αυτή, αφού αγωνίστηκε εναντίον πολυάριθμων ερωτύλων ανδρών χάριν της αγνείας του σώματος και της παρθενίας στην οποία διέπρεψε -διότι πράγματι εκτός από την ψυχή ανθούσε πλούσια και η ωραιότητα του σώματός της-, και υπέφερε αμέτρητες κακώσεις, στο τέλος έπειτα από δεινά και φρικτά βασανιστήρια τελειώθηκε με φωτιά μαζί με την μητέρα της. Λένε λοιπόν ότι ο δικαστής -λεγόμενος Ακύλας-, αφού επέβαλε σκληρές κακώσεις σε ολόκληρο το σώμα της, στο τέλος απείλησε ότι θα την παραδώσει σε μονομάχους για ατίμωση του σώματός της. Όταν όμως επανήλθε για λίγο στον εαυτό της, αφού ρωτήθηκε για την απόφασή της, έδωσε τέτοια απάντηση ώστε τους φάνηκε ότι είναι κάτι ασεβές για αυτούς.
Αμέσως με το λόγο της δέχτηκε την απαγγελία της απόφασης και ο Βασιλείδης, ένας από αυτούς που εκτελούσαν στρατιωτική θητεία, την παίρνει και την οδηγεί στο δρόμο του θανάτου. Επειδή όμως το πλήθος επιχειρούσε να την ενοχλεί και να την βρίζει με αισχρόλογα, αυτός μεν απομάκρυνε με απειλές τους υβριστές, δείχνοντας προς αυτήν πολύ οίκτο και φιλανθρωπία, ενώ αυτή αποδεχόμενη την συμπάθεια παρότρυνε τον άνδρα να έχει θάρρος διότι, έλεγε, αφού φύγει από αυτήν τη ζωή, θα τον ζητήσει από τον Κύριό της και πριν περάσει πολύς καιρός θα του δώσει την αμοιβή για όσα έκανε υπέρ αυτής. Αφού είπε αυτά αντιμετώπισε με γενναιότητα το θάνατο ο οποίος προήλθε με περίχυση καυτής πίσσας σε διάφορα μέρη του σώματός της από τα άκρα των ποδιών μέχρι την κορυφή με βραδύ ρυθμό.
Και ο μεν άθλος τον οποίο πραγματοποίησε η αοίδιμη κόρη αυτός ήταν. Αλλά πριν περάσει πολύς χρόνος ζητήθηκε από τον Βασιλείδη να ορκιστεί ενώπιον των συστρατιωτών του για κάποια αιτία, αυτός όμως ισχυρίστηκε ότι δεν του επιτρέπεται καθόλου να ορκίζεται, διότι είναι Χριστιανός και ότι το ομολογεί φανερά. Στην αρχή μεν νόμιζαν ότι τα λέει αυτά ως αστεία, επειδή όμως τα επιβεβαίωνε με επιμονή, οδηγείται στον δικαστή. Αφού ομολόγησε μπροστά του τον ισχυρισμό του, παραδίδεται στο δεσμωτήριο. Όταν όμως έφτασαν σε αυτόν οι κατά Θεόν αδελφοί και ρώτησαν για την αιτία αυτής της ξαφνικής και παράδοξης ορμής, λέγεται ότι είπε ότι του παρουσιάστηκε νύκτα η Ποταμίαινα τρεις μέρες μετά το μαρτύριο, του έβαλε στεφάνι στο κεφάλι και του είπε ότι παρακάλεσε υπέρ αυτού τον Κύριο και ότι η αξίωσή της να τον πάρει σύντομα έγινε δεκτή. Αφού έπειτα από αυτά οι αδελφοί του μετέδωσαν την σφραγίδα εν Κυρίω (το βάπτισμα με το χρίσμα), την επόμενη μέρα διέπρεψε στο μαρτύριο του Κυρίου με αποκοπή της κεφαλής.
Διηγούνται δε ότι και πολλοί άλλοι από τους κατοίκους της Αλεξάνδρειας προσήλθαν ομαδικά στο λόγο του Χριστού αυτό τον καιρό, καθώς παρουσιαζόταν στον ύπνο τους η Ποταμίαινα και τους προσκαλούσε» (Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΣΤ 5,1-6)