...Η περί αυτόματης γένεσης της ζωής εκδοχή δεν είναι τελείως ασυμβίβαστη με το περί δημιουργίας χριστιανικό δόγμα. Πράγματι, ο Μ. Βασίλειος παραδέχεται αφ' ενός, ότι υπάρχουν είδη, που παράγονται με αυτόματη γένεση, τα οποία «και τώρα φαίνονται ότι ζωογονούνται από την ίδια τη γη», δηλαδή «τα τζιτζίκια και άλλα μύρια είδη των πτηνών που πετούν στον αέρα, από τα οποία τα περισσότερα δεν τους έχουμε δώσει όνομα εξ' αιτίας της λεπτότητάς τους», όπως και τα πλήθη των αρουραίων ποντικιών, από τα οποία είναι γεμάτη η Θηβαϊδα, και τα χέλια, τα οποία «δεν βλέπουμε με κάποιον άλλο τρόπο παρά από τη λάσπη να δημιουργούνται, των οποίων ούτε αυγό ούτε κάποιος άλλος τρόπος δημιουργεί την διαδοχή, αλλά η γένεσή τους γίνεται από τη γη». Εξηγεί εξάλλου αυτό ο Μ. Βασίλειος υποστηρίζοντας, ότι το σύμφωνα με τη Γένεση πρόσταγμα που δόθηκε από τον Δημιουργό «ας βγάλει η γη ζωντανά κτήνη και θηρία και ερπετά» έμεινε μέσα στη γη «και δεν παύει να εξυπηρετεί η γη τον κτίστη». Και ο λόγος αυτός του Θεού αρχίζοντας τότε μέχρι τώρα ενεργεί και μέχρις ότου ο κόσμος συμπληρωθεί (Εις την Εξαήμερον 9,2).
Και ο Αυγουστίνος παραδέχεται, ότι πολλά μικρά ζώα γεννιούνται από τις «ακαθαρσίες, από τις αναθυμιάσεις της γης ή τα πτώματα. Άλλα πάλι γεννιούνται σε ξύλα που βρίσκονται σε αποσύνθεση, σε χλόη ή καρπούς». Υποστηρίζει όμως ότι και αυτά ο Θεός τα δημιούργησε. Και διατυπώνοντας φιλοσοφικότερα την ίδια ιδέα, την οποία και ο Μ. Βασίλειος υποστηρίζει, ότι «κατά την ίδια την έκτη ημέρα της δημιουργίας κάποια μικρά ζώα δημιουργήθηκαν όχι με πλήρη μορφή, αλλά με τρόπο δυναμικό και κατά κάποιο τρόπο σπερματικά» (August, de Genesi lib. 3 c 14 και lib 8 c 4, 3,4). Δέχεται με άλλα λόγια ο Αυγουστίνος, ότι ο ίδιος ο Δημιουργός σε κάποια ορισμένα είδη της ανόργανης ύλης έβαλε μέσα από την αρχή, από αυτήν την έκτη ημέρα της δημιουργίας, ιδιότητες ζωτικές κρυμμένες, και σπερματικά που ήταν ξεχωριστές από τις φυσικοχημικές δυνάμεις που κυριαρχούν στην ανόργανη ύλη, και οι οποίες ζωτικές δυνάμεις τοποθετούμενες κάτω από ευνοϊκές συνθήκες μπορούσαν, σύμφωνα με την τάξη που προδιατάχτηκε από τον Δημιουργό, να εκδηλωθούν σε ενέργεια και να παραγάγουν μορφές ζωικές. Την ίδια θεωρία του Αυγουστίνου υιοθετεί, αναπτύσσοντας κατά το πνεύμα και την ορολογία της εποχής του, και ο Θωμάς ο Ακινάτης, όταν αναιρεί τον Αβικέννα που κηρύχθηκε ανεπιφύλακτα υπέρ της αυτόματης γένεσης της ζωής. Διότι παραδέχεται μεν, ότι παράγονται από τη γη ορισμένα είδη ζωής, αλλά «όχι διότι το νερό ή η γη έχει από μόνη της την ιδιότητα να παράγει όλα τα ζώα, όπως ο Αβικέννα υποστήριζε, αλλά διότι αυτό δόθηκε στα στοιχεία κατά τρόπο δυναμικό από την αρχή» (Summa Theol. 1,71,1) (Π.Ν Τρεμπέλα Απολογητικαί Μελέται τομ. Β σελ 115-116 αποσπάσματα)
... Ο Μωϋσής συγγράφοντας την Πεντάτευχο είχε ως πρόθεση βεβαίως και κυρίως σκοπούς καθαρά θρησκευτικούς και ηθικούς, και ξένος προς κάθε επιστημονικό ενδιαφέρον άφησε τα ζητήματα που αναφέρονται στα είδη και γένη της ζωής στις ελεύθερες έρευνες και αναζητήσεις των ανθρώπων. Όπως παρατηρεί ο Farges, «και οι δύο γνώμες που αντιπαλεύουν μεταξύ τους», δηλαδή της εξέλιξης και αυτής του αμετάβλητου των ειδών, «τυγχάνουν το ίδιο συμβιβάσιμες με την αφήγηση της Βίβλου, η οποία καμμία από τις δύο αυτές δεν επιβάλλει. Και αυτό δεν αποτελεί μικρότερο γνώρισμα της έμπνευσης της ιερής αυτής σελίδας, το να βλέπει κάποιος με πόση άνεση η γραφίδα του Μωϋσή κινείται ανάμεσα στα τόσα ανεπίλυτα προβλήματα της γεωλογικής, της βιολογικής, της παλαιοντολογικής επιστήμης, τα οποία προβλήματα ουδέποτε διαπραγματεύεται, αλλά και ουδέποτε αντιλέγει σε αυτά».
«Εάν λοιπόν υποτεθεί, όπως παρατηρεί ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης αββάς Reusch ότι η θεωρία του Δαρβίνου επιβεβαιώθηκε από αποδείξεις αδιαμφισβήτητες και, το οποίο θεωρώ ως αδύνατον, οι φυσικές επιστήμες πέτυχαν να αποδείξουν, ότι όλα τα είδη των φυτών και των ζώων, τα οποία υπήρχαν στο παρελθόν και υπάρχουν ακόμη και σήμερα, μπορούν να αναχθούν σε κάποιες αρχέγονες μορφές, δεν θα υπήρχε σε αυτό αντίφαση ανάμεσα στη Βίβλο και τις φυσικές επιστήμες; Δεν το πιστεύω» (La Bible et la nature σελ 414). Κατηγορηματικότερος του Reusch ο διακεκριμένος μεταξύ των σύγχρονων καθολικών για τις Βιβλικές σπουδές του Vigouroux, βρίσκει ότι «από τις δύο ιδέες του Δαρβίνου, αυτής της προόδου», η οποία υποστηρίζει, ότι η γένεση των ειδών προχώρησε από τις ατελέστερες μορφές στις τελειότερες, «είναι βιβλική». Όσον δε αφορά στην άλλη, η οποία αναφέρεται στη γενεαλογική σχέση των ζωϊκών και φυτικών ειδών, «δεν φαίνεται μεν αυτή στην αφήγηση του Μωϋσή, αλλά δεν θα μπορούσε κάποιος να πει, ότι η γλώσσα του Μωϋσή αποκλείει αυτήν απολύτως, αλλά μόνο περιορίζει αυτήν εντός ορισμένων ορίων» (Les livres Saints,tom 2 σελ 592). ... Όπως συνομολογεί ο Α. Farges που τόσο ζωηρά αντιτάχτηκε στα εξελικτικά θεωρήματα, «η εξέλιξη των ειδών, εάν έλαβε χώρα, θα ήταν και αυτή νέο θαύμα τάξης και αρμονίας, το οποίο θα ερχόταν να προστεθεί σε όλα τα θαύματα της τάξης, με τα οποία αποδεικνύουμε την αναγκαιότητα Νου διακοσμητού. Θα επιβεβαίωνε, ότι είναι ανάγκη να υπάρχει αυτός ο Διακοσμητής, και μακριά από το να αναιρεί την δημιουργία, θα αποτελούσε έναν από τους τρόπους της δημιουργιας» ...Οι υποστηρικτές της μετριασμένης θεωρίας της εξέλιξης αναζητούν υπέρ της θέσης τους ερείσματα παρμένα και από την εκκλησιαστική παράδοση, προβάλλοντας τις γνώμες των Πατέρων της Εκκλησίας και μάλιστα του Αυγουστίνου, έπειτα και του Θωμά Ακινάτη που άκμασε κατά τον μεσαίωνα, για τις οποίες έγινε λόγος πιο πίσω. Και είναι μεν αληθές ότι καταντούν σε υπερβολή ισχυριζόμενοι ότι ο Αυγουστίνος προμάντευσε την θεωρία της εξέλιξης και έγινε πρώτος εισηγητής αυτής. Παρά ταύτα όμως παραμένει αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι με εκείνα, τα οποία και ο Μ. Βασίλειος [«να βγάλουν τα νερά ζωντανούς οργανισμούς που να κινούνται κατά γένος (=είδος). Διατάζει να παραχθούν τώρα οι απαρχές κάθε είδους, σαν κάποια σπέρματα της φύσης. Αλλά το πλήθος τους το φυλάει στην διαδοχή μετά από αυτά, όταν πρέπει αυτά να αυξηθούν και να πληθύνουν Μ. Βασιλείου εις την Εξαήμερον 7,2) και ο Αυγουστίνος λένε για την δημιουργία των φυτών και των ζώων, μάλιστα δε ο Γρηγόριος ο Νύσσης για τη δημιουργία της γης και των ουρανίων σωμάτων [«ο Θεός κατέβαλε τις αφορμές και τις αιτίες και τις δυνάμεις όλων των όντων μαζί και ακαριαία και με την πρώτη ορμή του θελήματος συγκροτήθηκε η ουσία κάθε όντος, ο ουρανός, ο αιθέρας, οι αστέρες, η φωτιά, ο αέρας, η θάλασσα, η γη, το ζώο, τα φυτά. Αυτά όλα τα παρατηρούσε ο θείος οφθαλμός, δεικνυόμενα με το λόγο της δύναμης που, όπως λέει η προφητεία, «γνωρίζει τα πάντα πριν από τη γένεσή τους».Με τη δύναμη και τη σοφία όμως που καταβλήθηκαν μαζί για την τελείωση καθενός από τα μόρια του κόσμου ακολούθησε ένας αναγκαίος ειρμός με κάποια τάξη, ώστε η φωτιά να προλάβει και να εμφανιστεί πριν από τα άλλα... και τα υπόλοιπα της επόμενης σειράς, αναφαινόμενα όχι με αυτόματη τύχη, κατά κάποια άτακτη και τυχαία φορά, αλλά όπως απαιτεί την ακολουθία των κτισμάτων η αναγκαία φύση της τάξης... «διότι η γη, λέει ήταν αόρατη και ακατασκεύαστη». Και αυτό είναι το ίδιο σαν να λέμε ότι η γη ήταν και δεν ήταν. Διότι δεν είχαν ακόμη συνδράμει γύρω της οι ποιότητες. Και απόδειξη αυτής της άποψης είναι ο λόγος που λέει ότι αυτή ήταν αόρατη. Το αόρατο δεν είναι χρώμα. Το χρώμα παίρνει σύσταση σαν κάποια απορροή από την επιφάνεια του σχήματος και το σχήμα δεν υφίσταται χωρίς σώμα. Αν λοιπόν ήταν αόρατο, θα ήταν οπωσδήποτε και αχρωμάτιστο. Με τούτο συμβαδίζει το ασχημάτιστο, με εκείνο το ασώματο. Επομένως κατά την αθρόα καταβολή του κόσμου, ανάμεσα στα όντα ήταν και η γη, όπως και όλα τα άλλα, ανέμενε όμως να γίνει αυτό που είναι με την κατασκευή των ποιοτήτων... και αναφέροντας το ακατασκεύαστο επιτρέπει να εννοήσουμε ότι αυτή δεν είχε πυκνωθεί ακόμη με τις σωματικές ιδιότητες» Απολογητικός περί της Εξαημέρου κεφ. 5 και 8 Migne 44,72 και εξής. Σημ. Η μετάφραση του αρχαίου κειμένου έγινε από την έκδοση ΕΠΕ], αναγνωρίζεται ότι για τον τρόπο της δημιουργίας και του σχηματισμού των όντων έχει κάποιος ελευθερία να φιλοσοφεί και δεν δεσμεύεται για αυτό ούτε από το γράμμα της Αγίας Γραφής, ούτε από κάποιο άλλο στοιχείο της κατά θεία αποκάλυψη αλήθειας. Όπως παρατηρεί ο καθολικός ιερέας de Dordolot, καθηγητής της γεωλογίας και παλαιοντολογίας στο Πανεπιστήμιο της Louvain «η διδασκαλία των αγίων Πατέρων (του αγίου Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του αγίου Αυγουστίνου και άλλων) είναι ευνοϊκότατη στη φυσική εξέλιξη, διότι παραδέχτηκαν ότι η δημιουργία έγινε σε μία στιγμή και επακολούθησε η αυτόματη γένεση κάθε ανεξαιρέτως ζωντανού οργανισμού κάτω από την επίδραση φυσικών αιτίων»
Έτσι λοιπόν η μετριασμένη εξέλιξη δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ότι αντιστρατεύεται στο δόγμα της δημιουργίας, διότι ουδέποτε προβλήθηκε με την αξίωση «να υποκαταστήσει το Θεό, παρουσιαζόμενη ως δύναμη δημιουργός, εμφυής στην ύλη και εξίσου τυφλή, όσο αξιοθαύμαστη. Αντίθετα απαιτεί εξίσου με την θεωρία του αμεταβλήτου των ειδών την συνεχή επέμβαση του Θεού» (P.M. Perier,Revue d' Apologetique,σελ 350)..... Εάν υποθέσουμε, ότι ο Θεός δημιούργησε τα είδη με εξέλιξη, τι είναι πιθανότερο; Η εξέλιξη ξεκίνησε από κάποιον ενιαίο αρχέγονο τύπο απλούστατης μορφής ή από περισσότερους; Με βάση τα σημερινά δεδομένα της επιστήμης φαίνεται πιθανότερο, ότι μάλλον υπήρξαν περισσότερες οι αρχέγονες μορφές. Με βεβαιότητα τίποτα πράγματι δεν μπορούμε να πούμε. Η υπόθεση όμως, ότι η υποτιθέμενη εξέλιξη των ειδών άρχισε από περισσότερους αρχέγονους τύπους, παρουσιάζεται πιθανότερη, αφ' ενός μεν για να μικρύνει ο χρόνος, τον οποίο θα απαιτούσε η από έναν μόνο τύπο εξέλιξη του πλήθους των σημερινών ζωικών ειδών, αφ' ετέρου δε προπαντός για να γίνει απλούστερο το πρόβλημα της εξέλιξης και να παρουσιαστεί, καθώς τουλάχιστον φαίνεται σε μας σήμερα, περισσότερο σύμφωνο με τα γεγονότα. Αναμφίβολα είναι απλούστερο το πρόβλημα, όταν παραδεχτούμε, ότι από άλλο αρχέγονο κατάγονται τα φυτά και από άλλο τα ζώα. Ότι κάθε μία από τις συνομοταξίες ή και τις κλάσεις προήλθε από δικό της αρχέγονο προγονικό τύπο. Αντίθετα παρουσιάζεται το πρόβλημα δυσκολότερο και πολυπλοκότερο όταν δεχτούμε ότι και τα δύο βασίλεια με όλες τις συνομοταξίες και κλάσεις στις οποίες διακρίνονται, προέρχονται από κάποιο πρωταρχικό κύτταρο, απλούστατο και τελείως στοιχειώδες. Πλην όμως αυτά αποτελούν ανθρώπινους υπολογισμούς και πιθανότητες που σχηματίζονται κατά την περιορισμένη αντίληψη του ανθρώπινου νου.. (Π.Ν. Τρεμπέλα ο.π. σελ 348-356 αποσπάσματα)