Ήταν όταν ο Μακρυγιάννης πολεμούσε τον Ιμπραήμ και τους Τούρκους στην Πελοπόννησο. Ο κάματος, η αγωνία, η ένταση, οι έγνοιες και οι κίνδυνοι που τον έζωναν του είχαν σπάσει τα νεύρα και ύπνο δεν μπορούσε να βρει. Ώσπου κάποια στιγμή που κατάφερε να κοιμηθεί, βλέπει στο όνειρό του κάποιον να τον πλησιάζει φωνάζοντας:
-Σήκω επάνω!
Στην προσταγή του αγνώστου ο πολεμιστής ξύπνησε, αλλά σε λίγο ξανακοιμήθηκε.
- Σήκω επάνω! Του ξαναφώναξε ο άγνωστος.
Τότε σηκώνεται, κοιτάει από το παράθυρο, και τι να δει! Λεφούσι οι Τούρκοι, είχαν κατακλύσει το περιβόλι που ήταν γύρω από το σπίτι. Στο μεταξύ όλοι γύρω του κοιμούνταν στον καλό καιρό! Λίγο ακόμη και δεν θα έμενε ρουθούνι.
- Ξυπνάτε! Πάρτε τα όπλα! Οι Τούρκοι μάς έχουν ζώσει! Μισοκοιμισμένοι, μισοξύπνιοι αυτοί μουρμούριζαν:
- «Ο Μακρυγιάννης πέθανε από το φόβο του και δεν κοιμάται. Όλο Τούρκους ονειρεύεται!».
Τότε αυτός παίρνει καμιά πενηνταριά συντρόφους και βγαίνοντας από το σπίτι χωρίς θόρυβο γλιστράει ανάμεσα στα καλάμια και χωρίς να πάρει κανείς είδηση βρέθηκε στα νώτα των Τούρκων. Έτσι τους έβγαλε από το περιβόλι και από όλες τις θέσεις εκεί γύρω... (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη τομ. Α σελ 257 στο Ιστορίες του Μεγάλου Αγώνα, Ευαγγέλου Μιλλεούνη σελ.129)