(ο πρώην παραστρατημένος και μετέπειτα άγιος Αυγουστίνος μιλά για το όνειρο της αγίας Μόνικας, της μητέρας του, πριν την μεταστροφή του)
«...Την εισάκουσες Κύριε και δεν περιφρόνησες τα δάκρυά της που έκαναν λιμνούλες όπου στεκόταν για να προσευχηθεί. Την εισάκουσες, και τότε είδε ένα όνειρο. Με το όνειρο αυτό την ενθάρρυνες να έρθει να μείνει μαζί μου... Στο όνειρο εκείνο είδε ότι στεκόταν ορθή πάνω σε έναν κανόνα (=χάρακα, πήχη). Ένας νέος άντρας την πλησίασε. Ήταν όμορφος, έλαμπε και χαμογελούσε, ενώ εκείνην την έπνιγε η απελπισία. Τη ρώτησε τι έχει και υποφέρει τόσο πολύ και γιατί κλαίει μέρα νύχτα. Της είπε ακόμη –όπως συνηθίζεται στους οιωνούς- ότι δεν τη ρωτά για να μάθει ο ίδιος, αλλά για να την καθοδηγήσει. Εκείνη του είπε ότι θρηνούσε για το κατρακύλισμά μου. Τότε αυτός της είπε να ηρεμήσει και την παρακάλεσε να κοιτάξει προσεχτικά και να δει ότι εκεί όπου στεκόταν εκείνη, εκεί ήμουν κι εγώ. Αυτή κοίταξε, και τότε με είδε όρθιο στο πλάι της, πάνω στον ίδιο κανόνα. Από πού ερχόταν αυτό το όνειρο; Από σένα, Κύριε, που τα αυτιά σου είχαν πλησιάσει την καρδιά της... Πού άραγε να οφείλεται η αντίδρασή μου όταν μου το διηγήθηκε; Προσπάθησα να της επιβάλλω την δική μου ερμηνεία, ότι δηλαδή δεν πρέπει να απελπίζεται γιατί μια μέρα θα ασπαστεί το δικό μου πιστεύω. Εκείνη όμως μου απάντησε χωρίς ίχνος δισταγμού: «Όχι, όχι, άλλα έλεγε η προφητεία». Δεν της είπε ότι εκεί που στεκόμουν εγώ, εκεί θα ήταν και εκείνη, αλλά ότι στο σημείο που εκείνη στεκόταν, εκεί θα βρισκόμουν και εγώ».
(αγίου Αυγουστίνου, "Εξομολογήσεις", τ. Α', σελ. 188-189, εκδ. Πατάκη)