(στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου η ευσεβής Κλεοπάτρα χτίζει με δική της δωρεά και εγκαινιάζει την εκκλησία του μάρτυρος Ουάρου. Αμέσως όμως μετά τα εγκαίνια...)
...ο πυρετός ανέβαινε και προτού προφθάσει να έρθει ο γιατρός ο νέος ξεψύχησε στη αγκαλιά της απαρηγόρητης μάνας. Αλλόφρονη εκείνη από την απροσδόκητη συμφορά, σήκωσε το νεκρό σώμα και το πήγε στην εκκλησία του μάρτυρος Ουάρου. Το ακούμπησε πάνω στην λάρνακα των λειψάνων και πέφτοντας στα γόνατα, ξέσπασε σε σπαρακτικό θρήνο... Ανάμεσα στα δάκρυα και τα αναφυλλητά, συντριμμένη από τον πόνο, αποκοιμήθηκε. Είδε τότε ένα θαυμάσιο όνειρο που παρηγόρησε τη μητρική καρδιά της.
Άνοιξε μπροστά στα μάτια της ο Ουρανός και μέσα από φως υπέρλαμπρο παρουσιάστηκε ο μάρτυς του Χριστού, στεφανωμένος με ολόχρυσο στεφάνι... Κρατούσε από το χέρι, σαν φίλος το φίλο του, το γιο της χήρας, που φόραγε κι αυτός ολάνθιστο στεφάνι στο όμορφο κεφάλι του.
- Μη με κατηγορείς για αγνωμοσύνη, Κλεοπάτρα, της είπε ο μάρτυς με γλυκύτητα. Θυμάσαι πόσες φορές, γονατιστή μπροστά στα λείψανά μου, γύρευες χάριτες για το παιδί σου; Τι πιο μεγάλο χάρισμα μπορούσα να σου ανταποδώσω από τούτη τη δόξα που βλέπεις; Αν, ύστερα από αυτό, εξακολουθείς να τον γυρεύεις κοντά σου, είναι ελεύθερος να έλθει.
Και γυρίζοντας στο νέο, του έδειξε την πονεμένη μητέρα του.
- Φίλε μου, μπορείς να πας μαζί της.
Εκείνος όμως έπεσε στην αγκαλιά του μάρτυρος, σαν να μην ήθελε ποτέ να τον αποχωριστεί, και στρέφοντας στη μητέρα του ελαφρά το κεφάλι, της είπε:
- Επιμένεις λοιπόν να μου στερήσεις αυτήν την ευτυχία; Θέλεις ποτέ να με ξαναφέρεις από τα αιώνια στα πρόσκαιρα και από τη χαρά στη λύπη; Πάψε, μητέρα, να πενθείς και ετοιμάσου να μας συναντήσεις.
Βάλσαμο παρηγοριάς χύθηκε στην πληγωμένη καρδιά της χήρας, ύστερα από την οπτασία. Αφού έθαψε το παιδί της στην καινούργια εκκλησία, μοίρασε στους φτωχούς όλη την περιουσία της, φόρεσε ταπεινά ρούχα κι έμεινε εκεί κοντά στον τάφο του μάρτυρος και του παιδιού της .Επτά ολόκληρα χρόνια περιποιήθηκε το Ναό και πέθανε με φήμη αγίας. (Γεροντικόν, Θεοδώρας Χαμπάκη σελ.205-207)
«Μια μάνα, Γέροντα, που το παιδί της πέθανε πριν από εννέα χρόνια, σας παρακαλεί να κάνετε προσευχή να το δει έστω στον ύπνο της, για να παρηγορηθεί.
- Πόσων χρονών ήταν το παιδί; Ήταν μικρό; Είναι σημαντικό αυτό. Άμα το παιδί ήταν μικρό και η μητέρα είναι σε κατάσταση που, αν της παρουσιαστεί, δεν θα αναστατωθεί, θα παρουσιαστεί. Αιτία είναι η μητέρα που δεν παρουσιάζεται το παιδί.
- Μπορεί, Γέροντα, αντί να παρουσιαστεί το παιδί στην μητέρα που το ζητάει, να παρουσιαστεί σε κάποιον άλλον;
- Πώς δεν μπορεί! Κανονίζει ανάλογα ο Θεός. Όταν ακούω για το θάνατο κάποιου νέου, λυπάμαι, αλλά λυπάμαι ανθρωπίνως...» (Παϊσίου Λόγοι Δ, σελ 265)
«Ο μεγάλος ζηλωτής και απολογητής της Ορθοδοξίας στη Ρωσία, ο Αλέξιος Χομιάκοβ, ξαφνικά έχασε τη σύζυγό του, με την οποία ζούσε σε ευτυχέστατο γάμο. Παρόλο που ήταν δυνατός στην πίστη ο Χομιάκοβ έπεσε σε απελπισία εξαιτίας τούτου του χωρισμού. Όμως κάποια νύχτα εμφανίστηκε στον ύπνο του η συγχωρεμένη και του είπε: «Μην απελπίζεσαι!». Αυτό ενθάρρυνε πλήρως τον Χομιάκοβ, ώστε συνέχισε και άλλο να μάχεται για την πίστη του Χριστού με την ίδια σφοδρότητα όπως και πριν. Άραγε, δεν είναι και αυτή επιρροή εκείνου του κόσμου σε αυτόν εδώ, από τον Χριστό και μέσω του Χριστού; (αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Δεν φτάνει μόνο η πίστη, σελ. 53)
(Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος μιλά για τις εμφανίσεις του φίλου του Μ. Βασιλείου στον ύπνο του...)
«Και τώρα εκείνος είναι στον ουρανό και εκεί προσφέρει τις θυσίες του για μας, καθώς νομίζω, και προσεύχεται για το λαό. Εγκαταλείποντάς μας δεν μας έχει εγκαταλείψει ολότελα. Και ο Γρηγόριος μισοπεθαμένος και στα μισά κομμένος, αποσπασμένος από τη μεγάλη συζυγία και σέρνοντας βίο πονεμένο και όχι καλοτάξιδο, αυτός είναι ο φυσικός δρόμος μακριά από εκείνον, δεν γνωρίζω πού θα καταλήξω, έπειτα από την παιδαγωγία εκείνου. Και τώρα ακόμη με νουθετεί και με σωφρονίζει με εμφανίσεις του κατά τη νύκτα, εάν κάποτε πέσω έξω από το πρέπον» (Γρηγορίου Θεολόγου εκδ. ΕΠΕ τομ. 6 σελ. 267)