«Έτσι μέσα στο σάλο της νεανικής ζωής, συν τω χρόνω ήδη καταπνιγόταν στην ψυχή του Συμεών η πρώτη θεία κλήση για τον μοναστικό αγώνα. Αλλά ο Θεός ο οποίος τον διάλεξε, τον κάλεσε ξανά με ένα όραμα.
Κάποια ημέρα, μετά από όχι σωφρόνως κατασπαλημένο χρόνο, αποκοιμήθηκε αυτός για λίγο, και σε κατάσταση ελαφρού ύπνου είδε ότι φίδι εισχώρησε από το στόμα μέσα του. Αισθάνθηκε φοβερή αηδία και τινάχτηκε πάνω, οπότε άκουσε αυτά τα λόγια:
«Κατάπιες σε όνειρο φίδι και αισθάνθηκες αποστροφή. Ομοίως και σε Εμένα δεν είναι αρεστό να βλέπω τα έργα σου».
Ο Συμεών δεν είδε κανέναν, αλλά άκουσε μόνο κάποια φωνή, η οποία κατά την γλυκύτητα και το κάλλος της ήταν τελείως ασυνήθιστη. Η ενέργεια που προκλήθηκε από αυτήν την φωνή παρά την πραότητα και την γλυκύτητά της τον συγκλόνισε. Ο Γέροντας πίστευε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η φωνή αυτή ήταν φωνή Αυτής της Θεοτόκου. Μέχρι το τέλος των ημερών του ευχαριστούσε την Θεομήτορα, διότι δεν εβδελύχθη αυτόν, αλλά ευδόκησε η Ίδια να τον επισκεφτεί και να τον εγείρει από την πτώση» (Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης σελ. 18-19)