Είχε την ονομαστική του ο Ανδρέας Λασκαράτος, όταν έλαβε από ένα βαμμένο εχθρό του δώρο. Άνοιξε περίεργος το δέμα και έμεινε έκπληκτος από το περιεχόμενο. Ήταν... κέρατα. Το ξανάκλεισε και περίμενε.
Σε λίγες μέρες ερχόταν η ονομαστική του χυδαίου αυτού ανθρώπου. Νικόλα τον έλεγαν. Κατέβηκε λοιπόν στον κήπο του ο Λασκαράτος έφτιαξε μια ωραία ανθοδέσμη και του την έστειλε μαζί με ένα σημείωμα όπου ο κεφαλλονίτης ποιητής έγραφε: «Έκαστος προσφέρει από αυτά που έχει. Χρόνια πολλά». Και υπέγραψε.
Λίγο πριν πεθάνει ο Βενιαμίν Φραγκλίνος ετοίμασε το εξής επίγραμμα για τον τάφο του: «Ενθάδε κείται ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, πρώην τυπογράφος. Το σώμα του είναι σαν το εξώφυλλο ενός βιβλίου, που οι σελίδες του δεν βρίσκονται εδώ μέσα. Το εξώφυλλο αυτό θα φαγωθεί από τα σκουλήκια. Αλλά το βιβλίο δεν θα χαθεί. Θα ξαναεκδοθεί με άφθαρτες σελίδες κι ωραιότερο εξώφυλλο, κατά την ημέρα της Κρίσεως, από τον Εκδοτικό Οίκο του Ουρανού»
Λέγεται ότι μετά το θάνατο του επισκόπου Ρώμης Αντέρωτος ήλθε από την ύπαιθρο ο Φαβιανός μαζί με άλλους και εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου προσήλθε στον κλήρο με τρόπο παραδοξότατο με ενέργεια της θείας και ουράνιας χάρης. Πράγματι, όταν όλοι οι αδελφοί ήταν συγκεντρωμένοι για την εκλογή αυτού που επρόκειτο να διαδεχτεί την επισκοπή και πλείστοι επιφανείς και ένδοξοι άνδρες ερχόντουσαν στη σκέψη πολλών, ο Φαβιανός, ο οποίος ήταν παρών, δεν ερχόταν στη σκέψη κανενός. Αλλά όμως, όπως λένε, ένα περιστέρι κατέβηκε απότομα από τον ουρανό και κάθισε στο κεφάλι του, σαν απομίμηση της καθόδου του αγίου Πνεύματος εν είδει περιστεράς στο Σωτήρα. Τότε ολόκληρος ο λαός, σαν να κινήθηκαν από ένα θείο πνεύμα, με ζήλο και ομοφροσύνη φώναξαν «άξιος» και αφού τον πήραν χωρίς καθυστέρηση τον τοποθέτησαν στο θρόνο» (Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΣΤ 29,1-4)
«Οι πολίτες της παροικίας αυτής (Ιεροσολύμων) αναφέρουν και άλλα πολλά θαύματα του επισκόπου Ναρκίσσου, σύμφωνα με παράδοση που περιήλθε διαδοχικά στους αδελφούς, και μεταξύ αυτών διηγούνται και τούτο το θαύμα το οποίο έγινε από αυτόν. Λένε ότι κάποτε, κατά την μεγάλη αγρυπνία του Πάσχα, έλειψε το λάδι από τους διακόνους. Ενώ όλο το πλήθος κυριεύτηκε εξ' αιτίας αυτού από στενοχώρια, ο Νάρκισσος διέταξε τους επιμελητές των λυχναριών να αντλήσουν νερό και να το φέρουν σε αυτόν. Αφού αυτό εκτελέστηκε αμέσως, αυτός προσευχήθηκε πάνω στο νερό και παράγγειλε να χύσουν από αυτό στα λυχνάρια με ειλικρινή πίστη στον Κύριο. Όταν έκαναν και αυτό, μετέβαλε πάνω από κάθε λογική με παράδοξη και θεία δύναμη το υλικό από νερό σε λάδι. Από πολλούς από τους εκεί αδελφούς φυλάχτηκε από τον χρόνο εκείνο έως τώρα μικρό δείγμα του τότε θαύματος» (Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΣΤ 9, 1-3)
«Ο Βασιλείδης ο οποίος οδηγούσε την περίφημη Ποταμίαινα, για την οποία κάνουν πολύ τιμητικό λόγο έως τώρα ακόμη οι ντόπιοι. Αυτή, αφού αγωνίστηκε εναντίον πολυάριθμων ερωτύλων ανδρών χάριν της αγνείας του σώματος και της παρθενίας στην οποία διέπρεψε -διότι πράγματι εκτός από την ψυχή ανθούσε πλούσια και η ωραιότητα του σώματός της-, και υπέφερε αμέτρητες κακώσεις, στο τέλος έπειτα από δεινά και φρικτά βασανιστήρια τελειώθηκε με φωτιά μαζί με την μητέρα της. Λένε λοιπόν ότι ο δικαστής -λεγόμενος Ακύλας-, αφού επέβαλε σκληρές κακώσεις σε ολόκληρο το σώμα της, στο τέλος απείλησε ότι θα την παραδώσει σε μονομάχους για ατίμωση του σώματός της. Όταν όμως επανήλθε για λίγο στον εαυτό της, αφού ρωτήθηκε για την απόφασή της, έδωσε τέτοια απάντηση ώστε τους φάνηκε ότι είναι κάτι ασεβές για αυτούς.
Αμέσως με το λόγο της δέχτηκε την απαγγελία της απόφασης και ο Βασιλείδης, ένας από αυτούς που εκτελούσαν στρατιωτική θητεία, την παίρνει και την οδηγεί στο δρόμο του θανάτου. Επειδή όμως το πλήθος επιχειρούσε να την ενοχλεί και να την βρίζει με αισχρόλογα, αυτός μεν απομάκρυνε με απειλές τους υβριστές, δείχνοντας προς αυτήν πολύ οίκτο και φιλανθρωπία, ενώ αυτή αποδεχόμενη την συμπάθεια παρότρυνε τον άνδρα να έχει θάρρος διότι, έλεγε, αφού φύγει από αυτήν τη ζωή, θα τον ζητήσει από τον Κύριό της και πριν περάσει πολύς καιρός θα του δώσει την αμοιβή για όσα έκανε υπέρ αυτής. Αφού είπε αυτά αντιμετώπισε με γενναιότητα το θάνατο ο οποίος προήλθε με περίχυση καυτής πίσσας σε διάφορα μέρη του σώματός της από τα άκρα των ποδιών μέχρι την κορυφή με βραδύ ρυθμό.
Και ο μεν άθλος τον οποίο πραγματοποίησε η αοίδιμη κόρη αυτός ήταν. Αλλά πριν περάσει πολύς χρόνος ζητήθηκε από τον Βασιλείδη να ορκιστεί ενώπιον των συστρατιωτών του για κάποια αιτία, αυτός όμως ισχυρίστηκε ότι δεν του επιτρέπεται καθόλου να ορκίζεται, διότι είναι Χριστιανός και ότι το ομολογεί φανερά. Στην αρχή μεν νόμιζαν ότι τα λέει αυτά ως αστεία, επειδή όμως τα επιβεβαίωνε με επιμονή, οδηγείται στον δικαστή. Αφού ομολόγησε μπροστά του τον ισχυρισμό του, παραδίδεται στο δεσμωτήριο. Όταν όμως έφτασαν σε αυτόν οι κατά Θεόν αδελφοί και ρώτησαν για την αιτία αυτής της ξαφνικής και παράδοξης ορμής, λέγεται ότι είπε ότι του παρουσιάστηκε νύκτα η Ποταμίαινα τρεις μέρες μετά το μαρτύριο, του έβαλε στεφάνι στο κεφάλι και του είπε ότι παρακάλεσε υπέρ αυτού τον Κύριο και ότι η αξίωσή της να τον πάρει σύντομα έγινε δεκτή. Αφού έπειτα από αυτά οι αδελφοί του μετέδωσαν την σφραγίδα εν Κυρίω (το βάπτισμα με το χρίσμα), την επόμενη μέρα διέπρεψε στο μαρτύριο του Κυρίου με αποκοπή της κεφαλής.
Διηγούνται δε ότι και πολλοί άλλοι από τους κατοίκους της Αλεξάνδρειας προσήλθαν ομαδικά στο λόγο του Χριστού αυτό τον καιρό, καθώς παρουσιαζόταν στον ύπνο τους η Ποταμίαινα και τους προσκαλούσε» (Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΣΤ 5,1-6)
«Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι άκουσαν αυτόν (τον Πολύκαρπο Σμύρνης) να λέει ότι ο Ιωάννης, ο μαθητής του Κυρίου, όταν πήγε στην Έφεσο να λουστεί και αφού είδε μέσα τον Κήρινθο (αιρεσιάρχη), βγήκε από τα λουτρά χωρίς να λουστεί, λέγοντας επ' ευκαιρία: ας φύγουμε, μήπως καταπέσει και το λουτρό, αφού είναι μέσα ο Κήρινθος, ο εχθρός της αλήθειας. Ο Πολύκαρπος προσωπικά όταν είδε κάποτε τον Μαρκίωνα να έρχεται προς αυτόν και να λέει, «αναγνώρισέ μας», απάντησε, «αναγνωρίζω, αναγνωρίζω τον πρωτότοκο του Σατανά».Τόση προσοχή έδειχναν οι απόστολοι και οι μαθητές τους στο να μην επικοινωνούν με κάποιον από αυτούς που παραχάρασσαν την αλήθεια ούτε απλώς με λόγο...» (Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία Δ 14,6-7)
Αν δεν καώ εγώ,
αν δεν καείς εσύ,
αν δεν καούμε εμείς,
ποιος τότε θα γίνει φως για τον κόσμο;
(Ναζίμ Χικμέτ)
«Ο κόσμος έχει γίνει μια απέραντη ερημιά, που δεν μπορούμε να την γεμίσουμε ό,τι και αν σοφιστούμε και με ό,τι και αν παρηγορηθούμε. Για τούτο νοσταλγούμε τα όρθια πνεύματα, που προσπαθούν να φωτίσουν την ατραπό με το προσωπικό τους ολοκαύτωμα» (Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος)
Ο Χριστός ανέστη – σημαίνει: αληθώς υπάρχει ο Θεός.
Ο Χριστός ανέστη – σημαίνει: αληθώς υπάρχει ο επουράνιος κόσμος, ο πραγματικός και αθάνατος κόσμος.
Ο Χριστός ανέστη – σημαίνει: η ζωή είναι ισχυρότερη και από το θάνατο.
Ο Χριστός ανέστη – σημαίνει: το κακό είναι ασθενέστερο του καλού.
Ο Χριστός ανέστη – σημαίνει: όλες οι καλές ελπίδες της ανθρωπότητας έχουν εκπληρωθεί.
Ο Χριστός ανέστη – σημαίνει: όλα τα προβλήματα της ζωής έχουν λυθεί θετικά.
Όλα τα προβλήματα της ζωής έχουν λυθεί, τα κύρια και τα βασανιστικά αινίγματα έχουν αποσαφηνιστεί, οι αλυσίδες του σκότους και των θλίψεων έχουν κοπεί, διότι ο Χριστός ανέστη.
(άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)
Η όψις αυτού ως αστραπή
υπέρ τη λάμψη του ηλίου,
κτυπά γαλάζιος κεραυνός
νικά μονάχα με το φως,
χωρίς να πολεμήσει.
(Ελευθέριος Μαϊνας)
Ο άνθρωπος γεννιέται αληθινά όχι όταν τον φέρει στον κόσμο η μητέρα του, αλλά όταν πιστέψει στον αναστάντα Σωτήρα Χριστό, διότι τότε γεννιέται στην αθάνατη και αιώνια ζωή, ενώ η μητέρα γεννά το παιδί προς θάνατο, για τον τάφο. Η ανάσταση του Χριστού είναι η μητέρα όλων μας, όλων των χριστιανών, η μητέρα των αθανάτων. Δια της πίστεως στην ανάσταση του Κυρίου, γεννιέται πάλι ο άνθρωπος, γεννιέται για την αιωνιότητα. Αυτό είναι αδύνατο! παρατηρεί ο σκεπτικιστής. Και ο αναστάς Θεάνθρωπος απαντά: «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μαρκ. 9,23) (π. Ιουστίνος Πόποβιτς)