106. Η ύπαρξη του «βασιλείου ιερατεύματος» δεν αναιρεί την ύπαρξη του ιερατείου;
Όχι, δεν την αναιρεί, γιατί άλλο πράγμα είναι το ένα και άλλο το άλλο. Το βασίλειο ιεράτευμα είναι η καθολική ιερωσύνη που αποδίδεται γενικά σε όλους τους πιστούς, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από τη Γραφή «γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, εθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν...». Η γενική ιερωσύνη η εκφραζόμενη δια του βασιλείου ιερατεύματος είναι δίδαγμα σωστό. Το σώμα των πιστών βάσει των μυστηρίων του βαπτίσματος και του χρίσματος δια των οποίων ενσωματώνονται στο μυστικό σώμα του Χριστού, μετέχουν, όπως και οι κληρικοί, κατά ειδικό βέβαια τρόπο, στο λυτρωτικό αξίωμα του Χριστού, όντας διδάσκαλοι, ιερείς και βασιλείς στην προσωπική τους ζωή και στον ειδικό χώρο της λειτουργικότητας τους. Αυτή όμως η γενικότερη και ευρύτερη ιεροσύνη δεν καθιστά περιττή ούτε αντικαθιστά την ειδική ιερωσύνη, η οποία ανήκει αυστηρά σε ορισμένη τάξη χριστιανών, τους κληρικούς. Οι δύο ιερωσύνες, η ειδική και η γενική συνυπάρχουν παράλληλα στην Εκκλησία, χωρίς η μία να καταργεί την άλλη.
Είναι ενδεικτικό ότι και στην Π. Διαθήκη, όπου ο περιούσιος λαός του Θεού χαρακτηριζόταν ως «βασίλειον ιεράτευμα», παράλληλα με την γενική αυτή ιερωσύνη υπήρχε και το ειδικό ιερατείο του Ααρών. Τόσο δε αυστηρό και προσωπικό ήταν το ιερατείο αυτό, ώστε όταν ο βασιλιάς Όζίας τολμησε να προσφέρει θυμίαμα στο ναό κτυπήθηκε από το Θεό με λέπρα, τους δε εκ της φυλής του Ρουβήμ και του Λευΐ, οι οποίοι αμφισβήτησαν την ιεροσύνη του οίκου του Ααρών, άνοιξε και τους κατάπιε η γη. Επομένως δεν έχουν δίκιο οι Διαμαρτυρόμενοι, οι οποίοι με βάση τη γενική ιεροσύνη του λαού αρνούνται το ειδικό ιερατείο της Εκκλησίας.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 150-151)
105. Τί είναι η εκκλησιαστική ιεραρχία;
Είναι το διοικητικό σύστημα της Εκκλησίας (ο κλήρος γενικά), το οποίο ασκεί το τρισσό λυτρωτικό αξίωμα του Χριστού, κηρύσσοντας το λόγο του Θεού (προφητικό), τελώντας τα ιερά μυστήρια (αρχιερατικό) και διοικώντας πνευματικά τους πιστούς (βασιλικό). Η ιεραρχία ανάγει την αρχή της στον Κύριο, ο οποίος εξέλεξε τους δώδεκα Αποστόλους (και τους Εβδομήκοντα) στους οποίους έδωσε το δικό του κύρος και την αυθεντία, εφοδιάσας αυτούς με τη δύναμη του Παναγίου Πνεύματος. Αυτοί με τη σειρά τους διώριζαν εν Αγίω Πνεύματι τους διαδόχους των επισκόπους στις κατά τόπους Εκκλησίες, χειροτονώντας συγχρόνως πρεσβυτέρους και διακόνους για την πνευματική διαποίμανση των πιστών. Έτσι το σώμα της Εκκλησίας διαιρέθηκε σε δύο τάξεις, τον ιερό κλήρο (την ιεραρχία με την ευρύτερη έννοια) και τον λαό.
(Περί ιεραρχίας θα μιλήσουμε και στη συνέχεια, εξετάζοντας το μυστήριο της Ιεροσύνης).
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 149-150)
104. Τί είναι η αποστολικότητα της Εκκλησίας;
Η αποστολικότητα εκφράζει την προέλευση της Εκκλησίας ως ιδρύματος που κτίσθηκε από το Χριστό πάνω στο θεμέλιο των Αποστόλων, με ακρογωνιαίο λίθο τον ίδιο τον Κύριο. Δύο είναι τα στοιχεία που εκφράζουν την αποστολικότητα της Εκκλησίας. Πρώτα το γεγονός ότι σ’ αυτή φυλάσσεται ανόθευτη η διδασκαλία των Αποστόλων όπως και το σύστημα της εκκλησιαστικής διοικήσεως και δεύτερον, η ενότητα των επισκόπων με τους Αποστόλους δια της λεγάμενης αποστολικής διαδοχής, δηλαδή της συνέχειας του επισκοπικού αξιώματος το οποίο μεταδίδεται δια κανονικής χειροτονίας των επισκόπων, μαρτυρουμένης ιστορικώς. Οι Απόστολοι, δηλαδή, χειροτόνησαν τους διαδόχους των επισκόπους, αυτοί τους δικούς τους, οι άλλοι τους άλλους κ.ο.κ. μέχρι σήμερα. Η αποστολική διαδοχή σε σύνδεσμο με την ενότητα πίστεως και διοικήσεως (στοιχεία που όπως είδαμε —αναφέρονται στην καθολικότητα και την ενότητα της Εκκλησίας), είναι η λυδία λίθος που διακρίνει την αληθινή Εκκλησία από κάθε άλλο αιρετικό και σχισματικό κατασκεύασμα. Η Εκκλησία που διατηρεί την αποστολική διαδοχή είναι γνήσια και αυθεντική, ενώ εκείνη που την έχει χάσει είναι ψεύτικη και αναληθής. Βεβαίως υπάρχουν Εκκλησίες οι οποίες διατηρούν τη διαδοχή στον επισκοπικό τους βαθμό, που όμως δεν είναι γνήσιες και αυθεντικές, διότι στο δρόμο χάλασαν, αφού αλλοίωσαν ορισμένα δόγματα της πίστεως (Ρωμαϊκή Εκκλησία). Δηλαδή μία Εκκλησία τότε μόνο είναι αποστολική, όταν μαζί με την φύλαξη της αποστολικής διαδοχής, δεν εχει αλλοιωθεί από την αίρεση και την πλάνη.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 149)
103. Τί σημαίνει η καθολικότητα της Εκκλησίας;
Ο όρος «καθολική» ο αποδιδόμενος στην Εκκλησία από το ιερό Σύμβολο της Πίστεως, μπορεί να εκληφθεί με έννοια είτε τοπική είτε τροπική. Με την τοπική του έννοια ο όρος (καθολικός = ο του όλου, ο αναφερόμενος στο όλον) σημαίνει την Εκκλησία της οποίας ο επεκτατικός δυναμισμός τείνει να περιλάβει στους κόλπους της ολόκληρο τον κόσμο και η οποία αριθμεί μέλη σε όλους τους λαούς της γης. Οι Απόστολοι, λαβόντες την εντολή του Διδασκάλου «πορευθέντες μαθητευσατε πάντα τα εθνη...», διέδωσαν το Ευαγγέλιο σ’ ολόκληρη την κτίση, «του Κυρίου συνεργούντος και τον λόγον βεβαιούντος». Είναι φανερόν ότι ο καθολικός αυτός δυναμισμός της Εκκλησίας να περιλάβει στους κόλπους της όλους τους λαούς της γης, την αντιθέτει προς το στενό πνεύμα της Ιουδαϊκής συναγωγής της περιοριζόμενης σε ένα μόνον έθνος.
Με την τροπική της δε έννοια (και αυτό είναι το σημαντικότερο) η λέξη σημαίνει την Εκκλησία, η οποία, διαδεδομένη σ’ ολόκληρο τον κόσμο, αποτελεί ένα ενιαίο όλο, σε αντίθεση με τις αιρετικές ή σχισματικές Εκκλησίες, οι οποίες καταστρέφουν την ενότητα αυτή. Ποιος όμως είναι ο συνεκτικός δεσμός ο συναπτών τις κατά τόπους Εκκλησίες μεταξύ τους; Ο δεσμός αυτός είναι η ενότητα στην πίστη, τη λατρεία και τη διοίκηση της Εκκλησίας, στοιχεία τα οποία αποτελούν —όπως είδαμε— και την ενότητα της Εκκλησίας. Από την άποψη αυτή η καθολικότητα αποτελεί την ιστορική πιστοποίηση του ενιαίου της Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι καθολική, καθόσον είναι μία. Είναι φανερόν ότι με την έννοια της καθολικής ενότητας καθολική μπορεί να ονομασθεί και μία τοπική Εκκλησία (Ελλάδος, Κύπρου, Ρωσίας κ.λπ.). Είναι δε καθολική, γιατί σ’ αυτήν ομολογείται η ίδια πίστη και τηρείται η ίδια λατρεία και το ίδιο διοικητικό σύστημα. Με αλλά λόγια είναι καθολική επειδή είναι ορθόδοξη, τμήμα της μίας αγίας Εκκλησίας του Κυρίου. Και κάτι άλλο. Καθολική κακώς προσαγορεύεται η Λατινική Εκκλησία, διότι δεν έμεινε πιστή στο αρχαιοπαράδοτο δόγμα της πίστεως και στο πολίτευμα της αρχαίας Εκκλησίας (Παπικό πρωτείο). Καθολική κατά κυριολεξία είναι μόνο η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, η οποία διακρατεί και διδάσκει ανόθευτη τη διδασκαλία της πίστεως.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 147-149)
102. Τί σημαίνει η αγιότητα της Εκκλησίας;
Η Εκκλησία είναι καθίδρυμα άγιο, ως αποτελούμενη από αγίους, όπως ονομάζονταν οι πρώτοι Χριστιανοί, οι οποίοι, αποχωριζόμενοι δια του βαπτίσματος από τον βέβηλο κόσμο, αφιερώνονταν στο Θεό. Ειδικότερα η αγιότητα της Εκκλησίας εκτιμάται στις δύο όψεις της, θεία και ανθρώπινη. Κατά την πρώτη είναι αγιότητα θεωρητική (μεταφυσική) και απόλυτη. Είναι η απόλυτη αγιότητα του Θεού, που είναι ο ιδρυτής και η αόρατη κεφαλή της, ο Λόγος του Θεού που φόρεσε την ανθρώπινη σάρκα και μπήκε στην ιστορία των ανθρώπων. Την Εκκλησία του αγάπησε ο Χριστός «ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς, ἵνα αὐτὴν ἁγιάσῃ καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ρήματι, ἵνα παραστήσῃ αὐτὴν ἑαυτῷ ἔνδοξον τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ' ἵνα ᾖ ἁγία καὶ ἄμωμος». Ακόμη άγιο είναι και το Πνεύμα του Θεού που ενοικεί στην Εκκλησία, την αγιάζει και την οδηγεί εις «πάσαν την αλήθειαν». Επιπλέον αγία είναι η χάρη του Θεού η οποία τρέφει πνευματικά και αυξάνει την Εκκλησία, άγια τα μέσα της σωτηρίας (τα ιερά μυστήρια) και αγιαστικός ο σκοπός της, όπως μαρτυρούν το πλήθος των αγίων και των ηρώων της πίστεως και οι πολλές αρετές που βλαστάνουν στο πνευματικό της έδαφος.
Το πράγμα όμως διαφέρει αν αποβλέψουμε στην πρακτική εμπειρική της αγιότητα, η οποία αντιστοιχεί στην ανθρώπινη πλευρά της Εκκλησίας. Εδώ η αγιότητα δεν είναι απόλυτη αλλά σχετική. Τα ιστορικά μέλη της Εκκλησίας δεν είναι όλα άγια. Ως άνθρωποι αδύνατοι έχουν αμαρτίες και πάθη, τα οποία προσπαθεί να διορθώσει η Εκκλησία. Η αμαρτωλή αυτή κατάσταση των μελών της Εκκλησίας δεν αναιρεί την απόλυτη αγιότητά της, ως ιδρύματος που έχει κεφαλή του το Χριστό και ψυχή το Πνεύμα το Άγιο. Η παντελής έλλειψη αμαρτωλών μελών θα αναιρούσε τον αγιαστικό σκοπό της Εκκλησίας. Αν ήταν όλοι άγιοι, ποιόν θα αγίαζε η Εκκλησία; Στο ιστορικό εμπειρικό έδαφος της Εκκλησίας, παράλληλα με τους άγιους (σε σχετικό βέβαια βαθμό, γιατί απόλυτα άγιος είναι μόνο ο Θεός) που είναι μυστικά ενωμένοι με το Σωτήρα (το μυστικό σώμα του Χριστού) θα υπάρχουν και θα συμφύρονται με αυτούς πολλοί αμαρτωλοί χριστιανοί, οι οποίοι μοχθούν και αγωνίζονται για τη σωτηρία τους. Ο χωρισμός δεν πρόκειται να γίνει ενόσω η Εκκλησία θα ζεί την ιστορική της αποστολή στη γη. Ο τελικός διαχωρισμός των δικαίων από τους αδίκους θα γίνει κατά τη Δευτέρα Παρουσία και μετά την καθολική κρίση και ανταπόδοση.
Την κατάσταση αυτή περιέγραψε ο Σωτήρας σε πολλές παραβολές του. Στο χωράφι στο οποίο βλάστησε καλό σπέρμα (σιτάρι) φύτρωσαν μαζί του και ζιζάνια (άχρηστα χόρτα). Οι υπηρέτες ζήτησαν από τον κύριο του αγρού να τους επιτρέψει να ξεριζώσουν τα ζιζάνια. Εκείνος όμως τους απέτρεψε από φόβο μήπως μαζί με τα ζιζάνια ξεριζωθεί και το καλό σπέρμα. Άστε τα —τους είπε— να αυξάνονται μαζί και κατά την ώρα του θερισμού θα γίνει ο χωρισμός από τους θεριστές, οι οποίοι τον μεν σίτο θα φυλάξουν στις αποθήκες, τα δε ζιζάνια θα τα ρίξουν στη φωτιά να καούν. Επίσης στη σαγήνη (το δίχτυ) μαζεύτηκαν ψάρια κάθε είδους. Όταν λοιπόν γέμισε, το ανέσυραν στη στεριά και διάλεξαν τα καλά και χρήσιμα ψάρια από τα κακά και άχρηστα. Όμοια και το αλώνι του θα καθαρίσει ο Χριστός και το μεν στάρι (τους καλούς) θα το βάλει στις αποθήκες, τα δε άχυρα (τους κακούς) θα κάψει με φωτιά. Τη βασιλεία του (την Εκκλησία) ο Χριστός παρέβαλε και με γεύμα, στο οποιο οι προσκαλεσμένοι δεν είχαν όλοι ένδυμα γάμου.
Η Εκκλησία από παλαιά καταδίκαζε τις ασκητικές υπερβολές όλων εκείνων (Νοβατιανών κ.α.), οι οποίοι νόμιζαν ότι η Εκκλησία πρέπει να περιλαμβάνει στους κόλπους της μόνο τέλειους και άγιους. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι πρέπει ν’ αδιαφορεί για την πνευματική κατάσταση των αμαρτωλών μελών της τα οποία πρέπει να παιδαγωγεί εν Χριστώ, ούτε και να μένει απαθής προς τα τυχόν σκάνδαλα, τα οποία εκταράσσουν τη συνείδηση του ποιμνίου.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 145-147)
" Σε βοηθώ πιο πολύ με τις προσευχές μου "
Στην αρχή της γνωριμίας μου, είχα άγχος και ανυπομονησία, πώς να βλέπω το Γέροντα, να τον ρωτώ και να παίρνω απαντήσεις του.
Αισθανόμουν ψυχικό κενό, όταν απουσίαζε από τα Καλλίσια ή ήταν εκεί, αλλά δε δεχόταν λόγω ασθενείας ή έδινε σιωπηλά μόνο ευλογία. Ο Γέροντας με απήλλαξε από αυτό το άγχος σταδιακά. Μιά μέρα μου είπε :
" Ξέρεις, αισθάνομαι ότι σε βοηθώ πολύ με τις προσευχές μου ". " Χαίρομαι που το ακούω από το στόμα σας, διότι κι εγώ το αισθάνομαι, του είπα. Σας ευχαριστώ πολύ και σας παρακαλώ μη παύσετε να προσεύχεσθε και για μένα. Σας ομολογώ ότι πάντοτε και ιδιαίτερα όταν περνώ στιγμές δοκιμασίας, ζητάω τη βοήθεια του Χριστού δι' ευχών σας και πάντοτε ενισχύομαι, το
νιώθω ". Ο Γέροντας έλαμψε από χαρά και μου είπε : " Τί λες, μωρέ, το κάνεις αυτό ; Κι εγώ το νιώθω ".
Μιά άλλη μέρα μου απεκάλυψε : " Ξέρεις τί βλέπω ; Ότι σε βοηθώ πιο πολύ με τις προσευχές μου παρά με τα λόγια μου. Σε θυμάμαι πάντοτε στις προσευχές μου. Να προσεύχεσαι κι εσύ για μένα τον αμαρτωλό ". Αυτά τα λόγια του ήταν η χαριστική βολή για την αδημονία μου να τον βλέπω και να συζητώ μαζί του. " Σας ευχαριστώ πολύ, Γέροντα ", του είπα. " Τώρα με απαλλάσσετε από έναν βραχνά, που με κούραζε πιο πολύ, επειδή σας κούραζα. Τώρα δε θα στεναχωρούμαι πλέον, όταν δε θα μπορώ να σας βλέπω και να σας ακούω. Μου φθάνει ότι θα προσεύχεσθε για μένα και έτσι θα παίρνω από το Χριστό τη μεγαλύτερη δυνατή βοήθεια.
[Γ 56π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.370-371)
Ο δύσπιστος γιατρός
Ο μακαριστός Δημήτριος Παναγόπουλος (1916-1982), ο θεοφώτιστος λαϊκός ιεροκήρυκας, κήρυσσε ακόμα και στο νοσοκομείο «Σωτηρία», όπου άλλοι δεν πλησίαζαν από το φόβο της φυματιώσεως. Εκεί τον ακολουθούσε ο ιερέας π. Δημήτριος Παπαντώνης, που εξομολογούσε τους φυματικούς και τελούσε τη θεία λειτουργία.
Μια μέρα ένας γιατρός, που παρακολουθούσε τις ομιλίες προβληματισμένος, πλησιάζει τον ιεροκήρυκα και του λέει:
-Κύριε Παναγόπουλε, ο ιερέας είναι αδύνατον να καταλύει το περιεχόμενο του αγίου ποτηρίου. Κοινωνούν τόσοι ασθενείς απ’ αυτό, κι όπως είναι γνωστό, το μικρόβιο της φυματιώσεως μεταδίδεται με το σάλιο. Τί κάνει λοιπόν ο ιερέας το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου που περισσεύει; Το χύνει στο χωνευτήρι; Αυτό όμως δεν είναι μεγάλη αμαρτία;
-Τέτοιο πράγμα δεν γίνεται ποτέ, αντέτεινε ο ιεροκήρυκας. Ο Χριστός δεν μολύνεται από μικρόβια. Κι από τα άχραντα Μυστήρια δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος μολύνσεως.
Ο γιατρός όμως δεν μπορούσε να το πιστέψει. Τότε εκείνος τον προέτρεψε να παρακολουθήσει την επόμενη θεία λειτουργία, και στο τέλος να σταθεί κάπου, ώστε να βλέπει τις κινήσεις του ιερέα την ώρα της καταλύσεως.
Έτσι κι έγινε. Ο γιατρός είδε με τα μάτια του το λειτουργό να καταλύει το περιεχόμενο του αγίου ποτηρίου. Τον είδε μάλιστα να ρίχνει νάμα δύο-τρεις φορές, φροντίζοντας να μη μείνει ούτε ίχνος από το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου.
Από τότε ο γιατρός όχι μόνο πίστευε, αλλά και εκκλησιαζόταν και κοινωνούσε μαζί με τους ασθενείς.
(Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ.153-154)
Ο οδηγός της οσίας Θεοδώρας
Κάποια φορά η οσία Θεοδώρα πήρε την εντολή να μεταφέρη μια επιστολή, σ’ έναν ερημίτη που ασκήτευε μακριά. Ο δρόμος της ήταν πολύ επικίνδυνος, γιατί περνούσε από τόπους γεμάτους ανθρωποφάγα θηρία και φαρμακερά ερπετά. Τί οικονόμησε όμως η θεία πρόνοια για την αληθινή δούλη του Θεού!
Καθώς εκείνη με την αδιάκριτη υπακοή της πήρε την εντολή, ξεκίνησε αμέσως χωρίς να σκεφθή τις δυσκολίες και τους κινδύνους. Όταν όμως απομακρύνθηκε αρκετά από το μοναστήρι, έχασε τον δρόμο και δεν γνώριζε προς τα πού να κατευθυνθή. Της έστειλε τότε ο Θεός ένα άγριο θηρίο και αυτό, αντί να την κατασπαράξη, έγινε οδηγός της! Το άγριο και άλογο θηρίο τής έδειχνε τον δρόμο μέχρι το κελλί του ερημίτη, που θα παρελάμβανε την επιστολή.
Η θεία πρόνοια προστάτευσε την αγία και κατά την επιστροφή. Το θηρίο την ακολουθούσε μέχρις ότου έφθασε στο μοναστήρι. Μόλις όμως η οσία πέρασε την πύλη της μονής και ανεζήτησε τον ηγούμενο για να πάρη ευχή, το θηρίο ώρμησε στον θυρωρό και τον άρπαξε στα νύχια του. Εκείνος άρχισε να κραυγάζη, αλλά κανείς δεν τολμούσε να πλησιάση. Άκουσε τις γοερές κραυγές του η δούλη του Θεού, έτρεξε και γλύτωσε τον αδελφό από τον φρικτό θάνατο! Άλειψε έπειτα τις πληγές του με λάδι και τον θεράπευσε.
( Συναξαριστής Θ΄)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄,σελ.257-258)
Αδιάκριτο 'κήρυγμα'
Ένα πρωινό Κυριακής ο Γέροντας κατηφόριζε μ' ένα γνωστό του ηλικιωμένο χωρικό,
προς την Εκκλησία ενός χωριού. Στο δρόμο συνάντησαν μιά παρέα έξι-επτά νεαρών που βάδιζαν,
προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο χωρικός ρώτησε τους νεαρούς: "Πού πάτε, παιδιά;
"Εκείνα απήντησαν: "Στο καφενείο" .Τότε ο χωρικός, που ήταν πολύ αυστηρός, εξανέστει και τους είπε:
"Δεν ντρέπεσθε, Κυριακή πρωί σήμερα, αντί να βρίσκεσθε στην Εκκλησία, πηγαίνετε στο καφενείο; Χριστιανοί είστε εσείς;"
Και τους εξαπέλυσε ένα υπαίθριο ζηλωτικό κήρυγμα. Οι νεαροί του μίλησαν υβριστικά και συνέχισαν το δρόμο τους.
Ο Γέροντας σιωπούσε. Ο χωρικός, γεμάτος έξαψη και αυταρέσκεια, είπε του Γέροντα: "Καλά τα είπα στα παλιόπαιδα;"
Κι ο Γέροντας: "Δεν τα είπες καλά". Ο χωρικός που περίμενε συγχαρητήρια, πικράθηκε από την απάντηση του Γέροντα.
Έφθασαν στην Εκκλησία. Ο Γέροντας μπήκε στο Ιερό κι ο χωρικός έπιασε ένα στασίδι.
Δεν πέρασε μισή ώρα και να 'σου όλοι οι νεαροί της παρέας και μπαίνουν στην Εκκλησία.
Ο χωρικός έτριβε τα χέρια του από ικανοποίηση. Μόλις τελείωσε η Θεία Λειτουργία και βγήκε ο Γέροντας από το Ιερό,
ο χωρικός έσπευσε να τον συναντήσει και του 'δειξε τα παιδιά, λέγοντας: "Είδες, που μου είπες ότι δεν τους τα είπα καλά;
Σκέφθηκαν τα λόγια μου και ήρθαν στην Εκκλησία".
Κι ο Γέροντας, χαμογελώντας του εξήγησε ότι ήρθαν διότι προσευχόταν σιωπηλά γι'αυτά,
και όχι διότι επηρεάστηκαν από τον τρόπο του.
[Γ 251π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος,σελ.161-162)
Άγχος και εργασία
-Γέροντα, πολλοί, όταν επιστρέφουν στο σπίτι από την δουλειά, είναι εκνευρισμένοι.
-Εγώ συνιστώ στους άνδρες, μετά την δουλειά τους, αν βρίσκουν καμμιά εκκλησία ανοιχτή,
να μπαίνουν να ανάβουν ένα κερί, να μένουν μέσα δέκα- δεκαπέντε λεπτά ή να κάθονται σε κάποιο πάρκο
να διαβάζουν ένα κομματάκι από το Ευαγγέλιο, για να γαληνεύουν λίγο,
και ύστερα να πηγαίνουν στα σπίτια τους ήρεμοι και χαμογελαστοί,
και όχι να πηγαίνουν εκνευρισμένοι και να στήνουν τον καβγά.
Να μη μεταφέρουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στην δουλειά τους μέσα στο σπίτι, να τα αφήνουν έξω από την πόρτα.
-Γέροντα, μερικοί όμως είναι και κάπως δικαιολογημένοι, γιατί η ευθύνη που έχουν στην δουλειά τους γεμίζει άγχος.
-Τους γεμίζει άγχος, γιατί δεν βάζουν και τον Θεό στις υποθέσεις τους.
Ο τεμπέλης που λέει «έ, έχει ο Θεός...», είναι καλύτερος από αυτούς.
Εγώ προτιμώ να είναι κανείς υπάλληλος, να κάνει σωστά και με φιλότιμο την δουλειά του, αλλά να απλοποιεί την ζωή του,
να περιορίζεται στα απαραίτητα και να έχει ήσυχο το κεφάλι του, παρά να είναι εργοστασιάρχης
και να είναι συνέχεια «άχ και βάχ», γιατί συνήθως είναι χρεωμένος.
Μπαίνει και η υπερηφάνεια, «θα πάρω τόσο δάνειο, να παρουσιάσω κι αυτό και το άλλο, για να τακτοποιηθώ καλύτερα...»,
και μετά πέφτει έξω, χρεωκοπεί, οπότε μετά πλειστηριασμός κ.λπ.
Ύστερα πολλοί στην εργασία τους δεν δουλεύουν το μυαλό τους, κουράζονται άσκοπα, και δουλειά δεν βγάζουν.
Δεν μπορούν μετά να ανταποκριθούν και τους πιάνει άγχος.
Κάποιος λ.χ. θέλει να μάθη μια τέχνη καί, επειδή δεν προσέχει, χρόνια πάει-έρχεται, χωρίς να κάνει προκοπή,
γιατί δεν δουλεύει το μυαλό του. Πρέπει να δει τί του χρειάζεται στην δουλειά του και να το προσθέσει.
Νά, όταν δούλευα στον κόσμο σαν μαραγκός, είδα πώς για τα έπιπλα που έκανα μου χρειαζόταν και ένας τόρνος.
Τί; να πήγαινα σε άλλον να μου τα φτιάξει; Πήρα έναν τόρνο και έμαθα να τον δουλεύω.
Στην συνέχεια είδα ότι χρειαζόταν να φτιάξω κυκλικές σκάλες.
Κάθησα, θυμήθηκα και την γεωμετρία και την αριθμητική και έμαθα να τις φτιάχνω.
Αν δεν δουλεύεις το μυαλό, θα παιδεύεσαι. Θέλω δηλαδή να τονίσω πως πρέπει κανείς να δουλεύει το μυαλό του,
γιατί επάνω στην δουλειά παρουσιάζονται ένα σωρό περιπτώσεις.
Έτσι θα γίνει κανείς καλός τεχνίτης και από εκεί και πέρα θα ξέρει τι να κάνη και θα προχωράει.
Όλη η βάση εκεί είναι. Το μυαλό να γεννάη σε όλα. Αλλιώς ο άνθρωπος μένει υπανάπτυκτος και χάνει τον χρόνο του.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 172-173)