Έλεγξε με τη δύναμι των αρετών σου εκείνους που δογματίζουν αντίθετα και όχι με την πειστικότητα των λόγων σου.
Με την πραότητα και την γαλήνη των χειλέων σου αποστόμωσε και κατασίγασε την αναίδεια των απειθών.
Έλεγξε τους ακολάστους με την ευγένεια της αναστροφής σου και τους αναίσχυντους κατά τις αισθήσεις με την συγκράτηση των οφθαλμών σου.
Να θεωρής ξένον τον εαυτό σου όλες τις ημέρες της ζωής σου, όπου και αν εισέλθης, για να μπορέσης να λυτρωθής από τη ζημία που προκαλεί η παρρησία.
Νόμιζε τον εαυτό σου πάντοτε ότι δεν γνωρίζει τίποτε, για να αποφύγης την μομφή που επέρχεται από την υποψία ότι θέλεις να διαμορφώσης την γνώμη του άλλου.
Ευλόγει επιμόνως πάντοτε με το στόμα και δεν θα λοιδορηθής· διότι η λοιδορία γεννά λοιδορίαν και η ευλογία ευλογίαν.
Νόμιζε ότι για κάθε πράγμα χρειάζεσαι διδαχή, και θα ευρεθής σε όλη την ζωή σου σοφός.
Μη παραδώσης σε κανέναν ό,τι δεν παρέλαβες ακόμη, για να μη καταισχυνθής ο ίδιος και από την σύγκρισι της διαγωγής σου αποκαλυφθή το ψεύδος σου.
Αν ειπής σε κάποιον κάτι από τα χρειαζούμενα, να ομιλήσης σαν μαθητής και όχι σαν αυθέντης με αναίδεια.
Να κατακρίνης τον εαυτό σου από πριν και να δηλώσης ότι είσαι κατώτερός του, για να δείξης στους ακούοντας την αξία της ταπεινώσεως, να τους παρακινήσης ν’ ακούσουν τα λόγια σου και να τρέξουν προς την εφαρμογή, κι έτσι θα γίνης αξιότιμος εμπρός στα μάτια τους.
Ό,τι μπορείς σε τέτοια πράγματα, πες το με δάκρυα, για να ωφελήσης και τον εαυτό σου και τους ακροατάς σου, και η χάρις του Θεού να είναι μαζί σου.
(αγίου Ισαάκ του Σύρου, εκδ. ΕΠΕ τόμος 8Α σελ. 363-365)
Ευρισκόμενος ο Άγιος Διονύσιος Ζακύνθου (1547-17 Δεκεμβρίου 1622) εις την χώραν, έτυχε να ανοίξουν τάφον τινά εις τον ναόν του Αγίου Νικολάου των ξένων (ούτω καλούμενον, διότι εκεί ενταφιάζονται οι ξένοι, όστις είναι και η Επισκοπή της αυτής χώρας), δια να ενταφιάσουν άλλο λείψανον και και εκεί εύρον εν σώμα γυναικός, ήτις ήτο προ καιρού αποθαμμένη και ήτο άλυτον με τα ιμάτιά του, διότι απέθανε με δεσμόν αφορισμού η ταλαίπωρος.
Ήλθον όθεν οι συγγενείς της και προσέπεσον εις τους πόδας του Αγίου, παρακαλούντες αυτόν με δάκρυα να υπάγη εις τον άνωθεν ναόν, να αναγνώση ευχήν συγχωρητικήν εις εκείνο το δεδεμένον σώμα, ίσως και ο Κύριος ήθελεν εισακούσει την δέησίν του.
Ευσπλαγχνισθείς ο Άγιος τα δάκρυά των επήγεν εις αυτόν τον ναόν νύκτα βαθείαν, έχων εις την συνοδείαν του τον ρηθέντα διάκονον και τον εφημέριον του αυτού ναού και θεωρών το πτώμα εκείνο, προστάσσει να το εκβάλουν έξω από τον τάφον και να το στήσουν ορθόν εις εν στασίδιον της εκκλησίας.
Τότε φορών το επιτραχήλιόν του και το ωμοφόριον, κλίνας τα γόνατα και προσευχόμενος ώραν ικανήν, εδέετο του Θεού με θερμά δάκρυα να λύση από τον δεσμό του αφορισμού το άλυτον εκείνο σώμα, αναγινώσκων αυτώ την συγχωρητικήν ευχήν.
Και (ω του θαύματος!) ως να ήτο εμψυχον το άπνουν εκείνο σώμα, κλίναν την κεφαλήν με κάποιον σχήμα προσκυνήσεως προς τον Άγιον, τάχα δια ευχαριστίαν της μεγάλης χάριτος, την οποίαν έλαβεν, έπεσε κατά γης και διελύθη παντελώς εις χώμα και οστά.
Ο δε Άγιος, ως ταπεινόφρων, έβαλε και εις τούτο επιτίμιον προς τους εκεί παρεστώτας, να μην το φανερώσουν ζώντος αυτού εις τινα.
Παρόμοιον θαύμα έκαμε και εις άλλου ανδρός αφωρισμένον λείψανον, εις το χωρίον Καταστάριον.
(Μέγας Συναξαριστής,Βίκτωρος Ματθαίου, τόμος ΙΒ΄,σελ. 440-441)
ΕΝΑ ΠΟΤΗΡΙ ΑΚΟΜΑ…
Μανώλη Παντερή.
Σήκωσε το ποτήρι και ήπιε αχόρταγα, όλο λαχτάρα. Ξανάβαλε νερό και το άδειασε όλο δίψα μέσα του. Σα να ‘ταν ατμός, σα να ‘ταν σύννεφο, κινήθηκε εντός του και χάθηκε, κύλησε και ξεχύθηκε, κι ένιωσε πάλι δίψα καυτή να φλογίζει τα σωθικά του. Έκλεισε απελπισμένος τα μάτια και θυμήθηκε ξανά το Δάσκαλο… το Δάσκαλο, το πηγάδι στη Σαμάρεια, την καυτή περιπέτεια της νιότης του.
Ζηλωτής του Νόμου, περίμενε κι εκείνος από νήπιο το Μεσσία. Από παιδάκι, ποτισμένος ως το κόκκαλο με των προφητών τα κηρύγματα, με την ακρίβεια των εντολών, με τις παραδόσεις, καρτερούσε κι εκείνος το Σωτήρα, το βασιλιά του Ισραήλ. Μεγάλωσε σε χρόνια δύσκολα, κάτω από τον φόβο των Ρωμαίων, με αυτή την προσμονή, και να που ένα δειλινό, ότι πατούσε τα είκοσι χρόνια, φάνηκε ο «Δάσκαλος» στο χωριό του. Αλλιώτικος πολύ απ’ ό,τι φανταζόταν, για λίγο δίστασε μα όλοι οι άλλοι ήτανε πεισμένοι: αυτός ήταν ο Μεσσίας.
Όταν μάλιστα το βλέμμα τους διασταυρώθηκε για κάποια στιγμή, δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στην ορμή της καρδιάς του. Ήταν η ώρα της απόφασης! Άφησε πίσω χωριό, σόι, χωράφια και ζώα, ακόλουθος Εκείνου. Εκείνου που προσδοκούσε να δει στο θρόνο του Δαυίδ, να ξεσηκώνει το λαό, να διώχνει τους Ρωμαίους, να επιβάλλει το Νόμο σ’ όλη την Οικουμένη, να δικαιώνει τις ελπίδες του περιούσιου Ισραήλ.
Να ρίξουν στη θάλασσα τους άπιστους, τους βέβηλους, να λιθοβολήσουν τον Ηρώδη και τους προδότες του, να σφάξουν τελώνες, πόρνες, μοιχούς, να καθαρίσει ο εκλεκτός λαός απ’ τους μαγαρισμένους! Και να σκύψουν όλοι οι βασιλιάδες της γης στην Ιερουσαλήμ να προσκυνήσουν!
Αλίμονο! Πικρά ποτήρια απογοήτευσης του καίγανε την καρδιά κι η αμφιβολία τον δάγκωνε όλο και πιο βαθιά, μέρα με τη μέρα. Ποιός Βασιλιάς, ποιός θρόνος του Δαυίδ, που ήταν το μεγαλείο και η δόξα; Ο Δάσκαλος γυρνούσε φτωχός, δεν είχε που να γείρει το κεφάλι. Ποιός θα επέβαλλε το Νόμο; Εκείνος φανερά, προκλητικά, παράβαινε το Σάββατο, κατάλυε τις παραδόσεις τα ‘βάζε με τους Φαρισαίους.
Κι όλο παρέες με αμαρτωλούς, με φορομπήχτες, με γυναίκες πουλημένες, του σκοινιού και του παλουκιού. Σεβασμός στους θεσμούς κανείς. Πήγανε μαζί σ’ ένα γάμο, στην Κανά, κι έκανε τον γαμπρό, τον αγαθό τον Σίμωνα, να παρατήσει τη νύφη και να τρέχει ξοπίσω τους. Κι αντί για δύναμη, για βία, για εκδίκηση, δίδασκε και συγγνώμη, αγάπη και ταπείνωση.
Σα να μην έφταναν αυτά, γιάτρευε όλους, πιστούς και απίστους, ακόμα και Ρωμαίους! Κι ο ταλαίπωρος έκανε υπομονή, περίμενε να δει, προσδοκούσε την ώρα να ξυπνήσει ο «Λέων ο εξ Ιούδα», να βρυχήσει, κι οι άπιστοι να σκορπίσουν, να πάρει τα όπλα ο λαός και τότε να δεις που πάνε η «ταπείνωση» κι η «αγάπη» κι η «συγγνώμη». Περίμενε, περίμενε… Κι ο Δάσκαλος ήταν πάντα ίδιος, πάντα πράος, έτοιμος να γιατρέψει, να παρηγορήσει, να καλοπιάσει.
Μιλούσε για τη Βασιλεία των Ουρανών, για την αγάπη - για την εξέγερση, για ξεσηκωμό, για το Βασίλειο των Ιουδαίων ούτε λέξη. Μία φορά του ζήτησαν να ρίξει φωτιά να κάψει τους αλλογενείς, κι Εκείνος αντί να χαρεί, τους μάλωσε. Κι όλο κάτι παράξενα τους έλεγε, για Σταυρό και για Ανάσταση… Όταν ο λαός τον έψαχνε να τον κάνει μπροστάρη, ηγέτη, βασιλιά, Εκείνος έφευγε, κρυβόταν, χανόταν στις ερημιές για να προσευχηθεί. Κι ο καημένος… όλο κι αμφέβαλλε, όλο και κλονιζόταν, όλο και βούλιαζε στην απογοήτευση…
Μα τούτο πια ήταν από τα απίστευτα! Αυτό ξεπερνούσε κάθε όριο! Που ακούστηκε άντρας Ιουδαίος -και μάλιστα Μεσσίας- να μιλά έτσι απλά, σχεδόν φιλικά, με μια αλλογενή γυναίκα, μια τιποτένια, μια βρωμερή αμαρτωλή, μια Σαμαρείτισσα! Στέκονταν κι οι δυό δίπλα στο πηγάδι και της έλεγε ότι, λέει, Εκείνος είχε το ζωντανό νερό που ξεδιψά για πάντα, της έλεγε πως Εκείνος ήταν ο Χριστός. Μα καλά θα ξέπεφτε ποτέ τόσο πολύ ο Χριστός; Δεν καταλάβαινε επιτέλους ότι πρόδιδε πατρίδα και ήθη, ότι σκανδάλιζε, ότι φερόταν ανάρμοστα. Κι έπειτα, τι ανοησίες ήταν αυτές περί «ζωντανού νερού» και τα υπόλοιπα, κρυφοθεολογίες μπερδεμένες και ύποπτες.
Που ήταν λοιπόν η αξίνα, που το σπαθί, που το λιοντάρι του Ιούδα, που η δύναμη του βασιλιά του Ισραήλ; Αυτός ήταν ο Βασιλιάς; Αυτός ο αλαφροΐσκιωτος, ο πλάνος, ο αλλοπαρμένος, αυτός ο «Ναζωραίος», όπως τον έλεγαν; Μια Σαμαρείτισσα, το πηγάδι το «ζωντανό νερό»… Τα παράτησε όλα και γύρισε στο χωριό του, στους δικούς του, στην παλιά ζωή του.
Το έμαθε αργότερα ο «Δάσκαλος» σταυρώθηκε, δεν αντιστάθηκε. Τον έσφαξαν σαν πρόβατο.
Οι άλλοι μαθητές λέγανε πως αναστήθηκε –ανοησίες, πάει η ελπίδα, πάει το Βασίλειο, πάει η προσδοκία στο βρόντο… Ξανάγινε αγρότης, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, ζηλωτής πάντα του Νόμου, τα έμαθε κι αυτά στην προσμονή του Μεσσία. Όλα γίνανε όπως πρώτα, δεν ήταν τίποτε, μια κουταμάρα της νιότης του ήτανε, όλα ξανάγιναν όπως πριν. Όλα; Ποιος ξέρει; Να, παράξενο πράμα…
Θυμάται τώρα πάλι το πηγάδι στη Σαμάρεια, τη γυναίκα, τον Δάσκαλο, το ζωντανό νερό. Η ζωή του έγινε όπως πρώτα. Μα από τη μέρα εκείνη δεν κατάφερε ποτέ πια να ξεδιψάσει… Γέμισε άλλο ένα ποτήρι. Το ήπιε αχόρταγα, όλο λαχτάρα, όλο δίψα καυτή. Και δεν κατάλαβε πως ήταν κερασμένο με δυό σταγόνες δάκρυ, από τα βουρκωμένα μάτια του..
Από το βιβλίο Ώρα 5 και 28, Εκδ. «ΧΦΕ»
(Βιβλίο: Ένα ποτήρι ακόμα, εκδ. Ακρίτας, σελ. 99-103)
(Μιλάει ο όσιος γέρων Πορφύριος).
Ακούστε ένα σχετικό παράδειγμα.
Κάποτε ένας παπάς είχε πάει σε μία ομιλία με μορφωμένους· τον είχε πάρει μαζί του ένας εξάδελφός του. Ο ομιλητής είπε πολλά πάνω σ’ ένα θέμα μαρξιστικό. Οι ακροατές του ενθουσιάστηκαν και τον εχειροκρότησαν στο τέλος. Αλλά, όπως ήταν ακόμη πάνω στην έδρα, είδε τον παπά και είπε:
- Έχομε κι έναν παπά στην ομιλία μας. Αν μπορεί, να μας έλεγε το θέμα από θρησκευτικής και φιλοσοφικής πλευράς.
Το είπε ειρωνικά νομίζοντας ότι θα τον ταπεινώσει και θα εξευτελίσει την Εκκλησία. Ο παπάς σηκώθηκε και είπε:
- Τι να σου πω εγώ, παιδί μου, δεν ξέρω, αλλά έχω ακούσει· ο τάδε σοφός λέει έτσι κι έτσι στην τάδε σελίδα, ο τάδε λέει έτσι κι έτσι στην τάδε σελίδα, ο τάδε λέει έτσι κι έτσι στην τάδε σελίδα, ο τάδε… κ.λ.π., κ.λ.π. Ο Μωυσής λέει έτσι κι έτσι στην τάδε σελίδα, ο Ησαΐας, ο Δαβίδ, ο Χριστός.
Συνέχισε λέγοντας αυτό το χωρίο από τον Απόστολο Παύλο: «…που σοφός; που γραμματεύς; που συζητητής του αιώνος τούτου;… τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός, ίνα τους σοφούς καταισχύνη… όπως μη καυχήσηται πάσα σάρξ ενώπιον του Θεού».
Έκλεισε το στόμα ο «σοφός», ο ομιλητής. Το σπουδαίο είναι ότι ο παπάς τα είπε με πραότητα και χωρίς εγωισμό. Ήταν δεσπότης του Πατριαρχείου. Όταν τελείωσε, είπε:
- Εγώ δεν ξέρω τίποτα. Εσείς κρίνετε ποιο είναι το σωστό.
Είπε στο τέλος ο ομιλητής ντροπιασμένος:
- Πολύ καλά μας τα είπε ο παπάς! Τ’ αναίρεσε όλα τα δικά μου.
Είναι σπουδαίο πράγμα η κατάρτιση, όταν συνδυάζεται με την πραότητα, την καλοσύνη και την αγάπη. Αυτά ισχύουν για όλες τις περιπτώσεις. Να μιλάτε, όταν έχετε σχετική κατάρτιση στο θέμα. Αν δεν έχετε, να μιλάτε με το παράδειγμά σας.
Στις συζητήσεις λίγα λόγια για τη θρησκεία και θα νικήσετε. Αφήστε εκείνον που έχει άλλη γνώμη να ξεσπάσει, να πει, να πει… Να αισθανθεί ότι έχει να κάνει μ’ έναν ήρεμο άνθρωπο. Να επιδράσετε με την καλοσύνη σας και την προσευχή σας κι έπειτα του μιλάτε λίγο.
(Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι,Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, σελ. 396-396)
Ανεκλάλητη χαρά!
Ο άνθρωπος κοντά στον Θεό έχει διαρκείς αφορμές χαράς.
Το πιο μεγάλο στη ζωή ως και το πιο μικρό μπορούν να βοηθούν μια απλή ψυχή να χαίρεται αληθινά και βαθιά.
Από τον εκκλησιασμό, τη θεία Κοινωνία, μέχρι την πιο μικρή επαφή με τη φύση. Μια ματιά στον έναστρο ουρανό, το πέταγμα της πεταλούδας ή το κελάδημα ενός πτηνού, ένα μικρό λουλούδι με τα χρώματα και το άρωμά του, μπορούν να προκαλούν κύματα χαράς στο εσωτερικό μας.
Ο άνθρωπος που ζει την κοινωνία του Θεού, που όλα τα ζει θεοκεντρικά, αυτός όλα τα σέβεται, όλα τα χαίρεται, με όλα δοξολογεί. Καταλαβαίνει πολύ καλά πως η χαρά δεν είναι μια πολυτέλεια στη ζωή, που μπορεί να κάνει χωρίς αυτή, αλλά είναι μια ατμόσφαιρα έξω από την οποία δεν μπορεί να ζήσει.
Και δοξάζει τον Θεό, που ήλθε στον κόσμο για να μας δώσει τη δυνατότητα μιας ζωής ευλογημένης, ειρηνικής, διαρκώς χαρούμενης και ευτυχισμένης. Ευχαριστεί Αυτόν που δίνει τη δύναμη στην ψυχή να ξεπερνά τα λυπηρά της ζωής και να στρέφει το βλέμμα της «προς την θεωρίαν των όντως αγαθών», προς τη θέα των πραγματικών αγαθών, των πνευματικών και αιωνίων.
Η συνάντηση με τον αναστάντα Κύριο είναι η λύση στο πρόβλημα της χαράς.
Αυτός είναι «η όντως αληθινή ευφροσύνη και αγαλλίασις» εκείνων που Τον πιστεύουν, Τον λατρεύουν και Τον προσκυνούν. Και προσφέρει μία χαρά που διαφέρει από τις ανθρώπινες χαρές όσο τα δώρα του Θεού από τις επιτυχίες του ανθρώπου. Μέσα στην Εκκλησία χαιρόμαστε όχι γι’ αυτό που είμαστε εμείς, αλλά γι’ αυτό που είναι ο Κύριος και Θεός μας!
Ο άνθρωπος που ποθεί τον Θεό και στρέφεται εξ όλης ψυχής προς Αυτόν «χαίρει τοις θείοις αγαθοίς, ου καθόσον αν αυτός απολαύει, αλλά καθόσον ο Θεός εν τούτοις εστί και μακάριον εαυτόν ηγείται, ουχ ων έλαβεν αυτός, αλλά πάντων ων ο ποθούμενος έχει». Χαίρεται με τα αγαθά του Θεού, όχι καθόσον τα απολαμβάνει ο ίδιος, αλλά καθόσον ο Θεός είναι σ’ αυτά.
Και θεωρεί τον εαυτό του μακάριο, όχι εξ αιτίας αυτών που έλαβε ο ίδιος, αλλά εξαιτίας όλων εκείνων τα οποία ο ποθούμενος έχει. Διότι η δύναμη της αγάπης προς τον Θεό τον βοηθεί να μην αισθάνεται τη δική του πτωχεία, αλλά να αισθάνεται δικό του τον πλούτο του Θεού λόγω της πολλής προς Αυτόν αγάπης.
Η ΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ Αρχιμ. Αστέριος Χατζηνικολάου εκδ. Ο ΣΩΤΗΡ σελ.77-79.
...Ζήτησε λίγο καιρό (ο άγιος Γρηγόριος ο Θαυματουργός, έγινε επίσκοπος στη Νεοκαισάρεια του Πόντου γύρω στο 270 μ.Χ.) από αυτόν που τον είχε επιστρατεύσει στην ιερωσύνη, για να κατανοήσει το μυστήριο στις λεπτομέρειές του.
Δε νόμιζε πως έπρεπε, όπως λέει ο Απόστολος, να προσβλέπει στη σάρκα και στο αίμα, αλλά ζητούσε να του γίνει η φανέρωση των μυστικών από το Θεό. Και δεν τόλμησε να κηρύξει, προτού με κάποιο σημείο του αποκαλυφθεί η αλήθεια.
Σκεφτόταν κάποτε όλη τη νύχτα για το λόγο της πίστης και ανακινούσε κάθε λογής συλλογισμούς (γιατί υπήρχαν και τότε μερικοί που παραχάραζαν την ορθή διδασκαλία με την πειθώ των επιχειρημάτων, κάνοντας ακόμα και τους φρόνιμους ν’ αμφιβάλλουν συχνά για την αλήθεια).
Ενώ λοιπόν τότε αγρυπνούσε γι’ αυτή την αλήθεια και συλλογιζόταν, του παρουσιάζεται στο ξύπνιο του ένας γηραλέος με ανθρώπινη μορφή, ιεροπρεπής στο ντύσιμό του, που μαρτυρούσε πολλή αρετή με τη χάρη του προσώπου του και την κοσμιότητα της εμφάνισής του. Το θέαμα του προκάλεσε φόβο και, αφού σηκώθηκε από το κρεβάτι, ρωτούσε να του πει ποιος ήταν και γιατί είχε έρθει. Εκείνος, αφού καταπράυνε την ταραχή της ψυχής του με ήρεμη φωνή και του είπε ότι του παρουσιάστηκε με θείο πρόσταγμα για όσα αυτός αμφισβητεί, για να διευκρινιστεί η αλήθεια της ευσεβούς πίστης, αναθάρρησε με το λόγο του και τον κοίταζε μ’ ευχάριστη έκπληξη.
Έπειτα εκείνος πρότεινε ίσια μπροστά το χέρι, σα να του έδειχνε με τα τεντωμένα του δάχτυλα κάτι που είχε παρουσιαστεί προς τα πλάγια. Παρακολουθώντας με το βλέμα την κίνηση του απλωμένου χεριού και βλέποντας απέναντί του ένα διαφορετικό από το προηγούμενο θέαμα με μορφή γυναίκας, πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα, ένιωσε πάλι έκπληξη και σκύβοντας προς τον εαυτό του το πρόσωπο, βρισκόταν σε αμηχανία μ’ ό,τι έβλεπε, μη αντέχοντας τα μάτια του την οπτασία (γιατί το παράδοξο της οπτασίας αυτής ήταν αυτό κυρίως, ότι, ενώ ήταν βαθιά νύχτα, έλαμψε ένα φως μαζί με τη μορφή που έβλεπε σα να άναβε μια λαμπάδα ολόφωτη).
Ενώ λοιπόν δεν μπορούσε να αντέξει την οπτασία με τα μάτια του, άκουσε ένα διάλογο αυτών που του είχαν φανερωθεί που συζητούσαν μεταξύ τους για το λόγο της εμφάνισής τους. Από το διάλογο δεν έμαθε μόνο την αληθινή πίστη, αλλά γνώρισε με τα ονόματά τους κι αυτούς που του είχαν φανερωθεί, επειδή καθένας τους απευθυνόταν στον άλλο με το όνομά του.
Λέγεται ότι άκουσε από τη γυναικεία μορφή να παρακαλεί τον ευαγγελιστή Ιωάννη να φανερώσει στο νέο το μυστήριο της πίστης. Κι εκείνος είπε ότι ήταν πρόθυμος να κάνει κι αυτή τη χάρη στη μητέρα του Κυρίου, αφού αυτή ήταν η επιθυμία της. Έδωσε τότε την κατάλληλη κι ευσύνοπτη απάντηση και πάλι τους έχασε από τα μάτια του.
Αυτός αμέσως σημείωσε με γράμματα τη θεία εκείνη διδασκαλία και σύμφωνα μ’ αυτήν κήρυττε έπειτα στην Εκκλησία το λόγο και στους μεταγενέστερους άφησε ένας είδος κληρονομιάς τη θεόσδοτη εκείνη διδασκαλία, με την οποία καθοδηγείται μέχρι σήμερα ο λαός εκείνης της εκκλησίας κι έμεινε ανεπηρέαστη από κάθε αιρετική κακία.
Τα λόγια της διδασκαλίας είναι τα ακόλουθα.
Ένας είναι ο Θεός Πατέρας του ζώντος Λόγου, της πραγματικής σοφίας και δύναμης, με χαρακτήρα αΐδιο, τέλειος, Πατέρας του τέλειου και Πατέρας μονογενούς Υιού.
Ένας Κύριος, μόνος από μόνο, Θεός από Θεό, σφραγίδα και εικόνα της θεότητας, Λόγος ενεργός, σοφία που περιέχει τη σύσταση των πάντων και δύναμη ποιητική όλης της κτίσης·
Υιός αληθινός αληθινού Πατέρα, αόρατος αοράτου, άφθαρτος αφθάρτου, αθάνατος αθανάτου και αΐδιος αϊδίου.
Υπάρχει και ένα Πνεύμα άγιο, που έχει την ύπαρξή του από το Θεό, που φανερώθηκε δηλαδή στους ανθρώπους δια μέσου του Υιού, τέλεια εικόνα του τέλειου Υιού, που είναι ζωή, αιτία των ζώντων, αγία πηγή, αγιότητα που χορηγεί αγιασμό, στο οποίο φανερώνεται ο Θεός Πατέρας, που είναι ο Κύριος όλων και είναι μέσα σε όλα. Και ο Υιός είναι Θεός που συνέχει τα πάντα. Τριάδα τέλεια, που δε μερίζεται ως προς τη δόξα και την αϊδιότητα και τη βασιλεία ούτε είναι ξένη από αυτές τις ιδιότητες.
Δεν υπάρχει λοιπόν στην Τριάδα κανένα κτιστό ούτε κάτι επείσακτο, που δεν υπήρχε προηγουμένως και εισήλθε αργότερα.
Ούτε έλειπε ποτέ ο Υιός από τον Πατέρα ούτε το Πνεύμα από τον Υιό. Αλλά πάντοτε η Τριάδα είναι η αυτή, άτρεπτη και αναλλοίωτη.
Όποιος επιθυμεί να πειστεί γι’ αυτό, ας ακούσει την Εκκλησία, στην οποία κήρυττε το λόγο και διασώζονται σ’ αυτούς και τώρα ακόμα γράμματα του μακαρίου εκείνου άνδρα. Αυτά δε συναγωνίζονται με τις θεοχάραχτες εκείνες πλάκες στο μεγαλείο της χάρης; Εννοώ τις πλάκες εκείνες όπου αποτυπώθηκε η νομοθεσία του θείου θελήματος. Όπως δηλαδή αναφέρει η Γραφή, ότι ο Μωυσής πέρασε από τα φαινόμενα και μπήκε με το πνεύμα του μέσα στα αόρατα άδυτα (γιατί αυτό υπαινίσσεται ο γνόφος) κι εκεί διδάχτηκε τα θεία μυστήρια κι έγινε καθοδηγός όλου του λαού προς τη θεογνωσία, την ίδια οικονομία μπορούμε να διαπιστώσουμε και σ’ αυτόν το μεγάλο άγιο.
Όρος σ’ αυτόν δεν ήταν ένας αισθητός γεώλοφος, αλλά το ύψος της επιθυμίας του προς τα αληθινά δόγματα. Γνόφος ήταν το θέαμα το ακατανόητο στους άλλους, πινακίδα η ψυχή του και τα γράμματα επάνω στις πλάκες ήταν η φωνή εκείνου που φανερώθηκε. Με όλα αυτά έγινε σ’ αυτόν και σ’ εκείνους που διδάσκονταν από εκείνον η φανέρωση των μυστηρίων.
Επειδή λοιπόν το όραμα εκείνο τον γέμισε με κάποια παρρησία και θάρρος, όπως κάποιος αθλητής αφού αποχτήσει αρκετή εμπειρία και δύναμη από το γυμναστή του για τους άθλους του κατεβαίνει με θάρρος στο στάδιο και συναγωνίζεται με τους αντιπάλους του, με τον ίδιο τρόπο κι αυτός, αφού με τη δική του φροντίδα και τη συμμαχία της χάριτος που του φανερώθηκε προαλείφθηκε επαρκώς ψυχικά, ρίχνεται τέλος στον αγώνα...
(αγίου Γρηγορίου Νύσσης, "Βίος Αγίου Γρηγορίου Θαυματουργού", εκδ. ΕΠΕ, τ. 9, σελ. 413-419)
Ιάσων Ιερομ.
Μια μέρα ήρθε στην Εκκλησία ένας φίλος Προτεστάντης. Μου ζήτησε να έρθει, δεδομένου ότι δεν είχε δει ποτέ απ' την αρχή ως το τέλος τη Θεία Λειτουργία των Ορθοδόξων. Ο, τι είδε λοιπόν κι ό, τι άκουσε ήταν εντελώς μακριά του. Όταν κάποιος έχει συνηθίσει να μαζεύεται σ' έναν ουδέτερο χώρο, όπως ένα προτεσταντικό ναό, ν' ακούει ένα κηρυγμα απ' τον πάστορα, να λέει έπειτα κάποια τραγουδάκια και φεύγοντας ν' αναπτύσσει μια κοινωνικότητα με τους άλλους ανθρώπους στην έξοδο, τότε, κάποια πράγματα, σίγουρα, του φαίνονται αδιανόητα, σε σημείο που και να προσπαθείς να εξηγήσεις, πάλι θα σε κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό.
Ο δυτικός άνθρωπος μπορεί να δει τη Λειτουργία μονάχα σα διαδικασία. Η διαδικασία αυτή δεν είναι άσχετη από την προσευχή ή την διδασκαλία... μα μια διαδικασία είναι πάντα διαδικασία και τη Θεία Λειτουργία των Ορθοδόξων δε μπορεί να τη δει κανείς ούτε σαν διαδικασία, ούτε σα μια φολκλορική επιτέλεση. Η Θεία Λειτουργία είναι Μετοχή (απ' το ρήμα μετέχω).
Θυμάμαι έναν παλιό παπά που προσπαθούσε να εξηγήσει τι είναι η Θ. Λειτουργία στο εκκλησίασμα του χωριού του: "η Θ. Λειτουργία είναι σα μια μπρίζα. Όταν λέμε το “Ευλογημένη η Βασιλεία”, τότε η μπρίζα αυτή συνδέεται με την παροχή ρεύματος που δεν είναι άλλη, απ' την Βασιλεία των Ουρανών”. Μέσα στη Θεία Λειτουργία υπάρχει πρώτα απ' όλα η “συμφωνία” της Αθανασίας.
Αυτοί που συμμετέχουν, οι Πιστοί, συμφωνούν στο ότι δεν θα πεθάνουν ποτέ γιατί τρέφονται -όχι από ιδέες ή σύμβολα- αλλά απ' τον ίδιο τον Θεό που βρίσκεται μες το Αγιοπότηρο. Το Σώμα και το Αίμα του Χριστού ούτε συμβολίζει, ούτε εικονίζει, ούτε παραδειγματίζει. Το Σώμα του Χριστού που κοινωνάμε είναι το ίδιο που σταυρώθηκε πάνω στο ξύλο. Το Αίμα του Χριστού που κοινωνάμε είναι το ίδιο που πήγασε απ' την πλευρά Του.
Στη Θ. Λειτουργία οι Πιστοί διδάσκονται εξίσου: διδασκαλία λιβανισμένη κι απ' των Προτεσταντών διαφορετική. Γι' αυτό και το πρώτο της μέρος, απ' την αρχή ως το Χερουβικό, λέγεται Λειτουργία του Λόγου. Αν στο Λόγο όμως αυτό δεν μετέχουμε, τότε η Θ. Λειτουργία μοιάζει απλώς με σχολείο. Στο δεύτερο μέρος της Λειτουργίας, που λέγεται Λειτουργία του Μυστηρίου, μετέχουμε στο Λόγο που διδαχτήκαμε.
Ο Χριστός δεν είναι έννοια, ο Χριστός είναι εδώ, μπροστά μας, Υιός και Λόγος του Θεού, βρώση και πόση των ανθρώπων. Οι Προτεστάντες δε μπορούν να μας καταλάβουν γιατί δεν κοινωνάνε. Κι επειδή δε κοινωνάνε, γι' αυτούς ο Χριστός γίνεται έννοια και σύνολο κανόνων. Σ' αυτή την αρχή δομήθηκε όλη η Προτεσταντική Δύση. Κι έτσι, σήμερα, έφτασε στην Αθεΐα.
Παναγιώτης Δημακάκος: Ο ομότιμος καθηγητής της Ιατρικής Αθηνών περιγράφει περίπτωση θείας παρέμβασης στο χειρουργείο…
Στον Γιώργο Ρήγα, Ορθόδοξα Περάσματα
Ο πραγματικός ερευνητής αναζητά την αλήθεια και, τελικά, εκεί είναι που συναντά τον Θεό. Τέτοιο είναι το παράδειγμα του Παναγιώτη Δημακάκου, ομότιμου καθηγητή της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, ο οποίος σημειώνει στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας»:
«Θρησκεία και επιστήμη είναι δίδυμες αδελφές. Δεν συγκρούονται, αλλά είναι πυλώνες του κτιρίου που λέγεται αλήθεια».
Φλογερός ευπατρίδης και πρωτοπόρος στον τομέα της αγγειοχειρουργικής, με χιλιάδες επεμβάσεις στο ενεργητικό του, γνώρισε την αναγνώριση σε μεγάλα ιατρικά κέντρα στο εξωτερικό, αλλά επέστρεψε για να δημιουργήσει στον τόπο του.
Παρά τις πολλές διακρίσεις του, με σεμνότητα και συγκίνηση εξομολογείται πως έχει την προσευχή ως νοερό όπλο. Με προσωπική του φροντίδα, το δωμάτιο στο οποίο εκοιμήθη ο Άγιος Νεκτάριος στο Αρεταίειο Νοσοκομείο έγινε χώρος προσκυνήματος, ενώ το παρεκκλήσι του αγίου στο νοσοκομείο αγιογραφήθηκε με τα θαύματά του.
Από τη μακρά εμπειρία σας στο χειρουργικό τραπέζι, έχετε ζήσει περιπτώσεις θείας παρέμβασης;
Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά. Μπορώ να σας πω την περίπτωση ενός αρρώστου 52 ετών από τη Σαμοθράκη, με 5 παιδιά, όπου είχε αποφραγμένη την αορτή του. Καθάρισα την αορτή και είδα ότι οι βλάβες αυτές προχωρούσαν και στις νεφρικές αρτηρίες. Αν μείνουν οι νεφροί μία ώρα χωρίς ροή αίματος και οξυγόνο, νεκρώνουν. Αυτό τότε δεν φαινόταν στις εξετάσεις και είχε ήδη περάσει μισή ώρα, ώσπου να καθαρίσω την αορτή και να την κλείσω. Συνειδητοποιώ πλέον ότι θα έχω έναν νεφροπαθή ασθενή, που θα πρέπει 2 και 3 φορές την εβδομάδα να υποβάλλεται σε αιμοκάθαρση.
Με λούζει κυριολεκτικά κρύος ιδρώτας, τα νεότερα παιδιά βέβαια δεν συνειδητοποιούν τίποτα, και εκείνη την ώρα ψελλίζω μέσα από τη μάσκα τρεις φορές, σαν προσευχή: «Γλυκέ μου Χριστέ, άπλωσε τα χέρια Σου και κατηύθυνε τα δικά μου δάχτυλα». Όπως έχω ανοιχτή την αορτή και εκφύονται τα αγγεία, «τυφλά» βγάζω με τις λαβίδες ό,τι σκληρά αθηρώματα και σε λιγότερο από μισή ώρα κάνω την πιο «τρελή» επέμβαση που θα μπορούσα να κάνω. Πέντε παιδιά τον περίμεναν εκεί έξω κι εγώ έκανα κάτι ανορθόδοξο!
Όταν κάναμε την επομένη μια ενδοφλέβια αγγειογραφία, που μας φωτογραφίζει τις αρτηρίες, ομολογώ ότι ο ασθενής φαινόταν, όχι σαν να είναι χειρουργημένος, αλλά όπως τον γέννησε η μάνα του. Σαν να μην είχε αρρωστήσει ποτέ! Τότε στην επίσκεψή μου επάνω έκανα ομολογία στους νέους συναδέλφους μου: «Δεν χειρούργησα εγώ, παρακάλεσα και χειρούργησε κάποιος άλλος». Δεν το ξεχνώ ποτέ αυτό.
Μπορούμε να μιλήσουμε και για περιστατικά που έχουν επανέλθει;
Θυμάμαι το παράδειγμα ενός ασθενούς που παρουσίασε ανακοπή της καρδιάς και είχε διάρκεια ανάνηψης πλέον της μίας ώρας. Όταν επανήλθε, με σοβαρότητα και ικανοποίηση, σαν να συμμετείχε ενεργά στην όλη διαδικασία. «Γιατρέ, είχατε σοβαρό πρόβλημα μαζί μου. Αργήσατε και κουραστήκατε πολύ», μου είπε και με ευχαρίστησε. Οι άρρωστοι σε «αποχωρητικές» καταστάσεις, όταν καταβάλλουμε προσπάθειες επανόδου τους στη ζωή, φαίνεται ότι συμμετέχουν στη διαδικασία αυτή. Κάποιοι μαρτυρούν ότι βρέθηκαν σε κάποιον κόσμο φωτεινό και όμορφο. Είναι ικανοποιημένοι. Κάποιοι άλλοι περιγράφουν λεπτομέρειες από τις ιατρικές μας ενέργειες, ακόμη κι από συζητήσεις, κατά τον χρόνο της ανάνηψης.
Εσείς προσωπικά έχετε προσευχηθεί για ασθενείς σας;
Χειρούργησα μια γυναίκα 65 ετών στην καρωτίδα, σε μια, κατά τα άλλα, επέμβαση ρουτίνας. Η ασθενής όταν ξύπνησε από τη νάρκωση ήταν ημιπληγική από τη μία πλευρά, στο χέρι και στο πόδι, δεν επικοινωνούσε κι έλεγε πράγματα ασυνάρτητα. Στην αγγειογραφία και στο κρανίο όλα έδειχναν απολύτως φυσιολογικά. Μιλώ με τους συγγενείς κι ανοίγω για δεύτερη φορά, προκειμένου να ελέγξω. Ακολούθησε συμβούλιο καθηγητών, ειδικών, αλλά κανείς δεν μπορούσε να δώσει απάντηση. Αποφασίσαμε την παραμονή της ασθενούς στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας μέχρι την άλλη ημέρα το πρωί, σε βαθιά νάρκωση. Δεν θα ξεχάσω την ημερομηνία: 8 Νοεμβρίου 2006, παραμονή του Αγίου Νεκταρίου. Δεν μπορούσα να εκκλησιαστώ, γιατί είχα στις 7 το πρωί προγραμματισμένο χειρουργείο.
Γινόταν αγρυπνία στον Ι.Ν. του Αγίου Νεκταρίου στο Νέο Ηράκλειο. Στάθηκα για πολλή ώρα, παρακάλεσα τον άγιο και κοινώνησα. Την επομένη νωρίς το πρωί άνοιξα τον μικρό ναό που έχουμε φτιάξει για τον άγιο στο Αρεταίειο, άναψα ένα κεράκι, ζήτησα και πάλι τη βοήθειά του και πήγα και χειρούργησα. Η ασθενής ξύπνησε, είχε θαυμάσια επικοινωνία με το περιβάλλον, κινούσε ελεύθερα όλα τα άκρα, πήρε το πρόγευμά της κανονικά, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, με φυσιολογική επικοινωνία μαζί μας.
Νιώθετε την παρουσία του αγίου στο Αρεταίειο;
Ο άγιος, αφότου εγκαταστάθηκε μόνιμα το 1908 στην Αίγινα, σπάνια την εγκατέλειπε. Απέκρυπτε, μάλιστα, το πρόβλημα της υγείας του, υποφέροντας σιωπηλά τους σωματικούς πόνους και το βαρύ μαρτύριο. Όταν, όμως, η κατάστασή του επιδεινώθηκε, δέχθηκε την υπόδειξη του γιατρού για εισαγωγή σε νοσοκομείο της Αθήνας. Έκτοτε παραμένει μεγάλη η ευλογία του για το Αρεταίειο και το πανεπιστήμιό μας, αφού φιλοξένησε για νοσηλεία τον μεγάλο άγιο του 20ού αιώνα. Σύμφωνα με προσωπική μαρτυρία του ιατρού Καραπλή, οι γάζες που είχαν χρησιμοποιηθεί με την κοίμησή του ευωδίαζαν και γι’ αυτό δεν τις πέταξαν, αλλά τις τοποθέτησαν μέσα στη γη. Νοσηλεύτηκε στη γ’ θέση (απορίας), όπου στην παρακείμενη κλίνη νοσηλευόταν ύστερα από ατύχημα ένας παραπληγικός ασθενής.
Από τότε κιόλας, αμέσως μετά την κοίμησή του, εκδηλώθηκε το πρώτο από μια σειρά θαυμάτων του Αγίου Νεκταρίου στο νοσοκομείο μας. Κατά την αλλαγή του ιερού λειψάνου, η μοναχή Ευφημία τοποθέτησε τη φανέλα του αγίου στο κρεβάτι του παραπληγικού, ο οποίος αιφνίδια σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει ελεύθερα. Έκτοτε, στο δωμάτιο υπάρχει η εικόνα του, ένα καντήλι που καίει συνεχώς και από το 2000 είναι τόπος προσκυνήματος, χωρίς να νοσηλεύονται ασθενείς. Όνειρό μου ήταν ο χώρος αυτός να γίνει εκκλησία και μάλιστα είχα βρει και τα οικονομικά μέσα για να το υλοποιήσω… αλλά η διοίκηση δεν ήθελε να ακούσει τίποτα από αυτά.
Αμέσως μετά την κοίμησή του Αγίου Νεκταρίου, εκδηλώθηκε το πρώτο από μια σειρά θαυμάτων του στο νοσοκομείο μας. Κατά την αλλαγή του ιερού λειψάνου, η μοναχή Ευφημία τοποθέτησε τη φανέλα του αγίου στο κρεβάτι του παραπληγικού, ο οποίος αιφνίδια σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει ελεύθερα
Πολλοί επιστήμονες κοιτάζουν με δυσπιστία ό,τι δεν εξηγείται με όρους επιστημονικούς. Τι θα τους λέγατε;
Ο αληθινός επιστήμονας αναζητά την αλήθεια. Επειδή ο Θεός αλήθεια εστί, εξαρτάται από τον Θεό. Γίνεται έτσι λάτρης, μύστης, ακόλουθος, μαθητής του. Ο ίδιος, ομολογώ, δεκαετίες τώρα, δεν χειρουργώ χωρίς να έχει προηγηθεί προσευχή και, κατά κανόνα, καθαρίζω με το αντισηπτικό την περιοχή του δέρματος που θα χειρουργήσω, ξεκινώντας με το σημείο του Σταυρού για ευλογία.
Αν, μάλιστα, βρεθώ σε δύσκολα χειρουργεία, κάνω νοερά προσευχή. Σας εξομολογούμαι ότι πολλές φορές «εφημερεύει» ο ίδιος ο Χριστός και ζούμε την παρουσία του…
Με τις μαρτυρίες αυτές μπορώ να πω σε κάθε συνάδελφο: το απόλυτο είναι θεία κτίση. Το σχετικό με την πρόοδο της επιστήμης, την πείρα, την Τέχνη, την τόλμη και την αρετή χειρουργούμε. Δεν ανήκει, όμως, σε εμάς το 100%. Μπορεί να έχω εκτελέσει μία επέμβαση 200.000 φορές και ύστερα από τόση πείρα να παρουσιάσει κάποιος μια εμπλοκή, ένα κακό. Γι’ αυτό ο ίδιος προσωπικά έχω την προσευχή ως νοερό όπλο.
Η ασθένεια είναι κρίκος θρησκείας και επιστήμης. Αυτές οι δύο είναι δίδυμες αδελφές. Δεν συγκρούονται, αλλά είναι πυλώνες του κτιρίου που λέγεται αλήθεια.
Από τη μακρά εμπειρία σας, έχετε γνωρίσει ασθενείς που ξεπέρασαν το κλινικό πρόβλημα με όπλο την πίστη τους;
Ασθενείς με πίστη έχουν ιδιαίτερο χάρισμα, είναι γαλήνιοι, ήρεμοι, γεμάτοι ελπίδα και προσευχόμενοι συγκεντρώνουν περισσότερη δύναμη. Το θαύμα, άλλωστε, είναι προϊόν πίστεως, δώρο μέγιστο για όσους την κατέχουν, δύναμη ανεξάντλητη. Το θαύμα εμφανίζεται σιωπηλά, αθόρυβα, και, ξαναλέω, επιτυγχάνεται μέσω πίστεως, η οποία ούτε υποχρεωτική ούτε καταναγκαστική είναι, αλλά εδρεύει και πηγάζει από την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου.
Ποια εφόδια πρέπει να έχει ένας νέος γιατρός;
Το κάλλος της ιατρικής επιστήμης βρίσκεται στην εμπιστοσύνη, την οποία ο ίδιος ο Δημιουργός έχει εκδηλώσει για την ιπποκράτεια επιστήμη, για τον διάκονο του ανθρώπινου πόνου στην Παλαιά Διαθήκη: «Και ιατρώ δος τόπον, και γαρ αυτόν έκτισε Κύριος». Ο γιατρός είναι το πρώτο και το τελευταίο πρόσωπο που βλέπει κανείς όταν έρχεται και όταν εγκαταλείπει τα γήινα. Στην ενδιάμεση λοιπόν ζωή, η αποστολή του είναι να φροντίζει την καλή ποιότητα υγείας, διότι χαρά μεγαλύτερη δεν υπάρχει από το να είναι κανείς υγιής. Όλοι καταλαβαίνουμε πόσο ευτυχής είναι ο ζητιάνος, όταν είναι υγιής, συγκριτικά με έναν άρρωστο βασιλιά. Γι’ αυτόν τον λόγο ο γιατρός πρέπει να είναι ένας οικουμενικός ευπατρίδης, όταν πλησιάζει τον άρρωστό του, στοργικός πατέρας, όπως ο Κύριος που μας δημιούργησε, με τριπλή προσωπικότητα: καλό επιστήμονα, ανθρωπιστή και με πίστη στον Χριστό. Αν έχει αυτές τις προϋποθέσεις, τότε μπορεί να δει και τις περιπτώσεις που αναφέραμε με τη θεία παρέμβαση σε πολλές στιγμές της ζωής του.
Έχουμε έναν γερασμένο πληθυσμό, με 120.000 θανάτους και μόνο 100.000 γεννήσεις…
Με την Ελλάδα να ψυχορραγεί στην εντατική μονάδα, έχουμε ελεύθερες τις εκτρώσεις, με 1.000 δολοφονίες κάθε πρωί!
Τι φοβάστε από την κρίση στον τόπο;
Ένα έθνος και μία πατρίδα μπορεί να ελπίζουν, αν η νεολαία υπερέχει των γερόντων, αν οι γεννήσεις υπερέχουν των θανάτων. Τώρα εμείς έχουμε έναν γερασμένο πληθυσμό, με 120.000 θανάτους και μόνο 100.000 γεννήσεις. Με την Ελλάδα να ψυχορραγεί στην εντατική μονάδα, έχουμε ελεύθερες τις εκτρώσεις, με 1.000 δολοφονίες κάθε πρωί! Χίλια ελληνόπουλα κάθε πρωί σκοτώνονται. Αν κοιτάξεις το καρδιογράφημα ενός εμβρύου, θα δεις την καρδιά του να χτυπά από την 4η εβδομάδα. Μιλάμε για δολοφονίες σε άτομα που δεν μπορούν να αμυνθούν. Δείτε τα νούμερα: Πετάμε στους οχετούς 350.000 ζωές τον χρόνο, δηλαδή μια πόλη σαν την Πάτρα. Αντί να στηρίξουμε, λοιπόν, την οικογένεια και τα νέα ζευγάρια, που φοβούνται εξαιτίας της οικονομικής ανασφάλειας, δημιουργούμε αφύσικους στην οικογένεια θεσμούς.
«Στράφηκαν και προς αυτή την εκκλησία του κοιμητηρίου [στο Όλονετς]. Αποφάσισαν να την γκρεμίσουν.
Όλοι οι άνθρωποι από φόβο εγκατέλειψαν την εκκλησία.
Τότε βρέθηκε μια νέα γυναίκα. Ήταν περίπου 25 χρόνων. Ήλθε, λοιπόν, στην εκκλησία και την έκανε σπίτι της. Ήλθαν οι εργάτες και κάποια μηχανήματα για να γκρεμίσουν την εκκλησία, αλλά η ίδια αντιστάθηκε. Δεν έβγαινε απ’ την εκκλησία.
Το παράδοξο είναι ότι οι άθεοι υποχώρησαν μάλλον για δύο λόγους. α) Η νέα αυτή γυναίκα ήταν δυναμική προσωπικότητα κι όλοι στην περιοχή τη σέβονταν. Αν γκρέμιζαν την εκκλησία και τη σκότωναν, πιθανόν να υπήρχαν αντιδράσεις. β) Υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες οι άθεοι που γκρέμιζαν ή βεβήλωναν ναούς, αντιμετώπιζαν την τιμωρία του Θεού. Σε κάποια διπλανή πόλι, ένας άθεος που γκρέμιζε το καμπαναριό μιας εκκλησίας, έπεσε και σκοτώθηκε. Το γεγονός διαδόθηκε κι έκοψε σε πολλούς τα φτερά.
Έτσι οι εχθροί της πίστεως, είτε από σεβασμό είτε από φόβο, δεν τόλμησαν να την πειράξουν. Υπολόγισαν μάλιστα, πως αυτή η γυναίκα θα καθίση λίγες μέρες ή μήνες και θ’ αναγκασθή να βγη. Άλλωστε ο βαρύς χειμώνας, με τις τόσο χαμηλές θερμοκρασίες, δεν επιτρέπει τέτοιους ηρωϊσμούς. Όμως διαψεύσθηκαν. Η γυναίκα αυτή έμεινε μέσα στην εκκλησία 15 χρόνια! Την περιποιόταν, τη φρόντιζε, ενώ απ’ ότι φαίνεται οι πιστοί κρυφά της προμήθευαν τρόφιμα κι ό,τι άλλο χρειαζόταν.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, μπροστά στην προέλασι των Γερμανών, ο Stalin αναγκάσθηκε να συμβιβασθή και να ζητήση τη βοήθεια της Εκκλησίας. Έτσι η Εκκλησία γνώρισε μια ανέλπιστη ελευθερία κι αναγέννησι. Πολλοί ναοί άνοιξαν κι οι πιστοί μπορούσαν να εκδηλώσουν το πιστεύω τους. Την εποχή εκείνη η γυναίκα αυτή άφησε την εκκλησία κι επέστρεψε στο σπίτι της.
Όμως η αντιθρησκευτική προπαγάνδα γνώρισε νέα έξαρσι στην εποχή του Khrushchev. Παρά την αποσταλινοποίησι, ο Khrushchev φάνηκε ιδιαίτερα σκληρός απέναντι στην Εκκλησία. Και τότε καταστράφηκαν πολλές εκκλησίες. Όπως ήταν επόμενο, η μικρή αυτή εκκλησία ήταν “κάρφος εν τω οφθαλμώ” και ξαναμπήκε στο στόχαστρο των αθέων. Ήταν γύρω στο 1960. Μόλις αυτή η γυναίκα πληροφορήθηκε τις προθέσεις τους δεν έχασε καιρό. Παρά την ηλικία της –πλησίαζε τότε τα 60 χρόνια της- ήλθε κι εγκαταστάθηκε πάλι στην εκκλησία. Τα σχέδια των αθέων ματαιώθηκαν. Αυτή τη φορά έμεινε 10 χρόνια μέσα στην εκκλησία. Και μόνο να φαντασθή κανείς πως άντεξε συνολικά 25 χειμώνες με θερμοκρασίες που φθάνουν και 40 υπό το μηδέν, μπορεί να καταλάβη πόσος ηρωϊσμός χρειάζεται. Αλλά για φαντασθήτε να περάσης 25 χρόνια, το ένα τέταρτο της ζωής σου, σε μια εκκλησία! Πάντως, χάρι στην αυτοθυσία της η εκκλησία σώθηκε.
Όταν κατά το 1971 βεβαιώθηκε ότι η εκκλησία δεν κινδυνεύει, επέστρεψε στο σπίτι της. Θέλησε όμως να αφιερωθή στον Κύριο. Έτσι ντύθηκε το μοναχικό σχήμα και πήρε το όνομα Βαρβάρα. Επειδή τα μοναστήρια είχαν κλείσει, μόναζε στο φτωχικό σπιτάκι της εκτελώντας τα μοναχικά της καθήκοντα. Όλοι τη θεωρούν ηρωΐδα εδώ στην περιοχή. Πάλεψε μόνη της με μια αντίχριστη υπερδύναμι και με τη χάρι του Θεού νίκησε. Αυτή η αδύναμη, η άσημη, η φτωχή. Όπως λέει κι ο απόστολος Παύλος: “Τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός, ίνα τους σοφούς καταισχύνη· και τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο Θεός, ίνα καταισχύνη τα ισχυρά· και τα αγενή του κόσμου και τα εξουθενημένα εξελέξατο ο Θεός, και τα μη όντα, ίνα τα όντα καταργήση”(Α’ Κορ 1, 27 – 28)»(ΡΦ, 75).
(στο αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Η μητέρα μας η Εκκλησία, Σταμάτα 2014, όπου παρατίθεται η πηγή: Κέντρου νεότητος Θηβών, επιμ. Αρχιμ. Νεκταρίου Αντωνοπούλου, Ρωσία-Φιλανδια, Ταξιδιωτικό Χρονικό, εκδ. Ακρίτας, Αθηνα 2004)
Σταυρός και Ανάσταση! Αχώριστα και στη ζωή του πιστού. Η πορεία μας στην οδό του Κυρίου είναι σταυροαναστάσιμη.
Μία διαρκής συμμετοχή στην οδύνη του Σταυρού και στη χαρά της Αναστάσεως του Κυρίου.
Η πνευματική ζωή είναι επίπονος δρόμος, «τεθλιμμένη οδός» [Ματθ. ζ΄14]. Είναι αγώνας και προσπάθεια, κακοπάθεια και θλίψη. Είναι πάλη με εχθρούς αοράτους και ορατούς, συνεχής αντιπαράθεση με τον κόσμο της αμαρτίας, διωγμός, ίσως και θάνατος. Είναι σταυρός και ενσυνείδητη συμμετοχή, κοινωνία στα παθήματα του Κυρίου. Ο πιστός βιώνει καθημερινά τον σταυρό και τον θάνατο. Συγχρόνως όμως απολαμβάνει την ανάσταση, τη χαρά, τη δόξα, τη ζωή. «Συσταυρώθητι, συννεκρώθητι, συντάφηθι προθύμως, ίνα και συναστής και συνδοξασθής και συμβασιλεύσης», προτρέπει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Οι υποσχέσεις αυτές δεν τοποθετούνται μόνο στο μέλλον. Και εδώ ακριβώς είναι η μεγάλη διαφορά των δικών μας σταυρών και του Σταυρού του Κυρίου. Για Εκείνον η Ανάσταση ήλθε μετά το Σταυρό. Εμείς μέσα στους σταυρούς μας ζούμε την ανάσταση.
Ο δικός Του μόνον ήταν ο απόλυτος Σταυρός. Οδύνη άφατη. Απαραμύθητος πόνος. Τέλεια εγκατάλειψη. Ούτε στη γη ούτε στον ουρανό μπορούσε να βρει παρηγοριά. Δεν υπήρξε γι’ Αυτόν ο «συλλυπούμενος». Δεν βρέθηκαν πουθενά οι «παρακαλούντες»[Ψαλμ. ξη΄21]. Τον εγκατέλειψαν οι πάντες. Τον εγκατέλειψε και ο Θεός. Βυθιζόταν στο πέλαγος του πόνου Του «και ούκ ήν υπόστασις». Δεν υπήρχε πυθμένας, δεν υπήρχε κάπου να σταματά η καταβύθισή Του στην απέραντη θάλασσα των παθημάτων Του, και κινδύνευε να καταποντισθεί και να χαθεί στα βάθη της. [Ψαλμ. ξη΄3]. Οδύνη πρωτόγνωρη για Εκείνον, κατάσταση ακατάληπτη σε μας. Ήταν ο άνθρωπος που σήκωνε πάνω του όλο τον πόνο του κόσμου.! Ο εσταυρωμένος Θεάνθρωπος, ο Κύριος και Λυτρωτής του κόσμου!
Οπωσδήποτε δεν είναι τέτοιοι οι δικοί μας σταυροί. Ούτε το βάρος Εκείνου σηκώνουμε, ούτε και μένουμε μόνοι ποτέ. Οι μικροί δικοί μας σταυροί στηρίζονται πάντοτε στην αγάπη Του, οφείλονται στη γεμάτη στοργή πατρική παιδαγωγία Του και φωτίζονται διαρκώς από την ελπίδα και το φως της Αναστάσεώς Του.
Ο σταυρωμένος πιστός έχει πάντοτε τη χαρά της θείας παρηγορίας, την αίσθηση της προστασίας του Θεού και της διαρκούς παρουσίας Του στον πόνο του, την ελπίδα της λυτρώσεως. Ο Θεός είναι πάντα παρών στη θλίψη, στον αγώνα, στη δοκιμασία μας. Στηρίζει, βοηθεί, παρηγορεί και ανασταίνει.
Η ΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ αρχ. Αστέριος Χατζηνικολάου εκδ. «Ο Σωτήρ» σελ. 45-47