Ο απεγνωσμένος αμαρτωλός
Ανάμεσα στα άνθη της οθωνικής ερήμου, εξαίσιος και ευωδιαστός κρίνος ανεδείχθη ο παπα-Σάββας ο Πνευματικός ( 1821-1908).
Πολλές δεκαετίες μετά την οσιακή του κοίμησι οι αγιορείτες έλεγαν :
« Εκεί απέναντι, στην Μικρά Αγία Άννα, στην καλύβη της Αναστάσεως,
έμενε ο περίφημος πνευματικός παπα- Σάββας»,
« Από το μονοπάτι αυτό ανέβαιναν τα πλήθη για να εξομολογηθούν στον παπα- Σάββα»,
« Αυτό το είπε ο παπα-Σάββας», « Τόσα ονόματα μνημόνευε, έτσι λειτουργούσε,
έτσι θεράπευε τους δαιμονισμένους ο παπα- Σάββας»κ.α.
Θα αναφέρουμε εδώ μια εκδήλωση της ποιμαντικής του δεινότητος.
Στο εξομολογητήριο κάποιου πνευματικού ήρθε ένας πολύ βαρειά αμαρτωλός.
Άλλος με τόσα μεγάλα κρίματα δεν του είχε ξανατύχει.
Καθώς λοιπόν τον άκουγε, κυριεύθηκε από φρίκη.
Αναταράχθηκαν τα σωθικά του.
« Θεέ μου! Πώ, πώ, φρικαλεότητες! Τί ακούω! Τί σατανάς είναι τούτος»!
Δεν πρόλαβε ο δυστυχής να αποτελείωση και ο πνευματικός γεμάτος ταραχή του είπε:
- Σταμάτησε! Έχω φρίξει. Θα χάσω το μυαλό μου.
Δεν είναι ανθρώπινες αμαρτίες αυτές. Σατανικές είναι. Φύγε!
Η συγχώρησις σού έλειψε. Φύγε! Δεν μπορώ άλλο να σε ακούω! Φύγε!
Βγήκε από το εξομολογητήριο απεγνωσμένος.
Τί να κάνη τώρα; Το μόνο που του είχε απομείνει στον κόσμο ήταν το έλεος του Θεού.
Αφού όμως και η πόρτα αυτή έκλεισε, δεν του απέμενε τίποτε.
Αντικρύζοντας κάτω την θάλασσα σκεπτόταν τη μόνη λύσι:
Να ορμήση να πνιγή! Να θέση τέρμα στις τραγωδίες του!
Ο Θεός όμως είναι μεγάλος!
Στην κατάστασι αυτή τον είδε κάποιος αγιαννανίτης μοναχός, που έτυχε να είναι και γνώριμος του.
-Ε! Τί συμβαίνει; Πώς είσαι έτσι; Τί έχεις;
Εκείνος δεν μιλούσε.
-Ε! Τί έπαθες; Γιατί δεν μιλάς;
Με τα πολλά κατόρθωσε να μάθη τα καθέκαστα.
Στενοχωρήθηκε, πικράθηκε η ψυχή του. Πώς να τον βοηθήση;
Σκέφτηκε πως μια μόνο λύσις απέμενε, να τον οδηγήση πάση θυσία στον παπα- Σάββα.
Κουράστηκε πολύ, αλλά στο τέλος νίκησε.
Σαν τον αντίκρυσε ο παπα- Σάββας κατάλαβε όλο του το δράμα.
Ο αδελφός μου, σκέφτηκε, βρίσκεται στην άβυσσο.
Για να τον ανεβάσω χρειάζεται να κατέβω κι εγώ ως εκεί.
-Πνευματικέ, υπάρχει για μένα σωτηρία;
-Για σένα, αδελφέ μου; Για όλους υπάρχει σωτηρία.
Η ευσπλαχνία του Θεού είναι πιο πλατειά από τον ουρανό και πιο βαθειά από την άβυσσο.
-Μπα! Για μένα τον αμαρτωλό δεν υπάρχει σωτηρία. Αδύνατο. Δεν υπάρχει για μένα.
- Για σένα; Αστείο πράγμα. Αφού, να σκεφθής, υπήρξε για μένα σωτηρία.
- Και τί αμαρτίες έκανες εσύ;
- Μεγάλες, πολύ μεγάλες αμαρτίες.
-Τί μεγάλες! Ποιος μπορεί να έχη φταίξει στον Θεό σαν εμένα τον ταλαίπωρο!
- Και όμως! Να, κάποτε δεν πρόσεξα, παρασύρθηκα κι έπεσα στην εξής αμαρτία.
Και ανέφερε εδώ ο παπα- Σάββας κάποια σοβαρή αμαρτία. Ο άλλος τότε σαν να ζωντάνεψε. Πήρε θάρρος.
- Α! Πνευματικέ μου, την αμαρτία αυτή, έτσι ακριβώς, την έχω κάνει κι εγώ.
- Κι εσύ; Μην ανησυχής. Ο Θεός θα σε συγχωρήση. Αρκεί που το ωμολόγησες.
Ο παπα- Σάββας προχώρησε με τον ίδιο τρόπο. Το τέχνασμα πέτυχε απόλυτα.
Ξεθάρρεψε ο δυστυχής και παρουσίασε με κάθε ειλικρίνεια όλο τον θλιβερό κατάλογο των εγκλημάτων του.
Του έδινε κουράγιο η ιδέα πως και ο πνευματικός ήταν όμοιος του.
- Εγώ, του λέει στο τέλος ο παπα-Σάββας, μετενόησα και έκλαψα πικρά.
Έχω δυο χρόνια τώρα που άλλαξα ζωή. Μου έβαλαν κανόνα μάλιστα να γίνω… πνευματικός. Το έκανα κι αυτό. Έκανα ελεημοσύνες. Έκανα νηστείες. Έγινα άλλος άνθρωπος.
- Κι εγώ, πνευματικέ μου, μετανοώ με όλη μου την ψυχή. Και νηστείες και ό,τι άλλο μου πης θα το εφαρμόσω.
- Αφού αποφασίζεις να αλλάξης ζωή, σκύψε να σου διαβάσω την συγχωρητική ευχή, να σου εξαλείψη ο Θεός όλες τις αμαρτίες.
Έπειτα από λίγο ένας άνθρωπος φτερούγιζε από χαρά, γιατί πέταξε από πάνω του δυσβάσταχτα φορτία. Συναντώντας στη σκήτη της Αγίας Άννης τον γνωστό του μοναχό τού είπε:
- Μ’έσωσες! Έγινα άλλος άνθρωπος.
- Να δοξάζης τον Θεό.
- Καλός πνευματικός! Καλός! Πονετικός! Μόνο που ο καυμένος έκανε στη ζωή του χειρότερα από μένα. Ο άλλος, που μπήκε αμέσως στο νόημα, του είπε:
- Χειρότερα από σένα; Να γελάσω λίγο! Αυτός, χριστιανέ μου, ζη από μικρός στο Άγιον Όρος και είναι σωστός άγγελος. Γι’αυτό αξιώθηκε να γίνη και ιερέας. Ο άλλος έμεινε άναυδος. Τί συνέβαινε; Με τις εξηγήσεις όμως που του έγιναν, κατάλαβε το τέχνασμα της αγάπης. Δοκίμασε μεγάλη έκπληξι. Πράγματι, έπειτα από το πλήγμα που του έφερε ο προηγούμενος πνευματικός δεν υπήρχε άλλος τρόπος να σωθή από το χείλος της αβύσσου. Και από την στιγμή αυτή κορυφώθηκε μέσα του ένας απέραντος θαυμασμός και μια απεριόριστη αγάπη για τον υπέροχο γιατρό και θεραπευτή των ψυχών.
( Σάββας ο Πνευματικός)
( Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι.Μ Παρακλήτου, τόμος α΄, σελ. 36-39)