Η οσία Μελάνη η Νεωτέρα (383-439), εγγονή της ομωνύμου Πρεσβυτέρας, μοίρασε με το σύζυγο της Πινιανό την τεράστια περιουσία της σε εκκλησίες και σε φτωχούς. Μετά ταξίδεψαν στην Αίγυπτο, για να γνωρίσουν αγίους ερημίτες και να προσφέρουν και σ’αυτούς διάφορα δώρα. Έφτασαν έτσι και στην καλύβα του αββά Ηφαιστίωνα. Τον χαιρέτησαν και τον παρακάλεσαν να δεχτή κι αυτός κάτι. Εκείνος τους απάντησε:
-Δεν μου χρειάζεται τίποτε! Τί να τα κάνω αυτά εδώ στην έρημο; Η οσία επέμενε. Επέμενε όμως και ο ερημίτης να μη δέχεται τίποτε. Σκέφτηκε τότε να του αφήση κάτι κρυφά! Έκανε ότι εξετάζη προσεκτικά το εσωτερικό της καλύβας. Αλλά δε βρήκε τίποτε εκτός από ψαθιά για πλέξιμο ζεμπιλιών κι ένα σακκουλάκι με αλάτι. Την ώρα λοιπόν που συνομιλούσε ο ασκητής με το σύζυγο της, έσκυψε και έχωσε στο σακκουλάκι μια ποσότητα χρυσών νομισμάτων. Αμέσως μετά διέκοψε τη συνομιλία, ζήτησε ευχή, πήρε τον Πινιανό και απομακρύνθηκαν γρήγορα.
Ο αββάς Ηφαιστίων δεν άργησε να ανακαλύψη τα νομίσματα και έτρεξε να τους προλάβη. Από μακρία τους φώναζε:
- Πάρτε τα αυτά. Μου είναι άχρηστα εδώ στην έρημο.
- Κράτησε τα, γέροντα, είπαν εκείνοι. Κι αν δε σου χρειάζονται, δώσε τα σε άλλον που έχει ανάγκη.
- Κανείς δεν πρόκειται να τα ζητήση, τους φώναξε πάλι. Από δω κανείς δεν περνά.
Επειδή όμως εκείνοι με κανένα τρόπο δεν ήθελαν να τα πάρουν πίσω, τα έριξε στο ποτάμι, για να μην έχη λογισμούς φιλαργυρίας.
( Ευεργετινός Δ΄)
( Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι.Μ Παρακλήτου, τόμος γ΄, σελ. 64-65)