(Σημείωση: με αυτήν την προσθήκη του Λουθήρου, ο Προτεσταντισμός όλος υποτίμησε ή και αρνήθηκε εντελώς την Παράδοση της Εκκλησίας, την Ιερωσύνη, την αναγκαιότητα της Εκκλησίας, τα Μυστήρια της Εκκλησίας, τη Θεία Λατρεία, υπερτονίζοντας μόνο την ατομική και υποκειμενική πίστη ως απαραίτητη για τη σωτηρία).
(Φειδά Βλασίου, Εκκλησιαστική ιστορία τόμος Γ,σελ. 284-285).
... Η ιδιαίτερη έξαρση από τον Αυγουστίνο του καθολικού λυτρωτικού χαρακτήρα του επίγειου βίου και του σταυρικού θανάτου του Ιησού Χριστού τον οδήγησε (τον Λούθηρο) στο συμπέρασμα, ότι η σωτηρία είναι μία νέα και άμεση προσωπική σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, η οποία θεμελιώνεται όχι βεβαίως με τα αγαθά έργα του πιστού, αλλά απολύτως και αποκλειστικώς με τη θεία χάρη.
Το κρίσιμο όμως για την πνευματική του αγωνία χωρίο της προς Ρωμαίους επιστολής, «Δικαιοσύνη γάρ εν αυτώ (Χριστώ) αποκαλύπτεται εκ πίστεως εις πίστιν, καθώς γέγραπται, ο δε δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται» (Ρωμ. 1, 17), ερμηνεύθηκε με κριτήριο τη σώζουσα και όχι, όπως στη σχολαστική θεολογία, την τιμωρό ενέργεια του Θεού, γι' αυτό και κατέστη η ενδιάθετη θεολογική βάση της όλης διδασκαλίας του. Υπό την έννοια αυτή, η θεία δικαιοσύνη ήταν για τον Λούθηρο διαφορετική από την τιμωρό δικαιοσύνη των σχολαστικών θεολόγων και ταυτιζόταν προς τη φιλάνθρωπη παροχή από τον Θεό της θείας χάριτος ακόμη και στον μη άξιο γι' αυτήν αμαρτωλό, ο οποίος με μόνη την πίστη του, καίτοι αμαρτωλός, σώζεται. Ο αγωνιζόμενος για τη σωτηρία του αμαρτωλός συγχωρείται από τον Θεό, καίτοι είναι αμαρτωλός (simul justus et peccator), γι' αυτό και η σωτηρία του είναι απόρροια μιας άμεσης ή προσωπικής σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό.
Η απόλυτη όμως και αποκλειστική προτεραιότητα της θείας χάριτος και της πίστεως στη σωτηρία του ανθρώπου δηλώθηκε από τον Λούθηρο με μία αυθαίρετη προσθήκη (= εκ μόνης, sola στα λατινικά) στο σχετικό χωρίο της προς Ρωμαίους επιστολής: «ο δε δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται» (3,28), το οποίο διαμορφώθηκε στη θεολογία του ως εξής: «ο δε δίκαιος <εκ μόνης> της πίστεως ζήσεται».
Η αυθαίρετη αυτή αλλοίωση του πρωτοτύπου κειμένου έγινε εφεξής και η θεμελιακή διακήρυξη της όλης προτεσταντικής θεολογίας. Είναι λοιπόν ευνόητο ότι μέσα στα πλαίσια των υποκειμενικών αυτών θεολογικών αναζητήσεων ή πνευματικών επιλογών του Λουθήρου το γεγονός της δικαιώσεως και της σωτηρίας του ανθρώπου θεμελιώνεται υποκειμενικώς στον πιστό διά «μόνης της πίστεως» και συντελείται τελικώς μόνο κατά τη συνάντηση της πίστεως με τον αντικειμενικό παράγοντα της σωτηρίας, δηλαδή με τη θεία χάρη (sola fide, sola gratia). Ο Λούθηρος πίσω του έβλεπε μόνο το προπατορικό αμάρτημα, ενώ μπροστά του έβλεπε μόνο τον θάνατο, γι αυτό και παρέμεινε αδύναμος μπροστά στην υπαρξιακή αγωνία του για τη σωτηρία.
Πράγματι, τον Αύγουστο του 1517 ο Λούθηρος υποστήριξε σε μία μελέτη του, ότι ο άνθρωπος μετά το προπατορικό αμάρτημα εξομοιώθηκε με ένα κακό δένδρο, από το οποίο μόνο κακούς καρπούς μπορεί να αναμένη κανείς. Δύο μήνες αργότερα διατύπωσε δημόσια τις βασικές αυτές μεταρρυθμιστικές θέσεις του. Η θεμελιώδης αυτή θέση του Προτεσταντισμού, η οποία οφείλεται σαφώς στις προσωπικές αγωνίες ή εμπειρίες του Λουθήρου, εξελίχθηκε προοδευτικά ακόμη και σε μία άρνηση της αναγκαιότητας ή της σπουδαιότητας της προσωπικής βουλήσεως του ανθρώπου για τη σωτηρία και στη χαρακτηριστική διδασκαλία του για τον απόλυτο προορισμό (praedestinatio).
Η δικαιοσύνη λοιπόν του Θεού δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιηθή μόνο με την τυπολατρική συνήθως συμμετοχή του ανθρώπου στη θεία λατρεία ή με τα αγαθά έργα, αλλά μόνο με τη θεία χάρη και την προσωπική εμπειρία της πίστεως. Βεβαίως, ο άνθρωπος πρέπει να πράττη αγαθά έργα, όχι όμως γιατί αυτά καθ’ αυτά είναι ωφέλιμα στον ίδιο, αλλά κυρίως γιατί τα ζητεί ο Θεός και γιατί είναι ωφέλιμα στους άλλους ανθρώπους, καίτοι δεν μπορεί κανείς να σωθή μόνο με αυτά. Τα αγαθά έργα των δικαίων καθ' αυτά μπορούν μάλιστα να καταστούν ακόμη και θανάσιμα αμαρτήματα, επειδή θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην πλάνη ή στον εγωισμό της αυτοδικαιώσεως του ανθρώπου ενώπιον του Θεού, πολύ δε περισσότερο τα αγαθά έργα των αμαρτωλών, γι’ αυτό και το ευγενέστερο από τα αγαθά έργα είναι η πίστη στον Χριστό.