(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Η, σελ. 223-227).
VI. ΟΙ ΚΟΥΑΚΕΡΟΙ.
Όλαι αι αρεταί των Πουριτανών έλαμψαν εις την παραφυάδα των, τους Κουάκερους, όσον και αν ημαυρώθησαν επί εν διάστημα από την φαντασίωσιν και τον φανατισμόν. Ο φόβος τόσον του Θεού όσον και του Σατανά ήτο τόσον ισχυρός εις αυτούς, ώστε ενίοτε τους έκαμνε να τρέμουν και από αυτό επήραν και την ονομασίαν των (αγγλ. quake=τρέμω). Εις από αυτούς, ο Ρόμπερτ Μπάργκλεϋ, έλεγε το 1679:
Η δύναμις του Θεού θα εκσπάση εις μίαν ολοκληρωτικήν αναμέτρησιν και θα σημειωθή μία τόσον ισχυρά εσωτερική μετατόπισις, καθώς ο καθείς θα επιζητή να υπερνικήση το πονηρόν εντός του, ώστε, λόγω της συγκρούσεως των δύο αυτών αντιθέτων δυνάμεων, όπως κατά την σύγκρουσιν δύο αντιθέτων παλιρροϊκών ρευμάτων, κάθε άτομον θα δοκιμασθή δεινώς όπως κατά την διάρκειαν μιας ολοημέρου μάχης και, ως εκ τούτου, τρόμος και φρικίασις του σώματος θα καταλάβη τους περισσοτέρους, αν όχι και όλους όσοι, καθώς η Δύναμις και η Αλήθεια υπερτερούν, θα καταλήξουν, από την οδύνην και τον στεναγμόν, εις μίαν γλυκύφωνον ευχαριστίαν και δοξολογίαν. Εξ αυτού δε και η ονομασία «Κουάκεροι» («Κουέϊκερς»), δηλαδή «Τρέμοντες», μας απεδόθη με περιφρόνησιν αρχικώς.
Η εξήγησις που δίδει ο ιδρυτής της αιρέσεως των, ο Τζώρτζ Φόξ, διαφέρει ελάχιστα. «Ο δικαστής Μπέννετ του Ντέρμπυ ήτο ο πρώτος που μας απεκάλεσε Κουάκερους, επειδή τους είπαμε ότι έπρεπε να τρέμουν την φωνήν του Κυρίου. Τούτο συνέβη το 1650.» Η ονομασία που έδιδον οι ίδιοι εις την αίρεσίν των ήτο «Φίλοι της Αλήθειας» και, αργότερα, επί το μετριπαθέστερον, «Εταιρεία των Φίλων».
Αρχικώς ήσαν ως φαίνεται Πουριτανοί, με την ισχυράν ειδικώς πεποίθησιν ότι οι δισταγμοί των μεταξύ αρετής και αμαρτίας ήσαν η πάλη, εις την ψυχήν και το σώμα των, μεταξύ δύο πνευματικών δυνάμεων, του καλού και του κακού, διά την κατοχήν των επί της γης και εις την αιωνιότητα. Εδέχοντο τας βασικάς ιδέας των Πουριτανών— την θείαν προέλευση της Αγίας Γραφής, την έκπτωσιν του Αδάμ και της Εύας, το αμαρτωλόν της ανθρωπίνης φύσεως, το λυτρωτικόν νόημα της θυσίας του Χριστού ως Υιού του Θεού και την δυνατότητα του Αγίου Πνεύματος, του εκπορευομένου εξ ουρανών, να φωτίση και εξευγενίση την ψυχήν του ατόμου. Το ν’ άντιληφθή και να αισθανθή κανείς το Εσώτερον Φως, να δεχθή την καθοδήγησίν του, ήτο δια τους Κουάκερους η ουσία της θρησκείας. Αν ο άνθρωπος ακολουθήση αυτό το φως, δεν έχει ανάγκην ιεροκηρύκων ή ιερέων ούτε εκκλησίας. Αυτό το φως ήτο ανώτερον της ανθρωπίνης λογικής, ακόμη και από αυτήν την Αγίαν Γραφήν, διότι ήτο η άμεσος επικοινωνία της φωνής του Θεού με την ψυχήν.
Ο Τζώρτζ Φόξ ήτο άνθρωπος μικράς μορφώσεως, αλλά το « Ημερολόγιόν» του είναι εν κλασσικόν αγγλικόν κείμενον, διότι αποκαλύπτει την λογοτεχνικήν δύναμιν του μη εντέχνου λόγου, αν είναι απλούς, ειλικρινής, σοβαρός. Υιός πτωχού υφαντού, εμαθήτευσε εις υποδηματοποιείον, αλλά το εγκατέλειψε «κατ’ εντολήν του Θεού» και ήρχισε, εις ηλικίαν 23 ετών (1647), να περιοδεύη κηρύττων, μέχρι του θανάτου του (1691). Κατά τα πρώτα εκείνα έτη εβασανίζετο από πειρασμούς και μετέβαινε να συμβουλευθή κληρικούς. Εις από αυτούς του συνέστησε φάρμακα και αφαίμαξιν, άλλος καπνόν και ψαλμούς. Ο Τζώρτζ έπαυσε να εμπιστεύεται τους ιερείς, όταν όμως ήνοιγε την Γραφήν εύρισκε παρηγορίαν.
Έπαιρνα συχνά την Βίβλον μου και επήγαινα να καθήσω εντός κοιλοτήτων δένδρων ή εις μοναχικούς τόπους έως την νύκτα. Συχνά επίσης, την νύκτα, εβάδιζα μόνος και θλιμμένος, διότι ήμουν γεμάτος οδύνην τότε που έγινε η πρώτη επενέργεια του Κυρίου εντός μου... Κατόπιν ο Κύριος μου έδειξε την οδόν και με έκαμε να ίδω την αγάπην Του, ατελεύτητον και αιωνίαν, που υπερέχει κάθε γνώσεως την οποίαν κατέχουν οι άνθρωποι εκ φύσεως ή λαμβάνουν από την ιστορίαν και τα βιβλία.
Ολίγον αργότερα ησθάνθη ότι η αγάπη του Θεού τον είχεν εκλέξει να κηρύξη εις όλους περί του « Εσωτέρου Φωτός». Εις μίαν συγκέντρωσιν Βαπτιστών, εις το Λέϊτσεστερσαϊρ, «ο Κύριος ήνοιξε το στόμα μου και η αιωνία αλήθεια εκηρύχθη εις αυτούς και η δύναμις του Κυρίου ήλθεν επ' αυτών.» Εδημιουργήθη η φήμη ότι ήτο «ισχυρά διάνοια», δι’ αυτό και πολλοί έσπευδον να τον ακούσουν. «Η δύναμις του Κυρίου, εξεδηλώθη και με παρέσυρε και είχον πολλάς αποκαλύψεις και προφητείας.» «Ενώ εβάδιζον εις τους αγρούς, ο Κύριος μου είπε: «Το όνομα σου αναγράφεται εις το βιβλίον του Αμνού που είναι πηγή ζωής και υπήρχε προ της δημιουργίας του κόσμου.» Ο Τζώρτζ δηλαδή είχε παρηγορηθή τώρα με την σκέψιν ότι συγκατελέγετο εις τους ολίγους εκείνους που εξέλεξεν ο Θεός, προ της Δημιουργίας, δια να λάβουν την χάριν Του και την αιωνίαν ευλογίαν. Τώρα ησθάνετο τον εαυτόν του ίσον προς κάθε άνθρωπον και η υπερηφάνεια δια την θείαν αυτήν εκλογήν του απηγόρευε «να βγάλη το καπέλλο του εις οποιονδήποτε, μέγαν ή μικρόν». Και «έγινα χρήσιμος εις Σε και εις όλους Σου τους ανθρώπους, άνδρας ή γυναίκας, πλουσίους ή πτωχούς, μεγάλους και μικρούς».
Πεισθείς ότι η αληθής θρησκεία είχε ως θεμέλιον όχι την εκκλησίαν αλλά την φωτισμένην ψυχήν, εισήλθε εις μίαν εκκλησίαν πλησίον του Νόττιγχαμ και διέκοψε την λειτουργίαν κραυγάζων ότι η αλήθεια ευρίσκετο όχι εις την Αγίαν Γραφήν αλλά εις το Εσώτερον Φως. Συνελήφθη (1649), άλλα ο αστυνόμος τον ηλευθέρωσε, η δε σύζυγος του αστυνόμου έγινε από τους πρώτους οπαδούς του. Επανήρχισε την αποστολικήν του περιπλάνησιν, εισήλθε εις άλλην εκκλησίαν και: «Με συγκίνησιν εκήρυξα την αλήθειαν εις τον ιερέα και το εκκλησίασμα, αλλά ο λαός μου επετέθη με οργήν, με έρριψε κάτω..., και με εκτύπησαν όλοι σκληρά με τα χέρια, τας Βίβλους των και τα μπαστούνια των.» Συνελήφθη και πάλιν. Ο δήμαρχος τον άφησε ελεύθερον, αλλά ο λαός τον εξεδίωξε από την πόλιν με λιθοβολισμούς. Εις το Ντέρμπυ εκήρυξε και πάλιν ότι αι εκκλησίαι και η μετάληψις ήσαν προσβολή κατά του Θεού. Ενεκλείσθη εις επανορθωτικόν άσυλον επί εξάμηνον (1650). Του επροτάθη απόλυσις, αν εδέχετο να ενταχθή εις τον στρατόν. Απήντησε με εν σφοδρόν κήρυγμα κατά του πολέμου. Τον ενέκλεισαν τώρα «εις ένα φθειριώντα, βρωμερόν τόπον, χαμηλά υπό την επιφάνειαν του εδάφους, χωρίς κλίνην, μαζί με τριάκοντα κακούργους, όπου εκρατήθην επί ήμισυ σχεδόν έτος.» Από την φυλακήν του έστειλε επιστολήν προς τους δικαστάς και άρχοντας της πόλεως, υποστηρίζων την κατάργησιν της θανατικής ποινής• αυτή δε η επέμβασις πιθανόν να έσωσε από την αγχόνην μίαν νεαράν γυναίκα που είχε καταδικασθή εις θάνατον διά κλοπήν.
Μετά ενός έτους φυλάκισιν επανήρχισε την «περιπατητικήν» του διδασκαλίαν. Εις το Γουέϊφελντ προσηλύτισε τον Τζαίημς Νέϋλερ. Εις το Μπήβερλυ εισήλθε εις μίαν εκκλησίαν, επερίμενε το τέλος της λειτουργίας και τότε ηρώτησε τον ιεροκήρυκα αν δεν εντρέπετο που «εισπράττει τριακοσίας λίρας το έτος διά να κηρύττη την Γραφήν.» Εις άλλην πόλιν ο ιερεύς τον εκάλεσε να κηρύξη εις την εκκλησίαν του• ο Φόξ ηρνήθη, αλλά ωμίλησε προς εν πλήθος εις το προαύλιον της εκκλησίας.
Εδήλωσα εις τον λαόν ότι ήλθα όχι διά να στηρίξω τους ειδωλολατρικούς των ναούς ούτε τους ιερείς των ούτε τους μισθούς που εισπράττουν αυτοί ούτε... τας εβραϊκάς και ειδωλολατρικάς λειτουργίας των και παραδόσεις (διότι τα κατεδίκασα όλα αυτά) και τους είπα ότι το γήινον εκείνο κτίσμα δεν ήτο περισσότερον ιερόν από οποιοδήποτε άλλο... Εξώρκισα επομένως τον λαόν να τα εγκατάλειψη όλα αυτά και τους συνεβούλευσα ν’ αναζητήσουν το πνεύμα και την χάριν του Θεού εντός των και το φως του Ιησού εις αυτήν την καρδίαν των.»
Στο Σουόρθμορ του Γιόρκσαϊρ προσηλύτισε την Μάργκαρετ Φέλλ και κατόπιν τον σύζυγόν της δικαστήν Τόμας Φέλλ. Η οικία των, το Σουάρθμορ Χώλ, έγινε ο πρώτος πραγματικός τόπος συγκεντρώσεως των Κουάκερων και είναι μέχρι σήμερον τόπος προσκυνήματος των οπαδών της Εταιρείας των Φίλων.
Πρέπει να παρακολουθήσωμεν τώρα την συνέχειαν της ιστορίας του Φόξ. Η μέθοδός του ήτο πρωτόγονος, τούτο όμως ισοφαρίζετο από την καρτερίαν με την όποιαν υπέμεινε την ατελείωτον σειράν των συλλήψεων και προπηλακισμών. Πουριτανοί, Πρεσβυτεριανοί και Αγγλικανοί του επετίθεντο από κοινού, διότι απέρριπτε την μετάληψιν, την εκκλησίαν και τους ιερείς. Οι δημοτικοί άρχοντες εφυλάκιζον τους Κουάκερους όχι μόνον επειδή διετάρασσον την δημοσίαν λατρείαν και διέφθειρον τους στρατιώτας με το φιλειρηνικόν των κήρυγμα (πασιφισμόν), αλλά και επειδή ηρνούντο να ορκισθούν υπακοήν εις την κυβέρνησιν. Οι Κουάκεροι διεμαρτύροντο υποστηρίζοντες ότι οι οιουδήποτε είδους όρκοι είναι ανήθικοι. Ένα «ναι» ή ένα «ου» είναι αρκετόν. Ο Κρόμβελ έβλεπε με συμπάθειαν τους Κουάκερους, έδωσε εις τον Φόξ φιλικήν συνέντευξιν (1654) και, αποχωρών, του είπε: «Ελάτε πάλι, εις το σπίτι μου. Αν εσείς κι εγώ εβλεπόμεθα μίαν ώραν την ημέραν θα ήμεθα πλησιέστερα ο ένας εις τον άλλον.» Το 1657 ο προτέκτωρ διέταξε την απόλυσιν των κρατουμένων Κουάκερων και παρήγγειλε εις όλους τους δικαστάς να μεταχειρίζωνται αυτούς τους άνευ εκκλησίας Ιεροκήρυκας «ως θύματα αυταπάτης».
Τον μεγαλύτερον διωγμόν υπέστη ο Τζαίημς Ναίϋλερ, ο οποίος επεξέτεινε το δόγμα του Εσωτέρου Φωτός μέχρι του σημείου να πιστεύη, ή να υποκρίνεται ότι πιστεύει, ότι ήτο ενσαρκωθείς Χριστός. Ο Φόξ τον επετίμησε, αλλά μερικοί φανατικοί οπαδοί του τον ελάτρευσαν ως Χριστόν, μία δε γυναίκα εβεβαίωνε ότι την είχε αναστήσει δύο ημέρας μετά τον θάνατόν της. Όταν ο Ναίϋλερ έφθασε έφιππος εις το Μπρίττολ, αι γυναίκες έρριπτον τας ζώνας των προ του ίππου του και έψαλλον «Άγιος, άγιος, άγιος είναι ο Κύριος και Θεός των Πνευμάτων.» Συνελήφθη με την κατηγορίαν της βλασφημίας.
Ερωτώμενος διά τους ισχυρισμούς του ιδίου ή άλλων διά τον εαυτόν του, έδιδε την απάντησιν του Χριστού: «Συ είπας.» Το Κοινοβούλιον, πουριτανικόν τότε εις την πλειοψηφίαν του, επελήφθη της υποθέσεως (1656) και επί ένδεκα ημέρας συνεχίζετο η συζήτησις αν έπρεπε να θανατωθή ή όχι. Η καταδίκη του επεκυρώθη με ψήφους 96 κατά 82, αλλά, από μίαν «ανθρωπιστικήν» παραχώρησιν, η ποινή περιωρίσθη εις δίωρον ορθοστασίαν με τον αυχένα υπό τον κύφωνα, 310 μαστιγώσεις, εγχάραξιν του γράμματος Β (Βλάσφημος) διά πυράς επί του μετώπου του και την έγκαυσιν της γλώσσης του διά πυρακτωμένης ράβδου. Υπέμεινε ηρωϊκώς όλας αυτάς τας αγριότητας. Οι οπαδοί του τον ετίμησαν ως μάρτυρα. Εφίλων και ερρόφων το αίμα από τας πληγάς του. Εφυλακίσθη εις αυστηράν απομόνωσιν, χωρίς πένναν, χαρτί, θέρμανσιν και φως. Βαθμιαίως, το ηθικόν του κατέρρευσε. Παρεδέχθη ότι είχε πλανηθή. Απελύθη το 1659 και απέθανε πένης το 1660.
Οι Κουάκεροι διεκρίνοντο μεταξύ όλων των άλλων αιρέσεων από ωρισμένας αλλοκότους ιδιορρυθμίας, όπως τας εχαρακτήριζον μερικοί από τους συγχρόνους των. Δεν επέτρεπον εις τον εαυτόν των κανενός είδους στολισμόν της ενδυμασίας των. Δεν έβγαζαν το καπέλλο προ ουδενός, οιασδήποτε κοινωνικής τάξεως ή αξιώματος ούτε και εντός της εκκλησίας ή της Αυλής. Απηυθύνοντο προς όλους εις τον ενικόν. Απέφευγον τας ειδωλολατρικάς ονομασίας των ημερών της εβδομάδος και των μηνών, λέγοντες επί παραδείγματι, «την πρώτην ημέραν του έκτου μηνός.» Ετέλουν την λατρείαν των τόσον εις κλειστόν όσον και εις ανοικτόν χώρον. Ο κάθε πιστός εκαλείτο να είπη τι του είχεν εμπνεύσει να είπη το Άγιον Πνεύμα. Κατόπιν ετήρουν όλοι κατανυκτικήν σιγήν, πιθανόν ως αντίδρασιν εις τον ενθουσιασμόν των — που αρχικώς εσήμαινε «αίσθησιν του Θεού εν εαυτώ.»
Αι γυναίκες εγίνοντο δεκταί εις την άσκησιν της λατρείας και εις την προσευχήν ως ισότιμοι προς τους άνδρας. Όπως ήτο φυσικόν, οι Βρεταννοί εμίσουν τους πρώτους Κουάκερους διά την φανατικήν αδιαλλαξίαν των απέναντι των άλλων αιρέσεων και διά την κάποιαν οίησιν των διά την υπεροχήν της αρετής των. Κατά τα άλλα, οι οπαδοί της Εταιρείας των Φίλων ήσαν υποδειγματικοί Χριστιανοί. Δεν ανθίσταντο εις τους πειρασμούς, εδέχοντο με διαμαρτυρίας εις τους λόγους μόνον τας χειρίστας συνθήκας της φυλακής, δεν ανταπέδιδον το κτύπημα εις όσους τους εκτύπων. Έδιδον ότι ηδύναντο περισσότερον εις όσους τους εζήτουν βοήθειαν. Ο έγγαμος βίος των ήτο ανεπίληπτος. Λόγω του αυστηρού όρου που έθετε εις τον εαυτόν του ο καθείς από αυτούς να μη συνάπτη γάμον παρά μόνον με άλλον κουάκερον, η αριθμητική των αύξησις ήτο περιωρισμένη. Μέχρι του 1660 πάντως υπήρχον εις την Αγγλίαν περί τους 60.000 κουάκεροι. Η φήμη των δι’ εντιμότητα, ευγένειαν, φιλοπονίαν και οικονομίαν τους εξύψωσε από τα κατώτερα στρώματα, όπου αρχικώς ενεφανίσθησαν, εις τας μεσαίας τάξεις όπου ανήκουν σήμερα οι περισσότεροι εξ αυτών.