(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Δ, σελ. 697-702).
IV. Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ: 1146-8 μ.Χ.
Ο άγιος Βερνάρδος εκάλεσε τον πάπαν Ευγένιον τον Γ' να απευθύνη νέαν έκκλησιν προς κατάταξιν υπό τα όπλα. Ο Ευγένιος, που είχεν εμπλακή εις διαμάχην με τους απίστους της Ρώμης, παρεκάλεσε τον Βερνάρδον να αναλάβη ο ίδιος το έργον αυτό. Η σκέψις ήτο σοφή, διότι ο άγιος ήτο μεγαλύτερος άνθρωπος από εκείνον τον οποίον είχε βοηθήσει να αναγορευθή πάπας. Όταν εγκατέλειψε το κελλί του εις το Κλερβώ, δια να κηρύξη την Σταυροφορίαν εις τους Γάλλους, ο σκεπτικισμός που εκρύπτετο εις την καρδιάν κάθε πιστού παρεμερίσθη και οι φόβοι τους οποίους είχαν διεγείρει αι αφηγήσεις περί της Πρώτης Σταυροφορίας διελύθησαν. Ο Βερνάρδος ήλθε προσωπικώς εις τον βασιλέα Λουδοβίκον τον Ζ’ και τον έπεισε να φορέση τον σταυρόν. Με τον βασιλέα εις το πλευρόν του, απηυθύνθη τότε προς το πλήθος εις την Βεζελέ (1146), όπου αμέσως μετά το τέλος του λόγου του οι άνθρωποι κατετάσσοντο ομαδόν. Οι σταυροί που είχαν προετοιμασθή, απεδείχθησαν πολύ ολίγοι και ο Βερνάρδος έκοψε το ένδυμά του δια να κατασκευασθούν με αυτό συμπληρωματικά εμβλήματα. «Πόλεις και πύργοι είναι άδειοι- έγραφε εις τον πάπαν – ένας μόνον άνδρας αναλογεί επί επτά γυναικών και παντού υπάρχουν χήραι των οποίων οι σύζυγοι ζουν ακόμη».
Αφού έτσι διήγειρε τον ενθουσιασμόν εις την Γαλλίαν, επέρασε εις την Γερμανίαν, όπου η φλογερά ευγλωττία του έπεισε τον Κονράδον τον Γ' να δεχθή την Σταυροφορίαν ως μοναδικόν τρόπον καταπαύσεως των μεταξύ Γουέλφων και Χοενστάουφεν ερίδων δια των οποίων εσπαράσσετο από μακρού το βασίλειόν του. Πολλοί ευγενείς ηκολούθησαν τον Κονράδον, μεταξύ δε αυτών και ο νεαρός Φρειδερίκος της Σουαβίας που έγινε αργότερα Βαρβαρόσσας και απέθανε κατά την Τρίτην Σταυροφορίαν.
Το Πάσχα του 1147, ο Κονράδος και οι γερμανοί του εξεκίνησαν και κατά την Πεντηκοστήν, ο Λουδοβίκος και οι γάλλοι του τον ηκολούθησαν εις αρκετήν απόστασιν, μη γνωρίζοντες εάν οι Γερμανοί ή οι Τούρκοι ήσαν οι χειρότεροι εχθροί των. Δια τους Γερμανούς, άλλωστε, ελαχίστη διαφορά υπήρχε μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, τόσαι δε βυζαντιναί πόλεις ελεηλατήθησαν εις το πέρασμά των, ώστε οι άνθρωποι έκλειναν τας θύρας των και επρομήθευαν τρόφιμα εις τους Σταυροφόρους με καλάθια που τα κρεμούσαν από τα τείχη. Ο Μανουήλ Κομνηνός, αυτοκράτωρ τότε της Ανατολής, προσεφέρθη ευγενώς να βοηθήση τους ευγενείς φιλοξενουμένους του δια να διέλθουν τον Ελλήσποντον εις την Σηστόν, αντί να διασχίσουν την Κωνσταντινούπολιν, αλλά ο Κονράδος και ο Λουδοβίκος ηρνήθησαν. Μερικοί συνεβούλευσαν τον Λουδοβίκον να καταλάβη την Κωνσταντινούπολιν εν ονόματι της Γαλλίας, ο Λουδοβίκος αντετάχθη, αλλά και πάλιν οι Έλληνες επληροφορήθησαν τα συμβαίνοντα. Τους ετρόμαζε το παράστημα και αι πανοπλίαι των ιπποτών της Δύσεως, διεσκέδαζε όμως τους φόβους των το πλήθος των γυναικών που ακολουθούσε τους ιππότας.
Ο Λουδοβίκος συνωδεύετο από την ενοχλητικήν Ελεονώραν του και πολλοί τροβαδούροι ακολουθούσαν την βασίλισσαν. Οι κόμιτες της Φλάνδρας και της Τουλούζης συνωδεύοντο από τας κομήσσας των, αι οποίαι μετέφεραν πλήθος αποσκευών, δεμάτων και κιβωτίων με στολίδια και κοσμήματα δια να προστατεύσουν την ομορφιάν των από τας περιπέτειας του κλίματος, του πολέμου και του χρόνου. Ο Μανουήλ που εβιάζετο να μεταφέρη τας δύο στρατιάς πέραν του Βοσπόρου, εφωδίασε τους Έλληνας με υποτιμημένον νόμισμα δια να το χρησιμοποιούν εις τας συναλλαγάς των με τους Σταυροφόρους. Εις την Ασίαν, η σπάνις των τροφίμων και αι υψηλαί τιμαί που εζητούσαν οι Έλληνες, έγιναν αιτίαι πολλών ερίδων μεταξύ σωτήρων και προστατευομένων, ο Φρειδερίκος δε ο Βαρβαρόσσας ελυπείτο διότι το σπαθί του έπρεπε να χύση αίμα χριστιανικόν δια να αποκτήση το προνόμιον να συναντήση τους απίστους.
Ο Κονράδος επέμεινε, παρά την συμβουλήν του Μανουήλ, να ακολουθήση το δρομολόγιον της Πρώτης Σταυροφορίας. Εις πείσμα ή εξ αιτίας των Ελλήνων οδηγών των, οι Γερμανοί έπεσαν εις σειράν ανύδρων ερήμων και μουσουλμανικών παγίδων και έχασαν πολλούς άνδρας. Εις το Δορυλαίον όπου η Πρώτη Σταυροφορία είχεν ηττηθή από τον Κιλίτζ Αρσλάν, η στρατιά του Κονράδου συνήντησε τον όγκον των μουσουλμανικών στρατευμάτων και υπέστη τόσον συντριπτικήν ήτταν ώστε μόνον ένας επί δέκα χριστιανών διεσώθη.
Η γαλλική στρατιά, που ηκολούθει εις απόστασιν εξηπατήθη από ψευδείς φήμας περί γερμανικής νίκης, επροχώρησε αμέριμνος και απεδεκατίσθη από την πείναν και τας μουσουλμανικάς επιδρομάς. Όταν έφθασαν εις την Ατταλίαν, ο Λουδοβίκος διεπραγματεύθη με τους έλληνας πλοιάρχους την διεπεραίωσιν του στρατού του δια θαλάσσης εις την Ταρσόν και την Αντιόχειαν, τας οποίας κατείχαν τότε οι Χριστιανοί. Οι πλοίαρχοι εζήτησαν υπερβολικήν τιμήν και ο Λουδοβίκος με τους περισσοτέρους ευγενείς, την Ελεονώραν και πολλάς κυρίας επεβιβάσθησαν των πλοίων δια να μεταβούν εις την Αντιόχειαν εγκαταλείποντες τον γαλλικόν στρατόν εις την Ατταλίαν. Αι μωαμεθανικοί δυνάμεις επετέθησαν κατά της πόλεως και έσφαξαν εκεί όλους σχεδόν τους Γάλλους (1148).
Ο Λουδοβίκος ήλθε εις την Ιερουσαλήμ με τας κυρίας, όχι όμως και με τον στρατόν του, ενώ ο Κονράδος έφθασε εκεί με τα άθλια υπολείμματα των στρατευμάτων εκείνων που είχαν αναχωρήσει από την Ρατισβόννην. Με τους επιζώντας και με τους στρατιώτας που υπήρχαν ήδη εις την πρωτεύουσαν, κατηρτίσθη νέος στρατός, ο οποίος εβάδισε εναντίον της Δαμασκού υπό την κοινήν αρχηγίαν του Κονράδου, του Λουδοβίκου και του Βαλδουίνου του Γ' (1143-62). Κατά την διάρκειαν της πολιορκίας ηγέρθησαν έριδες μεταξύ των ευγενών επί του ζητήματος του μελλοντικού κυριάρχου της Δαμασκού. Μουσουλμάνοι πράκτορες εισεχώρησαν εις την χριστιανικήν στρατιάν και έπεισαν μερικούς αρχηγούς να ακολουθήσουν πολιτικήν αδρανείας ή αποχωρήσεως. Όταν έφθασε η είδησις ότι οι εμίραι του Χαλεπίου και της Μοσούλης προχωρούσαν με ισχυράς δυνάμεις δια να βοηθήσουν την Δαμασκόν, οι συνήγοροι της αποχωρήσεως υπερίσχυσαν. Η χριστιανική στρατιά διεσπάσθη και τελικώς έφυγε προς την Αντιόχειαν, την Άκρην και την Ιερουσαλήμ. Ο Κονράδος επέστρεψε ασθενής και ντροπιασμένος εις την Γερμανίαν, η Ελεονόρα και οι περισσότεροι γάλλοι ιππόται επανήλθαν εις την Γαλλίαν. Ο Λουδοβίκος παρέμεινε επί ένα ακόμη έτος εις την Παλαιστίνην, επισκεπτόμενος, ως προσκυνητής, διαφόρους αγίους τόπους.
Η Ευρώπη έμεινε κατάπληκτη από την κατάρρευσιν της Δευτέρας Σταυροφορίας. Όλοι ήρχισαν να διερωτώνται πώς ήτο δυνατόν ο Παντοδύναμος να αφήση τους υπερασπιστάς του να ταπεινωθούν, άλλοι επετίθεντο εναντίον του αγίου Βερνάρδου, επειδή ο ασύνετος οραματιστής έστειλε τόσους ανθρώπους εις τον θάνατον, μερικοί δε, οι περισσότερον θαρραλέοι, ήρχισαν να αμφισβητούν τα βασικά δόγματα της χριστιανικής πίστεως. Ο Βερνάρδος απήντησε ότι αι βουλαί του Θεού είναι άγνωστοι και ότι η καταστροφή ήτο ίσως η τιμωρία δια τα αμαρτήματα που είχαν διαπράξει οι χριστιανοί. Από τότε όμως η φιλοσοφική αμφιβολία που έσπειρεν ο Αβελάρδος (απέθανε εις τα 1142) εύρε απήχησιν μεταξύ του λαού. Ο ενθουσιασμός δια την Σταυροφορίαν ηλαττώθη και ο Αιών της Πίστεως προητοιμάζετο να αμυνθή, δια πυρός και σιδήρου, εναντίον της παρεισφρύσεως ξένων πίστεων ή εναντίον της αθεΐας.
V. ΣΑΛΑΔΙΝΟΣ
Εν τω μεταξύ, ένας περίεργος και πρωτότυπος πολιτισμός ανεπτύσσετο εις την χριστιανικήν Συρίαν και Παλαιστίνην. Οι Ευρωπαίοι που είχαν εγκατασταθή εκεί από του 1099, υιοθέτησαν σιγά- σιγά την ανατολικήν ενδυμασίαν, το τουρμπάνι και το κυματιστόν μακρόν ένδυμα, που ταίριαζαν καλύτερα εις τας κλιματικάς συνθήκας της ερήμου. Η εξοικείωσις, άλλωστε, με τους μουσουλμάνους που ζούσαν εις το εσωτερικόν του βασιλείου ηλάττωσε την αμοιβαίαν δυσπιστίαν και εχθρότητα. Μουσουλμάνοι έμποροι εισήρχοντο ελευθέρως εις τα χριστιανικά καταστήματα και επωλούσαν εκεί τα εμπορεύματά των, εξ άλλου οι μουσουλμάνοι και ιουδαίοι ιατροί επροτιμώντο από τους χριστιανούς ασθενείς. Ο χριστιανικός κλήρος επέτρεπε εις τους μουσουλμάνους να ασκούν την λατρείαν των εις τα τζαμιά, το δε Κοράνιον εδιδάσκετο ελευθέρως εις τα αραβικά σχολεία της Αντιοχείας και της Τριπόλεως.
Τα χριστιανικά και μουσουλμανικά κράτη επέτρεπαν την ελευθέραν δίοδον ταξιδιωτών και έμπορων δια των συνόρων των. Επειδή ελάχισται χριστιαναί γυναίκες είχαν ακολουθήσει τους Σταυροφόρους, ενυμφεύθησαν γυναίκας της Συρίας και μετ’ ολίγον οι απόγονοί των με το ανάμικτον αίμα αποτελούσαν το μεγαλύτερον μέρος του πληθυσμού. Η αραβική έγινε η καθημερινή γλώσσα των ανθρώπων του λαού. Χριστιανοί ευγενείς συμμαχούσαν με μουσουλμάνους εμίρας εναντίον αντιπάλων των χριστιανών και μουσουλμάνοι εμίραι ζητούσαν πολλάς φοράς την βοήθειαν των «πολυθεϊστών» κατά τας κρισίμους στρατιωτικάς ή διπλωματικάς στιγμάς των. Οι χριστιανοί συνεδέθησαν δια προσωπικής φιλίας με τους μουσουλμάνους.
Ο Ίμπν Ζουμπαΐρ, που εταξίδευσε εις την Συρίαν περί το 1183, έγραφεν ότι οι συμπατριώται του μουσουλμάνοι που ζούσαν εκεί ευημερούσαν και ετύγχανον καλής μεταχειρίσεως εκ μέρους των Φράγκων. Ελυπείτο διότι έβλεπε την Άκρην «να βρίθη από γουρούνια και σταυρούς», διατηρούσε όμως την ελπίδα ότι οι άπιστοι εκείνοι θα εξεπολιτίζοντο βαθμιαίως κατόπιν της επαφής των με τον ανώτερον πολιτισμόν.
Κατά τα σαράντα ειρηνικά έτη που ηκολούθησαν την Δευτέραν Σταυροφορίαν, το Λατινικόν Βασίλειον της Ιερουσαλήμ συνέχιζε πάντοτε να σπαράσσεται από εσωτερικάς διαμάχας, ενώ οι μουσουλμάνοι εχθροί του ήρχισαν να αποκαθιστούν την ενότητά των. Ο Νούρ εντ Ντιν εξήπλωσε την κυριαρχίαν του από του Χαλεπίου μέχρι της Δαμασκού (1164), μετά τον θάνατόν του δε ο Σαλαδίνος συνήνωσε υπό την διοίκησίν του την Αίγυπτον και την Ισλαμικήν Συρίαν (1175). Οι γενουάται, βενετοί και πιζανοί έμποροι ανεστάτωσαν τους λιμένας της Ανατολής με τας θανασίμους εχθρότητάς των. Οι ιππόται αλληλεμάχοντο δια την βασιλικήν εξουσίαν και όταν ο Γκύ ντε Λουζινιάν επέτυχε να ανέλθη εις τον θρόνον της Ιερουσαλήμ (1186) η δυσαρέσκεια εξηπλώθη μεταξύ όλων των ευγενών. «Εάν ο Γκύ είναι βασιλεύς έλεγε ο αδελφός του Γοδεφρείδος εγώ πρέπει να είμαι θεός».
Ο Ρεζινάλντ του Σατιγιόν ανεκήρυξε τον εαυτόν του μονάρχην εις την ωχυρωμένην πόλιν του Κάρακ, πέραν του Ιορδάνου πλησίον των αραβικών συνόρων, και πολλάς φοράς παρεβίασε την ανακωχήν που είχε κλείσει ο Σαλαδίνος με τον λατίνον βασιλέα. Διεκήρυξε την πρόθεσίν του να εισβάλη εις την Αραβίαν, να καταστρέψη τον τάφον του «καταραμένου εκείνου καμηλάτου» εις την Μεδίναν και να κατεδαφίση την Καάβαν της Μέκκας. Με την μικράν δύναμίν του εκ τυχοδιωκτών ιπποτών, επεβιβάσθη εις πλοία εις την Ερυθράν Θάλασσαν, προσήγγισε εις την Ελ. Άουρα και από εκεί εβάδισε κατά της Μεδίνας. Υπέστησαν όμως επίθεσιν από αιγυπτιακόν απόσπασμα και εσφάγησαν όλοι εκτός από μικρόν αριθμόν ιπποτών που διέφυγαν μαζί με τον ίδιον τον Ρεζινάλντ, ενώ οι αιχμάλωτοι που συνελήφθησαν ωδηγήθησαν εις την Μέκκαν και εθυσιάσθησαν αντί αιγών κατά την διάρκειαν του ετησίου προσκυνήματος (1183).
Ο Σαλαδίνος, ο οποίος ηρκείτο, μέχρι της εποχής αυτής, εις μικράς επιδρομάς κατά της Παλαιστίνης, ετραυματίσθη τότε εις την πίστιν του, ανεδιωργάνωσε τον στρατόν με τον οποίον είχε καταλάβει την Δαμασκόν και αντεμετώπισε τας δυνάμεις του Λατινικού Βασιλείου εις την ιστορικήν πεδιάδα του Εσδρέλωνος (1183). Μερικούς μήνας αργότερα επετέθη κατά του Ρεζινάλντ εις το Κάροκ, δεν κατώρθωσε όμως να εισέλθη εις το φρούριον. Εις τα 1185 υπέγραψε τετραετή ανακωχήν με το Λατινικόν Βασίλειον, αλλά εις τα 1186, ο Ρεζινάλντ, που τον είχε κουράσει η ειρήνη, επετέθη εναντίον μουσουλμανικού καραβανίου, κατέσχε πλουσίαν λείαν και συνέλαβε πολλούς αιχμαλώτους, μεταξύ των οποίων και την αδελφήν του Σαλαδίνου. «Αφού ελπίζουν εις τον Μωάμεθ— έλεγε ο Ρεζινάλντ— ας έλθη τότε ο ίδιος να τους σώση» ! Ο Μωάμεθ δεν ήλθεν, ο Σαλαδίνος όμως, μαινόμενος, εκήρυξε τον ιερόν πόλεμον εναντίον των χριστιανών και ωρκίσθη να φονεύση τον Ρεζινάλντ με το ίδιο του το χέρι.
Η μάχη που έκρινε την τύχην των Σταυροφόρων διεξήχθη εις το Χιττίν, πλησίον της Τιβεριάδος, εις τας 4 Ιουλίου του 1187. Ο Σαλαδίνος που εγνώριζε καλά το έδαφος κατέλαβε θέσεις από τας οποίας ήλεγχε όλα τα πηγάδια. Οι χριστιανοί, με τας ογκώδεις πανοπλίας των, διέσχισαν κατά το θέρος ολόκληρον την πεδιάδα υπό τον ήλιον και εισήλθαν εις την μάχην διψασμένοι. Οι Σαρακηνοί, επωφελούμενοι του ανέμου, ήναψαν φωτιάν εις τους θάμνους, της οποίας ο καπνός έπνιγε τους Σταυροφόρους. Εις την σύγχυσιν που επηκολούθησε, το πεζικόν των Φράγκων απεχωρίσθη από το ιππικόν και κατεκερματίσθη, ενώ οι ιππόται, αφού ηγωνίσθησαν απελπισμένοι εναντίον των όπλων, του καπνού και της δίψας, έπεσαν εις το τέλος εξηντλημένοι και συνελήφθησαν ή εσφάγησαν.
Κατά διαταγήν πιθανώς του Σαλαδίνου, όλοι οι Ναΐται και οι Νοσοκόμοι εσφάγησαν ανηλεώς. Όταν ωδήγησαν ενώπιόν του τον βασιλέα Γκύ και τον δούκα Ρεζινάλντ, ο Σαλαδίνος έδωσε εις τον βασιλέα να πιή εις ένδειξιν συγγνώμης, εις δε τον Ρεζινάλντ επρότεινε την εκλογήν μεταξύ του θανάτου και της αποστασίας. Ο Ρεζινάλντ ηρνήθη να αναγνωρίση τον Μωάμεθ ως απεσταλμένον του Θεού και ο Σαλαδίνος τον εφόνευσε επί τόπου με το χέρι του. Μεταξύ των λαφύρων που συναπεκόμισαν οι νικηταί ευρίσκετο και ο «Τίμιος Σταυρός», τον οποίον μετέφερε κάποιος ιερεύς ως λάβαρον της μάχης. Ο Σαλαδίνος τον έστειλε εις τον Χαλίφην της Βαγδάτης. Έπειτα, αφού δεν έμενε πλέον καμμία στρατιά ικανή να του αντισταθή, επολιόρκησε και κατέλαβε την Άκρην, όπου απηλευθέρωσε 4000 μουσουλμάνους αιχμαλώτους και επλήρωσε τα στρατεύματά του με τα πλούτη του μεγάλου εκείνου λιμένος. Επί μερικούς μήνας, ολόκληρος σχεδόν η Παλαιστίνη ευρίσκετο εις χείρας του.
Όταν επλησίαζε εις την Ιερουσαλήμ, οι πρόκριτοι ήλθαν δια να του προσφέρουν την ειρήνην. «Πιστεύω— τους είπε ότι η Ιερουσαλήμ είναι ο οίκος του Θεού, όπως πιστεύετε και εσείς. Δια τούτο θα ήτο λυπηρόν να την πολιορκήσω ή να επιτεθώ εναντίον της». Προσεφέρετο να τους αφήσουν ελευθέρους να οχυρώσουν την πόλιν των και να καλλιεργούν ανενόχλητοι την γην εις περιφέρειαν 15 μιλίων πέριξ της πόλεως και υπέσχετο να καλύψη όλας τας ανάγκας των εις χρήμα και εις τρόφιμα μέχρι της Πεντηκοστής, εάν μέχρι της ημέρας εκείνης διατηρούσαν την ελπίδα ότι θα σπεύσουν άλλαι δυνάμεις εις βοήθειάν των και ότι μπορούσαν να κρατήσουν την πόλιν και να του αντιταχθούν τιμίως. Εάν όμως διεπίστωναν ότι δεν υπήρχε προοπτική ενισχύσεως, να υπετάσσοντο ειρηνικώς και εκείνος θα εφείδετο της ζωής και των περιουσιών των χριστιανών κατοίκων.
Οι απεσταλμένοι απέρριψαν την προσφοράν λέγοντες ότι ποτέ δεν θα παρέδιδαν την πόλιν εις την οποίαν ο Σωτήρ των απέθανεν προς χάριν της ανθρωπότητος. Η πολιορκία διήρκεσε 12 μόνον ημέρας. Μετά την κατάληψιν της πόλεως ο Σαλαδίνος απήτησε λύτρα 10 χρυσών νομισμάτων (47,5 δολλάρια ;) δια κάθε άνδρα, 5 δια κάθε γυναίκα και 1 δια κάθε παιδί. Οι επτά χιλιάδες πτωχοί μπορούσαν να αποκτήσουν την ελευθερίαν των έναντι καταβολής των 30.000 χρυσών νομισμάτων (270.000 δολλάρια περίπου), τα οποία είχεν αποστείλει εις τους Νοσοκόμους ο Ερρίκος ο Β' της Αγγλίας. Οι όροι αυτοί έγιναν δεκτοί, λέγει ένας χριστιανός χρονογράφος, «με ευγνωμοσύνην και θρήνους». Όπως φαίνεται υπήρχαν και μερικοί μορφωμένοι χριστιανοί δια να συγκρίνουν τα γεγονότα του 1187 με τα γεγονότα του 1099. Ο Αλ - Αντίλ, αδελφός του Σαλαδίνου, εζήτησε να του παραχωρηθούν χίλιοι δούλοι από τους πτωχούς που δεν είχαν να πληρώσουν τα λύτρα και όταν του παρεχωρήθησαν εκείνος τους ηλευθέρωσε.
Ο Βαλιάν, αρχηγός της χριστιανικής αντιστάσεως, εζήτησε την ιδίαν εύνοιαν, την επέτυχε και απηλευθέρωσε άλλους χιλίους. Ο χριστιανός πριμάτος ηκολούθησε το παράδειγμά του. Τότε ο Σαλαδίνος είπε : «Ο αδελφός μου εξεδήλωσε την φιλευσπλαγχνίαν του προς τους πτωχούς αυτούς. Ο πατριάρχης και ο Βαλιάν έπραξαν το ίδιο, τώρα και εγώ πρέπει να εκτελέσω το καθήκον μου». Και απηλευθέρωσε όλους τους γέροντας που δεν μπορούσαν να πληρώσουν. Δέκα πέντε έως εξήντα χιλιάδες χριστιανοί αιχμάλωτοι έγιναν δούλοι διότι δεν διέθεταν τα λύτρα. Μεταξύ των εξαγορασθέντων συγκατελέγοντο αι χήραι και αι θυγατέρες των ευγενών που εφονεύθησαν ή αιχμαλωτίσθηκαν εις το Χιττίν.
Ο Σαλαδίνος, που συνεκινήθη από τα δάκρυά των, τας παρέδωσε εις τους συζύγους και τους πατέρας των που ευρίσκοντο εν αιχμαλωσία εις το Ισλάμ και, όπως αναφέρει ο Ερνούλος, σταυλάρχης του Βαλιάν, «εις τας κυρίας και δεσποινίδας, των οποίων οι προστάται είχον αποθάνει, διένειμε από το ιδικόν του θησαυροφυλάκιον τόσον πλούσια δώρα, ώστε εκείναι ευχαριστούσαν τον Θεόν και διέδωσαν εις ολόκληρον τον κόσμον την ευγένειαν και την αξιοπρέπειαν με την οποίαν ο Σαλαδίνος συμπεριεφέρθη προς αυτάς».
Ο βασιλεύς και οι ευγενείς που απηλευθερώθησαν έδωσαν όρκον ότι δεν θα σηκώσουν πλέον όπλα εναντίον του. Όταν όμως ευρέθησαν εν ασφαλεία εις την Αντιόχειαν και εις την Τρίπολιν, «ηλευθερώθησαν από την υπόσχεσίν των υπό του κλήρου» και κατέστρωσαν σχέδια εκδικήσεως κατά του Σαλαδίνου. Ο σουλτάνος επέτρεψε εις τους Ιουδαίους να επανέλθουν εις την Ιερουσαλήμ και να κατοικήσουν εκεί, έδωσε δε και εις τους χριστιανούς το δικαίωμα να εισέλθουν εις την πόλιν, άοπλοι όμως. Τους επροστάτευσε και τους εβοήθησε μετακινούνται ελευθέρως δια τα προσκυνήματα των.
Ο Θόλος του Βράχου, ο οποίος είχε μετατραπή εις εκκλησίαν, υπέστη την κάθαρσιν από τον χριστιανικόν ρύπον δια ραντισμού με τριανταφυλλόνερον, ο δε χρυσούς σταυρός που είχε τοποθετηθή επί του θόλου εκρημνίσθη εν μέσω των ζητοκραυγών των μουσουλμάνων και των στεναγμών των χριστιανών. Ο Σαλαδίνος ωδήγησε τα κουρασμένα στρατεύματά του εις την πολιορκίαν της Τύρου και, επειδή διεπίστωσεν ότι η πόλις ήτο απόρθητος, απέλυσε το μεγαλύτερον μέρος του στρατού του και απεσύρθη καταβεβλημένος και ασθενής εις την Δαμασκόν (1188) κατά το πεντηκοστόν έτος της ηλικίας του.
(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Δ, σελ. 690-697 )
II. Η ΠΡΩΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ: 1095 - 99 μ.Χ.
Τα εξαιρετικά πλεονεκτήματα που προσεφέρθησαν, προσήλκυσαν πλήθη κόσμου υπό τας σημαίας. Πλήρης άφεσις αμαρτιών που θα τους απήλλασσε από όλα τα αμαρτήματά των παρεχωρείτο εις εκείνους που θα έπιπταν εις την μάχην. Οι δουλοπάροικοι ήσαν ελεύθεροι να εγκαταλείψουν την γην με την οποίαν ήσαν δεμένοι, οι πολίται εξηρούντο από τους φόρους, οι χρεώσται απηλλάσσοντο από τους τόκους, οι φυλακισμένοι ελάμβαναν χάριν και οι κατάδικοι εις θάνατον μπορούσαν να μετατρέψουν την ποινήν εις εφ’ όρου ζωής στρατιωτικήν υπηρεσίαν εις την Παλαιστίνην.
Χιλιάδες αλήται προσεχώρησαν εις την ιεράν αυτήν εκστρατείαν. Άνθρωποι κουρασμένοι από την απέλπιδα αθλιότητα των, τυχοδιώκται έτοιμοι να διακινδυνεύσουν τα πάντα, δευτερότοκοι που επιθυμούσαν να αποκτήσουν και εκείνοι φέουδον εις τα εδάφη της Ανατολής, έμποροι που αναζητούσαν νέας αγοράς δια τα προϊόντα των, ιππόται, οι όποιοι ύστερα από την κατάταξιν των δουλοπαροίκων των έμειναν χωρίς χειρώνακτας, δειλοί που ήθελαν να απαλλαγούν από την κατηγορίαν της ανανδρίας, συνηνώθησαν με τας ειλικρινώς φιλόθρησκους ψυχάς δια να απελευθερώσουν την χώραν οπού εγεννήθη και απέθανεν ο Χριστός. Η προπαγάνδα που γίνεται συνήθως εις κάθε πόλεμον, υπεγράμμιζε τας αθλίας συνθήκας υπό τας οποίας ζούσαν οι χριστιανοί της Παλαιστίνης, τας θηριωδίας των μουσουλμάνων, τας ύβρεις που εξετόξευε η μωαμεθανική πίστις. Οι μουσουλμάνοι παριστάνοντο ως λατρεύοντες άγαλμα του Μωάμεθ και ευσεβείς μυθογράφοι ανέφεραν ότι ο προφήτης εις κρίσιν επιληψίας έγινε βορά των χοίρων. Τα μυθικά πλούτη της Ανατολής και αι μελαγχροιναί καλλοναί της θα προσεφέροντο ως ανταμοιβή εις τους γενναίους.
Τα ποικίλα αυτά αίτια δεν ήτο βεβαίως δυνατόν να συγκεντρώσουν ομοιογενές πλήθος, επιδεκτικόν στρατιωτικής οργανώσεως. Εις πολλάς περιπτώσεις, αι γυναίκες και τα παιδιά επέμεναν να συνοδεύσουν τον σύζυγον ή τον πατέρα των και ίσως δεν είχαν άδικον διότι πολλαί πόρναι κατετάγησαν εις την υπηρεσίαν των πολεμιστών. Ο Ούρβανός καθώρισε τον μήνα Αύγουστον του 1096 ως ημερομηνίαν αναχωρήσεως, αλλά οι ανυπόμονοι χωρικοί που είχαν στρατολογηθή πρώτοι, δεν μπορούσαν να περιμένουν: Η πρώτη ομάς που περιελάμβανε 12.000 περίπου πρόσωπα (μεταξύ των όποιων 8 μόνον ιππότας) ανεχώρησε από την Γαλλίαν τον Μάρτιον υπό την αρχηγίαν του Πέτρου του Ερημίτου και του Γκωτιέ του Απένταρου. Άλλη, δυνάμεως 5.000 ανδρών αναχώρησε από την Γερμανίαν υπό την αρχηγίαν ενός ιερέως, του Γκόττσαλκ, τρίτη δε από την Ρηνανίαν υπό τον κόμιτα Εμίκο του Λαϊνίνγκεν. Τα άτακτα αυτά σώματα επετίθεντο εναντίον των Ιουδαίων της Γερμανίας και Βοημίας, δεν πειθαρχούσαν εις τας εκκλήσεις του τοπικού κλήρου και των αστών και μετ’ ολίγον εξεφυλίσθησαν εις ορδήν κτηνών που εκάλυπταν με ευσεβή φρασεολογίαν την δίψαν των δι’ αίμα.
Οι στρατολογηθέντες έφεραν μαζί των, όταν ανεχώρησαν, ελαχίστην ποσότητα τροφής και χρήματος, οι δε άπειροι αρχηγοί των δεν είχαν προβλέψει δια τον ανεφοδιασμόν των. Άλλοι υπετίμησαν την απόστασιν που είχαν να διανύσουν και καθώς προχωρούσαν κατά μήκος του Ρήνου ή του Δουνάβεως, τα παιδιά ερωτούσαν εις κάθε στροφήν του δρόμου εάν η πόλις που έβλεπαν ήτο η Ιερουσαλήμ. Όταν το χρήμα των εξηντλήθη και ήρχισαν να υποφέρουν από την πείναν, ηναγκάσθησαν να λεηλατούν τους αγρούς και τας πόλεις που συναντούσαν εις τον δρόμον των. Μετ’ ολίγον εις όλα αυτά προσέθεσαν την βίαν και την αρπαγήν. Οι πληθυσμοί ανθίσταντο ενεργώς.. Αι πόλεις τους έκλειαν τας θύρας των και άλλαι εβιάζοντο να τους ευχηθούν καλό ταξίδι.
Τελικώς έφθασαν προ της Κωνσταντινουπόλεως, χωρίς χρήματα, αποδεκατισμένοι ατό την πείναν, τον λιμόν, την λέπραν, τους πυρετούς, και τας μάχας που διεξήγον κατά την πορείαν των. Εκεί εγένοντο δεκτοί από τον Αλέξιον, επειδή όμως δεν εύρισκαν αρκετήν τροφήν, εισέδυσαν δια της βίας εις τα προάστια και ελεηλάτησαν τας εκκλησίας, τας οικίας και τα ανάκτορα. Δια να απαλλάξη την πρωτεύουσάν του από τας θρησκευτικάς εκείνας ακρίδας, ο Αλέξιος τους επρομήθευσε λέμβους δια να διασχίσουν τον Βόσπορον, τους απέστειλε τρόφιμα και τους εκάλεσε να περιμένουν μέχρις ότου φθάσουν τα καλύτερον εξωπλισμένα αποσπάσματα. Πεινασμένοι και ανυπόμονοι οι Σταυροφόροι ηγνόησαν τας συμβουλάς αυτάς και εβάδισαν προς την Νίκαιαν. Ένα πειθαρχημένον τμήμα Τούρκων, αποτελούμενον από ικανωτάτους τοξότας, εξήλθε της πόλεως και εξεμηδένισε το πρώτον σώμα της Πρώτης Σταυροφορίας. Ο Γκωτιέ ο Απένταρος ήτο μεταξύ των νεκρών, αλλά ο Πέτρος ο Ερημίτης που είχεν αηδιάσει από την απείθαρχον αυτήν ορδήν παρέμεινε εις την Κωνσταντινούπολιν και έζησεν εκεί εν ασφαλεία μέχρι του 1115.
Εν τω μεταξύ οι φεουδάρχαι που είχαν φορέσει τον σταυρόν συνεκέντρωσαν ο καθένας τον στρατόν του. Δεν υπήρχαν μεταξύ αυτών βασιλείς. Πράγματι ο Φίλιππος ο Α' της Γαλλίας, ο Γουλλιέλμος ο Β’ της Αγγλίας και ο Ερρίκος ο Δ' της Γερμανίας είχαν όλοι των αφορισθή την στιγμήν κατά την οποίαν ο Ουρβανός εκήρυττε την Σταυροφορίαν. Κατετάγησαν όμως πολλοί κόμιτες και δούκες, όλοι σχεδόν Γάλλοι ή Φράγκοι, διότι η Πρώτη Σταυροφορία ήτο κατά μέγα μέρος γαλλική επιχείρησις και μέχρι της ημέρας εκείνης η Εγγύς Ανατολή ωνόμαζε Γάλλους όλους τους δυτικούς Ευρωπαίους. Ο δούξ Γοδεφρείδος του Μπουγιόν (μικρόν κτήμα εις το Βέλγιον) συνεδύαζε τας ιδιότητας του στρατιώτου και του μοναχού, ήτο δηλαδή γενναίος και ικανός εις τον πόλεμον και την διοίκησιν και αφοσιωμένος εις τα θεία μέχρι φανατισμού.
Ο κόμης Βοημούνδος του Τάραντος ήτο υιός του Ροβέρτου του Γυϊσκάρδου. Είχε κληρονομήσει το θάρρος και την ικανότητα του πατρός του και ωνειρεύετο να απόσπαση από τας βυζαντινός κτήσεις της Εγγύς Ανατολής τμήματα δια να σχηματίση βασίλειον δια τον εαυτόν του και τους Νορμανδούς πολεμιστάς του. Συνωδεύετο από τον ανεψιόν του Ταγκρέδον του Ωτβίλ, ο οποίος έγινε ο ήρως της «Ελευθερωθείσης Ιερουσαλήμ» του Τάσσου. Ήτο ωραίος, ευγενής, γενναιόφρων, αγαπούσε την δόξαν και την περιουσίαν και εθαυμάζετο από όλους ως ο ιδανικός χριστιανός Ιππότης. Ο Ραϋμόνδος, κόμης της Τουλούζης, ο οποίος άλλοτε είχε πολεμήσει εναντίον του Ισλάμ εις την Ισπανίαν, αφιερώθη κατά τα γηρατειά του εις την υπόθεσιν και προσέφερε τα μεγάλα πλούτη του εις τον μεγαλύτερον πόλεμον. Ο οργίλος όμως χαρακτήρ του ηδίκησε την ευγένειαν του και η φιλαργυρία του εκηλίδωσε την αφοσίωσίν του προς τα θεία.
Αι στρατιαί αυταί κατευθύνθησαν προς την Κωνσταντινούπολιν από διαφόρους δρόμους.
Ο Βοημούνδος επρότεινε εις τον Γοδεφρείδον να καταλάβουν την πόλιν, ο Γοδεφρείδος όμως ηρνήθη, διότι, όπως είπεν, είχεν έλθη δια να πολεμήση τους απίστους. Αλλά η ιδέα εύρεν πολλούς οπαδούς. ΟΙ ρωμαλέοι και σχεδόν βάρβαροι ιππόται της Δύσεως περιφρονούσαν τους εκλεπτυσμένους και καλλιεργημένους ανατολίτας ευγενείς ως αιρετικούς που ζούσαν εκφυλισμένοι εις την πολυτέλειαν. Εθαύμαζαν με έκπληξιν και φθονούσαν τα συσσωρευμένα εις τας εκκλησίας, τα ανάκτορα και τας αγοράς του Βυζαντίου πλούτη και επίστευαν ότι η περιουσία αυτή έπρεπε να περιέλθη εις τους γενναίους. Ο Αλέξιος εγνώριζεν ίσως τας προθέσεις των σωτήρων του και η πείρα που απέκτησε από την ορδήν των χωρικών (δια την ήτταν της οποίας η Δύσις τον κατηγορούσε ως υπεύθυνον) τον έπεισε να είναι επιφυλακτικός, ίσως και δόλιος. Εκείνος είχε ζητήσει βοήθειαν εναντίον των Τούρκων, δεν επερίμενε όμως να συγκεντρωθούν εις τας πύλας του αι συνησπισμέναι δυνάμεις ολοκλήρου της Ευρώπης.
Άλλωστε δεν μπορούσε ποτέ να είναι σίγουρος ότι οι πολεμισταί εκείνοι απέβλεπαν μόνον εις την Ιερουσαλήμ και όχι εις την Κωνσταντινούπολη, ούτε εάν εδέχοντο να αποδώσουν εις την αυτοκρατορίαν του τα άλλοτε βυζαντινά εδάφη τα οποία θα ανεκατελάμβαναν από τους Τούρκους. Προσέφερε εις τους Σταυροφόρους τρόφιμα και χρήματα, μέσα μεταφοράς, στρατιωτικήν ενίσχυσιν και, δια τους αρχηγούς, τα πάντοτε ευπρόσδεκτα φιλοδωρήματα, εις αντάλλαγμα δε εζήτησε από τους ευγενείς να δώσουν εις αυτόν όρκον πίστεως και να του υποσχεθούν ότι όλα τα εδάφη που θα κατελάμβαναν θα παρεχωρούντο εις αυτόν. Οι ευγενείς που είχαν καταπραϋνθή από τα δώρα έδωσαν τον όρκον.
Εις τας άρχάς του 1097, αι στρατιαί αριθμούσαν περί τους 30.000 άνδρας και υπό την ηγεσίαν ανεξαρτήτων αρχηγών διέσχισαν τα Στενά. Ευτυχώς οι Μουσουλμάνοι ήσαν περισσότερον και από τους χριστιανούς διηρημένοι. Όχι μόνον η ισλαμική δύναμις είχεν εξαντληθή εις την Ισπανίαν και εσπαράσσετο εις την βόρειον Αφρικήν από τας θρησκευτικάς έριδας, αλλά, εις την Ανατολήν, οι Φατιμίδαι χαλίφαι της Αίγυπτου κατείχαν την νότιον Συρίαν, ενώ οι εχθροί των οι Σελτζούκοι Τούρκοι κρατούσαν την βόρειον Συρίαν και το μεγαλύτερον μέρος της Μ. Ασίας. Η Αρμενία επανεστάτησε εναντίον των κατακτητών της Σελτζούκων και προσεχώρησε εις τους «Φράγκους». Έτσι αι στρατιαί της Ευρώπης προήλασαν μέχρι της Νίκαιας, την οποίαν επολιόρκησαν. Κατόπιν της εγγυήσεως του Αλεξίου, η τουρκική φρουρά παρεδόθη εις τας 19 Ιουνίου του 1097.
Ο Έλλην αυτοκράτωρ ύψωσε την αυτοκρατορικήν σημαίαν εις την ακρόπολιν, επροστάτευσε την πόλιν από την λεηλασίαν και καθησύχασε τους φεουδάρχας αρχηγούς με σημαντικά δώρα, αλλά οι χριστιανοί στρατιώται εκατηγόρησαν τον Αλέξιον ότι ευρίσκετο εις συμμαχίαν με τους Τούρκους. Αφού ανεπαύθησαν επί μίαν εβδομάδα, οι Σταυροφόροι εξεκίνησαν δια την Αντιόχειαν. Πλησίον του Δορυλαίου συνήντησαν τουρκικήν στρατιάν υπό την αρχηγίαν του Κιλίτζ Αρσλάν, κατήγαγαν αιματηράν νίκην (1 Ιουλίου 1097) και διέσχισαν την Μ. Ασίαν χωρίς να συναντήσουν άλλους εχθρούς εκτός από την έλλειψιν ύδατος και τροφίμων και την ζέστην, εις την οποίαν δεν είχαν συνηθίσει οι Δυτικοί. Άνδρες, γυναίκες, άλογα και σκύλοι επέθαιναν από την δίψαν κατά την διάρκειαν της κοπιώδους εκείνης πορείας των 800 χιλιομέτρων. Αφού διέσχισαν τον Ταύρον, μερικοί από τους ηγέτας απέσπασαν τας δυνάμεις των από τον όγκον του στρατού δια να επιδοθούν εις ιδιωτικός κατακτήσεις - ο Ραϋμόνδος, ο Βοημούνδος και ο Γοδεφρείδος εις την Αρμενίαν, ο Ταγκρέδος και ο Βαλδουίνος (αδελφός του Γοδεφρείδου) εις την Έδεσσαν, όπου ο Βαλδουίνος με την στρατηγικήν του και με την προδοσίαν ίδρυσε την πρώτην λατινικήν ηγεμονίαν εις την Ανατολήν (1098). Η μάζα των Σταυροφόρων στρατιωτών παρεπονείτο δια τας καθυστερήσεις αυτάς κατά τρόπον απειλητικόν και υπεχρέωσε τους ευγενείς να επαναρχίσουν την πορείαν των προς την Αντιόχειαν.
Η Αντιόχεια, η οποία όπως την περιγράφει ο χρονογράφος της Gesta Fraucorum ήτο «πόλις ωραιοτάτη, ευγενής και ευχάριστος», αντέστη επί 8 μήνας εις την πολιορκίαν. Πολλοί από τους Σταυροφόρους επέθαναν ύστερα από τας ψυχράς χειμερινάς βροχάς, ενώ άλλοι απεδεκατίσθησαν από την πείναν. Μερικοί ανεκάλυψαν ένα νέον είδος τροφής, «τα καλάμια που τα ωνόμαζαν σούκρα», τα οποία μασούσαν. Αυτή πράγματι ήτο η πρώτη φορά κατά την οποίαν οι Φράγκοι έτρωγαν ζάχαριν και έμαθαν τον τρόπον εξαγωγής της από τα καλλιεργημένα φυτά. Αι πόρναι προσέφεραν πολύ επικινδύνους ηδονάς. Ένας αρχιδιάκονος εφονεύθη από τους Τούρκους την στιγμήν που εκοιμάτο εις ένα λειβάδι μαζί με την παλλακίδα του από την Συρίαν.
Τον Μάιον του 1098 διεδόθη ότι μεγάλη τουρκική στρατιά, υπό τας διαταγάς του Καρβογά, άρχοντος της Μοσσούλης, επλησίαζε προς τα εκεί. Αλλά η Αντιόχεια έπεσε εις τας 3 Ιουνίου 1098, μερικάς ημέρας προ της αφίξεως της στρατιάς εκείνης. Πολλοί Σταυροφόροι, φοβούμενοι ότι ο Καρβογάς θα τους εξεδίωκε, ανήλθαν με λέμβους τον ρουν του Ορόντη και εδραπέτευσαν. Ο Αλέξιος που προχωρούσε με ελληνικάς δυνάμεις, επληροφορήθη από τους φυγάδας ότι οι Χριστιανοί είχαν ήδη νικηθή και επανέκαμψε δια να προστατεύση την Μ. Ασίαν, πράγμα που δεν του συνεχώρησαν ποτέ. Δια να ενθαρρύνη τους Σταυροφόρους, ο Πέτρος Βαρθολομαίος, ιερεύς από την Μασσαλίαν, ισχυρίσθη ότι ανεκάλυψε το δόρυ με το οποίον είχαν τρυπήσει την πλευράν του Χριστού.
Όταν οι Χριστιανοί εβάδιζαν εις την μάχην, το δόρυ αυτό εκραδαίνετο ως ιερόν λάβαρον, τρεις δε ιππόται ντυμένοι εις τα λευκά, επρόβαλαν από τους λόφους εις την πρόσκλησιν του παπικού λεγάτου Αδεμάρου και ανέκραζαν ότι ήσαν οι μάρτυρες άγιος Μαυρίκιος, άγιος Θεόδωρος και άγιος Γεώργιος. Εμπνεόμενοι με τον τρόπον αυτόν και συνηνωμένοι υπό την μοναδικήν αρχηγίαν του Βοημούνδου, οι Σταυροφόροι κατήγαγον αποφασιστικήν νίκην. Ο Βαρθολομαίος κατηγορηθείς επί απάτη προσεφέρθη να αποδείξη την αθωότητα του δια της δοκιμασίας επί της πυράς. Επέρασε μέσα από καιόμενα δεμάτια και εξήλθε χωρίς να πάθη φαινομενικώς τίποτε, απέθανεν όμως την επομένην ημέραν είτε από εγκαύματα είτε από υπερκόπωσιν της καρδιάς. Και έτσι το ιερόν δόρυ δεν εχρησίμευσε πλέον ως σημαία του στρατού.
Ο Βοημούνδος έγινε πρίγκιψ Αντιόχειας και επισήμως κατείχε την χώραν ως φέουδον του Αλεξίου, εις την πραγματικότητα όμως την διοικούσε ως ανεξάρτητος μονάρχης. Οι αρχηγοί του στρατού εδήλωσαν ότι η προδοσία του Αλεξίου, ο οποίος δεν έσπευσε εις βοήθειάν των, τους αποδέσμευσε από τον όρκον πίστεως. Αφού επί εξ μήνας ανεπαύθησαν και αναδιωργάνωσαν τα εξηντλημένα στρατεύματά των, κατηυθύνθησαν εναντίον της Ιερουσαλήμ. Τέλος την 7ην Ιουλίου 1099, ύστερα από εκστρατείαν τριών ετών, οι Σταυροφόροι με δύναμιν μόνον 12.000 πολεμιστών έφθασαν πλήρεις ενθουσιασμού και κόπου προ των τειχών της ιεράς πόλεως.
Οι Τούρκοι όμως, οι οποίοι είχαν έλθει δια να πολεμήσουν, είχον εκδιωχθή από την πόλιν υπό ιών Φατιμιδών κατά το προηγούμενον έτος. Ο χαλίφης προσέφερε ειρήνην, εγγυώμενος την ασφάλειαν των προσκυνητών και των χριστιανών κατοίκων της Ιερουσαλήμ, αλλά ο Βοημούνδος και ο Γοδεφρείδος απαιτούσαν παράδοσιν χωρίς όρους. Η φατιμιδική φρουρά εκ χιλίων ανδρών αντέστη επί 40 ημέρας.
Την 15ην Ιουλίου, ο Γοδεφρείδος και ο Ταγκρέδος ανερριχήθησαν εις τα τείχη με τα στρατεύματά των και οι Σταυροφόροι εγνώρισαν την υπερτάτην χαράν της εκπληρώσεως του ευγενούς σκοπού, ύστερα από τόσα δεινά. Τότε, αναφέρει αυτόπτης μάρτυς, ο κληρικός Ραϋμόνδος του Αζίλ,
«καταπληκτικά πράγματα αντικρίσαμε. Από τους Σαρακηνούς άλλοι απεκεφαλίσθησαν... άλλοι ετρυπήθησαν με βέλη ή υπεχρεώθησαν να πηδήσουν από τους πύργους εις το έδαφος, άλλοι εβασανίσθησαν πολλάς φοράς κατά την διάρκειαν της ημέρας και τελικώς εκάησαν ζωντανοί. Εις τους δρόμους έβλεπες σωρούς από κεφάλια, χέρια και πόδια. Παντού ήτο υποχρεωμένος κανείς να πηδά επάνω από πτώματα ανθρώπων και αλόγων».
Άλλοι σύγχρονοι προσέθεσαν μερικάς λεπτομερείας: Ότι δηλαδή γυναίκες εσφάζοντο, βρέφη ηρπάζοντο από τον μαστόν της μητέρας και ερρίπτοντο από τα τείχη ή συνεθλίβοντο επάνω εις στήλας, και ότι 70.000 από τους Μουσουλμάνους που διέμεναν εις την πόλιν εσφάγησαν. Οι επιζήσαντες Ιουδαίοι συνεκεντρώθησαν εις μίαν συναγωγήν και εκάησαν ζωντανοί. Οι νικηταί συνηθροίσθησαν εις την εκκλησίαν του Αγίου Τάφου, εις το σπήλαιον του οποίου, όπως επίστευαν, είχεν άλλοτε εναποτεθή ο Εσταυρωμένος, και εκεί, αγκαλιασμένοι, έκλαιαν από χαράν και ευχαριστούσαν τον Φιλεύσπλαγχνον Θεόν που τους εχάρισε την νίκην.
III. ΤΟ ΛΑΤΙΝΙΚΟΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ: 1099-1143
Ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν, η ακεραιότητης του οποίου ανεγνωρίσθη τελικώς από όλους, εξελέγη διοικητής της Ιερουσαλήμ και των περιχώρων της με τον μετριόφρονα τίτλον του Υπερασπιστού του Αγίου Τάφου. Εις τα εδάφη αυτά, όπου η βυζαντινή κυριαρχία είχε καταλυθή προ 465 ετών, δεν ετίθετο ζήτημα υποταγής εις τον Αλέξιον, δια τούτο δε το λατινικόν βασίλειον της Ιερουσαλήμ έγινεν εξ αρχής κυρίαρχον κράτος. Ο Έλλην Πατριάρχης υπεχρεώθη να φύγη εις την Κύπρον και αι εκκλησίαι του νέου βασιλείου εδέχθησαν την λατινικήν λειτουργικήν, ιταλόν πριμάτον και την παπικήν κυριαρχίαν.
Το κυρίαρχον όμως κράτος υπεχρεώθη να στηριχθή δια την άμυνάν του εις τας ιδίας του δυνάμεις. Δύο εβδομάδας μετά την απελευθέρωσιν, μία αιγυπτιακή στρατιά ενεφανίσθη προ του Ασκάλωνος δια να ελευθέρωση εκ νέου την πόλιν την οποίαν πολλαί θρησκείαι εθεωρούσαν ως αγίαν. Ο Γοδεφρείδος τον ενίκησε, αλλά απέθανε μετά ένα έτος (1100). Ο αδελφός του, ολιγώτερον ικανός από αυτόν, ο Βαλδουίνος ο Α΄(1100 - 18) έλαβε τον μεγαλοπρεπέστερον τίτλον του βασιλέως. Υπό την βασιλείαν του Φούλκου, κόμιτος του Ανζού (1131 - 43) το νέον κράτος περιλάμβανε το μεγαλύτερον μέρος της Παλαιστίνης και της Συρίας, οι Μουσουλμάνοι όμως κρατούσαν ακόμη το Χαλέπι, την Δαμασκόν και την Έμεσσαν.
Το βασίλειον διηρέθη εις τέσσαρας φεουδαλικάς ηγεμονίας με πρωτευούσας την Ιερουσαλήμ, την Αντιόχειαν, την Έδεσσαν και την Τρίπολιν, η κάθε μία δε από αυτάς κατετμήθη εις φέουδα ουσιαστικώς ανεξάρτητα, των οποίων οι χωροδεσπόται εκήρυτταν τον πόλεμον, έκοβαν νομίσματα και υπεστήριζαν την αυτονομίαν των εις κάθε ευκαιρίαν. Ο βασιλεύς εξελέγετο από τους χωροδεσπότας αυτούς και ηλέγχετο από εκκλησιαστικήν Ιεραρχίαν υποκειμένην εις τον πάπαν. Το βασίλειον εξησθένισε δια της παραχωρήσεως πολλών λιμένων - της Ιάφας, της Τύρου, της Άκρης, της Βηρυτού, του Ασκάλωνος - εις την Βενετίαν, την Πίζαν ή την Γένουαν ως αντάλλαγμα της ναυτικής βοηθείας των και της δια θαλάσσης μεταφοράς τροφίμων.
Η διάρθρωσις και ο νόμος του βασιλείου διετυπώθησαν εις την Σύνοδον της Ιερουσαλήμ, εις μίαν από τας περισσότερον λογικάς και σκληράς κωδικοποιήσεις του διοικητικού φεουδαλικού συστήματος. Οι χωροδεσπόται έγιναν ιδιοκτήται ολοκλήρου της χώρας, αφού υπήγαγον τους προηγουμένους ιδιοκτήτας, χριστιανούς ή μουσουλμάνους, εις την τάξιν των δουλοπαροίκων και τους επέβαλαν φεουδαλικάς υποχρεώσεις αυστηροτέρας από οιονδήποτε ευρωπαϊκόν κράτος. Ο εντόπιος χριστιανικός πληθυσμός έβλεπε την μουσουλμανικήν κατοχήν ως χρυσούν αιώνα.
Το νεαρόν βασίλειον είχε πολλά αδύνατα σημεία, εύρε όμως νέον μοναδικόν στήριγμα εις τα νέα τάγματα των μοναχών στρατιωτών. Από του 1048, οι έμποροι του Αμάλφι είχαν επιτύχει από τους Μουσουλμάνους την άδειαν να κτίσουν νοσοκομείον εις την Ιερουσαλήμ δια τους πτωχούς ή ασθενείς προσκυνητάς. Περί το 1120, το προσωπικόν του ιδρύματος αναδιωργανώθη από τον Ραϋμόνδον τον Φρεαρίτην και μετεσχηματίσθη εις θρησκευτικόν τάγμα αφωσιωμένον εις την αγνότητα, την πενίαν και την πειθαρχίαν, καθώς και εις την προστασίαν των Χριστιανών της Παλαιστίνης, προστασίαν, εννοείται, στρατιωτικήν. Το τάγμα αυτό των Ιπποτών ή Νοσοκόμων του Αγίου Ιωάννου έγινε ένα από τα ευγενέστερα φιλανθρωπικά ιδρύματα του χριστιανικού κόσμου.
Περί την ιδίαν εποχήν, (1119), ο Ούγος Παγιόν και οκτώ άλλοι σταυροφόροι ιππόται ετάχθησαν επισήμως εις την μοναχικήν πειθαρχίαν και την στρατιωτικήν υπηρεσίαν της χριστιανοσύνης. Επέτυχαν από τον Βαλδουίνον τον Β' την παραχώρησιν διαμερίσματος το οποίον εχρησιμοποίησαν ως κατοικίαν, πλησίον του ναού του Σολομώντος, απεκλήθησαν δε αργότερα δια τούτο Ναΐται. Ο άγιος Βερνάρδος κατέστρωσε δι' αυτούς αυστηρόν κανόνα, εις τον οποίον δεν επειθάρχησαν επί πολύ. Τους επαινούσε επειδή ήσαν «πολύ εξησκημένοι εις την τέχνην του πολέμου» και τους συνιστούσε να «πλένωνται σπανίως» και να κόβουν τα μαλλιά των σύρριζα.
«Ο χριστιανός που φονεύει άπιστον εις τον ιερόν πόλεμον - έγραφεν ο Βερνάρδος εις τους Ναΐτας εις ένα απόσπασμα αντάξιον του Μωάμεθ - ας είναι βέβαιος δια την ανταμοιβήν του. Θα είναι ακόμη ασφαλέστερος εάν φονευθή και ο ίδιος. Ο χριστιανός δοξάζεται με τον θάνατον του ειδωλολάτρου, επειδή έτσι δοξάζεται ο ίδιος ο Χριστός».
Οι άνθρωποι πρέπει να μαθαίνουν να φονεύουν με συνείδησιν εάν θέλουν να κερδίζουν τους πολέμους. Οι Νοσοκόμοι φορούσαν μαύρο ένδυμα με λευκόν σταυρόν εις το αριστερό μανίκι, οι Ναΐται λευκόν ένδυμα με ερυθρόν σταυρόν εις τον μανδύα, εμισούντο δε αμοιβαίως. Αφού επί ένα διάστημα επροστάτευσαν τους προσκυνητάς, οι Νοσοκόμοι και οι Ναΐται επέρασαν εις την επίθεσιν εναντίον των σαρακηνών ακροπόλεων. Αν και οι Ναΐται δεν υπερέβαιναν τους 300 και οι Νοσοκόμοι τους 600, εις τα 1180, η συμβολή των εις τας μάχας των Σταυροφόρων εθεωρείτο ουσιώδης και εκέρδισαν την φήμην των εμπείρων πολεμιστών.
Και τα δύο τάγματα προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν οικονομικά πλεονεκτήματα και πράγματι τα εξησφάλιζαν από την Εκκλησίαν και το Κράτος, από πλουσίους και πτωχούς. Κατά τον 13ο αιώνα κατείχαν μεγάλα κτήματα εις την Ευρώπην, μοναστήρια, πόλεις και προάστια. Και τα δύο τάγματα εξέπληξαν Χριστιανούς και Σαρακηνούς με την ανέγερσιν τεραστίων οχυρών εις την Συρίαν, όπου—αν και είχαν ταχθή εις την πενίαν και την στέρησιν - ζούσαν πολυτελώς όταν ανεπαύοντο από τους κόπους του πολέμου. Εις τα 1190, οι γερμανοί της Παλαιστίνης, βοηθούμενοι από τους συμπατριώτας των που παρέμειναν εις την πατρίδα, ίδρυσαν το τάγμα των Τευτόνων Ιπποτών και έκτισαν νοσοκομείον πλησίον του Αγίου Ιωάννου της Άκρης.
Μετά την απελευθέρωσιν της Ιερουσαλήμ, οι περισσότεροι Σταυροφόροι επανέκαμψαν εις την Ευρώπην και άφησαν πίσω των στρατόν με επικινδύνως χαμηλόν ηθικόν.
Πολλοί προσκυνηταί ήλθαν εν τω μεταξύ αλλά ελάχιστοι παρέμειναν εκεί δια να πολεμήσουν. Προς βορράν, οι Έλληνες ανέμεναν την ευκαιρίαν να ανακαταλάβουν την Αντιόχειαν, την Έδεσσαν και τας άλλας πόλεις τας οποίας διεκδικούσαν ως βυζαντινάς. Προς ανατολάς, οι Σαρακηνοί που απειλούντο από τας χριστιανικάς επιδρομάς και μουσουλμανικάς προκλήσεις, αναδιωργανώθησαν και συνηνώθησαν. Μωαμεθανοί πρόσφυγες που διέφυγαν από την Ιερουσαλήμ διηγούντο με φρικτάς λεπτομερείας την πτώσιν της πόλεως εις χείρας των χριστιανών. Κατέλαβαν το Μέγα Τζαμί της Βαγδάτης και απήτησαν όπως αι μουσουλμανικαί στρατιαί ελευθερώσουν την Ιερουσαλήμ και τον ιερόν Θόλον του Βράχου από τας μιαράς χείρας των απίστων. Ο χαλίφης δεν είχε τα μέσα να ανταποκριθή εις την παράκλησίν των, αλλά ο Ζάνγκι, ο άρχων της Μοσούλης, ο υιός μιας δούλης, με μικρόν αλλά καλώς διοικούμενον στρατόν, ανακατέλαβε, εις τα 1144, από τους χριστιανούς τα ανατολικά προκεχωρημένα φυλάκια των του Αλ - Ρουά, μερικούς δε μήνας αργότερα κατέλαβε την Έδεσσαν. Ο Ζάνγκι εδολοφονήθη, αλλά ο διάδοχός του Νούρ εντ Ντίν ήτο ισάξιος με αυτόν εις ανδρείαν και ανώτερος εις στρατιωτικήν επιστήμην. Το άγγελμα των γεγονότων αυτών ώθησε την Ευρώπην εις την οργάνωσιν της Δευτέρας Σταυροφορίας.
(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Δ, σελ. 689-690 ).
Από του Μαρτίου μέχρι του Οκτωβρίου του 1095 (ο Πάπας Ουρβανός) διέτρεξε την βόρειον Ιταλίαν και την νότιον Γαλλίαν βολιδοσκοπών τους ισχυρούς και εξασφαλίζων την υποστήριξίν των. Εις την Κλερμόν της Ωβέρνης συνήλθε η ιστορική σύνοδος, εις την οποίαν, παρά,το ψύχος του Νοεμβρίου, χιλιάδες άτομα συνέρρευσαν προερχόμενα από εκατοντάδας πολίχνας, έστησαν τας σκηνάς των εις το ύπαιθρον και εδονούντο από συγκίνησιν όταν ο συμπατριώτης των Ουρβανός όρθιος, επάνω εις εξέδραν, εν μέσω του πλήθους απηύθυνε προς αυτό εις την γαλλικήν, τον σημαντικώτερον εις συνεπείας λόγον ολοκλήρου της μεσαιωνικής ιστορίας:
“Ω φυλή των Φράγκων, αγαπημένη και εκλεκτή φυλή του Θεού!.. Από τα σύνορα της Ιερουσαλήμ και από την Κωνσταντινούπολιν μας έρχονται θλιβερά νέα. Μία κακή φυλή που εγκατέλειψε πλήρως τον Θεόν εισέβαλε εις τα εδάφη των Χριστιανών αδελφών και τα ηρήμωσε με την λεηλασίαν και με την φωτιάν.
Αιχμάλωτοι απήχθησαν, και εφονεύθησαν με σκληρά βασανιστήρια, οι άπιστοι καταστρέφουν τας Αγίας Τραπέζας, αφού τας ρυπαίνουν μετά τας ακαθαρσίας των. Το βασίλειον των Ελλήνων διεμελίσθη τώρα από αυτούς που αφήρεσαν έδαφος τόσον εκτεταμένον, ώστε δια να το διασχίση κανείς χρειαζόταν δύο μήνες.
Εις ποίον λοιπόν ανήκει το έργον της εκδικήσεως δια τας αδικίας αυτάς και της απελευθερώσεως των χωρών αυτών εάν όχι εις ημάς, ημάς εις τους οποίους περισσότερον από όλους τους άλλους ο Θεός απένειμε την δόξαν των όπλων, την γενναιότητα και την δύναμιν δια να ταπεινώσωμεν τας κεφαλάς αι οποίαι ανθίστανται εις ημάς;
Τα υψηλά κατορθώματα των προγόνων σας ας σας ενθαρρύνουν – η δόξα και το μεγαλείον του Καρλομάγνου και των άλλων μοναρχών σας.
Ο Άγιος Τάφος του Κυρίου και Σωτήρος μας, που τον κρατούν τώρα τα ακάθαρτα έθνη, ας υποκινήση τον ζήλον σας, όπως και οι Άγιοι Τόποι, οι οποίοι τώρα υφίστανται τας χειροτέρας βεβηλώσεις.
Ας μη σας συγκρατήση ούτε η περιουσία σας ούτε η μέριμνα των υποθέσεων της οικογενείας σας, διότι η χώρα την οποίαν κατοικείτε, κλεισμένη από όλας τας πλευράς, από την θάλασσαν και τα υψηλά όρη είναι τώρα ανεπαρκής δια τον πολυάριθμον πληθυσμόν σας. Μόλις εξασφαλίζει τα απαραίτητα δια την ζωήν των καλλιεργητών σας. Δια τούτο φονεύεσθε μεταξύ σας και καταβροχθίζετε οι μεν τους δε, δια τούτο διεξάγετε πολέμους και καταστρέφεσθε εις τας εσωτερικάς έριδας.
Απαλλαγήτε από το μίσος. Θέσατε τέρμα εις τας έριδάς σας!
Ακολουθήσατε τον δρόμον προς τον Άγιον Τάφον, αποσπάσατε την χώραν αυτήν από την κακήν φυλήν και κατακτήσατέ την σεις.
Η Ιερουσαλήμ είναι χώρα γόνιμος, περισσότερον από κάθε άλλην, αληθινός παράδεισος.
Η βασιλική αυτή πολιτεία, κειμένη εις το κέντρον της γης, σας καλεί να σπεύσετε εις βοήθειάν της.
Αναλάβατε το ταξίδι αυτό με φλόγα, δια να απαλλαγήτε από τα αμαρτήματά σας και να είσθε βέβαιοι δια την ανταμοιβήν μιας αφθάρτου δόξας εις το Βασίλειον των Ούρανών!”.
Ηκούσθη τότε δυνατή φωνή μέσα από το πλήθος:
Diex li volt «Αυτή είναι η θέλησις Κυρίου».
Ο Ουρβανός ήρπασε την ευκαιρίαν και τους ώρκισε να διατηρήσουν την αναφώνησιν αυτήν ως πολεμικήν κραυγήν. Τους εζήτησε, εις όσους θα συμμετείχαν εις την Σταυροφορίαν, να φέρουν σταυρόν εις το μέτωπον και εις το στήθος των. «Αμέσως -λέγει ο Γουλλιέλμος του Μαλμέσμπουρυ- μερικοί ευγενείς ερρίφθησαν εις τα γόνατα του πάπα και αφιέρωσαν τους εαυτούς των και τας περιουσίας των εις την υπηρεσίαν του Θεού». Χιλιάδες από τους κοινούς ανθρώπους ανέλαβαν με τον τρόπον αυτόν τας ιδίας υποχρεώσεις, μοναχοί και ερημίται εγκατέλειψαν τα κελλιά των δια να γίνουν στρατιώται του Χριστού εις την μη μεταφυσικήν εννοιαν της λέξεως. Ο δραστήριος πάπας επεσκέφθη άλλας πόλεις, το Τούρ, το Μπορντώ, την Τουλούζην, το Μομπελλιέ και επί εννέα μήνας εκήρυττε την σταυροφορίαν.
Όταν έφθασε εις την Ρώμην, ύστερα από απουσίαν δύο ετών, εγένετο δεκτός με ενθουσιασμόν από την ολιγώτερον ευσεβή πόλιν του χριστιανικού κόσμου. Ανέλαβε, χωρίς να συναντήση σοβαράν αντίδρασιν, να αποδεσμεύση τους σταυροφόρους από τας υποχρεώσεις που τους ημπόδιζαν να πολεμήσουν. Ηλευθέρωσε τους δουλοπαροίκους και τους υποτελείς, δια το χρονικόν διάστημα που θα διαρκούσε ο πόλεμος, από τον όρκον πίστεως εις τον χωροδεσπότην των.
Παρεχώρησε εις όλους τους σταυροφόρους το προνόμιον να εκδικάζωνται από εκκλησιαστικά δικαστήρια αντί των φεουδαλικών δικαστηρίων και έδωσε την εγγύησιν ότι αι επισκοπικαί αρχαί θα επροστάτευαν την περιουσίαν των. Διέταξε -αν και δεν κατώρθωσε να την επιβάλλη δια της δυνάμεως- ανακωχήν εις όλους τους πολέμους μεταξύ χριστιανών και καθιέρωσε νέον κανόνα πειθαρχίας, ανώτερον του κώδικος φεουδαλικής νομιμοφροσύνης. Η Ευρώπη ευρέθη περισσότερον από ποτέ ηνωμένη. Ο Ουρβανός έγινε, θεωρητικώς τουλάχιστον, ο ανεγνωρισμένος κύριος των ευρωπαίων βασιλέων και ολόκληρος ο Χριστιανισμός εδονείτο από συγκίνησιν καθώς προητοιμάζετο πυρετωδώς δια τον ιερόν πόλεμον.
Φως ιλαρόν άγίας δόξης αθανάτου Πατρός, ουρανίου, άγίου, μάκαρος, Ιησού Χριστέ, ελθόντες επί την ήλίου δύσιν, ίδόντες φως εσπερινόν υμνούμεν Πατέρα, Υίόν και Άγιον Πνεύμα, Θεόν. Άξιον σε εν πάσι καιροίς υμνείσΘαι φωναίς αισίαις, Υιέ Θεού, ζωήν ο διδούς διό ο κόσμος σε δοξάζει.
Κύριε ‘Ιησού Χριστέ, πού είσαι το γλυκό φως τής αγίας δόξας του αθανάτου, του ουρανίου, του αγίου, του μακάριου Πατέρα σου, τώρα πού φτάσαμε στη δύση του ήλιου και είδαμε το εσπερινό φως, υμνούμε τον Πατέρα, εσένα τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, τον ένα Θεό. Πρέπει σε κάθε ώρα και στιγμή να σε υμνούμε με καθαρές ψυχές και χαρούμενες φωνές, Υιέ Θεού, γιατί εσύ δίνεις τη ζωή και γι’ αυτό ο κόσμος σε δοξάζει.
Επιλύχνιος Ευχαριστία (Φως Ιλαρόν)
Η Επιλύχνιος Ευχαριστία (Φως Ιλαρόν) είναι αρχαίος ύμνος, που συνδέθηκε με την ακολουθία του Εσπερινού από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Η ύπαρξη του ύμνου αυτού μαρτυρείται ήδη από τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Μάλιστα, ο Μέγας Βασίλειος αναφέρεται στην ύπαρξή του και τον χαρακτηρίζει ως «αρχαίαν φωνήν». Από τη μαρτυρία αυτή συνάγεται, ότι η Επιλύχνιος Ευχαριστία απηχεί λατρευτική παράδοση πολύ αρχαιότερη του 4ου μ.Χ. αιώνος.
Η σύνθεση του ύμνου αποδίδεται στον μάρτυρα Αθηνογένη, ο οποίος, κατά την παράδοση, τον εκφώνησε, την ώρα που τον οδηγούσαν στο μαρτύριο. Ο ύμνος, με ποιητική γλώσσα, απευθύνεται προς το Χριστό, τον οποίο και ονομάζει Φως Ιλαρόν. Το Ιλαρόν, όμως, αυτό Φως, είναι διαφορετικό, ως προς τη φύση Του, από το κτιστό φως του ήλιου, γιατί είναι το «(Φως) της Αγίας Δόξης του Αθανάτου, Ουρανίου και Μάκαρος Θεού Πατρός». Σε αυτό το Άκτιστο Φως της Αγίας Δόξης, που είναι ο Χριστός, ανάγουν οι χριστιανοί λατρευτικά το νου και την καρδιά τους, κάθε φορά, που, «επί την ηλίου δύσιν», βλέπουν το «εσπερινόν φως» του φυσικού ήλιου, και μέσα από αυτή τη μυσταγωγική αναγωγή αισθάνονται την ανάγκη να υμνήσουν «Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Θεόν». Ο επίλογος του ύμνου, απευθυνόμενος, όπως και ο υπόλοιπος ύμνος, προς το Χριστό, δικαιολογεί την πνευματική αυτή αντίδραση των χριστιανών στη θέα του εσπερινού φωτός, γιατί «…Άξιον Σε εν πάσι καιροίς υμνήσθαι φωναίς οσίαις, Υιέ Θεού, ζωήν ο διδούς, διό ο κόσμος Σε δοξάζει».
Ορθόδοξες Απαντήσεις, Μάιος 2008
~Το να παραμένεις πιστός στον Μοναχισμό θεωρείται μαρτύριο.
-Θέλει ο Χριστός να σου βγάλει τα αγκάθια, διότι είναι κηπουρός και εσύ θέλεις την ησυχία σου.
~Ο Χριστός είναι κοντά μας, ας μη τον βλέπουμε…. καμμιά φορά μας δίνει και κανένα μπάτσο από πολλή αγάπη.
-Πολλές φορές έρχεται ο Χριστός σου χτυπάει, τον βάζεις να καθίσει στο σαλόνι της ψυχής σου και εσύ απορροφημένος με τις ασχολίες σου ξεχνάς τον μεγάλο επισκέπτη. Εκείνος περιμένει να εμφανιστείς, περιμένει και όταν πλέον αργήσεις πολύ σηκώνεται και φεύγει. Άλλη φορά πάλι είσαι τόσο απασχολημένος που του απαντάς από το παράθυρο. Δεν έχεις καιρό ούτε ν’ ανοίξεις.
~Πρέπει να χαίρεσαι. Καλλιτεχνική σμίλη κρατάει στα χέρια του ο Ιησούς. Θέλει να σε ετοιμάσει ένα άγαλμα του ουράνιου παλατιού.
-Είστε βασιλικά πρόσωπα, προορίζεστε για τον ουράνιο νυμφώνα.
~Όταν δεις άνθρωπο κουρασμένο (πνευματικώς) μη του βάλεις άλλο φορτίο διότι τα γόνατα δεν αντέχουν.
-Αγάπησε τον Ένα να σε αγαπούν και τα θηρία.
~Αληθινός πλούτος για μένα είναι να σας δω στη Βασιλεία των Ουρανών.
-Όταν υπάρχει η φλόγα της αγάπης, ό,τι κακό πλησιάζει το κατακαίει.
~Ο άνθρωπος όταν δεν ζητάει τα δικαιώματά του θα φωτίσει ο Θεός τον άλλον να του τα δώσει.
-Το φως του Κυρίου να σε φωτίζει και να σε οδηγεί πάντοτε.
~Ένα πράγμα μόνο με κάνει να θλίβωμαι, ότι κατηγορούν τις καλόγριες. Διά τον εαυτό μου δεν με νοιάζει ό,τι και αν λένε.
-Ο διάβολος φρίττει όσο μάλιστα βλέπει νέες υπάρξεις να κάθωνται εδώ για τον Χριστό.
~Όταν έχετε πειρασμούς τότε κατέρχεται η χάρη του Θεού. Φαίνεται ότι του χαλάτε (του πειρασμού) τα σχέδια.
-Ο άνθρωπος αγαπάει πνευματικά αισθάνεται προσευχόμενος, ότι βρίσκεται εντός του Θεού και του αδελφού του. Λυπάται όταν δεν πορεύεται καλά ο αδελφός του και προσεύχεται για την πρόοδό του.
~Ουδέποτε αλλάζει εκείνος που έχει που έχει την χριστιανική αγάπη.
-Ο άνθρωπος που φωνάζει δεν έχει δύναμη.
~Κρατήστε ψηλά τη σημαία του Χριστού για να έχετε πάντα το τηλέφωνο του Γέροντά σας, όπου και αν είστε.
~Η διάθεση η δικιά σας μου ανάβει φωτιά. Είναι σαν να μου ρίχνετε κάρβουνα σ’ αυτό που υπάρχει μέσα μου.
-Θέλω παιδί μου, να ζεις για το Χριστό, ολόκληρος να δοθείς σ’ αυτόν. Θέλω όταν τύχει ν’ ανοίξει κανείς την καρδιά σου τίποτε άλλο να μη βρει, μόνο το Χριστό.
~Πολλές φορές την ημέρα έρχεται ο Χριστός και σου χτυπάει, αλλά εσύ έχεις δουλειές…
-Εκείνος που ταράζεται δε σκέφτεται λογικά, ορθά. Κάνε υπομονή και θα βραβευτείς με στέφανο.
~Θέλω να είστε ήρεμες για να συναντιόμαστε. Άμα είστε κουρασμένες δε λειτουργούν οι ασύρματοι.
-Το Πνεύμα του Θεού να μη φεύγει από το νου και την καρδιά σας.
~Ο Κύριος να σας ενισχύει, να κρατήσετε σταθερά τη σημαία της αλήθειας και της εγκράτειας.
-Ο Χριστιανός είναι πραγματικά άνθρωπος. Ξέρει όλους τους τρόπους της ευγένειας.
~Όταν η καρδιά μας δεν έχει την αγάπη προς το Χριστό δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Είμαστε σαν πλοία που δεν έχουν φωτιά, βενζίνη στη μηχανή τους.
-Όσο ο άνθρωπος απλοποιείται, θεοποιείται. Γίνεται άκακος, ταπεινός, πράος, ελεύθερος, γίνεται… γίνεται…
~Αυτά που ακούμε (πολέμους, σεισμούς, καταστροφές) είναι βροντές και θα έρθει και η βροχή…Πρέπει λοιπόν να είμαστε έτοιμοι προς απολογία και μαρτύριο.
-Να γίνετε άνθρωποι άξιοι της άνω Ιερουσαλήμ.
~Η χάρη του Παναγίου Πνεύματος κάνει τον άνθρωπο να εκπέμπει ακτίνες.Πρέπει όμως ο άλλος να έχει καλό δέκτη για να το καταλάβει.
~Πρέπει να έχουμε στον ουρανό τα βλέμματά μας. Τότε δε θα μας κλονίζει τίποτε.
-Παρακαλώ τον Θεό να σας αγιάσει, να σας οδηγήσει στον Παράδεισο. Αυτήν την προίκα παρακαλώ να σας δώσει ο Κύριος.
~Οι καρδιές σας είναι νέες και θέλουν ν’ αγαπούν. Πρέπει λοιπόν να υπάρχει στην καρδιά μας μόνο ο Χριστός μας, ο Νυμφίος σας. Θέλει μόνο Αυτόν ν’ αγαπάτε.
-Στην Θεία Λειτουργία για να έρθει η χάρη του Θεού πρέπει να έχεις συγκέντρωση, ειρήνη και να μη σκέφτεσαι τίποτα.
~Είμαι φτωχός πατέρας, αλλά πατρική αγάπη έχω πολλή για σας.
-Όσο ο άνθρωπος αγαπάει το Θεό, τόσο έχει αγάπη και για τους ανθρώπους.Τους αγαπάει σαν εικόνες Θεού, με σεβασμό, λεπτότητα και αγιασμό.
~Καθημερινά προσεύχομαι να σας δω στις τάξεις των οσίων γυναικών.
Αυτό που σας έχει δώσει ο Θεός πρέπει να το εκμεταλλευτείτε. Η καρδιά της γυναίκας είναι πλασμένη ν’ αγαπάει περισσότερο από τον άνδρα. Ο άνδρας, όσο και να θέλει, ποτέ δε θα μπορέσει ν’ αγαπήσει τόσο λεπτά σαν τη γυναίκα. Βλέπουμε εάν προσέξουμε μία τραχύτητα στην αγάπη των αγίων. Τώρα που είστε νέες αγαπήστε «μανιακώς» τον Νυμφίο σας. Πραγματική φλόγα να καίει στα σπλάχνα σας.
-Παράδεισο χωρίς εσάς παιδιά μου, δεν τον θέλω.
~Ερώτηση: Πώς κατορθώνετε να έχετε τέτοια υπομονή και καρτερία στα διάφορα;
Απάντηση: Η χάρη του Θεού βοηθάει. Πάντα πιστεύω παιδί μου στη δύναμη του Θεού που όλα τα μεταβάλλει και τα ρυθμίζει προς το συμφέρον της ψυχής μας.
Όταν θα δείτε τα δάκρυα, τότε είναι επίσκεψη του Θεού στην προσευχή.
Όταν κοινωνείς όχι μόνο παίρνεις δύναμη, αλλά φωτίζεσαι, βλέπεις ορίζοντες ευρείς, αισθάνεσαι χαρά… Διαφορετική νοιώθει ο καθένας, ανάλογα με τη διάθεση και τη φλόγα της ψυχής του, άλλος αισθάνεται χαρά και ξεκούραση, άλλος πνεύμα αφομιώσεως και άλλος μία ανέκφραστη αγάπη προς τους πάντες. Ένοιωθα πολλές φορές κουρασμένος αλλά μετά τη Θεία Κοινωνία αισθανόμουν τον εαυτό μου σαν να μην είχα τίποτα.
-Η αθωότητα είναι ανώτερη από την ιδιοφυίαν.
~Ο άνθρωπος που έχει εγωισμό δεν ελκύει κανένα. Και αν κάποιον ελκύση, γρήγορα θ’ απομακρυνθεί. Ο πνευματικός σύνδεσμος γίνεται αδιάλυτος όταν συναντήσει παιδικό πνεύμα, αθωότητα και αγιασμό. Ο άνθρωπος που δεν έχει Χριστό τα βλέπει όλα δύσκολα και σκοτεινά.
-Πρέπει να μάθουμε τη γλώσσα του Κράτους εκείνου (του Ουρανού), διότι όταν δεν την γνωρίζουμε θα μας κοροϊδεύουν. Διαφορετικά δε θα μπορούμε να μπούμε μέσα. Εκεί δε θα υπάρξει Πάτμος ή Κάλυμνος ή Ρόδος ή τα Χανιά της Κρήτης…
~Στο Μοναστήρι πρέπει να ξέρετε, άλλους ανθρώπους στέλνει ο Θεός και άλλους στέλνει ο διάβολος. Ο Θεός για να ενισχύουν, ο διάβολος για να διαλύουν τα Μοναστήρια.
-Σας δίνω μία συμβουλή, ποτέ μη δέχεστε πρόσωπα, με κωδωνοκρουσίες, με επαίνους και θαυμασμούς. Θα τα δέχεστε με αγάπη μετρημένη. Ποτέ μη παίρνετε πρόσωπα με τη σκέψη της μονιμότητας, χωρίς δοκιμή. Όταν δεν υπάρχει στον άνθρωπο η εσωτερική θερμότητα τότε και καλοκαίρι να είναι κρυώνει, παγώνει…
~Όταν η καρδιά μας δεν έχει το Χριστό, τότε θα βάλουμε μέσα ή χρήματα ή κτήματα ή ανθρώπους.
-Σας παρακαλώ να εφαρμόσετε αυτήν την εντολή. Όσο μπορείτε να καλλιεργήσετε την αγάπη προς το πρόσωπο του Χριστού. Σε τέτοιο σημείο που όταν θα προσφέρετε τ’ όνομά Του να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια σας. Η καρδιά σας πρέπει να καίγεται πραγματικά. Τότε Αυτός θα είναι ο δάσκαλός σας. Αυτός θα είναι ο οδηγός σας, ο αδελφός σας, ο πατέρας και ο Γέροντάς σας.
~Μη δώσετε ποτέ σημασία σε κανένα γήϊνο και ασταθές. Να έχετε προσοχή, υπομονή και στην απομόνωση να βλέπετε και να εξετάζετε τον εαυτό σας.
Ας καλλιεργήσουμε πρώτα τον εαυτό μας, ο κόσμος θέλει να δει ανθρώπους εφαρμοστές του Νόμου του Θεού. Αυτοί σπανίζουν στην εποχή μας.
Αγαπήστε με όλη την καρδιά σας τον Νυμφίο σας Χριστό και όλοι οι άνθρωποι θα σας αγαπούν και θα σας περιποιούνται.
-Εύχομαι να ζήσετε άγια και να ακολουθήσετε τις άγιες γραμμές των Πατέρων μας από τώρα που είστε νέες, για να βρεθείτε όλες στον Παράδεισο. Αυτός είναι ο προορισμός σας.
~Το Άγιο Πνεύμα να μη φύγει από πάνω σου, από την καρδιά σου.
-Είναι ωραίο, θαυμάσιο πράγμα να βλέπεις να συνδέονται πρόσωπα με την αγάπη του Χριστού.
~Ο πειρασμός αδημονεί, στενοχωρείται και δημιουργεί εξωτερικούς πολέμους. Ξέρει τόσες τέχνες… σέρνει τον άνθρωπο σε αμφιβολία. Γι’ αυτό έχουμε πολλά ναυάγια.
-Όταν δω τον άνθρωπο να διψάει πολύ δε δίνω πολύ σημασία στη νηστεία (για Θεία Κοινωνία).Μερικοί δείχνουν τόση μετάνοια που πρέπει να υποβοηθούνται.Η λαχτάρα είναι το μεγαλύτερο.
~Ο πειρασμός ξέρεις τι μάστορας είναι; Τα ελάχιστα τα κάνει μεγάλα.Μεταχειρίζεται μεγάλη πολιτική
-Επιθυμώ την αναγέννηση του Μοναχισμού, διότι κατά τη γνώμη μου το Ευζωνικό Τάγμα της Εκκλησίας είναι ο Μοναχισμός.
~Οι ψυχές έχουν διάθεση να δουν το κάλλος της μορφής του Θεού.
-Η προστασία του Θεού αποδυναμώνει τους πειρασμούς μας.
~Όταν υπάρχει ο φόβος του Θεού δίνεται η σοφία.
-Όλοι οι άγιοι αισθάνονταν χαρά και αγαλλίαση όταν επισκέπτονταν την ουράνια βασιλεία του Θεού.
~Επειδή είναι γενική εξαχρείωση, δεν μπορούν να καταλάβουν ότι υπάρχει πνευματική αγάπη.
-Όταν δω άνθρωπο ερεθισμένο προσεύχομαι να τον ειρηνεύσει ο Κύριος και δεν ακούω τι λέει. Γι’ αυτό και δε στενοχωριέμαι. Όταν θα ηρεμήσει και θα δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία τότε του μιλάω, διότι τότε είναι ακριβώς σε θέση να καταλάβει την αφροσύνη του.
~Πρέπει ο εξομολόγος πολλές φορές να κλάψει, να πονέσει περισσότερο από τον εξομολογούμενο για να μπορέσει να τον ξεκουράσει. Ειλικρινά πρέπει να θλίβεται γιατί το νοιώθει η ψυχή. (Ιούλ. 1969).
-Οι κοσμικοί άνθρωποι σε κουράζουν, διότι σαν ηλεκτρικά κύματα έρχεται επάνω σου ό,τι υπάρχει αποθηκευμένο μέσα τους.
~Πρέπει να είμαστε άνθρωποι της χάριτος και όποιος μας πλησιάζει να ξεκουράζεται. Να τους βλέπουμε όλους ανώτερους, όσες αδυναμίες και αν παρουσιάζουν. Να μη φερόμαστε με σκληρότητα, αλλά πάντοτε να έχουμε στη σκέψη μας ότι είναι και ο άλλος του αυτού προορισμού.
-Εγώ, με τη χάρη του Θεού, πάντοτε έβλεπα όλους ανώτερους από εμένα και αγίους.
~Αδιαφόρει για όλα τα εμπόδια. Η μόνη απασχόλησή σου, η σκέψη σου να είναι ο Νυμφίος σου. Να μιλάς μόνο με Αυτόν.
-Εμείς πρέπει να έχουμε αγάπη. Το μεγαλύτερο κακό να μας κάνουνε πρέπει να τους αγαπούμε. Μόνο με την αγάπη θα μπούμε στον Παράδεισο.
~Να καλλιεργείς την ευχή και θα έρθει καιρός που η καρδιά σου θα σκιρτάει από χαρά, όπως όταν πρόκειται να δεις ένα πολυαγαπημένο σου πρόσωπο.
-Τη βραδινή προσευχή να μην την αμελείς. Να προσεύχεσαι με διάθεση όπως εκείνοι που πηγαίνουν σε συμπόσιο. Είναι ξύπνιοι και αισθάνονται όλο χαρά. Έτσι και εσύ αφού πρόκειται να μιλήσεις με τον Νυμφίο σου, να μην ακούς όταν σου λέει ο πειρασμός διάφορα για να σε εμποδίσει, γιατί ξέρεις έχουμε έναν που ενδιαφέρεται πολύ για μας.
~Να σκεφτόμαστε το Χριστό πάντα με αγάπη, πρέπει φέρνουμε στη μνήμη μας το Χριστό. Μπορεί να κρατάμε στα χέρια μας μια φωτογραφία ενός ανθρώπου αλλά επειδή τον γνωρίζουμε, ή μάλλον δεν αγαπάμε δε μας συγκινεί. Ενώ όταν πάρουμε την φωτογραφία της μάνας μας αμέσως η ψυχή μας σκιρτάει και κλαίει από αγάπη.
- Θα σωθούμε Γέροντα;
Μα γι’ αυτό βάλαμε τα ράσα για να σωθούμε. Ο πνευματικός αγώνας θα μας οδηγήσει στον Παράδεισο. Το ότι πολεμάμε τους λογισμούς, ο κόπος αυτός θα μας βάλει στον Παράδεισο.
~Οι εφημερίδες του Ουρανού τα γράφουν όλα όσα γίνονται εδώ και τα καλά και τα κακά.
-Παιδί μου, όσο μπορείς να δίνεις αγάπη σε όλους. Είσαι υποχρεωμένη. Ζητάει το ορφανό πατέρα να βρει, δεν έχει. Ζητάει μάνα το ίδιο, ζητάει αδελφή, δεν έχει αδελφή. Γι’ αυτό ζητάει να βρει αγάπη από σένα, αγάπη πραγματική. Εσύ πρέπει να αντικαταστήσεις όλα τα αγαπημένα πρόσωπα του ορφανού.
~Εκείνον που μας πληγώνει και μας κάνει να πονάμε οφείλουμε να τον αγαπάμε διπλά.
-Όπως εξυπηρετείς τον πρώτο, έτσι πρέπει να βοηθάς τον δεύτερο, τον τρίτο και τον τελευταίο.
~Δεν είναι τα φτερά που μπορούν να υψώσουν τον άνθρωπο πάνω από τη γη, η καθαρότητα και η απλότητα της καρδιάς. Πρέπει να είσαι απλός στις πράξεις σου και καθαρός στη σκέψη και στα αισθήματά σου. Με την καθαρή καρδιά θα αναζητάς το Θεό, με την απλότητα θα τον βρίσκεις και θα τον χαίρεσαι. Η καθαρή καρδιά περνάει εύκολα τις πύλες του ουρανού.
-Η αυταπάρνηση πρέπει να καλλιεργείται με διάκριση, διότι διαφορετικά φτάνουμε στην αυτοκτονία.
~Στο πέλαγος της ζωής βρισκόμαστε, πότε θα έχουμε φουρτούνα και πότε γαλήνη. Η χάρη του Θεού δε μας αφήνει. Διαφορετικά θα είχαμε καταποντιστεί εάν δε μας συγκρατούσε.
-Οι άγιοι πάντοτε σκέφτονταν την άλλη ζωή. Είναι χάρισμα η μνήμη του θανάτου. Ο Θεός μας προφυλάσει από τον πειρασμό.Δεν αφήνει να πειρασθούμε άνω των δυνάμεών μας. Όλα τα επιτρέπει για το καλό μας.
~Όταν αυξηθεί η πνευματικότητα, θα καταπολεμηθεί και η υπνηλία.
-Η προσευχή είναι χάρη. Την δίνει ο Θεός, όταν υπάρχει ζήλος και ταπείνωση.
Πολέμησε γενναία τον μισόκαλο που σε φθονεί, υπόμενε ότι και αν σου συμβαίνει με καρτερία με υπομονή και πίστη. Μην αφήνεις να σε τυρρανάει ο εχθρός της ψυχής σου, εμφανίζεται με ένδυμα προβάτου θέλει δήθεν το συμφέρον της ψυχής σου.
~Έχε εμπιστοσύνη στον Κύριο για όλα και αυτός θα σε διαθρέψει σε ώρα λιμού.
-Με ένα καλό λόγο για τον πλησίον σου, υπερασπίζοντάς τον αγοράζεις τον Παράδεισο.
~Η μετάνοια πρέπει να γίνεται όχι για τον φόβο της τιμωρίας αλλά διότι αμαρτήσαμε προς το Θεό.
-Γλύκανε τη σκέψη σου με λογισμούς παραμυθίας και ελπίδας, τα λόγια σου πύρωσέ τα με τη θέρμη της αγάπης στον Νυμφίο σου θυμήσου τα δικά σου παθήματα τα οποία υπέστη για σένα για να μείνεις σταθερή, αφοσιωμένη και ταπεινή.
~Παράδωσε τον εαυτό σου ολόκληρο στην προστασία και σκέπη της Παναγίας.
-Την φιλοξενία παιδί μου να την αγαπάς γιατί αυτή είναι που ανοίγει τις πύλες του Παραδείσου. Με αυτή φιλοξενείς κι’ Αγγέλους «Ξένους ξένιζε ίνα μη τω Θεώ ξένη γένη».
~Μην τρέχετε στα ψαλτήρια και στους ύμνους, πολύ με λυπεί αυτό το πράγμα. Πιο σιγά ψάλλετε για να συμμετέχει ο νους και η καρδιά σας σε ό’τι λέτε. Εγώ θα ήθελα να κλαίτε όταν ψάλλετε, αλλά αυτό για σας… Να δω πότε θα μάθετε να κλαίτε. Οι παλιοί Μοναχοί κρατούσαν πάντοτε μαντήλια στις ακολουθίες.
-Οι Άγιοι Πατέρες υπετάσσοντο με απλότητα σαν μικρά παιδιά ό’τι τους έστελνε ο Θεός, «Έτσι το θέλεις, ας γίνει το θέλημά σου».
~Η φιλοξενία…. η μεγαλύτερη των αρετών. Επισύρει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.Στο πρόσωπο κάθε ξένου, παιδί μου, βλέπω τον ίδιο το Χριστό.
-Η θλίψη είναι ευάρεστη στο Θεό εφ’ όσον δε μας αφαιρεί το θάρρος ν’ αγωνιζόμαστε.
~Είναι απαραίτητο και συμφέρον να γίνεται κατά περιόδους μια γενική αυτοεξομολόγηση (μνήμη όλων των προτέρων αμαρτημάτων). Το έκαναν και οι Άγιοι.
-Χρειάζεται καλλιέργεια για να έχουμε την αγάπη προς όλους με το μέτρο που θέλει ο Χριστός.
~Όλα τα ζητήματά σου να τ’ αφήσεις στα χέρια του Θεού. Ό’τι θέλεις να το ζητάς σαν το παιδί από τον πατέρα του.
-Η ευχή είναι δωρεά του Θεού. Να ζητάς πάντα με ελπίδα.
~Δε θα μας σώσουν, αδελφή μου τα έργα μας, αλλά το άπειρο έλεος του Θεού. -- -Απόκτησε θάρρος και υπομονή στον αγώνα σου.
~Σε φθονεί ο Σατανάς παιδί μου, γιατί άφησες τον κόσμο με τις κοσμικές τιμές και δόξες και ήρθες εδώ με τη θέλησή σου, στο στάδιο που θα μας υποτιμήσουν, θα μας περιφρονήσουν πολλοί….
Αποφθεύγματα των τελευταίων ημερών της ζωής του
-Στα μικρά παιδιά να δίνετε μεγάλη πρόνοια.
~Στην άλλη ζωή, εάν έχω παρρησία θα παρακαλέσω το Χριστό να σε βάλει στο καλύτερο περιβόλι και θα βλέπεις το Χριστό νύχτα μέρα.
-Είναι ασέβεια να φάω, εγώ ετοιμάζομαι να παρουσιαστώ στον Κύριο (Όταν του προσφέρθηκε φαγητό).
~Να έχετε αγάπη μεταξύ σας και οι αδελφοί να προσέχετε τις καλόγριες. Εάν συμβαίνουν και λάθη να τα συγχωρείτε. Πάντα με υπομονή και αγάπη να τα παραβλέπετε.Να λύνετε τα ζητήματα με τρόπο ειρηνικό και όχι απρόσεχτα.
-Έχω μία στενοχώρια να είναι άραγε που θα σας αποχωριστώ; Μη κλαίτε, προσωρινός θα είναι ο χωρισμός. Τοπικός, όχι προσωπικός.
~Απ’ εκεί που θα είμαι θα προσεύχομαι και θα σας προστατεύω.
Σας αγάπησα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου.
Από το βιβλίο «Ο γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής. Μια σύγχρονη μορφή της Πάτμου», έκδοση Επτάλοφος
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους).
Ιω. 5,17 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίνατο(1) αὐτοῖς· ὁ πατήρ μου(2) ἕως ἄρτι(3) ἐργάζεται(4), κἀγὼ ἐργάζομαι(5).
Ιω. 5,17 Ο Ιησούς όμως απεκρίθη στους Ιουδαίους, που αυτά εκέπτοντο εναντίον του• “ο Πατήρ μου εργάζεται ακατάπαυστα έως τώρα (διότι δεν εδημιούργησε μόνον αλλά και κυβερνά τον κόσμον). Και εγώ ο Υιός του εργάζομαι συνεχώς δια την σωτηρίαν των ανθρώπων (μετάφραση Κολιτσάρα Ι).
Στον ακόλουθο λόγο του προς τους Ιουδαίους ο Κύριος δικαιολογεί το θαύμα που συντελέστηκε 1) με την τέλεια υπακοή του προς τον Πατέρα (σ. 17-30), του οποίου παρουσιάζει τον εαυτό του εργάτη, 2) με την μαρτυρία του Πατέρα (σ. 31-40), η οποία αποτελεί εγγύηση για την πραγματικότητα των στενών αυτών σχέσεων του Ιησού με τον Πατέρα, και 3) με την αποκάλυψη της αληθινής αιτίας, στην οποία οφειλόταν η απιστία των Ιουδαίων (σ. 41-47)(g).
(1) Είναι φανερό ότι οι άρχοντες των Ιουδαίων επεδίωξαν συνάντηση με τον Ιησού, για να ζητήσουν από αυτόν λόγο για την παράβαση του Σαββάτου (κ). Ενώ το «απεκρίθη» συναντιέται στον Ιωάννη 50 φορές, το «απεκρίνατο» μόνο εδώ και στο ε 19 (ίσως και στο ιβ 23). Ίσως διότι κρύβει μέσα του την έννοια της δημόσιας και σαφούς απάντησης σε κατηγορία που απευθύνθηκε εναντίον του (g).
Δες και το «ουδέν απεκρίνατο» στο Μάρκ. ιδ 61, Ματθ. κζ 12, Λουκ. κγ 9. Το επιχείρημα, το οποίο εδώ επικαλείται ο Ιησούς υπέρ της θεραπείας κατά το Σάββατο, είναι διαφορετικό από τα επιχειρήματα που σε διάφορες περιπτώσεις χρησιμοποίησε ο Ιησούς, σύμφωνα με τους συνοπτικούς, για την αθέτηση του Σαββάτου (στο Μάρκ. γ 4, Λουκ. στ 9 επιχείρημα είναι η αγαθοεργία κατά το Σάββατο· στο Ματθ. ιβ 11, Λουκ. ιγ 15 επιχείρημα είναι η κατά το Σάββατο φροντίδα για τα ζώα· στο Μάρκ. β 25,Λουκ. στ 3,Ματθ. ιβ 3, επιχείρημα είναι συγκεκριμένη περίπτωση από την Π.Δ. στην οποία η ανάγκη επέβαλλε την παραβίαση ορισμένου νόμου· στο Ματθ. ιβ 7, επιχείρημα είναι, ότι ο Θεός έλεον θέλει και όχι θυσία). Όμως στο Μάρκ. β 28,Ματθ. ιβ 8 και Λουκ. στ 5 («ο υιός του ανθρώπου είναι Κύριος και του σαββάτου») εκφράζεται σπερματικά το ίδιο επιχείρημα, το οποίο αναπτύσσεται εδώ πλήρως (β).
Το επιχείρημα αυτό είναι πραγματικά ισχυρό μόνο με προϋπόθεση την εκδοχή, ότι σε αυτό τονίζει ο Κύριος την ιδιαίτερη σχέση του με τον ουράνιο Πατέρα «απολογούμενος με τρόπο που αρμόζει σε Θεό» και διακηρύττοντας «τον εαυτό του ίσο με το Θεό» (Ζ).
«Επειδή λοιπόν είναι ομότιμος με τον Πατέρα και έχει την ίδια εξουσία, λέει, ότι όπως ακριβώς ο Θεός και Πατέρας μου εργάζεται και το Σάββατο και δεν τον κατηγορείτε, έτσι ούτε εμένα» (Θφ).
Αξιόλογη όμως και η επόμενη εκδοχή: Ο λόγος για τον οποίο πρέπει να τηρείται η αργία του Σαββάτου, είναι, ότι σε αυτό σταμάτησε ο Θεός τα έργα της δημιουργίας. Και ο λαός λοιπόν του Θεού πρέπει να συμμετέχει σε αυτήν την ανάπαυση, μη εργαζόμενος και αυτός, όπως δεν εργάζεται και ο Θεός. Ο Κύριος όμως αποκρούει και αποκηρύττει την ιδέα και σκέψη, ότι η κατάπαυση αυτή του Θεού πήρε τη μορφή της αμέλειας και της ράθυμης αδράνειας. Ο Πατέρας, λέει, έως τώρα εργάζεται. Η κατά το Σάββατο ανάπαυση αυτή του Πατέρα είναι δραστήρια ενέργεια αγάπης και το σάββατό μας πρέπει να είναι απομίμηση και συμμετοχή της δραστικής αυτής και ευεργετικής ανάπαυσης του Πατέρα (τ).
(2) Όχι ο πατέρας μας, «διακηρύττει ότι ο Θεός είναι δικός του πατέρας» (Ζ).
(3) «Το «ως τώρα» αναζητεί σαν νόημα το «από τότε». Επειδή όμως το «από τότε» ανήκει στο χρόνο, αφήνοντας το «από τότε», λέγοντας μονάχα το «έως τώρα», φανέρωσε ότι πάντοτε συνέπραττε μαζί του τα πάντα» (Γν). «Φανερώνει το παντοτινό της εργασίας» (Ζ).
(4) «Η εργασία, όσον αφορά το Θεό, εννοείται με διπλό τρόπο· η μεν δηλαδή σημαίνει την δημιουργία των φύσεων στην αρχή· ενώ η άλλη, την μετά την αρχή φροντίδα και πρόνοια και συντήρησή τους· όσον αφορά την πρώτη μεν σημασία, σταμάτησε την ημέρα την εβδόμη από τα έργα του· όσον αφορά όμως τη δεύτερη σημασία, πάντοτε εργάζεται» (Ζ).
«Το «ο Πατέρας μου έως τώρα εργάζεται» δεν ειπώθηκε με την έννοια του δημιουργεί, αλλά του προνοεί» (Γν). «Διότι εργάζεται έως τώρα, γεννώντας, ζωογονώντας, αυξάνοντας, κυβερνώντας τα πάντα και δεν θα παύσει ποτέ. Διότι δεν θα είναι πρέπον στο Θεό το να πέσει σε αργία, ούτε θα κουραστεί εργαζόμενος, ώστε να σταματήσει» (Γν).
Με το εργάζεται «θέλει βεβαίως κατά κάποιο τρόπο να δηλώσει κάτι τέτοιο. Εάν, άνθρωπε, πιστεύεις ότι με νεύμα και θέληση του Θεού, που συγκρότησε και κατασκεύασε τα πάντα, κυβερνιέται η κτίση και κατά το Σάββατο, ώστε να ανατέλλει τον ήλιο και να κάνει να αναβλύζουν όμοια οι πηγές το νερό, να φυτρώνουν καρποί από τη γη και να μην σταματούν την αύξησή τους λόγω του Σαββάτου… οπωσδήποτε βεβαίως θα ομολογήσεις ότι ο Πατέρας κάνει αυτά που είναι θεοπρεπή και κατά την ημέρα του Σαββάτου» (Κ).
(5) «Δείχνει τον εαυτό του ίσο με το Θεό… Διότι δεν είπε· Εκείνος μεν εργάζεται, ενώ εγώ υπηρετώ, αλλά όπως ακριβώς εκείνος εργάζεται, έτσι και εγώ» (Χ). «Για τους λόγους, λέει, για τους οποίους απαλλάσσετε το Θεό από τις κατηγορίες, για τους ίδιους λόγους και εμένα» (Χ).
Είμαστε τόσο μικροί και πεπερασμένοι, ώστε πολύ λίγα γνωρίζουμε για τον απερινόητο Θεό. Είμαστε όμως απολύτως βέβαιοι για το ότι ο Θεός και κατά την ημέρα του Σαββάτου δεν παραμένει αργός και αδρανής. Δεν παραμένει σε απόκεντρη δόξα ακούγοντας τους ύμνους των αγγέλων. Με το μάτι του που βλέπει τα πάντα παρακολουθεί και την ελάχιστη κίνηση στο σύμπαν, από το αυτί του δεν διαφεύγει ούτε ο παραμικρός ήχος, το ακούραστο χέρι του εργάζεται πάντοτε υποβαστάζοντας την δημιουργία του. Όταν η μικρή διάνοιά μας είναι ανίκανη να συλλάβει το πολλοστημόριο του τρομερού αυτού συνόλου, το οποίο με τόση ευκολία αποκαλούμε σύμπαν, ας θυμόμαστε ότι ολόκληρο αυτό συλλήφθηκε από τον Πάνσοφο Νου και διαμορφώθηκε από το παντοδύναμο δεξί του χέρι. Ολόκληρο το σύμπαν με τις σε αυτό αναρίθμητες σχέσεις και προσαρμογές, για τις οποίες η επιστήμη μας λέει κάθε μέρα ολοένα περισσότερα, είναι έργο του Θεού.
Αλλά το σύμπαν δεν είναι μηχανή, η οποία χρειάστηκε μόνο να γίνει και αφού μπήκε σε κίνηση μπορεί μόνη της να λειτουργεί. Καθετί σε αυτό, μικρό ή μεγάλο, επιβλέπεται από το μάτι του Θεού, βρίσκεται κάτω από την επιμέλεια και υποστήριξη του χεριού του Θεού. Και το έργο της απολύτρωσής μας; Και τα τρία πρόσωπα της θεότητας συνεργάζονται σε αυτό. Ο Πατέρας τόσο μας αγάπησε, ώστε έστειλε τον Υιό του στον κόσμο. Ο Υιός αφού έγινε άνθρωπος ήλθε και έζησε σαν ένας από εμάς και τελικά πέθανε στο Σταυρό. Και το Άγιο Πνεύμα απλώνει την απολύτρωση και σωτηρία σε κάθε μία ψυχή. Σε κάθε μία ψυχή ξεχωριστά τι εργασία διεξάγεται, για να αφυπνιστεί αυτή και να ξαναβρεί το δρόμο, που θα την επαναφέρει στην ποίμνη του Καλού Ποιμένα! Να λοιπόν το σημαίνουν οι λέξεις: Ο Πατέρας μου εργάζεται, και εγώ εργάζομαι.
Ιω. 5,18 διὰ τοῦτο(1) οὖν μᾶλλον(2) ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι, ὅτι οὐ μόνον ἔλυε τὸ σάββατον, ἀλλὰ καὶ πατέρα(3) ἴδιον ἔλεγε(4) τὸν Θεόν, ἴσον ἑαυτὸν ποιῶν τῷ Θεῷ(5).
Ιω. 5,18 Δι' αυτά τα λόγια που ήκουσαν εζητούσαν ακόμη περισσότερον οι Ιουδαίοι να τον φονεύσουν, διότι όχι μόνον κατέλυε την αργίαν του Σαββάτου, αλλά και έλεγε ότι έχει ιδικόν του, κατά ένα αποκλειστικόν και μοναδικόν τρόπον, Πατέρα τον Θεόν και έκαμνε τον ευατόν του ίσον με τον Θεόν.
(1) Το «για αυτό» εξηγείται αμέσως με το «ότι», το οποίο ακολουθεί (g).
(2) Τον καταδίωκαν αλλά ο Ιησούς ξέφευγε. Τώρα τον αναζητούν ακόμη περισσότερο ωθούμενοι από τη φονική διάθεση, από την οποία κυριαρχούνται ήδη.
(3) Ότι ο Ιησούς παραβίαζε το Σάββατο ήταν η πρώτη αιτία του εναντίον του μίσους των Ιουδαίων. Το ότι διεκδικούσε θεία δικαιώματα και ισότητα με το Θεό ήταν δεύτερη ακόμη σοβαρότερη αιτία, η οποία θεωρούνταν ως φοβερή βλασφημία (δες ι 36). Αλλά οι Ιουδαίοι όφειλαν να ελέγξουν τα τεκμήρια και τις αποδείξεις, πάνω στα οποία ο Κύριος βάσιζε τις αξιώσεις του αυτές και να εξετάσουν επιπλέον τις προφητείες των προφητών σχετικά με το Μεσσία (Ησ. θ 6,Δαν. ζ 13-14,Ζαχ. ιγ 7). Όμως κλείνουν τα μάτια τους μπροστά στα θαύματα του Ιησού και ως βλάσφημο ζητούν να τον θανατώσουν (ο).
(4) Αποκαλούσε το Θεό Πατέρα με ιδιαίτερη και αποκλειστική έννοια.
«Διότι λέγοντας «ο πατέρας μου», φανέρωνε τη γνησιότητα» (Ζ). Εάν έλεγε «ο πατέρας μας», οι Ιουδαίοι δεν θα τον θεωρούσαν βλάσφημο (δες Ιω. η 41)(g). «Ναι που οι Ιουδαίοι καταλαβαίνουν ό,τι οι Αρειανοί δεν καταλαβαίνουν… Δεν καταλαβαίνουν αυτόν ότι είναι ο Χριστός, ούτε καταλάβαιναν αυτόν ότι ήταν ο Υιός του Θεού. Όχι λιγότερο όμως καταλαβαίνουν, ότι στα λόγια αυτά κάποιος τέτοιος υιός του Θεού υπονοούνταν, ο οποίος θα ήταν ίσος με το Θεό» (Αυ).
(5) Έκανε τον εαυτό του ίσο με το Θεό αποκαλώντας το Θεό πατέρα του με έννοια αποκλειστική. «Αυτός του οποίου ο Θεός είναι ιδιαίτερος Πατέρας, αυτός είναι ίσος κατά φύση με αυτόν» (Κ). Αλλά ο Ιησούς «δεν έκανε τον εαυτό του ίσο με τον Πατέρα, αλλά ο Πατέρας γέννησε αυτόν ίσο. Εάν έκανε τον εαυτό του ίσο, θα συνέβαινε αυτό με αρπαγή» (Αυ).
Ιω. 5,19 ἀπεκρίνατο οὖν ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ δύναται(1) ὁ υἱὸς ποιεῖν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ(2) οὐδέν, ἐὰν μή τι βλέπῃ τὸν πατέρα ποιοῦντα(3)· ἃ γὰρ ἂν ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα(4) καὶ ὁ υἱὸς ὁμοίως(5) ποιεῖ(6).
Ιω. 5,19 Απεκρίθη τότε ο Ιησούς και τους είπε• “σας διαβεβαιώνω, ότι δεν ημπορεί ο Υιός να πράττη από τον ευατόν του τίποτε, εάν δεν βλέπη τον Πατέρα να πράττη. Υπάρχει απόλυτος ομοφωνία μεταξύ Πατρός και Υιού, διότι εκείνα που ενεργεί ο Πατήρ, κατά τον αυτόν τρόπον, τα ίδια πράττει και ο Υιός.
(1) Δεν φανερώνει αδυναμία ουσίας, αλλά ηθική αδυναμία, απολύτως ελεύθερη. «Όπως λέμε ότι είναι αδύνατον ο Θεός να είναι πονηρός, ή να μην υπάρχει, διότι αυτό θα ήταν αδυναμία μάλλον του Θεού παρά δύναμη… έτσι ακριβώς είναι αδύνατο και απίθανο να κάνει κάτι ο Υιός, από όσα δεν κάνει ο Πατέρας» (Γ).
(2) «Καλά είπε ότι δεν μπορεί από μόνος του να κάνει τίποτα. Διότι εκεί όπου είναι κοινά και αυτά που γίνονται και ο τρόπος της εργασίας, πώς θα μπορούσε να διασπαστεί η θέληση και η πρόθεση αυτού που γίνεται;» (Θμ).
Δεν φανερώνει εξάρτηση που κάνει κατώτερο τον Υιό από τον Πατέρα, αλλά απόλυτη αρμονία θέλησης και ενέργειας (ο).
Αυτό «φανερώνει κατεξοχήν την ισότητα και την πολλή συμφωνία και δείχνει ότι αυτό που γίνεται, γίνεται σαν από μία γνώμη και εξουσία και δύναμη» (Χ). Ο Υιός χρησιμοποιεί τη δημιουργική του δύναμη σε κοινωνία και συμφωνία απόλυτη με τον Πατέρα.
(3) Αυτό δεν περιορίζει αλλά επεξηγεί το «δεν μπορεί από μόνος του να κάνει τίποτα». Με το «βλέπει» δείχνει με ανθρωποπαθή τρόπο, σύμφωνα με αυτά που συμβαίνουν στους ανθρώπους, την εσωτερική σχέση του Υιού με τον Πατέρα, την συνεχή και παντοτινή συμφωνία του με αυτόν.
«Για να μη φαίνεται μόνο ότι είναι ίσος σε δύναμη με τον Πατέρα, αλλά ότι έχει την ίδια γνώμη σε όλα, και ότι έχει μία θέληση σε όλα μαζί με αυτόν, δεν μπορεί, λέει, να κάνει από τον εαυτό του τίποτα, εάν δεν βλέπει τον Πατέρα να κάνει κάτι» (Κ). Η ομογνωμοσύνη αυτή και συμφωνία και ενότητα της θέλησης είναι παντοτινή και συνεχής.
«Διότι δεν είπε ότι έκανε εκείνα που ε ί δ ε να κάνει ο Πατέρας, αλλά ότι «εάν δεν β λ έ π ε ι να τα κάνει ο Πατέρας» δεν τα κάνει αυτός, παρατείνοντας τον λόγο σε όλο το χρόνο» (Χ).
«Και βλέπει τον Πατέρα πώς κάνει κάτι και έτσι το κάνει και αυτός, όπως άραγε οι ζωγράφοι και οι γραφείς, οι οποίοι δεν μπορούν να επιτύχουν το ακριβές με άλλο τρόπο, παρά μόνο αν βλέπουν το πρωτότυπο και χειραγωγούνται από αυτό; [Όχι]. Μα πώς η Σοφία χρειάζεται διδάσκαλο;… Ή μήπως είναι ολοφάνερο ότι ο μεν Πατέρας διαγράφει τα πρωτότυπα των ίδιων πραγμάτων, ενώ ο Λόγος τα εκτελεί, όχι ως δούλος ούτε ως αμαθής, αλλά ως γνώστης και Κύριος, και για να εκφραστούμε οικειότερα, όπως ο πατέρας; Εγώ έτσι δέχομαι το «αυτά ακριβώς που κάνει ο Πατέρας, αυτά κάνει ομοίως και ο Υιός». Όχι ότι τα δημιουργήματα έχουν τα όμοιά τους, αλλά ότι η εξουσία είναι ισότιμη» (Γ).
Ο Υιός δεν είναι όμοιος με τους προφήτες της Π.Δ., οι οποίοι είχαν ανάγκη να διδαχτούν. Έχει άμεση εποπτεία της θέλησης του Πατέρα και σε ό,τι ο Πατέρας πράττει (μ). Η φράση αυτή του Κυρίου εξηγείται με την ακόλουθη η οποία λέγεται ως αιτιολογία της.
(4) «Όχι αφού ο Πατέρας κάνει έργα, κάνει ο Υιός άλλα έργα με όμοιο τρόπο, αλλά αυτά που εκείνος πράττει, αυτά και ο Υιός ομοίως κάνει. Εάν όμως αυτά ο Υιός κάνει, τα οποία και ο Πατέρας, τότε ο Πατέρας μέσω του Υιού τα κάνει… Δεν κάνει κάποια ο Πατέρας και άλλα ο Υιός. Αλλά τα έργα του Πατέρα και του Υιού είναι τα ίδια έργα» (Αυ). «Η καθολική πίστη δεν λέει, ότι ο Θεός Πατέρας έκανε κάτι και ο Υιός έκανε κάτι άλλο, αλλά ό,τι ο Πατέρας έκανε, το ίδιο έκανε και ο Υιός, το ίδιο και το Πνεύμα το άγιο» (Αυ).
«Ο Πατέρας έκανε τον κόσμο, ο Υιός έκανε τον κόσμο, το Άγιο Πνεύμα έκανε τον κόσμο. Εάν είναι τρεις Θεοί, τότε είναι και τρεις κόσμοι· εάν όμως είναι ένας Θεός, ο Πατέρας, ο Υιός και το άγιο Πνεύμα, τότε ο ένας κόσμος έγινε από τον Πατέρα μέσω του Υιού με το Άγιο Πνεύμα» (Αυ).
(5) «Και πώς κάνει ο Υιός τα ίδια και «όμοια»;… Και πώς θα μπορούσε να κάνει τα ίδια αλλά όχι όμοια; Πάρε για παράδειγμα… Όταν γράφουμε επιστολές, αυτές πρώτα σχηματίζονται από τις καρδιές μας και έπειτα από τα χέρια μας… Οι επιστολές γίνονται πρώτα από τη διάνοιά μας, και έπειτα από το σώμα μας· το χέρι υπηρετεί, η διάνοια προστάζει· χέρι λοιπόν και διάνοια κάνουν τις ίδιες επιστολές. Μη φανταστείς ότι η διάνοια κάνει κάποιες επιστολές και το χέρι άλλες. Τα ίδια πράττει και το χέρι, αλλά όχι με όμοιο τρόπο. Οι διάνοιές μας κάνουν τις επιστολές νοητά, ενώ τα χέρια μας κάνουν αυτές ορατά… Αλλά ο Υιός αυτά τα κάνει με όμοιο τρόπο… Ο υιός είναι ίσιος με τον Πατέρα» (Αυ).
Με το «όμοια» τονίζεται όχι μόνο η ισότητα στη δύναμη, αλλά και η ίδια ενέργεια.
«Το γεγονός δηλαδή ότι μπορεί να κάνει απαράλλακτα τα έργα του Θεού και Πατέρα και να ενεργεί όμοια με αυτόν που τον γέννησε, μαρτυρεί ότι έχει την ίδια ουσία με αυτόν… Ως Θεός αληθινός (ο Υιός) από Θεό Πατέρα αληθινό, λέει ότι μπορεί να κάνει αυτά όμοια με εκείνον» (Κ).
«Διότι δεν έχει άλλη δύναμη ή κατώτερη ή ανώτερη από την πατρική, αλλά στον Πατέρα και τον Υιό υπάρχει μία ουσία, μία δύναμη, μία ενέργεια» (Θφ).
«Διότι αυτοί που έχουν ίδιες ενέργειες, αυτοί έχουν και μία ουσία. Η ενέργεια όμως του Πατέρα και του Υιού είναι μία. Διότι αυτά που ο Πατέρας κάνει, αυτά ομοίως και ο Υιός κάνει. Άρα και η ουσία είναι μία του Πατέρα και του Υιού» (Β). Το «ομοίως» λοιπόν δεν σημαίνει απλή απομίμηση, αλλά ισότητα δύναμης και απαράλλακτη ενέργεια.
«Πρόσθεσε το «όμοια», ώστε να δείξει ότι όχι μόνο τα έργα, αλλά είναι ίδια και ο τρόπος της εργασίας και η δύναμη και η βούληση» (Θμ).
(6) «Μοιάζει σαν να λέει καθαρότερα σε εκείνους που επιχείρησαν να τον διώξουν· νομίζετε ότι έχει καταργηθεί η τιμή του Σαββάτου επειδή ένας άνδρας θεραπεύτηκε το Σάββατο, αλλά δεν θα το έκανα ποτέ αυτό, εάν δεν έβλεπα να κάνει το ίδιο και ο Πατέρας· διότι ενεργεί αυτά που είναι αναγκαία για τη συγκρότηση του κόσμου και κατά το Σάββατο, έστω και αν το κάνει μέσω εμού» (Κ).
Ιω. 5,20 ὁ γὰρ πατὴρ φιλεῖ τὸν υἱὸν(1) καὶ πάντα δείκνυσιν(2) αὐτῷ ἃ αὐτὸς ποιεῖ(3), καὶ μείζονα τούτων(4) δείξει(5) αὐτῷ ἔργα(6), ἵνα ὑμεῖς θαυμάζητε(7).
Ιω. 5,20 Διότι ο Πατήρ αγαπά τον Υιόν και φανερώνει εις αυτόν πλήρως και τελείως όλα όσα πράττει στον ουρανό και την γην. Και του δίδει το δικαίωμα τα ίδια και αυτός να πράττη. Και θα του φανερώση ακόμη μεγαλύτερα και σπουδαιότερα από αυτά, που έως τώρα είδατε, δια να θαυμάζετε και σεις ακόμη, που μένετε εις την απιστίαν σας.
(1) Η συνεργασία και το ενιαίο της θέλησης και ενέργειας Πατέρα και Υιού βασίζεται στην αγάπη, η οποία συνδέει τον πατέρα με τον γιο.
«Αγαπά όμως ο Πατέρας τον Υιό, όχι μόνο επειδή είναι μονογενής, αλλά και επειδή κάνει τα ίδια και δεν ενεργεί τίποτα που να μην το θέλει ο πατέρας» (Ζ).
Το ρήμα φιλεῖ φανερώνει αγάπη τρυφερή και εκφράζει περισσότερο από το απλό αγαπώ, την ιδιαίτερη αγάπη, για την οποία γίνεται εδώ λόγος (g). Είναι λοιπόν τόσο μεγάλη η αγάπη του Πατέρα προς τον Υιό, ώστε ο Πατέρας όλα όσα κάνει, τα δείχνει στον Υιό (β). Εφόσον όμως σύμφωνα με τον προηγούμενο στίχο ο Υιός κάνει όσα βλέπει τον Πατέρα να κάνει, έπεται από αυτό, ότι ο Υιός κάνει ό,τι κάνει και ο Πατέρας. Ο σ. λοιπόν αυτός επιβεβαιώνει πάλι την ενότητα και συμφωνία της θέλησης και ενέργειας Υιού και Πατέρα, με μόνη τη διαφορά, ότι βασίζει αυτήν και στην ιδιαίτερη αγάπη, η οποία συνδέει τον Πατέρα με τον Υιό (ο).
(2) «Ούτε πιο πάνω το «βλέπει» αναφορικά με τον Υιό, ούτε εδώ το «δείχνει» αναφορικά με τον Πατέρα, πρέπει να τα καταλάβουμε με ανθρώπινο τρόπο, αλλά όπως αρμόζει σε Θεό και υπερφυσικά. Διότι ούτε ο Υιός βλέπει σαν μαθητής, ούτε ο Πατέρας δείχνει σαν δάσκαλος» (Ζ).
«Δείχνει ο Πατέρας στον Υιό αυτά που κάνει αυτός, όχι παραθέτοντάς τα ζωγραφισμένα σαν σε πίνακα, ή διδάσκοντάς τον σαν να τα αγνοεί (διότι όλα τα γνωρίζει ως Θεός), αλλά ζωγραφίζοντας όλο τον εαυτό του στη φύση του Υιού, και δείχνοντας σε αυτόν τα ιδιαίτερα από τη φύση του προσόντα του, έτσι ώστε από αυτά που αυτός υπάρχει και φαίνεται, να γνωρίσει από ποιον κατάγεται και ποιος είναι ως προς τη φύση του αυτός που τον γέννησε» (Κ).
Κάτω από τις ανθρωποπαθείς εκφράσεις «αγαπά» και «δείχνει» κρύβεται η ακατανόητη εκείνη και φυσική σχέση του Θεού Πατέρα με τον Υιό του, που χαρακτηρίζεται ως προαιώνια γέννηση, και η ανέκφραστη εκείνη, σταθερή και διαρκής, μυστηριώδης, μακάρια κοινωνία του Υιού με τον Πατέρα (κ).
(3) «Ό,τι ο Πατέρας πρόκειται να κάνει το δείχνει ως κάτι που εντός ολίγου θα γίνει, ώστε να μπορεί να γίνει αυτό μέσω του Υιού. Διότι εάν ο Υιός κάνει ό,τι ο Πατέρας δείχνει σαν να έχει ήδη γίνει, τότε ασφαλώς όχι μέσω του Υιού ο Πατέρας έκανε όλα, τα οποία έτσι έδειξε» (Αυ).
(4) Τα οποία μέχρι τώρα είδατε. «Θεραπεύτηκε ο παράλυτος… Και είναι μεν θαυμαστή όντως η δύναμη αυτού που θεράπευσε, και πολύ θεοπρεπής η εξουσία». Αλλά «είναι ανάγκη να μάθετε ότι δεν θα σταματήσουν εδώ, τα σχετικά με την εξουσία και δύναμή μου· διότι θα δείτε μεγαλύτερα παράδοξα, έστω και αν δεν θέλετε» (Κ).
(5) «Αυτός ο οποίος μιλούσε πριν από λίγο ως Θεός, τώρα αρχίζει να μιλά ως άνθρωπος» (Αυ). Ο μέλλοντας «θα δείξει», σημαίνει, ότι υπονοείται όχι η αιώνια σχέση Θεού και Λόγου, αλλά ότι προσελκύεται η προσοχή των ακροατών στην σε συγκεκριμένο χρόνο ιστορική αποστολή του Ιησού (χ).
(6) Πολλές φορές στον Ιωάννη σημαίνουν τα θαύματα του Ιησού (ε 36,ζ 3,21,ι 25,32,38,ιδ 12,ιε 24), όπως και τα έργα του Θεού (δ 34,θ 3,ιζ 4). Για το Θεό δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ φυσικών και υπερφυσικών έργων. Και τα έργα τα οποία ο Χριστός έκανε τότε, ήταν έργα, τα οποία «ο πατέρας μένοντας μέσα μου, κάνει τα έργα του» (ιδ 10).
(7) Εσείς με έμφαση=Εσείς οι Ιουδαίοι που τώρα απιστείτε. Τα θαύματα των υπερφυσικών θεραπειών δεν προκαλούν τόσο τον θαυμασμό σας, όσο προκαλούν την από ζήλεια αγανάκτησή σας. Τα μεγαλύτερα όμως θαύματα, τα οποία θα γίνουν στο μέλλον, όπως η ανάσταση των νεκρών και η καθολική κρίση, θα προκαλέσουν την κατάπληξή σας.
«Θα γίνετε θεατές μεγαλύτερων θαυμάτων, έστω και αν δεν θέλετε, δηλαδή της ανάστασης των νεκρών, και τότε θα εκπλαγείτε περισσότερο, βλέποντας τη δύναμη και δόξα που ταιριάζει στο Θεό, να βρίσκεται σε εμένα, τον οποίο τώρα περιβάλλετε με την κατηγορία της βλασφημίας και τον οποίο δεν ντρέπεστε να διώκετε» (Κ).
Τα έργα, τα οποία ο Κύριος υπονοεί εδώ ότι θα ενεργήσει στο μέλλον, πρέπει να διακριθούν σε έργα που αναφέρονται στην πνευματική ανάσταση και ηθική κρίση, την οποία εργάζεται το ευαγγέλιο και για τα οποία γίνεται λόγος στους σ. 24-27, και στα έργα της τελικής ανάστασης των νεκρών και της καθολικής κρίσης (σ. 27-29). Οι σ. 21-23 δηλώνουν μαζί και γενικά τα έργα αυτά ως έργα του να ζωοποιεί και να κρίνει (g).
Ιω. 5,21 ὥσπερ γὰρ(1) ὁ πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ(2), οὕτω καὶ ὁ υἱὸς οὓς θέλει ζωοποιεῖ.
Ιω. 5,21 Διότι, όπως ο Πατήρ ανασταίνει τους νεκρούς και τους δίδει ζωήν, έτσι και ο Υιός έχει απεριόριστον εξουσίαν να δίδη ζωήν εις οποίον θέλει και κρίνει άξιον.
(1) Το να ανασταίνει τους νεκρούς είναι έργο πολύ μεγαλύτερο και θαυμαστότερο από τη θεραπεία ενός παραλύτου. Για αυτό ο σ. αυτός καθορίζοντας πού συνίστανται τα μεγαλύτερα έργα, τα οποία ο Πατέρας θα δείξει στον Υιό, αποτελεί αιτιολογία του «θα δείξει σε αυτόν μεγαλύτερα έργα από αυτά» του προηγούμενου σ.
(2) Είναι ζήτημα σπουδαίο μεταξύ των ερμηνευτών εάν πρέπει αυτή η έγερση και ζωοποίηση των νεκρών να θεωρηθεί με ηθική ή φυσική σημασία. Οι Τερτυλλιανός Χ., Ζ, και άλλοι αρχαίοι και νεώτεροι εννόησαν όλο το χωρίο για τη φυσική ανάσταση που θα γίνει κατά την εσχάτη ημέρα. Ο Αυγουστίνος όμως και οι περισσότεροι από τους νεώτερους διαίρεσαν την περικοπή σε δύο και δέχτηκαν ότι μέχρι μεν το σ. 27 ο λόγος είναι για ηθική ζωοποίηση, ενώ από το σ. 28-30 για φυσική (δ).
Ή, πιο σωστά, οι λέξεις «νεκρούς» και «ζωοποιεί» χρησιμοποιούνται εδώ με πολύ περιεκτική έννοια και πρέπει να εννοηθούν τόσο με φυσική όσο και με πνευματική έννοια (μ).
Για αυτό, για τον σ. αυτόν υπάρχουν 2 ερμηνείες: Κατά την πρώτη, η οποία συμφωνεί και με την ερμηνεία των πατέρων, τόσο το «ζωοποιεί», που λέγεται για τον πατέρα, όσο και το ζωοποιεί που αποδίδεται στον υιό, αναφέρονται στη μελλοντική καθολική ανάσταση των νεκρών. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή το χωρίο έχει την έννοια: Ο πατέρας εγείρει τους νεκρούς και ζωοποιεί μέσω του υιού. Και πλατύτερα:
«Ιδιαίτερο βέβαια γνώρισμα της ουσίας του Θεού είναι το να μπορεί να δίνει ζωή, πράγμα που υπάρχει με όμοιο τρόπο στον Πατέρα και στον Υιό. Και ζωογονεί βέβαια πάλι όχι κάποιους ξεχωριστά και από μόνος του ο Πατέρας, και ιδιαίτερα κάποιους και ξεχωριστά ο Υιός… αλλά ενεργεί τα πάντα μέσω του υιού ο πατέρας». (Κ).
Και με το « «όπως ακριβώς ο Πατέρας εγείρει» δείχνει το απαράλλακτο της δύναμης, ενώ με το «αυτούς που θέλει» δείχνει την ισότητα της εξουσίας» (Χ).
Δεν θέλει λοιπόν να σημάνει με το «όποιους θέλει ζωοποιεί», ότι κατά την μέλλουσα ανάσταση θα αναστηθούν μόνο κάποιοι, εκείνοι δηλαδή, τους οποίους ο Υιός θα θελήσει να αναστήσει. Αλλά με την έκφραση αυτή θέλησε να σημάνει, ότι ο Υιός δεν είναι τυφλό και υποδεέστερο όργανο του Πατέρα. Επίσης δεν θέλησε να σημάνει με αυτό αντίθεση της θέλησης του Υιού με αυτήν του Πατέρα. Διότι όπως ήδη είπε ο Κύριος, ο υιός «δεν μπορεί από μόνος του να κάνει τίποτα». Στον Πατέρα και τον Υιό «υπάρχει μία και η ίδια δύναμη και θέληση» (Ζ).
«Για να μην πει ποτέ κάποιος ότι ο Πατέρας εγείρει τους νεκρούς μέσω του Υιού, σαν ισχυρός και σαν δυνατός, ενώ ο Υιός σαν με δύναμη άλλου, σαν δούλος ή σαν άγγελος, έδειξε και την δύναμή Του λέγοντας· Ο υιός αυτούς που θέλει τους ζωοποιεί. Το οποίο σημαίνει όχι ότι ο Πατέρας θέλει άλλα σε σχέση με τον Υιό, αλλά ότι ο Πατέρας και ο Υιός όπως έχουν μία ουσία, έτσι έχουν και μία θέληση» (Αυ).
Σύμφωνα με την άλλη ερμηνεία: Με το «ο πατέρας εγείρει και ζωοποιεί» δηλώνεται η δημιουργική και συντηρητική και επανορθωτική ενέργεια, την οποία ενεργεί ο Θεός από την αρχή του κόσμου και στη σφαίρα της όλης φύσης και στο πεδίο της θεοκρατίας του Ισραήλ ιδιαιτέρως. Ο Θεός «θανατώνει και ζωογονεί» (Α΄ Βασ. β 6) και αυτός είναι «Θεός που θανατώνει και ζωοποιεί» (Δ΄ Βασ. ε 7). Προς το έργο αυτό της φυσικής και ηθικής συντήρησης και ανόρθωσης που εργάζεται ο Θεός προστίθεται ήδη και το έργο του Ιησού, ως σαρκωμένου Λόγου και μάλιστα ως μεσίτη μεταξύ Θεού και ανθρώπων.
Το έργο αυτό του θεανθρώπου Ιησού θα περάσει προοδευτικά από διάφορα στάδια. Όσο ζούσε ανάμεσα στους ανθρώπους έκανε μεμονωμένα θαύματα σωματικών και πνευματικών αναστάσεων. Όταν μετά την ανάσταση αναλήφθηκε, με την κατάπεμψη του Αγίου Πνεύματος εργάστηκε την ηθική ανάσταση ολόκληρης της ανθρωπότητας. Όταν όμως επιστρέψει και πάλι, θα αναστήσει μεν πρώτον τους πιστούς, έπειτα όμως και όλους γενικώς, οπότε αφού ολοκληρωθεί το έργο του θα παραδώσει αυτό στον Πατέρα σύμφωνα με το Α΄ Κορ. ιε 28. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, το «όποιους θέλει ζωοποιεί», αναφέρεται μεν γενικά στην ζωοποίηση, με την έννοια ότι ο Χριστός ως θεάνθρωπος και αιώνιος αρχιερέας μεταδίδει σε όσους θέλει, δηλαδή σε εκείνους, τους οποίους θα βρει αρεστούς σε αυτόν, πρώτα την ηθική ζωοποίηση, στην οποία πρόκειται εν καιρώ να ακολουθήσει και η σωματική αντίστοιχη. Για αυτό το ρήμα βρίσκεται σε ενεστώτα για να σημάνει, ότι η ζωοποίηση βρίσκεται ολοένα σε εξέλιξη, δηλαδή δίνεται το πρώτο τμήμα της για να επακολουθήσει και το δεύτερο (β,g). Και οι δύο ερμηνείες σοβαρές.
Ιω. 5,22 οὐδὲ γὰρ(1) ὁ πατὴρ κρίνει(2) οὐδένα(3), ἀλλὰ τὴν κρίσιν πᾶσαν(4) δέδωκε τῷ υἱῷ(5),
Ιω. 5,22 Εχει δε ακόμη το δικαίωμα ο Υιός να κρίνη τους πάντας, διότι ο Πατήρ δεν κρίνει και δεν δικάζει κανένα, αλλά όλην την εξουσίαν της κρίσεως την έχει δώσει στον Υιόν.
(1) Αιτιολογεί το «όποιους θέλει ζωοποιεί» του προηγούμενου σ. Μεταβίβασε ο Πατέρας στον Υιό την εξουσία να ζωοποιεί, διότι ομοίως μεταβίβασε σε αυτόν και την εξουσία να κρίνει και να διαχωρίζει τους άξιους ζωοποίησης από τους μη άξιους, τους αγαθούς από τους κακούς (g).
(2) Το «κρίνει» λοιπόν εδώ όχι με την έννοια του κατακρίνω και καταδικάζω, αλλά γενικότερα με την έννοια του ασκεί το έργο του υπέρτατου Κριτή όλων. Για αυτό και το ακόλουθο «την κρίση όλη» «λέγοντας, φανέρωσε την κρίση και στο να τιμωρεί και στο να τιμά, όποιους θέλει» (Ζ).
(3) Παρά μόνο μέσω του Υιού (ο). «Δεν απέκλεισε βεβαίως τον Πατέρα από την εξουσία του να κρίνει… (αλλά) θα κρίνει ο Υιός με την ευαρέσκεια μεν του Πατέρα και τη συνεργεία του Αγίου Πνεύματος» (Ζ).
«Και πάλι ακούγοντας κάποιος, ότι ο Πατέρας δεν κρίνει κανέναν, δεν θεωρούμε ότι μάχεται με τον εαυτό της η Γραφή. Διότι αυτός που κρίνει όλη τη γη, το κάνει αυτό μέσω του Υιού, στον οποίο έδωσε όλη την κρίση. Και καθετί που γίνεται από τον Μονογενή, έχει την αναφορά στον Πατέρα, ώστε και κριτής του παντός να είναι αυτός (ο Πατέρας), και να μην κρίνει κανέναν διότι έδωσε, όπως ειπώθηκε, όλη την κρίση στον Υιό, και όλη η κρίση του Υιού δεν είναι αποξενωμένη από το πατρικό θέλημα» (Γν).
(4) Αυτό συνυπονοεί ότι ο Υιός είναι ο μόνος κριτής (ο).
(5) Ή, αναφέρεται στον Υιό που ενανθρώπησε, στον Υιό του ανθρώπου, ο οποίος σύμφωνα με τους συνοπτικούς (Ματθ. κε 34,40) πρόκειται να κρίνει τον κόσμο ολόκληρο. Και τονίζεται έτσι το βασιλικό αξίωμα του Κυρίου ως θεανθρώπου, ως Λυτρωτή και Σωτήρα και Κριτή.
(«Λέει ότι η κρίση έχει δοθεί στον εαυτό του από τον Πατέρα, όχι σαν να βρισκόταν έξω από την εξουσία σχετικά με αυτό, αλλά ως άνθρωπος κατ’ οικονομίαν… Εφόσον μεν είναι Λόγος και Θεός, εκ φύσεως έχει την εξουσία σε όλα· επειδή όμως έγινε άνθρωπος… ομολογεί, όπως είναι πρέπον, ότι την έχει λάβει την εξουσία» (Κ)).
Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή ο πατέρας έδωσε όλη την κρίση στον Υιό, «έτσι ώστε αυτός που έγινε άνθρωπος, να κρίνει τους ανθρώπους, όχι μόνο ως Θεός που γνωρίζει τη φύση των ανθρώπων, αλλά και ως άνθρωπος που την έχει δοκιμάσει» (Ζ).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία «το «έδωσε» πρέπει να το εννοήσουμε με τρόπο που αρμόζει σε Θεό» (Ζ). Και αποδίδεται στη θεία φύση του Κυρίου, όπου το ««έδωσε» μπήκε, για να μην υποπτευθείς ότι ο Υιός είναι αγέννητος και να μην νομίσεις ότι είναι δύο Πατέρες» (Χ). Και ισοδυναμεί το «έδωσε» με το: «τον γέννησε κριτή» (Χ). Διότι έδωσε σε αυτόν την κρίση «με το που γεννήθηκε. Πότε όμως γεννήθηκε αυτός;… Δεν είναι δυνατόν να βρούμε κάποια έννοια χρόνου ή αιώνα, σύμφωνα με την οποία θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε κάποιο άκρο» (Ζ). Άναρχα γέννησε αυτόν και άναρχα έδωσε σε αυτόν. Η πρώτη ερμηνεία είναι πιο σωστή.
Ιω. 5,23 ἵνα(1) πάντες τιμῶσι(2) τὸν υἱόν(3), καθὼς(4) τιμῶσι τὸν πατέρα. ὁ μὴ τιμῶν τὸν υἱὸν οὐ τιμᾷ τὸν πατέρα(5) τὸν πέμψαντα(6) αὐτόν.
Ιω. 5,23 Και έδωκεν όλα αυτά στον Υιόν, δια να τιμούν και προσκυνούν τον Υιόν όλοι, όπως τιμούν και προσκυνούν τον Πατέρα. Εκείνος που δεν τιμά τον Υιόν, δεν τιμά ούτε τον Πατέρα, ο οποίος τον έστειλεν στον κόσμον.
(1) Δηλώνεται ο σκοπός για τον οποίο δόθηκε το προνόμιο της κρίσης στον Υιό που ενανθρώπησε (ο).
(2) Το ρήμα τιμώ στον Ιωάννη και στο η 49,ιβ 26 είναι με την έννοια της τιμής που οφείλεται στο Χριστό ή στον Πατέρα του (β). Η τιμή εδώ μπορεί να εννοηθεί και ως αυτή η ίδια η πράξη της λατρείας (Reuss). Πιο σωστά όμως, πρέπει να την θεωρήσουμε ως το εσωτερικό συναίσθημα της προς το Χριστό ευλάβειας και τιμής, της οποίας εξωτερική εκδήλωση είναι η λατρεία (g).
(3) «Αυτό αναφέρεται στην ανάσταση των ψυχών. Για να τιμούν όλοι τον Υιό. Πώς; Όπως τιμούν τον Πατέρα. Διότι ο Υιός εργάζεται την ανάσταση των ψυχών με τον ίδιο τρόπο όπως και ο Πατέρας. Ο Υιός ζωοποιεί όπως και ο Πατέρας. Λοιπόν στην ανάσταση των ψυχών ας τιμούν τον Υιό όπως τιμούν τον Πατέρα» (Αυ).
(4) Πρέπει «να τιμούν τον Υιό με ισότητα και ομοιότητα προς τον Πατέρα» (Κ). «Βλέπεις πώς συμπλέκεται η τιμή του Υιού με αυτήν του Πατέρα;… Επειδή μία είναι η ουσία και η δόξα» (Χ).
«Δηλαδή, για να μην θεωρήσουμε, ακούγοντας ότι ο Πατέρας είναι αίτιος του Υιού, ότι αυτός είναι αίτιός του όπως ακριβώς και των κτισμάτων, και για αυτό εισάγουμε ελάττωση της τιμής, λέει, ότι δεν υπάρχει καμία παραλλαγή του Υιού με τον Πατέρα» (Θφ).
«Μην τιμάς τον Πατέρα ως μεγαλύτερο και τον Υιό ως μικρότερο… Ο ίδιος ο Υιός… σε ανακαλεί στην τάξη λέγοντας: Για να τιμούν όλοι τον Υιό όπως τιμούν τον Πατέρα… Εγώ, λες, επιθυμώ να τιμήσω περισσότερο τον Πατέρα και λιγότερο τον Υιό… Αλλά όταν σκέφτεσαι έτσι, πρέπει πράγματι να φαίνεται σε εσένα, ότι ο Πατέρας ή δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να γεννήσει Υιό ίσο με τον εαυτό του· εάν δεν ήθελε, στερούνταν αγαθής θέλησης· εάν δεν μπορούσε, στερούνταν δύναμης. Δεν βλέπεις λοιπόν, ότι σκεπτόμενος έτσι, με εκείνο, με το οποίο θέλεις να δώσεις μεγαλύτερη τιμή στον Πατέρα, με αυτό μέμφεσαι τον Πατέρα;» (Αυ).
(5) «Αυτός που δεν τιμά (τον Υιό) έτσι, όπως είπα, δηλαδή όπως και τον Πατέρα. Επειδή, αν κάποιος λέει, ότι είναι κτίσμα μεν ο Υιός, αλλά είναι ανώτερος από όλα τα κτίσματα, και νομίζει ότι χαρίζει στον Υιό αυτήν την ψεύτικη και μάταιη τιμή, ατιμάζει οπωσδήποτε και τον Πατέρα, που τον έστειλε» (Θφ).
«Δεν μπορεί κάποιος λοιπόν να πει τίμησα τον Πατέρα, διότι δεν γνώρισα τον Υιό. Εάν δεν τίμησες ακόμη τον Υιό, ούτε τον Πατέρα τίμησες. Διότι τι σημαίνει τιμώ τον Πατέρα, αν όχι ότι τον τιμώ για το ότι έχει Υιό; Διδαχτήκατε να τιμάτε το Θεό, διότι είναι Θεός. Αλλά άλλο είναι όταν διδαχτήκατε να τιμάτε αυτόν, διότι είναι Πατέρας. Όταν διδάχτηκες να τιμάς αυτόν ως Θεό, τιμάς αυτόν ως τον δημιουργό, τον Παντοδύναμο, ως το Υπέρτατο, αιώνιο, αόρατο, αναλλοίωτο Πνεύμα… Αλλά όταν διδάχτηκες να τιμάς αυτόν ως Πατέρα, είναι το ίδιο σαν να διδάχτηκες να τιμάς τον Υιό. Διότι δεν μπορεί να ονομαστεί Πατέρας, εάν δεν υπάρχει Υιός, όπως δεν μπορεί να ονομαστεί Υιός χωρίς Πατέρα» (Αυ).
(6) «Οι Ιουδαίοι τιμούν τον Πατέρα, περιφρονούν όμως τον Υιό… Ας δοθεί στον Ιουδαίο η απάντηση: Αυτός που δεν τιμά τον Υιό δεν τιμά τον Πατέρα που τον έστειλε… Ο Πατέρας έστειλε τον Υιό και περιφρονείς εκείνον, τον οποίο έστειλε ο Πατέρας. Πώς μπορείς να τιμάς τον αποστολέα, όταν βλασφημάς τον απεσταλμένο;» (Αυ).
Ιω. 5,24 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν(1) ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων(2) καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με(3) ἔχει ζωὴν αἰώνιον(4), καὶ εἰς κρίσιν(5) οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν(6) ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν(7).
Ιω. 5,24 Σας διαβεβαιώνω, ότι εκείνος ο οποίος ακούει την διδασκαλίαν μου και πιστεύει στον Πατέρα, που με έστειλε, αυτός έχει κερδήσει την αιώνιον ζωήν και δεν θα περάση από δίκην και κρίσιν, αλλά έχει μεταβή πλέον από τον πνευματικόν θάνατον της αμαρτίας εις την αιώνιον ζωήν.
(1) Με τη διαβεβαίωση αυτή προαναγγέλλεται το μεγαλείο του γεγονότος, το οποίο πρόκειται να αναγγελθεί. Είναι αυτό πρωτάκουστο (g).
(2) =ακούγοντας και αποδεχόμενος. Εννοεί την πνευματική και φυσική ταυτόχρονα ακρόαση (g). Όχι απλώς ακούει, αλλά ακούσει και προσέχει σε αυτόν, όπως οι μαθητές στις διδασκαλίες των διδασκάλων τους, όπως οι υπηρέτες στις διαταγές των κυρίων τους. Πρέπει να ακούμε και να υπακούμε αυτόν, πρέπει να εγκολπωθούμε το ευαγγέλιο ως κανόνα οριστικό και τέλειο της πίστης και της ηθικής.
(3) «Με αυτά τα λόγια γλυκαίνει τις γνώμες τους αφού ακούνε ότι στο Θεό πρόκειται να πιστεύουν, ακούγοντας τα λόγια του. Διότι δεν είπε, ότι αυτός που πιστεύει σε εμένα, αλλά σε αυτόν που με έστειλε» (Θφ), «για να μην αγριέψουν σαν θηρία και εδώ. Αυτό λοιπόν δεν έκανε λίγο ευκολοπαράδεκτο το λόγο, το να μάθουν δηλαδή, εννοώ, ότι στον Πατέρα πιστεύουν αυτοί που τον ακούνε» (Χ). Πίστη στον Ιησού Χριστό, αλλά και πίστη στο Θεό που τον έστειλε είναι απαραίτητη για σωτηρία. Πίστη προς τον Πατέρα ως αποστολέα του Υιού. Τονίζεται και πάλι η ενότητα Υιού και Πατέρα και ότι είναι το ίδιο το έργο του Υιού και του Πατέρα (ο). Ο σκοπός του Χριστού είναι να οδηγήσει εμάς στο Θεό. Και όπως ο Θεός είναι η αρχική πηγή κάθε χάριτος, έτσι είναι και το ύψιστο και έσχατο τέλος κάθε πίστης. Ο Χριστός είναι η οδός μας, ο Θεός είναι η ανάπαυσή μας.
(4) «Ο Ιερεμίας, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στην επιστολή του προς αυτούς που ήταν στη Τυβίγγη (Προτεστάντες του πανεπιστημίου της Τυβίγγης), γράφει: Έχει ζωή αιώνια και δεν έρχεται σε κρίση. Βλέπεις; Έχει αυτήν αμέσως και όχι απλώς θα έχει» (b). Έχει ζωή αιώνια, από τη στιγμή ήδη που πίστεψε. Έχει την αιώνια ζωή ως κτήμα του ήδη από την παρούσα ζωή.
(5) Ή, «σε καταδίκη κόλασης» (Ζ), η λέξη κρίση δηλαδή με την έννοια της κατάκρισης (καταδίκης). Ο όρος κρίσις σημαίνει κυρίως την δικαστική κρίση κατά του ενόχου, που οδηγεί σε καταδίκη του. Για αυτό και η φράση ανάσταση κρίσεως αντιτίθεται στη φράση ανάσταση ζωής. Όταν μάλιστα ληφθεί υπ’ όψη ότι η κρίση στρέφεται κατά του ενόχου, τότε κατανοεί κάποιος και τη φράση στο παρόν χωρίο «εις κρίσιν ουκ έρχεται». Δες και Ιω. ιστ 8,11 μαζί με το ιβ 31, όπως και το ε 22 (C).
Ή, πιο σωστά, δεν θα υποβληθεί στην μελλοντική κρίση· δεν χρειάζεται άλλη απόφαση που να κρίνει για την αιώνια τύχη του.
«Και ισχυρίζεται ότι αυτοί που πιστεύουν, δεν θα γίνουν μόνο μέτοχοι της αιώνιας ζωής, αλλά θα διαφύγουν και τον κίνδυνο της κρίσης, δηλαδή θα πετύχουν τη δικαίωσή τους» (Κ).
(6) Αυτό που εκφράζεται με τον Παρακείμενο, συμφωνεί πλήρως με το αμέσως προηγούμενο «έχει ζωήν αιώνιον».
(7) «Θάνατο, δεν εννοεί τον εδώ, αλλά τον αιώνιο, όπως ακριβώς λοιπόν και ζωή εννοεί εκείνη την αθάνατη» (Χ).
«Ζει αιώνια ζωή, χωρίς να υφίσταται τον ψυχικό και αιώνιο θάνατο, παρόλο που θα υποστεί τον φυσικό και πρόσκαιρο» (Θφ).
«Αυτός που μετέβη από το θάνατο στη ζωή, αναμφίβολα αναστήθηκε πάλι… Ήταν νεκρός και έζησε πάλι· ήταν χαμένος και βρέθηκε. Οπότε ανάσταση γίνεται ήδη, και οι άνθρωποι μεταβαίνουν από το θάνατο στη ζωή· από το θάνατο της απιστίας στη ζωή της πίστης· από το θάνατο του ψεύδους στη ζωή της αλήθειας· από το θάνατο της αδικίας στη ζωή της δικαιοσύνης» (Αυ).
Δεν πρόκειται λοιπόν για σωματική ανάσταση και για μετάβαση από το σωματικό θάνατο στη ζωή. Αλλά θάνατος και ζωή πρέπει να εννοηθούν με έννοια πνευματική. Όλοι οι άνθρωποι σύμφωνα με το Εφεσ. β 1, είναι «νεκροί από τα παραπτώματα και τις αμαρτίες». Αλλά ο θάνατος του Χριστού απομάκρυνε από αυτούς που πιστεύουν σε αυτόν την κατάρα του νόμου (Γαλ. γ 13), οι οποίοι μέσω της πίστης ζωοποιήθηκαν μαζί με το Χριστό (Εφεσ. β 5).
«Σε ποιά ζωή; Σε ζωή αιώνια. Όχι λοιπόν όπως το σώμα του Λαζάρου. Διότι μεταφέρθηκε αυτό από το θάνατο του τάφου στη ζωή των ανθρώπων, αλλά όχι σε ζωή αιώνια» (Αυ).
Ιω. 5,25 (1)ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν(2) ὅτι ἔρχεται ὥρα(3), καὶ νῦν ἐστιν(4), ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς(5) τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες(6) ζήσονται·
Ιω. 5,25 Αληθώς σας λέγω, ότι έρχεται ώρα, και η ώρα αυτή είναι τώρα, που οι νεκροί πνευματικώς άνθρωποι θα ακούσουν την διδασκαλίαν του Υιού του θεού και όσοι θα την ακούσουν και θα την δεχθούν, θα ζήσουν εις αιώνας αιώνων πλησίον του Θεού.
(1) Με διάφορους τρόπους ερμηνεύτηκε ο σ. αυτός. Σύμφωνα με τον Κ υπήρχαν αυτοί που ερμήνευαν το χωρίο:
«Θα έρθει καιρός, κατά τον οποίο οι νεκροί θα ακούσουν τη φωνή εκείνου που θα τους ανασταίνει… ή, όπως ο Λάζαρος ίσως που άκουσε τη φωνή του Σωτήρα, ή λέγοντας ότι νεκροί είναι εκείνοι που δεν έχουν ακόμα κληθεί με την πίστη στην αιώνια ζωή, οι οποίοι όμως επρόκειτο οπωσδήποτε να ανεβούν σε αυτήν αποδεχόμενοι τη διδασκαλία του Σωτήρα».
Ο ίδιος όμως ο Κύριλλος δέχεται ότι το μεν «οι νεκροί θα ακούσουν τη φωνή του Θεού» ότι αναφέρεται «στον καιρό της ανάστασής μας, κατά τον οποίο λέει ότι οι νεκροί θα αναστηθούν με τη φωνή του δικαστή για να απολογηθούν για τη ζωή τους στον κόσμο»· ενώ το «αυτοί που θα ακούσουν θα ζήσουν» ότι αναφέρεται στον «παρόντα καιρό κατά τον οποίο πρέπει να πιστεύουν σε αυτόν», δηλαδή όσοι άκουσαν και αποδέχτηκαν κατά τον παρόντα καιρό τη διδασκαλία του Υιού του Θεού θα ζήσουν τότε την αιώνια και μακαρία ζωή.
Πιο σωστή φαίνεται η ερμηνεία, κατά την οποία νεκροί εδώ είναι αυτοί που εννοούνται και στο σ. 24 ότι μεταβέβηκαν από το θάνατο στη ζωή, δηλαδή οι πνευματικά νεκροί από την αμαρτία. Συνεπώς ο Κύριος προαναγγέλλει εδώ την πνευματική ανάσταση της ανθρωπότητας, που είναι νεκρή από τις αμαρτίες της, και η οποία ανάσταση επρόκειτο να αρχίσει, την εποχή που ο Κύριος μιλούσε και να συντελεστεί από αυτόν (g).
Οι αμαρτωλοί λοιπόν είναι πνευματικά νεκροί· στερούνται πνευματικής ζωής, αίσθησης, δύναμης και κίνησης και έχουν πεθάνει για το Θεό, αλλά είναι και άθλιοι τόσο περισσότερο, όσο, μη συναισθανόμενοι την αθλιότητά τους, αδυνατούν να βοηθήσουν τους εαυτούς τους να απαλλαγούν από αυτήν.
(2) Χωρίς σύνδεση η φράση για περισσότερη έμφαση. Η επανάληψη ξανά της βεβαίωσης του προηγούμενου σ. γίνεται ήδη πιο έντονη (g). «Πάλι επιστρέφει στην ανάσταση των ψυχών» (Αυ).
(3) Αναφέρεται στην μετά την ανάσταση του Κυρίου πλήρη ολοκλήρωση της πνευματικής ανάστασης αυτών που αποδέχονται τη διδασκαλία του Κυρίου, με την κάθοδο του αγίου Πνεύματος στην εκκλησία (g).
(4) Ο σιναϊτικός και δύο μικρογράμματοι κώδικες αποσιωπούν το «καὶ νῦν ἐστιν». «Για να μην υποθέσουμε ότι είναι μακριά ο χρόνος, λέει: Και τώρα ήλθε. Δηλαδή τώρα που εγώ είμαι μαζί σας» (Θφ).
«Δεν είπε αυτό για την έσχατη ώρα, όταν με διαταγή, με φωνή αρχαγγέλου και με σάλπιγγα Θεού ο ίδιος ο Κύριος θα κατέβει από τον ουρανό και οι νεκροί με πίστη στο Χριστό θα αναστηθούν πρώτα… Η ώρα εκείνη θα έλθει, αλλά δεν είναι «τώρα»» (Αυ).
(5) Δηλαδή τη φωνή της διδασκαλίας, η οποία παρουσιάζεται ως πρόσκληση που απευθύνεται προς τους νεκρούς δηλαδή τους αμαρτωλούς και καλεί αυτούς στη ζωή (g).
(6) Το άρθρο διαιρεί τους νεκρούς αυτούς σε 2 τάξεις, σε αυτούς που άκουσαν και σε όσους δεν άκουσαν, δηλαδή σε αυτούς που έχουν και εσωτερικά αυτιά, για να ακούσουν και να καταλάβουν και αποδέχονται με την πίστη την διδασκαλία του Κυρίου και σε αυτούς που δεν έχουν τέτοια (g). Αυτοί που άκουσαν τη φωνή εδώ, είναι αυτοί που υπάκουσαν σε αυτήν και πράττουν ό,τι αυτή λέει. Δες την ίδια έκφραση στο ιη 37 (δ).
«Διότι ως προς την ακρόαση του αυτιού, δεν θα ζήσουν όλοι όσοι άκουσαν. Πολλοί πράγματι ακούνε αλλά δεν πιστεύουν· αλλά ακούγοντας και μη πιστεύοντας, δεν υπακούνε· αφού όμως δε υπάκουσαν, δεν ζουν» (Αυ).
Η επιστροφή μιας ψυχής στο Θεό είναι ανάστασή της από το θάνατο στη ζωή. Με τη φωνή του Υιού του Θεού λοιπόν οι ψυχές ανασταίνονται σε πνευματική ζωή. Η ζωοποιός δύναμη του Χριστού μεταδίδεται με το λόγο του, τον οποίο πρέπει να ακούσουμε, να κατανοήσουμε, να δεχτούμε και να πιστέψουμε.
«Είδες αυθεντία εδώ και εξουσία ανείπωτη; Διότι όπως ακριβώς στην ανάσταση, έτσι και τώρα θα γίνει, λέει. Διότι πράγματι τότε, αφού ακούσουμε φωνή που διατάζει, θα αναστηθούμε. «Διότι με διαταγή, λέει, Θεού, οι νεκροί θα αναστηθούν» (Α΄ Θεσ. δ 16)» (Χ).
Ιω. 5 ,26 ὥσπερ γὰρ(1) ὁ πατὴρ ἔχει ζωὴν ἐν ἑαυτῷ(2), οὕτως(3) ἔδωκε καὶ τῷ υἱῷ(4) ζωὴν ἔχειν ἐν ἑαυτῷ(5)·
Ιω. 5,26 Διότι όπως ο Πατήρ έχει αιωνίως ζωήν μέσα του και είναι η ζωή και η πηγή της ζωής, έτσι έδωκε και στον Υιόν του, που έγινε άνθρωπος, και αυτό το μοναδικόν μέσα εις όλην την άλλην δημιουργίαν προσόν, να έχη ζωήν μέσα του και να μεταδίδη ζωήν στους άλλους.
(1) Στο σ. αυτόν επαναλαμβάνεται η ιδέα του σ. 21, και δηλώνεται πώς ο Υιός ζωοποιεί και αιτιολογείται το «αυτοί που θα ακούσουν θα ζήσουν». Θα ζήσουν, διότι ο Υιός έχει μέσα του ζωή και είναι πηγή ζωής. Ο τόνος λοιπόν σε αυτόν το σ. είναι στο «ἐν ἑαυτῷ», το οποίο και επαναλαμβάνεται με έμφαση (g).
(2) «Δεν έχει αλλού τη ζωή αλλά μέσα στον εαυτό του. Η ζωή του είναι σε Αυτόν, και δεν πηγάζει από κάποιον άλλο σαν να δανειζόταν ζωή ή να γινόταν μέτοχος ζωής… Και οι ψυχές ζουν. Αλλά η ζωή του Θεού είναι αναλλοίωτη, ενώ η ζωή των ψυχών υπόκειται σε μεταβολές. Στο Θεό ούτε αύξηση ούτε μείωση υπάρχει, αλλά είναι πάντοτε ο ίδιος μέσα στον Εαυτό του· όχι αλλιώς τώρα και αλλιώς έπειτα, και αλλιώς προηγουμένως. Αλλά η ζωή της ψυχής είναι υπερβολικά ποικίλη. Ενδέχεται να ζούσε ασύνετα, ζει τώρα συνετά· ενδέχεται να ζούσε στην αδικία, ζει τώρα με δικαιοσύνη· τώρα θυμάται άλλοτε λησμονεί· τώρα μαθαίνει· τώρα δεν μπορεί να μάθει» (Αυ).
Ο Πατέρας δεν είναι μόνο Αυθύπαρκτος, μη εξαρτώμενος ή προερχόμενος από κάποιον άλλον, αλλά είναι και ο μοναδικός και ύψιστος χορηγός ζωής. Έχει μέσα του τον θησαυρό της ζωής και κάθε αγαθού. Το παν από αυτόν πηγάζει και από αυτόν εξαρτάται. Είναι για τα δημιουργήματά του πηγή ζωής και κάθε καλού, ο δημιουργός της ύπαρξής τους και της ευτυχίας τους, ο ζωντανός Θεός και Θεός κάθε ζωής.
(3) «Δείχνει ότι ο Υιός είναι ίσος με τον Πατέρα» (Αυ). Όπως ο Πατέρας είναι η αρχή κάθε ζωής, διότι είναι ο μέγας δημιουργός, έτσι και ο Υιός ως Λυτρωτής είναι η αρχή κάθε πνευματικής ζωής. Είναι αυτός για την εκκλησία του ό,τι είναι και ο Πατέρας για τον κόσμο. «Ένας Θεός, ο Πατέρας, από τον οποίο τα πάντα και εμείς σε αυτόν· και ένας Κύριος Ιησούς Χριστός, μέσω του οποίου τα πάντα και εμείς μέσω αυτού» (Α΄Κορ. η 6). Το βασίλειο της χάριτος και όλη η ζωή αυτού του βασιλείου βρίσκονται στο χέρι του Λυτρωτή, όπως το βασίλειο της Πρόνοιας βρίσκεται στο χέρι του Δημιουργού.
(4) Ή «το έδωσε λέγεται από ταπείνωση και από συγκατάβαση» (Ζ) και πρέπει να το εννοήσουμε όπως αρμόζει στο Θεό αναφορικά με την προαιώνια γέννηση του Λόγου «με σκοπό να δείξει μόνο ότι ο μεν είναι Πατέρας, ο δε Υιός, ενώ σε όλα τα άλλα φανερώνει ότι είναι ίσος και απαράλλακτος με τον Πατέρα» (Σχ). «Διότι δεν θα τα αποδώσεις ως επίκτητα, αλλά ως συνυπάρχοντα από την αρχή, και με την έννοια των εκ φύσεως προσόντων και όχι των εκ χάριτος» (Γ).
«Για αυτό λέει ότι «έδωσε και στον Υιό να έχει ζωή μέσα στον εαυτό του». Ακριβώς σαν να έλεγε. Ο Πατέρας ο οποίος έχει ζωή στον εαυτό του γέννησε τον Υιό για να έχει ζωή στον εαυτό του. Το «έδωσε» πρέπει να εννοηθεί σαν να ήταν «γέννησε»» (Αυ).
Ή, πιο σωστά «ας λεχθεί ότι, το ότι αυτός παίρνει ζωή ή κρίση· ή εξουσία κάθε σάρκας ή δόξα… ή όσα λέγονται, ότι και αυτό είναι γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης» (Γ). Αναφέρεται δηλαδή στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου, το οποίο προσαρμόζεται περισσότερο και σε αυτά που αναφέρονται στον επόμενο στίχο. Δες και Ιω. ιζ 2. «Ότι βέβαια ο Μονογενής είναι από τη φύση του ζωή, και δεν είναι μέτοχος της ζωής από άλλον, και δίνει ζωή έτσι, όπως ακριβώς και ο Πατέρας, νομίζω ότι είναι περιττό να το πω» (Κ).
Εδώ όμως «εξηγώντας αμέσως την αιτία του ότι έχει δεχτεί (από τον Πατέρα), προβάλλει την ανθρώπινη φύση του η οποία δεν έχει τίποτα από μόνη της, λέγοντας «επειδή είναι υιός ανθρώπου»» (Κ). Το γενικότερο νόημα του σ. έχει ως εξής: «Μη θαυμάζετε… εάν ενώ τώρα είμαι σαν εσάς και με βλέπετε ως άνθρωπο, υπόσχομαι ότι θα αναστήσω τους νεκρούς και απειλώ ότι θα τους οδηγήσω σε κρίση. Ο Πατέρας μού έδωσε το να μπορώ να τους ζωογονώ, μου έδωσε το να κρίνω με εξουσία» (Κ).
(5) «Βλέπεις πώς φανερώνει το απαράλλακτο και το ότι μόνο αυτή είναι η διαφορά, ότι δηλαδή ο μεν είναι Πατέρας ενώ ο άλλος Υιός; Διότι η λέξη «έδωσε» μόνο αυτήν την διαίρεση εισάγει, ενώ όλα τα άλλα δείχνει ότι είναι ίσα και απαράλλακτα. Από όπου είναι φανερό ότι όλα τα κάνει με τόση εξουσία και δύναμη, με όση ο Πατέρας και όχι παίρνοντας δύναμη από αλλού. Διότι έτσι έχει ζωή, όπως ακριβώς ο Πατέρας» (Χ).
Ιω. 5,27 καὶ(1) ἐξουσίαν(2) ἔδωκεν αὐτῷ καὶ κρίσιν ποιεῖν(3), ὅτι υἱὸς ἀνθρώπου(4) ἐστί(5).
Ιω. 5,27 Και του έδωκε ακόμη την εξουσίαν να κρίνη και να δικάζη τους ανθρώπους. Διότι αυτός ο μονογενής υιός του έλαβε σάρκα και έγινε άνθρωπος.
(1) «Μίλησε ήδη για την ανάσταση των ψυχών. Απομένει να μιλήσει σαφέστερα για την ανάσταση των σωμάτων. Και έδωσε σε αυτόν εξουσία όχι μόνο να ανασταίνει τις ψυχές μέσω της πίστης και της σοφίας, αλλά ακόμα και να εκτελεί και κρίση» (Αυ).
(2) Είναι η εξουσία που στο Ιω. ιζ 2 και Ματθ. κη 18 καθορίζεται από τον ίδιο τον Κύριο ότι του δόθηκε από τον Πατέρα (β).
(3) Αξιοσημείωτη και η επόμενη: Ο Λυτρωτής μας περιβλήθηκε και με την εξουσία να εκτελεί την κρίση. Δεν έχει μόνο νομοθετική και δικαστική δύναμη, αλλά και εκτελεστική. Η φράση εδώ μπήκε ειδικά για την καταδικαστική κρίση και απόφαση. Ο Χριστός παραδίδει σε όλεθρο τους αμαρτωλούς και αυτός κάνει εκδίκηση με φωτιά φλογισμένη (Β΄ Θεσ. α 8). Και δεν υπάρχει καμία διαφυγή για εκείνους, τους οποίους θα καταδικάσει. Ο όλεθρός τους θα είναι αναπόφευκτος και ανεπανόρθωτος.
(4) «Αλλά γιατί αυτό; (Γιατί έδωσε σε αυτόν εξουσία;) Διότι είναι Υιός ανθρώπου. Διότι αυτός είναι ο Χριστός. Υιός Θεού ταυτόχρονα και Υιός ανθρώπου… Ως Υιός του ανθρώπου πήρε εξουσία να κάνει κρίση. Ποια κρίση; Την κατά τη συντέλεια του κόσμου. Και τότε θα είναι ανάσταση, αλλά ανάσταση σωμάτων. Έτσι λοιπόν ο Θεός ανασταίνει τις ψυχές μέσω του Χριστού, του Υιού του Θεού· αλλά και τα σώματα μέσω του ίδιου Χριστού, του Υιού του ανθρώπου. Έδωσε σε αυτόν εξουσία. Δεν θα είχε την εξουσία αυτή, εάν δεν έπαιρνε αυτήν. Και θα ήταν άνθρωπος χωρίς εξουσία. Αλλά ο ίδιος, ο οποίος είναι Υιός Θεού είναι και Υιός ανθρώπου» (Αυ).
Η έλλειψη του άρθρου προκάλεσε δυσκολίες στους νεώτερους ερμηνευτές, οι οποίοι εισηγήθηκαν διάφορες ερμηνείες. Οι σοβαρότερες είναι οι εξής: Το «υιός ανθρώπου» είναι τίτλος, τον οποίο όχι μόνο οι συνοπτικοί αποδίδουν στον Κύριο, αλλά και στο τέταρτο ευαγγέλιο παρουσιάζεται ο ίδιος ο Κύριος να τον αποδίδει στον εαυτό του (Ιω. α 52,γ 13,στ 27,53 κλπ). Δεν είναι καθόλου παράδοξο λοιπόν προκειμένου για επίσημο τίτλο, εάν αυτός μπήκε άναρθρα. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή θα ερμηνεύσουμε: Δόθηκε σε αυτόν το δικαίωμα να κρίνει, διότι είναι ο Μεσσίας, ο υιός του ανθρώπου, ο οποίος σύμφωνα με τις προφητείες του Ισραήλ (Δανιήλ κεφ. ζ) πρόκειται να έχει και του Κριτή το αξίωμα (β). Και τόσο περισσότερο δικαιολογείται η παράλειψη του άρθρου, διότι το υιός ανθρώπου είναι εδώ κατηγορούμενο, που δηλώνει ιδιότητα μάλλον παρά το πρόσωπο. Σύμφωνα με άλλη ερμηνεία: Αυτός, όντας άνθρωπος, σώζει τους ανθρώπους. Αυτός άνθρωπος δικάζει τους ανθρώπους (b).
Όπως άνθρωπος έπρεπε να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη για την αμαρτία των ανθρώπων, έτσι άνθρωπος πρέπει να είναι και ο κριτής· είτε διότι λόγω της συγγένειάς του με τους κρινόμενους θα αποδώσει δικαιοσύνη ως δοκιμασμένος σε όλα όμοια χωρίς αμαρτία (Lange)· είτε διότι το να δικάζει την ανθρωπότητα είναι τιμή που αποδίδεται στην αγιότητα του Θεού και συνεπώς η τιμή αυτή, για να επανορθώσει πραγματικά την ασεβή ύβρη που με την αμαρτία αποτολμήθηκε, πρέπει να προέρχεται από την ίδια την ανθρωπότητα, η οποία παρασύρθηκε στην προσβολή (g). –Οι γύρω από τον Χρυσόστομο συνδέουν το «ὅτι υἱὸς ἀνθρώπου ἐστί» με το ακόλουθο «μη θαυμάζετε αυτό»= το ότι είναι άνθρωπος, ας μη σας προκαλεί το θαυμασμό. «Μη θαυμάζετε όμως, το ότι είναι υιός ανθρώπου» (Θφ). Η σύνδεση αυτή δεν είναι φυσική.
(5) Ανέθεσε ο Πατέρας όλη την κρίση σε αυτόν για την ταπείνωση και συγκατάβαση, την οποία έδειξε γενόμενος άνθρωπος. Ο άνθρωπος είναι σκουλήκι. Την φύση αυτή πήρε πάνω του ο Λυτρωτής για εκτέλεση των βουλών και σχεδίων της θείας αγάπης. Για ανταμοιβή λοιπόν αυτής της θαυμαστής ταπείνωσης και υπακοής, ο Θεός ύψωσε αυτόν και στη θέση του Κριτή. Επί πλέον ο Πατέρας του ανέθεσε την κυβέρνηση και κρίση των ανθρώπων λόγω της συγγένειάς του προς αυτούς. Έχει την ίδια φύση, την οποία και εκείνοι χάριν των οποίων ως αρχηγός της σωτηρίας τους υψώθηκε στο σταυρό. Επειδή έχει όμως την ίδια φύση είναι και ο μόνος φυσικός Κριτής τους, για τον οποίο κανείς δεν μπορεί βάσιμα να ισχυριστεί ότι υπάρχουν λόγοι για να εξαιρεθεί από δικαστής.
Ιω. 5,28 μὴ θαυμάζετε τοῦτο(1)· ὅτι(2) ἔρχεται ὥρα(3) ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις(4) ἀκούσονται τῆς φωνῆς(5) αὐτοῦ,
Ιω. 5,28 Μη θαυμάζετε δι' αυτό που σας είπα. Θα συμβούν και άλλα πολύ περισσότερον αξιοθαύμαστα, διότι έρχεται ώρα, που όλοι οι νεκροί, οι οποίοι ευρίσκονται θαμμένοι εις τα μνημεία, θα ακούσουν την φωνήν του Θεού.
(1) Μίλησε για μεγάλα και αξιοθαύμαστα από το σ. 21 και εξής. Μεγαλύτερα όμως και πιο αξιοθαύμαστα είναι τα ακόλουθα. Το «αυτό» πρέπει να αναφερθεί στα προηγούμενα. Ο Ιησούς αντιλήφθηκε έκπληξη που προκλήθηκε στη διάνοια των Ιουδαίων (b).
(2) Η σύνδεση με τα προηγούμενα: «Καθοδηγεί… την γεμάτη από άγνοια διάνοια των Ιουδαίων στο να μπορέσει να καταλάβει με σαφήνεια, ότι θα κάνει και μεγαλύτερα θαύματα… και παρουσιάζει μεγαλύτερη και πιο αξιόλογη την ενέργεια για κατάλυση του θανάτου και κατάργηση της φθοράς όλων» (Κ).
Ο Υιός του Θεού θα ενεργήσει πολύ καταπληκτικότερα έργα. Αφού αναστήσει ηθικά και πνευματικά αυτούς που πιστεύουν σε αυτόν ( σ. 24,25), θα αναστήσει έπειτα όλους τους νεκρούς από αιώνων, για να δικάσει αυτούς κατά τα έργα τους (β).
(3) «Ώρα λέει τον καιρό της συντέλειας του κόσμου, αυτόν της παγκόσμιας κρίσης» (Ζ). Για αυτό δεν προσθέτει πάλι εδώ το «και τώρα είναι αυτή η ώρα» όπως στο σ. 25.
(4) «Και οι δίκαιοι και οι άδικοι θα ακούσουν τη φωνή του και θα βγουν… Εδώ τόσο με την αναφορά των τάφων, όσο και με τη φράση «θα βγουν από τα μνημεία» σαφώς καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για την ανάσταση των σωμάτων» (Αυ). Εφόσον λοιπόν με αυτό κυρίως θέλησε να σημάνει του πεθαμένους, «από αυτούς που είναι στους τάφους, φανέρωσε και αυτούς που δεν είναι στους τάφους… και αυτούς δηλαδή που δεν έτυχαν φυσικής ταφής» (Ζ).
(5) Δηλαδή «τη διαταγή που θα φωνάξει τότε ο αρχάγγελος» (Ζ) σύμφωνα με το Α΄Θεσ. δ 16.
Ιω. 5,29 καὶ ἐκπορεύσονται(1) οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες(2) εἰς ἀνάστασιν ζωῆς(3), οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως(3).
Ιω. 5,29 Και θα αναστηθούν και θα βγουν από τα μνημεία• και όσοι μεν κατά την επίγειον ζωήν των έπραξαν τα αγαθά, θα αναστηθούν δια να απολαύσουν την αιωνίαν και μακαρίαν ζωήν. Οσοι όμως έπραξαν τα κακά, θα αναστηθούν, δια να κριθούν και καταδικασθούν.
(1) Από τους τάφους τους. Λέγεται για τους νεκρούς οι οποίοι αποκαθιστάμενοι στη ζωή εγκαταλείπουν τους τάφους τους (G).
(2) «Αυτοί που διέπρεψαν στις αρετές» (Κ).
«Επειδή δηλαδή είπε παραπάνω ότι «αυτός που ακούει το λόγο μου και πιστεύει σε αυτόν που με έστειλε, δεν κρίνεται», για να μη νομίσει κάποιος, ότι αυτό αρκεί για σωτηρία μόνο, πρόσθεσε και τα σχετικά με τον τρόπο ζωής» (Χ). «Δεν δικαιώνει επομένως η πίστη μόνη χωρίς έργα, αλλά πρέπει να συνυπάρχουν και τα έργα, διότι τότε είναι κυρίως πίστη» (Θφ).
Οποιοδήποτε όνομα και αν έχουν οι κρινόμενοι, οποιοδήποτε ένδοξο αξίωμα ή επάγγελμα και αν άσκησαν, τίποτα δεν θα τους ωφελήσει, και μόνο εάν έπραξαν το αγαθό στον επίγειο βίο τους ευαρεστώντας το Θεό και γινόμενοι ωφέλιμοι και ευεργετικοί στους άλλους, μόνο αυτό θα τους δικαιώσει.
(3) Η λέξη ανάσταση συχνά στους Ο΄, αλλά με την έννοια με την οποία και εδώ και στα Β΄Μακ. ζ 14,ιβ 43. Δύο λοιπόν αναστάσεις, οι οποίες αναφέρονται και στο Δανιήλ ιβ 2 (β). Η φράση εις ανάστασιν ζωής=σε ανάσταση, σε ζωή, για να ακολουθήσει σε αυτήν η ζωή (G), σε μία ανάσταση η οποία οδηγεί στη ζωή. Οι δίκαιοι αφού έγιναν κοινωνοί της πνευματικής ζωής ήδη από την παρούσα ζωή, θα εξακολουθούν να έχουν αυτήν τελειοποιημένη και μετά την ανάσταση.
Η φράση εις ανάστασιν κρίσεως= «σε ανάσταση κατάκρισης… στο να κολάζονται παντοτινά» (Ζ). Ο όρος κρίση με την έννοια της έσχατης κρίσης, στην οποία οι αμαρτωλοί θα καταδικαστούν. Ανάσταση κρίσης= Ανάσταση την οποία θα ακολουθήσει η καταδίκη (G). Ή, και απλώς εννοεί την δίκη (= «για να κριθούν και να δώσουν λόγο για όσα έπραξαν»g), αλλά οπωσδήποτε με την έννοια, ότι θα επακολουθήσει καταδίκη.
Ιω. 5,30 (1)οὐ δύναμαι ἐγὼ ποιεῖν(2) ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ(3) οὐδέν. καθὼς ἀκούω(4) κρίνω(5), καὶ ἡ κρίσις(6) ἡ ἐμὴ δικαία ἐστίν· ὅτι οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν(7), ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός(8).
Ιω. 5,30 Εγώ θα είμαι ο κριτής των, αλλά εγώ δεν ημπορώ να πράττω τίποτε από τον εαυτόν μου, το οποίον να μη το θέλη ο Πατήρ. Απόλυτος αρμονία υπάρχει μεταξύ εμού και του Πατρός. Δι' αυτό, καθώς ακούω από τον Πατέρα, κρίνω, και η κρίσις μου είναι πάντοτε δικαία. Διότι εγώ δεν ζητώ να κάμνω το θέλημά μου, αλλά το θέλημα του Πατρός, που με έστειλεν στον κόσμον.
(1) Ο σ. αυτός δεν συνδέεται άμεσα με τον προηγούμενο, όπως φαίνεται από τα ρήματα σε χρόνο ενεστώτα. Δεν μιλά δηλαδή σε αυτόν αποκλειστικά για την δίκαιη κρίση του υπέρτατου κριτή κατά την μέλλουσα κρίση, διότι τότε θα έπρεπε να μιλήσει σε μέλλοντα όπως στο σ. 29. Μάλλον επανέρχεται σε αυτά που ειπώθηκαν στο σ. 19 (g).
(2) «Δηλαδή από εμένα δεν θα δείτε να γίνεται κάτι ή θα ακούσετε να λέγεται κάτι ξένο, παραλλαγμένο, που να μην το θέλει ο Πατέρας» (Χ). «Να κάνω», άρα λοιπόν και να κρίνω.
(3) Χρησιμοποιείται στον Ιωάννη ότι λέγεται από τον Ιησού 16 φορές. Στους συνοπτικούς μόνο στο Ματθ. η 9 και Λουκ. ζ 7,8 λέγεται από τον εκατόνταρχο για τον εαυτό του (β).
(4) Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, αναφέρεται στην θεία φύση του Κυρίου, σχετικά με την προαιώνια ζωή του Λόγου, οπότε θα ερμηνευτεί ως εξής:
«Αποδίδει στον Πατέρα τη δύναμη των δικών του έργων, όχι βέβαια τοποθετώντας τον εαυτό του στη θέση του ανήμπορου, αλλά αποδίδοντας τα πάντα στην ενέργεια της μίας θεότητας… και παρουσιάζει τον εαυτό του με σαφήνεια φιλοπάτορα και ομογνώμονα σε όλα με εκείνον που τον γέννησε» (Κ). Και «μιλά σαν άνθρωπος και εκφράζεται σύμφωνα με την αντίληψη των ακροατών», «αλλά δεν εννοεί διδασκαλία εδώ, διότι δεν είπε, όπως διδάσκομαι, αλλά όπως ακούω· αλλά ούτε επειδή έχει ανάγκη να ακούσει, τα λέει αυτά… αλλά για να φανερώσει την ομόνοια και το απαράλλακτο της κρίσης» (Χ).
«Όπως ακριβώς δηλαδή πιο πάνω το «βλέπω», έτσι και εδώ το «ακούω» πρέπει να το εννοήσουμε, ότι λέγεται από συγκατάβαση μεν, αλλά με τρόπο που πρέπει σε Θεό. Διότι δεν έχει ανάγκη να ακούει, αφού ο Θεός δεν έχει καμία ανάγκη» (Ζ). Φανερώνει «το απαράλλακτο και στα έργα και στα λόγια και στις κρίσεις» (Θφ).
Ή, πιο σωστά, αναφέρεται στον Κύριο που έγινε άνθρωπος, τόσο περισσότερο, όσο γίνεται λόγος και για κρίση, αλλά την κρίση τη μελλοντική θα την κάνει ο Κύριος ως Υιός του ανθρώπου.
«Επειδή λοιπόν έγινε άνθρωπος και πήρε τη μορφή του δούλου… συζητά τώρα με τους Ιουδαίους ως φύλακας του νόμου και άνθρωπος που δεν ξέρει να παραβαίνει τις εντολές που έχουν οριστεί από ψηλά, ούτε ανέχεται να κάνει κάτι από δική του γνώμη, το οποίο δεν συμβαδίζει με το θείο νόμο» (Κ).
«Όταν διαπραγματευόταν για την ανάσταση των ψυχών, δεν είπε Ακούω, αλλά Βλέπω. Διότι το Ακούω αναφέρεται στην παραγγελία του Πατέρα που προστάζει. Τώρα λοιπόν ως άνθρωπος λέει «όπως ακούω κρίνω», του οποίου ο Πατέρας είναι μεγαλύτερος μιας και πήρε ο Υιός μορφή δούλου και δεν τα λέει αυτά με τη μορφή του Θεού» (Αυ).
(5) «Όπως ακούω από τον Πατέρα» (Ζ). «Έτσι κρίνω, σαν να ήταν ο ίδιος ο Πατέρας που κρίνει» (Χ). Πριν πω ή εκφέρω κάποια κρίση, ακούω τη φωνή του Πατέρα και όπως εκείνη μιλά προς εμένα, έτσι και εγώ μιλώ ή κρίνω. Αυτό όμως αποτελεί εγγύηση ότι «και η κρίση η δική μου είναι δίκαιη». Κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει τον Πατέρα, ότι δεν κρίνει δίκαια. Συνεπώς η υπακοή μου προς τον Πατέρα εγγυάται για το ότι και εγώ κρίνω δίκαια (g).
(6) Περιλαμβάνει μεν και τη μέλλουσα κρίση, αλλά έχει και γενικότερη έννοια. «Υπόσχεται ότι θα είναι δίκαιος κριτής όχι μόνο κατά τον καιρό εκείνο, κατά τον οποίο θα γίνει η ανάσταση των νεκρών, αλλά ισχυρίζεται ότι θα κρίνει σωστά και δίκαια και τα πράγματα σε αυτή τη ζωή» (Κ).
(7) Ως άνθρωπος ο Κύριος είχε δικό του θέλημα, ανθρώπινο, όπως φαίνεται άλλωστε αυτό και από τα δικά του λόγια στη Γεθσημανή: «αλλά όχι το θέλημά μου, αλλά το δικό σου να γίνει» (Λουκ. κβ 42, δες Ματθ. κστ 39, Μάρκ. ιδ 36). Το θέλημα όμως αυτό υποτάχτηκε απόλυτα και πλήρως στο θείο θέλημα (g). Η έννοια των λόγων αυτών, είτε τα εφαρμόσουμε στην ανθρώπινη φύση είτε στη θεία, είναι η εξής:
«Δεν υπάρχει σε εμένα θέλημα διαφορετικό και ξεχωριστό από αυτό του Πατέρα, αλλά ό,τι εκείνος θέλει, αυτό και εγώ… Όπως ακριβώς λοιπόν τον Πατέρα κανείς δεν θα μπορούσε να τον κατηγορήσει που κρίνει, έτσι ούτε εμένα» (Χ). Εάν η φράση εφαρμοστεί στη θεία φύση, θα προσθέσουμε: «διότι δεν έχω ξεχωριστό θέλημα… διότι ένα και το ίδιο είναι το θέλημα πατέρα και υιού» (Ζ).
(8) «Διότι αυτός μεν που θέλει να στηρίξει τα δικά του, θα μπορούσε ίσως να υποπτευθεί από πολλούς ότι έτσι φθείρει το δίκαιο. Αυτός όμως που δεν αποβλέπει στα προσωπικά του, ποια αιτία έχει για να μην αποφασίσει δίκαια;» (Χ).
Ιω. 5,31 Ἐὰν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ ἐμαυτοῦ(1), ἡ μαρτυρία μου οὐκ ἔστιν ἀληθής(2).
Ιω. 5,31 Εάν δε εγώ μόνος μου δίδω δια τον ευατόν μου μίαν τέτοιαν μαρτυρία, θα πήτε ίσως ότι η μαρτυρία μου δεν είναι αληθινή και αξιόπιστος.
(1) «Επρόκειτο οι Ιουδαίοι να πουν στο Χριστό: Εάν εσύ μαρτυρείς για τον εαυτό σου η μαρτυρία σου δεν είναι αληθινή. Για αυτό προλαβαίνοντας αυτά, είπε, σαν να έλεγε· Οπωσδήποτε θα μου πείτε ότι δεν σε πιστεύουμε· Διότι κανείς ποτέ που μαρτυρεί για τον εαυτό του δεν είναι αξιόπιστος στους ανθρώπους» (Χ), «διότι τον υποπτεύονται για φιλαυτία» (Ζ).
Η ένσταση και το ακόλουθο επιχείρημα υπαινίσσεται επικρατούσα και στους Ιουδαίους αρχή, σύμφωνα με την οποία «ο άνθρωπος δεν είναι αξιόπιστος για τον εαυτό του» (Mishna, Ketuboth II 9), η οποία ενισχυόταν πολύ περισσότερο από την καθιερωμένη και από το νόμο αρχή (Δευτ. ιθ 15), κατά την οποία πάνω σε δύο ή τρεις μάρτυρες θα σταθεί κάθε λόγος (δες και Β΄ Κορ. ιγ 1,Α΄Τιμ. ε 19)(β).
(2) «Το είπε αυτό όχι σαν δική του γνώμη, αλλά ως κάτι που αυτοί σκέφτονταν να πουν» (Ζ), «δηλαδή, ότι για εσάς δεν είναι αληθινός» (Χ). Για αυτό και πιο κάτω (η 14) διαβεβαιώνει, ότι «και αν εγώ μαρτυρώ για τον εαυτό μου, είναι αληθινή η μαρτυρία μου». Ολοφάνερα λοιπόν αυτό που λέει στον παρόντα σ. «προερχόταν από τη δική τους αντίθεση, ενώ αυτό (στο η 14) ήταν της δικής του γνώμης» (Ζ). Για να ανατρέψει αυτήν την ένσταση «παρέχει τρεις αποδείξεις σαφείς και αναντίρρητες, φέρνοντας μάρτυρες των λεγομένων, τα έργα που γίνονται από αυτόν, τη μαρτυρία του Πατέρα, το κήρυγμα του Ιωάννη» (Χ).
Το «δεν είναι αληθινός» συνυπονοεί μομφή εναντίον της φιλαλήθειας και ακεραιότητας των ανθρώπων. Ασφαλώς μπορούμε μαζί με τον Δαβίδ να επαναλάβουμε το: «Κάθε άνθρωπος είναι ψεύτης», και σε αυτό οφείλεται το αξίωμα, ότι η μαρτυρία του καθενός μας για τον εαυτό του είναι ύποπτη. Η αγάπη, την οποία έχουμε για τον εαυτό μας είναι ισχυρότερη από την αγάπη μας για την αλήθεια. Αλλά το «δεν είναι αληθινή» συνυπονοεί και τιμή προς τον Υιό του Θεού, διότι υπενθυμίζει την άκρα συγκατάβασή του. Παρόλο που αυτός είναι ο «μάρτυρας ο πιστός» και η ίδια η αλήθεια, όμως ευδόκησε να αδειάσει τον εαυτό του και να συγκαταριθμηθεί μαζί με τους υιούς των ανθρώπων δεχόμενος, να αμφισβητείται από αυτούς η μαρτυρία του.
Ιω. 5,32 ἄλλος(1) ἐστὶν ὁ μαρτυρῶν περὶ ἐμοῦ, καὶ οἶδα(2) ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία ἣν μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ(3).
Ιω. 5,32 Ομως άλλος είναι εκείνος που μαρτυρεί δι' εμέ, ο Πατήρ μου ο επουράνιος, και γνωρίζω άριστα και κάλλιστα ότι είναι απολύτως αληθινή η μαρτυρία, την οποίαν μαρτυρεί δι' εμέ.
(1) Οι γύρω από τον Χρυσόστομο θεωρούν ότι ο άλλος εδώ είναι ο Ιωάννης. «Αναφέρει πρώτα την κατώτερη μαρτυρία, αυτήν του Ιωάννη» (Χ).
Ο Κύριλλος όμως διαφορετικά: «Με αυτό υποδηλώνει το Θεό και Πατέρα που βρίσκεται στους ουρανούς, ο οποίος με πολλούς ήδη τρόπους επιβεβαίωσε τη γνησιότητα της ουσίας του Υιού του». Έτσι ερμηνεύει και ο Κυπριανός (Epist. 66,2). Αν λάβουμε υπ’ όψη ότι χρησιμοποιεί εδώ ενεστώτα (μαρτυρῶν= εξακολουθεί και τώρα να μαρτυρεί), ενώ για τη μαρτυρία του Ιωάννου στο σ. 33 χρησιμοποιεί παρακείμενο, και επιπλέον ότι στο σ. 34 και 36 διακηρύττει σαφώς ότι δεν έχει ανάγκη ανθρώπινης μαρτυρίας (ο) μάλλον παρουσιάζεται σωστότερο, ότι εδώ εννοεί ο Κύριος ότι αυτός που μαρτυρεί είναι ο Πατέρας του.
(2) =Έχω μέσα μου την εσωτερική συνείδηση της σχέσης αυτής πατέρα-υιού, για την οποία ο Πατέρας μαρτυρεί (g). Κανείς άλλος δεν μπορούσε να γνωρίζει το αληθινό και βέβαιο αυτής της μαρτυρίας, όσο ο ίδιος ο Κύριος, διότι «εγώ γνωρίζω αυτόν, διότι από αυτόν είμαι» (Ιω. ζ 29)(β). Υπάρχει και η γραφή οίδατε, η οποία προήλθε από την ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία αυτός που μαρτυρεί σύμφωνα με αυτόν τον σ., είναι ο Ιωάννης (g).
(3) Παρόλο που η μαρτυρία του Ιησού για τον εαυτό του ως μαρτυρία σύμφωνη με τη μαρτυρία του Πατέρα του που αντηχούσε στη συνείδησή του, ήταν επαρκής, για τους Ιουδαίους όμως, οι οποίοι θεωρούσαν ότι οι αξιώσεις του ότι είναι Κριτής προέρχονταν από εγωισμό και αλαζονεία, ήταν ανεπαρκής. Οι Ιουδαίοι ζητούσαν εξωτερικές αποδείξεις και ζητούν ο Ιησούς να κατονομάσει τους μάρτυρές του. Αυτό πράττει τώρα και ο Κύριος. Ο Ιωάννης έδωσε μαρτυρία για αυτόν. Τα έργα του ακόμη ήταν ορατοί μάρτυρες της θείας του εξουσίας. Και οι Γραφές της Π.Δ. μαζί με τον Μωϋσή μαρτυρούν για αυτόν. Η συμφωνία των ξεχωριστών αυτών μαρτυριών παρέχει το κριτήριο, με το οποίο η αλήθεια μπορεί να διακριθεί από την πλάνη (χ).
Ιω. 5,33 ὑμεῖς(1) ἀπεστάλκατε πρὸς Ἰωάννην, καὶ μεμαρτύρηκε τῇ ἀληθείᾳ(2)·
Ιω. 5,33 Σας υπενθυμίζω δε, ότι σεις εστείλατε πρεσβείαν στον Ιωάννην τον Βαπτιστήν και εκείνος έχει δώσει βαρυσήμαντον μαρτυρίαν δια την αλήθειαν.
(1) Αντιθέτει αυτούς, που ζητούν μαρτυρία αξιόπιστων ανθρώπων για να πιστέψουν, με τον εαυτό του («Εγώ όμως δεν παίρνω από ανθρώπους τη μαρτυρία»), ο Οποίος έχοντας τη μαρτυρία του Πατέρα, δεν έχει ανάγκη τη μαρτυρία ανθρώπων (g). Επιπλέον με το να μπαίνει μπροστά με έμφαση το «εσείς», τονίζεται, ότι «ο Ιωάννης έδωσε ελεύθερα τη μαρτυρία όχι από μόνος του… αλλά ερωτώμενος από εκείνους» (Κ). «Εσείς στείλατε… και δεν θα στέλνατε, αν δεν τον θεωρούσατε αξιόπιστο» (Χ). «Επομένως δεν μπορείτε να παραγράψετε τη μαρτυρία του» (Ζ).
(2) Δες α 20, 27,29 για τη μαρτυρία του Ιωάννη. Χρησιμοποιεί παρακείμενο, διότι ο Ιωάννης είχε ήδη φυλακιστεί, αν όχι και θανατωθεί, αλλά η μαρτυρία του έμενε ως γεγονός συντελεσμένο (g).=Έχει δώσει μαρτυρία για χάρη, για όφελος της αλήθειας και η μαρτυρία του σώζεται και μένει στη συνείδησή σας (δ).
Ιω. 5,34 ἐγὼ(1) δὲ οὐ παρὰ ἀνθρώπου(2) τὴν μαρτυρίαν λαμβάνω, ἀλλὰ ταῦτα(3) λέγω ἵνα(4) ὑμεῖς σωθῆτε(5).
Ιω. 5,34 Εγώ όμως, που έχω κατ' ευθείαν την μαρτυρίαν του Πατρός, δεν έχω ανάγκην να στηριχθώ εις την μαρτυρίαν ανθρώπου, έστω και αν ο άνθρωπος αυτός είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο μέγας μεταξύ των προφητών. Αλλά σας τα λέγω αυτά και σας υπενθυμίζω την μαρτυρίαν του Ιωάννου, δια να πεισθήτε σεις εις αυτόν, που τον θεωρείτε, και πολύ δικαίως, ως αξιόπιστον, και βρήτε έτσι την σωτηρίαν.
(1) Αντίθετα με εσάς.
(2) «Έστω και αν αυτός είναι ο Ιωάννης» (b). «Δεν απορρίπτονται ως άχρηστα τα λεγόμενα του Ιωάννη, ούτε παρουσιάζει αργό τον μάρτυρα της αλήθειας» (Κ). Άλλωστε «και η μαρτυρία του Ιωάννη ήταν μαρτυρία του Θεού, διότι αφού έμαθε από εκείνον, έλεγε αυτά που έλεγε» (Χ).
Αλλά η εσωτερική πληροφορία και η μαρτυρία, την οποία έδινε ο Πατέρας του άμεσα στο εσωτερικό της συνείδησής του και όσον αφορά την ανθρώπινη φύση του, έκανε για τον Κύριο περιττή τη μαρτυρία οποιουδήποτε άλλου, έστω και απεσταλμένου του Θεού. Διότι η μαρτυρία του Ιωάννη ή οποιουδήποτε απεσταλμένου προερχόταν μεν από έμπνευση θεία, εφόσον όμως περνούσε η έμπνευση αυτή από στόμα ανθρώπινο, μπορούσε να τεθεί υπό αμφισβήτηση (g). «Διότι τη φωνή του ανθρώπου είναι δυνατόν να την παρακούσει κανείς πολλές φορές ως μη αληθινή, ακόμα και αν κάποιος ανήκει τυχόν στους καταταγμένους μεταξύ των αγίων» (Κ).
(3) «Τα σχετικά με τη μαρτυρία του Ιωάννη» (Ζ).
(4) Η φλογερή θέλησή του για τη σωτηρία των ανθρώπων εκφράζεται εδώ (b). Παρόλο που σε εμένα δεν χρειάζεται αυτή η μαρτυρία, όμως την επικαλούμαι για το καλό σας, «επειδή αυτόν περισσότερο προσέξατε και τον θεωρούσατε αξιοπιστότερο όλων και τρέξατε σε εκείνον σαν σε προφήτη» (Χ), «για αυτό υπενθυμίζω τη μαρτυρία του Ιωάννη» (Θφ).
(5) «Να σωθείτε, δίνοντας εμπιστοσύνη σε αυτόν που θεωρείτε αξιόπιστο» (Ζ). «Όλα τα κάνω και τα δέχομαι και τα ανάξια της θεότητάς μου, για να σωθείτε εσείς» (Θφ).
Ιω. 5,35 ἐκεῖνος ἦν ὁ λύχνος(1) ὁ καιόμενος καὶ φαίνων(2), ὑμεῖς δὲ ἠθελήσατε ἀγαλλιαθῆναι(3) πρὸς ὥραν(4) ἐν τῷ φωτὶ(5) αὐτοῦ.
Ιω. 5,35 Εκείνος ήτο απλώς ο λύχνος, που το Πνεύμα το Αγιον τον ήναψε και έτσι εφώτιζε. Σεις δε ηθελήσατε να χαρήτε με το φως της διδασκαλίας του, αλλά δι' ολίγον μόνον χρόνον.
(1) «Δεν ήταν εκείνος το φως» (Ιω. α 8). Ονομάζει αυτόν λυχνάρι σε σχέση με τον Κύριο, «διότι επισκιάστηκε από το υπερβολικό φως του ήλιου της δικαιοσύνης» (Ζ) και δείχνει «ότι ο Ιωάννης δεν είχε το φως από τον εαυτό του, αλλά από τη χάρη του Πνεύματος» (Χ), «και πρόσκαιρο» (Θφ).
«Εκείνος κατείχε τη θέση του λυχναριού, το οποίο, όταν δεν είναι παρών ο ήλιος, εξυπηρετεί την ανάγκη αυτών που είναι στο σκοτάδι, όταν όμως έλθει εκείνος, είναι περιττό αφού δεν βοηθά σε τίποτα» (Θμ). Δες και Β΄Πέτρ. α 19, όπου ο προφητικός λόγος παρομοιάζεται με λυχνάρι που φωτίζει σε σκοτεινό τόπο, έως ότου γλυκοχαράξει η ημέρα (β).
Όχι χωρίς αντίρρηση η γνώμη, σύμφωνα με την οποία «νομίζω ότι ο Θεός μέσω του Δαβίδ προείπε για αυτόν με τη φράση: Ετοίμασες λυχνάρι για τον Χριστό μου» (Ζ). Πολύ περισσότερο η γνώμη του b., κατά την οποία υπαινίσσεται το Σειράχ μη 1 «και σηκώθηκε ο Ηλίας ο προφήτης σαν φωτιά και ο λόγος του καιγόταν σαν λαμπάδα» (β). Ο παρατατικός ἦν υποδηλώνει, ότι η αποστολή του Ιωάννη είχε ήδη λήξει (ο).
(2) =το λυχνάρι που ανάβει και δεν καλύπτεται ώστε να σβήσει, αλλά καίει και φωτίζει. Έχει λοιπόν το φως όχι από τον εαυτό του, αλλά από αυτόν που το άναψε και το τροφοδότησε (ο). Χαρακτηριστικά απαραίτητα, ώστε το λυχνάρι να ανταποκρίνεται στον προορισμό του. Για αυτό πρέπει αυτό να καίει και δεύτερον να διαχέει το φως του ανεμπόδιστα (κ).
«Αυτός που καίγεται από τη φωτιά του θείου πνεύματος και φωτίζει αυτούς που είναι στο σκοτάδι της αμαρτίας» (Ζ). Ήταν ο Ιωάννης λυχνάρι που φώτιζε, διότι το έργο του ήταν να φωτίζει κόσμο που βρισκόταν στο σκοτάδι, πληροφορώντας αυτόν για την έλευση του Μεσσία, σε σχέση με τον οποίο ο Ιωάννης ήταν το αστέρι ο αυγερινός. Ήταν λυχνάρι που έκαιγε και αυτό υποδηλώνει την ειλικρίνεια του Ιωάννη. Κατανάλωνε τον εαυτό του ο Ιωάννης, για να φωτίζει τους γύρω του. Υποδηλώνει ακόμη το ζήλο του και τη θερμότητά του, τα οποία έκαιγαν αυτόν με αγάπη προς το Θεό και προς τις ψυχές των ανθρώπων. Ήταν και φως που έλαμπε ο Ιωάννης. Υποδηλώνει αυτό παραδειγματική συμπεριφορά και αναστροφή, με την οποία το φως μας λάμπει μπροστά στους ανθρώπους. Παρόλο που είχε αποσυρθεί στην έρημο, υπήρξε όμως τέτοια η διδασκαλία του και η ζωή του, ώστε τον έκαναν σεβαστό και επιβλητικό σε ολόκληρο το έθνος.
(3) Λόγια που μαρτυρούν τη δημοτικότητα του Ιωάννη (Μάρκ. α 5,Ματθ. γ 5, ια 7,κα 26) αλλά και το άστατο των Ιουδαίων, οι οποίοι ελκύστηκαν ως ιπτάμενα έντομα γύρω από τη λαμπερή λυχνία (β). Χαρακτηρίζεται άριστα η μάταιη και παιδαριώδης περιέργεια και ο πρόσκαιρος ενθουσιασμός, τα οποία εκδηλώθηκαν από το λαό στην καταπληκτική εμφάνιση του Ιωάννη (g).
«Διότι θαύμαζαν μεν στις αρχές τον άγιο βαπτιστή ως ασκητή, ως φιλόθεο, ως πρότυπο κάθε ευλάβειας» (Κ).
(4) «Δηλαδή για πολύ λίγο καιρό» (Κ). «Αυτό φανερώνει την ευκολία τους και ότι γρήγορα απομακρύνθηκαν από αυτόν» (Χ). «Διότι αν μία και καλή πίστευαν με βεβαιότητα σε εκείνον, αυτός θα τους οδηγούσε γρήγορα στην πίστη στον Κύριο» (Θφ).
(5) «Το φως της διδασκαλίας του» (Ζ). Θέλησαν οι Ιουδαίοι να χαρούν. Θεώρησαν τους εαυτούς τους υπερήφανους, διότι τέτοιος άνδρας φάνηκε μεταξύ τους. Και όπως τα παιδιά στήνουν χορούς κοντά σε φωτιά που άναψε για διασκέδαση, έτσι και αυτοί θέλησαν να χαρούν. Ο ενθουσιασμός τους όμως υπήρξε παροδικός. Και πολύ σύντομα είπαν για αυτόν ότι έχει δαιμόνιο. Αλίμονο! Πολλοί από εκείνους, οι οποίοι φαίνονται να αρέσκονται κατ’ αρχάς στο ευαγγέλιο και επηρεάζονται από αυτό, μετά περιφρονούν και απορρίπτουν αυτό.
Ιω. 5,36 ἐγὼ(1) δέ ἔχω τὴν(2) μαρτυρίαν μείζω τοῦ Ἰωάννου(3)· τὰ γὰρ ἔργα(4) ἃ ἔδωκέ μοι(5) ὁ πατὴρ ἵνα τελειώσω(6) αὐτά, αὐτὰ τὰ ἔργα(7) ἃ ἐγὼ ποιῶ, μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ(8) ὅτι ὁ πατήρ με ἀπέσταλκε.
Ιω. 5,36 Εγώ, που ως άλλος ήλιος είμαι από τον ευατόν μου φως, έχω μαρτυρίαν μεγαλυτέραν από την μαρτυρίαν του Ιωάννου και αυτή είναι τα καταπληκτικά θαύματα, που έδωκε την εξουσίαν εις εμέ τον ενανθρωπήσαντα Υιόν ο Πατήρ, να πραγματοποιήσω στον τέλειον βαθμόν. Αυτά λοιπόν τα έργα, τα οποία εγώ κάμνω, μαρτυρούν δι' εμέ, ότι ο Πατήρ με έχει στείλει στον κόσμον.
(1) Σε αντίθεση με το προηγούμενο «εσείς» (g).
(2) Η προσθήκη του άρθρου τονίζει τη σημασία της λέξης=την απόλυτη μαρτυρία (g).
(3) Ή, μεγαλύτερη από τη μαρτυρία, την οποία ο Ιωάννης έδωσε για εμένα (b)· ή, ταυτίζει τον Ιωάννη με τη μαρτυρία του (g). Τα έργα του Ιησού παρείχαν σοβαρότερη σειρά εξωτερικών μαρτυριών για τη θεία του αποστολή παρά η μαρτυρία του Ιωάννη (χ). Αλλά και η εσωτερική μαρτυρία του Πατέρα του ήταν βεβαιότερη από αυτήν του Ιωάννη.
(4) Κυρίως «η θεραπεία του παραλύτου και τα υπόλοιπα θαύματα» (Ζ). Διότι αυτά γινόμενα ορατά στα μάτια όλων και προκαλώντας την εντύπωσή τους αποτελούσαν καταπληκτική και επίσημη μαρτυρία. Όμως εφόσον στο σ. 20 μιλώντας για έργα, δέχεται αυτά με ευρύτερη έννοια, περιλαμβάνοντας σε αυτά και την ζωοποίηση και κρίση, την οποία από την παρούσα ζωή ως Μεσσίας ενεργεί, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και τα έργα της όλης Μεσσιακής του δράσης και μάλιστα την επιστροφή των αμαρτωλών, την κρίση των απίστων, το όλο ηθικό θαύμα της ζωής του και γενικά το έργο για το οποίο ο Κύριος λέει προς τον Πατέρα του στο ιζ 4 «τελείωσα το έργο το οποίο μου έδωσες να κάνω», επαναλαμβάνοντας τα ίδια λόγια τα οποία και εδώ (ο). Η φράση τα έργα τα οποία εγώ κάνω, περιλαμβάνει την όλη δράση του Λόγου, όταν έγινε σάρκα (τ).
(5) Δηλαδή «μου ανέθεσε ο Πατέρας» (Θφ) μου επέτρεψε και μου έδωσε τη δύναμη· μου ανέθεσε, δίνοντας συγχρόνως σε εμένα και τη δύναμη να τα φέρω σε πέρας (g). Αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου. Μπορεί όμως να αποδοθεί και στη θεία φύση οπότε λέγεται με ανθρωποπαθή τρόπο και θα ερμηνεύσουμε: «δείχνει, ότι δεν κάνει τίποτα αντίθετο με τον Πατέρα» (Χ).
(6) Για να κάνω αυτά μέχρι τέλους (b)· για να συντελέσω αυτά πλήρως. Τα έργα αυτά είναι και τα μέσα με τα οποία ο υιός δοξάζει τον Πατέρα (Ιω. ιζ 4) και προς τα οποία αναφερόμενος θα φωνάξει μια μέρα: Τετέλεσται (τ).
(7) Επανάληψη που ταιριάζει και δίνει έμφαση (b).
(8) «Μαρτυρούν σαν έργα που προέρχονται μόνο από θεία δύναμη· διότι τέτοια δεν μπορούσε να κάνει κάποιος αντίθεος» (Ζ). Η μαρτυρία μέσω αυτών των έργων, ήταν ανώτερη από αυτήν του Ιωάννη, διότι «τα λόγια του Ιωάννη θα μπορούσε κάποιος από αυτούς να πει ότι ήταν αλαζονεία και ότι τα είπε χάριν της φιλίας…, τα έργα όμως δεν μπορούσαν να έχουν αυτήν την υποψία ούτε ακόμη και από τους πλέον μανιακούς» (Χ). «Τα έργα που είναι απαλλαγμένα από κάθε υποψία, βουλώνουν κάθε φιλόνικο στόμα» (Ζ).
Ιω. 5,37 καὶ(1) ὁ πέμψας(2) με πατήρ, αὐτὸς(3) μεμαρτύρηκε(4) περὶ ἐμοῦ. οὔτε φωνὴν αὐτοῦ(5) ἀκηκόατε(6) πώποτε οὔτε εἶδος αὐτοῦ(5) ἑωράκατε(6),
Ιω. 5,37 Και ο Πατήρ, που με έστειλε έχει από πολύ καιρόν μαρτυρήσει δι' εμέ μέσα εις τα βιβλία της Αγίας Γραφής. Αλλά σεις ούτε την φωνήν αυτού έχετέ ποτέ έως τώρα ακούσει ούτε την μορφήν του είδατε.
(1) Ανεξαρτήτως της μαρτυρίας των έργων, και αυτός που με έστειλε έχει μαρτυρήσει. Πρόκειται λοιπόν για νέα μαρτυρία, άλλη από αυτήν που αναφέρεται στο σ. 36 (g). Η μαρτυρία εκείνη με τα έργα είναι μάλλον έμμεση, αυτή για την οποία μιλά εδώ παρουσιάζεται περισσότερο άμεση (β).
(2) Έχει την ίδια έννοια με το «αποστέλλω» του προηγ. σ. Δες και γ 17 (β).
(3) Τονίζει έντονα τον προσωπικό, άρα και άμεσο χαρακτήρα αυτής της μαρτυρίας, η οποία έχει ήδη λάβει χώρα στο παρελθόν (g).
(4) «Και πού μαρτύρησε για αυτόν;». Ή «στον Ιορδάνη» (Χ). Ή, πιο σωστά «στις Γραφές. Και βεβαίως και όταν βαπτιζόταν μαρτύρησε για αυτόν… και όταν πάλι μεταμορφωνόταν. Αλλά όταν βαπτιζόταν μεν, αν και άκουσαν, αμφέβαλλαν, ενώ όταν μεταμορφωνόταν ούτε άκουσαν αυτοί. Για αυτό, προσπερνώντας αυτές τις μαρτυρίες, τους παραπέμπει στις Γραφές, που είχαν πάντοτε στα χέρια τους και ήταν αναντίρρητες» (Ζ).
(5) Τονίζει το αθέατο και γενικά το πάνω από αίσθηση του Θεού, για να τονίσει συγχρόνως, ότι την μαρτυρία, την οποία ο Θεός δίνει για αυτόν, δεν πρέπει να περιμένουν να ακούσουν αυτήν άμεσα, αλλά πρέπει να αναζητήσουν αυτήν στη Γραφή:
«Για να μην απαιτήσουν μαρτυρία του Θεού με την ίδια του τη φωνή και αυτοπροσώπως… ομολογεί και αυτός… ότι στο Θεό δεν υπάρχει ούτε φωνή ούτε μορφή, διότι αυτά μεν ανήκουν στα σώματα, ενώ ο Θεός είναι ασώματη φύση, ή μάλλον υπερσώματη και υπερφυσική» (Ζ).
Αλλά «τις Γραφές που μαρτυρούν για εμένα δεν τις ξέρετε, έστω και αν νομίζετε ότι τις γνωρίζετε και καυχιέστε ότι σας εμπιστεύθηκε ο Θεός τα λόγια του» (Θφ). Με τις εξωτερικές μεν αισθήσεις ο Θεός ούτε ακούγεται ούτε βλέπεται. Βλέπεται και ακούγεται με την καρδιά και η για τον Υιό του μαρτυρία αντηχεί και παραμένει στις καρδιές των πιστών (β). Και οι φράσεις «ακούω τη φωνή» «βλέπω τη μορφή» σημαίνουν γνώση ζωντανή και εσωτερική του Θεού (g). Όλων αυτών ήταν ξένοι οι Ιουδαίοι. Για αυτό σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή η φράση «ούτε φωνήν…» κρύβει και την έννοια της μομφής κατά των Ιουδαίων.
(6) «Και όμως πολλοί πολλές φορές και τη φωνή του άκουσαν και μορφή του είδαν» (Ζ). «Και λέγεται ότι τον είχαν δει και ο Ησαΐας και ο Ιερεμίας και ο Ιεζεκιήλ και άλλοι πολλοί» (Χ). Αλλά όμως στις περιστάσεις αυτές ο Θεός «συμμορφώνεται στις δικές μας ανάγκες και μιλά όμοια με εμάς κατ’ οικονομίαν» (Κ). Αυτοί λοιπόν που άκουσαν και είδαν, άκουσαν και είδαν «φωνή και μορφή όχι όσον αφορά τη φύση του Θεού, αλλά καθ’ ομοίωσιν ανθρώπου» (Ζ). «Διότι η θεία και απόρρητη φύση δεν γίνεται κατά το δυνατόν κατανοητή από εμάς με άλλο τρόπο, παρά μόνο με αυτά που κάνει και εργάζεται» (Κ). «Είναι όμως ανώτερος και από μορφές και από λέξεις» ο Θεός (Χ).
Ιω. 5,38 καὶ τὸν λόγον(1) αὐτοῦ(2) οὐκ ἔχετε μένοντα ἐν ὑμῖν, ὅτι(3) ὃν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος, τούτῳ ὑμεῖς οὐ πιστεύετε(4).
Ιω. 5,38 Και τον λόγον του Θεού, που περιέχεται εις τας Γραφάς δεν τον έχετε δεχθή με όλην σας την καρδιά, ώστε να μένη μέσα σας. Και απόδειξις ότι δεν πιστεύετε εις εκείνον, τον οποίον ο Πατήρ έστειλε στον κόσμον.
(1) «Αυτόν που λέχθηκε μέσω του νόμου και των προφητών» (Ζ). Στον Ιωάννη σημαίνει και την εντολή, ή την αποκάλυψη την οποία ο Θεός έδωσε (δες ι 35).
(2) «Και γιατί λέω αυτά; λέει. Όχι μόνο ούτε φωνή του έχετε ακούσει και ούτε μορφή του έχετε δει, αλλά ούτε και αυτό για το οποίο κατεξοχήν καυχιέστε και για το οποίο κατεξοχήν όλοι είστε σίγουροι» (Χ), «ούτε τον λόγο του δεν έχετε να μένει μέσα σας» (Ζ). Ο λόγος του Θεού δεν έγινε μόνιμο κτήμα σας, δεν έριξε ρίζες στις καρδιές σας, ώστε να αποβεί σωτήριος για τις ψυχές σας (μ).
Ο λόγος του Θεού ήταν ανάμεσά τους, στη χώρα τους, στα χέρια τους, αλλά όχι και μέσα τους, μέσα στις καρδιές τους. Αντηχούσε στα αυτιά τους αλλά δεν κυβερνούσε τις ψυχές τους. Σημείωσε, ότι σε πολλούς έρχεται ο λόγος του Θεού και ακουόμενος από αυτούς προκαλεί σε αυτούς κάποια εντύπωση, δεν μένει όμως σε αυτούς. Για να μείνει ο λόγος μέσα μας πρέπει με πυκνή μελέτη του να ζούμε με αυτόν, να συμβουλευόμαστε αυτόν σε κάθε περίσταση και να συμμορφωνόμαστε με αυτόν.
(3) Το «ότι» είναι αιτιολογικό. «Στηρίζει αυτό που είπε, αποδεικνύοντάς το» (Ζ). Εάν η ζωή τους είχε τραφεί με τον λόγο εκείνον, θα ήταν προετοιμασμένοι να υποδεχτούν εκείνον, για την έλευση του οποίου ο λόγος του Θεού στην Π.Δ. αποτελούσε προετοιμασία (μ).
(4) «Εάν συχνά και πυκνά αυτό λένε οι Γραφές, ότι δηλαδή πρέπει να πιστεύετε σε εμένα, αλλά εσείς δεν πιστεύετε, είναι φανερό ότι και ο λόγος του απομακρύνθηκε από εσάς» (Χ).
Ιω. 5,39 ἐρευνᾶτε(1) τὰς γραφάς(2), ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε(3) ἐν αὐταῖς(4) ζωὴν αἰώνιον ἔχειν· καὶ ἐκεῖναί(5) εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ·
Ιω. 5,39 Λοιπόν, σεις πρέπει να ερευνάτε τας Γραφάς και να συλλαμβάνετε τα βαθύτερα αυτών νοήματα, διότι και σεις οι ίδιοι πιστεύετε ότι με την έρευναν και την πίστιν εις αυτάς θα έχετε ζωήν αιώνιον. Και αυταί ακριβώς αι Γραφαί είναί που μαρτυρούν δι' εμέ.
(1) Σύμφωνα με τους ερμηνευτές γύρω από τον Χρυσόστομο, είναι προστακτική πτώση. «Προστάζει να ερευνούν» (Ζ).
«Διότι δεν είπε· να διαβάζετε τις Γραφές… αλλά τους προστάζει τώρα να σκάβουν με ακρίβεια, για να μπορέσουν να βρουν αυτά που βρίσκονται στο βάθος» (Χ). «Διάβαζαν μεν τις Γραφές» οι Ιουδαίοι, «αλλά δεν τις ερευνούσαν» (Ζ). Ως προστακτική πήρε αυτό και ο Ωριγένης (κατά Κέλσου V 16) και ο Τερτυλλιανός (de Praescript. 8).
Πιο σωστά όμως, είναι οριστική πτώση σύμφωνα με τον Κύριλλο:
«Ας διαβάσουμε λοιπόν, αποβλέποντας στο χρησιμότερο, και αυτό που ακολουθεί σε αυτά που προηγήθηκαν, όχι βέβαια υπό μορφήν προσταγής, αλλά με σύνεση μάλλον και με κόμμα» (Κ). Και για να στηρίξει πιο πολύ την εκδοχή αυτή ο Κύριλλος προσθέτει ότι στο σ. 40 «βάζοντας ενδιάμεσα σύνδεσμο, και εννοώ το «και», το ενώνει με το «δεν θέλετε να έρθετε σε εμένα». Είναι φανερό λοιπόν ότι δηλώνει κάτι άλλο, συγγενικό βέβαια με αυτά που έχουν λεχθεί».
Εάν δεχτούμε ότι το ρήμα εκφέρεται σε οριστική, η έννοια του ερευνώ είναι διαφορετική από εκείνη, με την οποία αποδίδεται από τον Χρυσόστομο· και είναι μάλλον κακή και σημαίνει τον Ραββινικό τρόπο της εξέτασης των γραφών=Εξετάζετε τις συλλαβές, τις λέξεις· μετράτε τα γράμματα, χωρίς όμως να ενδιαφέρεστε να εισδύσετε στο νόημά τους (g, β).
«Επειδή δηλαδή είδε αυτούς να τρέχουν πάντοτε στα συγγράμματα του Μωϋσή και να συλλέγουν από αυτά με τρόπο απαίδευτο τις αφορμές των αντιρρήσεων, και να μη ζητούν τίποτα άλλο… αποδεικνύει σε αυτούς άχρηστο και ανώφελο τον κόπο της έρευνάς τους για αυτά» (Κ).
Διαβάζετε το νόμο κάθε μέρα στις συναγωγές σας, έχετε ραββίνους και διδασκάλους και γραμματείς, οι οποίοι έργο έχουν να σπουδάζουν τις Γραφές, αλλά η έρευνά σας αυτή ελατήριο έχει τη δική σας δόξα. Σημείωσε, ότι είναι δυνατόν οι άνθρωποι να είναι επιμελείς ερευνητές του γράμματος της Γραφής, συγχρόνως όμως να είναι ξένοι με το πνεύμα και τη δύναμή της.
(2) «Τις νομικές και προφητικές» (Ζ). Στον πληθυντικό λέγεται για όλο τον κανόνα της Π.Δ. (Ματθ. κα 42,Λουκ. κδ 27), στον ενικό όμως λέγεται σε σχέση με ορισμένο χωρίο της Γραφής.
(3) «Νομίζετε μεν ότι έχετε, αλλά δεν έχετε» (Ζ), «περιμένετε ότι θα σωθείτε από μόνη την ανάγνωση… και καυχιέστε μόνο για τη σκέτη ανάγνωση» (Χ).
(4) = «Απλώς και μόνο από το γεγονός, ότι ερευνάτε αυτές νομίζετε ότι θα έχετε ζωή αιώνια» (b).
(5) Με έμφαση= Ε! λοιπόν αυτές, τις οποίες ερευνάτε, αυτές μαρτυρούν για μένα (g). Οι Γραφές μαρτυρούν για το Χριστό και μέσω αυτών ο Θεός δίνει μαρτυρία για αυτόν. Πρέπει λοιπόν να ερευνούμε τις Γραφές, διότι με την έρευνα αυτή θα πετύχουμε ζωή αιώνια. «Αυτή η ζωή βρίσκεται στον υιό του. και αυτός που έχει τον υιό έχει ζωή αιώνια» (Α΄Ιω. ε 11). Ο Χριστός είναι ο θησαυρός και το πολύτιμο μαργαριτάρι που είναι κρυμμένο στον αγρό. Είναι το νερό, που υπάρχει στα βαθιά πηγάδια των Γραφών, το Γάλα που ρέει από τους κόλπους τους.
Ιω. 5,40 καὶ(1) οὐ θέλετε ἐλθεῖν(2) πρός με ἵνα(3) ζωὴν(4) ἔχητε.
Ιω. 5,40 Αλλά σεις, παρ' όλα όσα λέγουν αι Γραφαί, δεν θέλετε να έλθετε με πίστιν προς εμέ, δια να έχετε ζωήν αιώνιον.
(1) Συχνά στον Ιωάννη βρίσκεται με έννοια αντιθετική. Αντιθέτει την απιστία τους με την έρευνα των Γραφών= Μολονότι ερευνάτε τις γραφές, όμως… (g,ο).
(2) «Σύμφωνα με ό,τι ζητά η μαρτυρία των γραφών σχετικά με εμένα» (b). Η αποξένωσή τους από το Χριστό υπήρξε σφάλμα όχι μόνο της διάνοιας, όσο της θέλησης. Ο Χριστός τους πρόσφερε τη ζωή και αυτοί δεν θέλησαν να την πάρουν. «Δεν είπε ότι δεν μπορείτε να έλθετε, αλλά ότι δεν θέλετε να έλθετε» (Θφ).
(3) Το αποτέλεσμα αυτής της προσέλευσης (ο).
(4) «Ζωή αιώνια δηλαδή» (Ζ), όπως φαίνεται και από τον προηγούμενο σ. Από το Χριστό θα λάβουμε τη ζωή της άφεσης και της χάρης, της παρηγοριάς και της δόξας. Η ζωή αυτή είναι η τελειοποίηση της ύπαρξής μας και περιλαμβάνει την ευτυχία και μακαριότητά μας. Όσοι λοιπόν ποθούν αυτή τη ζωή, πρέπει να έλθουν στο Χριστό, πιστεύοντας σε αυτόν, κατανοώντας τη διδασκαλία του και κάνοντάς την δική τους, ώστε η θέλησή τους και η όλη ζωή τους να διέπεται από το Χριστό και το θέλημά του.
Ιω. 5,41 (1)δόξαν(2) παρὰ ἀνθρώπων οὐ λαμβάνω(3)·
Ιω. 5,41 Εγώ δεν ζητώ να λάβω δόξαν εκ μέρους των ανθρώπων,
(1) Στους σ. 41-44 εκθέτει την αιτία της εναντίον του αντιπάθειας των Ιουδαίων, ενώ στους σ. 45-47 τις ολέθριες συνέπειες της απιστίας τους (g).
(2) «Επειδή ήταν λογικό πολλοί να υποπτευθούν ότι έλεγε αυτά από αγάπη για τη δόξα… προσθέτει, ότι «δεν παίρνω δόξα από ανθρώπους»» (Χ). Δηλαδή «δεν καλώ να γίνουν μαθητές μου αυτοί που με ακούνε, ούτε κυνηγάω τις δικές σας ή των άλλων τις τιμές» (Κ). Εάν σας ελέγχω, διότι δεν έρχεστε προς εμένα, αυτό δεν προέρχεται από πληγωμένο εγωισμό, επειδή δηλαδή δεν δέχεστε τις αξιώσεις μου και δεν με τιμάτε (β).
(3) «Δηλαδή δεν έχω ανάγκη» (Χ), «δεν την αγαπώ, επειδή δεν την χρειάζομαι· διότι ούτε ο ήλιος χρειάζεται λυχνάρι φωτός» (Ζ), δεν επιδιώκω. Δεν επιζήτησε ποτέ τις επευφημίες των ανθρώπων. Και απέφυγε πάντοτε τις κοσμικές πομπές και επιδείξεις, με τις οποίες περίμεναν οι σαρκικοί Ιουδαίοι να εμφανιστεί ο Μεσσίας. Μάλωνε αυτούς που θεράπευε για να μην γνωστοποιούν αυτόν που τους θεράπευσε και έφυγε μακριά από εκείνους, οι οποίοι ήθελαν να τον ανακηρύξουν βασιλιά. Δεν χρειαζόταν άλλωστε τις επιδοκιμασίες και τα χειροκροτήματα των ανθρώπων. Τι θα πρόσθεταν αυτά στη δόξα του; Οι άγγελοι όλοι τον λατρεύουν. Αλλά εξάλλου δεν αρέσκεται στη δόξα αυτή παρά μόνο εφόσον είναι σύμφωνη με το θέλημα και τη δόξα του Πατέρα του και οδηγεί στη μακαριότητα εκείνους, οι οποίοι τον τιμούν, για να πάρουν από αυτόν μεγαλύτερη τιμή.
Ιω. 5,42 ἀλλ᾿ ἔγνωκα ὑμᾶς(1) ὅτι τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ(2) οὐκ ἔχετε ἐν ἑαυτοῖς(3).
Ιω. 5,42 Αλλά σας εγνώρισα πολύ καλά και είδα ότι δεν έχετε μέσα σας την αληθινήν αγάπην προς τον Θεόν.
(1) Σας γνώρισα καλά από την προσωπική πείρα, την οποία έχω από την συναναστροφή μαζί σας (β) σας μελέτησα, σας ψυχολόγησα και έτσι σας έχω γνωρίσει (g). Ή, με τις φωτεινές εκείνες ακτίνες, με τις οποίες εισχωρεί στις καρδιές των ακροατών του (b). Ο Χριστός γνωρίζει τους ανθρώπους περισσότερο από όσο τους γνωρίζουν οι πλησιέστατοι σε αυτούς. Ο λαός νόμιζε, ότι οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι ήταν ευσεβέστατοι και αγιότατοι. Αλλά ο Χριστός γνώριζε, ότι δεν είχαν ούτε ελάχιστη αγάπη προς το Θεό. Ο Χριστός γνωρίζει τους ανθρώπους καλύτερα από όσο οι ίδιοι γνωρίζουν τους εαυτούς τους. Οι Ιουδαίοι αυτοί, για τους οποίους μιλά ο Χριστός, είχαν υψηλή ιδέα για τον εαυτό τους. Αλλά ο Χριστός γνώριζε πόσο διεφθαρμένο ήταν το εσωτερικό τους. Είναι δυνατόν να εξαπατούμε τους εαυτούς μας, ουδέποτε όμως εξαπατάται και Εκείνος.
(2) Την αγάπη προς το Θεό. «Αφού είστε έρημοι από την αγάπη προς το Θεό, πώς είναι δυνατόν να έρθετε κοντά σε εμένα τον Μονογενή Θεό που γεννήθηκα από το Θεό;» (Κ). «Θα έπρεπε να τρέξετε προς εμένα, εάν βεβαίως αγαπάγατε το Θεό. Αλλά δεν τον αγαπάτε» (Χ). «Μάταια καυχιέστε ότι με αποστρέφεστε επειδή αγαπάτε το Θεό. Διότι επειδή το κάνετε αυτό από φθόνο, επιχειρείτε να τον αποκρύψετε» (Ζ). Τα ελατήρια, από τα οποία κινείστε, είναι ιδιοτελή και εγωιστικά.
(3) Όχι απλώς στα χείλη αλλά στην καρδιά (g). Ισχυρίζονταν, ότι είχαν μεγάλη αγάπη προς το Θεό και φαντάζονταν, ότι έδειχναν αυτήν με το ζήλο τους για το νόμο, για το ναό και για το Σάββατο. Και όμως στερούνταν τελείως αυτής της αγάπης. Πολλοί φαίνονται ζηλωτές και όμως στην πραγματικότητα αποδεικνύονται ότι δεν έχουν αγάπη προς το Θεό. Όταν όμως κάποιος δεν έχει αγάπη προς το Θεό, ασφαλώς, παραμένει μακριά και από το Χριστό, ο οποίος είναι η ζωντανή και απαράλλακτη Εικόνα του Θεού και μέσω του οποίου οδηγούμαστε προς το Θεό και αποκτούμε πάλι την αγάπη και τη χάρη του Θεού. Σημείωσε ακόμη ότι η αγάπη προς το Θεό εδρεύει στην καρδιά ως ζωντανή και ενεργητική αρχή σε αυτήν· «Μέσα σας». Αυτήν και μόνη την αγάπη δέχεται ο Θεός, διότι και η δική του αγάπη «μέσα στις καρδιές μας έχει χυθεί μέσω του Αγίου Πνεύματος που μας δόθηκε» (Ρωμ. ε 5).
Ιω. 5,43 (1)ἐγὼ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου(2), καὶ(3) οὐ λαμβάνετέ με(4)· ἐὰν ἄλλος ἔλθῃ(5) ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ(6), ἐκεῖνον(7) λήψεσθε.
Ιω. 5,43 Και τούτο μαρτυρείται από το γεγονός ότι ενώ εγώ έχω έλθει εξ ονόματος του Πατρός μου, σεις εν τούτοις δεν με δέχεσθε και δεν πιστεύετε εις την θείαν μου αποστολήν και διδασκαλίαν. Εάν όμως έλθη κανένας ψευδομεσσίας, που θα κινήται από ιδιοτέλειαν και προσωπικήν φιλοδοξίαν, εκείνον θα τον δεχθήτε διότι θα κολακεύη τας αδυναμίας σας.
(1) Στο στίχο αυτό παρουσιάζεται το θλιβερό αποτέλεσμα, το οποίο ήλθε στους Ιουδαίους λόγω του ότι οι καρδιές τους ήταν κενές από την αγάπη προς το Θεό. «Ότι δεν διαψεύδομαι όταν λέω ότι είστε έρημοι από την αγάπη προς το Θεό, θα σας το παραστήσω με ένα πράγμα» (Κ).
(2) «Αφού στάλθηκα από τον Πατέρα μου» (Ζ), και «έχω έλθει σύμφωνα με τη θέληση εκείνου» (Χ), και «σας προτρέπω να επιδιώκετε να κάνετε τα πάντα προς δόξα του Θεού και Πατέρα» (Κ).
(3) Αντιθετικός σύνδεσμος=Και όμως· και μ’ όλα αυτά.
(4) Δεν πιστεύετε στη θεία αποστολή μου. «Επειδή ακριβώς σας ανεβάζω προς το Θεό, και δεν σας υπόσχομαι τίποτα το ένδοξο στη ζωή, αποφεύγετε τη δυσκολία των λόγων μου» (Θμ).
(5) Ή, «τον αντίχριστο υπαινίσσεται εδώ» (Χ), «ο οποίος θα έλθει στο δικό του όνομα» (Ζ), «και δεν αναθέτει στο Θεό και Πατέρα τη δόξα και απαιτεί την πίστη από εμάς, αλλά αγωνίζεται για το δικό του όνομα» (Κ).
Ή, πιο σωστά, λέγεται γενικά για τους ψευδομεσσίες σύμφωνα με τα Ματθ. κδ 5,24,Μάρκ. ιγ 6,22 («πολλοί θα έλθουν χρησιμοποιώντας το όνομά μου λέγοντας ότι εγώ είμαι και θα πλανήσουν πολλούς»). Αποτελεί ένα από τα λίγα χωρία, στα οποία ο Ιωάννης αναφέρει λόγια του Κυρίου σχετικά με αυτά που διασώθηκαν και από τους Συνοπτικούς και αποτελούν προφητείες για αυτά που θα συμβούν στις έσχατες ημέρες. Η ιστορία επιβεβαίωσε την προφητεία αυτή του Κυρίου, διότι μιλά για 64 ψευδομεσσίες, οι οποίοι από τότε μέχρι τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν στο Ισραήλ και πέτυχαν να προσελκύσουν οπαδούς. Η γενικότητα με την οποία εκφέρονται από τον Κύριο αυτά τα λόγια, αποκλείει, ότι λέχθηκαν αποκλειστικά σε σχέση με τον Βαρκοχέβα, όπως θέλησαν να υποστηρίξουν κάποιοι από τους νεώτερους, στη βιασύνη τού να βρουν επιχείρημα για τη συγγραφή του κατά Ιωάννην κατά τον δεύτερο αιώνα (g).
(6) Δεν σημαίνει ότι οι αυτόκλητοι Μεσσίες για τους οποίους γίνεται λόγος, δεν θα εμφανίζονταν και αυτοί ότι στάλθηκαν από το Θεό, αλλά ότι στην αξίωσή τους αυτή δεν θα ανταποκρίνονταν τα έργα τους… επειδή θα επεδίωκαν το δικό τους συμφέρον και τη δόξα τους (κ).
(7) «Εκείνος, επειδή ακριβώς παρουσιάζει όλη του τη δόξα σε αυτήν τη ζωή και υπόσχεται σε όσους τον πιστεύουν πολλή εδώ στη γη άνεση και επισημότητα, από επιθυμία της παρούσας δόξας θα τρέξετε σε αυτόν» (Θμ).
Όσοι έρχονται στο δικό τους όνομα είναι ψευδοπροφήτες, δεν έχουν αποστολή από το Θεό, αλλά δουλεύουν μόνο στα δικά τους συμφέροντα και το δικό τους εγώ. Παραχωρεί όμως ο Θεός να αποπλανώνται από τους ψευδοπροφήτες όλοι όσοι «δεν δέχτηκαν την αγάπη της αλήθειας ώστε να σωθούν» (Β΄Θεσ. β 10,11). Οι πλάνες του αντιχρίστου είναι η δίκαιη τιμωρία εκείνων, οι οποίοι δεν υπακούουν στη διδασκαλία του Χριστού. Εκείνοι, οι οποίοι κλείνουν τα μάτια στο φως της αλήθειας, πλανώνται ασταμάτητα από ψεύτικα φώτα και παρασύρονται πίσω από κάθε είδους ολέθρια φωτιά. Αποτελεί χονδροειδή πλάνη πολλών το να απωθούν παλαιές και δοκιμασμένες αλήθειες, την ώρα που τους αρέσουν καινοφανείς θεωρίες υφασμένες με το ψεύδος και την πλάνη. Όταν οι Ιουδαίοι απέρριψαν το Χριστό και το ευαγγέλιό του, παρασύρονταν συνεχώς από ψευδόχριστους και ψευδοπροφήτες, πράγμα το οποίο προκαλούσε τις στάσεις και εξεγέρσεις εκείνες, οι οποίες επέσπευσαν την καταστροφή τους.
Ιω. 5,44 πῶς δύνασθε(1) ὑμεῖς(2) πιστεῦσαι, δόξαν παρὰ ἀλλήλων(3) λαμβάνοντες, καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ(4) οὐ ζητεῖτε;
Ιω. 5,44 Και πως είναι δυνατόν να πιστέψετε εις την αλήθειαν σεις, οι οποίοι επιδιώκετε να παίρνετε δόξαν και τιμήν ο ένας από τον άλλον και δεν ζητείτε την αληθινήν δόξαν, η οποία προέρχεται από τον έναν και μόνον Θεόν;
(1) Τους κατηγορεί όχι για φυσική αλλά για ηθική αδυναμία, για την οποία και ήταν υπεύθυνοι. «Αναφέρει την αιτία της απιστίας τους» (Χ). Η αιτία λοιπόν αυτή συνίσταται στο ότι οι Φαρισαίοι και οι άπιστοι Ιουδαίοι ήταν κυριευμένοι από την επιθυμία της ανθρώπινης δόξας.
«Ελέγχει τους Φαρισαίους που επιδίωκαν την εξουσία και είχαν περί πολλού τις τιμές των ανθρώπων… Είναι λοιπόν φυσικό, σαν από ανάγκη, να συμβαίνει σε εκείνους που κυνηγούν τις τιμές από τους ανθρώπους, το να πέφτουν από την ουράνια δόξα» (Κ). Τα εμπόδια για να πιστέψουμε, προέρχονται από τους εαυτούς μας και από τη δική μας διαφθορά. Εμείς οι ίδιοι κάνουμε το έργο της πίστης βαρύ και δύσκολο στους εαυτούς μας και παραπονιόμαστε έπειτα, ότι αυτό είναι ανεφάρμοστο.
(2) Με έμφαση=Άνθρωποι τέτοιοι, όπως είστε εσείς (g).
(3) «Εφόσον οι μεν άρχοντες επιδιώκετε την δόξα από τους λαούς, οι δε λαοί αγαπάτε την τιμή από τους άρχοντες, απομακρύνεστε από την πίστη σε εμένα» (Απ).
«Και από αυτό δείχνει πάλι ότι δεν φρόντιζαν για τα του Θεού, αλλά με ένα τέτοιο πρόσχημα ήθελαν να εκπληρώσουν το προσωπικό τους πάθος· διότι πράγματι τόσο πολύ απείχαν από το να κάνουν αυτά για τη δική του δόξα, αφού προτιμούσαν μάλλον τη δόξα των ανθρώπων παρά την εκείνου» (Χ).
Η ρίζα της πνευματικής αυτής πτώσης ήταν, όπως πάντοτε, η υπερηφάνεια. Ο καθένας τους επιζητούσε να είναι καλός Φαρισαίος ή καλός Σαδδουκαίος για να επαινείται από αυτούς που ανήκαν στην ίδια μερίδα. Τα μάτια τους ήταν στραμμένα προς τους πλησίον τους, των οποίων επεδίωκαν την επιδοκιμασία (τ). Ο ευαγγελιστής μιλά και για τη γενική εκείνη προτίμηση, την οποία εκδηλώνουν οι άνθρωποι, όταν ακολουθούν εκείνους, των οποίων τις αβάσιμες αξιώσεις αποδέχονται και υιοθετούν, επειδή ανταποκρίνονται ζωηρά στις δικές τους επιθυμίες (χ).
(4) Ο βατικανός κώδικας και δύο μικρογράμματοι αποσιωπούν το: Θεού. «Πάλι ονομάζει το Θεό «μόνο», αντιδιαστέλλοντάς τον με τους θεούς των εθνών» (Κ). Δεν θα ερμηνεύσουμε λοιπόν· «δόξα από μόνον το Θεό», αλλά «δόξα από τον μόνο Θεό». Και μολονότι εδώ δεν τονίζει κυρίως ο Χριστός το ενιαίο του Θεού, αλλά το ότι η μόνη πηγή αληθινής δόξας είναι ο Θεός σύμφωνα με το η 54, παρ’ όλα αυτά και πάλι η απόδοση της έννοιας του χωρίου ευοδώνεται= Ο Θεός είναι το μόνο Ον, από το οποίο πρέπει να ζητά κάποιος δόξα (ο).
Αληθινή δόξα είναι μόνο εκείνη, η οποία προέρχεται από το Θεό, διότι αυτή είναι δόξα διαρκής και πραγματική. Και εκείνοι μόνοι είναι άξιοι τιμής και δόξας, τους οποίους ο Θεός εκλέγει και δέχεται σε κοινωνία και διαθήκη μαζί του. Την δόξα λοιπόν αυτή κληρονομούν όλοι οι άγιοι, όλοι που πιστεύουν στο Χριστό και υποτάσσονται σε αυτόν. Σε όλους αυτούς ανεξαιρέτως παρέχει ο Θεός τη δόξα του. Διότι δεν είναι προσωπολήπτης, αλλά θα δώσει δόξα παντού όπου παρέχει ήδη χάρη. Αυτοί όμως που δεν έρχονται στο Χριστό, αλλά επιδιώκουν την κοσμική δόξα, αποδεικνύονται ότι δεν ζητούν την από το Θεό δόξα και αυτό αποτελεί παραφροσύνη που οδηγεί στον όλεθρο.
Ιω. 5,45 μὴ δοκεῖτε(1) ὅτι ἐγὼ(2) κατηγορήσω ὑμῶν πρὸς τὸν πατέρα· ἔστιν(3) ὁ κατηγορῶν ὑμῶν Μωϋσῆς(4), εἰς ὃν(5) ὑμεῖς ἠλπίκατε(6).
Ιω. 5,45 Μη νομίζετε ότι εγώ θα σας κατηγορήσω στον Πατέρα. Υπάρχει άλλος που σας κατηγορεί και αυτός είναι ο Μωϋσής, στον οποίον σεις έχετε στηρίξει τας ελπίδας σας.
(1) Το ρήμα αυτό στον Ιωάννη λέγεται πάντα για γνώμη πλανεμένη. Δες και στ 39 (β).
(2) Ιδιαιτέρως και μόνον εγώ, σαν ο Μωϋσής να ήταν στο πλευρό σας. Εγώ είμαι λυτρωτής (b)· δεν ήλθα, για να κατακρίνω τον κόσμο. Δεν θέλει εδώ να αρνηθεί, ότι αυτός θα είναι ο Κριτής. Αλλά «συλλαμβάνει αυτούς παντού από τα δικά τους» και βεβαιώνει ότι δεν υπάρχει ανάγκη «άλλου κατηγόρου, αλλά θα επαρκέσει μόνο (ο Μωϋσής) και ο νόμος που δόθηκε από αυτόν… και με αυτά που δείχνουν ανυπακοή σε αυτόν θα βρεθούν εύλογα στην ανάγκη να κατηγορηθούν, έστω και αν σιωπήσει η φωνή εκείνου που κρίνει, δηλαδή του Χριστού» (Κ). Με άλλα λόγια το κύριο νόημα του στίχου θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: Είμαι μεν ο Κριτής του κόσμου, προκειμένου όμως για εσάς, κατήγορός σας θα είναι ο Μωϋσής και εάν εγώ σιγήσω. «Πριν από εμένα υβρίζετε τον Μωϋσή, με όσα κάνετε εναντίον μου· διότι περισσότερο απιστήσατε στον Μωϋσή παρά σε εμένα» (Χ).
(3) Το «ἔστιν» αναδεικνύει έντονα τον κατήγορο.
(4) «Στέκεται εναντίον σας γραπτή κατηγορία ο νόμος του Μωϋσή, ο οποίος θα σας κατηγορήσει επειδή απιστείται από εσάς» (αμ).
(5) «Σαν σε οδηγό του λαού και προστάτη και μεσίτη για τα σχετικά με το Θεό» (Ζ).
(6) Παρακείμενος, για να δηλωθεί, ότι η ελπίδα αφού άρχισε από το παρελθόν εξακολουθεί και τώρα να υφίσταται. Με εθνική υπερηφάνεια τόνιζαν, ότι ήταν του Μωϋσή μαθητές (θ 28, δες και ζ 19), και ότι μέσω του Μωϋσή είχε δοθεί σε αυτούς ο νόμος για το Σάββατο, από τη δήθεν παράβαση του οποίου προκλήθηκε η συζήτηση αυτή (β).
Αλλά ο Κύριος «δείχνει ότι απιστούν» αυτοί στο Μωϋσή «και πάντα τους γυρνά κατακέφαλα, αυτά ακριβώς που νόμιζαν ότι πρόβαλλαν υπέρ του εαυτού τους. Τόσο πολύ δηλαδή απέχω, λέει, από το να σας απομακρύνω από το νόμο, ώστε να καλώ ως κατήγορό σας και τον ίδιο τον νομοθέτη» (Χ).
Σε εξωτερικά προνόμια και πλεονεκτήματα στηρίζονται συνήθως εκείνοι, οι οποίοι απορρίπτουν το Χριστό και τη χάρη του. Οι Ιουδαίοι στήριζαν την ελπίδα και πεποίθησή τους στο Μωϋσή και φαντάζονταν, ότι επειδή είχαν τους νόμους του και τις εντολές του θα σώζονταν. Αλλά όλοι εκείνοι οι οποίοι στηρίζουν την πεποίθησή τους σε τέτοια προνόμια, έστω και αν τους τα έφερε η αγαθή πρόνοια του Θεού, και δεν φροντίζουν πώς να επωφεληθούν από αυτά με συνεργασία διάθεσης και θέλησης πρόθυμης και αγαθής, όχι μόνο θα διαψευστούν στις ελπίδες τους, αλλά και τα προνόμια αυτά θα είναι μάρτυρες που θα τους κατηγορούν.
Ιω. 5,46 (1)εἰ γὰρ ἐπιστεύετε Μωϋσεῖ, ἐπιστεύετε ἂν ἐμοί· περὶ γὰρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψεν(2).
Ιω. 5,46 Διότι εάν επιστεύατε στον Μωϋσέα, θα επιστεύατε και εις εμέ• Επειδή εκείνος πολλά έγραψε και προεικόνισε και προδιετύπωσε δι' εμέ.
(1) Οι σ. 46,47, αποδεικνύουν τη θέση του σ. 45. Η έννοιά τους είναι η εξής: Κάθε αληθινός Ιουδαίος βρίσκεται και στο δρόμο, ο οποίος θα τον οδηγήσει στην πίστη στο Χριστό. Κάθε Ιουδαίος που δεν πιστεύει στον Μωϋσή, ούτε στα λόγια του Χριστού θα πιστέψει. Το να αποδέχεται κάποιος ή να απωθεί την αποκάλυψη της σωτηρίας στο πρώτο της στάδιο, συνυπονοεί και αποδοχή ή απόρριψή της και στην τέλειά της μορφή (g). Οι Ιουδαίοι καυχιόντουσαν για τον Μωϋσή και στηρίζονταν με πεποίθηση στο όνομά του, αλλά δεν εγκολπώνονταν την διδασκαλία του στην αληθινή της έννοια. Δεν κατανοούσαν σωστά ούτε έδιναν εμπιστοσύνη σε εκείνα, τα οποία περιέχονταν στα συγγράμματα του Μωϋσή για τον Μεσσία.
(2) «Εγώ σκιαγραφούμαι στα βιβλία εκείνου» (Κ). Ή, ο Κύριος αναφέρεται στο Δευτερ. ιη 18-19. Ή, πιο σωστά. Δεν υπάρχει μέρος στα συγγράμματά του, όπου (ο Μωϋσής) να μην έγραψε (b). Στο γ 14 μνημονεύεται το χάλκινο φίδι ως τύπος του Χριστού και στο η 56 γίνεται λόγος για την πρόβλεψη του Αβραάμ. Αλλά και το γενικότερο πνεύμα του νόμου οδηγούσε στο Χριστό, τόσο με τις προεικονίσεις και τους διάφορους τύπους, όσο και με τη διέγερση του συναισθήματος της βαριάς ενοχής και του από αυτήν τρεφομένου πόθου για σωτηρία (g,β).
Η κατάκριση και καταδίκη της αμαρτίας, τα οποία είναι έργα του νόμου, συνοδεύονται στο νόμο από την υπόσχεση της από το Θεό χάρης και συγχώρεσης. Και κατά το πνεύμα λοιπόν του νόμου η ελπίδα έπρεπε να μη στηρίζεται στο Μωϋσή, αλλά σε εκείνον για τον οποίο ο Μωϋσής είχε μιλήσει. Δεν αναφέρεται άρα εδώ σε κάποιο ειδικό χωρίο της Πεντατεύχου, όπως το Δευτ. ιη 15, αλλά στο όλο πανόραμα των Γραφών της Π.Δ., οι οποίες συγκεντρώνονται γύρω από το όνομα του Μωϋσή, διότι όλες αυτές εκτυλίσσονται γύρω από το νόμο του Μωϋσή, η φυσιογνωμία του οποίου κυριαρχεί σε όλη την μετά από αυτόν ιουδαϊκή γραμματεία (χ).
«Διότι πράγματι το «Προφήτη θα αναστήσει για σας ο Κύριος» ήταν για το Χριστό, και άλλα πολλά, άλλα μεν με λόγια, άλλα πάλι με σημάδια και σύμβολα» (Θφ).
Ιω. 5,47 εἰ δὲ τοῖς ἐκείνου(1) γράμμασιν οὐ πιστεύετε(2), πῶς τοῖς ἐμοῖς(1) ῥήμασι πιστεύσετε;
Ιω. 5,47 Εάν, λοιπόν, εις τα γραμμένα από εκείνον δεν πιστεύετε, πως θα πιστεύσετε εις τα ιδικά μου λόγια;”
(1) Η αντίθεση είναι κυρίως μεταξύ του «τα εκείνου» και του «τα δικά μου», και τελείως δευτερευόντως και κατά σύμπτωση ανάμεσα στο «γράμματα» και το «ρήματα». Η απόδειξη από το ισχυρότερο=Εάν σε εκείνον δεν πιστεύετε, πολύ περισσότερο δεν θα πιστέψετε σε εμένα. Είναι αλήθεια ότι με την εκδοχή αυτή «ο λόγος… παρέχει αξιολογότερη την εκτίμηση στα γραφόμενα του Μωϋσή παρά στους λόγους του Σωτήρα» και παρουσιάζει «τα γραφόμενα εκείνου να βρίσκονται σε ανώτερη θέση από εκείνη που βρίσκονται οι δικοί του λόγοι (του Κυρίου)» (Κ). Την δυσκολία αυτή ο Κ. ζητά να αποφύγει καθορίζοντας την αντίθεση ότι υπάρχει όχι ανάμεσα στο «τα εκείνου» και στο «τα δικά μου», αλλά ανάμεσα στο «γράμματα» και το «ρήματα» και ερμηνεύει ως εξής:
«Εάν έχοντας το νόμο που έχει γραφτεί από τον Μωϋσή, και μελετώντας διαρκώς τα συγγράμματα εκείνου, δεν δίνετε καμία σημασία για την παράβαση αυτών… πώς θα μπορούσατε… να φανείτε πιο υπάκουοι στα δικά μου λόγια, τα οποία δεν ακούτε πολλές φορές, ούτε και πάντοτε, αλλά εκ παραδρομής και πολλές φορές μόνο μία φορά δέχεστε αυτά μέσα στα αυτιά σας;» (Κ).
Δεν υπάρχει όμως ανάγκη να καταφύγουμε σε μια τέτοια ερμηνεία. Είναι αρκετό το να λάβουμε υπ’ όψη, ότι ο Κύριος δεν απευθύνει τα λόγια του αυτά προς Χριστιανούς, ούτε προς εθνικούς, αλλά προς Ιουδαίους που δείχνουν απεριόριστη εμπιστοσύνη στον Μωϋσή (β). Το επιχείρημα λοιπόν του Κυρίου είναι ισχυρότατο για εκείνους μόνο με τους οποίους συζητά.
(2) «Τα συγγράμματα του Μωϋσή παρέχουν κάποια παιδαγωγία, και τον υπό μορφή τύπου σχηματισμό των μυστηρίων του Χριστού, και κατά κάποιο τρόπο κάποια στοιχεία για τη γνώση αυτού, και όσα σκιαγραφούνται με εκείνον… τέλος όμως της παιδαγωγίας του νόμου είναι ο Χριστός» (Κ). Όποιος παρανοεί την Π.Δ. αυτός κατά φυσικό λόγο δεν μπορεί να καταλάβει και την Κ.Δ. (μ). Η αλήθεια της χριστιανικής θρησκείας, η οποία προέρχεται άμεσα από θεία αποκάλυψη, εξαρτάται από το θείο κύρος της Γραφής. Εάν λοιπόν δεν δεχόμαστε τη θεοπνευστία των ιερών αυτών συγγραφών, πώς θα δεχτούμε τη διδασκαλία του Χριστού;
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 180-205 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940
Zούμε στη γη και δεν βλέπουμε το Θεό, δεν μπορούμε να Tον δούμε. Αλλά σαν έρθει το Άγιο Πνεύμα στην ψυχή, τότε θα δούμε το Θεό, όπως Tον είδε ο άγιος Στέφανος (Πραξ. 7:55-56). Η ψυχή και ο νούς αναγνωρίζουν αμέσως με το Άγιο Πνεύμα ότι Aυτός είναι ο Κύριος.
Έτσι ο άγιος Συμεών ο Θεοδόχος, με το Άγιο Πνεύμα, αναγνώρισε στο μικρό βρέφος τον Κύριο (Λουκ. 2:25-32). Έτσι και ο άγιος Ιωάννης ο Bαπτιστής, με το Άγιο Πνεύμα επίσης, αναγνώρισε τον Κύριο και Tον υπέδειξε στους ανθρώπους.
Καί στον ουρανό και στη γη ο Θεός γνωρίζεται μόνο με το Άγιο Πνεύμα, όχι με την επιστήμη. Καί τα παιδιά που δεν σπούδασαν καθόλου, γνωρίζουν τον Κύριο με το Άγιο Πνεύμα. Xωρίς το Άγιο Πνεύμα κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό και πόσο πολύ μας αγαπάει.
Ακόμα κι αν διαβάζουμε ότι μας αγάπησε και έπαθε από αγάπη για μας, σκεφτόμαστε γι’ αυτά μόνο με το νού, αλλά δεν καταλαβαίνουμε όπως πρέπει, με την ψυχή, την αγάπη του Xριστού. Όταν όμως μας διδάξει, τότε γνωρίζουμε με ενάργεια και αισθητά την αγάπη· τότε γινόμαστε όμοιοι με τον Κύριο.
Καθένας μας μπορεί να κρίνει για το Θεό κατά το μέτρο της χάριτος του Αγίου Πνεύματος που γνώρισε. Γιατί πως είναι δυνατό να σκεφτόμαστε και να κρίνουμε για πράγματα που δεν είδαμε ή δεν ακούσαμε και δεν ξέρουμε; Oι άγιοι λένε πως είδαν το Θεό. Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που λένε ότι δεν υπάρχει Θεός. Eίναι φανερό πως μιλούν έτσι, γιατί δεν Τον γνώρισαν· αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου πως ο Θεός δεν υπάρχει.
Oι άγιοι μιλούν για πράγματα που πραγματικά είδαν και γνωρίζουν. Δεν λένε, για παράδειγμα, πως είδαν ένα άλογο μήκους ενός χιλιομέτρου ή ένα πλοίο δέκα χιλιομέτρων, που δεν υπάρχουν. Κι εγώ νομίζω, πως, αν δεν υπήρχε Θεός, δεν θα μιλούσαν καν γι’ Aυτόν στη γη. Oι άνθρωποι όμως θέλουν να ζούν σύμφωνα με το δικό τους θέλημα και γι’ αυτό λένε πως δεν υπάρχει Θεός, βεβαιώνοντας έτσι μάλλον πως υπάρχει.
Όποιος δεν γνωρίζει τη χάρη, δεν την επιζητεί. Oι άνθρωποι προσκολλήθηκαν στη γη, γι’ αυτό οι πιο πολλοί δεν ξέρουν πως τίποτα το γήινο δεν μπορεί να συγκριθεί με τη γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος.
Tα επίγεια μαθαίνονται με την επίγεια διάνοια, ενώ ο Θεός και όλα τα επουράνια γνωρίζονται μόνο με το Άγιο Πνεύμα. Γι’ αυτό παραμένουν απρόσιτα στο νού που δεν αναγεννήθηκε. Η απιστία προέρχεται από την υπερηφάνεια.
Ο υπερήφανος ισχυρίζεται πως θα γνωρίσει τα πάντα με το νού του και την επιστήμη, αλλά η γνώση του Θεού παραμένει ανέφικτη γι’ αυτόν, γιατί ο Θεός γνωρίζεται μόνο με αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος.Ο Κύριος αποκαλύπτεται στις ταπεινές ψυχές. Σ’ αυτές δείχνει τα έργα Tου, που είναι ακατάληπτα για το νού μας. Mε τον φυσικό μας νού μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο τα γήινα πράγματα, κι αυτά μερικώς, ενώ ο Θεός και όλα τα ουράνια γνωρίζονται με το Άγιο Πνεύμα.
Πολλοί άνθρωποι λένε σήμερα πως δεν υπάρχει Θεός. Mιλούν έτσι γιατί στην καρδιά τους ζεί υπερήφανο πνεύμα, που τους υποβάλλει ψέματα εναντίον της Αλήθειας και της Εκκλησίας του Θεού. Nομίζουν πως είναι σοφοί, ενώ στην πραγματικότητα δεν αντιλαμβάνονται καν ότι τέτοιοι λογισμοί δεν είναι δικοί τους, αλλά προέρχονται από τον εχθρό. Αν όμως κανείς τους δεχθεί στην καρδιά του και τους αγαπήσει, τότε γίνεται συγγενής με το πονηρό πνεύμα. Καί είθε να μη δώσει ο Θεός σε κανένα να πεθάνει σε τέτοια κατάσταση.
Η υπερηφάνεια εμποδίζει την ψυχή να μπεί στο δρόμο της πίστεως. Στον άπιστο δίνω μια συμβουλή. Ας πεί: “Κύριε, αν υπάρχεις, φώτισέ με, και θα Σε υπηρετήσω μ’ όλη μου την καρδιά και μ’ όλη μου την ψυχή”. Καί ο Κύριος θα φωτίσει οπωσδήποτε μια τέτοια ταπεινή σκέψη…
Γιά να σωθείς, είναι ανάγκη να ταπεινωθείς. Γιατί τον υπερήφανο, και με τη βία να τον βάλεις στον παράδεισο, κι εκεί δεν θα βρεί ανάπαυση. Κι εκεί δεν θα είναι ικανοποιημένος και θα λέει: “Γιατί δεν είμαι εγώ στην πρώτη θέση;”. Αντίθετα, η ταπεινή ψυχή είναι γεμάτη αγάπη και δεν επιδιώκει πρωτεία, αλλά επιθυμεί για όλους το καλό και ευχαριστιέται με όλα.
(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Ζ, σελ. 444-445 ).
Αναφέρερεται στον γάλλο λόγιο Μονταίνι (1533-1592)
3. Τα δοκίμια
Το ευνοούμενόν του καταφύγιον ήτο η βιβλιοθήκη εις τον τρίτον όροφον του πύργου, ο οποίος υψούτο εις την πρόσοψιν του ανακτόρου του.
(Το ανάκτορον κατεστράφη υπό πυρκαϊάς το 1885, αλλά ο πύργος επέζησε). Ηγάπα την βιβλιοθήκην του όπως τον εαυτόν του, το έτερον εγώ του:
"Το σχήμα της ήτο στρογγύλον και δεν είχεν επίπεδον πλευράν παρά μόνον ότι μου εχρησίμευεν ως τράπεζα και ως κάθισμα• κατά τον τρόπον τούτον μου παρέχει με εν βλέμμα την πλήρη όψιν όλων μου των βιβλίων... Ιδού το κάθισμά μου, ιδού ο θρόνος μου. Επιχειρώ να κάμω την κυριαρχίαν μου εντός αυτής απόλυτον , και ν’ αποσπάσω αυτήν την γωνίαν από την κοινότητα της συζύγου, των τέκνων και των γνωρίμων".
Σπανίως άνθρωπος ηγάπησε τόσον πολύ την μόνωσιν, η οποίο είναι σχεδόν ο άμεσος φόβος μας.
"Ο άνθρωπος πρέπει να απομονούται και ν’ ανακτά τον εαυτόν του από τον εαυτόν του. . . Θα έπρεπε να φυλάσσωμεν μίαν γωνίαν διά τους εαυτούς μας... εντελώς ιδικήν μας. . . εντός της οποίας να δυνάμεθα να περισυλλεγώμεν και να εγκαταστήσωμεν την πλήρη ημών ελευθερίαν. Το μεγαλύτερον πράγμα διά τον άνθρωπον εις αυτόν τον κόσμον είναι να μάθη πώς ν’ ανήκη ο ίδιος εις τον εαυτόν του".
Εις την βιβλιοθήκην αυτήν είχε χίλια βιβλία, τα πλείστα εξ αυτών δεμένα με δέρμα.
Τα απεκάλει «meas delicias» (απολαύσεις μου).
Εις αυτά ηδύνατο να εκλέγη την συντροφιάν του και να ζη με τους σοφωτέρους και τους καλυτέρους. Μόνον εις τον Πλούταρχον, «δεδομένου ότι ωμίλει γαλλιστί» (χάρις εις την μετάφρασιν του Αμυό), ηδύνατο να εύρη εκατόν μεγάλους άνδρας, οι οποίοι θα ήρχοντο να συνομιλήσουν μαζί του, και εις τας Επιστολάς του Σενέκα ηδύνατο ν’ απολαύση ένα ευχάριστον στωϊκισμόν μελωδικώς διατυπωμένον• αυτοί οι δύο (συμπεριλαμβανομένων και των Ηθικών του Πλουτάρχου) ήσαν οι ευνοούμενοι του συγγραφείς,
«από τους οποίους, όπως αι Δαναΐδες, αντλώ το ύδωρ μου, και γεμίζουν αδιακόπως με την ιδίαν ταχύτητα που κενούνται... Η οικειότης που έχω με αυτούς και η βοήθεια που μου παρέχουν εις την γεροντικήν μου ηλικίαν, και το βιβλίον μου που απλώς πλαισιώνεται από τα εξ αυτών λάφυρα, με υποχρεώνουν να τους τιμώ.».
Επιστολή 24 - ΣΤΟΝ ΔΙΑΚΟΝΟ ΕΥΤΟΝΙΟ.
Στο «Πάτερ ημών».
Συ βέβαια φαίνεσαι να θαυμάζεις τη συντομία της προσευχής, εγώ όμως θαύμαζα πάντοτε και θαυμάζω την με λίγα λόγια εξαίσια φιλοσοφία.
Γιατί, αν και η απαγγελία των λόγων είναι εύκολη, δεν είναι όμως εύκολη και η ερμηνεία των νοημάτων. Γιατί δεν είναι μόνο ακρατής των λόγων, αλλά και ποιητής των έργων.
Θεωρώ λοιπόν ότι προχωρεί πέρα από κάθε τόλμη αυτός που από τη μια δεν κάνει αυτά που ταιριάζουν σε ευδόκιμο υιό, και από την άλλη τολμά να αποκαλεί και πατέρα τον Δεσπότη,
και ενώ κάνει αυτά από τα οποία θα δυσφημισθεί το όνομα του Θεού, επιχειρεί όμως να λέγει, «Ας τιμάται το όνομά σου»,
και ενώ είναι επισημότατος δορυφόρος του τυράννου, να λέγει, «Ας έρθει η βασιλεία σου», δηλαδή εμφανίσου σ’ αυτούς που τυραννιούνται βασιλιάς νικηφόρος, δίνοντας την ανίκητη συμμαχία εναντίον της αμαρτίας.
Και ακόμα, ενώ δεν κάνει τίποτε από αυτά που θέλει ό Θεός, υποκρίνεται την αρετή και λέγει,« Ας γίνει το θέλημά σου, όπως στον ουρανό, έτσι και στη γη»,
και ενώ επιδίδεται στην απόλαυση και στην ασωτία και αποθηκεύει πολλά όχι μόνο για την τροφή του, αλλά και ως εφόδια για τη γαστριμαργία του, εύχεται: «Το καθημερινό μας άρτο» (δηλαδή ή αυτό που είναι κατάλληλο για την ψυχή, ή εκείνο που αρκεί για το σώμα) «δώσε το μας σήμερα». Γιατί το «σήμερα» σημαίνει τα καθημερινά απαιτούμενα αγαθά. Αφού δηλαδή οδήγησε τη νοερή ψυχή στην ύψιστη φιλοσοφία, ορίζει και τον χρόνο για τον οποίο κάνει το αίτημα.
Έπειτα, αν και είναι αδιάλλακτος και σκληρός, λέγει: «Συγχώρησε τα αμαρτήματα μας»,
και ενώ είναι εκδικητικός και υπερασπίζεται τον εαυτό του πέρα από το απαιτούμενο, λέγει: «Όπως και εμείς συγχωρούμε εκείνους που μας έχουν κάνει κακό»,
και αυτός που ρίχνει τον εαυτό του σε πειρασμούς και ενώ βαδίζει κάθε δρόμο που οδηγεί σε κινδύνους», λέγει, «Και μη επιτρέψεις να πέσουμε σε πειρασμό», πράγμα που φαίνεται να είναι γελοίο, ή μάλλον άξιο κάθε αγανάκτησης.
Αλλά και ενώ ακολουθεί με ευχαρίστηση τον εχθρό (γιατί δεν κατέχεται με τη βία, ούτε με τυραννία, αλλά με απάτη), λέγει, «Αλλά σώσε μας από τον πονηρό», που ξεπερνά κάθε ειρωνεία.
Το να λέγει πάλι, «Γιατί δική σου είναι η βασιλεία και η δύναμη και η δόξα», και να περιφρονεί εκείνον που είναι η πηγή κάθε δύναμης και δόξας, υπερβαίνει τα όρια της συγγνώμης.
Μόνο λοιπόν εκείνοι, ύστερα από τους θαυμάσιους πόνους κατά το άγιο βάπτισμα και τον παράξενο και παράδοξο νόμο των τοκετών, δικαιούνται να λένε το, «Πατέρα μας», δείχνοντας ότι είναι γνήσιοι υιοί του,
και το, «Ας τιμάται το όνομά σου», αυτοί που δεν κάνουν τίποτε το βδελυρό,
και το, «Ας έρθει η βασιλεία σου», εκείνοι που αποφεύγουν αυτά που προκαλούν ηδονή στον τύραννο,
και το, «Ας γίνει το θέλημά σου», αυτοί που το αποδεικνύουν με τα έργα τους,
και «Τον καθημερινό μας άρτο δώσε μας τον σήμερα», αυτοί που απαρνιούνται τις απολαύσεις και τις ασωτίες,
και το, «συγχώρησε μας ότι κακό έχουμε κάνει», αυτοί που συγχωρούν εκείνους που τους έχουν φταίξει,
και το, «Μη επιτρέψεις να πέσουμε σε πειρασμό», αυτοί που ούτε τους εαυτούς τους, ούτε τους άλλους βάζουν σε πειρασμό,
και το, «Σώσε μας από τον πονηρό», αυτοί που έχουν αδιάλλακτο πόλεμο με τον Σατανά,
και το, «Γιατί δική σου είναι η βασιλεία και η δύναμη και η δόξα», εκείνοι που τρέμουν τα λόγια του και τα επιδεικνύουν με έργα.
Γιατί, ως από τη φύσης της, δεν τα κατορθώνει τόσο η καλή γνώση της προσευχής, όσο η συμπεριφορά και ο τρόπος ζωής του προσευχομένου
(οσίου Ισιδώρου Πηλουσιώτου, εκδ. ΕΠΕ, τόμος 4, σελ. 47-51)
Επιστολή 31- ΣΤΟΝ ΣΟΦΙΣΤΗ ΑΣΚΛΗΠΙΟ.
Αξιάκουστη αντίθεση προς Έλληνα, για την ανάσταση του Σωτήρα.
Γνώρισα κάποτε έναν ειδωλολάτρη με φοβερή ικανότητα στο λόγο, που είχε πολύ μεγάλη φήμη για τη δύναμη αυτή του λόγου του μεταξύ των πολλών, τον οποίο αποστόμωσα με λίγα λόγια. Όταν δηλαδή εκείνος πρόβαλε τα πάθη και τον σταυρό, προκαλώντας πλατειά γέλια, του απάντησα εγώ με ηρεμία:
“Από που μπορείς να αποδείξεις ότι σταυρώθηκε;”
Καθώς λοιπόν όλοι οι ακροατές εξεπλάγησαν και σκέφτονταν, τι άραγε ήθελα να επιτύχω λέγοντάς το αυτό, εκείνος απάντησε, σίγουρος ότι θα κερδίσει τη νίκη χωρίς κόπο,
“Είναι γραμμένο στα Ευαγγέλια”.
Σ’ αυτόν αμέσως ανταπάντησα:
“Ασφαλώς σ’ αυτά είναι γραμμένο και ότι αναστήθηκε και ανέβηκε στους ουρανούς. Εφόσον λοιπόν πιστεύεις στα Ευαγγέλια, τα οποία αναφέρουν και αυτό και εκείνο, πίστεψέ τα και τα δύο. Αν πάλι όχι, τότε κάνεις μεγάλο ατόπημα, εγκρίνοντας το ένα και απορρίπτοντας το άλλο.
Μη λοιπόν έχετε ανοιχτά και τεντωμένα τα αυτιά σας για τις ύβρεις, ενώ για τα ολοφάνερα και θεϊκά φραγμένα, και μάλιστα, επειδή αυτοί, που από σένα λέγονται θεοί, νικήθηκαν από τον σταυρωμένο.
Εάν λοιπόν σταυρώθηκε, είναι φανερό ότι και ανέβηκε στους ουρανούς. Και αν παραγράφεις τα ολοφάνερα, τότε να μην αναφέρεις ούτε τα υβριστικά.
Γιατί το ένα εξαρτάται από το άλλο, και δεν επιδέχονται χωρισμό”.
Όταν λοιπόν ειπώθηκαν αυτά, ξέσπασε τόσος κρότος, ώστε να κοκκινίσουμε και εγώ και εκείνος.
Εγώ βέβαια επειδή η επιδοκιμασία ήταν για τη δική μου αξία, εκείνος πάλι, επειδή δέθηκε με τα δικά του λόγια.
Ανακοινώνοντας τα αυτά σε σένα, νομίζω πως απάντησα με σαφήνεια σ’ εκείνα που με ρώτησε η σύνεσή σου.
(οσίου Ισιδώρου Πηλουσιώτου, εκδ. ΕΠΕ, τόμος 4, σελ. 61-63)