Το δαχτυλίδι - «Κι αυτό θα περάσει».
Λένε πως μια φορά κι έναν καιρό ήταν λέει στα μέρη της Ανατολής ένας βασιλιάς. Κι ήτανε λέει άνθρωπος που ποτέ του δεν αδίκησε κανέναν, κι είχε πάντα να δώσει στον κόσμο συμβουλές από κείνες που διορθώνουνε τα λάθη, κι από αυτές που σε οδηγούνε στη ζωή.
Μια μέρα έλαχε αυτός ο βασιλιάς να κάνει τη βόλτα του στους κήπους του παλατιού. Την ώρα που περπατούσε κοντά σε κάτι δέντρα άκουσε κουβέντες πίσω από μια αγκαλιά θάμνους. Στάθηκε για λίγο να ακούσει καλύτερα, μα τι το 'θελε; Οι κουβέντες που έφτασαν στα αυτιά του, καλύτερα, λένε, να μην έφταναν. Γιατί δεν ήταν μονάχα τα λόγια που κάποιος είχε ξεστομίσει. Ο βασιλιάς κατάλαβε απ' τη φωνή πως αυτός που μιλούσε ήταν ο καλύτερός του φίλος. Είχαν μεγαλώσει μαζί από μικροί, είχαν τους ίδιους δασκάλους, έπαιξαν παρέα τα ίδια παιχνίδια και τώρα τον είχε υπασπιστή και μπιστικά του. Μα οι κουβέντες που ακούστηκαν έκοβαν πιότερο κι από μαχαίρια. «Αν δεν ήμουνα εγώ, ο βασιλιάς δε θα είχε καταφέρει τίποτα μονάχος του, κι ό, τι έκαμε στη δική μου τη βοήθεια το χρωστάει...»
Ο βασιλιάς γύρισε στο παλάτι κι έπεσε οε συλλογισμό μεγάλο. Κάμποσες μέρες αργότερα στέλνει τους ανθρώπους του να φωνάξουν τον υπασπιστή του. Ο άντρας μπήκε στη μεγάλη σάλα που ήτανε ο θρόνος. Ο βασιλιάς κοίταξε κατάματα το φίλο του κι ύστερα του έκαμε νόημα να σιμώσει. Σήκωσε το χέρι του και του λέει: «Καλέ μου, φίλε! Σύντροφέ μου απ' τα μικρά μας χρόνια, στα γράμματα, στο παιχνίδι, στο κυνήγι και τους πολέμους. Όλοι ξέρουν, πως αν δεν είχα εσένα στο πλάι μου, μπιστικό και συμβουλάτορα, μπορεί να μην είχα καταφέρει πολλά απ' όσα δοξάζουν το όνομά μου! Μα τώρα θαρρώ πως ήρθε η ώρα να δείξεις την αξία σου για μια φορά ακόμα. Άκουσα πως κόπου σε τούτον τον τόπο, υπάρχει λένε, ένα δαχτυλίδι που σαν έχεις μεγάλες στενοχώριες, βάσανα και σκοτούρες να σου βαραίνουν το μυαλό, το κοιτάζεις κι ο νους σου αλαφραίνει. Κι άμα πάλι, λένε, έχεις πλημμυρίσει από χαρά κι ο νους σου ταξιδεύει στα ουράνια, κοιτάζεις το δαχτυλίδι κι έρχονται τα πόδια σου να πατήσουνε ξανά πάνω στη γη.
Ε, λοιπόν, θέλω από σένα να μου βρεις αυτό το δαχτυλίδι και να το φέρεις μπροστά μου. Σου δίνω έξι μήνες καιρό από σήμερα κι αν δεν τα καταφέρεις, να το ξέρεις θα σου πάρω το κεφάλι. Και τώρα τράβα και μη χάνεις ώρα!».
Νωρίς νωρίς κιόλας, πριν χαράξει ακόμα ο ήλιος την καινούργια μέρα, ο υπασπιστής πήρε τους δρόμους κι άρχισε να περπατάει και να διαβαίνει όλους τους δρόμους κείνης της πολιτείας, να ρωτάει τους περαστικούς: «Υπάρχει λένε, ένα δαχτυλίδι που σαν έχεις μεγάλες στενοχώριες, βάσανα και σκοτούρες να σου βαραίνουν το μυαλό, το κοιτάζεις κι ο νους σου αλαφραίνει. Κι άμα πάλι, λένε, έχεις πλημμυρίσει από χαρά κι ο νους σου πετάει στα ουράνια, κοιτάζεις το δαχτυλίδι κι έρχονται τα πόδια σου να πατήσουνε ξανά πάνω στη γη!» Μα κανένας δεν ήξερε να του δώσει την απόκριση που ζητούσε. Πέρασε ερήμους κι ανέβηκε βουνά, βρέθηκε σε πολιτείες και χωριά που τα έβρεχε η θάλασσα. Κάθε φορά ρωτούσε: «Υπάρχει λένε, ένα δαχτυλίδι που σαν έχεις μεγάλες στενοχώριες, βάσανα και σκοτούρες να σου βαραίνουν το μυαλό, το κοιτάζεις κι ο νους σου αλαφραίνει. Κι άμα πάλι, λένε, έχεις πλημμυρίσει από χαρά κι ο νους σου ταξιδεύει στα ουράνια, κοιτάζεις το δαχτυλίδι κι έρχονται τα πόδια σου να πατήσουνε ξανά πάνω στη γη. Μήπως ξέρετε πού μπορώ να το βρω; Μήπως έχετε ακούσει πουθενά για δαύτο;» Μα κανένας δεν ήξερε να του πει, κανένας δε γνώριζε να τον συμβουλέψει.
Κι ο καιρός περνούσε. Οι μέρες στην αρχή κύλαγαν αργά, μα ύστερα οι βδομάδες χάνονταν η μια μετά την άλλη. Και πέρασε ο πρώτος μήνας, κι ήρθε ο δεύτερος, και φάνηκε ο τρίτος και διάβηκε ο τέταρτος και να σου κι ο πέμπτος στη σειρά του. Κι όλο στεκόταν εδώ κι όλο ρωτούσε εκεί κι όλο τραβούσε παραπέρα. Μέχρι που λένε, πως κόντευε να γιομίσει κι ο έκτος μήνας, και σαν δεν βρήκε το δαχτυλίδι που ζητούσε ο βασιλιάς του, πήρε την απόφαση να γυρίσει στο παλάτι.
Είδε από μακριά την πολιτεία του να βάφεται στα χρώματα του σούρουπου.
Πέρασε τη μεγάλη καστρόπορτα και κίνησε για το παλάτι. Λένε όμως πως τούτη τη φορά πήρε ένα σοκάκι, που δεν είχε ματαδιαβεί και βρέθηκε μπροστά σε ένα μαγαζί. Στα σκαλοπάτια του καθόταν ένα παιδί που έπαιζε, Ο άντρας το σιμώνει και το ρωτά: «Μήπως εσύ, παιδί μου, έχεις ακούσει για ένα δαχτυλίδι που λένε πως… Πριν προλάβει καλό καλά το παιδί ν' αποκριθεί ακούστηκε μια φωνή μέσα απ' το μαγαζί. «Εγώ θα σου πω για το δαχτυλίδι που ζητάς!» Ο άντρας μπήκε στο μαγαζί κοιτάζει και τι να δει; Πίσω από έναν πάγκο στεκόταν ένας γέρος. Του έκανε νόημα να σιμώσει. Όταν ο υπασπιστής πλησίασε πιο κοντά, ο γέρος τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: «Ξέρω στ' αλήθεια τι είναι αυτό που ψάχνεις, περίμενε...» Τότε, λένε πως πήρε από ένα ράφι ένα κομμάτι χαλκό. Το μέτρησε κι έκοψε όσο έπρεπε. Το έβαλε στον πάγκο του και κόλλησε τις δυο του άκρες κι ύστερα πήρε ένα μικρό γλύφανο κι ένα σφυράκι κι άρχισε σιγά σιγά κάτι να χαράζει στην απάνω μεριά. Σαν τελείωσε, το έδωσε στον άνθρωπο που περίμενε. Ο υπασπιστής το πήρε και διάβασε τις κουβέντες που είχε χαράξει ο γέρας πάνω στο δαχτυλίδι. Ήταν όλες κι όλες τέσσερις λέξεις. Τα μάτια του φωτίστηκαν. «Αυτό είναι! Αυτό το δαχτυλίδι που ζητάω…» μουρμούρισε. Πλήρωσε του γέρου όσα του ζήτησε και τράβηξε γρήγορα στο παλάτι, για να προλάβει τη διορία που τέλειωνε σε λίγες ώρες.
Μπήκε μια βιάση στο παλάτι. Στην άκρη της κάμαρας βρισκόταν καθισμένος ο βασιλιάς και τριγύρω του κόσμος πολύς. Σαν γύρισε και είδε τον υπασπιστή του, έκαμε νόημα στους υπηρέτες να τον αφήσουν να περάσει. Ο άντρας έφτασε μπροστά του και προσκύνησε. Άπλωσε τα χέρια του και λέει: «Βασιλιά μου, βρήκα και σου έφερα αυτό που μου ζήτησες!» Στην άκρη του χεριού του ήταν ένα δαχτυλίδι. Ο βασιλιάς το πήρε μέσα στη χούφτα του, το κράτησε και το διάβασε στο φως των κεριών
«Κι αυτό θα περάσει».
Τούτα τα λόγια ήταν γραμμένα, για να τα διαβάζεις σαν έχεις στενοχώρια μεγάλη και σκοτούρα και να φεύγουνε οι μαυρίλες μα και σαν έχεις χαρά μεγάλη που σε κάνει να πετάς μέχρι τα ουράνια, να διαβάζεις τα λόγια του δαχτυλιδιού και τα πόδια σου να έρχονται να πατήσουν ξανά πάνω στη γη.
Λένε πως από εκείνη τη μέρα ο βασιλιάς του τόπου έγινε ακόμα πιο σοφός κι ο λαός του πέρασε καλύτερα...