"Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ" του Γ. Βερίτη
Πάσχα θα κάμω πάλι σήμερα,
κι ειν’ η λαχτάρα μου μεγάλη!
Πάσχα θα κάμω πάλι σήμερα,
γιατί θα κοινωνήσω πάλι.
Μαζί κι οι δυο μας θα γιορτάσουμε,
ω, πόσο τόχες πεθυμήσει.
«Επιθυμία επεθύμησα»,
μας είπες πριν το δείπνο αρχίσει.
Επιθυμία επεθύμησα!
-πώς μας φλογίζ’ η επιθυμιά σου!
πώς λαχταρήσαμε να γείρωμε
απόψε πάνω στην καρδιά σου!
Δέξου μας σαν τον άγιο Γιάννη σου,
πάνω στο στήθος σου σκυμμένους.
Δε θα σου πούμε ποια άγρια κύματα
μας φέραν δω μισοπνιγμένους.
Τα ξέρεις όλα! Κι αν πονούσαμε,
πιότερο συ για μας πονούσες
και, σιωπηλός, - τα χρόνια ως διάβαιναν -,
στο δείπνο σου μας καρτερούσες.
Μαζί σου τώρα θα γιορτάσουμε,
και το τραπέζι ‘ναι στρωμένο.
Μα πώς σε βλέπω, ω τρισελεύτερε,
τη δουλική ποδιά ζωσμένο;
-«Σταθήτε, φίλοι! Ο νους σας άγρυπνος
κι ολάνοιχτ’ η ψυχή σαν κρίνο,
για να δεχτή, δροσιά απριλιάτικη,
την ύστερη εντολή που αφήνω.
Εγώ ‘μαι ο Κύριος κι ο Διδάσκαλος.
Μαζί μου ως τ’ άστρα θ’ ανεβήτε,
μ’ αφού στα πόδια τ’ άλλου σκύψετε
και δουλική ποδιά ζωσθήτε.
Εγώ ‘μαι ο Κύριος κι ο Διδάσκαλος,
μα ταπεινώθηκα ως τα Βάθη.
Όποιος το Θρόνο μου λαχτάρησε,
το δρόμο τούτο πρώτα ας μάθη!
Μα ελάτε τώρα να γιορτάσουμε.
Χρείαν ουκ έχει ο λελουμένος.
Μαζί σας, η χαρά μου απέραντη,
κι ας είμαι κιόλα προδομένος».
Κύριε, τα λόγια σου αντηχήσανε
ως τα κατάβαθα του νου μας.
Εσύ διαβάζεις την αγάπη μας
μεσ’ στην καρδιά του καθενού μας.
Εσύ διαβάζεις την αγάπη μας,
και, πιο καλά από μας, το ξέρεις
Πόσο οι ψυχές μας νοσταλγήσανε
σ’ αυτό τ’ ανώγειο να μας φέρης.
Μαζί το Πάσχα θα γιορτάσουμε
και τον καινούργιο Αμνό θα φάμε,
Μαζί σου, ακόμα και στον θάνατο
- και στην ανάσταση - θα πάμε.
Πάσχα θα κάμω πάλι σήμερα,
γιατί θα κοινωνήσω πάλι!
Πάσχα θα κάμω πάλι σήμερα,
κι ειν’ η λαχτάρα μου μεγάλη!
Ο λειτουργός προβαίνει επίσημα
τ’ Άγια κρατώντας υψωμένα,
μα Εσύ μας κράζεις με τα χείλη του:
«πιστοί μου, ελάτε προς Εμένα».
Σεμνά κι αθόρυβα προσέρχονται
θερμός στα μάτια ο πόθος λάμπει
κι ανοίγουν οι καρδιές εφτάδιπλες,
ο Βασιλιάς των όλων νάμπη.
Ανοίγουν οι καρδιές ευφρόσυνα
καθώς στον ήλιο τα λουλούδια,
κι ανάερα φτερουγάνε γύρω μας,
αύρες των όρθρων, τ’ αγγελούδια.
Αύρες των όρθρων μας θωπεύουνε
μεσ’ στη σεμνή φωτοχυσία.
την εκκλησιά μας όλη γέμισε
χίλιων ψυχών η παρουσία.
Άκτιστε Λόγε και Συνάναρχε,
πόσους εκάλεσες σιμά σου!
Γύρω ένα πλήθος αναρίθμητο
σιμώνει προς την Τράπεζά σου.
Τούτη την ώρα που κυκλώνουμε
τ’ αφθαρτοπάροχο ποτήρι,
πνεύματα μύρια ολούθε κίνησαν
για να βρεθούν στο πανηγύρι.
Θα κοινωνήσω με τους Έντεκα
- στη νύχτα χάθηκε ο προδότης -
με την Παρθένα Μάνα που έσφιξε
στην αγκαλιά της τον Αμνό της.
Θα κοινωνήσω με τους Έντεκα
και με την πρώτην Εκκλησία.
Κοινή κι η πίστη κι η λαχτάρα μας
μπρος στην υπέρτατη Θυσία.
Να, με τους πρώτους, οι Εβδομήκοντα,
και να κι ο Παύλος που 'χει φτάσει
στα τρίδιπλα φτερά του ζήλου του,
πέλαγα περνώντας, κάμπους, δάση.
Γεμάτη δύναμη και θέληση
στράφτει η ματιά του, σαν ατσάλι.
Χαίρε, ω ποτήρι μυριολάτρευτο
που τον χαλύβδωσες στη πάλη.
Να των μαρτύρων τ’ αναρίθμητα
που φτερουγάνε πλήθη, γύρω,
κρατώντας, θησαυρό σε αλάβαστρα,
το αίμα τους, ουράνιο μύρο.
Πώς την θυμούνται την αξέχαστη,
των πιο μεγάλων θριάμβων, μέρα!
Στη φυλακή πρωί, μετάλαβαν,
το βράδυ στα θεριά τους φέραν.
Στη φυλακή, πρωί, μετάλαβαν
ελεύθεροι φυλακισμένοι.
το βράδι μπαίνουν αλαλάζοντας
στον ουρανό που τους προσμένει.
Χαίρε τροφή μαρτυροπλάστρα, Συ,
και χαίρε των ηρώων γεννήτρα!
Τα νύχια των θηρίων εσύντριψεν
η δύναμή σου η καταλύτρα.
Να κι ο Ταρσίζιος μεσ’ στους μάρτυρες,
ο μικρός φίλος κι αδερφός μας.
Γεια σου αδελφούλη, που ξεπέρασες
τους πιο τρανούς εσύ του κόσμου!
Στη δωδεκάχρονη καρδούλα του
σφίγγει ο Ταρσίζιος τ’ άγια Δώρα.
Δε θα τα ρίξη, κι ας ουρλιάζουνε
τριγύρω του σκυλιά αιμοβόρα.
Δε θα τα ρίξη στην ατίμωση,
- Θε μου, η καρδούλα του πως κάνει! -
κι ας τον χτυπούν, κι ας τον πληγώνουνε.
Με τ’ άγια Δώρα θα πεθάνη!
Να κι οι σεπτές χορείες προβαίνουνε
των ομολογητών της πίστης,
κι ο ιεράρχης κι ο σοφός ο δάσκαλος,
ο βάρδος, ο πνευματικός, ο μύστης.
Να κι οι παρθένες αστρομέτωπες
τ’ άφθαρτα φέρνοντας στεφάνια,
και να οι μανάδες των Χρυσοστόμων,
με την σεμνή τους περηφάνεια.
Η Φοίβη, η Πρίσκιλλα, η διακόνισσα,
η κατηχήτρα, η τίμια χήρα,
κι η δοξασμένη αυτοκρατόρισσα
που καταφρόναε την πορφύρα.
Θε μου τι πλήθος αναρίθμητο
μαζί μας ήρθε να δειπνήση!
Κι όλους, αυτό το θείο ποτήρι σου
τους έχει θρέψει και ποτίσει!
«Ιδού βαδίζω…» Κύριε, δέξου με
ξεχνώντας τον πολύ μου ρύπο…
Εσύ που ακούς τον κρυφό πόθο μου
και της καρδιά μου κάθε χτύπο.
«Ιδού βαδίζω…» Γήινο τίποτα
δεν έχει τώρα ο λογισμός μου,
γιατί με κάλεσε συντράπεζο
ο Βασιλιάς όλου του κόσμου.
«Ιδού …» Στο βήμα των πατέρων μου
ρυθμίζω το δικό μου βήμα,
κι Εσύ με δέχεσαι ως τους δέχτηκες,
θύτης Εσύ μαζί και θύμα!
«Στώμεν καλώς!» Τα μάτια, ορθάνοιχτα,
την αγρύπνια του πνεύματος μας
ας δείχνουν, τούτη τη φριχτή στιγμή
που σφαγιάζετ’ ο Χριστός μας.
Ευλαβικά σαν τον προφήτη Σου
τον άνθρακα στα χείλη παίρνω,
κι ω καθαρμού φωτιά αδαπάνητη
που μεσ’ στην ύπαρξή μου παίρνω!
Είδες την δίψα μου την άσβηστη,
και να που μούχεις αναβρύσει
αθανασίας καθάρια νάματα
κι αλήθειας κρουσταλλένια βρύση.
Τώρα ξεχνώ του βίου τα βάσανα
και της ζωής κάθε φαρμάκι.
Δε χάνομαι άσωτα στα πέλαγα
μάταια ζητώντας κάποια Ιθάκη.
Ο δρόμος φέρνει προς τη θέωση,
διάπλατα μπρος μου τον ανοίγεις,
κι ως το στερνό – μου τόπες – βήμα μου,
απ’ το πλευρό μου δε θα φύγης.
Στην ομορφιά μας την πρωτόπλαστη
μας ξαναφέρν’ η δύναμή σου.
Στην ομορφιά μας την πρωτόπλαστη
και στις χαρές του παραδείσου.
Αγγέλων λύρες αρμονίζονται
και χερουβίμ δοξολογούνε,
κι αρχάγγελοι έσκυψαν, θαυμάζοντας,
τη μυστική ένωση να δούνε…
Σ’ ευχαριστώ που καταδέχτηκες
στη φάτνη τούτη να ξανάρθης.
Ω, μείνε χρόνια, χρόνια ατέλειωτα
μέσα μου, αφέντης και μονάρχης.
Μείνε για πάντα, όπως και σήμερα
μεσ’ στην καρδιά μου σ’ έχω πάρει
με την πλαστουργική σου δύναμη
και την αγνιστική σου χάρη.
Μείνε, το θάρρος μου κι η ελπίδα μου,
φίλος, παράκλητος, Θεός μου!
Με σένα θάμαι παντοδύναμος
και νικητής όλου του κόσμου.
Κι όταν στερνά θα πέφτη απάνω μου,
θα πέφτη ο ίσκιος του θανάτου,
στο φως μιας νέας ζωής, αθάνατης,
θ’ ανοίγη ο νους τα βλέφαρά του!
Ο Αλέξανδρος Γκιάλας (1915-1948) γνωστός με το φιλολογικό ψευδώνυμο «Γ. Βερίτης».
(Γ. Βερίτη, Άπαντα, Ποιήματα, εκδ. Η Δαμασκός, Αθήνα 1999, σελ. 34-41)