‹‹Ήταν ένα χωράφι, που ανήκε σε δύο αδελφούς, από τους οποίους ο ένας τους ήταν παντρεμένος και είχε μεγάλη οικογένεια. Ένα βράδυ όταν ο θερισμός είχε τελειώσει και το στάρι είχε χωρισθεί σε δύο ίσους σωρούς, ένα για τον κάθε αδελφό, ο μεγαλύτερος είπε στη γυναίκα του:
- Ο αδελφός μου είναι φανερό ότι κουράσθηκε αυτή τη χρονιά πολύ περισσότερο από μένα. Η μοιρασιά όπως έγινε δεν είναι δίκαιη. Θα σηκωθώ και θα προσθέσω στο μερίδιό του μερικά δεμάτια από το δικό μας μερίδιο, χωρίς να με καταλάβει.
Αλλά και ο μικρότερος, πλημμυρισμένος από τα ίδια ευλογημένα αδελφικά αισθήματα, σκέφθηκε :
- Ο αδελφός μου έχει ολόκληρη οικογένεια να συντηρήσει. δεν είναι, λοιπόν, δίκαιο να πάρω εγώ ίσο μερίδιο με αυτόν. Θα σηκωθώ και χωρίς να με καταλάβει θα βάλω στο μερίδιό του μερικά από τα δικά μου δεμάτια.
Την άλλη μέρα με έκπληξη ο κάθε αδελφός είδε το σωρό του ανέπαφο, σαν να μην είχε αφαιρεθεί τίποτε.
Και αποφάσισαν, χωρίς βέβαια ο ένας να ξέρει τι κάνει ο άλλος, να ξανακάνουν το άλλο βράδυ τα ίδια. Το αποτέλεσμα και πάλι δεν διέφερε. Έτσι αποφάσισαν την τρίτη νύχτα να ξανακτίσουν στο χωράφι, για να λύσουν το μυστήριο.
Πόσο συγκινητική όμως ήταν η σκηνή, όταν κάποια ώρα, κατά την οποία ανύποπτοι με τα δεμάτια στα χέρια προχωρούσαν καθένας για το σωρό του άλλου, συναντήθηκαν στη μέση του χωραφιού ! Τα δεμάτια έπεσαν απ΄τα χέρια τους και τα δύο αδέλφια σφιχταγκαλιάσθηκαν, με δάκρυα ανείπωτης χαράς και ευτυχίας›› (ΑΓ. 4).
(αρχ. Ιωάννου Κωστώφ, Καλοί λιμένες, Σταμάτα 2016, σελ. 234-5)