Αναφέρει ο π. Στεφ. Αναγνωστόπουλος: «Πριν από χρόνια, όταν ήμουν εφημέριος στον ιερό Ναό του αγίου Βασιλείου Πειραιώς, με κάλεσαν να εξομολογήσω εκτάκτως, κατόπιν δικής του επιθυμίας, ένα νέο άνδρα, 42 ετών, του οποίου το όνομα, ήταν Ξενοφών.
Όταν πήγα, ήταν σε κακή κατάστασι. Ο καρκίνος με τις ραγδαίες μεταστάσεις τον είχε προσβάλει και στο κεφάλι. Οι μέρες του μετρημένες. Ήταν μόνος στο θάλαμο, το διπλανό κρεβάτι ήταν άδειο, κι έτσι βρεθήκαμε μόνοι μας. Και μου είπε τα εξής, για το πώς πίστευσε, αφού υπήρξε, όπως το τόνισε, “σκληρός άθεος” και άπιστος.
Ήλθα εδώ πριν από 35 περίπου μέρες, σ’ αυτό το δωμάτιο των δύο κλινών. Δίπλα μου ήταν ήδη κάποιος άλλος άρρωστος, μεγάλος στην ηλικία, 80 περίπου ετών. Αυτός ο άρρωστος, πάτερ μου, παρά τους φοβερούς πόνους τους οποίους είχε στα κόκκαλα –εκεί τον είχε προσβάλει ο καρκίνος- συνεχώς αναφωνούσε ‘Δόξα Σοι, ο Θεός! Δόξα Σοι, ο Θεός!...’. Στη συνέχεια έλεγε και πολλές άλλες προσευχές, τις οποίες εγώ ο ανεκκλησίαστος και άθεος τις άκουγα για πρώτη φορά. Και όμως, πολλές φορές μετά απ’ τις προσευχές του ηρεμούσε –και εγώ δεν ξέρω με ποιο τρόπο- και τον έπαιρνε γλυκύτατος ύπνος. Ύστερα από δυο-τρεις ώρες ξυπνούσε απ’ τους αφόρητους πόνους, για να ξαναρχίση και πάλι ‘Ω Χριστέ μου, Σε ευχαριστώ! Δόξα στο όνομά Σου!... Δόξα Σοι, ο Θεός!... Δόξα Σοι, ο Θεός!...’.
Εγώ μούγκριζα απ’ τους πόνους, κι αυτός ο συνασθενής μου, με τους αφόρητους πόνους, δοξολογούσε το Θεό. Εγώ βλασφημούσα το Χριστό και την Παναγία, και αυτός μακάριζε το Θεό. Τον ευχαριστούσε για τον καρκίνο τον οποίο του έδωσε και τους πόνους τους οποίους είχε. Τότε εγώ αγανακτούσα όχι μόνο απ’ τους φρικτούς πόνους τους οποίους είχα, αλλά και γιατί έβλεπα αυτό, το συνασθενή μου, να δοξολογή συνεχώς το Θεό. Αυτός έπαιρνε σχεδόν κάθε μέρα ‘τη Θεία Μεταλαβιά’ κι εγώ ο άθλιος ξερνούσα από αηδία.
- Σκάσε, επιτέλους. Σκάσε επιτέλους να λες συνεχώς ‘Δόξα Σοι, ο Θεός! Δεν βλέπεις πως Αυτός ο Θεός, τον Οποίο εσύ δοξολογείς, Αυτός μας βασανίζει τόσο σκληρά; Θεός είναι αυτός; Δεν υπάρχει. Όχι! Δεν υπάρχει…
Κι αυτός με γλυκύτητα απαντούσε:
- Υπάρχει, παιδί μου, υπάρχει και είναι στοργικός Πατέρας, διότι με την αρρώστια και τους πόνους μας καθαρίζει απ’ τις πολλές μας αμαρτίες. Όπως αν ήσουν απασχολημένος με καμμιά σκληρή δουλειά, όπου τα ρούχα σου και το σώμα σου θα βρωμούσαν κυριολεκτικώς, θα χρειαζόσουν μια σκληρή βούρτσα για να καθαρισθής καλά, κι εσύ και το σώμα σου και τα ρούχα σου, κατά τον ίδιο τρόπο και ο Θεός χρησιμοποιεί την αρρώστια σαν ευεργετικό καθαρισμό της ψυχής, για να την προετοιμάση για τη Βασιλεία των ουρανών.
Οι απαντήσεις του με εκνεύριζαν ακόμη περισσότερο και βλασφημούσα θεούς και δαίμονες. Δυστυχώς οι αντιδράσεις μου ήταν αρνητικές, με το να φωνάζω:
- Δεν υπάρχει Θεός… Δεν πιστεύω σε τίποτε… Ούτε στο Θεό ούτε σ’ αυτά τα ‘κολοκύθια’ τα οποία μου λες περί Βασιλείας του Θεού σου…
Θυμάμαι τις τελευταίες του λέξεις:
- Περίμενε και θα δης με τα μάτια σου πως χωρίζεται η ψυχή απ’ το σώμα ενός χριστιανού που πιστεύει. Είμαι αμαρτωλός, αλλά το έλεός Του θα με σώση. Περίμενε, θα δης και θα πιστεύσης!!!
Και η μέρα αυτή έφθασε. Από το νοσοκομείο θέλησαν να βάλουν ένα ‘παραβάν’, όπως ήταν καθήκον τους, αλλά εγώ διαμαρτυρήθηκα. Τους είπα ‘όχι, γιατί θέλω να δω πως αυτός ο γέρος θα πεθάνη!!!’.
Τον έβλεπα, λοιπόν, να δοξολογή συνεχώς το Θεό. Πότε έλεγε κάποια ‘Χαίρε’ για την Παναγία, τα οποία αργότερα έμαθα ότι λέγονται ‘Χαιρετισμοί’. Κατόπιν σιγοέψαλλε το ‘Θεοτόκε Παρθένε’, το ‘Από των πολλών μου αμαρτιών…’, το ‘Άξιον εστι’, κάνοντας συγχρόνως και πολλές φορές το σημείο του σταυρού.
Σήκωσε κάποια στιγμή τα χέρια του και είπε: ‘Καλώς τον Άγγελο μου! Σε ευχαριστώ, που ήρθες με τόση λαμπρή συνοδεία να παραλάβης την ψυχή μου. Σε ευχαριστώ!... Σε ευχαριστώ!...’. Ανασηκώθηκε λίγο, ξανασήκωσε τα χέρια του ψηλά, έκανε το σημείο του σταυρού, σταύρωσε τα χεράκια του στο στήθος του και κοιμήθηκε!!!
Ξαφνικά το δωμάτιο πλημμύρισε από φως, λες και μπήκαν μέσα δέκα ήλιοι και περισσότεροι, τόσο πολύ φωτίσθηκε το δωμάτιο! Ναι, εγώ ο άπιστος, ο άθεος, ο υλιστής, ο ‘ξιπασμένος’, ομολογώ ότι όχι μόνο έλαμψε το δωμάτιο αλλά και μια ωραιότατη μυρωδιά απλώθηκε σ’ αυτό, ακόμη και σε ολόκληρο το διάδρομο, και μάλιστα όσοι ήταν ξυπνητοί και μπορούσαν, έτρεχαν εδώ και εκεί, για να διαπιστώσουν από πού ερχόταν η παράξενη αυτή μυρωδιά.
Έτσι, πάτερ μου, πίστευσα, γι’ αυτό και φώναξα για Εξομολόγο ύστερα από τρεις μέρες. Την άλλη μέρα, όμως, τα ‘βαλα με τους δικούς μου, τη μάνα μου και τον πατέρα μου, ύστερα με τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου, με τη γυναίκα μου, με τους συγγενείς και τους φίλους, και τους φώναζα και τους έλεγα:
- Γιατί δεν μου μιλήσατε ποτέ για το Θεό, την Παναγία και τους Αγίους; Γιατί δεν με οδηγήσατε ποτέ στην Εκκλησία; Γιατί δεν μου είπατε ότι υπάρχει Θεός και υπάρχει και θάνατος και κάποτε αυτή η ψυχή θα χωρισθή απ’ το σώμα για να δώση το λόγο της; Γιατί με σπρώξατε με τη συμπεριφορά σας στην αθεΐα και στο μαρξισμό; Εσείς με μάθατε να βλασφημώ, να κλέβω, να απατώ, να πορνεύω… Εσείς με μάθατε να είμαι πονηρός, καχύποπτος, ζηλιάρης, λαίμαργος, φιλάργυρος και κακός. Γιατί δεν μου διδάξατε την αρετή; Γιατί δεν μου διδάξατε την αγάπη; Γιατί δεν μου μιλήσατε ποτέ για το Χριστό; Γιατί;… Απ’ αυτή τη στιγμή μέχρι που να πεθάνω, θα μου μιλάτε μόνο για το Θεό, το Χριστό, την Παναγία, τους Αγγέλους, τους Αγίους. Για τίποτε άλλο.
Έρχονταν οι δικοί μου, οι συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, και τους ρωτούσα τον καθένα χωριστά ή όλους μαζί:
- Έχετε να μου πήτε κάτι σημαντικό για το Θεό; Διότι Αυτόν θα συναντήσω! Λέγετε. Αν δεν ξέρετε, να μάθετε. Οι μέρες περνάνε κι εγώ θα φύγω.
Και σ’ ένα-δυο επισκέπτες:
- Αν δεν ξέρης ή αν δεν πιστεύης, να φύγης!...
Τώρα πιστεύω με όλη μου την καρδιά, και θέλω να εξομολογηθώ όλες τις αμαρτίες μου από μικρό παιδί…”»(ΟΠ, 42). Έφυγε μετανοημένος.
(Αρχ. Ιωάννου Κωστώφ, Καλοί λιμένες, Σταμάτα 2016, σελ. 187-191)