Όταν κάποτε βρισκόμουνα στο Κοινόβιο, είχα τον πειρασμό να προσπαθώ να συμπεράνω την εσωτερική κατάσταση κάποιου από τις κινήσεις του. Μου συνέβη λοιπόν ένα σχετικό γεγονός. Μια φορά, καθώς στεκόμουν, προσπερνάει μια γυναίκα που βάσταζε ένα σταμνί νερό, και δεν κατάλαβα πώς παρασύρθηκα και πρόσεχα τα μάτια της. Αμέσως τότε μου γεννήθηκε ο λογισμός ότι ήταν πόρνη. Μόλις λοιπόν μου είπε αυτό το πράγμα ο λογισμός, πολύ στενοχωρήθηκα και το ανέφερα στον Γέροντα, τον αββά Ιωάννη, μ’ αυτό τον τρόπο: «Γέροντα, αν, χωρίς να το θέλω, δω μια κίνηση κάποιου και συμπεράνω με το λογισμό την κατάσταση που βρίσκεται, τι πρέπει να κάνω»; Και μου απάντησε ο Γέροντας κατ’ αυτό τον τρόπο:
«Τι λοιπόν, δεν συμβαίνει πολλές φορές να έχει κανείς κάποιο φυσικό ελάττωμα και με πολύ αγώνα να το ξεπεράσει; Δεν μπορείς απ’ αυτό να καταλάβεις την κατάστασή του. Ποτέ λοιπόν να μην πιστεύεις στις υποψίες σου, γιατί στραβός οδηγός και τα ίσια τα κάνει στραβά. Οι υποψίες είναι ψεύτικες και βλάπτουν».
Από τότε, και αν ακόμα μου έλεγε ο λογισμός για τον ήλιο ότι είναι ήλιος ή για το σκοτάδι ότι είναι σκοτάδι, δεν το πίστευα. Επειδή δεν υπάρχει τίποτε βαρύτερο από τις υποψίες. Είναι τόσο πολύ βλαβερές, γιατί μένουν πολύ καιρό μέσα μας και αρχίζουν να μας πείθουν να νομίζουμε ότι βλέπουμε καθαρά, πράγματα που ούτε υπάρχουν ούτε έχουν γίνει.
Και σας αναφέρω ένα πράγμα αξιοθαύμαστο σχετικό μ’ αυτό, που έτυχε να παρακολουθήσω όταν ακόμα βρισκόμουνα στο Κοινόβιο. Εκεί είχαμε έναν αδελφό που τον ενοχλούσε πάρα πολύ αυτό το πάθος. Και τόσο πολύ πίστευε στις υποψίες του, ώστε για κάθε υποψία του να είναι βέβαιος ότι ακριβώς έτσι συμβαίνει, όπως του υπαγορεύει ο λογισμός του, και δεν υπάρχει άλλη πιθανότητα. Και επειδή με την πάροδο του χρόνου μεγάλωνε το κακό, οι δαίμονες τον παραπλάνησαν σε τέτοιο σημείο, ώστε να μπει μια φορά στον κήπο για να κατασκοπεύσει. Γιατί πάντοτε κρυφοκοίταζε και κρυφάκουγε. Του φάνηκε λοιπόν, ότι είδε κάποιον αδελφό να κλέβει σύκα και να τρώει. Ήταν δε και Παρασκευή και δεν είχαν φθάσει ακόμα στη δεύτερη Ώρα. Αφού δε έπεισε τον εαυτό του ότι αληθινά αυτό που είδε ήταν πραγματικότητα, φεύγει κρυφά και βγαίνει έξω, χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα, περιμένοντας πάλι την ώρα της Συνάξεως, για να δει τι θα κάνει ο αδελφός –αυτός που δήθεν είχε κλέψει και είχε φάει τα σύκα- κατά την ώρα της Θείας Κοινωνίας.
Και καθώς τον είδε να νίβει τα χέρια του, για να προσέλθει να κοινωνήσει, τρέχει και λέει στον Γέροντα: «Αυτό τον αδελφό που μπαίνει να μεταλάβει μαζί με τους άλλους, δώσε εντολή να μην τον κοινωνήσουν, γιατί τον είδα από το πρωί να κλέβει σύκα και να τρώει». Στο μεταξύ προχωρεί ο αδελφός εκείνος με πολλή κατάνυξη στην Αγία Προσφορά, γιατί ήταν και από τους ευλαβείς αδελφούς. Μόλις λοιπόν τον είδε ο Γέροντας, τον καλεί, πριν ακόμα πλησιάσει τον ιερέα που κοινωνούσε, τον παίρνει παράμερα και του λέει: «Πες μου, αδελφέ, τι είναι αυτό που έκανες σήμερα»; Εκείνος παραξενεύτηκε και του λέει: «Πού, Γέροντα»; Και του λέει ο Γέροντας: «Στον κήπο που μπήκες το πρωί, τι έκανες εκεί»; Λέει πάλι με έκπληξη ο αδελφός: «Γέροντα, ούτε τον κήπο είδα σήμερα, ούτε εδώ στο Κοινόβιο βρισκόμουν το πρωί, αλλά δες, μόλις έφθασα από οδοιπορία. Γιατί αμέσως, μόλις τελείωσε η αγρυπνία, μ’ έστειλε ο Οικονόμος σ’ αυτή τη μακρινή δουλειά». Ήταν δε η εξωτερική αυτή δουλειά που ανέφερε πολλά μίλια μακριά και μόλις αυτή την ώρα της Συνάξεως είχε γυρίσει ο αδελφός. Καλεί ο Γέροντας τον Οικονόμο και τον ρωτάει: «Πού τον έστειλες αυτό τον αδελφό»; Απαντάει ο Οικονόμος το ίδιο ακριβώς που είχε πει και ο αδελφός: «Σ’ αυτή την πόλη τον έστειλα».
Και βάζει μετάνοια, λέγοντας: «Συγχώρεσέ με, Γέροντα, γιατί ξεκουραζόσουν από την αγρυπνία και γι’ αυτό δεν τον έφερα να πάρει την καθιερωμένη ευχή πριν φύγει». Μόλις λοιπόν πήρε αυτές τις πληροφορίες ο Γέροντας, τους έδωσε ευχή και τους άφησε να πάνε να κοινωνήσουν. Και καλεί τον αδελφό που είχε τις υποψίες και τον επιτιμά και του απαγορεύει να κοινωνήσει. Και όχι μόνο αυτό, αλλά κάλεσε όλους τους αδελφούς, μετά από τη Σύναξη, τους ανέφερε με δάκρυα όσα συνέβηκαν και επιτίμησε δημόσια τον αδελφό για όλα, για να βγουν τρία καλά από αυτό: Να ντροπιασθεί και να παραδειγματισθεί ο διάβολος, αυτός που σπέρνει τις υποψίες, να συγχωρεθεί η αμαρτία του αδελφού με την ατίμωση εκείνη και να βοηθηθεί στο εξής από τον Θεό, και για να κάνει τους αδελφούς προσεκτικότερους να μην παραδέχονται ποτέ τις υποψίες τους.
(αββά Δωροθέου, "Ασκητικά", Διδασκαλία Θ΄, εκδ. Ετοιμασία, σελ. 255-259)